Δικαστήριο: ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΜΗΜΑ IV ΠΡΑΞΗ
Τόπος: ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης: 83
Ετος: 2002
Περίληψη
5ετης η παραγραφη απαιτήσεων του δημοσίου, ενέχυρο σε απαίτηση παραμένει κύριος αυτής ο αρχικός δικαούχος και άρα εφόσον ήγειρε αγωγή κατα΄του δημοσίου διέκοψε την παραγραφη άσχετα με το οτι είχε ενεχυράσει την απαιτηση σε τράπεζα.ΠΡΟΣΟΧΗ ΤΟ ΧΕ ΘΑ ΒΓΕΙ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ. ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΘΑ ΕΒΓΑΙΝΕ ΕΑΝ ΑΥΤΗ ΕΙΧΕ ΑΝΑΓΓΕΛΘΕΙ , ΕΔΩ ΟΜΩΣ Η ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΙΧΕ ΠΛΗΡΩΘΕΙ ΚΑΙ ΕΙΧΕ ΑΠΟΣΒΕΣΘΕΙ ΤΟ ΕΝΕΧΥΡΟ.ΒΛ. ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΑΠ661/2004
Χρόνος παραγραφής απαιτήσεων κατά του Δημοσίου.Πενταετής. Λόγοι διακοπής αυτήςεκτός άλλων είναι η υποβολή της υπόθεσης σε δικαστήριο και η υποβολή αίτησης στην αρμόδιαδημόσια αρχή για πληρωμή της σχετικής απαιτήσεως.Δύναται να συσταθεί ενέχυρο επίονομαστικής απαιτήσεως του οφειλέτη κατά τρίτου προς εξασφάλιση δανείου ή και προγενέστερηςαπαίτησης.Συνέπειες.Περ/γία:Αμοιβή εταιρείας υπό πτώχευση για προμήθεια και μεταφορά επισιτιστικήςβοήθειας.Νόμιμη καθόσον δεν έχει υποκύψει στην πενταετή παραγραφή.
Κείμενο Απόφασης
Αποτελούμενο από τον Πρόεδρο του Τμήματος Μιχαήλ Δημητρόπουλο, Αντιπρόεδρο,
τα μέλη Χ. Ν. και Μ. Ζ. (εισηγητή), Συμβούλους, Μαρία Βλαχάκη και Βασιλική Ανδρεοπούλου, Παρέδρους, με συμβουλευτική ψήφο.
Συνεδρίασε στην αίθουσα διασκέψεων του Καταστήματος του, που βρίσκεται στην
Αθήνα, στις 24 Σεπτεμβρίου 2002, με την παρουσία της Γραμματέως Κοντής Παπαδημητρίου.
Για να αποφανθεί, ύστερα από σχετική διαφωνία που ανέκυψε μεταξύ της Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Υπουργείο Γεωργίας και της Υπηρεσίας Δημοσιονομικού Ελέγχου σ΄ αυτό, αν πρέπει να θεωρηθεί το 483 χρηματικό ένταλμα πληρωμής, οικ. έτους 2002, της υπηρεσίας αυτής.
Αφού μελέτησε τα στοιχεία του φακέλου
και
‘Ελαβε υπόψη
Την 78/18-7-2002 έγγραφη γνώμη του Αντεπιτρόπου της Επικρατείας Ιωάννη Σμπυρούνια, σύμφωνα με την οποία το επίμαχο χρηματικό ένταλμα πρέπει να θεωρηθεί.
Σκέφθηκε κατά το νόμο
Μετά την τήρηση της διαδικασίας που προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 21 παρ. 1 του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ/γμα 774/1980, ΦΕΚ 189, Α) και 139 παρ. 1 του π.δ/τος 1225/1981 (ΦΕΚ 304, Α), σε συνδυασμό με τις 3786/1992 (ΦΕΚ 140, Β) και 15778/1992 (ΦΕΚ 561, Β) αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου τούτου, νόμιμα εισάγεται η υπό κρίση υπόθεση ενώπιον του Τμήματος, προκειμένου ν΄ αποφανθεί για τη θεώρηση ή μη του 483, οικονομικού έτους 2002, χρηματικού εντάλματος της Υπηρεσίας Δημοσιονομικού Eλέγχου στο Yπουργείο Γεωργίας.
Η Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Υπουργείο Γεωργίας αρνήθηκε με την
6/30-4-2002 πράξη επιστροφής, να θεωρήσει το 483, οικονομικού έτους 2002, χρηματικό ένταλμα πληρωμής, ποσού ευρώ 826.284, που εκδόθηκε από την Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου στο ως άνω Υπουργείο και αφορά τη δαπάνη για την πληρωμή της φερόμενης ως δικαιούχου εταιρείας με την επωνυμία «ΣΙΤΕΞ Α.Ε.», που τελεί σε
κατάσταση πτωχεύσεως και εκπροσωπείται νομίμως (άρθρ. 534 Εμπ.Ν.) από το σύνδικο
της ενώσεως των πιστωτών, για την προμήθεια και μεταφορά από την Ελλάδα στην Αγκόλα επισιτιστικής βοήθειας 3.000 τόνων σκληρού σίτου. Η έκδοση του εντάλματος
στηρίζεται στην επισυμβάσα αναγνώριση της απαίτησης της εν λόγω εταιρείας με το 5784/2001 πρακτικό της Ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, το οποίο εγκρίθηκε με την από 10-12-2001 πράξη του Υφυπουργού Οικονομικών. Κατά την άποψη
της διαφωνούσας Επιτρόπου και κατά τον προβαλλόμενο μοναδικό λόγο της μη θεωρήσεως του τίτλου, η εντελλόμενη δαπάνη δεν είναι νόμιμη, διότι η αξίωση της ως άνω εταιρείας έχει υποπέσει στην οριζόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 91 του ν.δ/τος 321/1969 και 90 του ν. 2362/1995 πενταετή παραγραφή. Η Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου στο ως άνω Υπουργείο, με το 2025/20-5-2002 έγγραφό της, επανυπέβαλε το χρηματικό ένταλμα ζητώντας τη θεώρησή του, με παραπομπή προς τούτο στο επισυναπτόμενο 43165/16-5-2002 έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Υποστήριξης και Επιθεώρησης του ίδιου Υπουργείου, στο οποίο αναφέρεται ότι η παραγραφή της εν λόγω χρηματικής αξίωσης είχε διακοπεί με την απευθυνόμενη προς το Υπουργείο Γεωργίας, από 30-4-1997, αίτηση της Εμπορικής Τράπεζας, στην οποία είχε εκχωρηθεί λόγω ενεχύρου η απαίτηση αυτή, σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά με το 5784/2001 πρακτικό της Ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Η Επίτροπος, όμως, ενέμεινε στην άρνησή της να θεωρήσει το χρηματικό ένταλμα και με την από 10-7-2002 έκθεσή της νομίμως απευθύνεται στο
Τμήμα για την άρση της διαφωνίας που ανέκυψε.
Το ν.δ/γμα 321/1969 «Περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού», (ΦΕΚ 205, Α), το οποίο ίσχυε μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 2362/1995, ορίζει, στο άρθρο 91 παρ.
1 ότι : «1.Ο χρόνος παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου είναι πέντε ετών, εφ΄ όσον υπό ετέρας γενικής ή ειδικής διατάξεως δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής», στο άρθρο 93 ότι : «H παραγραφή άρχεται από του τέλους του οικονομικού έτους καθ΄ ο εγεννήθη η αξίωσις και είναι δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξις» και στο άρθρο 95, ότι: «Φυλαττομένης της ισχύος των ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνον : α)Δια της υποβολής της υποθέσεως εις το δικαστήριον ή εις διαιτητάς, οπότε άρχεται εκ νέου η παραγραφή από της τελευταίας διαδικαστικής πράξεως των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών. β)Δια της υποβολής προς την δημοσίαν αρχήν αιτήσεως περί πληρωμής της απαιτήσεως , οπότε η παραγραφή άρχεται εκ νέου από της χρονολογίας, την οποίαν φέρει η έγγραφος απάντησις της αρμοδίας δια την αναγνώρισιν ή την πληρωμήν της απαιτήσεως αρχής». Περαιτέρω, με
τον ισχύοντα ήδη (από 1.1.1996) ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις», (ΦΕΚ 247, Α), ορίζεται, στην παρ.
1 του άρθρου 90, ότι: «Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής», στο άρθρο 91 ότι : «Επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής
διατάξεως του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής¨.», στο άρθρο 93 ότι : «Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνο : α)Με την υποβολή της υποθέσεως στο δικαστήριο ή σε διαιτητές,
οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών. β)Με την υποβολή στην αρμόδια δημόσια
αρχή αιτήσεως για την πληρωμή της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση του Διατάκτη ή της αρμόδιας για την πληρωμή της απαιτήσεως αρχής¨.» και στο άρθρο 107 που περιέχει μεταβατικές διατάξεις ότι : «Οι διατάξεις του παρόντος νόμου περί παραγραφής εφαρμόζονται επί απαιτήσεων που γεννώνται μετά την έναρξη της ισχύος του. Όσον αφορά όμως την
αναστολή και τη διακοπή της παραγραφής, οι σχετικές διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται και επί απαιτήσεων που έχουν γεννηθεί πριν από την ισχύ αυτού, εάν τα επαγόμενα την αναστολή ή διακοπή γεγονότα έχουν συντελεσθεί μετά την ισχύ αυτού». Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό λαμβανόμενες, προκύπτει ότι τόσο υπό το καθεστώς ισχύος του προϊσχύσαντος κώδικος δημοσίου λογιστικού (ν.δ/γμα 321/1969), όσο και του ήδη ισχύοντος (ν.2362/1995) από 1-1-1996 (βλ. άρθρο 112 του ως άνω νόμου), ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, με την επιφύλαξη όσων ορίζονται σε ειδικότερες διατάξεις, είναι πενταετής και αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους κατά το οποίο γεννήθηκε
η αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Περαιτέρω, λόγους διακοπής παραγραφής των κατά του Δημοσίου χρηματικών αξιώσεων αποτελούν, εκτός των άλλων,
η υποβολή της υπόθεσης στο δικαστήριο καθώς και η υποβολή αιτήσεως στην αρμόδια δημόσια αρχή για την πληρωμή της σχετικής απαίτησης, οι λόγοι δε αυτοί ισχύουν και για τις απαιτήσεις που γεννήθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του ν. 2362/1995, στην περίπτωση που το διακοπτικό γεγονός της παραγραφής επήλθε μετά την 1-1- 1996. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 35,36,39,44 και 47 του ν.δ/τος της 17.7/13.8.1923 «Περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών» (ΦΕΚ 224,Α), τα οποία διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 41 παρ. 1 του ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι δύναται να συσταθεί ενέχυρο επί ονομαστικής απαιτήσεως του οφειλέτη κατά τρίτου τόσο προς εξασφάλιση πιστώτριας ανώνυμης εταιρείας από παροχή δανείου είτε απλού
είτε με ανοικτό λογαριασμό, όσο και προς εξασφάλιση προγενέστερης απαιτήσεως της. Η σύσταση αυτού του ενεχύρου συνεπάγεται την εκχώρηση της απαίτησης από τον
ενεχυριάσαντα οφειλέτη στην πιστώτρια ανώνυμη εταιρεία, η οποία από τότε θεωρείται από το νόμο ότι νέμεται την απαίτηση και έχει δικαίωμα να την εισπράξει ως εκδοχέας και να αποδώσει το τυχόν υπόλοιπο στον ενεχυριάσαντα, σύμφωνα δε με τις ίδιες ως άνω διατάξεις απαιτείται επίδοση αντιγράφου της συμβάσεως εκχωρήσεως λόγω ενεχύρου στον τρίτο. Δικαιολογητικό λόγο θέσπισης της ως άνω ρύθμισης αποτελεί η βούληση του τότε νομοθέτη να καταστήσει αναμφίβολο ότι η πιστώτρια δικαιούται, πριν ή μετά τη λήξη του ασφαλιζόμενου χρέους, να προβαίνει σε είσπραξη της ενεχυριασμένης απαιτήσεως. Με δεδομένο δε ότι σκοπός της διάταξης του άρθρου 39, που προβλέπει τη σύσταση ενεχύρου επί ονομαστικής απαιτήσεως του οφειλέτη, είναι η εξασφάλιση της πιστώτριας ανώνυμης εταιρείας, πρέπει να θεωρηθεί ότι η ως άνω εκχώρηση δεν συνεπάγεται τέλεια, απόλυτη και οριστική διάθεση της απαιτήσεως προς την πιστώτρια, αλλά συνιστά περιορισμένη εκχώρηση που τα αποτελέσματά της ρυθμίζονται κυρίως από το δίκαιο περί ενεχύρου και επικουρικά, εφόσον δεν αντιτίθενται σ΄ αυτό, από τις γενικές για την εκχώρηση διατάξεις. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, ο ενεχυριάζων δεν αποξενώνεται απόλυτα από την απαίτησή του, η οποία έτσι εξακολουθεί να του ανήκει, πλην όμως «βεβαρυμένη» με το ενέχυρο. Η πιστώτρια νέμεται την απαίτηση ως οιονεί νομέας αυτής, ενώ η κυριότητά της εξακολουθεί να παραμένει στον ενεχυριάζοντα οφειλέτη, ο οποίος όμως λόγω του βάρους του ενεχύρου αδυνατεί να προβεί στην είσπραξή της από τον τρίτο. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1209, 1210 και 1243 του ΑΚ προκύπτει ότι απόσβεση της ασφαλιζόμενης απαιτήσεως συνεπάγεται αυτοδίκαιη απόσβεση και του ενεχύρου. Επομένως, εάν σύμφωνα με τα ανωτέρω, η ασφαλισμένη με το ενέχυρο απαίτηση της πιστώτριας ανώνυμης εταιρείας αποσβεστεί στη συνέχεια για κάποιο λόγο, επέρχεται αυτοδίκαια ένεκα του παρεπόμενου χαρακτήρα του ενεχύρου, απόσβεση και της ενεχυριάσεως, πράγμα που δεν θα ήταν δυνατό να συμβεί σε μια τέλεια εκχώρηση, όπου ενοχική απλώς απαίτηση
θα δημιουργείτο υπέρ του εκχωρητή να αξιώσει από τον εκδοχέα την επανεκχώρησή της.
Στην προκειμένη υπόθεση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα
πραγματικά περιστατικά: Με την 205980/25-10-1992 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας κατακυρώθηκε στην εταιρεία ΣΙΤΕΞ Α.Ε. το αποτέλεσμα του διαγωνισμού για την προμήθεια, μεταφορά και παράδοση 3.000 τόνων σκληρού σίτου ως δωρεάν επισιτιστική βοήθεια από την Ελλάδα στην Αγκόλα, συμφωνήθηκε δε ως τίμημα το ποσό των 86.900 δραχμών ανά τόνο σίτου, δηλαδή συνολικά το ποσό των 260.700.000 δραχμών, καθώς και ότι η αξία του ως άνω προϊόντος θα υπόκειται σε κρατήσεις 3% υπέρ του Μ.Τ.Π.Υ. και 2,4% ως χαρτόσημο επί της κρατήσεως, ενώ ο Φ.Π.Α. 8% θα βαρύνει το Δημόσιο (βλ. την από 4-11-1992 σχετική σύμβαση). Μετά την 8232/26-10- 1992 ανακοίνωση προς την ανωτέρω εταιρεία της ανάθεσης εκτέλεσης της επισιτιστικής βοήθειας και συνεπώς μετά τη σύναψη της σχετικής σύμβασης κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 23 του τότε ισχύοντος π.δ/τος 173/1990 (ΦΕΚ 62,Α) – με την οποία ορίζεται ότι η σύμβαση θεωρείται συναφθείσα από της ανακοίνωσης κατακύρωσης στον προμηθευτή – η ως άνω εταιρεία ενεχυρίασε την εν λόγω κατά του Δημοσίου απαίτηση της προς την Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, δυνάμει της από 29-10-1992 συμβάσεως εκχωρήσεως λόγω ενεχύρου, κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του ν.δ/τος 17.7/13.8.1923, προς εξασφάλιση απιτήσεως της
εν λόγω τραπεζικής εταιρείας από παροχή δανείου με ανοικτό λογαριασμό για συνολικό ποσό 2.400.000.000 δρχ., αυτή δε η σύμβαση εκχωρήσεως επιδόθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο στις 10-11-1992. Όπως ρητώς ορίζεται στο έγγραφο συστάσεως της ενεχυρικής συμβάσεως, η πιστούχος εκχωρεί λόγω ενεχύρου στην πιστώτρια Τράπεζα την ανωτέρω απαίτησή της για την εξασφάλιση αυτής από την παροχή δανείου με ανοικτό λογαριασμό, εξουσιοδοτείται δε η τελευταία να φέρει το προϊόν της λόγω ενεχύρου εκχωρηθείσας απαιτήσεως, μετά την είσπραξή της και μετά την αφαίρεση κάθε εξόδου, σε πίστωση του λογαριασμού της ασφαλιζομένης απαιτήσεώς της. Μεταγενεστέρως, λόγω μη καταβολής του συμβατικού ανταλλάγματος από την σύμβαση προμήθειας εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου, η εταιρεία ΣΙΤΕΞ Α.Ε. άσκησε την από 3-8-1993 αγωγή της ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία
ζήτησε να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο στην καταβολή του τιμήματος από την εν λόγω σύμβαση, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α.. Επί της ως άνω αγωγής, που παραπέμφθηκε προς εκδίκαση λόγω αρμοδιότητας στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, εκδόθηκε, στις 20-1-1997, η 176/1997 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, η οποία αφού
έκρινε κατ΄ ουσίαν ότι η εν λόγω σύμβαση εκτελέστηκε, έστω και με καθυστέρηση στην παράδοση του προϊόντος, απέρριψε την αγωγή με την αιτιολογία ότι η ενάγουσα
εταιρεία δεν νομιμοποιείτο ενεργητικώς να ζητήσει την είσπραξη του ανταλλάγματος
από την ανωτέρω σύμβαση προμήθειας εξ αιτίας της εκχωρήσεως της σχετικής αξιώσεώς της προς την Εμπορική Τράπεζα. Αίτηση αναιρέσεως του Ελληνικού Δημοσίου
κατά της εν λόγω απόφασης, για την απάλειψη των δυσμενών γι΄ αυτό αιτιολογιών που αφορούσαν στην εκτέλεση της συμβάσεως προμήθειας, απορρίφθηκε με την 1870/2000 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την αιτιολογία ότι αυτές δεν στηρίζουν το διατακτικό της ως άνω αποφάσεως. Ακολούθως μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου, η πιστώτρια Εμπορική Τράπεζα υπέβαλε στην αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Γεωργίας (ΔΙΔΑΓΕΠ) το 58/30-4-1997 έγγραφό
της, που αναφέρεται στην πληρωμή της εν λόγω απαίτησης με θεμελιακή προς τούτο βάση την από 29.10.1992 σύμβαση εκχώρησης λόγω ενεχύρου της πιστούχου εταιρείας και με το οποίο ζητείται, μεταξύ άλλων, να της γνωστοποιηθούν τα νομιμοποιητικά έγγραφα που απαιτούνται για την είσπραξη του ως άνω ποσού από αυτήν. Περαιτέρω και μετά την υποβολή της από 25-7-2001 αιτήσεως της ως άνω εταιρείας ΣΙΤΕΞ Α.Ε. προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, που υποβλήθηκε ενόψει της ασκηθείσας νέας από 2-7-2001 αγωγής της κατά του Ελληνικού Δημοσίου, με την οποία ζητείται η καταψήφιση του τελευταίου με το συνολικό ποσό των 3.811.040 ευρώ, εκδόθηκε το 5784/23-11-2001 Πρακτικό της Ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, το οποίο εγκρίθηκε με την από 10-12-2001 πράξη του Υφυπουργού Οικονομικών, κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 2 περ. η και 6 παρ. 5 του π.δ/τος 282/1996 «Οργανισμός του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους» (ΦΕΚ 199,Α). Με το πρακτικό αυτό
το Ν.Σ.Κ. γνωμοδότησε (κατά πλειοψηφία) υπέρ της μερικής αποδοχής της ανωτέρω αιτήσεως δια της άτοκης καταβολής προς το σύνδικο της ενώσεως των πιστωτών της πτωχεύσασας ΣΙΤΕΞ Α.Ε. του ορισθέντος συμβατικού ανταλλάγματος στην από 4.11.1992 σύμβαση, αποδεχόμενο, συναφώς, ότι η παραγραφή της κατά τα ανωτέρω εκχωρηθείσας απαιτήσεως της πιστούχου εταιρείας κατά του Δημοσίου διακόπηκε με την υποβληθείσα προς το Υπουργείο Γεωργίας αίτηση της ενεχυρούχου Εμπορικής Τράπεζας; όρισε δε ότι η καταβολή της αναγνωρισθείσας οφειλής προς τον σύνδικο της ενώσεως των πιστωτών της πτώχευσης θα γίνει υπό τους ακόλουθους όρους: 1) με
την προσκόμιση νέας δήλωσης από την Εμπορική Τράπεζα ότι εξοφλήθηκε πλήρως από την ως άνω εταιρεία και ότι δεν έχει καμμία απαίτηση από το Ελληνικό Δημόσιο, 2)
με την υποβολή ανέκκλητης δήλωσης από το σύνδικο της πτώχευσης ότι η «ΣΙΤΕΞ Α.Ε»
παραιτείται από κάθε άλλη αξίωσή της από την ίδια αιτία, καθώς και από την ασκηθείσα και ορισθείσα για τη δικάσιμο της 12-12- 2001 ως άνω αγωγή της ενώπιον
του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και ότι η καταβολή αυτή καλύπτει πλήρως και ολοσχερώς όλες τις εκ της συμβάσεως απαιτήσεις της ΣΙΤΕΞ Α.Ε. και 3) με την επιβολή των προβλεπόμενων στη σύμβαση κυρώσεων για την καθυστερημένη φόρτωση του
πλοίου και την καθυστερημένη παράδοση του σίτου στην εκπρόσωπο της SEAS της Αγκόλα, οι οποίες (κυρώσεις) θα παρακρατηθούν από το οφειλόμενο ποσό κατά τα οριζόμενα στη σύμβαση. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν κατά την ανάπτυξη και ερμηνεία των ειδικών περί ενεχύρου διατάξεων του ν.δ/τος της 17.7/13.8.1923 που αφορούν την εξασφάλιση Τραπεζών και ανωνύμων εταιρειών με σύσταση ενεχύρου σε ονομαστικές απαιτήσεις και τίτλους εις διαταγήν, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι κατ΄ αρχήν και η άσκηση της από 3-8- 1993 αγωγής της εταιρείας ΣΙΤΕΞ Α.Ε. αποτελεί γεγονός που επέφερε με την υποβολή της υποθέσεως στο δικαστήριο, τη διακοπή της πενταετούς παραγραφής της αξίωσής της, πριν τη συμπλήρωσή της από τη λήξη του οικονομικού έτους 1993, από το οποίο και μετά ήταν δικαστικά επιδιώξιμη και η οποία θα συμπληρωνόταν στις 31-12-1998, αφού σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν σε εκείνη τη σκέψη, η ΣΙΤΕΞ Α.Ε. δεν είχε αποξενωθεί από την κυριότητα της εν λόγω απαίτησης, αλλά μόνο την οιονεί νομή της είχε εκχωρήσει λόγω ενεχύρου στην Εμπορική Τράπεζα. Ανεξαρτήτως όμως αυτής της αξιολογήσεως και με διαφορετική ακόμη θεώρηση των πραγμάτων δια της παραδοχής ότι στην προκειμένη περίπτωση συνέτρεξε πλήρης και τέλεια εκχώρηση της ενεχυριασθείσας απαίτησης προς την πιστώτρια Εμπορική Τράπεζα, η οποία ως εκ τούτου απέκτησε αυτήν ως εκδοχέας, και πάλιν επήλθε διακοπή της παραγραφής με την υποβολή προς το Υπουργείο Γεωργίας της ανωτέρω αιτήσεώς της, στην οποία περιέχεται αίτημα αναγνώρισης και πληρωμής της εν λόγω απαίτησης, αφού κατά τις προπαρατεθείσες διατάξεις τόσο του προϊσχύοντος ν.δ/τος 321/1969, όσο και του ισχύοντος ν. 2362/1995, δεν απαιτείται πανηγυρικός τύπος στην αίτηση για τη διακοπή της παραγραφής, ούτε ορίζεται συγκεκριμένο περιεχόμενο αυτής, περαιτέρω δε το Δημόσιο από τη σύμβαση εκχωρήσεως, που του επιδόθηκε εντός 15νθημέρου από της καταρτίσεώς της, γνώριζε από του χρόνου εκείνου και το ύψος της εκχωρηθείσας
απαίτησης και τον εκδοχέα αυτής. Επομένως, η υπό κρίση απαίτηση της εταιρείας ΣΙΤΕΞ Α.Ε., που απορρέει από την αναφερθείσα σύμβαση προμήθειας, μεταφοράς και παράδοσης 3.000 τόνων σκληρού σίτου δεν έχει υποκύψει στην πενταετή παραγραφή που προβλέπει ο Κώδικας Δημοσίου Λογιστικού και κατά συνέπεια ο σχετικός λόγος διαφωνίας της Επιτρόπου κρίνεται αβάσιμος και δεν κωλύεται, εκ του λόγου αυτού, η πληρωμή του ως άνω χρηματικού εντάλματος. Μη προβαλλομένου δε άλλου λόγου διαφωνίας, ως προς τη νομιμότητα της εντελλόμενης δαπάνης, το ως άνω χρηματικό ένταλμα πρέπει να θεωρηθεί.
Για τους λόγους αυτούς
Αποφαίνεται ότι πρέπει να θεωρηθεί το 483, οικονομικού έτους 2002, χρηματικό ένταλμα της υπηρεσίας Δημοσιονομικού Ελέγχου στο Υπουργείο Γεωργίας, ποσού ευρώ 826.284.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ΖΥΜΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΚΟΝΤΗ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Πρόεδρος: Μ.Δημητρόπουλος.
Δικηγόροι: Μ.Ζυμής.