Εταιρείες – Εταιρεία του ΑΚ

Σημειώσεις Εμπορικό ΝΣΚ

Η εταιρία του ΑΚ

Η αστική εταιρία είναι ένωση προσώπων με κλειστό και μικρό αριθμό εταίρων που βασίζεται σε σύμβαση με σκοπό τη, με τη συμβολή όλων των εταίρων, επιδίωξη ενός κοινού σκοπού, ιδίως οικονομικού (ΑΚ 741). Παρά τον συμβατικό της χαρακτήρα, ιδίως η αστική εταιρία που επιδιώκει οικονομικό σκοπό, μπορεί να είναι φορέας επιχείρησης, η οποία, εφόσον αποκτήσει νομική προσωπικότητα (ΑΚ 784), καθίσταται αυτόνομο υποκείμενο δικαίου.

Γνωρίσματά της είναι ότι συστήνεται με άτυπη σύμβαση, άρα δεν υπάρχει μονοπρόσωπη αστική εταιρία. Χαρακτηριστικό γνώρισμά της εταιρίας αυτής είναι ο άκρως προσωποπαγής χαρακτήρας που έχει ως προϋπόθεση την ύπαρξη και τη σύμπραξη όλων των εταίρων για την επίτευξη του κοινού σκοπού. Ο κοινός σκοπός διακρίνει την εταιρική σύμβαση από τις άλλες ενοχικές συμβάσεις και είναι υποχρεωτικός. Δεν είναι απαραίτητο γνώρισμα της εταιρίας ούτε η ύπαρξη περιουσίας ούτε η επιδίωξη κερδοσκοπικού σκοπού. Έχει πολλές μορφές εμφάνισης: απλή πολυπρόσωπη σχέση χωρίς νομική αυτοτέλεια, είτε ως αυτοτελές υποκείμενο δικαίου, αμιγώς ενοχική σύμβαση όταν δεν έχει περιουσιακή βάση, ενοχική σύμβαση με στοιχεία εμπραγμάτου δικαίου όταν η περιουσία της εταιρίας δεν διακρίνεται από την περιουσία των μελών, φορέας επιχείρησης όταν έχει περιουσιακή αυτοτέλεια. Μπορεί να έχει σκοπό κερδοσκοπικό ή ιδεολογικό, να είναι εταιρία διαρκείας ή ευκαιρίας, να είναι εταιρία εσωτερική ή εξωτερική.

§ 8

Η σύσταση της εταιρίας απαιτεί απλή ενοχική σύμβαση, άτυπη (ακόμα και σιωπηρή) σύμβαση 2 τουλάχιστον ή περισσοτέρων προσώπων. Μ αυτή τη σύμβαση καθορίζονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των εταίρων (ιδρυτική πράξη και καταστατικός χάρτης). Οι εταίροι μπορεί να είναι είτε φυσικά είτε νομικά πρόσωπα, δικαιοπρακτικώς όμως ικανά. Για να είναι έγκυρη η σύμβαση απαιτείται συμφωνία ως προς: τον εταιρικό σκοπό, την εταιρική επωνυμία, προϋποτίθεται έλλειψη ελαττωμάτων βουλήσεως και η μη αντίθεση του εταιρικού σκοπού στο νόμο και τα χρηστά ήθη.

Με τη σύμβαση, οι εταίροι αναλαμβάνουν αμοιβαία την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, ιδίως οικονομικό καταβάλλοντας κοινές εισφορές (ΑΚ 741). Για να αποκτήσει όμως η εταιρία νομική προσωπικότητα θα πρέπει ο σκοπός της να είναι κερδοσκοπικός.

Οι εισφορές ταυτίζονται με την έννοια της παροχής κατά το γενικό ενοχικό δίκαιο. Μπορεί να εκπληρωθεί και μετά τη σύσταση της εταιρίας. Οποιαδήποτε παροχή αποτελεί εισφορά είτε είναι χρήματα, πράγματα, άυλα αγαθά (εισφορά σήματος), εργασία. Οι εισφορές δεν απαιτείται να είναι ούτε ομοειδής ούτε ίσης αξίας. Μπορεί επιτυχώς να συμφωνηθεί μεταξύ των εταίρων, εταίρος να απαλλαχθεί από την καταβολή εισφοράς. Δεν μπορεί να συμφωνηθεί όμως απαλλαγή εταίρου από την επιδίωξη κοινού του κοινού εταιρικού σκοπού.

Ο εταιρικός σκοπός διαφοροποιεί την σύμβαση εταιρίας από άλλες ανταλλακτικές συμβάσεις. Καθορίζοντας το σκοπό, η εταιρία αποκτά προσανατολισμό (προς τα έξω λειτουργία του εταιρικού σκοπού) ενώ οι εταίροι και οι διαχειριστές αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συμβάλλουν στην επιδίωξη του σκοπού και να απέχουν από ενέργειες που έρχονται σε αντίθεση μ αυτόν και τα εταιρικά συμφέροντα (προς τα έσω λειτουργία του εταιρικού σκοπού). Αν δεν καθορίζεται ο εταιρικός σκοπός υπάρχει αοριστία. Ο σκοπός της αστικής εταιρίας μπορεί να είναι οικονομικός ή ιδεολογικός αλλά όχι εμπορικός αφού τότε δεν θα ρυθμιζόταν στον αστικό κώδικα. Αν όμως ασκεί εμπορική δραστηριότητα, η αστική εταιρία καθίσταται ομόρρυθμη εταιρία. Ο σκοπός πρέπει να είναι κοινός σε όλους τους εταίρους.

Δεν προβλέπονται διατυπώσεις δημοσιότητας για τη σύσταση αστικής εταιρίας, εκτός από την περίπτωση της αστικής εταιρίας με νομική προσωπικότητα, που, για να συσταθεί εγκαίρως, πρέπει να τηρηθούν οι διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπονται για τη σύσταση ομόρρυθμων ή ετερόρρυθμων εταιριών. Τήρηση τύπου απαιτείται και όταν η εισφορά εταίρου συνίσταται σε αντικείμενο για τη μεταβίβαση του οποίου απαιτείται τύπος.

Η εταιρία αποτελεί σύμβαση διαρκείας. Στις εταιρίες του αστικού κώδικα που ασκούν εμπορική ή οικονομική δραστηριότητα, η εταιρική σύμβαση δεν εξαντλείται στην μεταξύ των εταίρων δημιουργία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Στις εταιρίες αυτές οι εταίροι δεν είναι απλώς δανειστές και οφειλέτες αλλά συγχρόνως μέλη μιας οργανωμένης κοινότητας προσώπων, κεφαλαίων, εργασίας και ευθύνης.

Χαρακτηρίζεται ως ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, δεδομένου ότι κάθε εταίρος αναλαμβάνει απέναντι στους άλλους την υποχρέωση να συμβάλλει στην υποχρέωση του κοινού σκοπού, επειδή και οι άλλοι εταίροι αναλαμβάνουν αντίστοιχη υποχρέωση.

Τόσο η εταιρική σύμβαση όσο και οι δηλώσεις βουλήσεως των ιδρυτών μπορούν να πάσχουν από ελαττώματα, τα οποία σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις επιφέρουν ακυρότητα ή ακυρωσία. Τούτο συμβαίνει σε περίπτωση παράνομου ή αθέμιτου σκοπού, έλλειψης του απαιτούμενου τύπου, ανικανότητας, πλάνης, απάτης, απειλής, αθέμιτης δέσμευσης εταίρου (ΑΚ 179). Η ακυρότητα ισχύει extuncεκτός αν η εταιρία έχει περιουσία υπόσταση και συνήψε συναλλαγές με τρίτους. Οι πράξεις που έγιναν μέχρι την προβολή του ελαττώματος δεν θίγονται για λόγους ασφάλειας των συναλλαγών και οι εταίροι ευθύνονται για τα μέχρι τότε εταιρικά χρέη. Επίσης, για τις έσω σχέσεις ισχύει ο εταιρικός δεσμός.

Ελαττώματα μπορεί να παρουσιάζουν και οι τροποποιητικές αποφάσεις της εταιρικής σύμβασης, για τις οποίες αντίστοιχα ισχύουν οι ίδιες αρχές που αναπτύχθηκαν ανωτέρω.

§ 9

Η νομοθετική ρύθμιση της εταιρίας στον αστικό κώδικα προβλέπει δικαιώματα και υποχρεώσεις στο πρόσωπο των εταίρων, ενώ μεριμνά και τις προϋποθέσεις άσκησης αυτών. Όμως, η ρύθμιση δεν αποτελεί αναγκαστικό δίκαιο, οπότε η βούληση των εταίρων αν διαφέρει, υπερισχύει ως προς τη ρύθμιση των εσωτερικών τους σχέσεων (αρχή της ελευθερίας της βουλήσεως). Αυτή παρακάμπτεται μόνο λόγω αντίθετης διάταξης αναγκαστικού δικαίου, υπερίσχυσης γενικών κανόνων όπως η ΑΚ 179 ή 288, λόγω ανάγκης προστασίας των εταίρων ή των δανειστών, ή λόγω της αναγκαστικής μορφής που μπορεί να έχει ο εταιρικός τύπος. Η εταιρική σύμβαση αποτελεί την πηγή των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των εταίρων.

Η νομική θέση του εταίρου, όπως προσδιορίζεται από την εταιρική σύμβαση και το νόμο, δεν είναι μόνο έννομη σχέση (μεταξύ των εταίρων και μεταξύ εταίρων και του νομικού προσώπου της εταιρίας) αλλά και γενικό δικαίωμα, από το οποίο πηγάζουν επιμέρους εταιρικά δικαιώματα και υποχρεώσεις. Ισχύει η αρχή του αδιάσπαστου των εταιρικών δικαιωμάτων.

Αναπόσπαστο στοιχείο της εταιρικής συμμετοχής σε εταιρίες με εταιρική περιουσία χωρίς όμως νομική προσωπικότητα είναι η εταιρική μερίδα. Αυτή υποδηλώνει την ιδανική μερίδα, δηλαδή το ποσοστό του εταίρου στην εταιρική περιουσία και την οικονομική συμμετοχή του στην αξία της εταιρικής περιουσίας. Αν δεν συμφωνηθεί διαφορετικά, λόγω της αρχής της ισότητας, οι εταιρικές μερίδες είναι ίσες για όλους τους εταίρους, ανεξάρτητα από το μέγεθος ή το είδος της εισφοράς τους. Το ποσοστό της εταιρικής μερίδας υποδηλώνει και το ποσοστό εταιρικής ευθύνης. Γίνεται δεκτό ότι η εταιρική συμμετοχή αποτελεί απόλυτο δικαίωμα και η προσβολή του δημιουργεί αδικοπρακτική ευθύνη.

Ως προς την έκταση των εταιρικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ισχύει η αρχή της ισότητας των εταίρων, δηλαδή της ισότητας ως προς τα εταιρικά δικαιώματα (ΑΚ 742 § 2, 748 § 2, 763 § 2, 682), η οποία όμως δεν συνιστά αναγκαστικό δίκαιο. Η αρχή της ίσης μεταχείρισης των εταίρων δεν απορρέει από την αρχή της ισότητας αλλά από την αρχή της καλής πίστης. Σημαίνει ότι χωρίς τη συναίνεση του εταίρου ή άλλη εύλογη αιτία, αυτός δεν μπορεί να τεθεί σε δυσμενέστερη μοίρα από τους άλλους εταίρους. Αν ένας εταίρος έχει συνάψει με την εταιρία εξωεταιρικές συμβάσεις (πχ δάνειο, σύμβαση εργασίας) και οι απαιτήσεις του από αυτή τη σύμβαση δεν εκπληρώνονται, τότε καθοδηγούμενος από την βασική του υποχρέωση να συμβάλλει στην επίτευξη του εταιρικού σκοπού και να αποφεύγει πράξεις που διακινδυνεύουν αυτό το εγχείρημα, πρέπει να αποδέχεται τα προβλήματα τις εταιρίας και να μην στρέφεται άμεσα εναντίον της. Μάλιστα, αν αναγκαστεί να στραφεί, πρώτα στρέφεται κατά της εταιρίας ως νομικό πρόσωπο που φέρει ευθύνη και μετά κατά των συνεταίρων του.

Βασική υποχρέωση του εταίρου είναι η συμβολή στην επίτευξη του εταιρικού σκοπού (ΑΚ 741). Άλλες εταιρικές υποχρεώσεις είναι η υποχρέωση για καταβολή εισφοράς, η υποχρέωση πίστης και η υποχρέωση διαχείρισης και εκπροσώπησης. Η εταιρική σύμβαση μπορεί να καθιερώνει και άλλες συμφορές, οι οποίες να μην προβλέπονται σε νόμο. Ειδικότερα,

Α)Υποχρέωση καταβολής εισφοράς: Αντικείμενο εισφοράς μπορεί να είναι οποιαδήποτε παροχή. Σε περίπτωση αδυναμίας ή υπερημερίας του εταίρου να καταβάλει την εισφορά του, αλλά και γενικότερα να εκπληρώσει τις εταιρικές του υποχρεώσεις, οποιοσδήποτε άλλος εταίρος μπορεί να καταγγείλει την εταιρία (ΑΚ 743) και σε περίπτωση υπαιτιότητας, να απαιτήσει και αποζημίωση (ΑΚ 770). Επίσης, με τις προϋποθέσεις της ΑΚ 771, ο εταίρος που υπαίτια δεν κατέβαλε την εισφορά του, μπορεί να αποκλεισθεί από την εταιρία. Το θέμα του κινδύνου της τυχαίας καταστροφής ή χειροτέρευσης της εισφοράς καθώς και της ευθύνης του εταίρου για πραγματικά ή νομικά ελαττώματα ρυθμίζεται στο άρθρο 744 ΑΚ. Αν η εισφορά συνίσταται στη χρήση πράγματος ή σε εργασία, εφαρμόζονται αναλογικώς οι διατάξεις για τη μίσθωση (ΑΚ 576 επ, 573 επ, 652, 657, 658) αν δεν σε κυριότητα πράγματος, οι διατάξεις για την πώληση (ΑΚ 514 επ, 534-538, 543-545).

Αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, ο εταίρος, σε περίπτωση ζημιών, δεν υποχρεούται να αυξήσει ή να συμπληρώσει την εισφορά του (συμπληρωματικές εισφορές). Στην εταιρική σύμβαση όμως μπορεί να προβλέπεται είτε υποχρέωση αύξησης των εισφορών με σκοπό τη χρηματοδότηση της εταιρίας είτε συμπλήρωσής τους με σκοπό την κάλυψη ζημιών. Για την πραγματοποίηση αυτής της υποχρέωσης αποφασίζουν πλειοψηφικά οι εταίροι και όχι οι διαχειριστές. Σε ακραίες περιπτώσεις, η υποχρέωση πίστης μπορεί να επιβάλλει την υποχρέωση συμπληρωματικών εισφορών όταν δεν υπάρχει άλλος τρόπος διάσωσης της εταιρίας.

Β)Υποχρέωση πίστης: Με βάση την υποχρέωση πίστης, οι εταίροι είναι υποχρεωμένοι, στο πλαίσιο της επιδίωξης του κοινού σκοπού, να διαφυλάσσουν τα συμφέροντα της εταιρίας και των συνεταίρων τους και να παραλείπουν κάθε ενέργεια που μπορεί να παραβλάψει τα συμφέροντα αυτά (ΑΚ 741,747). Παράβαση της υποχρέωσης πίστης μπορεί να δημιουργήσει υποχρέωση αποζημίωσης.

Σύμφωνα με την ΑΚ 747, ο εταίρος δεν επιτρέπεται να ενεργεί για λογαριασμό του ή για λογαριασμό τρίτων πράξεις αντίθετες προς τα συμφέροντα της εταιρίας (αρνητικό περιεχόμενο της υποχρέωσης πίστης). Επίσης, απαγορεύεται η τέλεση πράξεων ανταγωνισμού, όπως, η συμμετοχή σε ανταγωνίστρια επιχείρηση, ή σε διοίκηση ανώνυμης εταιρίας ή εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, οι οποίες έχουν τον ίδιο σκοπό με αυτόν της εταιρίας. Επίσης, απαγορεύεται η κοινοποίηση απορρήτων της εταιρίας σε τρίτους (υποχρέωση εχεμύθειας).

Τα δικαιώματα των εταίρων που απορρέουν από το νόμο και την εταιρική σύμβαση μπορεί να διακριθούν σε δικαιώματα διοικήσεως ή προσωπικά δικαιώματα και σε περιουσιακά δικαιώματα. Ειδικότερα:

Δικαιώματα διοικήσεως: Το σημαντικότερο είναι το δικαίωμα διαχείρισης και εκπροσώπησης (παράλληλα αυτό αποτελεί και εταιρική υποχρέωση), άλλα είναι το δικαίωμα ψήφου και το δικαίωμα πληροφόρησης.

Κάθε εταίρος έχει δικαίωμα να συμπράττει στη λήψη των εταιρικών αποφάσεων με την άσκηση του δικαιώματος ψήφου (αναγκαστικό δίκαιο). Μπορεί να αποκλεισθεί μόνο με ρητή συγκατάθεση του εταίρου, η οποία όμως δεν τον τοποθετεί σε δυσμενέστερη θέση από τους άλλους εταίρους. Ειδάλλως η ληφθείσα απόφαση χωρίς την ψήφο του εταίρου είναι άκυρη (ΑΚ 281). Κάθε εταίρος έχει κατά το νόμο μια ψήφο, αλλά μπορεί να συμφωνηθεί ότι ο αριθμός των ψήφων του θα εξαρτάται από το ύψος της εισφοράς τους. Το δικαίωμα ψήφου ασκείται αυτοπροσώπως κατά κανόνα, αλλά επιτρέπεται και η άσκησή του με αντιπρόσωπο όταν το προβλέπει το καταστατικό. Ο εταίρος, σύμφωνα με την υποχρέωση ψήφου, οφείλει να ασκεί το δικαίωμα ψήφου, σε συνάρτηση με το συμφέρον της εταιρίας και την επίτευξη του εταιρικού σκοπού. Αν συγκρούεται ατομικό εταιρικό συμφέρον προς το συμφέρον της εταιρίας ως νομικού προσώπου, τότε ο εταίρος του οποίου το συμφέρον θίγεται, δεν μπορεί να λάβει μέρος στην ψηφοφορία.

Σύμφωνα με την ΑΚ 755, κάθε εταίρος έχει δικαίωμα να ενημερώνεται αυτοπροσώπως για την πορεία των εταιρικών υποθέσεων, να εξετάζει βιβλία και έγγραφα και να καταρτίζει περίληψη της περιουσιακής κατάστασης της εταιρίας. Κάθε συμφωνία που αποκλείει αυτό το δικαίωμα είναι άκυρη. Αυτό το δικαίωμα έχει σημασία κυρίως για τους διαχειριστές εταίρους.

Περιουσιακά δικαιώματα

  1. Συμμετοχή στα κέρδη και τις ζημίες

Στις εταιρίες που έχουν εταιρικό ή εμπορικό σκοπό οι εταίροι έχουν δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη και τις ζημίες κατά ίσα μέρη, ανεξάρτητα από το μέγεθος της εισφοράς τους, εκτός αν προβλέπεται άλλη ρύθμιση στην εταιρική σύμβαση (ΑΚ 763 § 1). Η σύμβαση μπορεί να καθορίζει διαφορετικό ποσοστό συμμετοχής των εταίρων στα κέρδη και διαφορετικό ποσοστό στις ζημίες (ΑΚ 763 § 2). Όμως είναι άκυρη κάθε συμφωνία που αποκλείει εταίρο από τη συμμετοχή στα κέρδη ή της ζημίας (ΑΚ 764 § 1 εδ.α). Είναι έγκυρη όμως η συμφωνία κατά την οποία ο εταίρος έχει εισφέρει την προσωπική του εργασία θα απαλλάσσεται από τις ζημίες (ΑΚ 764 § 2). Μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ γενικού δικαιώματος στα κέρδη που είναι προσωποπαγές δικαίωμα και του δικαιώματος καταβολής των κερδών που είναι μεταβιβαστή απαίτηση. Όσα ισχύουν για τα κέρδη, ισχύουν και για τις ζημίες. Οι εταίροι είναι υποχρεωμένοι να καλύπτουν τις ζημίες της εταιρίας (ΑΚ 745). Μάλιστα, για να λάβουν κέρδη από τις επόμενες εταιρικές χρήσεις, πρέπει να καλύψουν τις ζημίες. Τα εταιρικά κέρδη διανέμονται στο τέλος κάθε έτους, εκτός αν η εταιρία έχει διάρκεια ζωής μικρότερη του έτους. Προϋπόθεση για τη διανομή είναι η ύπαρξη εταιρικών λογαριασμών (ΑΚ 762), οι οποίοι υποδεικνύουν αν η εταιρία είναι ή όχι κερδοφόρα. Για την εξεύρεση των κερδών της εταιρίας δεν γίνεται σύγκριση με την αρχική εταιρική περιουσία, αλλά λαμβάνεται ως βάση η μεταβαλλόμενη κάθε χρόνο αξία της εταιρικής περιουσίας. Για την κάλυψη των απαιτήσεων των δανειστών, οι εταίροι ευθύνονται προσωπικώς. Η εταιρική σύμβαση μπορεί να προβλέπει ότι δεν θα διανέμονται όλα τα κέρδη αλλά μόνο ένα μέρος τους, και το υπόλοιπο θα κρατείται για σχηματισμό αποθεματικών ή για κάλυψη ζημιών προηγουμένων χρήσεων (ΑΚ 745). Αλλά και ανεξάρτητα από πρόβλεψη στην εταιρική σύμβαση, οι εταίροι μπορούν να αποφασίσουν οποιαδήποτε χρησιμοποίηση των κερδών, ακόμα και τη μεταφορά τους σε άλλη εταιρία.

  1. Δικαίωμα απολήψεων

Παρόλο που δεν προβλέπεται στο νόμο, τα καταστατικά εμπορικών ιδίως εταιριών παρέχουν στους εταίρους δικαίωμα απολήψεων. Το δικαίωμα αυτό έχει σκοπό την κάλυψη των βιοτικών αναγκών των εταίρων (όλων ή ορισμένων, διαχειριστών ή μη), περιεχόμενο δε την αξίωση καταβολής σε κάθε εταιρική χρήση (σε ένα ή περισσότερα χρονικά διαστήματα, πχ κάθε μήνα) ορισμένου ποσού από τα ταμεία της εταιρίας, ακόμα και αν η εταιρική αυτή χρήση δεν είναι κερδοφόρα. Συνήθως, η απόληψη συμψηφίζεται με την αξίωση καταβολής των κερδών της εταιρίας.

  1. Δικαίωμα στο προϊόν της εκκαθαρίσεως

Μετά τη λύση της εταιρίας και την περάτωση των εργασιών της εκκαθαρίσεως οι εταίροι έχουν απαίτηση συμμετοχής στο απομένον προϊόν εκκαθαρίσεως κατά λόγο της μερίδας τους στα κέρδη (ΑΚ 782). Η απαίτηση στο προϊόν εκκαθάρισης είναι μεταβιβαστή (ΑΚ 760 § 2).

Μεταβιβαστότητα εταιρικών δικαιωμάτων: Τα εταιρικά δικαιώματα αποτελούν αδιάσπαστο όλον. Γι αυτό απαγορεύεται η μεταβίβαση ορισμένων μόνο εταιρικών δικαιωμάτων, χωρίς δηλαδή τη μεταβίβαση της εταιρικής συμμετοχής στο σύνολό της, σε τρίτους (εφόσον βέβαια επιτρέπεται η μεταβίβασή της). Κατά αναγκαστικό δίκαιο, το παραπάνω ισχύει για τα δικαιώματα διοικήσεως των εταίρων, δηλαδή το δικαίωμα διαχείρισης, ψήφου, ελέγχου, εναντιώσεως αλλά και για απαιτήσεις που απορρέουν από την εταιρική σχέση και ανήκουν στο σύνολο των εταίρων, όπως η απαίτηση για καταβολή εισφοράς (ΑΚ 760 § 1).

Κάθε εταίρος υποχρεούται έναντι των συνεταίρων του να μην διαθέτει την εταιρική του μερίδα δηλαδή την εταιρική μερίδα συμμετοχής στα επί μέρους κοινά αντικείμενα (ΑΚ 761 εδ. 1) και να μη ζητήσει διανομή πριν από την περάτωση της εκκαθάρισης (ΑΚ 761 εδ. 2). Αυτά ισχύουν βέβαια στις εταιρίες χωρίς νομική προσωπικότητα, διότι στις εταιρίες με νομική προσωπικότητα δεν υπάρχει εμπράγματη εταιρική μερίδα.

Μεταβιβαστές είναι επίσης οι απαιτήσεις του διαχειριστή εταίρου από τη διαχείριση, εφόσον μπορεί να απαιτηθούν και πριν από την εκκαθάριση (ΑΚ 760 § 2).

Μέτρο ευθύνης των εταίρων: Σύμφωνα με το άρθρο 746 ΑΚ οι εταίροι ευθύνονται για την εκπλήρωση των εταιρικών τους υποχρεώσεων μόνο με την επιμέλεια που καταβάλλουν στις δικές τους υποθέσεις και όχι με το μέτρο ευθύνης της ΑΚ 330. Όμως, ο κανόνας της ΑΚ 746 είναι ενδοτικού δικαίου. Άρα μπορεί να συμφωνηθεί ευθύνη του εταίρου για κάθε αμέλεια.

Αξιώσεις εταιρίας κατά εταίρων και εταίρων κατά εταιρίας: Αξιώσεις της εταιρίας έναντι των εταίρων η μη εκπλήρωση των οποίων δημιουργεί αξίωση για αποζημίωση είναι η καταβολή της εισφοράς, η παράλειψη τέλεσης πράξεων που αντιβαίνουν στα συμφέροντα της εταιρίας, η υποχρέωση πίστης και η υποχρέωση διαχείρισης. Αντίστοιχα, ο εταίρος έχει αξιώσεις κατά της εταιρίας, όπως η αξίωση για απόδοση δαπανών ή αποκατάσταση ζημιών (ΑΚ 721-723), η αξίωση για καταβολή ποσών που κατέλαβε ο εις ολόκληρον ευθυνόμενος εταίρος σε εταιρικούς δανειστές ή αξίωση για καταβολή των αναλογούντων κερδών. Ο εταίρος δεν έχει αξίωση έναντι των οργάνων διαχείρισης να εκπληρώνουν σύννομα τα καθήκοντά τους. Έχει, όμως, αξίωση για παράλειψη και αποζημίωση σε περίπτωση παράνομης προσβολής της εταιρικής του συμμετοχής από τα εταιρικά όργανα.

§ 10

Η εξουσία διαχείρισης (δικαίωμα και υποχρέωση των εταίρων) περιλαμβάνει το σύνολο των δραστηριοτήτων, οι οποίες κατευθύνονται στην επιδίωξη του κοινού σκοπού. Συνεπώς, νοουμένη ευρέως, η εξουσία διαχειρίσεως περιλαμβάνει τη λήψη αποφάσεων, τη σύναψη συμβάσεων με τρίτους, τη δικαστική εκπροσώπηση της εταιρίας, την τέλεση υλικών πράξεων (τήρηση εμπορικών βιβλίων και αλληλογραφίας), τη διεύθυνση παραγωγής, την οργάνωση του δικτύου διανομής, τη διοίκηση της εταιρικής περιουσίας, την εκπλήρωση των εταιρικών υποχρεώσεων, πράξεις διαθέσεως εταιρικών αντικειμένων (μεταβιβάσεις, σύσταση εμπραγμάτων δικαιωμάτων). Δεν αποτελεί διαχειριστική πράξη η τροποποίηση της εταιρικής σύμβασης, η μεταβολή του εταιρικού σκοπού, η πρόληψη νέου εταίρου, η αναμόρφωση της διαχείρισης και εκπροσώπησης. Για τα θέματα αυτά, αποφασίζει το σύνολο των εταίρων.

Στην έννοια της διαχείρισης εν γένει περιλαμβάνεται και η εκπροσώπηση. Ως εκπροσώπηση, νοείται το δικαίωμα του εταίρου να δεσμεύει την εταιρία με τρίτους (διαχείριση προς τα έξω) και αντιπαραβάλλεται ως προς την έσω διαχείριση δηλαδή τις αρμοδιότητες που δίδονται στον εταίρο από την εταιρική σύμβαση. Η διαχειριστική και η εκπροσωπευτική εξουσία μπορεί να μην ταυτίζονται.

Συλλογική διαχείριση: Σύμφωνα με τη νομική ρύθμιση της αστικής εταιρίας, αν δεν έχει συμφωνηθεί κάτι διαφορετικό, όλοι οι εταίροι έχουν εξουσία διαχείρισης και εκπροσώπησης. Δηλαδή, κατά το νόμο, η διαχείριση στην αστική εταιρία είναι συλλογική, ασκείται δηλαδή από όλους τους εταίρους από κοινού. Κατά ΑΚ 748 § 1 για κάθε πράξη απαιτείται η συναίνεση ή η σύμπραξη όλων των εταίρων. Επομένως για την έγκυρη λήψη αποφάσεων από τους διαχειριστές απαιτείται ομοφωνία, για την δε έγκυρη δέσμευση της εταιρίας προς τα έξω απαιτείται η σύμπραξη δηλαδή η συνυπογραφή όλων των εταίρων όταν αφορά συμβάσεις, εκτός αν έχει δοθεί πληρεξουσιότητα από όλους σε έναν από τους διαχειριστές ή αν η πράξη ενός εταίρου εγκριθεί από όλους τους άλλους ή ακόμα αν η μη σύμπραξη ενός εταίρου είναι καταχρηστική. Κατά την ΑΚ 751 ο διαχειριστής μπορεί να λάβει αποφάσεις χωρίς τη συμφωνία ή τη σύμπραξη των εταίρων σε περιπτώσεις επειγόντων μέτρων, η παράλειψη λήψης των οποίων θα δημιουργήσει ζημίες στην εταιρία.

Κατά την ΑΚ 748 § 2, μπορεί να συμφωνηθεί στην εταιρική σύμβαση ότι για την λήψη των αποφάσεων απαιτείται πλειοψηφία και όχι ομοφωνία των εταίρων. Με διασταλτική ερμηνεία της διάταξης, η πλειοψηφία αφορά πράξεις όχι μόνο της προς τα έσω διαχείρισης, αλλά και πράξεις εκπροσώπησης. Για τον υπολογισμό της πλειοψηφίας λαμβάνονται υπόψη είτε ο αριθμός των εταίρων (ΑΚ 748 § 2), είτε το μέγεθος της εισφοράς κάθε εταίρου.

Η εταιρική σύμβαση μπορεί να καθορίζει ότι η διαχείριση της εταιρίας ασκείται από έναν ή από ορισμένους μόνο εταίρους, οπότε οι άλλοι αποκλείονται από αυτή (ΑΚ 749 § 1). Αν η διαχείριση έχει ανατεθεί σε ορισμένους μόνο εταίρους, απαιτείται η σύμπραξη όλων αυτών εκτός αν συμφωνήθηκε πλειοψηφική δράση (ΑΚ 748-749 § 2) ή ατομική διαχείριση (ΑΚ 750).

Ειδικότερα, η ατομική διαχείριση σημαίνει ότι ναι μεν όλοι οι εταίροι είναι διαχειριστές, αλλά ο καθένας θα μπορεί να ενεργεί μόνος, χωρίς δηλαδή την σύμπραξη των άλλων (ΑΚ 750 § 1). Αν δεν υπάρχει αντίθετη ρύθμιση στην εταιρική σύμβαση, κάθε διαχειριστής έχει το δικαίωμα να εναντιωθεί στην ενέργεια πράξης από άλλο εταίρο διαχειριστή πριν από την τέλεσή της (δικαίωμα εναντίωσης, ΑΚ 750 § 1). Εάν η εναντίωση δεν είναι καταχρηστική κατά ΑΚ 281, ο εταίρος δεν μπορεί να τελέσει την πράξη. Αν την τελέσει, η πράξη αυτή είναι άκυρη ως προς τον τρίτο συμβληθέντα μόνο αν αυτός ήξερε την εναντίωση (ΑΚ 750 § 2). Αν ο τρίτος δεν ήξερε την εναντίωση, η πράξη είναι ισχυρή και ο εταίρος που την τέλεσε, υποχρεούται προς αποζημίωση στην εταιρία, εφόσον προκλήθηκε ζημία λόγω υπέρβασης της προς τα έσω εξουσίας του. Σε περίπτωση επείγοντος μέτρου διαχειρίσεως, ο διαχειριστής μπορεί να πράξει χωρίς να λάβει υπόψη του την εναντίωση (ΑΚ 751).

Στην αστική εταιρία λόγω του προσωπικού τους χαρακτήρα, της αρχής της αυτοδιαχείρισης και την επικουρικότητα της διάταξης 69 του αστικού κώδικα, δεν μπορούν να διοριστούν προσωρινοί διαχειριστές.

Η νομική θέση του διαχειριστή

Η εξουσία διαχείρισης είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την εταιρική ιδιότητα και για το λόγο αυτό δεν μπορεί να μεταβιβαστεί σε τρίτο μη εταίρο. Μόνο εταίροι μπορεί να είναι διαχειριστές (αρχή της αυτοδιαχείρισης). Αυτό συμβαίνει λόγω της προσωπικής ευθύνης των εταίρων για τα εταιρικά χρέη που δημιουργούνται.

Ο εταίρος ή και διαχειριστής κατά την άσκηση των καθηκόντων του υπέχει υποχρέωση πίστης και επιμέλειας. Κατά την ΑΚ 747, οι εταίροι και περισσότεροι οι διαχειριστές υποχρεούνται να μην ανταγωνίζονται την εταιρία και να μην αποκαλύπτουν σε τρίτους τα επαγγελματικά τους μυστικά.

Προβλέπεται ότι ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του διαχειριστή εταίρου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την εντολή των άρθρων 713-723 ΑΚ (ΑΚ 754 § 1), παρόλο που οι εξουσίες του πηγάζουν από την εταιρική σύμβαση. Έτσι ο διαχειριστής εταίρος ευθύνεται έναντι των συνεταίρων του για κάθε διαχειριστικό πταίσμα (ΑΚ 714) και όχι μόνο για συγκεκριμένη αμέλεια, όπως οι μη διαχειριστές (ΑΚ 746). Αγωγή προς αποζημίωση μπορεί να καταθέσει μόνο η εταιρία και όχι κάθε εταίρος ξεχωριστά. Επίσης ο διαχειριστής δεν έχει δικαίωμα να υποκαταστήσει άλλον προς εκπλήρωση των διαχειριστικών του καθηκόντων, εκτός αν το επιτρέπει η εταιρική σύμβαση. Χωρίς όμως πρόβλεψη ο διαχειριστής μπορεί να διορίσει πληρεξούσιους ή να προσλάβει υπαλλήλους, οι οποίοι θα αναλάβουν την εκπλήρωση διεκπεραιωτικών υποχρεώσεων, όχι όμως διευθυντικών. Οφείλει να πληροφορεί τους εταίρους και στο τέλος κάθε έτους και μετά τη λήξη της διαχείρισης έχει υποχρέωση λογοδοσίας (ΑΚ 718). Τέλος μπορεί να ζητήσει από τους εταίρους προκαταβολή για τα έξοδα δαπανών και ζημιών (ΑΚ 721-723). Η διαχειριστική ιδιότητα δεν μεταβιβάζεται. Μεταβιβάζονται, όμως, οι απαιτήσεις από τη διαχείριση, εφόσον μπορεί να απαιτηθούν και πριν από την εκκαθάριση (ΑΚ 760 §2). Δεν έχει αξίωση για καταβολή αμοιβής, αφού η διενέργεια της διαχείρισης, αποτελεί εταιρική υποχρέωση. Μπορεί όμως να συμφωνηθεί αμοιβή (ΑΚ 754 § 2), η οποία θα συνίσταται σε πάγιο ποσό, σε ποσοστά από τα κέρδη, ή σε ένα συνδυασμό από αυτά τα δύο.

Η διαχειριστική εξουσία παύει με τη λήξη της εταιρίας (ΑΚ 777 εδ. 2). Δεν παύει, σε περίπτωση ανυπαίτιας άγνοιας του διαχειριστή προς το γεγονός της λήξης της εταιρίας, για οποιοδήποτε λόγο πέρα από την καταγγελία (ΑΚ 776). Η διαχείριση παύει με το θάνατο, την υποβολή σε δικαστική συμπαράσταση ή την πτώχευση του διαχειριστή (ΑΚ 726 σε συνδυασμό ΑΚ 773, 775). Παύει με την παραίτηση του διαχειριστή. Η παραίτηση πρέπει να οφείλεται σε σπουδαίο λόγο. Αν παραιτηθεί άκαιρα, δηλαδή σε σημείο που ζημιώνει την εταιρία, οφείλει αποζημίωση στην εταιρία, εκτός αν αποδείξει την ύπαρξη σπουδαίου λόγου και ως προς αυτό το γεγονός (ΑΚ 753). Το δικαίωμα παραίτησης αφορά μόνο την καταστατική διαχείριση και όχι τη νόμιμη. Τέλος η διαχείριση παύει με την ανάκληση του διαχειριστή. Η ανάκληση αφορά τόσο την διαχειριστική όσο και την εκπροσωπευτική εξουσία (ΑΚ 757). Μπορεί να ανακληθεί μόνο η καταστατική διαχείριση και όχι η νόμιμη διαχείριση. Στο άρθρο 752 παρουσιάζονται δύο προϋποθέσεις ανάκλησης:

α) ύπαρξη σπουδαίου λόγου, όπως ιδίως βαριά παράβαση των καθηκόντων ή ανικανότητα για τακτική διαχείριση. Μπορεί να ζητηθεί η έκδοση δικαστικής απόφασης αναγνωριστικού χαρακτήρα για την ύπαρξη σπουδαίου λόγου. Σε τέτοια περίπτωση, μέχρι την περάτωση της δίκης, μπορεί μέσω της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων, να αφαιρεθεί η διαχειριστική ιδιότητα από τον διαχειριστή,

β) ομοφωνία των εταίρων, εκτός του υπό ανάκληση εταίρου, εκτός αν η εταιρική σύμβαση απαιτεί απλώς πλειοψηφία.

Αν ανακληθεί ο μοναδικός διαχειριστής ή ο διαχειριστής που μόνο με άλλον μπορεί έγκυρα να ενεργεί πράξεις διαχείρισης, επανέρχεται η νόμιμη διαχείριση. Σε περίπτωση, όμως, που η διαχείριση ασκείται κατά πλειοψηφία εξακολουθεί να εφαρμόζεται η συμβατική αυτή διαμόρφωση.

Ο διαχειριστής εκπροσωπεί δικαστικά και εξώδικα την εταιρία. Εφόσον δεν υπάρχει διαφορετική ρύθμιση στην εταιρική σύμβαση, τότε η εκπροσωπευτική εξουσία ασκείται από όλους τους εταίρους από κοινού (συλλογική εκπροσώπηση ΑΚ 748, 756). Στις εταιρίες χωρίς νομική προσωπικότητα ο διαχειριστής, όταν έχει την εξουσία να δρα μόνος, συναλλάσσεται και στο όνομα των λοιπών (ΑΚ 756), συγχρόνως όμως και το δικό του. Από τις πράξεις του διαχειριστή δεσμεύονται όλοι οι εταίροι (ΑΚ 211), αποκτούν δε από κοινού ό,τι αποκτήθηκε από τη διαχείριση (ΑΚ 758) και αναλαμβάνουν αντίστοιχες υποχρεώσεις (ΑΚ 750). Αντίστοιχα ισχύουν και για τις αδικοπραξίες του διαχειριστή (ΑΚ 922). Στις εταιρίες με νομική προσωπικότητα ο διαχειριστής ενεργεί ως όργανο το οποίο εκφράζει τη βούληση της εταιρίας στις προς τα έσω και έξω σχέσεις (ΑΚ 67). Επομένως για τις δικαιοπραξίες και τις αδικοπραξίες του διαχειριστή, ευθύνεται η εταιρία (ΑΚ 70, 71).

Στην διαχειριστική και εκπροσωπευτική εξουσία υπάγεται κάθε πράξη που εξυπηρετεί τα εταιρικά συμφέροντα. Περιορίζονται και οριοθετούνται από το νόμο και την εταιρική σύμβαση. Υπέρβαση της εκπροσωπευτικής και της διαχειριστικής εξουσίας υπάρχει όταν ο διαχειριστής παίρνει αποφάσεις για τις οποίες όμως έπρεπε να αποφασίσει το σύνολο των εταίρων (αποκλεισμός εταίρου), όταν παίρνει αποφάσεις αντίθετες από το καταστατικό (απόφαση ότι η εταιρική συμμετοχή θα είναι μεταβιβαστή) καθώς και όταν λαμβάνει αποφάσεις οι οποίες αποψιλώνουν την εταιρική δραστηριότητα. Επίσης, δρα έξω από τα όρια της διαχειριστικής ή της εκπροσωπευτικής του εξουσίας, όταν λαμβάνει αποφάσεις, τις οποίες δεν μπορεί να λάβει μόνος αλλά με τη σύμπραξη άλλου ή άλλων διαχειριστών, όταν η πράξη θεωρείται εκτός του εταιρικού σκοπού (τότε η πράξη είναι ανίσχυρη). Αν ο διαχειριστής έπραξε μέσα στα πλαίσια του εταιρικού σκοπού αλλά έκανε κατάχρηση των εξουσιών του (διότι ενήργησε πράξεις προφανώς επιζήμιες για την εταιρία) η εταιρία δεν δεσμεύεται, αν αποδειχθεί συμπαιγνία μεταξύ διαχειριστή και του τρίτου ή ακόμα, κατά μερίδα απόψεων, αν ο τρίτος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την κατάχρηση. Εφόσον δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση ο διαχειριστής οφείλει αποζημίωση.

Συνέπεια της υπέρβασης της εκπροσωπευτικής εξουσίας είναι ότι η πράξη αυτή μένει μετέωρη για την εταιρία και τον τρίτο, μέχρι να εγκριθεί από τους εταίρους οπότε και ισχυροποιείται.

§ 11

Υπάρχουν αποφάσεις που δεν λαμβάνονται από τους διαχειριστές αλλά και από το σύνολο των εταίρων. Μόνο οι διαχειριστές έχουν την εξουσία (αρμοδιότητα) να λαμβάνουν αποφάσεις μόνο σε θέματα διαχείρισης. Σε θέματα που αφορούν την εταιρική ζωή, πέρα από τους διαχειριστές αποφασίζουν και οι εταίροι. Για παράδειγμα, οι διαχειριστές δεν μπορούν να αποφασίσουν τροποποίηση του καταστατικού, αφού αυτό το θέμα δεν εμπίπτει στην διαχειριστική αρμοδιότητα. Για θέματα τέτοιου τύπου αποφασίζουν ομόφωνα οι εταίροι (ΑΚ 361). Πάντως είναι δυνατόν η εταιρική σύμβαση να επιτρέπει τη λήψη αποφάσεων με πλειοψηφία οπότε εφαρμόζεται ανάλογα και για τις αποφάσεις αυτές των εταίρων η ΑΚ 748 § 2. Η κρατούσα γνώμη, κατά την αρχή της εξειδίκευσης και της ανάγκης προστασίας της μειοψηφίας, απαιτεί να υπάρχουν ορισμένα μόνο θέματα για τα οποία αρκεί πλειοψηφία για να παρθεί απόφαση. Για τα υπόλοιπα πρέπει να απαιτείται ομοφωνία. Αυτή η θέση όμως είναι άκαμπτη και δικαίως αμφισβητείται. Οι τροποιητικές αποφάσεις ομόρρυθμων και ετερόρρυθμων εταιριών πρέπει να καταχωρίζονται στο ΓΕΜΗ.

Η ΑΚ 741 υποδηλώνει ότι κάθε εταίρος υποσχέθηκε την εκπλήρωση των εταιρικών του υποχρεώσεων όχι μόνο στο σύνολο των εταίρων, αλλά και σε κάθε εταίρο προσωπικά. Οπότε σε περίπτωση που η εταιρία έχει νομική προσωπικότητα, κάθε εταίρος υπόσχεται προς αυτή και προς κάθε άλλο εταίρο. Μόνο ο διαχειριστής μπορεί να ασκεί τις εταιρικές αξιώσεις έναντι των εταίρων, αλλά αν αδρανεί τότε κάθε εταίρος μπορεί να τις ασκήσει στο όνομά του, αλλά στο όνομα της εταιρίας ως μη δικαιούχος διάδικος. Αντίθετα, οι εταιρικές αξιώσεις έναντι τρίτων ασκούνται μόνο από το διαχειριστή. Κατ’ εξαίρεση, μπορεί να πράξει το παραπάνω κάθε εταίρος στην περίπτωση της ΑΚ 751, όταν δηλαδή πρόκειται για επείγον μέτρο, ή σε περίπτωση συμπαιγνίας διαχειριστή και τρίτου εις βάρος της εταιρίας ή εταίρου. Μάλιστα ορισμένοι δέχονται ότι οι εταίροι μπορούν, σε περίπτωση αδράνειας του διαχειριστή, να ασκήσουν τις αξιώσεις έναντι τρίτων ως μη δικαιούχοι διάδικοι.

§12

Σε περίπτωση έλλειψη περιουσίας η εταιρία δεν έχει οργανωτικά στοιχεία αλλά είναι απλώς μια ενοχική σύμβαση, θέμα δε διανομής κερδών, συμμετοχής στις ζημίες και στο προϊόν της εκκαθαρίσεως δεν τίθεται. Δεν αποκλείεται επίσης να ανήκουν τα περιουσιακά στοιχεία σε ένα μόνο εταίρο, ο οποίος τα χρησιμοποιεί στα πλαίσια του εταιρικού σκοπού, οπότε δεν μπορεί να γίνει λόγος για κοινή περιουσία. Οι εταιρίες με οικονομικό ή εμπορικό σκοπό έχουν εκ των πραγμάτων περιουσία, διότι διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να εκπληρώσουν τον σκοπό τους. Η εταιρική περιουσία απαρτίζεται από τις εταιρικές εισφορές, ό,τι αποκτήθηκε από τη διαχείριση (ΑΚ 758) και από τα αποθεματοποιηθέντα κέρδη. Η δέσμευση στην οποία υπόκειται η εταιρική περιουσία εξαρτάται από το αν η εταιρία έχει νομική προσωπικότητα ή μη. Ειδικότερα,

Εταιρία χωρίς νομική προσωπικότητα

Περιουσία: Σχηματίζεται κατά βάση από τις εταιρικές εισφορές. Ο εισφέρων εταίρος παύει να είναι αποκλειστικός κύριος του εισφερόμενου πράγματος ή φορέας του δικαιώματος και φορείς αυτών γίνονται όλοι οι εταίροι από κοινού. Σε κάθε εισφορά δημιουργείται κοινωνία κατά ιδανικά μέρη (ΑΚ 758) μεταξύ όλων των εταίρων κατά λόγο της εταιρικής μερίδας του καθενός (ΑΚ 758 § 1). Επίσης ανήκει κατ όμοιο τρόπο στους εταίρους ό,τι αποκτά ο διαχειριστής στο όνομα αυτών (ΑΚ 758 § 1), ενώ αυτά που ο διαχειριστής, έχοντας εξουσιοδότηση, αποκτά στο όνομά του, έχει υποχρέωση να τα μεταβιβάσει στους εταίρους κατά λόγο της εταιρικής τους μερίδας. Η αξίωση προς μεταβίβαση ανήκει σε όλους τους εταίρους. Κατά την ΑΚ 748, για τη διάθεση και τη διαχείριση των κοινών αντικειμένων απαιτείται σύμπραξη όλων των διαχειριστών, εκτός αν έχουν διοριστεί συγκεκριμένοι διαχειριστές, οπότε η σύμπραξη περιορίζεται σ αυτούς. Η εταιρική περιουσία δεν αποτελεί χωριστή ομάδα, δεν διακρίνεται δηλαδή από την ατομική περιουσία των εταίρων. Κάθε εταίρος έχει την ενοχική υποχρέωση απέναντι στους συνεταίρους του να μην διαθέσει την εταιρική του μερίδα στα κοινά αντικείμενα (ΑΚ 761 εδ. 1).

Χρέη: Όλοι οι εταίροι οφείλουν να εκπληρώσουν τις αναληφθείσες από τον διαχειριστή εταιρικές υποχρεώσεις ενώ ευθύνονται και για τις αδικοπραξίες που διέπραξε ο διαχειριστής στο πλαίσιο των διαχειριστικών του καθηκόντων (ΑΚ 922) (εταιρικά χρέη). Για την εκπλήρωση των χρεών, ευθύνεται κάθε εταίρος απεριόριστα (όχι μόνο με την εταιρική του μερίδα, αλλά και με την ατομική του περιουσία) και προσωπικά, αλλά όχι για το χρέος εις ολόκληρο, αλλά διαιρεμένα κατά το λόγο της εταιρικής του μερίδας (ΑΚ 759). Η ευθύνη των εταίρων για τις εταιρικές υποχρεώσεις με την εταιρική τους μερίδα επιτρέπεται μόνο όταν τούτο συμφωνηθεί με τους εταιρικούς δανειστές. Επίσης, οι απαιτήσεις των εταίρων από την εταιρική σχέση (απαίτηση για απόδοση δαπανών) ικανοποιούνται μέχρι ότου λυθεί η εταιρία, σύμφωνα με την κρατούσα γνώμη, μόνο από την εταιρική περιουσία, δεν ευθύνονται δηλαδή για την ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών οι υπόλοιποι εταίροι με την προσωπική τους εταιρία, εκτός αν η εταιρική περιουσία δεν επαρκεί για την ικανοποίησή τους.

Εταιρίες με νομική προσωπικότητα

Περιουσία: Έχουν δική τους περιουσία, ανεξάρτητη από την ατομική περιουσία των εταίρων (αρχή του χωρισμού). Φορέας του συνόλου των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που περιλαμβάνονται στην εταιρική περιουσία, είναι το νομικό πρόσωπο της εταιρίας. Οι εταίροι μετά τη μεταβίβαση της εισφοράς, δεν έχουν κανένα νομικό δεσμό μ αυτήν. Συνεπώς η μεταβίβαση εταιρικού πράγματος από (μη διαχειριστή) εταίρο είναι μεταβίβαση από μη κύριο. Οι διαχειριστές μεταβιβάζουν εταιρικά αντικείμενα, λόγω της διαχειριστικής τους θέσης. Δεν έχουν κυριότητα σε αυτά.

Χρέη: Λόγω της αυτοτέλειας της εταιρικής περιουσίας, οι εταιρικοί δανειστές ικανοποιούνται χωριστά από τους εταίρους. Αποκλείεται ικανοποίηση των δανειστών από την ατομική περιουσία των εταίρων και ικανοποίηση των εταίρων από την εταιρική περιουσία.

Οι αστικές εταιρίες με νομική προσωπικότητα έχουν πτωχευτική ιδιότητα.

§ 13

Μεταβολές στο πρόσωπο των εταίρων επηρεάζουν την όλη υπόσταση της προσωπικής εταιρίας. Σύμφωνα με την αντίληψη του νομοθέτη το αμετάβλητο του προσώπου κάθε εταίρου και η παραμονή όλων στην εταιρία αποτελεί προϋπόθεση συνέχισης της λειτουργίας της. Γεγονότα τα οποία επέρχονται στο πρόσωπο ενός εταίρου (θάνατος, πτώχευση, υποβολή σε δικαστική συμπαράσταση) επιφέρουν τη λύση της εταιρίας, ενώ δεν είναι επιτρεπτή η μεταβίβαση της εταιρικής συμμετοχής ούτε η είσοδος νέου εταίρου ή η έξοδος παλαιού. Μόνο με λύση και εκκαθάριση της εταιρίας και σύσταση νέας με άλλη σύνθεση θα μπορούσε πρακτικά να επιφέρει μεταβολή στα πρόσωπα των εταίρων. Τα παραπάνω δεν είναι αναγκαστικό δίκαιο, οπότε αντίθετη συμφωνία των εταίρων είναι ισχυρή.

Η εταιρική συμμετοχή είναι αμεταβίβαστη εκ νόμου, όμως μπορεί να καταστεί μεταβιβαστή. Αρχικά, το παραπάνω συμβαίνει εάν υπάρχει τέτοια ρήτρα στην εταιρική σύμβαση ή συμφωνούν adhocόλοι οι εταίροι. Εάν δεν πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις, το κύρος της μεταβίβασης θα εξαρτηθεί από τη στάση των άλλων εταίρων, αφού αυτή λάβει χώρα. Η εταιρική σύμβαση μπορεί να επιβάλλει περιορισμούς στην μεταβίβαση της εταιρικής συμμετοχής όπως να την εξαρτά από το πρόσωπο αυτού στον οποίο μεταβιβάζεται, ή από την έγκριση των εταίρων. Πάντως, επιτρέπεται και η μερική μεταβίβαση της εταιρικής συμμετοχής. Ο νέος εταίρος εισέρχεται στην ίδια θέση που βρισκόταν ο παλαιός εταίρος έχει δηλαδή τα ίδια δικαιώματα (εκτός από τα προσωποπαγή) και τις ίδιες υποχρεώσεις (ειδική διαδοχή). Ιδίως, ευθύνεται όχι μόνο για τα νέα αλλά και για τα παλαιά εταιρικά κέρδη (η ευθύνη όμως του μεταβιβάζοντος για τα παλαιά χρέη εξακολουθεί να υφίσταται). Ειδική συνέπεια του ότι επιτρέπεται ειδική διαδοχή είναι ότι η εταιρική συμμετοχή μπορεί να μεταβιβαστεί, χωρίς να λυθεί η εταιρία, ακόμα και σε διμελείς εταιρίες, αρκεί ο αποκτών να μην είναι ο άλλος εταίρος. Είναι δυνατή η σύσταση επικαρπίας ή ενεχύρου στην εταιρική συμμετοχή εφόσον υπάρχει πρόβλεψη στην εταιρική σύμβαση, ή η συμμετοχή είναι ελεύθερα μεταβιβαστή. Ο ενεχυρούχος και ο επικαρπωτής δεν μπορούν να ασκήσουν τα δικαιώματα διοικήσεως παρά μόνο έμμεσα με την παροχή πληρεξουσιότητας. Όταν η εταιρική συμμετοχή είναι αμεταβίβαστη, τότε αυτή είναι ακατάσχετη από τους ατομικούς δανειστές του εταίρου (ΚΠολΔ 982 § 2 στοιχείο β). Επομένως, οι ατομικοί δανειστές των εταίρων μόνο τις απαιτήσεις στα κέρδη και στο προϊόν της εκκαθάρισης μπορούν να κατάσχουν, εφόσον δε πρόκειται για εταιρία χωρίς νομική προσωπικότητα, και την (εμπράγματη) εταιρική μερίδα του εταίρου. Στις εταιρίες με νομική προσωπικότητα, επιτρέπεται η ρευστοποίηση της αξίας της εταιρικής συμμετοχής του εταίρου από τους ατομικούς του δανειστές.

Η είσοδος και η αποχώρηση εταίρου είναι δυνατότητες που δεν προβλέπονται στο νόμο, αλλά προβλέπει γι αυτές η εταιρική σύμβαση. Με την είσοδο δημιουργείται μια νέα εταιρική συμμετοχή και με την έξοδο αποσβέννυται μια εταιρική συμμετοχή.

Η είσοδος νέου εταίρου αποτελεί πρωτότυπο τρόπο κτήσης της εταιρικής ιδιότητας. Απαιτείται σύμβαση του εισερχομένου και των εταίρων, μια σύμβαση που δεν μπορεί να συναφθεί αποκλειστικά από το διαχειριστή της εταιρίας, εκτός αν του έχει δοθεί ειδική πληρεξουσιότητα από όλους τους εταίρους. Απαιτείται επίσης τροποποίηση της εταιρικής σύμβασης, αφού επέρχεται μεταβολή στο πρόσωπο των εταίρων. Ο νέος εταίρος, αν δεν προβλέπεται διαφορετικά στην εταιρική σύμβαση, αποκτά τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις με τους άλλους εταίρους και ευθύνεται μόνο για τα εταιρικά χρέη που δημιουργήθηκαν μετά την είσοδό του στην εταιρία. Με την είσοδο νέου εταίρου δεν μεταβάλλεται η ταυτότητα της εταιρίας.

Ο νόμος δεν παρέχει στους εταίρους το δικαίωμα εξόδου. Αν κάποιος εταίρος θέλει να αποχωρήσει, πρέπει να προκαλέσει τη λύση της εταιρίας με καταγγελία (ΑΚ 766, 767). Όμως, η εταιρική σύμβαση μπορεί να προβλέψει δικαίωμα εξόδου, χάρη σπουδαίου λόγου, οπότε η εταιρία συνεχίζει μεταξύ των λοιπών εταίρων.

Οι προϋποθέσεις αποκλεισμού ενός εταίρου από την εταιρία είναι, σύμφωνα με την ΑΚ 771, οι ακόλουθοι:

Α) Ύπαρξη σπουδαίου λόγου που θα επέτρεπε τη λύση της εταιρίας με καταγγελία, ο οποίος προκλήθηκε υπαίτια από τον προς αποκλεισμό εταίρο.

Β) Αίτηση των λοιπών εταίρων στο δικαστήριο προς αποκλεισμό συγκεκριμένου εταίρου

Γ) Τελεσίδικη απόφαση δικαστηρίου με την οποία γίνεται δεκτή η αίτηση. Η απόφαση έχει διαπλαστικό χαρακτήρα και επιτάσσει τη συνέχεια της εταιρίας μεταξύ των υπόλοιπων εταίρων.

Βέβαια, όσο διαρκεί η δίκη, ο εταίρος συνεχίζει να έχει τα εταιρικά του δικαιώματα και τις εταιρικές του υποχρεώσεις, εκτός αν του αφαιρεθούν μέσω της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων. Η ρύθμιση του νόμου δεν είναι αναγκαστική, άρα η ΑΚ 771 παράγει ενδοτικό δίκαιο.

Με την έξοδο ή τον αποκλεισμό προκαλείται κατάλυση της εταιρικής συμμετοχής. Αν και δεν προβλέπεται, ο αποχωρών εταίρος έχει αξίωση καταβολής της αξίας της εταιρικής του συμμετοχής καθώς και για τυχόν μη καταβληθέντα κέρδη. Λαμβάνει την αξία της εισφοράς του και όχι αυτούσια την εισφορά (ΑΚ 780 § 2). Επίσης, ο εταίρος δεν έχει αξίωση αυτούσιας διανομής της εταιρικής περιουσίας, αλλά μόνο χρηματική απαίτηση ίση με την αξία τη συμμετοχής του. Μετά την αποχώρηση εταίρου, η εταιρική του συμμετοχή προσαυξάνεται στους λοιπούς εταίρους. Ειδικά ζητήματα γεννώνται με το δικαίωμα του εταίρου έναντι των λοιπών να τον απαλλάξουν από τα εταιρικά χρέη, εφόσον αυτά τα χρέη συνυπολογίστηκαν για την εξεύρεση της αξίας της εταιρικής συμμετοχής. Σε περίπτωση που η εταιρία παρουσιάζει ζημίες, με αποτέλεσμα η εταιρική περιουσία να μην μπορεί να εξοφλήσει τα χρέη και να αποδώσει τις εισφορές, οι εταίροι έχουν αξίωση κατά του αποχωρούντος για κάλυψη του ελλείμματος, το οποίο αντιστοιχεί στο ποσοστό συμμετοχής του στις ζημίες. Ο αποχωρών εταίρος εξακολουθεί να ευθύνεται έναντι των εταιρικών δανειστών για τα ληξιπρόθεσμα ή μη εταιρικά χρέη, τα οποία είχαν γεννηθεί μέχρι την αποχώρησή του.

§ 14

Η λύση εταιριών που δεν έχουν εταιρική περιουσία επιφέρει, όπως και στις άλλες ενοχικές σχέσεις, την άμεση περάτωσή τους. Αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει στις εταιρίες με περιουσία. Με τη λύση εταιρίας τέτοιου είδους αρχίζει το στάδιο των διακανονισμών των εκκρεμών της σχέσεων (στάδιο εκκαθάρισης) και αφού ολοκληρωθεί αυτό, τότε επέρχεται η περάτωση αυτής. Στο στάδιο της εκκαθάρισης, η εταιρία υφίσταται είτε ως ενοχική σχέση είτε ως νομικό πρόσωπο αλλά πλέον έχει αποκλειστικά εκκαθαριστικό σκοπό (784 εδ. β, το σωστό έρεισμα).

Οι λόγοι λύσης τις εταιρίας προβλέπονται στα άρθρα 765-775 ΑΚ. Η απαρίθμηση δεν είναι αποκλειστική. Λόγοι μπορεί να προβλέπονται και στην εταιρική σύμβαση.

Ειδικότερα, η εταιρία λύεται μετά την πάροδο του χρόνου για τον οποίο έχει συσταθεί (ΑΚ 765). Το στάδιο της εκκαθάρισης σ αυτή την περίπτωση αρχίζει αυτοδικαίως χωρίς ειδική απόφαση της εταιρίας, εκτός αν αυτή είναι ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη, οι οποίες οφείλουν να τηρήσουν διατυπώσεις δημοσιότητας. Αν μετά την παρέλευση του χρόνου διαρκείας δεν αρχίσει η εκκαθάριση, λογίζεται ότι η εταιρία συνεχίζεται για αόριστο χρονικό διάστημα (ΑΚ 769).

Η επίτευξη ή η αδυναμία πραγματοποίησης του εταιρικού σκοπού επιφέρει την αυτοδίκαιη λύση της εταιρίας (ΑΚ 772). Αυτό κρίνεται αντικειμενικά ή και με την έκδοση αναγνωριστικής δικαστικής απόφασης. Η επίτευξη του σκοπού σημαίνει ότι αυτός ήταν ορισμένος (π.χ. κατασκευή έργου) και όχι διαρκής. Η αδυναμία μπορεί να είναι είτε πραγματική είτε νομική (με μεταγενέστερη διάταξη νόμου απαγορεύτηκε η δραστηριότητα που όριζε ο εταιρικός σκοπός).

Κατά την ΑΚ 773, ο θάνατος εταίρου, λόγω του προσωποπαγούς χαρακτήρα της εταιρίας, επιφέρει τη λύση της. Με το θάνατο εξομοιώνεται και η περάτωση του νομικού προσώπου, μέλους της εταιρίας. Ρητά, μέσω της ΑΚ 773, επιτρέπεται η δυνατότητα συνέχισης της εταιρίας μεταξύ των επιζώντων εταίρων όταν έχει συμφωνηθεί έτσι. Εάν δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά, οι κληρονόμοι του θανόντος εταίρου δεν αποκτούν την εταιρική του συμμετοχή, η οποία εξαφανίζεται, απλά έχουν αξίωση κατά της εταιρίας να τους καταβληθεί η αξία της, έχουν δηλαδή την ίδια νομική θέση την οποία έχει ο εξερχόμενος εταίρος. Αν η εταιρική συμμετοχή είναι κληρονομητή, εφόσον οι κληρονόμοι υπεισέρχονται σ αυτήν με το ευεργέτημα της απογραφής, ευθύνονται για τα χρέη που είχαν δημιουργηθεί πριν από την είσοδό τους στην εταιρία, μόνο μέχρι το ενεργητικό της κληρονομίας, ενώ για τη μετέπειτα περιουσία, ακόμα και με την ατομική τους περιουσία.

Η υποβολή του εταίρου σε δικαστική συμπαράσταση ή πτώχευση φέρει επίσης τη λύση της εταιρίας, εκτός αν έχει συμφωνηθεί η συνέχισή της μεταξύ των υπολοίπων (ΑΚ 775-αναγκαστικό δίκαιο), οπότε αποδίδεται στον υποβληθέντα σε δικαστική συμπαράσταση ή πτώχευση, η αξία της συμμετοχής του. Η λύση επέρχεται αυτοδικαίως με τη δημοσίευση της απόφασης, με την οποία υποβλήθηκε ο εταίρος σε δικαστική συμπαράσταση (ΑΚ 1681) ή πτώχευση.

Ο σημαντικότερος λόγος λύσης των προσωπικών εταιριών είναι η καταγγελία. Η καταγγελία είναι μονομερής, απευθυντέα προς όλους τους εταίρους, δήλωση βουλήσεως. Δεν υπόκειται σε τύπο ή δημοσιότητα, ακόμα και όταν πρόκειται για ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρία, έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, η δε νομότυπη άσκησή της επιφέρει αμέσως τη λύση της εταιρίας και τη θέση της σε εκκαθάριση. Η καταγγελία είναι τακτική ή έκτακτη, ανάλογα με το εάν πρόκειται για εταιρία αόριστης ή ορισμένης διαρκείας. Ειδικότερα, η εταιρία είναι αόριστης διαρκείας όταν δεν προσδιορίζεται στην εταιρική σύμβαση ο χρόνος λήξης της, ή έχει συσταθεί για ολόκληρη τη ζωή ενός εταίρου (ΑΚ 768), ή συνεχίζει σιωπηρά μετά την πάροδο του χρόνου λήξης της. Η εταιρία αορίστου χρόνου λήγει με τακτική καταγγελία οποτεδήποτε και από οποιονδήποτε εταίρο (ΑΚ 767 § 1). Δεν είναι υποχρεωτική η παράθεση προθεσμίας ούτε η προβολή σπουδαίου λόγου. Αν όμως την προβάλλει άκαιρα, δηλαδή σε χρονικό σημείο επιζήμιο για την εταιρία, τότε η εταιρία λύεται, αλλά ο καταγγέλλων υποχρεούται σε αποζημίωση προς τους άλλους εταίρους, εκτός αν υπήρχε σπουδαίος λόγος, ο οποίος δικαιολογεί την άκαιρη καταγγελία (ΑΚ 767 § 2-για διαφυγόντα κέρδη). Πάντως η εταιρική σύμβαση μπορεί να θέσει περιορισμούς ως προς την άσκηση της τακτικής καταγγελίας.

Η εταιρία ορισμένου χρόνου μπορεί να λυθεί με έκτακτη καταγγελία και πριν από την πάροδο του χρόνου λήξης της, μόνον όμως εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος (ΑΚ 766 εδ.1). Απαιτείται η ύπαρξη σπουδαίου λόγου. Αν γίνει καταγγελία χωρίς σπουδαίο λόγο είναι άκυρη. Για το αν υπάρχει ή όχι σπουδαίος λόγος, αποφαίνεται αναγνωριστικά το δικαστήριο. Πάντως το δικαστήριο δέχεται ότι είτε υπάρχει είτε όχι σπουδαίος λόγος, η εταιρία λύεται, αλλά ο εταίρος που προκαλεί τη λύση της εταιρίας με καταγγελία χωρίς σπουδαίο λόγο, οφείλει αποζημίωση στους άλλους εταίρους. Η αποζημίωση εκτείνεται ως τα κέρδη που θα κέρδιζαν οι εταίροι από την περαιτέρω λειτουργία της εταιρίας. Σπουδαίος λόγος συνιστά οποιοδήποτε περιστατικό, το οποίο, σύμφωνα με την αρχή της καλής πίστης και τα συναλλακτικά ήθη, κάνει επαχθή για τον καταγγέλλοντα εταίρο τη συνέχιση της εταιρίας μέχρι την πάροδο του συμβατικού χρόνου διάρκειάς της. Επομένως σπουδαίος λόγος αποτελεί η παράβαση των εταιρικών υποχρεώσεων όσο και γεγονότα που συμβαίνουν στο πρόσωπο του εταίρου είτε υπαίτια είτε ανυπαίτια. Άκυρη είναι η συμφωνία η οποία περιορίζει με προθεσμία ή άλλο τρόπο το δικαίωμα καταγγελίας (ΑΚ 766 εδ. 2) Μπορεί όμως να συμφωνηθεί ότι η καταγγελία θα επιφέρει την έξοδο του εταίρου και όχι τη λύση της εταιρίας. Καταχρηστική καταγγελία είναι άκυρη.

Η εταιρία μπορεί να λυθεί πριν από το χρόνο λήξης με ομόφωνη απόφαση όλων των εταίρων, εκτός αν η εταιρική σύμβαση αρκείται σε πλειοψηφία (πρόωρη λύση). Δεν αποκλείεται η πλειοψηφική απόφαση για πρόωρη λύση να είναι καταχρηστική.

Η πτώχευση αστικής εταιρίας με νομική προσωπικότητα επιφέρει τη λύση της. Σε αντίθεση όμως με την πτώχευση ομόρρυθμων και ετερόρρυθμων εταιριών, όσον αφορά τα ομόρρυθμα μέλη τους, η πτώχευση της αστικής εταιρίας δεν επιφέρει και συμπτώχευση των εταίρων της (άρθρο 7 § 4 εδ. 2 ΠτωχΚ).

Όπως έχει προαναφερθεί, η επέλευση λόγου λύσης δεν επιφέρει την άμεση εξαφάνιση της εταιρίας, αλλά μόνο τη μεταβολή του σκοπού της, ο οποίος εφεξής συνίσταται στον διακανονισμό των εταιρικών δοσοληψιών. Συνεπώς, εφόσον οι εταίροι μπορούν πριν από τη λύση της εταιρίας να αποφασίσουν τη μεταβολή του εταιρικού σκοπού, το ίδιο μπορούν να κάνουν και μετά τη λύση, επαναφέροντας την εταιρία σε παραγωγική λειτουργία. Η απόφαση πρέπει να είναι ομόφωνη ή πλειοψηφική αν προβλέπεται έτσι. Σε περίπτωση λύση λόγω καταγγελίας, πρέπει να συμφωνήσει και ο καταγγείλας, ενώ σε περίπτωση λύσης λόγω θανάτου ενός από εταίρου, πρέπει να συμφωνήσουν και οι κληρονόμοι του. Δεν μεταβάλλεται η ταυτότητα αλλά μόνο ο σκοπός της εταιρίας. 

§ 15

Μετά τη λύση της εταιρίας ακολουθεί η εκκαθάριση (ΑΚ 777). Σκοπός της εκκαθάρισης είναι η ρευστοποίηση της περιουσίας της εταιρίας, ώστε το ενεργητικό που απομένει μετά την εξόφληση των εταιρικών χρεών και την απόδοση των εισφορών να διανεμηθεί στους εταίρους. Στις κεφαλαιουχικές εταιρίες, ο θεσμός της εκκαθάρισης εξυπηρετεί κυρίως τους δανειστές της εταιρίας, ενώ στις προσωπικές κυρίως τους εταίρους, αφού για τα χρέη της εταιρίας εξακολουθούν να ευθύνονται αυτοί με την ατομική τους περιουσία. Η νομοθετική ρύθμιση της εκκαθάρισης στις προσωπικές εταιρίες είναι ενδοτικού δικαίου και έτσι με ομοφωνία οι εταίροι μπορούν είτε να την παραλείψουν είτε να την τροποποιήσουν, αφού αυτό δεν θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα των δανειστών της εταιρίας. Σύμφωνα με ορθή γνώμη στο στάδιο της εκκαθάρισης περιλαμβάνεται και η διανομή του προϊόντος της στους εταίρους, αφού η διανομή είναι ο τελικός της σκοπός. (λύση-εκκαθάριση-περάτωση)

Οι εκκαθαριστές έχουν περιορισμένες εξουσίες, όπως και η ίδια η εταιρία, σκοπός της οποίας είναι πλέον η εκκαθάριση και οι ανάγκες της. Ειδική ρύθμιση υπάρχει στα άρθρα 777 εδ. 1, 784 εδ. 2, 72 εδ. 2, 74 εδ. 2 του ΑΚ, ενώ γενικώς ισχύουν τα αντίστοιχα που ισχύουν και για τη νομική θέση των διαχειριστών. Δηλαδή, οι εκκαθαριστές εκπροσωπούν δικαστικά και εξώδικα την εταιρία, αναλαμβάνουν την περάτωση των εκκρεμών συμβάσεων και δικών, την είσπραξη απαιτήσεων και τη διεκπεραίωση των εργασιών της εκκαθάρισης. Η εξουσία των εκκαθαριστών αρχίζει με τη λήξη της εταιρίας και την εκκίνηση της εκκαθάρισης (ΑΚ 777 εδ. 2), ενώ η εξουσία των διαχειριστών λήγει με τη λήξη της εταιρίας, εκτός αν ανυπαίτια αυτοί την αγνοούν (ΑΚ 776 σε συνδυασμό με ΑΚ 774). Εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, η εκκαθάριση ασκείται από κοινού από όλους τους εταίρους (ΑΚ 778 εδ. 1).  Είναι δηλαδή δικαίωμα και υποχρέωση που απορρέει από την εταιρική ιδιότητα. Αν δεν προβλέπεται τίποτα στη σύμβαση, οι εταίροι μπορούν με ομόφωνη απόφαση να εκλέξουν εκκαθαριστές. Σε περίπτωση τριβών μεταξύ των εταίρων σχετικά με το θέμα των εκκαθαριστών, μπορεί να αποφανθεί και να διορίσει εκκαθαριστές το δικαστήριο (ΑΚ 778 εδ. 2). Γίνεται δεκτή και η δικαστική αντικατάσταση εκκαθαριστή, αν συντρέχει στο πρόσωπο του τελευταίου σπουδαίος λόγος που να αιτιολογεί την αδυναμία του να είναι εκκαθαριστής. Αρμόδιο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της εταιρίας, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (ΚΠολΔ 786 §§ 1, 3).

Ο εκκαθαριστής ευθύνεται για κάθε πταίσμα κατ εφαρμογή των άρθρων 754 και 714 ΑΚ, έχει δε την υποχρέωση να παρέχει πληροφορίες στους εταίρους για την πορεία της εκκαθάρισης και μετά το πέρας της οφείλει λογοδοσία. Η εξουσία των διαχειριστών παύει όπως η εξουσία των διαχειριστών και κατ ανάλογη εφαρμογή των σχετικών διατάξεων.

Οι εργασίες της εκκαθάρισης που αναφέρονται στα άρθρα 779 επ ΑΚ, είναι κατά σειρά οι εξής:

Α) αποδίδονται αυτούσιες οι εισφορές που είχαν εισφερθεί κατά χρήση (ΑΚ 779)

Β) Εξοφλούνται τα εταιρικά χρέη προς τους δανειστές

Γ) Εξοφλούνται τα μεταξύ των εταίρων χρέη που είχαν δημιουργηθεί από την εταιρική σχέση (ΑΚ 780 § 1), όπως οφειλόμενες δαπάνες, αποζημιώσεις, καθυστερούμενα κέρδη κλπ

Δ) Ακολουθεί η απόδοση των εισφορών (ΑΚ 780 § 1). Δεν αποδίδονται αυτούσιες, αλλά αποδίδεται η αξία που είχαν κατά το χρόνο εισφοράς τους. Δεν αποδίδεται καμία αποζημίωση εφόσον το αντικείμενο της παροχής ήταν εργασία ή χρήση πράγματος. (ΑΚ 780 § 3).

Ε) Αν τα χρήματα της εταιρικής περιουσίας δεν επαρκούν για την εξόφληση των εταιρικών χρεών και την απόδοση των εισφορών, η εταιρική περιουσία ρευστοποιείται, μετατρέπεται δηλαδή σε χρήμα, στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών (ΑΚ 781 εδ. 1).

Στ) Την εξόφληση των χρεών και την απόδοση των εισφορών ακολουθεί η διανομή της εταιρικής περιουσίας που τυχόν απέμεινε (προϊόν εκκαθάρισης). Εκτός αντίθετης συμφωνίας το προϊόν της εκκαθάρισης διανέμεται στους εταίρους κατά το λόγο της συμμετοχής τους στα κέρδη (ΑΚ 782). Τα μη διαιρετέα αντικείμενα εκποιούνται και το ποσό μοιράζεται κατά τον παραπάνω λόγο, ενώ τα αντικείμενα που είναι δεκτικά αυτούσιας διανομής διανέμονται κατά τον προσήκοντα τρόπο.

Ζ) Σε περίπτωση που η εταιρική περιουσία δεν επαρκεί για την εξόφληση των εταιρικών χρεών και την απόδοση των εισφορών, οι εταίροι είναι υποχρεωμένοι να καλύψουν το έλλειμμα κατά λόγο της συμμετοχής τους στις ζημιές. Εφόσον η είσπραξη από τους εκκαθαριστές του ελλείμματος που αναλογεί σε έναν εταίρο δεν είναι δυνατή, ενέχονται κατά την ίδια αναλογία οι υπόλοιποι εταίροι (ΑΚ 783). Η διάταξη αφορά τις προς τα έσω σχέσεις των εταίρων, άρα δεν μπορούν να την επικαλεστούν οι εταιρικοί δανειστές.

Η κατά ΑΚ 759 ευθύνη των εταίρων απέναντι στους εταιρικούς δανειστές δεν παύει με την περάτωση της εταιρίας.

Στις αστικές εταιρίες με νομική προσωπικότητα εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 268 του νόμου 4072/2012 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ΑΚ για την εκκαθάριση.