Η ΑΠΟΦΑΣΗ Δ.Ε.Κ. C-224/01 της 30.9.2003 υπόθεση Köbler, ΑΓΩΓΗ, ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΠΡΑΞΕΙΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ, ΔΙΚΑΣΤΕΣ,

Δ.Ε.Ε

Η ΑΠΟΦΑΣΗ Δ.Ε.Κ. C-224/01 της 30.9.2003 (υπόθεση Köbler).
Ιστορικό: O Gerhard Köbler, διορίστηκε ως τακτικός καθηγητής σε Πανεπιστήμιο της Αυστρίας το 1986, συνδεόμενος με σχέση δημοσίου δικαίου με το αυστριακό δημόσιο. Κατά το διορισμό του έλαβε τις αποδοχές τακτικού καθηγητή προσαυξημένες με το επίδομα αρχαιότητας (χρονοεπίδομα) που προβλέπεται από το άρθρο 50 παρ. 4 του αυστριακού νόμου περί μισθολογίου (Gehaltgesetz). Το έτος 1995 ζήτησε να του χορηγηθεί το προβλεπόμενο από το άρθρο 50 bis παρ. 1 του ίδιου νόμου ειδικό επίδομα αρχαιότητας, το οποίο χορηγείται σε πανεπιστημιακούς που: α) έχουν συμπληρώσει 15ετή υπηρεσία σε αυστριακά πανεπιστήμια και β) λαμβάνουν επί 4 έτη το (κανονικό) επίδομα αρχαιότητας του άρθρου 50 παρ. 4. Αυτός υποστήριξε ότι συμπληρώνει 15ετή υπηρεσία, αφού δικαιούται να προσμετρήσει στην υπηρεσία του σε αυστριακά πανεπιστήμια και εκείνη που πραγματοποίησε σε πανεπιστήμια άλλων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η δε προϋπόθεση που τάσσεται από τη σχετική διάταξη για συμπλήρωση της 15ετίας αποκλειστικά σε αυστριακά πανεπιστημιακά ιδρύματα συνιστά έμμεση διάκριση που δεν είναι συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο . Στο πλαίσιο της διαφοράς που ανέκυψε από την ως άνω αξίωση,  η υπόθεση έφθασε τελικώς στο  ανώτατο διοικητικό δικαστήριο (Verwaltungsgerichtshof), το οποίο το έτος 1997 απηύθυνε προδικαστικό ερώτημα στο  Δ.Ε.Κ.,  ο  γραμματέας του  οποίου  ζήτησε  διευκρινίσεις  αν  εμμένει  στο προδικαστικό ερώτημα, ενόψει της απόφασης της 15.1.98 επί της υπόθεσης C-15/96 (Schöning-Κουγεβετοπούλου). Ενόψει αυτής της νομολογίας του Δ.Ε.Κ., το ανώτατο αυστριακό διοικητικό δικαστήριο , αφού προηγουμένως ζήτησε από τους διαδίκους να διατυπώσουν τις απόψεις τους , με την παρατήρηση ότι το νομικό ζήτημα (που αποτελούσε το αντικείμενο της προδικαστικής παραπομπής ) είχε επιλυθεί υπέρ της απόψεως του G. Köbler,  με απόφαση του της 24/6/1998 ανακάλεσε την  αίτηση  για έκδοση προδικαστικής  απόφασης και  έκρινε  ότι η προσφυγή του ήταν νόμω αβάσιμη , καθόσον το ειδικό επίδομα αρχαιότητας συνιστά ένα είδος ανταμοιβής για την επίδειξη πίστεως στον εργοδότη , που δικαιολογεί την απόκλιση   από   τις   διατάξεις   περί   ελεύθερης   κυκλοφορίας   των   εργαζομένων (μεταβάλλοντας την αρχική του θέση ότι αποτελεί τμήμα των τακτικών αποδοχών ) . Μετά    απ’    αυτό    ο    Köbler    άσκησε    στο    πρωτοδικείο  (Landesgericht fur Zivilrechtssachen Wien) αγωγή αποζημίωσης κατά του Αυστριακού Δημοσίου, υποστηρίζοντας ότι το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο με την από 24/6/98 απόφαση του παραβίασε τις κοινοτικές διατάξεις, όπως τις είχε ερμηνεύσει το ΔΕΚ , το οποίο έκρινε ότι το ειδικό επίδομα αρχαιότητας δεν αποτελεί ανταμοιβή για την επίδειξη πίστεως. Το εναγόμενο, αντίθετα, υποστήριξε ότι τέτοια παραβίαση δεν είχε λάβει χώρα  και  ότι -εν πάση περιπτώσει- από  την  απόφαση  του   ανώτατου  αυτού δικαστηρίου , που έκρινε σε τελευταίο βαθμό , δεν μπορούσε να γεννηθεί υποχρέωση του δημοσίου για αποζημίωση .Με τα δεδομένα αυτά το τελευταίο αυτό δικαστήριο απηύθυνε  στο   ΔΕΚ   αίτημα για  έκδοση  προδικαστικής  απόφασης   με  τα  εξής προδικαστικά ερωτήματα : 1) Η νομολογία του ΔΕΚ. κατά την οποία είναι αδιάφορο για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης του δημοσίου λόγω παραβίασης του κοινοτικού δικαίου ποιο όργανο του κράτους-μέλους διέπραξε την παραβίαση (δ) έχει εφαρμογή και   στην  περίπτωση   κατά   την   οποία  η   αντίθετη   προς  το   κοινοτικό   δίκαιο συμπεριφορά εκδηλώνεται με απόφαση ανωτάτου δικαστηρίου κράτους-μέλους ; 2) Η νομολογία του Δ.Ε.Κ. , κατά την οποία εναπόκειται στα εθνικά δίκαια να ορίσουν τα δικαστήρια που είναι αρμόδια να εξετάζουν τις διαφορές που αφορούν ατομικά δικαιώματα προστατευόμενα από το κοινοτικό δίκαιο , έχει εφαρμογή και στις περιπτώσεις που αναφέρονται παραπάνω υπό 1 ; 3) Η νομική άποψη που εκφράστηκε από το  ανώτατο  διοικητικό  δικαστήριο  (για τη  φύση  του  ειδικού επιδόματος αρχαιότητας) αντιβαίνει σε άμεσα εφαρμοστέο κανόνα του κοινοτικού δικαίου ιδίως
 
στο άρθρο 39 (πρώην 48) της Συν. και στην πάγια νομολογία του Δ.Ε.Κ. ; 4) Σε καταφατική περίπτωση , η παραβίαση αυτή θεμελιώνει αποζημιωτική αξίωση του ενάγοντος ; και 5) Σε καταφατική περίπτωση , έχει το Δ.Ε.Κ. όλα τα απαιτούμενα στοιχεία ώστε να κρίνει αν το ανώτατο διοικητικό αυστριακό δικαστήριο υπερέβη προδήλως και κατάφωρα τα περιθώρια της διακριτικής ευχέρειας ή επαφίεται τούτο στην κρίση του αιτούντος αυστριακού πρωτοδικείου ;
Η απάντηση του Δ.Ε.Κ. : Επί των δύο πρώτων ερωτημάτων το Δικαστήριο επανέλαβε τις θέσεις που διατύπωσε με προηγούμενη νομολογία του (13), ότι η αρχή της ευθύνης των κρατών-μελών για ζημίες που προκαλούνται σε ιδιώτες από παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου είναι σύμφυτη με το σύστημα της Συνθήκης , καθώς και ότι η αρχή αυτή ισχύει ανεξάρτητα του ποιο κρατικό όργανο προκαλεί την παραβίαση , δηλαδή ασχέτως του αν η ζημιογόνος δράση είναι καταλογιστέα στη νομοθετική , δικαστική ή εκτελεστική εξουσία . Η προστασία των δικαιωμάτων που έλκουν οι ιδιώτες από τις κοινοτικές διατάξεις θα ατονούσε , αν δεν παρεχόταν σ’ αυτούς η δυνατότητα , υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να ζητούν αποζημίωση όταν θίγονται   τα   δικαιώματα   αυτά   από   παραβίαση   που   αποδίδεται   σε   απόφαση δικαστηρίου κράτους-μέλους που δικάζει σε τελευταίο βαθμό , δεδομένου ότι , εφόσον η απόφαση αυτή είναι αμετάκλητη , δεν υπάρχει άλλος τρόπος (πλην της άσκησης αποζημιωτικής αγωγής) για την προστασία των ως άνω δικαιωμάτων. Ιδιαίτερο νομικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σκέψεις του Δικαστηρίου επί των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν από τους υποστηρικτές του ότι δεν είναι δυνατή η αποδοχή της εφαρμογής της αρχής της ευθύνης του Δημοσίου για παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου καταλογιστέες σε απόφαση δικαστηρίου που κρίνει σε τελευταίο βαθμό . Με απολύτως πειστική αιτιολογία το Δ.Ε.Κ. αποφάνθηκε ότι η άσκηση της σχετικής αγωγής αποζημίωσης δεν θίγει το δεδικασμένο που πηγάζει από τις δυναστικές αποφάσεις (14) ούτε ή άσκηση αυτής συνεπάγεται ιδιαίτερους κινδύνους αμφισβήτησης του κύρους και της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης γενικότερα ή του
δικαιοδοτικού οργάνου που εξέδωσε τη συγκεκριμένη δικαστική απόφαση . Αντίθετα, η διαπίστωση ότι στα πλαίσια ένδικου βοηθήματος παρέχεται η δυνατότητα αποκατάστασης των επιζήμιων συνεπειών από μια «πεπλανημένη» αμετάκλητη απόφαση , μπορεί να θεωρηθεί ότι ενισχύει την ποιότητα της έννομης τάξης και τελικώς το κύρος της δικαστικής εξουσίας . Περαιτέρω , το Δικαστήριο , δεχόμενο ότι η αρχή της αστικής ευθύνης από δικαστικές αποφάσεις έχει γίνει δεκτή από τα περισσότερα κράτη μέλη, έστω και υπό περιοριστικές και ετερόκλητες προϋποθέσεις (15), επικαλείται αντίστοιχη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιοτάτων (16) , με την οποία κρίθηκε ότι δικαιούται αποζημίωση ο πολίτης του οποίου προσβλήθηκε θεμελιώδες δικαίωμα   προστατευόμενο από την ΕΣΔΑ   ακόμη  και  όταν  η  προσβολή   έλαβε  χώρα  με  δικαστική   απόφαση   . Αναφορικά , εξάλλου , με το σοβαρό προβληματισμό που διατυπώθηκε στη δίκη απο ,α κράτη -μέλη ως προς το ποιο είναι το αρμόδιο δικαστήριο να δικάσει τη σχετική αγωγή   αποζημίωσης   με   την   οποία   αμφισβητείται   η   νομιμότητα   απόφασης δικαστηρίου που κρίνει σε τελευταίο βαθμό , το Δ.Ε.Κ.   έκρινε ότι επαφίεται στις εθνικές νομοθεσίες ο καθορισμός των σχετικών δικονομικών ρυθμίσεων (ένοικο βοήθημα , αρμόδιο δικαστήριο κλπ.) , περιοριζόμενο να τονίσει ότι δεν επιτρέπεται να τεθεί σε κίνδυνο η εφαρμογή της προαναφερόμενης αρχής από την έλλειψη αρμοδίου δικαστηρίου.
Όσον αφορά τις προϋποθέσεις
υπό τις οποίες θεμελιώνεται η αποζημιωτική ευθύνη του κράτους μέλους, το ΔΕΚ επανέλαβε όσα είχε διατυπώσει σε προηγούμενες αποφάσεις του (8), δηλαδή ότι στοιχειοθετείται τέτοια ευθύνη όταν: α) ο παραβιαζόμενος κανόνας αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων σε πολίτες, β) η παραβίαση είναι κατάφωρη και γ) υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβίασης της υποχρέωσης του κράτοςυ και της ζημίας του ιδιώτη, χωρίς όμως να αποκλείει τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης υπό λιγότερο περιοριστικές προϋποθέσεις, αν τούτο επιτρέπεται από τις εθνικές νομοθεσίες. Σχετικά με τη δεύτερη από τις προϋποθέσεις αυτές, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι, ενόψει της ιδιομορφίας του δικαστικού λειτουργήματος και της αρχής της ασφάλειας του δικαίου, η σχετικής ευθύνη πρέπει να θεμελιώνεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις της πρόδηλης παραβίασης από το εθνικό δικαστήριο του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, την οποία –πάντως- συνιστά η προφανής αντίθεση με τη νομολογία του ΔΕΚ.

Επί του τρίτου ερωτήματος, που αναφέρεται στην ουσία της διαφοράς και ειδικότερα στο αν είναι συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο η κρίση του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου της Αυστρίας (περί της νομικής φύσης του ειδικού επιδόματος), το ΔΕΚ έκρινε ότι μια διάταξη που αποκλείει τη δυνατότητα συνυπολογισμού της υπηρεσίας που διανύθηκε σε άλλα κράτη-μέλη (όπως αυτή του άρθρου 50 bis παρ. 1 του αυστριακού νόμου περί μισθολογίου) είναι ικανή να παρακωλύσει διττώς την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, κατά παράβαση του άρθρου 39 της Συνθήκης, αφού και τους κατοίκους της Αυστρίας εμποδίζει να εγκαταλείψουν τη χώρα και να εργαστούν σε άλλο κράτος-μέλος για το λόγο ότι επιστρέφοντας στην Αυστρία δεν θα μπορούν να προσμετρήσουν την υπηρεσία τους στο κράτος εκείνο, αλλά εμποδίζει επίσης και τους πολίτες των άλλων κρατών-μελών να αναζητήσουν εργασία στην Αυστρία, αφού δε θα μπορούν να αναγνωρίσουν στη χώρα αυτή τα χρονικά διαστήματα απασχόλησής τους σε άλλο κράτος-μέλος. Επομένως, ένα τέτοιο μέτρο θα μπορούσε να γίνει δεκτό μόνο αν επιβάλλεται από επιτακτικούς λόγους γενικότερου συμφέροντος και αποβλέπει στην επίτευξη σκοπού σύμφωνου με τη Συνθήκη, προϋποθέσεις που κρίθηκε (με λεπτομερή αναλογία) ότι δεν συνέτρεχαν στην περίπτωση της ως άνω διάταξης. Έτσι, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το άρθρο 50 bis παρ. 1 θέτει προϋποθέσεις για τη χορήγηση του ειδικού επιδόματος αρχαιότητας που δεν είναι συμβατές με τις διατάξεις των άρθρων 39 της Συνθήκης και 7 παρ. 1 του 1612/1968 Κανονισμού (17).

Επί του τέταρτου και πέμπτου ερωτήματος, το ΔΕΚ αφού επανέλαβε την πάγια νομολογία του (18), σύμφωνα με την οποία στα εθνικά δικαστήρια ανήκει η κρίση περί του αν συντρέχουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις της ευθύνης των κρατών-μελών για αποζημίωση, διαπίστωσε –πάντως- ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση διέθετε τα στοιχεία ώστε να κρίνει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές. Έτσι, έκρινε, καταρχάς, ότι το ανώτατο αυστριακό διοικητικό δικαστήριο με την από 24/6/98 απόφασή του παραβίασε διατάξεις που αποσκοπούν σε παροχή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, με αποτέλεσμα να πληρούται η πρώτη    προϋπόθεση για τη θεμελίωση της ευθύνης , Περαιτέρω , όμως , με λεπτομερή αιτιολογία έκρινε ότι , με τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά , η παραβίαση αυτή του εθνικού δικαστηρίου δεν πρέπει να Θεωρηθεί ότι έχει πρόδηλο χαρακτήρα και κατά συνέπεια δεν είναι κατάφωρη , εννοώντας ότι δεν πληρούται η δεύτερη προϋπόθεση για τη θεμελίωση της ευθύνης του Αυστριακού Δημοσίου , άλλα τονίζοντας -περαιτέρω- ότι η απάντηση αυτή δεν επηρεάζει τις υποχρεώσεις που προκύπτουν για την Αυστριακή Δημοκρατία (να τροποποιήσει προφανώς το άρθρο 50 bis παρ. 1 του σχετικού νόμου ).
5. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ  . Με αυτήν την κεφαλαιώδους σημασίας απόφαση το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων , συνεπές με την προηγούμενη νομολογία του αναφορικά με την ευθύνη των κρατών-μελών για αποζημίωση από παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου εκ μέρους του εθνικού νομοθέτη , διακηρύσσει με σαφή τρόπο   την   αρχή   της   ισοτιμίας   τόσο   των   τρων   λειτουργιών   (νομοθετικής   , εκτελεστικής και δικαστικής) όσο και των οργάνων με τα οποία αυτές πραγματώνουν τους σκοπούς τους . Απόρροια της αρχής αυτής είναι η ανάγκη της καταρχήν ομοιόμορφης αντιμετώπισης των συνεπειών που προκύπτουν από την παράνομη δράση των οργάνων των λειτουργιών αυτών , καθόσον τούτο επιβάλλεται από τις αρχές του κράτους δικαίου . Στις περιπτώσεις   κατά τις οποίες τα κρατικά όργανα (ακόμη  και τα   ανώτατα  δικαστήρια)  προσβάλλουν   με  τη   συμπεριφορά  τους προστατευόμενα από τις κοινοτικές διατάξεις ατομικά δικαιώματα     το  Δ.Ε.Κ. προτάσσει υπεράνω όλων την ανάγκη προάσπισης των δικαιωμάτων αυτών (19) , αποκρούοντας με πειστικό τρόπο την αντίθετη επιχειρηματολογία    που βασίζεται στην   αρχή   της   ασφάλειας   δικαίου   και   της   προστασίας   του    ουσιαστικού δεδικασμένου,   αλλά και στην αρχή της ανεξαρτησίας και της ανάγκης διαφύλαξης του κύρους της δνκαοηκής εξουσίας. Αξιοσημείωτη , τέλος , είναι η θέση του Δικαστηρίου ότι τέτοια ευθύνη γεννάται σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατάφωρης παραβίασης και ότι το «κατάφωρο» της παραβίασης   κρίνεται με τη συνεκτίμηση διάφορων παραγόντων , όπως η ιδιομορφία του δικαστικού λειτουργήματος  ο συγγνωστός ή μη χαρακτήρας της νομικής πλάνης, ο βαθμός σαφήνειας και ακρίβειας του κοινοτικού κανόνα που παραβιάστηκε .