Κωδικοποίηση διατάξεων Κανονισμού ΣτΕ (απόφ. 19/2013, ΦΕΚ Β΄ 2462) – Πρακτικά θέματα [επιμ. Θ. Κανελλοπούλου]
Όπως είναι γνωστό με τις διατάξεις του νόμου για το Συμβούλιο της Επικρατείας και του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών προβλέπεται η έκδοση Κανονισμού του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αυτός διέπει την εσωτερική λειτουργία και τον τρόπο διεξαγωγής των εργασιών εν γένει του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου της χώρας. Μέχρι τώρα ίσχυε ο Κανονισμός Λειτουργίας που είχε θεσπισθεί με την υπ’αριθ. 9/2008 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας σε Ολομέλεια και Συμβούλιο (Β΄ 2323/13.11.2008). Η απόφαση αυτή, ήδη, τροποποιήθηκε με την υπ’αριθ. 17/2013 απόφαση του Δικαστηρίου σε Ολομέλεια και Συμβούλιο (Β΄ 1395/6.6.2013). Οι τροποποιήσεις που ενδιαφέρουν τους διαδίκους δεν είναι πολλές. Είναι δε οι εξής:
Ι. Κατά την προδικασία
• Με την παρ. 3 του άρθρου 15 προβλέπεται πλέον ότι τα αιτήματα των διαδίκων για την αναβολή της συζήτησης της υποθέσεως υποβάλλονται μόνον εγγράφως, ότι με το σχετικό έγγραφο, το οποίο απευθύνεται στον εισηγητή της υποθέσεως, οι διάδικοι προσδιορίζουν τους λόγους, για τους οποίους ζητείται η αναβολή και ότι το ανωτέρω έγγραφο τίθεται στη δικογραφία. Με την νέα δε παρ. 4 του άρθρου 21 ορίζεται περαιτέρω ότι το έγγραφο, επί του οποίου σημειώνεται η αποδοχή ή απόρριψη του αιτήματος αναβολής της συζήτησης της υποθέσεως, τίθεται στη δικογραφία. Τα γεγονότα αυτά σημειώνονται στο έκθεμα που τηρείται, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 22 παρ. 1 του Κανονισμού.
Σημειώνεται ότι οι τροποποιήσεις των άρθρων 15 και 21 του Κανονισμού κατέστησαν αναγκαίες μετά την ψήφιση του Ν 4055/2012 (Α΄ 51-«Δίκαιη δίκη και εύλογη διάρκεια αυτής»). Με τα άρθρα 53 επ. του ως άνω νομοθετήματος προβλέφθηκαν: α) Η διαδικασία της «δίκαιης ικανοποίησης των διαδίκων λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης» και β) η «αίτηση επιτάχυνσης». Μεταξύ των κριτηρίων που συνεκτιμά το Δικαστήριο προκειμένου να κρίνει εάν συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης είναι και «η συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης» (βλ. άρθρο 57). Είναι διαφορετική η αντιμετώπιση του σχετικού ζητήματος όταν οι τυχόν αναβολές της υποθέσεως εδόθησαν κατόπιν αιτημάτων εκ μέρους των διαδίκων και διαφορετική όταν εχώρησαν αυτεπαγγέλτως.
Το αυτό ισχύει και κατά την εξέταση της «αίτησης επιτάχυνσης». Εκτιμάται εάν οι προηγούμενες καθυστερήσεις στην εκδίκαση της υποθέσεως οφείλονται σε αιτήματα αναβολής των διαδίκων ή σε ενέργειες του Δικαστηρίου (βλ άρθρο 59).
• Σύμφωνα με τις νέες διατάξεις του άρθρου 18, θεσμοθετείται το δικαίωμα των διαδίκων να λαμβάνουν αντίγραφα όχι μόνον των δικογράφων, των απόψεων της Διοικήσεως και εν γένει όλων των διαδικαστικών εγγράφων της υποθέσεως αλλά και της κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του ΠΔ 18/89 εκθέσεως του εισηγητή. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να ασκηθεί μέχρι το πέρας της συζητήσεως και της τυχόν χορηγούμενης προθεσμίας για κατάθεση υπομνήματος. Περαιτέρω, προβλέπεται ότι στην αίτηση για την χορήγηση απλών αντιγράφων των λοιπών στοιχείων της δικογραφίας πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα στοιχεία της δικογραφίας και οι λόγοι για τους οποίους είναι αναγκαία η χορήγηση των αντιγράφων από το Δικαστήριο. Η αίτηση αυτή τίθεται στη δικογραφία.
• Σύμφωνα με την νέα παρ. 4 του άρθρου 51 προβλέπεται ότι η ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων και η χορήγηση πιστοποιητικών και λοιπών εγγράφων σε ψηφιακή μορφή γίνεται μέσω του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
• Τέλος, κατά τη νέα παρ. 2 του άρθρου 52 ορίζεται ότι με την επιφύλαξη των οριζομένων στην νέα παρ. 4 του άρθρου 51, ειδικώς για τις εγγραφές των περιπτώσεων 1 (κατάθεση εισαγωγικών δικογράφων κύριας διαδικασίας), 2 (κατάθεση εισαγωγικών δικογράφων προσωρινής δικαστικής προστασίας) και 3 (κατάθεση λοιπών δικογράφων) του άρθρου 53, ο καταθέτης του δικογράφου υπογράφει σε ιδιαίτερο έγγραφο πράξη καταθέσεως. Το πρωτότυπο τηρείται σε ιδιαίτερο φάκελο στο Τμήμα Καταθέσεων και Πρωτοκόλλου.
ΙΙ. Κατά την διαδικασία στο ακροατήριο
Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 21 ορίζει πλέον ότι η ημερομηνία της νέας δικασίμου της υποθέσεως καθίσταται οριστική με το πέρας της συνεδριάσεως. Με τη νέα παρ. 2 του άρθρου 21 το αίτημα να μην γίνει προφορική ανάπτυξη από τους πληρεξουσίους των διαδίκων υποβάλλεται εγγράφως στον γραμματέα ή τον επιμελητή της έδρας πριν την έναρξη της συνεδριάσεως. Σε περίπτωση αποδοχής της δηλώσεως αυτής, κατά την προεκφώνηση, σημειώνεται η παράσταση των διαδίκων και χορηγείται, εφόσον ζητηθεί, προθεσμία για νομιμοποίηση ή την κατάθεση υπομνήματος. Η υπόθεση συζητείται κατά τη σειρά του εκθέματος και ο εισηγητής αναφέρει μόνον το αντικείμενο της υποθέσεως.
• Εν συνεχεία, στην τροποποιημένη παρ. 1 του άρθρου 22, προβλέπεται ότι στο έκθεμα σημειώνεται και ο λόγος αναβολής των υποθέσεων που αναβάλλονται.
ΙΙΙ. Αρχείο
• Με την νέα παρ. 2 του άρθρου 63 ορίζεται ότι πλέον μεταξύ των εγγράφων που φυλάσσονται στο αρχείο του Δικαστηρίου περιλαμβάνονται και τα εκθέματα. Αλλάζει ο χρόνος φύλαξης των φακέλων των υποθέσεων και των σχεδίων διαταγμάτων και από δέκα (10) έτη γίνεται πέντε (5). Μεταξύ δε των εγγράφων που διατηρούνται στους φακέλους στο αρχείο του Δικαστηρίου μετά το πέρας της πενταετίας είναι και τα αιτήματα των διαδίκων (πχ περί αναβολής της υποθέσεως, περί επανασυζητήσεως, περί δίκαιης ικανοποιήσεως, περί επιταχύνσεως της εκδικάσεως της υποθέσεως, περί προτιμήσεως για λόγους δημοσίου συμφέροντος που ασκείται από τον Υπουργό). Και στην περίπτωση, όμως, που η δικογραφία τίθεται στο αρχείο με το πρώτο εδάφιο του άρθρου 65 ορίζεται ρητά ότι δεν επιτρέπεται στους διαδίκους και τους πληρεξουσίους τους η πρόσβαση στην προεισήγηση, η οποία, κατά το άρθρο 16 του Κανονισμού, αποτελεί «εσωτερικό έγγραφο που απευθύνεται προς τον εισηγητή της υποθέσεως».
IV. Τελικές διατάξεις
• Τέλος, μετά τη νέα διατύπωση του άρθρου 67 αναμένεται απόφαση της Ολομελείας, η οποία θα εγκρίνει πρακτικές οδηγίες προς τους δικηγόρους και διαδίκους, για τον τρόπο σύνταξης δικογράφων και την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία.
Κατόπιν της τροποποιήσεως του Κανονισμού Λειτουργίας του Συμβουλίου της Επικρατείας κατέστη αναγκαία η κωδικοποίηση των διατάξεών του, η οποία εχώρησε με την υπ’αριθ. 19/2013 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας σε Ολομέλεια και Συμβούλιο (Β΄ 2462/1.10.2013). Το κωδικοποιητικό αυτό κείμενο είναι, πλέον, ο ισχύων Κανονισμός.