Εταιρείες – Ανώνυμες Εταιρείες

Σημειώσεις Εμπορικό ΝΣΚ

Έννοια της ανώνυμης εταιρείας (ΑΕ)

Ανώνυμη είναι η εμπορική κεφαλαιουχική εταιρεία, που έχει πλήρη νομική προσωπικότητα και υποχρεωτικό κεφάλαιο, το οποίο διαιρείται σε ίσα μερίδια, τις μετοχές, και της οποίας οι εταίροι δεν έχουν οποιαδήποτε ευθύνη για τα εταιρικά χρέη (άρ. 1 ν. 2190/1920).

Οι διατάξεις που ρυθμίζουν την ΑΕ είναι αναγκαστικού δικαίου, ενόψει των συμφερόντων που καλείται να ικανοποιήσει.

Χαρακτηριστικά της ΑΕ

Η ΑΕ παρουσιάζει τα κάτωθι χαρακτηριστικά:

  •  Σωματειακή συγκρότηση: η πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού στηρίζεται στην περιουσιακή συμβολή μεγάλου αριθμού εταίρων. Η ύπαρξη της εταιρείας δεν εξαρτάται από την τύχη και τη θέληση του κάθε μετόχου ατομικά. Η ΑΕ δεν λύνεται με το θάνατο, την πτώχευση ή οποιαδήποτε άλλη μεταβολή στην προσωπική κατάσταση των μετόχων.
  •  Κεφαλαιουχική οργάνωση: η πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού στηρίζεται στην περιουσιακή και όχι στην προσωπική συμβολή των εταίρων. Η περιουσία της εταιρείας αφενός προσβλέπει στην προώθηση του εταιρικού σκοπού και αφετέρου αποτελεί εγγύηση για τους εταιρικούς δανειστές. Τον βασικό ρόλο διαδραματίζει το ποσοστό συμμετοχής του εταίρου στο μετοχικό κεφάλαιο. Η μετοχή αντικειμενικοποιείται και υφίσταται ανεξάρτητα από την ύπαρξη του φορέα της.
  •  Πλήρης νομική προσωπικότητα: Η νομική προσωπικότητα της ΑΕ αποκτάται από την καταχώρησή της στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών (ΜΑΕ) (άρ. 1 παρ. 1 και 7β παρ. 10 ν. 2190/1920) και ήδη από την καταχώρησή της στο ΓΕΜΗ (άρ. 15 παρ. 1 περ. α’ ν. 3419/2005) και λήγει με το πέρας της εκκαθάρισης. Είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, φορέας περιουσίας ανεξάρτητης από εκείνην των μετόχων της, είναι διάδικος και υποκείμενο αναγκαστικής εκτέλεσης και πτώχευσης. Έχει δική της επωνυμία, έδρα και εθνικότητα. Η νομική προσωπικότητά της είναι πλήρης και ως εκ τούτου φέρει μόνο αυτή ευθύνη έναντι των τρίτων και όχι οι μέτοχοί της. Η εταιρεία υπάρχει και λειτουργεί ανεξάρτητα από την προσωπικότητα του κάθε μετόχου.
  •  Εμπορική ιδιότητα: Η ΑΕ αποκτά την εμπορική ιδιότητα από τον τύπο της. Οι πράξεις που η ΑΕ επιχειρεί είναι πάντοτε εμπορικές κατά τεκμήριο. Οι μέτοχοι δεν αποκτούν την εμπορική ιδιότητα με μόνη τη συμμετοχή τους στην εταιρεία. Τηρεί εμπορικά βιβλία και έχει πτωχευτική ικανότητα.
  •  Μετοχικό κεφάλαιο: Μέσω του μετοχικού κεφαλαίου συγκροτείται και δεσμεύεται η εταιρική περιουσία. Το κεφάλαιο διαιρείται σε μικρά ίσα τμήματα (μετοχές) ώστε να διευκολύνεται η μεταβίβασή τους και να είναι δυνατή η είσοδος στην εταιρεία μεγάλου αριθμού μετόχων.
  •  Ύπαρξη μετοχών: Η εταιρική συμμετοχή, που καλείται μετοχή, αντιστοιχεί σε ποσοστό του κεφαλαίου της εταιρείας. Το ποσοστό αυτό είναι κατ’ αρχήν ίσο για όλες τις μετοχές. Η μετοχή είναι ελεύθερα μεταβιβαστή.
  •  Εξουσία διαχείρισης και εκπροσώπησης: Ανήκει σε αυτοτελές όργανο, το διοικητικό συμβούλιο.
  •  Έλλειψη υποχρεώσεων: Σε βάρος των μετόχων της δεν γεννώνται κατ’ αρχήν υποχρεώσεις, πέραν της αρχικής υποχρέωσης για καταβολή της εισφοράς.

Σύσταση της ΑΕ

Για τη σύσταση της ΑΕ απαιτείται η σύνταξη καταστατικού, η ανάληψη των μετοχών, η έγκριση του καταστατικού από η Διοίκηση, η παραχώρηση άδειας ίδρυσης της εταιρείας και η τήρηση ορισμένης δημοσιότητας.

Σύνταξη του καταστατικού

Το καταστατικό είναι το σύνολο των διατάξεων που ρυθμίζει τη λειτουργία της εταιρείας και δεσμεύει τους μετόχους και τα εταιρικά όργανα, ως κανονιστική πράξη ιδιωτικού δικαίου.

Το καταστατικό συντάσσεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, από ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τους ιδρυτές.

Το καταστατικό με την ιδρυτική πράξη αφενός ιδρύει την εταιρεία και αφετέρου ρυθμίζει τη συγκρότηση και τη λειτουργία της.

Περιεχόμενο του καταστατικού

Το καταστατικό πρέπει να περιέχει τουλάχιστον τα κάτωθι στοιχεία που εξατομικεύουν την εταιρεία (άρ. 2):

Α. Επωνυμία της εταιρείας: Σχηματίζεται από το είδος της εταιρικής επιχείρησης, το οποίο αρκεί να αναφέρεται γενικά και συνοπτικά, αλλά εύληπτα (άρ. 5 παρ. 1). Είναι επιτρεπτή η προσθήκη και άλλων προσδιοριστικών στοιχείων, αρκεί να μην προσβάλλουν τις αρχές που διέπουν την επωνυμία. Αν η εταιρεία έχει περισσότερα αντικείμενα, στην επωνυμία μπορεί να εμφανίζονται το βασικό ή τα κυριότερα από αυτά (άρ. 5 παρ. 4). Εάν αργότερα επεκταθεί ο σκοπός της εταιρείας, δεν είναι απαραίτητο να προστεθούν τα στοιχεία αυτά στην επωνυμία της εταιρείας (άρ. 5 παρ. 5). Συνήθως περιλαμβάνονται και ο διακριτικός τίτλος ή το λογότυπο ή άλλα διακριτικά γνωρίσματα.

Β. Σκοπός της εταιρείας: Συνιστά το αντικείμενο της εμπορικής δραστηριότητας. Μπορεί να έχει και περισσότερα αντικείμενα δραστηριότητας. Η αλλαγή του σκοπού της εταιρείας είναι δυνατή με τροποποίηση του καταστατικού, ύστερα από απόφαση της εξαιρετικής γενικής συνέλευσης (ΓΣ).

Γ. Έδρα της εταιρείας: Πρόκειται για τον τόπο όπου ασκείται η διοίκηση της εταιρείας. Ο τόπος όπου ασκείται η διοίκηση της εταιρείας δεν συμπίπτει πάντοτε με τον τόπο όπου βρίσκεται η αναγραφόμενη στο καταστατικό έδρα. Τότε η εταιρεία έχει δύο έδρες: την καταστατική και την πραγματική. Η εταιρεία ενδέχεται επίσης να έχει και έδρα ή έδρες εκμετάλλευσης ή ειδικές εμπορικές κατοικίες.

Δ. Διάρκεια της εταιρείας: Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, η ΑΕ είναι πάντοτε ορισμένου χρόνου. Αν το καταστατικό σωπαίνει, η εταιρεία θα λειτουργήσει ως αορίστου χρόνου.

Ε. Ύψος και τρόπος καταβολής του εταιρικού κεφαλαίου: Το κεφάλαιο αναγράφεται ως εισφερόμενο σε χρήμα. Καταβάλλεται είτε εφάπαξ είτε τμηματικά.

Στ. Είδος, αριθμός, ονομαστική αξία και έκδοση μετοχών.

Ζ. Ατομικά στοιχεία των φυσικών ή νομικών προσώπων που υπέγραψαν το καταστατικό της εταιρείας.

Πλέον η ΥΑ 31367/2017 (ΦΕΚ Β’928/20-03-2017) καθορίζει το κείμενο του πρότυπου καταστατικού που πρέπει να έχει η ανώνυμη εταιρεία, το οποίο περιλαμβάνει το ελάχιστο περιεχόμενο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 9 του ν. 4441/2016 και στο άρθρο 2 του ν. 2190/1920.

Κάλυψη κεφαλαίου

Πρόκειται για την ενοχική υποχρέωση προς καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου. Η ανάληψη του συνόλου των μετοχών αποτελεί προϋπόθεση για τη σύσταση της εταιρείας.

Ανώνυμη εταιρεία υπό ίδρυση

Οι ιδρυτές μιας ΑΕ από τη στιγμή που αποφασίζουν να ιδρύσουν μια ΑΕ μέχρι την καταχώρισή της στο Μητρώο, συνιστούν μεταξύ τους μια ιδρυτική εταιρεία, που έχει τα στοιχεία της αστικής εταιρείας (άρ. 741 επ. ΑΚ). Πρόκειται για εταιρεία που ο σκοπός της ολοκληρώνεται με τη διενέργεια μιας σειράς από συγκεκριμένες πράξεις, που θα οδηγήσουν στη σύσταση της εταιρείας στην οποία στοχεύει.

Η ιδρυτική εταιρεία συνιστάται με μόνη την σύμπτωση των δηλώσεων βούλησης των μερών.

Εάν η ιδρυτική εταιρεία δεν περιοριστεί στο σκοπό τη σύστασης της ΑΕ, αλλά επιδοθεί σε εμπορική δραστηριοποίηση, μεταβάλλεται σε ομόρρυθμη εταιρεία.

Η ιδρυτική εταιρεία μπορεί να συνάψει δικαιοπραξίες, από τις οποίες να προκύψουν δικαιώματα, υποχρεώσεις και έννομες καταστάσεις. Αν οι δικαιοπραξίες καταρτισθούν στο όνομά της, πρέπει μετά τη σύσταση της ΑΕ να μεταφέρει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις σε αυτή (άρ. 107 εδ. 2 ΑΚ). Αν από τις συμβάσεις προκύψουν απαιτήσεις, η εταιρεία τις αποκτά αυτόματα μόλις ιδρυθεί (άρ. 411 ΑΚ).

Επίσης, η ΑΕ μπορεί να αποκτήσει ακίνητα από αγορά που συνήψαν οι ιδρυτές ατομικά ή στο όνομα της ιδρυτικής εταιρείας, αλλά υπέρ ή στο όνομα της μελλοντικής ΑΕ.

Αν παράγονται υποχρεώσεις από τις δικαιοπραξίες αυτές, η ΑΕ δεν φέρει οποιαδήποτε ευθύνη, αφού όταν καταρτίσθηκε η σύμβαση δεν υπήρχε και οι ιδρυτές της δεν ήταν όργανά της. Σε αυτήν την περίπτωση τα πρόσωπα που κατάρτισαν τις δικαιοπραξίες ευθύνονται για τις υποχρεώσεις που γεννώνται και μάλιστα εις ολόκληρον (άρ. 7δ ν. 2190/1920). Η εταιρεία όμως από την ίδρυσή της και εντός τριών μηνών μπορεί να αναλάβει με μονομερή δήλωση απευθυντέα στους εταιρικούς δανειστές ή και σιωπηρά όσες υποχρεώσεις λήφθηκαν για λογαριασμό της.

Ελαττωματική εταιρεία

Ενδέχεται να υφίσταται ένα ελάττωμα, που αφορά στην ιδρυτική πράξη καθαυτή ή τις δηλώσεις βούλησης των ιδρυτών της. Μία τέτοια εταιρεία, αν έχει καταχωρηθεί στο ΓΕΜΗ, χαρακτηρίζεται ως ελαττωματική ή defactoανώνυμη εταιρεία.

Οι λόγοι που καθιστούν ελαττωματική την εταιρεία χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: αφενός στους λόγους που από λόγοι ακυρότητας μετατρέπονται σε λόγους λύσης της εταιρείας και αφετέρου στους λόγους που ούτε καν στη λύση της εταιρείας οδηγούν. Οι λόγοι ακυρότητας προβλέφθηκαν στο άρ. 4α σε σοβαρές μόνο περιπτώσεις και ορίζονται περιοριστικά, προκειμένου να περιοριστούν οι λόγοι λύσης της εταιρείας. Τα υπόλοιπα ελαττώματα δεν θίγουν την υπόσταση της εταιρείας.

Άκυρη ανώνυμη εταιρεία

Περιπτωσιολογία:

  1.  Όταν το καταστατικό δεν έχε περιβληθεί συμβολαιογραφικό τύπο και δεν έχει εκδοθεί, όπου απαιτείται, απόφαση του Περιφερειάρχη. Ο συμβολαιογραφικός τύπος είναι συστατικός και ως εκ τούτου η μη τήρησή του επιφέρει την μη υπόσταση της εταιρείας.
  2.  Όταν το καταστατικό δεν περιέχει διατάξεις για την επωνυμία και το σκοπό της εταιρείας ή ο σκοπός της εταιρείας αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στις θεμελιώδεις αντιλήψεις της έννομης τάξης και της ηθικής.
  3.  Όταν το καταστατικό δεν περιέχει διατάξεις για το ύψος του εταιρικού κεφαλαίου και τον τρόπο κάλυψης και καταβολής του ή όταν το κεφάλαιο ορίζεται κάτω του κατωτάτου ορίου (όταν και εφόσον ισχύει τέτοιο).
  4. Όταν ο μοναδικός ιδρυτής ή όλοι οι ιδρυτές ήταν κατά την υπογραφή της εταιρικής σύμβασης ανίκανοι προς δικαιοπραξία

Τροποποίηση καταστατικού ΑΕ

Ενδέχεται να τροποποιηθεί το καταστατικό της ΑΕ, χωρίς αυτή να αλλάξει ταυτότητα. Πρόκειται για εισαγωγή μιας νέας διάταξης ή για κατάργηση ή τροποποίηση μιας υφιστάμενης.

Η τροποποίηση μπορεί να γίνει ακόμη και κατά το στάδιο της εκκαθάρισης. Επίσης, σε τροποποίηση υπόκειται και το καταστατικό της ελαττωματικής ΑΕ, καθώς αυτή παράγει πλήρως τα αποτελέσματά της.

Το καταστατικό της υπό ίδρυση εταιρείας τροποποιείται δυνάμει του άρ. 361 ΑΚ που εφαρμόζεται αναλογικά και ως εκ τούτου απαιτείται νέα συμφωνία όλων των ιδρυτών.

Δεν είναι δυνατόν να απαλειφθούν διατάξεις που συνιστούν το ελάχιστο υποχρεωτικό περιεχόμενο του καταστατικού. Επίσης, δεν μπορούν να προστεθούν διατάξεις που δεν επιτρέπονται από το νόμο. Ακόμη, το καταστατικό μπορεί να απαγορεύει ολικά ή μερικά την τροποποίησή του σύμφωνα με τους όρους του νόμου.

Προϋποθέσεις τροποποίησης:

  • Απόφαση της ΓΣ: αν ο νόμος δεν ορίζει το αντίθετο, συνιστά αρμοδιότητα της συνήθους και όχι της εξαιρετικής ΓΣ. Το καταστατικό μπορεί να ορίζει για συγκεκριμένες διατάξεις μεγαλύτερα ποσοστά απαρτίας και πλειοψηφίας από τα προβλεπόμενα στα άρ. 29 παρ. 1, 3­5 και 31 παρ. 1-2. Αν η τροποποίηση θίγει τα δικαιώματα κάποιας ειδικής κατηγορίας μετόχων, απαιτείται ιδιαίτερη συνέλευση και έγκριση των προνομιούχων μετόχων (άρ. 3 παρ. 5).
  • Έγγραφος τύπος: η τροποποίηση δεν απαιτείται να περιβληθεί τον συμβολαιογραφικό τύπο, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά (άρ. 4 παρ. 2 εδ. 2).
  • Απόφαση της Διοίκησης – Δημοσιότητα: απαιτείται δημοσίευση της τροποποίησης και ενδεχομένως (εφόσον ο νόμος το απαιτεί) και της απόφασης της Διοίκησης. Η δημοσίευση περιλαμβάνει τη καταχώρηση στο ΓΕΜΗ που έχει συστατικό χαρακτήρα, δημοσίευση στο διαδικτυακό τόπο του ΓΕΜΗ και δημοσίευση στο ΤΑΕ και ΕΠΕ-ΓΕΜΗ και έχει χαρακτήρα δηλωτικό και συνδέεται με το αντιτάξιμο της τροποποίησης έναντι των τρίτων (άρ. 7β παρ. 13).

Μετασχηματισμός της Α.Ε.

Μετασχηματισμός είναι η μεταβολή στη νομική μορφή, στον τύπο της εταιρείας, χωρίς εκκαθάριση, που επέρχεται με τροποποίηση του καταστατικού της. Δεν ιδρύεται νέα εταιρεία και δεν μεταβιβάζεται η περιουσία και τα χρέη της σε μία άλλη εταιρεία. Πρόκειται για οιονεί καθολική διαδοχή, υπό την έννοια ότι η εταιρεία που προέρχεται από το μετασχηματισμό υπεισέρχεται αυτοδίκαια στα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις και τις έννομες σχέσεις της μετασχηματιζόμενης εταιρείας.

Οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται χωρίς να επέρχεται διακοπή τους (άρ. 66 παρ. 2 εδ. 3). Τα δικαιώματα των δανειστών διατηρούνται αναλλοίωτα. Οι εργασιακές σχέσεις δεν μεταβάλλονται. Η αναγκαστική εκτέλεση συνεχίζεται κανονικά χωρίς κάποια ιδιαίτερη διαδικαστική διατύπωση.

Η επωνυμία της εταιρείας σχηματίζεται κατά τους κανόνες που ισχύουν για την επωνυμία της νέας εταιρείας, ενώ δίνεται η δυνατότητα προαιρετικής αναγραφής και της επωνυμίας της μετασχηματισθείσας εταιρείας.

Η ΑΕ μπορεί να μετασχηματισθεί σε ΟΕ, ΕΕ, ΕΠΕ και αστικό ή αγροτικό συνεταιρισμό.

Ειδικά για το μετασχηματισμό της ΑΕ σε ΟΕ ή ΕΕ, αυτός επιτράπηκε με το άρ 66α. Ο μετασχηματισμός γίνεται με ομόφωνη απόφαση όλων των μετόχων και τροποποίηση του καταστατικού, όπου θα αναγράφονται όλοι οι όροι που απαιτούνται, χωρίς να απαιτείται η τήρηση συμβολαιογραφικού τύπου. Ο μετασχηματισμός επέρχεται με την ολοκλήρωση των διατυπώσεων δημοσιότητας.

Συγχώνευση ανωνύμων εταιρειών

Η συγχώνευση μπορεί να γίνει ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες εταιρείες και μπορεί να είναι είτε έμμεση (καταχρηστική) είτε άμεση (κατά κυριολεξία)

Στην καταχρηστική συγχώνευση οι εταιρείες που θέλουν να συγχωνευθούν αποφασίζουν τη λύση τους και τα μέλη τους ιδρύουν μία νέα εταιρεία, εισφέροντας σε αυτήν τις περιουσίες των επιμέρους εταιρειών. Μπορούν, επίσης, να λυθούν όλες πλην μίας, στην οποία θα συγχωνευθούν οι άλλες και θα εισφέρουν τα περιουσιακά τους στοιχεία. Δεν επέρχεται αυτοδίκαιη μεταβίβαση των δικαιωμάτων, υποχρεώσεων, περιουσίας και εννόμων σχέσεων, δεδομένου ότι προηγείται η εκκαθάριση των συγχωνευόμενων εταιρειών.

Κατά κυριολεξία συγχώνευση είναι η διαδικασία με την οποία επιτυγχάνεται η απόκτηση με οιονεί καθολική διαδοχή από υφιστάμενη ή νεοϊδρυόμενη εταιρεία των περιουσιακών στοιχείων άλλης ή άλλων εταιρειών, οι οποίες λύνονται με την καταχώρηση στο ΓΕΜΗ και την έγκριση της Διοίκησης, χωρίς εκκαθάριση. Επειδή ο νόμος αναφέρεται σε συγχώνευση ανωνύμων εταιρειών, εάν έχουμε άλλες εταιρείες, πρέπει να προηγηθεί ο μετασχηματισμός τους σε ανώνυμη και εν συνεχεία να επέλθει η συγχώνευση.

Οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται από τη διάδοχο εταιρεία, χωρίς να επέρχεται διακοπή τους και χωρίς κάποια διατύπωση για τη συνέχιση ή δήλωση επανάληψης (άρ. 75 παρ. 2).

Τίτλοι εκτελεστοί εκτελούνται και κατά της νέας εταιρείας που προήλθε από τη συγχώνευση.

Με τη συγχώνευση τα καταστατικά των επιμέρους εταιρειών καταργούνται, όπως και οι μετοχές. Οι μέτοχοι εισέρχονται στη νέα εταιρεία, λαμβάνοντας δικές της μετοχές.

Μορφές κατά κυριολεξία συγχώνευσης

  1. Συγχώνευση με απορρόφηση (άρ. 68-79): η μία εταιρεία διευρύνεται και πλέον στους κόλπους της συμπεριλαμβάνει τις περιουσίες και τους μετόχους των επιμέρους εταιρειών, οι οποίες λαμβάνουν νέες μετοχές, που προκύπτουν από την αύξηση του κεφαλαίου της απορροφώσας εταιρείας.
  2. Συγχώνευση με εξαγορά (άρ. 79, 69-77): η μία εταιρεία διευρύνεται και παίρνει στους κόλπους της μόνο τις περιουσίες των εξαγοραζόμενων εταιρειών, οι οποίες παύουν να υπάρχουν. Οι μέτοχοι της εξαγοραζόμενης εταιρείας χάνουν τη μετοχική τους ιδιότητα και αποζημιώνονται, λαμβάνοντας την αξία των μετοχών τους.
  3. Συγχώνευση με δημιουργία νέας εταιρείας (άρ. 68, 80, 69-77): οι συγχωνευόμενες εταιρείες ενσωματώνονται σε μία νέα εταιρεία, η οποία ενσωματώνει τις περιουσίες και τους μετόχους των συγχωνευόμενων εταιρειών, οι οποίες παύουν να υπάρχουν. Συντάσσεται νέο καταστατικό, που διέπει την νέα εταιρεία, η οποία παρέχει στους μετόχους δικές της μετοχές.

Διαδικασία συγχώνευσης

Η διαδικασία της συγχώνευσης περιλαμβάνει τα εξής στάδια:

  1.  Κατάρτιση σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης. Το ΔΣ κάθε εταιρείας, μετά τη λήψη της απόφασης περί συγχώνευσης, συντάσσει σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης, το οποίο συνοδεύεται από λεπτομερή έκθεση, που δικαιολογεί τη συγχώνευση από νομική και οικονομική άποψη (βλ. άρ. 69 παρ. 2-4).
  2.  Το ΔΣ κάθε εταιρείας δημοσιεύει στο ΓΕΜΗ το σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης και την έκθεση (άρ. 7β παρ. 1).
  3.  Ελέγχονται τα περιουσιακά στοιχεία των συγχωνευόμενων εταιρειών από επιτροπή εμπειρογνωμόνων, σύμφωνα με το άρ. 71 παρ. 1.
  4.  Οι εξαιρετικές ΓΣ των συγχωνευόμενων εταιρειών εγκρίνουν το σχέδιο σύμβασης κατάρτισης και της έκθεσης που κατάρτισαν τα ΔΣ των προς συγχώνευση εταιρειών (άρ. 72 και 74 παρ. 1). Αν μία ΓΣ δεν εγκρίνει το σχέδιο, η συγχώνευση ματαιώνεται.
  5.  Πραγματοποιείται αύξηση του κεφαλαίου της απορροφώσας εταιρείας (εφόσον πρόκειται για συγχώνευση με απορρόφηση). Η κάλυψη του κεφαλαίου γίνεται με εισφορά των εταιρικών περιουσιών των απορροφώμενων εταιρειών.
  6.  Έγκριση από τον οικείο Περιφερειάρχη ή το Υπουργείο Ανάπτυξης (εάν οι εταιρείες εδρεύουν σε διαφορετική περιφέρεια), εφόσον διαπιστωθεί η ύπαρξη και η νομιμότητα όλων των πράξεων και διατυπώσεων που επιβάλλονται από το νόμο (άρ. 74 παρ. 2). Αν η Διοίκηση αρνηθεί την έγκριση, χωρεί προσφυγή στο ΣτΕ.
  7. Δημοσίευση στο ΓΕΜΗ, στο διαδικτυακό τόπο και ανακοίνωση στο ΤΑΕ- ΕΠΕ-ΓΕΜΗ.

Αποτελέσματα της συγχώνευσης

Η απορροφώσα εταιρεία υπεισέρχεται αυτοδίκαια στα δικαιώματα, στις υποχρεώσεις και στις τυχόν διοικητικές άδειες των απορροφώμενων εταιρειών με οιονεί καθολική διαδοχή.

Η μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων έναντι των τρίτων αντιτάσσεται από την συντέλεση των προβλεπόμενων διατυπώσεων.

Μετά τη συγχώνευση η απορροφώμενη εταιρεία παύει να υπάρχει, οι μετοχές της ακυρώνονται και οι μέτοχοί της γίνονται μέτοχοι της απορροφώσας (άρ. 75 παρ. 1 περ. β’, γ’).

Οι εκκρεμείς δίκες δεν διακόπτονται, αλλά συνεχίζονται στο πρόσωπο της απορροφώσας εταιρείας χωρίς κάποια ιδιαίτερη διαδικαστική πράξη.

Αποφάσεις που έχουν εκδοθεί με διάδικο την απορροφώμενη εταιρεία ισχύουν υπέρ και κατά της απορροφώσας, που έχει πλέον τη δικονομική θέση της τελευταίας.

Μετοχικό κεφάλαιο

Μετοχικό κεφάλαιο είναι η σταθερή αφηρημένη μαθηματική ποσότητα που αναγράφεται στο καταστατικό με απόλυτο αριθμό, προσδιορίζεται σε χρήμα και στο οποίο αντιστοιχεί η καθαρή περιουσία που πρέπει να τεθεί και να παραμείνει στη διάθεση της εταιρείας.

Το κεφάλαιο διαιρείται σε ισότιμα μερίδια, τα οποία καλούνται μετοχές. Επομένως το άθροισμα της ονομαστικής αξίας των μετοχών ισούται προς το κεφάλαιο της ΑΕ.

Το άθροισμα του μετοχικού κεφαλαίου και των αποθεματικών αποτελούν τα «ίδια κεφάλαια» της εταιρείας (άρ. 42γ), σε αντίθεση προς τα «αλλότρια κεφάλαια», που είναι οι εταιρικές υποχρεώσεις.

Λειτουργία του κεφαλαίου

Συνίσταται στην προώθηση του εταιρικού σκοπού και στην προστασία των εταιρικών δανειστών.

Διάκριση του κεφαλαίου από την εταιρική περιουσία και το ενεργητικό της εταιρείας

Η εταιρική περιουσία αποτελεί το σύνολο των εννόμων σχέσεων (δικαιωμάτων και υποχρεώσεων) και καταστάσεων που επιδέχονται χρηματική αποτίμηση. Η εταιρεία σχηματίζει την εταιρική της περιουσία από τις εισφορές των εταίρων και από την επιχειρηματική της δράση. Προκειμένου η εταιρική περιουσία να εξυπηρετήσει την αποστολή της, πρέπει να παραμείνει στην εταιρεία. Και αυτό επιτυγχάνεται μέσω της νομικής προσωπικότητας και μέσω του θεσμού του κεφαλαίου και των αποθεματικών.

Η εταιρική περιουσία αποτελεί μεταβλητό μέγεθος, αφού υπόκειται σε συνεχείς αυξομειώσεις, ενώ το κεφάλαιο είναι σταθερό μέγεθος.

Το ενεργητικό αποτελείται από συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία και υπόκειται σε συνεχείς μεταβολές.

Δέσμευση της εταιρικής περιουσίας και μετοχικό κεφάλαιο

Η εταιρική περιουσία αποτελεί τη μόνη εξασφάλιση για τους εταιρικούς δανειστές, καθώς οι εταίροι δεν φέρουν κατ’ αρχήν προσωπική ευθύνη για τις εταιρικές υποχρεώσεις. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να σχηματίζεται και να παραμένει στην εταιρεία τουλάχιστον ίση εταιρική περιουσία όσο και το μετοχικό κεφάλαιο.

Η εταιρεία απαγορεύεται να αποδίδει στους μετόχους τις εισφορές τους μέχρι να λήξει το στάδιο της εκκαθάρισης (άρ. 49 παρ. 4-5 και άρ. 49 παρ. 2 εδ. 1 και 50 ν. 3190/1955). Η απόδοση των εισφορών θα μείωνε την περιουσία που καλύπτει το μετοχικό κεφάλαιο.

Επίσης, απαγορεύεται η εταιρεία να αποκτά δικές της μετοχές, ακόμη και με παρένθετο πρόσωπο ή να καλύπτει ίδιες μετοχές (άρ. 15β, 16). Η απόκτηση ιδίων μετοχών τείνει στην απόδοση ή στην άφεση της εισφοράς.

Η εταιρεία απαγορεύεται να διανέμει στους μετόχους της κέρδη ανύπαρκτα, εφόσον μία τέτοια διανομή μειώνει την περιουσία που καλύπτει το κεφάλαιο και το νόμιμο τακτικό αποθεματικό. Μόνο η καθαρή περιουσία (αυτή που υπερβαίνει το κεφάλαιο και το νόμιμο τακτικό αποθεματικό) είναι ελεύθερη προς διανομή (άρ. 44α παρ. 1). Επίσης απαγορεύεται και η διανομή παράνομων κερδών (άρ. 57 παρ. β-γ).

Μνεία του κεφαλαίου στο καταστατικό

Το κεφάλαιο πρέπει να μνημονεύεται στο καταστατικό λόγω της σπουδαιότητάς του.

Το ελάχιστο κεφάλαιο ανέρχεται σε 24.000 ευρώ και πρέπει να καταβληθεί ολοσχερώς κατά τη σύσταση της εταιρείας (άρ. 8 παρ. 2).

Κάλυψη του μετοχικού κεφαλαίου

Η κάλυψη μαζί με την καταβολή οδηγούν στην συγκέντρωση του κεφαλαίου. Ως κάλυψη νοείται η υποχρέωση για καταβολή της εισφοράς, που οδηγεί στην πρωτότυπη κτήση των μετοχών. Το κεφάλαιο πρέπει να έχει αναληφθεί στο σύνολό του ήδη κατά τη σύναψη του καταστατικού της εταιρείας. Η εισφορά δεν μπορεί να είναι μικρότερη της ονομαστικής αξίας της μετοχής.

Οι μετοχές μπορούν να αναληφθούν από οποιονδήποτε επιθυμεί και έχει τη δυνατότητα να αναλάβει έστω μία μετοχή και να εισέλθει στην εταιρεία.

Η κάλυψη δεν μπορεί να γίνεται από την ίδια την εταιρεία ή από πρόσωπα που οικονομικά ή νομικά ταυτίζονται με αυτήν (άρ. 15β παρ. 1-2), αφού έτσι οι μετοχές μένουν ακάλυπτες.

Η εταιρεία δεν επιτρέπεται, με ποινή ακυρότητας, να προβαίνει σε οικονομική βοήθεια (προκαταβολές, δάνεια, πιστώσεις, εγγυήσεις κλπ) με σκοπό την πρωτότυπη ή την παράγωγη απόκτηση των μετοχών της από τρίτους (άρ. 16α), εκτός αν συντρέχουν οι εξαιρέσεις των περιπτώσεων α-γ της ίδιας παραγράφου. Η παράβαση της διάταξης έχει ως συνέπεια την ακυρότητα τόσο της ενοχικής όσο και της εκποιητικής δικαιοπραξίας.

Η κάλυψη του κεφαλαίου μπορεί να είναι άμεση ή ιδιωτική ή μέσω δημόσιας προσφοράς κινητών αξιών (άρ. 8 παρ. 1 εδ. 1 και 8α).

Δεν αποκλείεται η σύμβαση ανάληψης να είναι άκυρη ή ακυρώσιμη, όταν παραβιάζονται διατάξεις του εταιρικού δικαίου.

Καταβολή του κεφαλαίου

Καταβολή είναι η εκπλήρωση της υποχρέωσης που αναλήφθηκε με την υποσχετική σύμβαση κάλυψης του κεφαλαίου.

Άμεση καταβολή: άμεση είναι η καταβολή που γίνεται κατά τη σύσταση της εταιρείας ή έστω εντός δύο μηνών από τη σύστασή της. Σε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της παροχής, εάν υπάρχει υπερημερία ή αδυναμία παροχής χρηματικής εισφοράς, η εταιρεία έχει εναντίον του οφειλέτη τόσο τις αξιώσεις του κοινού δικαίου όσο και τη δυνατότητα επίκλησης του άρ. 12, που εφαρμόζεται αναλογικά. Αν ο μέτοχος βαρύνεται με υπαιτιότητα, η εταιρεία μπορεί να αξιώσει αποζημίωση κατά τις διατάξεις του κοινού δικαίου ή να καταφύγει στο άρ. 12 παρ. 2 ε’, οπότε μπορεί να αξιώσει και αποζημίωση κατά το άρ. 387 ΑΚ.

Τμηματική καταβολή: ο νόμος επιτρέπει την τμηματική καταβολή του κεφαλαίου (άρ. 8 παρ. 1 εδ. 1). Πρόκειται για την άμεση καταβολή μέρους μόνο της αξίας όλων των μετοχών και οφειλή του υπολοίπου μέρους (άρ. 12 παρ. 1).

Περιορισμοί στην τμηματική καταβολή:

  •  δυνατότητα τμηματικής καταβολή υπάρχει μόνο στις μη εισηγμένες στο χρηματιστήριο ανώνυμες εταιρείες.
  •  η πρώτη δόση πρέπει να καταβληθεί κατά τη σύσταση της εταιρείας. Η δόση πρέπει να είναι ίση με το 1/4 της ονομαστικής αξίας κάθε μετοχής και σε κάθε περίπτωση όχι κάτω από 0,30 € και σε κάθε περίπτωση το συνολικό ποσό να είναι τουλάχιστον 24.000 €.
  •  το εναπομείναν μέρος της εισφοράς δεν πρέπει να καταβληθεί σε χρόνο που υπερβαίνει την πενταετία από τη σύσταση της εταιρείας ή την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου (άρ. 12 παρ. 2 περ. α’).
  •  η εξόφληση πρέπει να γίνεται σε μετρητά και δεν επιτρέπεται εξόφληση με εισφορές σε είδος (άρ. 12 παρ. 1 εδ. 2).
  •  μέχρι να καταβληθούν τα οφειλόμενα χρήματα, η ΑΕ οφείλει να ενημερώνει τους τρίτους για την κατάσταση των μετοχών (άρ. 12 παρ. 2 περ. ζ’).
  •  οι μετοχές πρέπει να εξοφληθούν πρέπει να είναι ονομαστικές (άρ. 12 παρ. 2 περ. γ’ εδ. 1), ώστε η εταιρεία να γνωρίζει τα πρόσωπα που της οφείλουν την εισφορά.

Ο οφειλέτης μέτοχος απολαμβάνει κανονικά τα δικαιώματά του ακόμη και σε περίπτωση μη καταβολής της εισφοράς του.

Σε περίπτωση μη καταβολής των οφειλόμενων δόσεων η εταιρεία μπορεί να επιδιώξει την είσπραξη με βάση τις διατάξεις του κοινού δικαίου για την ανώμαλη εξέλιξη της παροχής στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, εκτός από αυτές που οδηγούν σε κατάλυση της μετοχικής σχέσης. Επομένως, δεν μπορεί να υπαναχωρήσει, αλλά μπορεί να αξιώσει την οφειλή και τόκους υπερημερίας ή αποζημίωση για την μη εκπλήρωση της παροχής. Επίσης, δεν μπορεί να προβεί σε αμοιβαία απαλλαγή. Παράλληλα με τις διατάξεις του κοινού δικαίου, η εταιρεία μπορεί να προσφύγει στη διαδικασία του άρ. 12 παρ. 2 περ. ε’ (ακύρωση μετοχής).

Εισφορά σε είδος

Είναι επιτρεπτή η εισφορά είδους (άρ. 8 παρ. 5), αρκεί να υποβληθούν σε έλεγχο.

Τόσο σε χρήμα όσο και σε είδος μπορεί να καλυφθεί το σύνολο ή μέρος του κεφαλαίου.

Για να γίνουν δεκτές εισφορές σε είδος πρέπει να υπάρξει σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό (άρ. 2 παρ. 1 δ’).

Αν το καταστατικό δεν προβλέπει το είδος των εισφορών, τότε είναι σε χρήμα, αφού ο κανόνας είναι οι χρηματικές εισφορές.

Δεκτές είναι μόνο αυτές που μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήμα (άρ. 8 παρ. 5 εδ. 1).

Αύξηση κεφαλαίου

Το κεφάλαιο είναι μέγεθος σταθερό. Ενδέχεται, όμως, εξαιτίας των αναγκών της εταιρείας, να επιβάλλεται η αύξησή του.

Πραγματική αύξηση του κεφαλαίου: είσοδος στην εταιρεία νέων εισφορών ή μείωση του παθητικού της εταιρείας με την κεφαλαιοποίησή του.

Λογιστική ή ονομαστική αύξηση του κεφαλαίου: μείωση της περιουσίας που έχει αποθησαυριστεί μέσω των αποθεματικών ή αποφυγή διανομής κερδών.

Η εταιρεία μπορεί να προβεί σε αύξηση του κεφαλαίου της, σύμφωνα όμως με τους περιορισμούς που προβλέπει το καταστατικό.

Η αύξηση του κεφαλαίου πρέπει να εγκρίνεται από τις κατηγορίες των μετόχων που θίγονται τα δικαιώματά τους από την αύξηση (άρ. 13 παρ. 7 εδ. 3-4 και παρ. 12).

Η πτώχευση δεν επιφέρει κατ’ αρχήν αδυναμία της εταιρείας να υλοποιήσει απόφαση για αύξηση του κεφαλαίου ή να προχωρήσει σε νέα αύξηση του κεφαλαίου της.

Μείωση κεφαλαίου

Πραγματική: επιστροφή στους μετόχους εταιρικής περιουσίας, την οποία η εταιρεία δεν χρειάζεται πλέον. Επιδιώκει στην εξυγίανση της εταιρείας, η οποία, λόγω της μείωσης της εταιρικής περιουσίας, δεν διανέμει κέρδη στους μετόχους της.

Ονομαστική: λογιστική μείωση, ώστε να φτάσει το κεφάλαιο στο επίπεδο της μειωμένης εταιρικής περιουσίας.

Το κεφάλαιο δεν θα πρέπει να μειωθεί κάτω από τα 24.000 € (άρ. 8 παρ. 2).

Η μείωση του κεφαλαίου είναι κατ’ αρχήν προαιρετική. Ωστόσο, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι υποχρεωτική.

Προκειμένου να υπάρξει μείωση του κεφαλαίου, πρέπει να υπάρξει απόφαση της ΓΣ και των ειδικών συνελεύσεων των ειδικών κατηγοριών μετόχων, των οποίων θίγονται τα συμφέροντα (άρ. 4 παρ. 5).

Στην πρόσκληση για τη σύγκληση της ΓΣ πρέπει να αναφέρεται επί ποινή ακυρότητας ο σκοπός και ο τρόπος πραγματοποίησης της μείωσης (άρ. 4 παρ. 3).

Αποθεματικά της ΑΕ

Τα αποθεματικά συνιστούν αφηρημένη μαθηματική ποσότητα, που εκφράζεται σε χρήμα, αναγράφεται στο παθητικό σκέλος του ισολογισμού και συμβολίζει την περιουσία που πρέπει να παραμένει δεσμευμένη στην εταιρεία, πέρα από εκείνη που δεσμεύεται μέσω του θεσμού του κεφαλαίου και που χρησιμοποιείται όπως ορίζει ο νόμος ή το καταστατικό.

Ενισχύουν το μετοχικό κεφάλαιο, καθώς χρησιμεύουν για την κάλυψη ζημιών, ώστε οι ζημίες να μην θίξουν το κεφάλαιο της εταιρείας, εφόσον αυτό διατίθεται για την κάλυψη των σκοπών της εταιρείας.

Εταιρική ιδιότητα

Εταιρική ιδιότητα είναι η έννομη σχέση που συνδέει το μέτοχο με την ΑΕ.

Μετοχή

Μετοχές είναι τα ίσα τμήματα στα οποία διαιρείται υποχρεωτικά το κεφάλαιο της ΑΕ και τα οποία παριστάνουν το ελάχιστο ποσό της εισφοράς που πρέπει να καταβάλει κάποιος για να αποκτήσει την εταιρική ιδιότητα. Επίσης, είναι τα έγγραφα (αξιόγραφα) στα οποία ενσωματώνονται οι εταιρικές ιδιότητες.

Δημιουργία εταιρικής ιδιότητας

Πρωτότυπη: δημιουργείται με την ανάληψη των μετοχών με την προϋπόθεση ίδρυσης της εταιρείας ή αύξησης του κεφαλαίου.

Παράγωγη: δημιουργείται με την απόκτηση της μετοχής ύστερα από μεταβίβαση εν ζωή ή αιτία θανάτου.

Απώλεια της εταιρικής ιδιότητας

Επέρχεται με τη μεταβίβαση ή την κατάργησή της από την εταιρεία. Κατάργηση επέρχεται σε περίπτωση ακύρωσης των μετοχών λόγω μη καταβολής της εισφοράς ή κατόπιν μείωσης του μετοχικού κεφαλαίου, καθώς και ύστερα από τη λήξη, τη συγχώνευση ή το μετασχηματισμό της εταιρείας.

Άσκηση εταιρικών αξιώσεων από τους μετόχους

Οι μέτοχοι δεν συνδέονται με τους λοιπούς μετόχους με οποιαδήποτε έννομη σχέση, αλλά συνδέονται μόνο με το ν.π. της ΑΕ. Ως εκ τούτου, αυτοί δεν νομιμοποιούνται στην άσκηση εταιρικών αξιώσεων εναντίον των άλλων μετόχων και των μελών του ΔΣ. Επίσης, δεν νομιμοποιούνται στην άσκηση αξιώσεων της εταιρείας κατά τρίτων που τη ζημίωσαν, και μάλιστα ούτε πλαγιαστικά. Επιπλέον, δεν μπορούν να παρέμβουν σε δίκη της εταιρείας κατά τρίτου.

Ωστόσο, τα ανωτέρω δεν ισχύουν όταν λόγοι ουσιαστικής δικαιοσύνης υπαγορεύουν το αντίθετο κατά το άρ. 281 ΑΚ, όπως π.χ. σε περιπτώσεις ΑΕ με μικρό αριθμό μετόχων.

Αρχές και χαρακτηριστικά της εταιρικής ιδιότητας

Α. Αρχή της ελεύθερης μεταβίβασης της εταιρικής ιδιότητας

Εξυπηρετεί την ανάγκη συγκέντρωσης κεφαλαίων από πολλά πρόσωπα, που μπορούν εύκολα να ρευστοποιούν τις μετοχές τους. Περιορισμοί που τίθενται για τη μεταβίβαση στο καταστατικό ή με απόφαση της ΓΣ είναι άκυροι, εκτός αν υπάρχει νομοθετικό έρεισμα.

Β. Αρχή της ισότητας (άρ. 30 παρ. 2)

Τα δικαιώματα που απορρέουν από τη μετοχική σχέση είναι ανάλογα με την ονομαστική αξία κάθε μετοχής.

Απαγορεύεται η αυθαίρετη και αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση των μετόχων από τα εταιρικά όργανα. Τέτοιες αποφάσεις είναι άκυρες υπέρ των προσβαλλόμενων μετόχων.

Εμφανίζεται τόσο ως αρχή των ίσων δικαιωμάτων όσο και ως αρχή της ίσης μεταχείρισης των μετόχων.

Η αρχή της ισότητας δεν είναι απόλυτη, αφού όταν αναφέρεται σε μετοχές διαφορετικής ονομαστικής αξίας, τα δικαιώματα δεν είναι ίσα, αλλά ανάλογα με την ονομαστική τους αξία (άρ. 30 παρ. 1 εδ. 2).

Γ. Ενσωμάτωση

Πρόκειται για τη δυνατότητα της εταιρικής ιδιότητας να ενσωματώνεται σε έγγραφο (μετοχή). Η ενσωμάτωση διευκολύνει την άσκηση των εταιρικών δικαιωμάτων και τη μεταβίβαση της εταιρικής ιδιότητας.

Δ. Αδιαίρετο

Δεν είναι κατ’ αρχήν δυνατή η διαίρεση της μετοχής σε περισσότερες μετοχές. Τέτοια διαίρεση είναι δυνατή μόνο με τροποποίηση του καταστατικού, αρκεί το κλάσμα που θα προκύπτει να μην είναι κάτω από 0,30 ευρώ.

Αν η μετοχή περιέλθει σε περισσότερα πρόσωπα, διατηρεί την ατομικότητά της, με την έννοια ότι δεν διαιρείται σε ισάριθμες μετοχές, τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν δεν διαιρούνται μεταξύ των περισσότερων προσώπων, αλλά ασκούνται από έναν κοινό εκπρόσωπό τους και οι τυχόν υποχρεώσεις εκπληρώνονται εις ολόκληρον από καθένα. Τα πρόσωπα αυτά συνδέονται και εφαρμόζονται οι διατάξεις της κοινωνίας.

Ε. Απρόσωπο και αυτοτέλεια

Απρόσωπο: Η εταιρική σχέση υφίσταται ανεξάρτητα από τον εκάστοτε φορέα της.

Αυτοτέλεια: Ένα πρόσωπο μπορεί να αποκτήσει περισσότερες μετοχές, χωρίς αυτές να χάσουν την ατομικότητά τους.

Υποχρεώσεις και ευθύνη των μετόχων

Κατ’ αρχήν η μόνη υποχρέωση των μετόχων είναι η καταβολή της εισφοράς που ανέλαβαν. Ωστόσο, η μη καταβολή δεν σημαίνει και μη απόκτηση της εταιρικής ιδιότητας.

Ούτε το καταστατικό ούτε η ΓΣ μπορούν να επιβάλουν υποχρεώσεις στους μετόχους.

Γίνεται πλέον δεκτό ότι τους μετόχους βαρύνει η υποχρέωση πίστης απέναντι στην εταιρεία και απέναντι στους άλλους μετόχους, επειδή μπορεί να επηρεάζουν την πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού.

Εάν πρόκειται, όμως, για τον κύριο μέτοχο, έχει αυξημένη υποχρέωση πίστης και η παράβασή της οδηγεί σε ευθύνη προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν η εταιρεία και οι λοιποί μέτοχοι. Τη σχετική αγωγή την ασκεί η εταιρεία και αν αυτή αδρανεί μπορεί να την ασκήσει κάθε μέτοχος.

Δικαιώματα των μετόχων

Τα δικαιώματα των μετόχων είναι ανάλογα προς το ποσοστό του κεφαλαίου που αντιπροσωπεύει η μετοχή, ανεξάρτητα από την εσωτερική τους αξία.

Διοικητικά δικαιώματα των μετόχων

Το δικαίωμα ψήφου των μετόχων καταλήγει στο δικαίωμα συμμετοχής και ασκείται μόνο στο πλαίσιο των ΓΣ και μόνο σύμφωνα με ορισμένη διαδικασία. Η άσκηση του δικαιώματος ψήφου μπορεί να είναι άκυρη (λόγω ανικανότητας ή εικονικότητας) ή ακυρώσιμη (λόγω, πλάνης, απάτης, απειλής). Η απόφαση της ΓΣ μπορεί να ακυρωθεί εξαιτίας ακυρότητας ή ακυρωσίας των επιμέρους ψήφων, μόνον αν οι ελαττωματικές ψήφοι ήταν αποφασιστικές για την επίτευξη της πλειοψηφίας (άρ. 35α παρ. 5 περ. β’).

Ο μέτοχος ασκεί το δικαίωμα ψήφου ακόμη και όταν συγκρούονται τα συμφέροντά του με το εταιρικό συμφέρον.

Το δικαίωμα ψήφου ασκείται αυτοπροσώπως ή με αντιπρόσωπο. Μάλιστα ένας μέτοχος μπορεί να συμμετέχει με περισσότερους αντιπροσώπους ή ένας αντιπρόσωπος μπορεί να εκπροσωπεί περισσότερους μετόχους. Το καταστατικό δεν μπορεί να απαγορεύει την άσκηση των μετοχικών δικαιωμάτων με αντιπρόσωπο.

Η ψήφος κάθε μετοχής έχει βαρύτητα ανάλογη με τη συμμετοχή της στο κεφάλαιο (άρ. 30 παρ. 1 εδ. 1).

Περιουσιακά δικαιώματα των μετόχων

Τα περιουσιακά δικαιώματα είναι το δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη και στο προϊόν της εκκαθάρισης, καθώς και το δικαίωμα προτίμησης κατά την αύξηση του κεφαλαίου με έκδοση νέων μετοχών.

Το δικαίωμα συμμετοχής στα καθαρά κέρδη της εταιρείας γεννιέται συγχρόνως με την εταιρική ιδιότητα και παύει συγχρόνως με τη λήξη της.

Είναι δικαίωμα αναφαίρετο και αμεταβίβαστο και δεν μπορεί να θιγεί με απόφαση της ΓΣ. Απόφαση της ΓΣ που αποκλείει τη διανομή κερδών μπορεί υπό προϋποθέσεις να ακυρωθεί (άρ. 35β παρ. 1).

Καθαρό κέρδος (από λογιστική άποψη) είναι εκείνο που προκύπτει μετά την αφαίρεση κάθε εξόδου, ζημίας, των κατά νόμο αποσβέσεων και κάθε άλλου εταιρικού βάρους (άρ. 45 παρ. 1). Από νομική άποψη είναι η διαφορά που προκύπτει αν από τα έσοδα αφαιρεθούν τα έξοδα, αν στη δεδομένη στιγμή τα στοιχεία του ενεργητικού υπερβαίνουν τα στοιχεία του παθητικού.

Έξοδο είναι κάθε δαπάνη διαχείρισης (μισθοδοσία, μισθώματα, ασφάλιστρα κλπ).

Ζημία είναι η υποτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού που επήλθε κατά τη διάρκεια της χρήσης.

Απόσβεση είναι η μείωση της λογιστικής τιμής ορισμένων περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας που χρησιμοποιούνται παγίως για την εκμετάλλευση της επιχείρησης.

Εταιρικό βάρος είναι κάθε δαπάνη που δεν συνιστά δαπάνη διαχείρισης, λαμβάνει όμως χώρα κατά τη διάρκεια της χρήσης ή αναλογεί και στη χρήση αυτή (τόκοι, αποσβέσεις δανείων κλπ).

Η αξίωση συμμετοχής στα κέρδη προϋποθέτει τη λήξη της εταιρικής χρήσης και απόφαση της ΓΣ ή του ΔΣ κατ’ εξουσιοδότηση αυτής (άρ. 34 παρ. 2 περ. στ’).

Η αξίωση αυτή είναι ανάλογη με την ονομαστική αξία κάθε μετοχής, μεταβιβάζεται, ενεχυράζεται, κατάσχεται ελεύθερα και μπορεί να ενσωματωθεί σε αξιόγραφο (μερισματόγραφο).

Δικαιούχος του μερίσματος και φορέας της αξίωσης είναι μόνο ο κύριος της μετοχής κατά το χρόνο γένεσης της αξίωσης, δηλαδή κατά την έγκριση των οικονομικών καταστάσεων και τη λήψη απόφασης για διανομή των κερδών.

Η αξίωση στα κέρδη υπόκειται σε πενταετή παραγραφή (άρ. 250 περ. 15 ΑΚ). Η παραγραφή αρχίζει από το τέλος του έτους κατά τη διάρκεια του οποίου εγκρίθηκαν οι οικονομικές καταστάσεις και λήφθηκε απόφαση για τη διανομή των κερδών (άρ. 44α παρ. 2 εδ. 2).

Αν η αξίωση δεν ασκηθεί μέσα στην πενταετία, το μέρισμα περιέρχεται στο Ελληνικό Δημόσιο.

Η μετοχή ως τμήμα του μετοχικού κεφαλαίου

Το κεφάλαιο της ΑΕ διαιρείται σε ίσα τμήματα, τις μετοχές, που η καθεμία παριστά το ελάχιστο ποσό εισφοράς που απαιτείται να αναλάβει κάποιος για να καταστεί μέτοχος στην εταιρεία.

Ονομαστική αξία μετοχής: το καταστατικό ορίζει τον αριθμό, το είδος και την ονομαστική αξία των μετοχών (άρ. 2 παρ. 1 περ. ε’). Δεν υφίσταται περιορισμός στο νόμο σχετικά με τον αριθμό των μετοχών και ως εκ τούτου ο αριθμός των μετοχών ορίζεται ελεύθερα. Ως προς την ονομαστική αξία προβλέπεται ότι αυτή δεν μπορεί να είναι κάτω από 0,30 ευρώ και πάνω από 100 ευρώ (άρ. 14 παρ. 1). Οι μετοχές πρέπει να έχουν κατ’ αρχήν την ίδια ονομαστική αξία. Εάν όμως οι μετοχές είναι διαφορετικής έκδοσης, μπορεί να έχουν διαφορετική ονομαστική αξία. Συνήθως υπάρχει έκδοση πολλαπλών τίτλων (άρ. 11α παρ. 1), στον οποίο περιέχονται οι περισσότερες μετοχές. Εσωτερική και αγοραία αξία της μετοχής: η εσωτερική ή πραγματική αξία προσδιορίζεται από την πραγματική αξία της εταιρικής περιουσίας. Προκύπτει από τη διαίρεση της πραγματικής αξίας της εταιρικής περιουσίας με τον αριθμό των μετοχών που έχουν την ίδια ονομαστική αξία. Η αγοραία αξία επηρεάζεται από την αξία της εταιρικής περιουσίας και από άλλους παράγοντες και διαμορφώνεται σύμφωνα με τον κανόνα της προσφοράς και ζήτησης.

Χρηματιστηριακή αξία μετοχής: διαμορφώνεται στη χρηματιστηριακή αγορά και επηρεάζεται από τους κανόνες που καθορίζουν στο χρηματιστήριο οι συναλλαγές (διεθνείς εξελίξεις, κυβερνητικά μέτρα κλπ).

Τιμή έκδοσης της μετοχής: πρόκειται για το ποσό που οφείλει κάποιος να αναλάβει έναντι της εταιρείας και να καταβάλει προκειμένου να γίνει μέτοχος.

Η μετοχή ως αξιόγραφο

Η μετοχική ιδιότητα μπορεί να ενσωματώνεται σε έγγραφο, που καλείται μετοχή, και ανήκει στην κατηγορία των αξιογράφων. Επομένως, η άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτή και η μεταβίβασή της είναι δυνατή μόνο με την κατοχή και μεταβίβαση του εγγράφου.

Η μετοχή ανήκει στα δηλωτικά και όχι στα συστατικά αξιόγραφα. Η μετοχική ιδιότητα υφίσταται ανεξάρτητα από την έκδοση μετοχών και δεν επηρεάζεται από λάθη, παραλείψεις, ατέλειες, ανακρίβειες ή την ακυρότητα του μετοχικού τίτλου.

Το καταστατικό οφείλει να ορίζει τον τρόπο απόδειξης της μετοχικής ιδιότητας προκειμένου να ασκηθούν τα δικαιώματα που πηγάζουν από αυτήν. Αν αυτό δεν ορίζεται, η απόδειξη της μετοχικής ιδιότητας γίνεται με βάση το βιβλίο μετόχων ή τους τυχόν προσωρινούς τίτλους ή με οποιοδήποτε έγγραφο κατέχει ο μέτοχος (άρ. 8β παρ. 4 εδ. 2-3).

Μορφές μετοχών

Ονομαστική: στην ονομαστική μετοχή αναγράφεται το όνομα του μετόχου, το οποίο σημειώνεται και στο βιβλίο μετόχων της εταιρείας, έτσι ώστε έναντι αυτής μέτοχος να είναι κατ’ αρχήν εκείνος που αναγράφεται στο βιβλίο (άρ. 8β παρ. 6 εδ. 4). Η εταιρεία μπορεί να γνωρίζει ανά πάσα στιγμή τους μετόχους της. Ανώνυμη ή στον κομιστή: δεν είναι γραμμένο το όνομα του ορισμένου προσώπου, αλλά μέτοχος είναι ο εκάστοτε κύριος της μετοχής.

Η εταιρεία είναι κατ’ αρχήν ελεύθερη να εκδίδει ονομαστικές ή ανώνυμες μετοχές, εκτός αν ο νόμος περιέχει διαφορετική πρόβλεψη για συγκεκριμένες κατηγορίες μετοχών ή εταιρειών.

Οι εισηγμένες στο χρηματιστήριο μετοχές είναι υποχρεωτικά άυλες.

Μεταβίβαση δεσμευμένων μετοχών

Παρά το γεγονός ότι οι μετοχές είναι ελεύθερα μεταβιβαστές, μπορεί το καταστατικό κατ’ εξαίρεση να προβλέπει περιορισμούς στην ελεύθερη μεταβίβαση, ορίζοντας ότι οι μετοχές θα μεταβιβάζονται μόνο μετά από απόφαση της ΓΣ ή του ΔΣ καθώς και οι λόγοι για τους οποίους επιτρέπεται η άρνηση της συναίνεσης, που δεν θα πρέπει να είναι καταχρηστική (άρ. 3 παρ. 7 εδ. 1). Οι λόγοι άρνησης μπορεί να συνίστανται π.χ. στην φροντίδα εισόδου φερέγγυων μετόχων στην εταιρεία, στην αποτροπή πλειοψηφικών θέσεων, στην αποτροπή ελέγχου της από ανταγωνιστές κλπ.

Αν η εταιρεία αρνείται τη μεταβίβαση των μετοχών οφείλει εντός τριών μηνών να τις εξαγοράσει (άρ. 3 παρ. 8).

Για την προστασία των καλόπιστων τρίτων στον τίτλο των δεσμευμένων μετοχών πρέπει να αναγράφεται ο χαρακτήρας της μετοχής ως δεσμευμένης.

Η μεταβίβαση των δεσμευμένων μετοχών πραγματοποιείται με τη συναίνεση του αρμοδίου σύμφωνα με το καταστατικό οργάνου. Η έλλειψη της συναίνεσης δεν θίγει το κύρος της υποσχετικής δικαιοπραξίας, αλλά καθιστά άκυρη τη μεταβίβαση (άρ. 3 παρ. 7 εδ. 7). Ο αποκτών δεν καθίσταται μέτοχος της εταιρείας, ούτε μπορεί να ζητήσει καταδίκη σε παροχή συναίνεσης. Ωστόσο, γίνεται δεκτό ότι η δέσμευση αφορά μόνο τα διοικητικά δικαιώματα, και ως εκ τούτου αποκτά τα περιουσιακά δικαιώματα.

Οι δεσμευμένες μετοχές μπορεί να καταστούν και πάλι ελεύθερα μεταβιβαστές με την κατάργηση της δέσμευσης μετά από απόφαση της εξαιρετικής ΓΣ.

Μεταβίβαση μη εισηγμένων μετοχών

Οι ανώνυμες μετοχές μεταβιβάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τη μεταβίβαση κινητών πραγμάτων (άρ. 8β παρ. 5). Απαιτείται, δηλαδή, συμφωνία και παράδοση (άρ. 1034 και 1039 ΑΚ), ενώ ισχύει και το τεκμήριο του άρ. 1110 ΑΚ.

Προνομιούχες μετοχές

Πρόκειται για μετοχές που παρέχουν περισσότερα δικαιώματα σε σχέση με τις κοινές μετοχές (άρ. 3). Οι προνομιούχες μετοχές εκδίδονται είτε κατά τη σύσταση της εταιρείας είτε και εν συνεχεία με την έκδοση νέων μετοχών ή με τη μετατροπή των κοινών μετοχών σε προνομιούχες. Μπορούν να εκδοθούν με ή χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Η κατάργηση ή ο περιορισμός του προνομίου επιτρέπεται μόνο μετά από απόφαση, που λαμβάνεται σε ιδιαίτερη ΓΣ των προνομιούχων, το προνόμιο των οποίων βάλλεται.

Τα προνόμια μπορούν να συνίστανται:

α) στη μερική ή ολική απόληψη, πριν από τις κοινές μετοχές, του διανεμόμενου μερίσματος και στην προνομιακή απόδοση του προϊόντος της εκκαθάρισης

β) στην προνομιακή καταβολή μερίσματος και για τις χρήσεις που δεν έλαβε χώρα διανομή μερίσματος

γ) στην προνομιακή απόληψη σταθερού μερίσματος ή προνομιακή συμμετοχή σε μέρος όμως μόνο των κερδών

δ) σε άλλα προνόμια περιουσιακής φύσης (π.χ. απόληψη ορισμένου τόκου).

Το διοικητικό συμβούλιο

Το διοικητικό συμβούλιο είναι συλλογικό όργανο, το οποίο, στο πλαίσιο της επιδίωξης του εταιρικού σκοπού, είναι επιφορτισμένο με τη διαχείριση της εταιρικής περιουσίας και συγκεκριμένα τη λήψη και εκτέλεση αποφάσεων σχετικά με τις υλικές και νομικές πράξεις και την εκπροσώπηση της εταιρείας. Όταν ενεργεί στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, η δραστηριότητά του καταλογίζεται στο νομικό πρόσωπο της ΑΕ (άρ. 70-71 ΑΚ).

Ο αριθμός των μελών του ΔΣ ορίζεται από το καταστατικό ή τη ΓΣ, μέσα στα όρια που προβλέπει το καταστατικό.

Τα μέλη του δεν μπορεί να είναι λιγότερα από τρία και δεν καθίστανται έμποροι από μόνη την ιδιότητά τους ως μέλη ΔΣ (άρ. 18 παρ. 2 εδ. 1-2).

Μέλη του μπορεί να είναι και μη μέτοχοι (βλ. άρ. 19 παρ. 2).

Εκλογή ΔΣ

Τα μέλη του ΔΣ εκλέγονται κατ’ αρχήν από τη ΓΣ της εταιρείας (άρ. 34 παρ. 1 περ. β’) και είναι επανεκλέξιμα (άρ. 19 παρ. 2). Η εκλογή και η ανάκληση των μελών του ΔΣ γίνεται με τους συνήθεις κανόνες απαρτίας και πλειοψηφίας (άρ. 29 παρ. 1-2 και 31 παρ. 1).

Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει ότι σε περίπτωση παραίτησης, θανάτου ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο απώλειας της ιδιότητας μέλους του ΔΣ, τα υπόλοιπα μέλη μπορούν να συνεχίσουν τη διαχείριση και εκπροσώπηση της εταιρείας και χωρίς την αντικατάσταση του μέλους που έχασε την ιδιότητά του, αρκεί τα εναπομείναντα μέλη να μην είναι κάτω των τριών (άρ. 18 παρ. 8).

Τα μέλη του ΔΣ πρέπει κατ’ αρχήν να έχουν πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα και ως εκ τούτου η μεταγενέστερη απώλειά της οδηγεί και σε απώλεια της

θέσης του συμβούλου. Η πτώχευση δεν προκαλεί ανικανότητα συμμετοχής στο ΔΣ.

Διορισμός μελών του ΔΣ από μετόχους (άρ. 18 παρ. 3-5)

Μπορεί να προβλέπεται ότι ορισμένος ή ορισμένοι μόνο μέτοχοι θα ορίζουν μέχρι το 1/3 των μελών του ΔΣ. Ο λόγος είναι η προσέλκυση χρηματοδοτών που επιθυμούν να εξασφαλίσουν τη συμμετοχή τους στη διοίκηση της εταιρείας.

Κατ’ αρχήν παρέχεται ανεξάρτητα από το ποσοστό συμμετοχής στο κεφάλαιο της εταιρείας.

Ο διορισμός γίνεται πριν την συνεδρίαση της ΓΣ με αντικείμενο την εκλογή ΔΣ. Αν ο μέτοχος δεν ασκήσει έγκαιρα το δικαίωμά του, η ΓΣ προβαίνει σε εκλογή του συνόλου των μελών του ΔΣ.

Ο διορισμένος σύμβουλος δεν βρίσκεται σε οποιαδήποτε έννομη σχέση με τον μέτοχο που τον διόρισε, ο οποίος όμως ευθύνεται για πταίσμα περί την εκλογή του.

Η θητεία των διορισμένων συμβούλων λήγει με ανάκληση οποτεδήποτε από τους μετόχους που έχουν το δικαίωμα διορισμού τους (άρ. 18 παρ. 4). Έναντι των καλόπιστων τρίτων η ανάκληση ή αντικατάσταση αντιτάσσεται μετά την δημοσίευση της ανάκλησης στο ΤΑΕ-ΕΠΕ. Η θητεία τους δεν λήγει με τη σύγκληση ΓΣ για εκλογή νέου ΔΣ. Σε περίπτωση πρόωρης λήξης της θητείας του ΔΣ παύει αυτοδίκαια και η θητεία των διορισμένων μελών του ΔΣ.

Αν ο μέτοχος χάσει τις ιδιότητες που του δίνουν το δικαίωμα διορισμού συμβούλων, χάνει και ο διορισμένος σύμβουλος την ιδιότητά του αυτή.

Διορισμός πρώτου ΔΣ (άρ. 34 παρ. 2 περ. γ’)

Κατά την ίδρυση της εταιρείας το καταστατικό ορίζει το πρώτο ΔΣ. Αν δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη στο καταστατικό, εφαρμόζεται το άρ. 69 ΑΚ, οπότε το ΔΣ ορίζεται με δικαστική απόφαση.

Το διορισμένο ΔΣ ασκεί τα καθήκοντά του για όσο χρονικό διάστημα ορίζει το καταστατικό και σε κάθε περίπτωση μέχρι την εκλογή από τη ΓΣ οριστικού ΔΣ. Η θητεία του πρώτου ΔΣ δεν επιτρέπεται να υπερβεί τα έξι έτη.

Διορισμός ΔΣ με δικαστική απόφαση (άρ. 69 ΑΚ)

Σε περίπτωση έλλειψης ΔΣ ή σύγκρουσης συμφερόντων των μελών του με την εταιρεία, το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας δύναται, με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, να διορίσει κατά τους κανόνες της εκούσιας δικαιοδοσίας (και αν συντρέχει περίπτωση κατεπείγοντος με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων) προσωρινό ΔΣ, σύμφωνα με το άρ. 69 ΑΚ.

Έλλειψη διοίκησης υπάρχει όταν δεν έχει οριστεί ΔΣ ή τα μέλη του παραιτήθηκαν, πέθαναν, πλήττονται από περιπτώσεις φυσικής ή νομικής αδυναμίας άσκησης των καθηκόντων τους, ή όταν το ΔΣ εκλέχθηκε με άκυρη απόφαση της ΓΣ ή όταν αρνούνται ή αμελούν να ασκήσουν διοίκηση τα μέλη του ΔΣ ή είναι αδύνατη η λήψη αποφάσεων εξαιτίας διαφωνιών. Έλλειψη διοίκησης δεν υπάρχει σε περίπτωση κακής διαχείρισης.

Σκοπός του άρ. 69 ΑΚ δεν είναι η υποκατάσταση της βούλησης της εταιρείας, όπως αυτή εκφράζεται διά του ΔΣ, αλλά η εξυπηρέτηση των καλώς εννοούμενων συμφερόντων της εταιρείας.

Αν προβλέπονται αναπληρωματικά μέλη του ΔΣ ή ορίζεται στο καταστατικό ότι η διοίκηση της εταιρείας μπορεί να συνεχιστεί από τα υπόλοιπα μέλη του ΔΣ (αρκεί να μην είναι κάτω από τρία), δεν υπάρχει έλλειψη διοίκησης (άρ. 18 παρ. 7, 8). Εάν αυτές οι διατάξεις δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής, συγκαλείται ΓΣ για εκλογή ΔΣ (άρ. 18 παρ. 9) και αν ούτε αυτή η διάταξη τελεσφορήσει, νομιμοποιείται όποιος έχει έννομο συμφέρον να προσφύγει στο άρ. 69 ΑΚ.

Η αίτηση είναι νόμιμη ακόμη και αν αφορά σε ένα μόνο ή περισσότερους (δηλαδή όχι όλους) συμβούλους, ακόμη και στην περίπτωση που οι υπόλοιποι σύμβουλοι σχηματίζουν απαρτία. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο διορίζει τόσους προσωρινούς συμβούλους, όσοι κωλύονται.

Η δικαστική παρέμβαση καθοδηγείται από τις αρχές της επικουρικότητας και της προσωρινότητας. Επομένως, ο διορισμός προσωρινής διοίκησης προβάλλει ως έσχατη λύση και περιορίζεται χρονικά η διάρκεια του προσωρινού ΔΣ.

Το δικαστήριο ορίζει τις εξουσίες διαχείρισης και εκπροσώπησης του προσωρινού ΔΣ. Μπορεί να παρέχει στο προσωρινό ΔΣ την εξουσία να επιχειρεί μόνο την πράξη που προκάλεσε την παρέμβαση του δικαστηρίου και κυρίως να συγκαλέσει ΓΣ για εκλογή οριστικού ΔΣ. Αν η δικαστική απόφαση δεν ορίζει την εξουσία του προσωρινού ΔΣ, νομιμοποιείται να επιχειρεί κάθε πράξη που ανήκει στους κανόνες της τακτικής διαχείρισης.

Η εξουσία του προσωρινού ΔΣ λήγει αυτοδίκαια με τη λήξη της θητείας του, η οποία ορίζεται άμεσα ή έμμεσα από τη δικαστική απόφαση που το διορίζει.

Δεν αποκλείεται παράταση του προσωρινού ΔΣ, αν υποβληθεί σχετική αίτηση πριν τη λήξη της θητείας του.

Σχέση μελών ΔΣ και εταιρείας

Τα μέλη του ΔΣ συνδέονται με την εταιρεία αφενός με τη σχέση μέλους εταιρικού οργάνου και αφετέρου με ενοχική σύμβαση ανάμεσα στην εταιρεία και σε αυτά. Με την εκλογή των μελών του ΔΣ παρέχεται η οργανική ιδιότητα μέλους του ΔΣ, που περιέχει τόσο την εξουσία εκπροσώπησης όρο και την εξουσία διαχείρισης.

Η ενοχική σχέση που δημιουργείται είναι αυτή της σχέσης εντολής αν δεν έχει συμφωνηθεί αμοιβή και εάν έχει συμφωνηθεί αμοιβή, αυτή της σύμβασης ανεξάρτητων υπηρεσιών.

Εκπρόσωπος της ΑΕ δεν είναι το μέλος του ΔΣ, αλλά το ΔΣ ως όργανο, που ενεργεί συλλογικά (άρ. 18 παρ. 1).

Διάρκεια και λήξη της ιδιότητας των μελών του ΔΣ

Η εκπροσωπευτική και διαχειριστική εξουσία του ΔΣ αρχίζει από το διορισμό ή την εκλογή του.

Παύση της ιδιότητας του μέλους του ΔΣ:

Παύση με την πάροδο του χρόνου θητείας. Ο χρόνος αυτός ορίζεται από το καταστατικό ή με απόφαση της ΓΣ και δεν είναι απαραίτητα ίδιος για όλα τα μέλη. Επίσης δεν μπορεί να υπερβαίνει τα έξι έτη (άρ. 19 παρ. 1 εδ. 1). Τα μέλη του ΔΣ είναι πάντοτε επανεκλέξιμα (άρ. 19 παρ. 2). Παραίτηση/Θάνατος/Ανικανότητα προς δικαιοπραξία. Η παραίτηση παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι των καλόπιστων τρίτων από τη δημοσίευση στο Τεύχος ΑΕ-ΕΠΕ (άρ. 7α παρ. 1 περ. γ’ και 7β).

Ανάκληση (άρ. 19 παρ. 2). Η ΓΣ μπορεί με τη συνήθη απαρτία και πλειοψηφία να ανακαλέσει οποτεδήποτε και χωρίς σπουδαίο λόγο την εξουσία των μελών του ΔΣ, καθώς το ΔΣ θα πρέπει να απολαμβάνει ανά πάσα στιγμή της εμπιστοσύνης της εταιρείας. Αντιθέτως, δεν μπορούν να ανακαλούνται τα μέλη που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρ. 18 παρ. 3, δεδομένου ότι αυτά ανακαλούνται από εκείνους που τα διόρισαν ή με δικαστική απόφαση.

Δεν επιτρέπονται περιορισμοί στο δικαίωμα ανάκλησης μελών ΔΣ.

Δεν νοείται καταχρηστική άσκηση της εξουσίας ανάκλησης των μελών του ΔΣ. Επομένως, δεν τίθεται ούτε ζήτημα ακυρωσίας της απόφασης ανάκλησης, αφού η απόφαση είναι ελεύθερη, αναιτιολόγητη και κατά πάντα χρόνο δυνατή. Η ανάκληση έναντι των καλόπιστων τρίτων προβάλλεται μετά τη δημοσίευση στο Τεύχος ΑΕ-ΕΠΕ.

Σιωπηρή παράταση θητείας ΔΣ (άρ. 19 παρ. 1 εδ. 2)

Η θητεία του ΔΣ που έληξε παρατείνεται μέχρι τη λήξη της προθεσμίας, μέσα στην οποία πρέπει να συνέλθει η αμέσως επόμενη τακτική ΓΣ, δηλαδή κατ’ ανώτατο όριο έξι μήνες από τη λήξη της εταιρικής χρήσης (άρ. 25 παρ. 1).

Δημοσιότητα σχετικά με τα μέλη του ΔΣ

Οι πράξεις και τα στοιχεία που αφορούν στην εκλογή, στο διορισμό και στην παύση των μελών του ΔΣ και ο εν γένει τρόπος εκπροσώπησης της εταιρείας υποβάλλονται σε δημοσιότητα.

Σε περίπτωση υποκατάστατου οργάνου, σε δημοσιότητα υποβάλλεται η απόφαση του ΔΣ που αναθέτει αρμοδιότητες σε ορισμένο ή ορισμένα πρόσωπα, καθώς και ο τρόπος δράσης και η έκταση της εξουσίας του.

Η δημοσιότητα πραγματοποιείται με την καταχώρηση στο ΓΕΜΗ και τη δημοσίευση στο διαδικτυακό τόπο του ΓΕΜΗ και στο Τεύχος ΑΕ-ΕΠΕ ΓΕΜΗ (άρ. 7β).

Η καταχώρηση έχει δηλωτική (και όχι συστατική) ενέργεια. Συστατικό χαρακτήρα έχει η πράξη εκλογής ή διορισμού. Η εταιρεία μπορεί να αντιτάξει τα γεγονότα αυτά σε τρίτους μόνο αν έχουν δημοσιευθεί κατά το νόμιμο τρόπο, ενώ οι τρίτοι μπορούν να επικαλούνται πάντοτε τα αδημοσίευτα στοιχεία.

Τα τυχόν ελαττώματα εκλογής ή διορισμού (π.χ. ανικανότητα δικαιοπραξίας, άκυρη απόφαση ΓΣ κλπ) δεν θεραπεύονται με τη δημοσίευση, η οποία μόνο δηλωτική ενέργεια έχει (άρ. 7ε). Τα ελαττώματα αυτά, όμως, δεν αντιτάσσονται στους καλόπιστους τρίτους, εφόσον δημοσιεύθηκαν νόμιμα. Επίσης, η εταιρεία μπορεί να αντιτάξει τα εν λόγω ελαττώματα, εφόσον αποδείξει ότι γνώριζαν περί των ελαττωμάτων αυτών.

Δικαιώματα των μελών του ΔΣ

Α. Αμοιβή: Τα μέλη του ΔΣ μπορούν να λαμβάνουν αμοιβή είτε λόγω της ιδιότητάς τους αυτής είτε για τις υπηρεσίες που παρέχουν με βάση ειδική σχέση που τους συνδέει με την εταιρεία (άρ. 24). Το ύψος της αμοιβής ορίζεται με απόφαση της ΓΣ.

Β. Πληροφόρηση: Η υποχρέωση πληροφόρησης βαρύνει τα υπόλοιπα μέλη του ΔΣ που έχουν τις πληροφορίες σχετικά με την πορεία των εταιρικών υποθέσεων.

Υποχρεώσεις των μελών του ΔΣ

Α. Υποχρέωση πίστης: Τα μέλη του ΔΣ συνδέονται με την εταιρεία με σχέση εμπιστοσύνης, από την οποία πηγάζει η υποχρέωσή τους να διαχειρίζονται την εταιρική περιουσία κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο και να ασκούν τα καθήκοντά τους επιμελώς. Από τη σχέση αυτή πηγάζει η υποχρέωση πίστης. Τα μέλη του ΔΣ οφείλουν να πράττουν οτιδήποτε προωθεί τον εταιρικό σκοπό και να αποφεύγουν οτιδήποτε δυσχεραίνει την προώθηση του εταιρικού σκοπού. Ειδικότερα, απαγορεύεται η ανταγωνιστική προς την εταιρεία δραστηριότητα. Σε περίπτωση παράβασης, η εταιρεία έχει δικαίωμα αποζημίωσης (άρ. 23 παρ. 2 και 914 ΑΚ) και δικαίωμα υποκατάστασης, υπό την έννοια της αξίωσης της ωφέλειας που αποκόμισε το μέλος του ΔΣ από την ανταγωνιστική δραστηριότητα (άρ. 23 παρ. 2).

Β. Υποχρέωση αποχής από ορισμένες συναλλαγές με την εταιρεία (άρ. 23α): διακρίνονται σε συμβάσεις απόλυτα απαγορευμένες (συμβάσεις δανείων της ΑΕ προς τα πρόσωπα του άρ. 23α παρ. 5, συμβάσεις παροχής πίστωσης της ΑΕ προς τα πρόσωπα του άρ. 23α παρ. 5, συμβάσεις παροχής εγγυήσεων ή ασφαλειών υπέρ των ανωτέρω προσώπων προς τρίτους) και σε συμβάσεις που υπόκεινται σε περιορισμούς (άρ. 23α παρ. 2 εδ. 1).

Γ. Υποχρέωση εχεμύθειας (άρ. 22α παρ. 3): περιλαμβάνει τις πληροφορίες που ήρθαν εις γνώση τους εξαιτίας της θέσης τους και οι οποίες δεν έχουν γίνει γνωστές σε τρίτους.

Δ. Σύνταξη και δημοσίευση των ετησίων λογαριασμών, της ετήσιας έκθεσης και της δήλωσης εταιρικής διακυβέρνησης σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ν. 2190/1920.

Ε. Υποχρέωση θεραπείας εταιρικού συμφέροντος.

Σύνθεση και λειτουργία του ΔΣ

Το καταστατικό ορίζει ελάχιστο και μέγιστο αριθμό συμβούλων, που δεν μπορεί να είναι κάτω των τριών. Η ΓΣ ορίζει στη συνέχεια τον ακριβή αριθμό των συμβούλων. Μέλος του ΔΣ μπορεί να είναι και νομικό πρόσωπο, το οποίο υποχρεούται να ορίσει ένα φυσικό πρόσωπο για την άσκηση των εξουσιών του ως μέλους του ΔΣ (άρ. 18 παρ. 2 εδ. 3-4).

Το ΔΣ λαμβάνει αποφάσεις σε συνεδρίαση. Συνεδριάζει κάθε φορά που ο νόμος, το καταστατικό ή οι ανάγκες της εταιρείας το απαιτούν (άρ. 20 παρ. 1). Συγκαλείται από τον πρόεδρο ή τον αναπληρωτή του με πρόσκληση που απευθύνεται προς τα μέλη του ΔΣ. Στην πρόσκληση πρέπει να αναφέρονται με σαφήνεια τα θέματα της ημερήσιας διάταξης, ο χρόνος και ο τόπος συνεδρίασης, διαφορετικά η λήψη αποφάσεων είναι δυνατή μόνο αν παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται όλοι οι σύμβουλοι και κανένας δεν αντιλέγει (άρ. 20 παρ. 4). Το ΔΣ συγκαλείται και όταν το ζητήσουν δύο εκ των μελών του, με αίτησή τους προς τον πρόεδρο ή τον αναπληρωτή του (άρ. 20 παρ. 5), οπότε και συγκαλείται εντός επτά ημερών από την υποβολή της αίτησης, ειδάλλως επιτρέπεται στα μέλη που ζήτησαν τη σύγκλησή του να συγκαλέσουν τα ίδια το ΔΣ εντός πέντε ημερών από τη λήξη του επταημέρου. Το ΔΣ συνεδριάζει έγκυρα στην έδρα της εταιρείας, εκτός αν το καταστατικό ορίζει άλλο τρόπο συνεδριάσεων (άρ. 20 παρ. 2).

Απαιτείται η σύνταξη πρακτικών στις συνεδριάσεις (άρ. 20 παρ. 6-7), χωρίς όμως η μη τήρησή τους να επιφέρει και ακυρότητα των αποφάσεων.

Είναι δυνατή και η συνεδρίαση με τηλεδιάσκεψη, εφόσον προβλέπεται στο καταστατικό ή συμφωνούν όλα τα μέλη του (άρ. 20 παρ. 3α).

Το ΔΣ βρίσκεται σε νόμιμη απαρτία όταν παρίστανται καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεδρίασης ή έστω αντιπροσωπεύονται οι μισοί συν ένας σύμβουλοι. Οι παριστάμενοι σύμβουλοι θα πρέπει να είναι σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον τρεις. Το καταστατικό της εταιρείας μπορεί να αυξήσει αλλά όχι και να μειώσει τα ποσοστά της απαρτίας που προβλέπει ο νόμος.

Το ΔΣ ενεργεί συλλογικά, χωρίς να απαιτείται για τη λήψη των αποφάσεων η σύμπραξη όλων των μελών του.

Οι αποφάσεις του ΔΣ λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων και αντιπροσωπευόμενων μελών του. Σε περίπτωση ισοψηφίας δεν υπερισχύει η ψήφος του προέδρου, εκτός αν το καταστατικό ορίζει διαφορετικά (άρ. 21 παρ. 2). Το καταστατικό μπορεί να ορίζει μεγαλύτερη πλειοψηφία από εκείνη που προβλέπει ο νόμος, απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του ΔΣ ή ακόμη και ομοφωνία. Το καταστατικό δεν μπορεί να παραβιάζει την ισότητα της ψήφου και ως εκ τούτου δεν μπορεί να εισάγει διακρίσεις μεταξύ των μελών της διοίκησης.

Ελαττωματικές αποφάσεις του ΔΣ

Οι αποφάσεις του ΔΣ που λαμβάνονται χωρίς να τηρηθούν οι διατάξεις για τη νόμιμη σύνθεση, νόμιμη σύγκληση και συγκρότηση και γενικότερα οι αποφάσεις που αντιτίθενται σε διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, στο καταστατικό ή σε αποφάσεις της ΓΣ, είναι άκυρες (άρ. 174 ΑΚ). Επίσης είναι άκυρες όταν το ΔΣ δεν είναι αρμόδιο να αποφασίσει ή είναι καταχρηστικές. Η ακυρότητα είναι αυτοδίκαιη.

Η ελαττωματικότητα της ψήφου συμβούλου που ψήφισε κατά τη λήψη της απόφασης οδηγεί σε ακυρότητα της απόφασης, μόνο αν χωρίς αυτή δεν θα σχηματιζόταν η αναγκαία πλειοψηφία.

Εξουσίες του ΔΣ

Α. Διαχειριστική εξουσία

Το ΔΣ είναι αρμόδιο να αποφασίζει κάθε πράξη που αφορά στη διαχείριση της εταιρικής περιουσίας και στην εν γένει επιδίωξη του εταιρικού σκοπού (άρ. 22 παρ. 1). Η διαχειριστική εξουσία του ΔΣ προσδιορίζεται από τα όρια που θέτει ο εταιρικός σκοπός, υπό την έννοια του αντικειμένου της επιχείρησης.

Κατά την άσκηση της διαχειριστικής εξουσίας το ΔΣ δεσμεύεται από το νόμο, το καταστατικό και τις αποφάσεις της ΓΣ και οφείλει να λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα της εταιρείας, χωρίς να αγνοεί τα συμφέροντα των μετόχων.

Το καταστατικό και η ΓΣ μπορεί να θέτει περιορισμούς στις εξουσίες του ΔΣ, η παράβαση των οποίων γεννά ενδεχομένως σε βάρος του ΔΣ υποχρέωση αποζημίωσης.

Το καταστατικό μπορεί να ορίζει θέματα για τα οποία το ΔΣ αναθέτει τη διαχειριστική εξουσία σε έναν ή περισσότερους συμβούλους ή σε τρίτα πρόσωπα (άρ. 22 παρ. 3 εδ. 1). Σε αυτήν την περίπτωση οι υπόλοιποι σύμβουλοι μπορούν απλώς να λαμβάνουν γνώση των εταιρικών υποθέσεων και των βιβλίων της εταιρείας.

Β. Αντιπροσωπευτική εξουσία

Το ΔΣ εκπροσωπεί την εταιρεία δικαστικά και εξώδικα (άρ. 18 παρ. 1). Επιχειρεί υλικές και νομικές πράξεις, συνάπτει δικαιοπραξίες, λαμβάνει μονομερείς δηλώσεις τρίτων που απευθύνονται στην εταιρεία και ενεργεί εν γένει κάθε πράξη τείνει στην πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού.

Για τη δέσμευση της εταιρείας δεν απαιτείται η συμμετοχή όλων των συμβούλων, αλλά αρκεί η συμμετοχή όσων συμβούλων απαιτείται για τη νόμιμη απαρτία και πλειοψηφία.

Η επίδοση δικαστικών και εξωδίκων πράξεων αρκεί να γίνει σε οποιοδήποτε μέλος του ΔΣ.

Η εταιρεία δεσμεύεται έναντι των τρίτων από πράξεις του ΔΣ, ακόμη και αν αυτό ενήργησε καθ’ υπέρβαση του εταιρικού σκοπού. Για να κριθεί αν η πράξη του ΔΣ συνιστά υπέρβαση του εταιρικού σκοπού ενδιαφέρει η inconcretoπροσφορότητά της για την επίτευξη του εταιρικού σκοπού. Η εταιρεία δεν δεσμεύεται μόνο αν αποδείξει ότι ο τρίτος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την υπέρβαση (άρ. 22 παρ. 1 εδ. 2).

Η εταιρεία δεσμεύεται και όταν το ΔΣ ενεργεί καθ’ υπέρβαση των περιορισμών που θέτει το καταστατικό ή η ΓΣ.

Εντούτοις, η εταιρεία δεν δεσμεύεται αν το ΔΣ ενήργησε σε θέματα για τα οποία η εξουσία ανήκει σε άλλα όργανα και γενικά όταν η δικαιοπραξία καταρτίσθηκε στο όνομα της εταιρείας από πρόσωπα που δεν την εκπροσωπούν.

Επισημαίνεται ότι η εταιρεία δεν δεσμεύεται, αν για την ανάληψη υποχρεώσεων από αξιόγραφα απαιτείται να υπάρχουν επί του αξιόγραφου οι υπογραφές δύο τουλάχιστον συμβούλων και τούτο παραβιάζεται.

Επίσης, η εταιρεία δεν δεσμεύεται όταν το ΔΣ ενεργεί σε συμπαιγνία με τον τρίτο προς βλάβη της και γενικά όταν προβαίνει σε κατάχρηση της εκπροσωπευτικής του εξουσίας.

Όταν η εταιρεία δεν δεσμεύεται, η σύμβαση που καταρτίζει το ΔΣ στο όνομά της παραμένει εκκρεμής για όσο χρόνο η ΑΕ δεν δηλώνει τη συγκατάθεσή της. Ο τρίτος έχει δικαίωμα να τάξει στην εταιρεία εύλογη προθεσμία προς έγκριση (άρ. 229 εδ. 2 ΑΚ) ή να υπαναχωρήσει από τη δικαιοπραξία μέχρι να την εγκρίνει η εταιρεία.

Υποκατάστατα ή υποδεέστερα διοικητικά όργανα

Επιτρέπεται η υποκατάσταση του ΔΣ από έναν ή περισσότερους συμβούλους ή τρίτους, στους οποίους μπορεί να μεταβιβάσει το σύνολο των εξουσιών εκπροσώπησης και από τις εξουσίες διαχείρισης εκείνες που δεν ανήκουν στην “οικεία εξουσία” του, που ασκείται συλλογικά (άρ. 22 παρ. 3). Ουσιαστικά προβλέπεται ότι επιτρέπεται η ανάθεση διακεκριμένων τομέων της εταιρικής δραστηριότητας, τους οποίους μπορούν να διενεργούν τα πρόσωπα αυτά. Οι ειδικότερες αρμοδιότητες ορίζονται από το ΔΣ, με δυνατότητα μεταγενέστερης τροποποίησης της αρχικής απόφασης.

Οι σύμβουλοι στους οποίους έχουν ανατεθεί οι σχετικές διαχειριστικές εξουσίες ονομάζονται συνήθως «εντεταλμένοι» ή «διευθύνοντες» σύμβουλοι. Οι τρίτοι συνήθως ονομάζονται «διευθυντές» ή «γενικοί διευθυντές».

Τα υποκατάστατα όργανα υπάρχουν ως τέτοια από το διορισμό τους από το ΔΣ, ενώ για τους καλόπιστους τρίτους, εκείνους δηλαδή τους τρίτους που αγνοούσαν το διορισμό τους, από τη δημοσίευση στο ΓΕΜΗ. Αν η δημοσιότητα λείπει, η εταιρεία δεν μπορεί να επικαλεστεί την απόφαση του διορισμού έναντι τρίτων, εκτός αν αποδείξει ότι οι τρίτοι γνώριζαν. Αντιθέτως, μπορούν να την επικαλεστούν κατ’ αυτής οι τρίτοι.

Τα πρόσωπα αυτά δεν είναι απλοί εντολοδόχοι της εταιρείας. Είναι όργανα της εταιρείας, που εκφράζουν πρωτογενώς την εταιρική βούληση, αντλώντας την εξουσία τους από το νόμο ή το καταστατικό.

Επιτρέπεται ο διορισμός υποϋποκατάστατων, δηλαδή ο διορισμός υποκατάστατων οργάνων από τα υποκατάστατα όργανα (άρ. 22 παρ. 3 εδ. 3) υπό δύο προϋποθέσεις: α) να μην το απαγορεύει το καταστατικό, και β) να το προβλέπει το ΔΣ με απόφασή του.

Η ανάθεση της εξουσίας σε υποδεέστερα όργανα δεν αποκλείει και δεν περιορίζει σε καμία περίπτωση την ευχέρεια δράσης του ΔΣ. Έτσι, το ΔΣ δικαιούται παράλληλα να αποφασίζει και να ενεργεί και για θέματα που έχουν ανατεθεί στα όργανα αυτά. Επίσης, τα υποδεέστερα όργανα είναι υποχρεωμένα να υπακούουν στις εντολές και υποδείξεις του ΔΣ.

Η ΓΣ και το ΔΣ έχουν την εξουσία να ανακαλούν τα υποκατάστατα όργανα. Η απόφαση της ανάκλησης καταχωρείται στο βιβλίο πρακτικών και αντιτάσσεται έναντι των τρίτων μόνο αν υποβληθεί στις νόμιμες διατυπώσεις δημοσιότητας, εκτός αν αυτοί δεν είναι καλόπιστοι (άρ. 7α γ’ και 7β παρ. 13).

Εάν το υποκατάστατο όργανο έδρασε ενάντια στην εντολή που έλαβε, εφαρμόζονται οι διατάξεις περί έλλειψης πληρεξουσιότητας (άρ. 229-231 ΑΚ). Η λήξη της θητείας του ΔΣ επιφέρει και τη λήξη της θητείας του υποκατάστατου οργάνου.

Αστική ευθύνη ΔΣ

Τα μέλη του ΔΣ και τα τρίτα πρόσωπα στα οποία έχουν ανατεθεί εξουσίες κατά το άρ. 22 παρ. 3, αθετώντας τις υποχρεώσεις τους ή ασκώντας πλημμελώς τα καθήκοντά τους, φέρουν έναντι της εταιρείας αδικοπρακτική ευθύνη.

Τα μέλη του ΔΣ ευθύνονται για κάθε πταίσμα (δόλος ή αμέλεια) κατά τη διοίκηση των εταιρικών υποθέσεων, περιλαμβανομένων πράξεων και παραλείψεων. Απαλλάσσονται μόνο εάν αποδείξουν ότι κατέβαλαν την επιμέλεια του συνετού επιχειρηματία (άρ. 22α παρ. 2 εδ. 1). Ο βαθμός της επιμέλειας κρίνεται με βάση την ιδιότητα και τα καθήκοντα κάθε μέλους (άρ. 22α παρ. 2 εδ. 2).

Αν ο σύμβουλος ενήργησε σύμφωνα με νόμιμη απόφαση της ΓΣ, δεν φέρει οποιαδήποτε ευθύνη (άρ. 22α παρ. 2 εδ. 3).

Η εταιρεία μπορεί με απόφαση του ΔΣ να παραιτηθεί από τις αξιώσεις της προς αποζημίωση που πηγάζουν από τη διοίκηση ή να συμβιβασθεί, αρκεί να το πράξει μετά την πάροδο διετίας από τη γένεση της αξίωσης και μόνο αν συγκατατίθεται με απόφασή της η ΓΣ και δεν αντιτίθεται μειοψηφία τουλάχιστον 1/5 του κεφαλαίου που εκπροσωπείται από αυτή (άρ. 22α παρ. 4).

De facto διοίκηση

Ενδέχεται το ΔΣ να μην εκπροσωπεί νόμιμα την εταιρεία (π.χ. εκλεγμένο από άκυρη απόφαση ΓΣ, λήξη θητείας κλπ). Σε μία τέτοια περίπτωση χρήζει προστασίας η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των καλόπιστων τρίτων. Δικαιοπραξίες από ή προς το defactoαυτό ΔΣ είναι έγκυρες.

Η Γενική Συνέλευση ως ανώτατο όργανο

Η ΓΣ συνιστά το ανώτατο συλλογικό όργανο της ΑΕ (άρ. 33). Σε αυτήν συμμετέχουν όλοι οι μέτοχοι.

Αρμοδιότητες της ΓΣ

Η εταιρική βούληση διαμορφώνεται από τη ΓΣ και τα υπόλοιπα εταιρικά όργανα δεσμεύονται από τις αποφάσεις της.

Αν και ισχύει γενικά ότι η ΓΣ αποφασίζει για κάθε υπόθεση που ανάγεται στη συγκρότηση και οργάνωση της εταιρείας, πολλά θέματα αφαιρούνται από την αρμοδιότητά της με διάταξη νόμου.

Στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ΓΣ υπάγονται:

  1.  Οι τροποποιήσεις του καταστατικού, με κυριότερες την αύξηση και τη μείωση του κεφαλαίου (άρ. 34 παρ. 1 περ. α), το μετασχηματισμό, τη συγχώνευση, τη διάσπαση, τη λύση και την αναβίωση της εταιρείας (άρ. 34 παρ. 1 περ. ε)
  2.  Η εκλογή και ανάκληση άλλων οργάνων της εταιρείας (ΔΣ, ελεγκτές – άρ. 34 παρ. 1 περ. β) και η εκλογή και ανάκληση των εκκαθαριστών (άρ. 34 παρ. 1 περ. στ)
  3.  Η έγκριση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων (άρ. 34 παρ. 1 περ. γ) και η απαλλαγή των μελών του ΔΣ και των ελεγκτών από την ευθύνη τους για αποζημίωση της εταιρείας (άρ. 35 παρ. 1) καθώς και η άσκηση της εταιρικής αγωγής (άρ. 22β)
  4.  Η διάθεση των ετήσιων κερδών και η έκδοση ομολογιακού δανείου (άρ. 34 παρ. 1 περ. δ)
  5.  Η χορήγηση αμοιβής ή αποζημίωσης στα μέλη του ΔΣ (άρ. 24 παρ. 2)
  6.  Η συναίνεση για τη σύναψη από το ΔΣ των πράξεων που αναφέρονται στα άρ. 10 παρ. 3, 23 παρ. 1 και 23α παρ. 2
  7.  Η θέσπιση προγράμματος διάθεσης μετοχών στα μέλη του ΔΣ, στο προσωπικό της εταιρείας και των συνδεδεμένων με αυτήν εταιρειών, με τη μορφή της προαίρεσης αγοράς μετοχών (άρ. 13 παρ. 13)
  8.  Η εποπτεία των υπολοίπων οργάνων της εταιρείας.

Είδη γενικών συνελεύσεων

Τακτική και έκτακτη ΓΣ

Τακτική ΓΣ είναι εκείνη που συνέρχεται μετά από κάθε εταιρική χρήση και μέσα σε έξι μήνες από τη λήξη της χρήσης αυτής, με αρμοδιότητα τη συζήτηση και λήψη απόφασης που βάσει νόμου υποχρεωτικά υποβάλλονται στη ΓΣ (άρ. 25 παρ. 1 εδ. 2). Στην αρμοδιότητα της ΓΣ υπάγεται η έγκριση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων και η διάθεση των κερδών, η έγκριση της χορήγησης αμοιβής ή αποζημίωσης στα μέλη του ΔΣ, η απαλλαγή των μελών του ΔΣ και των ελεγκτών από την ευθύνη τους για αποζημίωση της εταιρείας, η εκλογή τακτικών και αναπληρωματικών ελεγκτών για την επόμενη εταιρική χρήση καθώς επίσης και οποιοδήποτε άλλο θέμα είναι γραμμένο στην ημερήσια διάταξη.

Έκτακτη ΓΣ είναι εκείνη που δεν συνέρχεται σε τακτά χρονικά διαστήματα ούτε έχει ειδικές αρμοδιότητες, αλλά συγκαλείται προς λήψη απόφασης σε κάθε θέμα. Την συγκαλεί το ΔΣ όταν το επιβάλλει ο νόμος, όταν το κρίνει απαραίτητο, όταν το ζητήσει η μειοψηφία του 1/20 του κεφαλαίου (άρ. 9 παρ. 1 ή όταν το ζητήσουν οι ελεγκτές (άρ. 38). Αν το ΔΣ δεν συγκαλεί τη ΓΣ, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει τη σύγκληση στη μειοψηφία ή στους ελεγκτές (άρ. 39 παρ. 1 εδ. 3).

Συνήθης και εξαιρετική/καταστατική ΓΣ

Η συνήθης ΓΣ ασχολείται με θέματα μικρότερης σημασίας και μπορεί να συνεδριάζει και να παίρνει αποφάσεις με μικρή απαρτία και πλειοψηφία.

Η εξαιρετική ΓΣ ασχολείται με θέματα μείζονος σημασίας και συνεδριάζει και αποφασίζει με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία. Το καταστατικό μπορεί να ορίζει αυξημένα ποσοστά απαρτίας και για άλλα θέματα, τα οποία δεν περιλαμβάνονται στο άρ. 29 παρ. 3 και αυξημένη πλειοψηφία και για άλλα θέματα, πλην των όσων προβλέπει ρητά ο νόμος (άρ. 31 παρ. 3-4).

Αρχική και επαναληπτική ΓΣ

Αρχική είναι η ΓΣ που συνέρχεται μετά την πρώτη πρόσκληση.

Η επαναληπτική συνέρχεται μετά τη ματαίωση της αρχικής λόγω έλλειψης απαρτίας. Συνεδριάζει με μικρότερη απαρτία και πρέπει να συνέρχεται μέσα σε είκοσι ημέρες από την επομένη της ματαιωθείσας συνεδρίασης και να προσκαλείται πριν δέκα τουλάχιστον ημέρες (άρ. 29 παρ. 2). Ενδέχεται κατά την επαναληπτική ΓΣ να προστεθούν και άλλα θέματα στην ημερήσια διάταξη. Επειδή η επαναληπτική ΓΣ είναι νέα, και όχι απλώς συνέχεια της αρχικής ΓΣ, πρέπει να τηρούνται οι διατυπώσεις σύγκλησης, συγκρότησης και λειτουργίας της ΓΣ.

Καθολική ΓΣ

Πρόκειται για τη συγκρότηση όλων των μετόχων, μέσα σε ένα πιο χαλαρό πλαίσιο συγκρότησης και λειτουργίας, εφόσον συμφωνούν όλοι οι μέτοχοι να τη συγκροτήσουν και να λάβουν αποφάσεις που υπάγονται στην εξουσία της (άρ. 26 παρ. 3).

ΓΣ όλων των μετόχων και ΓΣ των προνομιούχων μετόχων

Στη ΓΣ όλων των μετόχων συμμετέχει κάθε μέτοχος και ψηφίζει, εφόσον έχει δικαίωμα ψήφου.

Στη ΓΣ των προνομιούχων μετόχων συμμετέχουν μόνο οι προνομιούχοι μέτοχοι. Συνεδριάζει όταν πρόκειται με απόφαση της ΓΣ όλων των μετόχων να καταργηθούν ή να περιοριστούν τα προνόμιά τους και αποφασίζει με πλειοψηφία των 2/3 του κεφαλαίου (άρ. 3 παρ. 5 εδ. 1).

Σύγκληση και συγκρότηση της ΓΣ

Σύγκληση ΓΣ (άρ. 26)

Σκοπός των διατυπώσεων σύγκλησης είναι η προστασία των μετόχων, προκειμένου να προετοιμαστούν και να συμμετάσχουν.

Αρμόδιο για τη σύγκληση όργανο είναι το ΔΣ ή οι εκκαθαριστές, όταν η εταιρεία τελεί υπό εκκαθάριση. Επίσης, τη σύγκληση μπορεί να ζητήσει και το 1/20 του καταβεβλημένου κεφαλαίου (άρ. 39 παρ. 1) ή οι ελεγκτές (άρ. 38).

Η παράλειψη σύγκλησης, όταν υφίσταται σχετική εκ του νόμου υποχρέωση, συνεπάγεται αστική ευθύνη σε βάρος των μελών του ΔΣ ή των εκκαθαριστών. Η σύγκληση γίνεται με έγγραφη πρόσκληση των μετόχων. Η έλλειψή της καθιστά άκυρη την απόφαση της ΓΣ (άρ. 35β παρ. 1). Η πρόσκληση πρέπει επί ποινή ακυρωσίας να περιλαμβάνει τον τόπο και χρόνο της συνέλευσης, τα θέματα της ημερήσιας διάταξης, τους μετόχους που έχουν δικαίωμα συμμετοχής (όχι ονομαστικά, αλλά από άποψη προϋποθέσεων) και τον τρόπο με τον οποίο αυτοί μπορούν να συμμετάσχουν και να ασκήσουν τα δικαιώματά τους (άρ. 35α παρ. 1).

Επί ποινή ακυρωσίας η πρόσκληση δημοσιεύεται στο διαδικτυακό τόπο του ΓΕΜΗ και στο Τεύχος ΑΕ-ΕΠΕ και σε πολιτικές/οικονομικές εφημερίδες (ή και αθλητικές, εφόσον πρόκειται για ΠΑΕ).

Η πρόσκληση πρέπει να γίνεται τουλάχιστον είκοσι μέρες πριν την ημέρα που ορίζεται για τη συνεδρίαση (άρ. 26 παρ. 1).

48 ώρες πριν τη ΓΣ πρέπει επί ποινή ακυρωσίας να τοιχοκολλάται σε εμφανή θέση εντός της εταιρείας πίνακας των μετόχων που έχουν δικαίωμα ψήφου, ο αριθμός των μετοχών και των ψήφων του (άρ. 27 παρ. 2).

Αν πρόκειται για τακτική ΓΣ, κάθε μέτοχος μπορεί δέκα ημέρες πριν τη συνεδρίαση να ζητήσει τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας και τις εκθέσεις του ΔΣ και των ελεγκτών (άρ. 27 παρ. 1).

Συγκρότηση ΓΣ

Κάθε μέτοχος δικαιούται να μετάσχει στη ΓΣ με έναν ή περισσότερους αντιπροσώπους (άρ. 27 παρ. 2 και 28 παρ. 3). Νομικά πρόσωπα μετέχουν ορίζοντας ως αντιπροσώπους τους μέχρι τρία φυσικά πρόσωπα (άρ. 28 παρ. 1 εδ. 2).

Προκειμένου να συμμετάσχει κάποιος στη ΓΣ, οφείλει 5 ημέρες πριν την ημερομηνία συνεδρίασης να καταθέσει τις μετοχές και τα τυχόν πληρεξούσια, προκειμένου να επιτευχθεί ο έλεγχος της νομιμοποίησης συμμετοχής στη ΓΣ.

Οι μέτοχοι που παράνομα έχουν παραληφθεί από τον πίνακα μπορούν να επιδιώξουν την αναγραφή τους με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Είναι δυνατή και η διεξαγωγή ΓΣ μέσω τηλεδιάσκεψης (άρ. 28 παρ. 6).

Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει τη δυνατότητα εξ αποστάσεως συμμετοχής στην ψηφοφορία με την εκ των προτέρων αποστολή στους μετόχους των θεμάτων προς ψηφοφορία και των αντίστοιχων ψηφοδελτίων (άρ. 28 παρ. 7).

Αποφάσεις της ΓΣ

Οι αποφάσεις της ΓΣ δεσμεύουν το σύνολο των μετόχων, ακόμη και τους απόντες ή διαφωνούντες, καθώς επίσης και το ΔΣ.

Προϋπόθεση για την έγκυρη λήψη αποφάσεων είναι η συγκέντρωση της απαιτούμενης απαρτίας και πλειοψηφίας.

Απαρτία είναι το ελάχιστο ποσοστό του καταβεβλημένου κεφαλαίου που κατά το νόμο ή το καταστατικό απαιτείται προκειμένου να συνεδριάσει νόμιμα η ΓΣ. Η απαρτία πρέπει να συντρέχει σε όλη τη διάρκεια της ΓΣ (έναρξη, πορεία, ψηφοφορία).

Πλειοψηφία είναι το ελάχιστο ποσοστό του παρισταμένου ή εκπροσωπούμενου κεφαλαίου, που κατά το νόμο ή το καταστατικό απαιτείται να ψηφίσει υπέρ ορισμένου θέματος, προκειμένου να ληφθεί νόμιμα η σχετική απόφαση.

Τα απαιτούμενα ποσοστά απαρτίας διαφοροποιούνται από πολλούς παράγοντες (βλ. αναλυτικά άρ. 29).

Οι αποφάσεις της συνήθους ΓΣ λαμβάνονται με συνήθη πλειοψηφία, όταν δηλαδή συγκεντρώνεται ποσοστό 50% συν μία ψήφος του κεφαλαίου που παρίσταται ή εκπροσωπείται στη ΓΣ (άρ. 31 παρ. 1). Όταν πρόκειται για εξαιρετική ΓΣ οι αποφάσεις λαμβάνονται με πλειοψηφία των 2/3 των παρισταμένων ή όσων εκπροσωπούνται (άρ. 31 παρ. 2). Ενδέχεται επίσης να ορίζεται ότι για τη λήψη συγκεκριμένης απόφασης δεν αρκεί απλώς η λήψη της από συγκεκριμένη πλειοψηφία, αλλά και ότι επιπλέον δεν θα πρέπει να έχει αντιταχθεί συγκεκριμένο ποσοστό μειοψηφίας στη λήψη της (άρ. 22α παρ. 4, 23α παρ. 3, 24 παρ. 2).

Οι διατάξεις που ορίζουν τα ελάχιστα ποσοστά απαρτίας και πλειοψηφίας είναι αναγκαστικού δικαίου και δεν μπορούν να τροποποιηθούν με καταστατική διάταξη που προβλέπει τη μείωσή τους. Μόνο κατ’ εξαίρεση το καταστατικό μπορεί να προβλέπει μεγαλύτερα ποσοστά απαρτίας και πλειοψηφίας (άρ. 31 παρ. 3).

Ο μέτοχος μπορεί να παραστεί και να ψηφίσει με έναν ή περισσότερους αντιπροσώπους (άρ. 27 παρ. 2 και 28 παρ. 3) και ένας αντιπρόσωπος μπορεί να εκπροσωπεί περισσότερους μετόχους. Κάθε αντιπρόσωπος μπορεί να ψηφίζει σε διαφορετικές κατευθύνσεις.

Για το κύρος των αποφάσεων, όταν με αυτές τροποποιείται το καταστατικό, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η καταχώρηση στο ΜΑΕ της απόφασης μαζί με το νέο κείμενο του καταστατικού και εν συνεχεία ακολουθεί η δημοσίευση στο ΤΑΕ-ΕΠΕ, χωρίς να συντρέχει συστατικός χαρακτήρας της δημοσίευσης, αλλά δηλωτικός.

Κάθε μετοχή παρέχει μία ψήφο.

Η ψηφοφορία είναι δήλωση δικαιοπρακτικής βούλησης που τείνει στην κατάρτιση δικαιοπραξίας. Συνεπώς, η ψήφος είναι άκυρη ή ακυρώσιμη για τους ίδιους λόγους που είναι άκυρη ή ακυρώσιμη κάθε δήλωση βούλησης (ανικανότητα για δικαιοπραξία, εικονικότητα, πλάνη, απάτη, απειλή).

Οι ελαττωματικές ψήφοι δεν επηρεάζουν το κύρος των αποφάσεων της ΓΣ, εκτός αν οι ψήφοι αυτές ήταν απαραίτητες για το σχηματισμό της απαρτίας ή της πλειοψηφίας (άρ. 35α παρ. 5).

Ελαττωματικές αποφάσεις της ΓΣ

Α. Ακυρώσιμες αποφάσεις

Αφορά κατ’ αρχήν παράβαση διατάξεων που αναφέρονται στη διαδικασία και οδηγούν σε κάποιο διαδικαστικό σφάλμα.

Ακυρώσιμες είναι οι αποφάσεις που έχουν ληφθεί με τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με το νόμο ή το καταστατικό ή από ΓΣ που δεν έχει νομίμως συγκληθεί ή συγκροτηθεί ή που αφορούν σε θέματα που δεν περιλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη της ΓΣ ή συνιστά μορφή κατάχρησης από την πλειοψηφία της ΓΣ (άρ. 35α).

Η ακύρωση της ακυρώσιμης απόφασης ζητείται από τη μειοψηφία των μετόχων του 2/100 τουλάχιστον του κεφαλαίου, ακόμη και μη καταβεβλημένου. Επίσης και κάθε μέλος του ΔΣ, εφόσον το επιβάλλει η υποχρέωση πίστης του έναντι της εταιρείας.

Β. Άκυρες αποφάσεις

Η ακυρότητα των αποφάσεων αφορά σε αναγκαστικού δικαίου διατάξεις ουσίας (π.χ. διατάξεις προστασίας συμφερόντων τρίτων ή μειοψηφίας, απόδοση ελάχιστου μερίσματος κλπ).

Η απόφαση είναι κατ’ αρχήν άκυρη, όταν αντιτίθεται στο νόμο ή σε έγκυρη διάταξη του καταστατικού (άρ. 35β παρ. 1), καθώς επίσης και όταν οι αποφάσεις αντιτίθενται στα χρηστά ήθη. Άκυρη είναι και η απόφαση που μετατρέπει σε παράνομο το σκοπό της εταιρείας.

Θεραπεία της ακυρότητας: Προβλέπεται ενιαύσια αποσβεστική προθεσμία μέσα στην οποία μπορεί να προβληθεί η ακυρότητα (άρ. 35β παρ. 4). Μετά την πάροδό της η ακυρότητα θεραπεύεται αυτοδίκαια και έναντι πάντων. Ίαση δεν επιδέχεται κάθε ακυρότητα, και συγκεκριμένα όταν αφορά σε απόφαση που τροποποίησε σε παράνομο ή αντίθετο στα χρηστά ήθη το σκοπό της εταιρείας ή συνεπάγεται τη διαρκή παράβαση κανόνα αναγκαστικού δικαίου, π.χ. πρόβλεψη χαμηλότερων ποσοστών απαρτίας για το μέλλον (άρ. 35β παρ. 4 εδ. 2). Η θεραπεία μιας άκυρης απόφασης έχει αναδρομική ισχύ και εξαφανίζει τα ελαττώματά της από τη στιγμή που λήφθηκε.

Ο πιο συνηθισμένος τρόπος προβολής της ακυρότητας είναι η άσκηση αναγνωριστικής αγωγής στο Πολυμελές Πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας κατά της εταιρείας εντός ενός έτους από τη λήψη της απόφασης. Ο μέτοχος έχει πάντοτε έννομο συμφέρον προς τούτο, ακόμη και αν δεν αντιτάχθηκε στη λήψη ή και υπερψήφισε την απόφαση, εκτός αν καταχρηστικά επικαλείται την ακυρότητα της απόφασης (ιδίως αν εκ των προτέρων γνώριζε σχετικά με το ελάττωμα). Η δικαστική απόφαση που αναγνωρίζει την ακυρότητα υποβάλλεται στη δημοσιότητα του άρ. 7β και παράγει αποτελέσματα έναντι πάντων.

Η ακυρότητα μιας απόφασης επηρεάζει την ακυρότητα και άλλης αυτοτελούς πράξης της ΓΣ που συνδέεται με την άκυρη.

Γ. Ανυπόστατες αποφάσεις

Ανυπόστατη είναι ιδίως η απόφαση που λαμβάνεται με ψήφους προσώπων που κατά την ψηφοφορία δεν έχουν την μετοχική ιδιότητα ή είχαν αρυσθεί το δικαίωμα ψήφου από πρόσωπα που δεν είχαν μετοχική ιδιότητα (άρ. 35γ παρ. 2).

Η απόφαση είναι ανυπόστατη μόνο αν για τη λήψη της ήταν αναγκαία η προσμέτρηση και των ψήφων των μη νομιμοποιούμενων προσώπων.

Το ανυπόστατο της απόφασης μπορεί να προβληθεί από όποιον έχει έννομο συμφέρον, με αναγνωριστική αγωγή ή ανταγωγή ή με ένσταση, οποτεδήποτε. Επίσης, μπορεί να εξεταστεί αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και παρεμπιπτόντως.

Δικαιώματα μειοψηφίας των μετόχων Α.Ε.

Στην ΑΕ ισχύει η αρχή της πλειοψηφίας της ΓΣ, υπό την έννοια ότι η λήψη των αποφάσεων προϋποθέτει την πλειοψηφία των μετόχων. Προκειμένου να περισταλεί η παντοδυναμία της πλειοψηφίας, ο νόμος με διατάξεις αναγκαστικού δικαίου αναγνωρίζει δικαιώματα στη μειοψηφία.

Α. Δικαίωμα υποβολής αίτησης για σύγκληση έκτακτης ΓΣ

Το δικαίωμα αυτό ανήκει σε μετόχους που εκπροσωπούν το 1/20 του μετοχικού κεφαλαίου (άρ. 39 παρ. 1). Η αίτηση πρέπει να περιέχει τουλάχιστον ένα θέμα προς συζήτηση και ψηφοφορία. Το ΔΣ οφείλει να συγκαλέσει τη ΓΣ εντός 45 ημερών από τη νόμιμη επίδοση της σχετικής αίτησης.

Β. Δικαίωμα υποβολής αίτησης για αναβολή λήψης απόφασης από τη ΓΣ

Μέτοχοι που εκπροσωπούν τουλάχιστον το 1/20 του κεφαλαίου μπορούν να ζητήσουν μία μόνο φορά αναβολή λήψης απόφασης από τη ΓΣ, με σκοπό την πληρέστερη ενημέρωσή τους και την καλύτερη προετοιμασία τους. Η αίτηση μπορεί να υποβάλλεται και προφορικά.

Η νέα ημερομηνία δεν μπορεί να απέχει πάνω από 30 ημέρες από την ημέρα που ζητείται η αναβολή.

Ο πρόεδρος είναι υποχρεωμένος να χορηγήσει την αναβολή και να ορίσει νέα ημερομηνία και ώρα της συνεδρίασης. Αν αρνηθεί την αναβολή, η απόφαση για το θέμα για το οποίο ζητήθηκε η αναβολή θα είναι ακυρώσιμη (άρ. 35α παρ. 1).

Γ. Δικαίωμα υποβολής αίτησης για διεξαγωγή ονομαστικής ψηφοφορίας

Πρόκειται για δικαίωμα που ανήκει στη μικρή μειοψηφία και ασκείται σε κάθε είδος ΓΣ (άρ. 39 παρ. 7). Η αίτηση πρέπει να εξειδικεύει τα θέματα για τα οποία ζητείται ονομαστική ψηφοφορία.

Δ. Δικαίωμα ακύρωσης αποφάσεων της ΓΣ

Μέτοχοι που εκπροσωπούν το 2/100 του μετοχικού κεφαλαίου μπορούν να ζητήσουν από το δικαστήριο με αγωγή την ακύρωση των αποφάσεων της ΓΣ σε περιπτώσεις ακυρωσίας (άρ. 35α παρ. 3).

Θα πρέπει ο ενάγων μέτοχος να παραστάθηκε στη ΓΣ και να αντιτάχθηκε στη ληφθείσα απόφαση ή να μην παραστάθηκε σε αυτήν.

Η αγωγή πρέπει να ασκηθεί εντός τριών μηνών από την υποβολή στην αρμόδια αρχή του σχετικού πρακτικού που περιλαμβάνει την απόφαση κατά της οποίας στρέφεται ο μέτοχος ή από την καταχώρηση της απόφασης στο ΓΕΜΗ.

Η απόφαση μέχρι την τελεσίδικη κήρυξη της ακυρότητας παράγει πλήρως τα αποτελέσματά της. Μετά την τελεσίδικη αποδοχή της αγωγής η απόφαση καθίσταται εξ αρχής άκυρη (άρ. 184 ΑΚ) και η δικαστική απόφαση ενεργεί έναντι πάντων (άρ. 35α παρ. 9 εδ. 1).

Η δικαστική απόφαση υποβάλλεται στη δημοσιότητα του άρ. 7β (άρ. 35α παρ. 11).

Ε. Δικαίωμα ανάκληση μελών ΔΣ

Μέτοχοι που εκπροσωπούν το 1/10 του καταβεβλημένου κεφαλαίου μπορούν, εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος, να ζητήσουν την ανάκληση ενός ή περισσότερων μελών του ΔΣ που διορίστηκαν σύμφωνα με το άρ. 18 παρ. 3.

Στ. Δικαίωμα άσκησης εταιρικής αγωγής

Ζ. Δικαίωμα παρεμπόδισης έγκρισης συμβάσεων ΑΕ με μέλη ΔΣ, διευθυντές και συγγενείς ή συζύγους αυτών

Η. Δικαίωμα εναντίωσης σε απόφαση ΓΣ περί παραιτήσεως ή συμβιβασμού της ΑΕ σχετικά με αξιώσεις αποζημίωσης κατά μέλους ΔΣ

Θ. Δικαίωμα εναντίωσης σε απόφαση της τακτικής ΓΣ για καταβολή αμοιβής ή αποζημίωσης σε μέλη του ΔΣ

Ι. Δικαίωμα ελέγχου της διαχείρισης

Το δικαίωμα έκτακτου ή δικαστικού ελέγχου διακρίνεται σε δικαίωμα που ανήκει στη μειοψηφία του 1/20 και καλύπτει τις πράξεις όλων των εταιρικών οργάνων και σε δικαίωμα που ανήκει στο 1/5 του καταβεβλημένου κεφαλαίου και αφορά μόνο στις πράξεις διαχείρισης.

Κ. Δικαίωμα παροχή πληροφοριών

Λ. Προσθήκη θέματος στην ημερήσια διάταξη

Μ. Εξαγορά από την εταιρεία μετοχών της μειοψηφίας

Λύση της ανώνυμης εταιρείας

Οι λόγοι λύσης της ΑΕ ορίζονται στο νόμο περιοριστικά, με συνέπεια να μην είναι δυνατόν με ρήτρα του καταστατικού ή με απόφαση της ΓΣ να ορισθούν νέοι λόγοι λύσης.

Λόγοι λύσης ΑΕ:

  •  πάροδος του χρόνου διάρκειας
  •  απόφαση της ΓΣ
  •  πτώχευση
  •  κήρυξη ακυρότητας της εταιρείας
  •  λύση με δικαστική απόφαση

Α. Πάροδος του χρόνου διάρκειας

Η πάροδος του χρόνου διάρκειας της εταιρείας επιφέρει την αυτοδίκαιη λύση της (άρ. 47α παρ. 1 περ. α). Η διάρκεια της εταιρείας είναι ορισμένη όταν στο αρχικό ή στο τροποποιημένο καταστατικό ορίζεται καταληκτική ημερομηνία ή προθεσμία διάρκειας. Δεν είναι δυνατή διάρκεια της ΑΕ για αόριστο χρονικό διάστημα καθώς επίσης δεν είναι δυνατή και η σιωπηρή παράταση της διάρκειάς της.

Η λύση επέρχεται αυτοδίκαια, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε δημοσιότητα.

Η λύση της μπορεί να αποτραπεί εάν παραταθεί ο βίος της με τροποποίηση του καταστατικού, που θα αποφασίσει η εξαιρετική ΓΣ και θα εγκρίνει, όπου απαιτείται, η Διοίκηση (άρ. 29 παρ.3 και 31 παρ. 2). Η καταχώρηση στο ΓΕΜΗ πρέπει να γίνει πριν την επέλευση του χρόνου διάρκειας.

Β. Απόφαση της ΓΣ

Η εταιρεία λύνεται οποτεδήποτε με απόφαση της εξαιρετικής ΓΣ (άρ. 47α παρ. 1 περ. β), έγκριση της Διοίκησης (όπου απαιτείται), καταχώρηση στο ΓΕΜΗ και δημοσίευση στο διαδικτυακό τόπο και στο ΓΕΜΗ (άρ. 7α παρ. 1 περ. θ και 7β παρ. 1 και 15 παρ. 1ε’ ν. 3419/2005). Η καταχώρηση στο ΓΕΜΗ πρέπει να γίνει πριν την πάροδο της καταστατικής διάρκειας της εταιρείας.

Η απόφαση θα πρέπει να είναι ομόφωνη από το παριστάμενο ή εκπροσωπούμενο κεφάλαιο.

Η ΓΣ ορίζει ταυτόχρονα και τους εκκαθαριστές (άρ. 47α παρ. 3 εδ. 3). Η εταιρεία, όμως, λύνεται με την καταχώρηση στο ΓΕΜΗ, ακόμη και όταν με την απόφαση ορίζονται εκκαθαριστές.

Γ. Πτώχευση της εταιρείας

Η εταιρεία λύνεται υποχρεωτικά μόλις κηρυχθεί σε πτώχευση (άρ. 47α παρ. 1 περ. γ και 96 παρ. 1 ν. 3588/2007).

Η δημοσίευση στο ΓΕΜΗ επιφέρει την ενέργεια που επιφέρει κάθε δημοσίευση αναφορικά προς το αντιτάξιμο της λύσης απέναντι στους τρίτους (άρ. 7β παρ. 13).

Μετά την πτώχευση τη διοίκηση και τη διαχείριση της πτωχευτικής περιουσίας αναλαμβάνει ο σύνδικος (άρ. 17 παρ. 1 ν. 3588/2007).

Τα όργανα της εταιρείας που πτώχευσε διατηρούνται και κατά το στάδιο της πτώχευσης.

Δ. Κήρυξη ακυρότητας της εταιρείας

Η λύση της εταιρείας λόγω ακυρότητας (άρ. 4α) επέρχεται με την τελεσιδικία της δικαστικής απόφασης που κηρύσσει την ακυρότητα.

Η δημοσίευση στο ΓΕΜΗ έχει σημασία ως προς το αντιτάξιμο της λύσης απέναντι σε τρίτους.

Ε. Λύση με δικαστική απόφαση

Ε1. Μετά από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον

Η εταιρεία λύνεται υποχρεωτικά, με δικαστική απόφαση, μετά από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, όταν:

α) κατά τη σύστασή της δεν καταβλήθηκε το κεφάλαιο που ήταν καταβλητέο. β) δεν έχει το ελάχιστο κεφάλαιο που ορίζεται κάθε φορά στο νόμο. γ) το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων της καταστεί λιγότερο από το 1/10 του μετοχικού κεφαλαίου και η ΓΣ δεν λαμβάνει μέτρα κατά το άρ. 47 (σύγκληση ΓΣ για απόφαση περί λύσης της εταιρείας ή περί υιοθέτησης άλλου μέτρου εξυγίανσης).

δ) δεν έχει υποβάλει οικονομικές καταστάσεις τριών τουλάχιστον συνεχών διαχειριστικών χρήσεων.

Η αίτηση και η απόφαση δημοσιεύονται στο ΓΕΜΗ επί ποινή απαραδέκτου, στο διαδικτυακό τόπο και στο ΤΑΕ-ΕΠΕ-ΓΕΜΗ. Έναντι των καλόπιστων τρίτων αντιτάσσεται από τη δημοσίευση της απόφασης.

Το δικαστήριο πριν εκδώσει την απόφασή του τάσσει, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, εύλογη προθεσμία για άρση των λόγων λύσης, εκτός αν κρίνει ότι το μέτρο αυτό είναι άσκοπο.

Ε2. Μετά από αγωγή των μετόχων

Η εταιρεία μπορεί να λυθεί ύστερα από διαπλαστική αγωγή που ασκούν μέτοχοι που εκπροσωπούν τουλάχιστον το 1/3 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου, εφόσον υφίσταται σπουδαίος λόγος. Σπουδαίος είναι ο λόγος που με τρόπο προφανή και μόνιμο καθιστά αδύνατη τη συνέχιση της εταιρείας (π.χ. ισοδύναμες ομάδες μετόχων με διαφορετικά συμφέροντα στη λήψη αποφάσεων).

Η αγωγή και η απόφαση δημοσιεύονται στο ΓΕΜΗ επί ποινή απαραδέκτου, στο διαδικτυακό τόπο και στο ΓΕΜΗ. Έναντι των καλόπιστων τρίτων αντιτάσσεται από τη δημοσίευση της απόφασης.

Ε3. Κατά το άρ. 49α παρ. 5

Η εταιρεία μπορεί να λυθεί στο πλαίσιο της εξαγοράς από αυτή μετοχών, εφόσον η εξαγορά δεν ολοκληρωθεί μέσα σε ορισμένη προθεσμία.

Μονοπρόσωπη ΑΕ

Η ΑΕ μπορεί να ιδρυθεί και από ένα μόνο πρόσωπο ή να καταστεί μονοπρόσωπη με τη συγκέντρωση όλων των μετοχών σε ένα μόνο πρόσωπο (άρ. 1 παρ. 3 εδ. 1). Η ίδρυση ΑΕ ως μονοπρόσωπης ή η συγκέντρωση όλων των μετοχών σε ένα πρόσωπο καθώς και τα στοιχεία του μοναδικού μετόχου της υπόκεινται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρ. 7β (άρ. 1 παρ. 3 εδ. 2). Η παράβαση της υποχρέωσης δημοσιότητας δεν καθιστά άκυρη τη συγκέντρωση μετοχών και ελαττωματική την εταιρεία.

Η μονοπρόσωπη ΑΕ αντιμετωπίζεται κατ’ αρχήν όπως και η πολυπρόσωπη και υπόκειται στους ίδιους κανόνες, με μόνη απόκλιση ότι στις ΓΣ παρίσταται συμβολαιογράφος.

Ευθύνη του εταίρου μπορεί να αναζητηθεί σύμφωνα με την αρχή της κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας.

Εκκαθάριση Α.Ε.

Τη λύση της ΑΕ ακολουθεί υποχρεωτικά και αυτοδίκαια η εκκαθάρισή της (άρ. 47α παρ. 3 εδ. 1), με την εξαίρεση της περίπτωσης πτώχευσης.

Οι διατάξεις που ρυθμίζουν την εκκαθάριση (άρ. 49 παρ. 4 και 5) είναι αναγκαστικού δικαίου και δεν επιτρέπεται παρέκκλιση από αυτές.

Η ΑΕ για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η εκκαθάριση υπάρχει τόσο ως εταιρικός οργανισμός όσο και ως νομικό πρόσωπο, διατηρώντας την εμπορική και πτωχευτική της ικανότητα, τα εταιρικά της όργανα (εκτός του ΔΣ), την επωνυμία και την ταυτότητά της.

Οι εκκαθαριστές είναι επιφορτισμένοι με τη διοικητική λειτουργία της εταιρείας, όπως αυτή προσδιορίζεται κατά το στάδιο της εκκαθάρισης. Συγκεκριμένα, η διαχειριστική εξουσία προσδιορίζεται από το σκοπό της εκκαθάρισης.

Αναβίωση της Α.Ε.

Αναβίωση είναι η επάνοδος της εταιρείας σε παραγωγική λειτουργία και η εγκατάλειψη του σταδίου της εκκαθάρισης. Εγκαταλείπεται ο σκοπός της εκκαθάρισης και επιστρέφει στον καταστατικό της σκοπό.

Η αναβίωση αποκλείεται αν άρχισε η διανομή της εταιρικής περιουσίας (άρ. 47α παρ. 4 εδ. 2).

Η αναβίωση προϋποθέτει απόφαση της εξαιρετικής ΓΣ (άρ. 47α παρ. 4 εδ. 1).

Η απόφαση πρέπει να εγκριθεί από τη Διοίκηση και να δημοσιευθεί στο διαδικτυακό τόπο του ΓΕΜΗ και στο ΓΕΜΗ.

Απαιτείται η τέλεση των συνήθων πράξεων διαχείρισης.