Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρεία (ΙΚΕ)
Εισαγωγή
Η επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα διεξάγεται ως επί το πλείστον με μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Συνέβη το παράδοξο πολλές εξ αυτών να έχουν λάβει τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας, ενώ δεν αποκλείεται να ήταν ακόμη και οικογενειακού χαρακτήρα επιχειρήσεις. Επίσης, άλλες εξ αυτών έλαβαν τη μορφή της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, η οποία όμως δεν εκσυγχρονίσθηκε (π.χ. συμβολαιογραφική σύμπραξη, διπλή πλειοψηφία μετόχων και κεφαλαίου κλπ) και πλέον αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις σύγχρονες συναλλακτικές εξελίξεις. Οι αδυναμίες αυτές οδήγησαν στη δημιουργία της ΙΚΕ, που διακρίνεται για την απλότητα και την ευελιξία της.
Έχει χαρακτηριστικά τόσο κεφαλαιουχικής όσο και προσωπικής εταιρείας, αφού αφενός οι εταίροι δεν φέρουν προσωπική ευθύνη για τα χρέη της εταιρείας, αφετέρου η πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού γίνεται με τη συμβολή της προσωπικής εργασίας των εταίρων.
Η ίδρυσή της γίνεται μέσω της Υπηρεσίας Μιας Στάσης (άρθρο 5α ν. 3853/2010 και άρθρο 117 παρ. 3 ν. 4072/2012 και η ίδια ρυθμίζεται στα άρθρα 43-120 ν. 4072/2012.
Βασικά χαρακτηριστικά (άρθρο 43)
Η ΙΚΕ έχει νομική προσωπικότητα, την οποία αποκτά με τη σύστασή της και χάνει με την εκκαθάρισή της. Την εμπορική ιδιότητα την αποκτά εκ του τύπου της, χωρίς να απαιτείται η άσκηση εμπορικής δραστηριότητας.
Για τις εταιρικές υποχρεώσεις ευθύνεται μόνο το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, ενώ οι εταίροι δεν έχουν ούτε περιορισμένη ευθύνη.
Το ύψος του εταιρικού κεφαλαίου ορίζεται από τους εταίρους και μπορεί να είναι ακόμη και 1 Ευρώ.
Μπορεί να συσταθεί και ως μονοπρόσωπη ή να καταστεί μονοπρόσωπη, μετά τη συγκέντρωση όλων των εταιρικών μεριδίων σε έναν μέτοχο.
Για τη σύσταση της εταιρείας επιλέγεται είτε ιδιωτικός είτε συμβολαιογραφικός τύπος.
Τα έγγραφα της εταιρείας μπορεί να συντάσσονται και σε άλλη γλώσσα χώρας της Ε.Ε., πέραν της ελληνικής, αλλά δημοσιεύονται στο ΓΕΜΗ νόμιμα κυρωμένα και μεταφρασμένα.
Επωνυμία (άρθρο 44)
Η επωνυμία συνιστά υποχρεωτικό στοιχείο του καταστατικού της ΙΚΕ. Μπορεί να είναι είτε αντικειμενική, να σχηματίζεται δηλαδή από το αντικείμενο της εταιρείας, είτε υποκειμενική, να σχηματίζεται δηλαδή από το ονοματεπώνυμο ενός ή περισσότερων εταίρων. Επίσης, μπορεί να είναι και φανταστική, υπό την έννοια ότι μπορεί να σχηματίζεται και από φανταστικές εκφράσεις, αρκεί να παραπέμπει έστω συνειρμικά στο αντικείμενο της εταιρείας.
Στην επωνυμία πρέπει να περιλαμβάνονται οι λέξεις «ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία» ή η συντομογραφία ΙΚΕ, ενώ αν είναι μονοπρόσωπη, αναγράφεται στην επωνυμία.
Τα αντικείμενα της εταιρείας δεν χρειάζεται να αναφέρονται όλα, αλλά έστω το κυριότερο ή τα κυριότερα από αυτά, και σε περίπτωση προσθήκης νέου αντικειμένου, δεν χρειάζεται να τροποποιηθεί η επωνυμία.
Μπορεί, επίσης, να αποδίδεται η επωνυμία σε ξένη γλώσσα ή με λατινικούς χαρακτήρες.
Έδρα (άρθρο 45)
Η έδρα συνιστά στοιχείο του καταστατικού και πρέπει να είναι δήμος της Ελλάδας, ενώ δεν αποκλείεται η πραγματική έδρα της εταιρείας να είναι και στο εξωτερικό.
Είναι δυνατή η μεταφορά της έδρας σε άλλη χώρα του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, κατόπιν τήρησης των σχετικών διαδικασιών.
Διάρκεια (άρθρο 46)
Η διάρκεια της εταιρείας αποτελεί υποχρεωτικό στοιχείο του καταστατικού της ΙΚΕ. Μπορεί να είναι μόνο ορισμένου χρόνου, σύμφωνα με τα όσα προβλέπει το καταστατικό, ενώ, αν δεν υπάρχει πρόβλεψη, η διάρκειά της θεωρείται δωδεκαετής. Σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να λυθεί και πριν τη συμπλήρωση 12 ετών με απόφαση της εξαιρετικής συνέλευσης των εταιρικών μεριδίων και μάλιστα χωρίς τροποποίηση του καταστατικού. Εάν ορίζεται συγκεκριμένη διάρκεια, η εταιρεία μπορεί να λυθεί και νωρίτερα, μετά από απόφαση που λαμβάνεται από την εξαιρετική συνέλευση των 2/3 των εταιρικών μεριδίων και μετά από τροποποίηση του καταστατικού.
Εταιρική διαφάνεια (άρθρο 47)
Η διαφάνεια στην ΙΚΕ επιτυγχάνεται μέσω των δημοσιεύσεων που συντελούνται στο ΓΕΜΗ.
Για την προστασία των συναλλασσομένων επιβάλλεται η αναγραφή μιας σειράς στοιχείων της εταιρείας σε διάφορα έγγραφά της, αλλά και η διατήρηση ιστοσελίδας, όπου παρέχονται κρίσιμες πληροφορίες για την εταιρεία.
Η παράβαση των υποχρεώσεων διαφάνειας επιφέρει την ποινική ευθύνη κατά το άρθρο 119, ενώ δεν αποκλείεται η γέννηση αξίωσης αποζημίωσης από αδικοπραξία, εάν τρίτοι υποστούν ζημία από την μη τήρηση των διατάξεων περί διαφάνειας.
Επίλυση διαφορών (άρθρο 48)
Αρμόδιο για την επίλυση των διαφορών είναι το ειρηνοδικείο της έδρας της εταιρείας, που δικάζει κατά την εκούσια δικαιοδοσία.
Εντούτοις, γίνεται δεκτό ότι όταν πρόκειται για αγωγή για ευθύνη έναντι τρίτων, τηρούνται οι κοινές διατάξεις δικαιοδοσίας και η εκδίκαση γίνεται κατά την τακτική διαδικασία.
Είναι δυνατή η επίλυση των διαφορών και μέσω της διαιτησίας ή της διαδικασίας διαμεσολάβησης του ν. 3898/2010.
Η ιδρυτική πράξη (άρθρο 49)
Για την ίδρυση της ΙΚΕ μπορούν να συμπράξουν ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τα δε φυσικά πρόσωπα θα πρέπει να είναι δικαιοπρακτικά ικανά, ενώ τα νομικά πρόσωπα δεν απαιτείται να είναι εταιρείες του εμπορικού δικαίου.
Οι δημόσιοι υπάλληλοι και τα μέλη ΔΕΠ δεν μπορούν να μετέχουν στην ΙΚΕ, μπορούν, όμως, να μετέχουν δικηγόροι. Για τη σύμπραξη ανηλίκου απαιτείται η άδεια του δικαστηρίου.
Η ιδρυτική πράξη πρέπει να περιέχει το καταστατικό της εταιρείας, με το περιεχόμενο που ορίζεται στο άρθρο 50.
Περιεχόμενο του καταστατικού (άρθρο 50)
Στα αναγκαία στοιχεία του καταστατικού συγκαταλέγονται τα ατομικά στοιχεία των εταίρων, ο εταιρικός σκοπός, το κεφάλαιο και οι εισφορές των εταίρων, ο συνολικός αριθμός των εταιρικών μεριδίων, ο τρόπος διαχείρισης και εκπροσώπησης της εταιρείας, η διάρκειά της και μνεία ότι πρόκειται για ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία.
Τα εταιρικά μερίδια δεν συμπίπτουν με το ποσό της εισφοράς, δεδομένου ότι ενδέχεται να υπάρχουν εισφορές που δεν αποτυπώνονται στον ισολογισμό, όπως η προσωπική εργασία.
Οι εταίροι μπορούν στο καταστατικό να συμπεριλάβουν συμφωνίες που αποκλίνουν από τη νομοθετική ρύθμιση, αρκεί να μην προσκρούουν σε διάταξη αναγκαστικού δικαίου. Οι ρήτρες αυτές, όμως, αποτελούν εταιρικές και όχι εξωεταιρικές συμφωνίες, αφού ρυθμίζουν μόνο τις σχέσεις των εταίρων μεταξύ τους.
Δημοσιότητα Γ.Ε.ΜΗ. (άρθρο 52)
Με την καταχώρηση στο ΓΕΜΗ η εταιρεία αποκτά νομική προσωπικότητα.
Η εταιρεία δεν μπορεί να αντιτάξει στους καλόπιστους τρίτους κάθε μορφής γεγονότα και μεταβολές που καταχωρούνται υποχρεωτικά.
Οι τροποποιήσεις του καταστατικού υποβάλλονται στους κανόνες δημοσιότητας που προβλέπει ο ν. 4072/2012 μέσω της καταχώρησης στο ΓΕΜΗ και στο διαδικτυακό τόπο του ΓΕΜΗ.
Κήρυξη ακυρότητας της εταιρείας (άρθρο 53)
Πριν την καταχώρηση της ΙΚΕ στο ΓΕΜΗ δημιουργείται αστική εταιρεία με σκοπό τη σύσταση της ΙΚΕ, η οποία, εφόσον λειτούργησε, διέπεται από τις διατάξεις που διέπουν την αδημοσίευτη ομόρρυθμη εταιρεία.
Μετά την καταχώρηση της εταιρείας στο ΓΕΜΗ οι λόγοι που καθιστούν την εταιρεία ελαττωματική χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Στους λόγους ακυρότητας που οδηγούν σε λύση της εταιρείας και σε εκείνους που δεν δικαιολογούν τη λύση της. Ο νομοθέτης αποσκοπεί στον περιορισμό των λόγων που δικαιολογούν τη λύση της, με συνέπεια αυτή να επιτρέπεται μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις που αναφέρονται περιοριστικά, και συγκεκριμένα αν η εταιρεία συστήθηκε χωρίς έγγραφο, στο καταστατικό δεν αναφέρεται ο σκοπός της εταιρείας, η επωνυμία και το κεφάλαιό της, εάν ο σκοπός της εταιρείας είναι παράνομος ή αντίθετος στη δημόσια τάξη και εάν ο μοναδικός ιδρυτής είναι ανίκανος για δικαιοπραξία.
Η εταιρεία κηρύσσεται άκυρη με διαπλαστική απόφαση μετά την τελεσιδικία της, ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μέσα σε ένα έτος από την καταχώρησή της στο ΓΕΜΗ. Εντούτοις, η προθεσμία δεν ισχύει, εάν ο σκοπός αντιτίθεται στο νόμο ή τη δημόσια τάξη.
Το δικαστήριο μπορεί να τάξει εύλογη, τρίμηνη προθεσμία στην εταιρεία προς άρση των ελαττωμάτων.
Οι λόγοι ακυρότητας θεραπεύονται, εάν το καταστατικό τροποποιηθεί μέχρι τη συζήτηση της αίτησης και παύει να υπάρχει ο λόγος που συνιστούσε ελάττωμα.
Ευθύνη ιδρυτών (άρθρο 54)
Οι ιδρυτές που κατάρτισαν δικαιοπραξίες στο όνομα της εταιρείας πριν τη σύστασή της ευθύνονται για την εκπλήρωσή τους απεριόριστα και εις ολόκληρον. Συγκεκριμένα, υποχρεούνται σε εκπλήρωση της δικαιοπραξίας και δευτερογενώς σε αποζημίωση.
Η εταιρεία εντός τριών μηνών από τη σύστασή της μπορεί με πράξη του διαχειριστή της να αναλάβει (σύμφωνα με τις κοινές διατάξεις περί αναδοχής, άρθρο 441 επ. ΑΚ) όσες υποχρεώσεις αναλήφθηκαν ρητά για λογαριασμό της και, συνεπώς, πλέον ευθύνεται μόνο αυτή.
Διαχείριση (άρθρο 55)
Η διαχείριση και η εκπροσώπηση της ΙΚΕ διενεργείται από τον έναν ή περισσότερους διαχειριστές της εταιρείας. Διακρίνεται σε νόμιμη (άρθρο 56) και καταστατική (άρθρο 57) διαχείριση.
Η διαχείριση ανήκει κατ’ αρχήν στους εταίρους.
Η συνέλευση των εταίρων είναι το ανώτατο όργανο της εταιρείας που καθορίζει την εταιρική βούληση και ελέγχει τη διαχείριση.
Επομένως, τόσο η διαχείριση και εκπροσώπηση όσο και ο έλεγχος της διαχείρισης ανήκει στα ίδια όργανα.
Νόμιμη διαχείριση (άρθρο 56)
Αν το καταστατικό δεν περιέχει σχετική πρόβλεψη, η διαχείριση και εκπροσώπηση ανήκει στους εταίρους. Επομένως, αν η ΙΚΕ είναι μονοπρόσωπη, η διαχείριση είναι ατομική, ενώ όταν είναι πολυπρόσωπη, είναι συλλογική, με συνέπεια οι διαχειριστές να ενεργούν με βάση τους κανόνες των συλλογικών οργάνων, άρα αρκεί η πράξη διαχείρισης να αποφασίσθηκε κατά πλειοψηφία. Επομένως, πρόκειται για από κοινού διαχείριση όλων των εταίρων.
Η μειοψηφία των εταίρων δεν δεσμεύει την εταιρεία, με συνέπεια να πρόκειται για ψευδοαντιπροσώπευση και να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 229 επ. ΑΚ.
Αντιθέτως, σε περίπτωση που απαιτούνται επείγουσες πράξεις διαχείρισης, από την παράλειψη των οποίων απειλείται σοβαρή ζημία στην εταιρεία, κάθε εταίρος έχει υποχρέωση διαχείρισης, χωριστά, ειδοποιώντας τους λοιπούς εταίρους. Επομένως, επιτρέπεται η έκτακτη ενέργεια ενός μόνο εταίρου- διαχειριστή χωρίς τη συναίνεση των υπολοίπων για τη λήψη επείγοντος και εξασφαλιστικού για τα συμφέροντα της εταιρείας μέτρου. Αν, όμως, υπερέβη τη διαχειριστική του εξουσία και βαρύνεται με υπαιτιότητα, υποχρεούται σε αποζημίωση της εταιρείας για τη ζημία που τυχόν υπέστη.
Καταστατική διαχείριση (άρθρο 57)
Το καταστατικό μπορεί να ορίζει διαφορετικό τρόπο διαχείρισης από αυτόν που ορίζει το άρθρο 56. Μπορεί να αναθέτει τη διαχείριση σε έναν ή περισσότερους διαχειριστές για ορισμένο ή αόριστο χρόνο. Οι περισσότεροι διαχειριστές ενεργούν συλλογικά, άρα ούτε ατομικά, ούτε από κοινού, αλλά κατά πλειοψηφία, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στο καταστατικό.
Η καταστατική διαχείριση αντιτάσσεται έναντι των καλόπιστων τρίτων από τη δημοσίευση στο ΓΕΜΗ (άρθρο 63). Συγκεκριμένα, πρέπει να δημοσιεύεται οποιαδήποτε πράξη διορισμού, παραίτησης, ανάκλησης ή αντικατάστασης.
Η ιδιότητα του διαχειριστή λήγει σύμφωνα με το καταστατικό ή απόφαση της συνέλευσης ή με τη λύση της εταιρείας, καθώς και σε περίπτωση ανάκλησης (άρθρα 59 και 61), παραίτησης, θανάτου και ανικανότητας προς δικαιοπραξία.
Διαχειριστής (άρθρο 58)
Διαχειριστής της ΙΚΕ μπορεί να οριστεί μόνο φυσικό πρόσωπο. Εάν διοριστεί ως διαχειριστής νομικό πρόσωπο, αυτό θα πρέπει να ορίσει φυσικό πρόσωπο να ασκεί τις πράξεις διαχείρισης και εκπροσώπησης της ΙΚΕ. Το φυσικό αυτό πρόσωπο δεν είναι εντολοδόχος του ν.π., αλλά διαχειριστής της ΙΚΕ.
Διαχειριστής δεν μπορεί να διοριστεί δημόσιος υπάλληλος, μέλος ΔΕΠ, δικηγόρος, δικαστής, εισαγγελέας, ειρηνοδίκης κλπ.
Ο διαχειριστής θα πρέπει να έχει δικαιοπρακτική ικανότητα, αλλά δεν απαιτείται να έχει και εμπορική ικανότητα, αφού μόνο από τη διαχείριση δεν αποκτά την εμπορική ιδιότητα.
Διορισμός και ανάκληση διαχειριστή από εταίρο (άρθρο 60)
Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει ότι ένας ή περισσότεροι διαχειριστές θα διορίζονται και θα ανακαλούνται από συγκεκριμένο ή συγκεκριμένους εταίρους.
Σκοπός της διάταξης είναι η προσέλκυση σημαντικών εταίρων, που θα ήθελαν να εξασφαλίσουν τη συμμετοχή τους στη διαχείριση. Εντούτοις, οι διορισμένοι διαχειριστές δεν μπορούν να συνιστούν την πλειοψηφία των εταίρων, αφού κάτι τέτοιο θα στερούσε από τη συνέλευση των εταίρων το δικαίωμα οργάνωσης της εταιρείας.
Ο διορισμένος διαχειριστής δεν συνδέεται με οποιαδήποτε έννομη σχέση με τον εταίρο που τον διόρισε και δεν είναι πληρεξούσιός του, αλλά συνδέεται με οργανική σχέση με την εταιρεία.
Η θητεία του διορισμένου διαχειριστή ορίζεται από το καταστατικό, αλλά μπορεί να ανακληθεί με άτυπη δήλωση βούλησης από τον εταίρο που τον διόρισε και μάλιστα χωρίς να συντρέχει σπουδαίος λόγος. Η ανάκληση αντιτάσσεται έναντι των καλόπιστων τρίτων από τη δημοσίευση στο ΓΕΜΗ.
Αν ο εταίρος που τον διόρισε χάσει την ιδιότητά του ως εταίρου, ο διαχειριστής χάνει την ιδιότητά του. Επίσης, χάνει την ιδιότητά του λόγω παραίτησης, θανάτου ή ανικανότητας προς δικαιοπραξία.
Η ανάκληση πρέπει να συνοδεύεται από το διορισμό νέου διαχειριστή, ενώ, αν δεν υπάρχει διορισμός, η διαχείριση ενεργείται από τους υπόλοιπους καταστατικούς διαχειριστές.
Έλλειψη διαχειριστή (άρθρο 62)
Σε περίπτωση έλλειψης καταστατικού διαχειριστή, διορίζεται νέος καταστατικός διαχειριστής, και σε περίπτωση μη διορισμού, εφαρμόζεται η νόμιμη διαχείριση.
Εξουσίες και αμοιβή διαχειριστή (άρθρο 64)
Οι διαχειριστές αποτελούν όργανα διαχείρισης και εκπροσώπησης της εταιρείας και πραγμάτωσης του εταιρικού σκοπού.
Είναι αρμόδιοι να καταρτίζουν δικαιοπραξίες στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρείας, να την εκπροσωπούν ενώπιον των δικαστικών και εξωδικαστικών αρχών, να δέχονται μονομερείς δηλώσεις που απευθύνονται στην εταιρεία κλπ.
Οι πράξεις του διαχειριστή δεσμεύουν την εταιρεία έναντι τρίτων ακόμα και αν είναι εκτός του εταιρικού σκοπού. Κρίνεται inconcretoεάν η πράξη εξυπηρετεί τον εταιρικό σκοπό. Η εταιρεία δεν δεσμεύεται μόνο εάν αποδείξει ότι ο τρίτος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την υπέρβαση του εταιρικού σκοπού. Η γνώση τεκμαίρεται από το εάν η συγκεκριμένη πράξη διαχείρισης αναφέρεται στην εταιρική επωνυμία. Εάν η πράξη είναι πασιφανώς εκτός του εταιρικού σκοπού, δημιουργείται σε βάρος του τρίτου τεκμήριο γνώσης, που καλείται να το ανατρέψει.
Η εταιρεία δεν δεσμεύεται, εάν ο διαχειριστής ενήργησε σε θέματα για τα οποία η εξουσία ανήκει σε άλλα όργανα (π.χ. τροποποίηση καταστατικού, μετατροπή, συγχώνευση, μείωση κεφαλαίου κλπ).
Αν το καταστατικό για την κατάρτιση μιας σύμβασης απαιτεί τη σύμπραξη δύο ή περισσότερων διαχειριστών και δεν τηρηθεί η καταστατική διάταξη, η εταιρεία δεν δεσμεύεται. Το ίδιο ισχύει και εάν απαιτείται η σύμπραξη διαχειριστών για ανάληψη υποχρέωσης από αξιόγραφα.
Όταν η εταιρεία δεν δεσμεύεται, η σύμβαση που καταρτίζει ο διαχειριστής στο όνομά της παραμένει εκκρεμής για όσο χρονικό διάστημα η εταιρεία δεν δηλώνει τη συγκατάθεσή της. Ο τρίτος μπορεί να τάξει εύλογη προθεσμία προς έγκριση της δικαιοπραξίας (άρθρο 229 εδ. 2 ΑΚ) ή να υπαναχωρήσει από τη δικαιοπραξία (άρθρα 229-231 ΑΚ).
Οι διαχειριστές που υπερβαίνουν τη διαχειριστική εξουσία έχουν ευθύνη έναντι της εταιρείας για την υπέρβαση αυτή.
Εάν προβλέπεται στο καταστατικό, ο διαχειριστής μπορεί να ορίζει υποκατάστατο διαχειριστή, στον οποίο αναθέτει την άσκηση συγκεκριμένων εξουσιών. Οι εξουσίες μπορεί να προβλέπονται είτε στο καταστατικό είτε να εξειδικεύονται από το διαχειριστή. Ο διορισμός του υποκατάστατου διαχειριστή αντιτάσσεται έναντι των καλόπιστων τρίτων από τη δημοσίευση του διορισμού στο ΓΕΜΗ. Οι υποκατάστατοι διαχειριστές είναι όργανα της εταιρείας που εκφράζουν πρωτογενώς τη βούλησή της. Η ύπαρξη υποκατάστατου διαχειριστή δεν αποκλείει και δεν περιορίζει τη δυνατότητα δράσης του διαχειριστή. Ο υποκατάστατος μπορεί να ορίζει παραπέρα υποκατάστατο όργανο, αρκεί αυτό να μην απαγορεύεται στο καταστατικό και να το προβλέπει το διαχειριστικό όργανο της εταιρείας. Παράλληλα, συνεχίζουν να είναι όργανα διαχείρισης και να εκπροσωπούν και να δεσμεύουν την εταιρεία το διαχειριστικό όργανο και ο υποκατάστατος διαχειριστής.
Οι διαχειριστές δικαιούνται αμοιβή μόνο αν υπάρχει πρόβλεψη στο καταστατικό ή το αποφασίσει η συνέλευση των εταίρων.
Υποχρέωση πίστεως (άρθρο 65)
Βασική υποχρέωση των διαχειριστών είναι να πράττουν οτιδήποτε προωθεί τον εταιρικό σκοπό να αποφεύγουν την παρεμπόδιση της πραγμάτωσής του.
Ευθύνη διαχειριστή (άρθρο 67)
Ο διαχειριστής ευθύνεται έναντι της εταιρείας για υπαίτια παράβαση του νόμου για τις ΙΚΕ, του καταστατικού και των αποφάσεων των εταίρων.
Υφίσταται ευθύνη του διαχειριστή, όταν δεν τηρεί τους κανόνες επιμέλειας τους οποίους μπορεί και οφείλει με βάση την καλή πίστη. Αντιθέτως, δεν υφίσταται ευθύνη όταν ενεργεί σύμφωνα με απόφαση των εταίρων. Επίσης, δεν ευθύνεται, εάν οι πράξεις του αφορούν εύλογη επιχειρηματική απόφαση που λήφθηκε στο πλαίσιο της διακριτικής του ευχέρειας με καλή πίστη και με βάση επαρκείς πληροφορίες και αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση του εταιρικού συμφέροντος.
Η ευθύνη του διαχειριστή αποκλείεται, αν η συνήθης συνέλευση των εταίρων εγκρίνει τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις και τον απαλλάξει. Μάλιστα, η απόφαση δεσμεύει και τους εταίρους που είτε ήταν απόντες είτε καταψήφισαν την απαλλαγή.
Η άσκηση της αγωγής κατά του διαχειριστή μπορεί να ασκηθεί από οποιονδήποτε εταίρο ή διαχειριστή της εταιρείας.
Αρμοδιότητες των εταίρων (άρθρο 68)
Οι εταίροι είναι το ανώτατο όργανο της εταιρείας και αποφασίζουν για κάθε εταιρική υπόθεση, επομένως και για υποθέσεις που υπάγονται κατ’ αρχήν στην εξουσία του διαχειριστή. Οι αποφάσεις τους δεσμεύουν την εταιρεία, τους διαχειριστές και τους απόντες εταίρους.
Οι πράξεις που μπορούν να γίνουν μόνο από την συνέλευση των εταίρων είναι:
α) τροποποίηση του καταστατικού (εκτός των εξουσιών για τροποποίηση συγκεκριμένων διατάξεων που έχουν ανατεθεί στους διαχειριστές)
β) διορισμός και ανάκληση του διαχειριστή
γ) έγκριση ετήσιων οικονομικών καταστάσεων, διανομή κερδών, διορισμός ελεγκτή και απαλλαγή διαχειριστή
δ) αποκλεισμός εταίρου
ε) λύση της εταιρείας ή παράταση της διάρκειάς της
στ) μετατροπή και συγχώνευση της εταιρείας.
Η συνέλευση των εταίρων (άρθρο 69-73)
Οι αποφάσεις των εταίρων λαμβάνονται στο πλαίσιο των συνελεύσεών τους.
Οι συνελεύσεις διακρίνονται σε τακτικές και έκτακτες. Τακτικές είναι οι συνελεύσεις που έχουν ως αντικείμενο την έγκριση των οικονομικών καταστάσεων, τη διανομή κερδών και την απαλλαγή του διαχειριστή. Έκτακτες είναι οι συνελεύσεις που δεν συγκαλούνται σε συγκεκριμένα χρονικά σημεία ή με συγκεκριμένη θεματολογία, αλλά όταν πρόκειται να ληφθεί απόφαση για συγκεκριμένο θέμα.
Επίσης, διακρίνονται σε συνήθεις και εξαιρετικές. Συνήθεις είναι οι συνελεύσεις που ασχολούνται με θέματα μικρότερης σημασίας και αποφασίζουν με μικρή πλειοψηφία, ενώ οι εξαιρετικές ασχολούνται με θέματα μείζονος σημασίας και αποφασίζουν με αυξημένη πλειοψηφία.
Για να ληφθεί νόμιμη απόφαση, πρέπει να προηγηθεί νόμιμη σύγκληση και συγκρότηση της συνέλευσης (άρθρο 70).
Κάθε εταίρος έχει το αναφαίρετο δικαίωμα συμμετοχής στη συνέλευση για συζήτηση και ψήφιση των θεμάτων της συνέλευσης. Μπορεί να συμμετέχει στη συνέλευση αυτοπροσώπως ή με αντιπρόσωπο, ενώ ο αντιπρόσωπος δεν χρειάζεται να είναι εταίρος. Κάθε εταιρικό μερίδιο παρέχει δικαίωμα μιας ψήφου. Το καταστατικό μπορεί να θέτει μέγιστο όριο αριθμού ψήφων που μπορεί να έχει ένας εταίρος, ακόμη και αν έχει περισσότερα εταιρικά μερίδια. Το δικαίωμα ψήφου είναι αδιαίρετο, υπό την έννοια ότι ο εταίρος δεν μπορεί να ψηφίσει υπέρ διαφόρων προτάσεων, διασπώντας τα εταιρικά του μερίδια. Για τη λήψη αποφάσεων δεν απαιτείται απαρτία.
Η συνέλευση των εταίρων αποφασίζει κατ’ αρχήν με απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των εταιρικών μεριδίων και όχι μόνο όσων παρίστανται η αντιπροσωπεύονται στη συνέλευση. Για ορισμένα θέματα απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία των 2/3 του συνολικού αριθμού των εταιρικών μεριδίων (τροποποίηση καταστατικού, αποκλεισμός εταίρου, λύση της εταιρείας και παράταση της διάρκειάς της, μετατροπή, συγχώνευση και διάσπαση της εταιρείας). Το καταστατικό, εξάλλου, μπορεί να ορίζει ότι για ορισμένα θέματα απαιτείται η λήψη απόφασης με αυξημένη πλειοψηφία ή με ομοφωνία.
Εάν οι αποφάσεις είναι ομόφωνες, μπορούν να λαμβάνονται και χωρίς συνεδρίαση σε συνέλευση, δηλαδή με υπογραφή πρακτικού «δια περιφοράς».
Ελαττωματικές αποφάσεις των εταίρων (άρθρο 74)
Οι ελαττωματικές αποφάσεις των εταίρων διακρίνονται σε ακυρώσιμες και άκυρες. Στις ακυρώσιμες αποφάσεις το ελάττωμα προβάλλεται από τα νομιμοποιούμενα πρόσωπα. Στις άκυρες αποφάσεις η ακυρότητα είναι αυτοδίκαιη και προβάλλεται από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, ενώ λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο.
Οι ανυπόστατες αποφάσεις αντιμετωπίζονται ως ανύπαρκτες και δεν παράγουν οποιοδήποτε αποτέλεσμα.
Ακυρώσιμες είναι οι αποφάσεις που λήφθηκαν κατά παράβαση διατάξεων του νόμου ή του καταστατικού που αναφέρονται στον τρόπο λήψης των αποφάσεων και στη διαδικασία με την ευρεία έννοια του όρου, όπως π.χ. περιπτώσεις μη νόμιμης σύγκλησης ή συγκρότησης της συνέλευσης (σύγκληση από αναρμόδιο πρόσωπο, μη σαφής πρόσκληση, μη τήρηση προθεσμίας σύγκλησης, μη τήρηση ποσοστών πλειοψηφίας κλπ) ή περιπτώσεις λήψης αποφάσεων που δεν περιλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη ή περιπτώσεις καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος ψήφου ή περιπτώσεις κατά τις οποίες παραστάθηκαν στη συνέλευση και ψήφισαν μη νομιμοποιούμενα πρόσωπα, εφόσον οι ψήφοι τους προσμετρήθηκαν για τη λήψη μιας συγκεκριμένης απόφασης.
Η ακυρώσιμη απόφαση κηρύσσεται άκυρη μετά από αίτηση του διαχειριστή ή οποιουδήποτε εταίρου δεν παρέστη στην συνέλευση ή αντιτάχθηκε στη λήψη της απόφασης, η οποία υποβάλλεται εντός 4 μηνών από την καταχώρησή της στο βιβλίο πρακτικών. Μετά την πάροδο της τετράμηνης προθεσμίας η ακυρότητα θεραπεύεται. Από την ακύρωσή τους θεωρούνται άκυρες εξ υπαρχής και η απόφαση ισχύει έναντι πάντων.
Άκυρες είναι οι αποφάσεις που το περιεχόμενό τους είναι αντίθετες στο νόμο ή στο καταστατικό ή στα χρηστά ήθη, π.χ. αποφάσεις που προσβάλλουν δικαιώματα τρίτων ή της μειοψηφίας, τροποποιούν τον σκοπό του καταστατικού σε παράνομο, απαλλάσσουν το διαχειριστή χωρίς την προηγούμενη έγκριση των οικονομικών καταστάσεων κλπ. Η ακυρότητα λαμβάνεται κατ’ αρχήν υπόψη αυτεπάγγελτα. Προβλέπεται, επίσης, εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία από την καταχώριση της απόφασης στο βιβλίο πρακτικών (ειδικά για τους τρίτους από τη δημοσίευση της απόφασης στο ΓΕΜΗ), εντός της οποίας μπορεί να προβληθεί η ακυρότητα, ενώ μετά την πάροδό της η ακυρότητα θεραπεύεται αναδρομικά έναντι πάντων. Εντούτοις, δεν θεραπεύονται ακυρότητες που καθιστούν παράνομο τον σκοπό της εταιρείας ή όταν από την απόφαση προκύπτει διαρκής παραβίαση διατάξεων αναγκαστικού δικαίου.
Εταιρικά μερίδια (άρθρο 75)
Εταιρικό μερίδιο είναι το ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής κάποιου στην ΙΚΕ. Επίσης, το εταιρικό μερίδιο υποδηλώνει την εταιρική σχέση που συνδέει τον εταίρο με την εταιρεία, από την οποία απορρέει μια σειρά δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Κάθε εταίρος μετέχει στην εταιρεία με μία εταιρική συμμετοχή, που απαρτίζεται από ένα ή περισσότερα εταιρικά μερίδια, που είναι πάντοτε ονομαστικά.
Ο συνολικός αριθμός των εταιρικών μεριδίων αναγράφεται επί ποινή ακυρότητας στο καταστατικό της εταιρείας.
Η ελάχιστη ονομαστική αξία των εταιρικών μεριδίων είναι 1 ευρώ, ενώ δεν υπάρχει στο νόμο πρόβλεψη για το ανώτατο όριο της αξίας τους.
Ενώ τα εταιρικά μερίδια διέπονται κατ’ αρχήν από την αρχή της ισότητας, είναι δυνατή η αύξηση των δικαιωμάτων ή η επιβολή πρόσθετων υποχρεώσεων σε ορισμένα εταιρικά μερίδια.
Αν το εταιρικό μερίδιο περιέλθει σε περισσότερους δικαιούχους και προκύψει κοινωνία δικαιώματος, οι συνδικαιούχοι οφείλουν να υποδείξουν στην εταιρεία έναν κοινό εκπρόσωπο.
Εισφορές των εταίρων (άρθρα 76-82)
Τα εταιρικά μερίδια υποδηλώνουν την εισφορά που κάθε εταίρος αναλαμβάνει και εκπληρώνει στην εταιρεία.
Ο αριθμός των μεριδίων κάθε εταίρου βρίσκεται σε συνάρτηση με την αξία των εισφορών του.
Οι εισφορές μπορεί να είναι κεφαλαιακές, εξωκεφαλαιακές και εγγυητικές.
Κάθε εκδιδόμενο εταιρικό μερίδιο εκπροσωπεί μόνο ένα είδος εισφοράς, αλλά ο κάθε εταίρος μπορεί να έχει περισσότερα μερίδια που αντιπροσωπεύουν περισσότερα είδη εισφορών.
Οι κεφαλαιακές εισφορές συγκροτούν το κεφάλαιο της εταιρείας και είναι μετρητά ή είδος αποτιμητό σε χρήμα (π.χ. ακίνητα, εκχώρηση απαιτήσεων κλπ) (άρθρο 77). Οι κεφαλαιακές εισφορές πρέπει να καταβληθούν ολοσχερώς κατά την ίδρυση της εταιρείας ή κατά την αύξηση του κεφαλαίου.
Οι εξωκεφαλαιακές εισφορές συνίστανται σε παροχές διαρκείας που δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κεφαλαιουχικής εισφοράς, γιατί δεν μπορούν να εμφανισθούν στον ισολογισμό της εταιρείας για διάφορους λόγους και όχι αναγκαία γιατί δεν μπορούν να αποτιμηθούν (π.χ. παροχή εργασίας ή υπηρεσιών) (άρθρο 78). Ο εταίρος που αναλαμβάνει εξωκεφαλαιακές εισφορές δεν δικαιούται αμοιβής και, ειδικά για την περίπτωση παροχής εργασίας, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου.
Οι εγγυητικές εισφορές συνίστανται στην ανάληψη εγγυητικής ευθύνης έναντι τρίτων για χρέη, δηλαδή για χρηματικές μόνο υποχρεώσεις, της εταιρείας προς αυτούς (άρθρο 79). Η αξία κάθε εγγυητικής εισφοράς δεν μπορεί να υπερβαίνει το 75% του ποσού της ευθύνης. Η ευθύνη του εταίρου από την εγγυητική εισφορά παύει με την καταβολή στους εταιρικούς πιστωτές ποσού ίσου με το ανώτατο όριο ευθύνης.
Μεταβίβαση εν ζωή των εταιρικών μεριδίων (άρθρο 84)
Είναι δυνατή η μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων εν ζωή.
Τα στάδια της μεταβίβασης είναι τρία:
α) η έγγραφη σύμβαση, με την οποία επέρχεται η μεταβίβαση ή η επιβάρυνση μεταξύ των μερών
β) η έγγραφη γνωστοποίηση της μεταβίβασης στην εταιρεία
γ) η άμεση καταχώριση της μεταβίβασης στο βιβλίο εταίρων, οπότε και
επιφέρει τα αποτελέσματά της η μεταβίβαση έναντι των τρίτων.
Το καταστατικό μπορεί να θέτει περιορισμούς για τη μεταβίβαση, π.χ. εξαρτώντας την από την ομόφωνη συμφωνία των λοιπών εταίρων ή αποκλείοντάς την για ορισμένο ή αόριστο χρόνο. Επίσης, μπορεί να προβλέπει δικαίωμα προτίμησης σε περίπτωση που κάποιος εταίρος επιθυμεί να μεταβιβάσει το μερίδιό του.
Πριν τη μεταβίβαση υποβάλλεται δήλωση φόρου με συντελεστή 20% επί του κέρδους ή της ωφέλειας που αποκτά ο μεταβιβάζων.
Μεταβίβαση αιτία θανάτου των εταιρικών μεριδίων (άρθρο 85)
Τα εταιρικά μερίδια μπορεί να μεταβιβαστούν και αιτία θανάτου. Η μεταβίβαση επέρχεται με την επαγωγή της κληρονομίας, ενώ για την εταιρεία επέρχεται με την καταχώρηση στο βιβλίο των εταίρων.
Ο κληρονόμος υπεισέρχεται στη θέση του θανόντος και φέρει τις ίδιες υποχρεώσεις και την ευθύνη που απορρέουν από τα μερίδια που κληρονόμησε.
Το καταστατικό δεν μπορεί να περιέχει διάταξη με την οποία αποκλείεται η μεταβίβαση αιτία θανάτου. Μπορεί, όμως, να ορίζει ότι τα εταιρικά μερίδια του θανόντος θα εξαγοράζονται αντί πλήρους τιμήματος από πρόσωπο που θα ορίζεται από την εταιρεία, εταίρο, τρίτο ή δικαστήριο.
Ίδια μερίδια (άρθρο 87)
Η εταιρεία δεν επιτρέπεται να αποκτά δικά της εταιρικά μερίδια, άμεσα ή έμμεσα (όταν, δηλαδή, η απόκτηση γίνεται από πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό της εταιρείας).
Αν αυτό ήταν επιτρεπτό, τότε θα ελαττωνόταν η εταιρική περιουσία, στο μέτρο που αυτή θα ήταν ενσωματωμένη στο αποκτώμενα από την εταιρεία μερίδια. Στην εταιρεία δεν θα εισέρχονταν περιουσιακά στοιχεία, αφού θα συνέπιπτε στο ίδιο πρόσωπο η ιδιότητα του δανειστή και του οφειλέτη προς κάλυψη του κεφαλαίου εισφορών.
Κατάσχεση εταιρικών μεριδίων (άρθρο 88)
Το εταιρικό μερίδιο είναι πάντοτε δυνατό να αποτελέσει αντικείμενο κατάσχεσης από τους ατομικούς δανειστές του εταίρου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1022 επ. ΚΠολΔ.
Η κατάσχεση εξαρτάται από την άδεια του δικαστηρίου, και συγκεκριμένα εξαρτάται από απόφαση του Ειρηνοδικείου της έδρας της εταιρείας, που δικάζει σύμφωνα με την εκούσια δικαιοδοσία. Η κατάσχεση δεν επιτρέπεται να παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, επιτρέπεται δηλαδή σε περίπτωση που τα εταιρικά μερίδια αποτελούν τα μόνα ή τουλάχιστον τα σπουδαιότερα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, καθώς με την κατάσχεση υπεισέρχεται στην εταιρεία τρίτος και έτσι αλλοιώνεται ο προσωπικός χαρακτήρας που ενυπάρχει στην ΙΚΕ.
Είσοδος νέου εταίρου (άρθρο 89)
Η εταιρική ιδιότητα δύναται να αποκτηθεί παράγωγα, όταν γίνεται μέσω της μεταβίβασης εταιρικών μεριδίων.
Η είσοδος νέου εταίρου προϋποθέτει ομόφωνη απόφαση των λοιπών εταίρων, εκτός αν προβλέπει διαφορετικά το καταστατικό της εταιρείας.
Αύξηση κεφαλαίου (άρθρο 90)
Η αύξηση κεφαλαίου στην ΙΚΕ μόνο προαιρετική μπορεί να είναι.
Η αύξηση προϋποθέτει απόφαση των εταίρων που λαμβάνεται με αυξημένη πλειοψηφία των 2/3 του συνολικού αριθμού των εταιρικών μεριδίων.
Η απόφαση καταχωρείται στο ΓΕΜΗ και από τη δημοσίευση ξεκινά το εικοσαήμερο για την άσκηση του δικαιώματος προτίμησης.
Μείωση κεφαλαίου (άρθρο 91)
Η μείωση του κεφαλαίου είναι κατ’ αρχήν προαιρετική και αποφασίζεται από την εταιρεία κατά βούληση. Η μείωση αποφασίζεται όταν η δεσμευμένη μέσω του κεφαλαίου περιουσία δεν είναι αναγκαία για την άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Η μείωση αποφασίζεται με πλειοψηφία των 2/3 του συνολικού αριθμού των εταιρικών μεριδίων, εάν το καταστατικό δεν ορίζει μεγαλύτερη πλειοψηφία. Η μείωση γίνεται με τροποποίηση του καταστατικού και δημοσίευση στο ΓΕΜΗ, που έχει συστατικό χαρακτήρα.
Η μείωση είναι υποχρεωτική λόγω εξόδου του εταίρου από την εταιρεία και σε περίπτωση μη ολοσχερούς καταβολής του κεφαλαίου της αύξησης.
Η μείωση γίνεται μέσω της ακύρωσης των εταιρικών μεριδίων και όχι με μείωση της ονομαστικής αξίας των μεριδίων, εκτός εάν αυτό αποφασιστεί ομόφωνα από τους εταίρους.
Έξοδος εταίρου (άρθρο 92)
Η έξοδος του εταίρου από την εταιρεία μπορεί να στηρίζεται σε καταστατική διάταξη ή σε δικαστική απόφαση και καταλαμβάνει όλους τους εταίρους.
Το καταστατικό μπορεί να περιλαμβάνει διατάξεις που προβλέπουν μονομερές δικαίωμα των εταίρων να εξέρχονται της εταιρείας, ορίζοντας και τις προϋποθέσεις εξόδου.
Μετά την έξοδο του εταίρου ο διαχειριστής οφείλει να προβεί σε ακύρωση των μεριδίων του εξερχόμενου εταίρου και να αναπροσαρμόσει τον συνολικό αριθμό των εταιρικών μεριδίων με σχετική καταχώρηση στο ΓΕΜΗ.
Αποκλεισμός εταίρου (άρθρο 93)
Ο εταίρος μπορεί να αποκλειστεί από την εταιρεία, εφόσον υφίσταται σπουδαίος λόγος, η απόφαση ληφθεί από την συνήθη συνέλευση των εταίρων και εγκριθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση.
Σπουδαίος λόγος υφίσταται όταν η συμπεριφορά ενός εταίρου έχει καταστήσει δυσβάστακτη τη συνεργασία του με τους άλλους εταίρους, με συνέπεια να κινδυνεύει η ομαλή λειτουργία ή υπόστασή της.
Η αίτηση κατατίθεται από τον διαχειριστή ή άλλο εταίρο στο Ειρηνοδικείο της έδρας της εταιρείας, το οποίο δικάζει κατά την εκούσια δικαιοδοσία, εντός 60 ημερών από τη λήψη της απόφασης των εταίρων, ενώ δεν αποκλείεται και η έκδοση προσωρινής διαταγής.
Ο αποκλεισμένος εταίρος έχει αξίωση καταβολής της αξίας των εταιρικών μεριδίων του.
Δικαιώματα και υποχρεώσεις των εταίρων (άρθρο 94)
Πέραν των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ο νόμος προβλέπει, το καταστατικό μπορεί να προβλέπει και άλλα δικαιώματα και υποχρεώσεις, που αποτελούν εταιρικές και όχι εξωεταιρικές συμφωνίες και είναι έγκυρες, εφόσον δεν προσκρούουν σε διατάξεις αναγκαστικού δικαίου.
Τα εταιρικά μερίδια παρέχουν ίσα δικαιώματα και ίσες υποχρεώσεις, εκτός αν υπάρχει διαφορετική συμφωνία στο καταστατικό.
Τα περιουσιακά δικαιώματα των εταίρων είναι το δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη της εταιρείας (άρθρο 100) και στο προϊόν της εκκαθάρισης (άρθρο 105).
Τα διοικητικά δικαιώματα συνίστανται στο δικαίωμα συμμετοχής και ψήφισης στις συνελεύσεις των εταίρων, στο δικαίωμα συμμετοχής στη διαχείριση της εταιρείας και στο δικαίωμα παροχής πληροφοριών για την πορεία των υποθέσεων.
Επίσης, το άρθρο 94 παρ. 4 παρέχει το δικαίωμα στη μειοψηφία του 1/10 του εταιρικού κεφαλαίου να αιτηθεί από το δικαστήριο το διορισμό ανεξάρτητου ορκωτού ελεγκτή, για να ερευνήσει σοβαρές υπόνοιες παράβασης του νόμου ή του καταστατικού, ο οποίος θα γνωστοποιήσει εν συνεχεία το πόρισμά του και, ανάλογα με το περιεχόμενό του, είναι δυνατή η αναζήτηση ευθυνών κατά της εταιρείας και κυρίως κατά του διαχειριστή.
Μεταξύ των υποχρεώσεων των εταίρων συγκαταλέγονται η υποχρέωση καταβολής της εισφοράς, η υποχρέωση πίστης έναντι της εταιρείας και των λοιπών εταίρων και η υποχρέωση συμμετοχής στην άσκηση της διαχείρισης.
Εταιρεία σε κατάσταση επαπειλούμενης αδυναμίας εκπλήρωσης (άρθρο 102)
Κάθε οφειλέτης μπορεί να περιέλθει σε κατάσταση επαπειλούμενης αδυναμίας εκπλήρωσης των οφειλών του, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 ΠτωχΚ, όταν δηλαδή βάσιμα και αντικειμενικά εκτιμά ότι προσεχώς θα βρεθεί σε δύσκολη θέση και θα αδυνατεί να εκπληρώσει και να εξοφλήσει τις υφιστάμενες ληξιπρόθεσμες χρηματικές οφειλές του. Σε αυτήν την περίπτωση, δύναται ο οφειλέτης να ζητήσει την κήρυξή του σε πτώχευση.
Η δυνατότητα αυτή προβλέπεται ρητά και για την περίπτωση της ΙΚΕ, οπότε ο διαχειριστής μπορεί να συγκαλέσει συνέλευση των εταίρων, η οποία θα αποφασίσει την υποβολή αίτησης πτώχευσης με πλειοψηφία των 2/3 των εταιρικών μεριδίων.
Λόγοι λύσης της εταιρείας (άρθρο 103)
Η ΙΚΕ, ενόψει και του κεφαλαιουχικού της χαρακτήρα, δεν λύνεται εξαιτίας γεγονότων που επέρχονται στο πρόσωπο κάποιου εταίρου. Λύνεται για τους συγκεκριμένους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 103, ενώ το καταστατικό μπορεί να προσθέσει και άλλους λόγους λύσης (π.χ. να προβλέψει κατ’ εξαίρεση τη λύση για λόγους που επέρχονται στο πρόσωπο κάποιου εταίρου). Οι κατά νόμο λόγοι λύσης της ΙΚΕ είναι:
- Η απόφαση της εξαιρετικής συνέλευσης των εταίρων για πρόωρη λύση, η οποία τροποποιεί το καταστατικό και υπόκειται σε δημοσίευση στο ΓΕΜΗ.
- Η πάροδος του χρόνου διάρκειας της εταιρείας. Μπορεί να αποφασιστεί με εξαιρετική πλειοψηφία των 2/3 των εταιρικών μεριδίων η παράταση της διάρκειάς της, η οποία, όμως, πρέπει να δημοσιευθεί στο ΓΕΜΗ πριν τη λήξη, καθώς αποκλείεται σιωπηρή παράτασή της.
- Η κήρυξη της εταιρείας σε πτώχευση. Έναντι των τρίτων αντιτάσσεται από τη δημοσίευση στο ΓΕΜΗ. Τη διοίκηση και διαχείριση της εταιρείας αναλαμβάνει πλέον ο σύνδικος (άρθρο 17 παρ. 1 ν. 3588/2007), ενώ δεν αποκλείεται το δικαστήριο να αναθέσει κατ’ εξαίρεση τη διαχείριση στην ίδια την εταιρεία.
- Η κήρυξη της ακυρότητας ελαττωματικής εταιρείας.
Εκκαθάριση (άρθρο 104)
Μετά τη λύση της εταιρείας (με την εξαίρεση της περίπτωσης της πτώχευσης) η εταιρεία εισέρχεται αναγκαστικά στο στάδιο της εκκαθάρισης και η δραστηριότητά της περιορίζεται στη διεκπεραίωση των πράξεων που είναι αναγκαίες για την εκκαθάριση. Η εταιρεία συνεχίζει να υπάρχει ως νομικό πρόσωπο. Διατηρεί την επωνυμία της, στην οποία προστίθενται οι λέξεις «υπό εκκαθάριση».
Τα όργανα της εταιρείας διατηρούνται, αλλά οι διαχειριστές αντικαθίστανται από τους εκκαθαριστές.
Εκκαθαριστές διορίζονται κατ’ αρχήν οι διαχειριστές, εκτός αν η συνέλευση των εταίρων με πλειοψηφία 2/3 των εταιρικών μεριδίων διορίσει άλλο πρόσωπο. Η σχετική απόφαση υπόκειται στη δημοσίευση στο ΓΕΜΗ.
Μετατροπή και συγχώνευση (άρθρα 106-107)
Μετατροπή ή μετασχηματισμός είναι η μεταβολή στον τύπο ή στη μορφή της εταιρείας με τροποποίηση του καταστατικού της. Αποφασίζεται από την εξαιρετική συνέλευση με αυξημένη απόφαση των 2/3 των εταιρικών μεριδίων και υπόκειται στην υποχρέωση δημοσιότητας στο ΓΕΜΗ.
Η ΙΚΕ μπορεί να μετατραπεί σε όλους τους άλλες εταιρικούς τύπους, δηλαδή σε ΟΕ, ΕΕ, ΑΕ, ΕΠΕ και συνεταιρισμό.
Δεν πρόκειται για μια νέα εταιρεία. Έχουμε οιονεί καθολική διαδοχή, με την έννοια ότι η εταιρεία που προέρχεται από τη μετατροπή υπεισέρχεται αυτοδίκαια στα δικαιώματα, τις έννομες σχέσεις και τις υποχρεώσεις της μετασχηματιζόμενης εταιρείας.
Οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται, χωρίς να επέρχεται βίαιη διακοπή τους.
Τα δικαιώματα των δανειστών διατηρούνται αναλλοίωτα.
Οι εργασιακές σχέσεις δεν μεταβάλλονται και μάλιστα χωρίς να απαιτείται η συναίνεση των εργαζομένων.
Η αναγκαστική εκτέλεση συνεχίζεται χωρίς καμία διατύπωση κατά της εταιρείας που προήλθε από το μετασχηματισμό.
Η επωνυμία πλέον διέπεται από τις διατάξεις που ρυθμίζουν τον τύπο της μετασχηματισθείσας εταιρείας.
Η συγχώνευση είναι η διαδικασία με την οποία επιτυγχάνεται η απόκτηση με οιονεί καθολική διαδοχή από υφιστάμενη ή νεοϊδρυόμενη εταιρεία των περιουσιακών στοιχείων άλλης ή άλλων εταιρειών, οι οποίες λύνονται με τη σχετική καταχώρηση στο ΓΕΜΗ και περατώνονται χωρίς εκκαθάριση. Επέρχεται αυτοδίκαιη μεταβίβαση των δικαιωμάτων, των υποχρεώσεων, των μη προσωποπαγών σχέσεων και της περιουσίας των επιμέρους εταιρειών στην ενιαία απορροφώσα εταιρεία.
Οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται από τη διάδοχο εταιρεία, χωρίς να επέρχεται διακοπή τους.
Εκτελεστοί τίτλοι υπέρ και κατά των συγχωνευόμενων εταιρειών εκτελούνται υπέρ και κατά της εταιρείας που προήλθε από τη συγχώνευση.
Η συγχώνευση των ΙΚΕ γίνεται είτε με απορρόφηση είτε με σύσταση νέας εταιρείας.