Ν 4072/2012: ΑΔΕΙΟΔΟΤΗΣΗ/ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ/ΣΗΜΑ/ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ/ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΑ/ΠΛΟΕΣ/ΜΕΣΙΤΕΙΑ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΕΣ/ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ κλπ (568346)
Αρθρο :326
Κατ’Εξουσιοδότηση εκδοθείσα Νομοθεσία : 2
Άρθρο 326
Ρύθμιση θεμάτων Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και άλλες διατάξεις
1. Το άρθρο 3 του ν. 3900/2010 (Α` 213) και το άρθρο 110Α του π.δ. 1225/1981 (Α` 304), όπως
προστέθηκε με το άρθρο 70 του ν. 4055/2012 (Α` 51) καταργούνται. Η διάταξη του
προηγουμένου εδαφίου καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος
αιτήσεις αναιρέσεως.
2. Οι παράγραφοι 2, 4 και 6 του άρθρου 61 του ν.δ. 86/1969 (Α` 7) αντικαθίστανται ως εξής:
«2. Η ανακοπή κατά του πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής ασκείται κατά του Δημοσίου ή κατά
των νομικών προσώπων της παρ. 1, στα οποία ανήκει η έκταση επί της οποίας επιχειρείται η
παράνομη ενέργεια και απευθύνεται στο μονομελές πρωτοδικείο της τοποθεσίας του ακινήτου.»
«4. Κατά της αποφάσεως του μονομελούς πρωτοδικείου δεν χωρεί ένδικο μέσο. Σε περίπτωση
κατά την οποία, η απόφαση που εκδίδεται ακυρώνει το πρωτόκολλο, για λόγους που αφορούν την
κυριότητα ή τη νομή του κτήματος, ο ανακόπτων οφείλει να ασκήσει τακτική αγωγή εντός
ενενήντα ημερών από την επίδοση της αποφάσεως, άλλως το πρωτόκολλο παραμένει σε ισχύ και
εκτελείται. Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 8 του α.ν. 1539/1938,
που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 περ. 18 Εισ. Ν.Κ.Πολ.Δ.»
«6. Η ανακοπή δεν αναστέλλει την εκτέλεση του πρωτοκόλλου αποβολής, δύναται όμως το
μονομελές πρωτοδικείο να αναστείλει την εκτέλεση, κατόπιν αιτήσεως του ανακόπτοντος μέχρις
εκδόσεως αποφάσεως επί της ανακοπής.»
3. Τα δέκατο και ενδέκατο εδάφια του άρθρου 115 του από 11/12.11.1929 διατάγματος «περί
διοικήσεως δημοσίων κτημάτων» (Α` 399), τα οποία είχαν προστεθεί με την παρ. 1 του άρθρου 20
του α.ν. 1540/1938 (Α` 488) και αντικατασταθεί με την παρ. 1 του άρθρου 6 του α.ν. 1331/1949
(Α` 330), αντικαθίστανται ως εξής:
«Αρμόδιο δικαστήριο προς εκδίκαση της ανακοπής είναι το μονομελές πρωτοδικείο της
τοποθεσίας του κτήματος. Κατά των αποφάσεων που εκδίδονται δεν χωρεί ένδικο μέσο. Αν η
απόφαση που εκδίδεται ακυρώνει το πρωτόκολλο για λόγους που αφορούν την κυριότητα ή τη
νομή του κτήματος, ο ανακόπτων οφείλει να ασκήσει τακτική αγωγή εντός ενενήντα ημερών από
την επίδοση της αποφάσεως, άλλως το πρωτόκολλο παραμένει σε ισχύ και εκτελείται. Στην
περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 8 του α.ν. 1539/1938, που διατηρήθηκε
σε ισχύ με το άρθρο 52 περ. 18 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ.
Όπου στις διατάξεις του παρόντος άρθρου αναφέρεται «Πρόεδρος Πρωτοδικών» ή «Πρόεδρος» ή
«Ειρηνοδίκης» νοείται το «Μονομελές Πρωτοδικείο».
4. Στο άρθρο 20 του ν. 3086/2002 (Α` 324) προστίθεται παράγραφος 5, ως εξής:
«5. Κατά την εκδίκαση σε πρώτο βαθμό των προσφυγών: α) της παρ. 2 του άρθρου 24 του ν.
2224/1994 (Α` 112), β) της παρ. 2 του άρθρου 16 του ν. 2639/1998 (Α` 205) και γ) της παρ. 6 του
άρθρου 24 του ν. 3996/2011(Α` 170) το Ελληνικό Δημόσιο εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο
της υπηρεσίας που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη επιβολής προστίμου ή υπάλληλο νομίμως
εξουσιοδοτημένο από αυτόν. Για την εκπροσώπηση ενημερώνεται η Κεντρική Υπηρεσία του
Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Η αρμόδια Υπηρεσία μπορεί να ζητήσει αιτιολογημένα σε
συγκεκριμένη υπόθεση τον ορισμό ως εκπροσώπου μέλους του Ν.Σ.Κ. Κατά των αποφάσεων που
εκδίδονται ασκείται έφεση από μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ύστερα από
αιτιολογημένο έγγραφο της Διοίκησης, στο οποίο επισυνάπτεται ο φάκελος της υποθέσεως.»
5. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 3068/2002 (Α`274) προστίθενται εδάφια ως
εξής:
«Η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων ή άλλων εκτελεστών τίτλων, που υπόκεινται σε ένδικα μέσα
ή βοηθήματα και από τους οποίους απορρέει χρηματική υποχρέωση του Δημοσίου, διενεργείται
ύστερα από προσκόμιση εκ μέρους του δικαιούχου ισόποσης εγγυητικής επιστολής Τραπέζης.
Το δικαστήριο, που εξέδωσε την εκτελεστή απόφαση ή το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η
εκδίκαση του ενδίκου βοηθήματος, μπορεί, κατόπιν σχετικού αιτήματος, αναλόγως της
φερεγγυότητας του δικαιούχου ή των λοιπών εγγυήσεων που προσφέρει ή κρίνονται αναγκαίες να
μειώσει το ύψος της εγγυητικής επιστολής μέχρι του ενός δευτέρου.
Αν η άσκηση του ενδίκου βοηθήματος δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό ο εκτελεστός τίτλος
μπορεί να εκτελεσθεί χωρίς εγγύηση, μετά την άπρακτη πάροδο 90 ημερών από την επίδοση του.
Η εγγυητική επιστολή εκδίδεται υπέρ της υπηρεσίας, που είναι αρμόδια για την καταβολή, και
επιστρέφεται μετά από την προσκόμιση πιστοποιητικού αμετάκλητης, υπέρ του αντιδίκου του
υπόχρεου, επίλυσης της διαφοράς ή της μη ασκήσεως ενδίκου μέσου ή βοηθήματος μέσα στην
προθεσμία που προβλέπεται από το νόμο.»
6. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 57 του ν. 3086/ 2002 (Α` 324) προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Απαγορεύεται η απόσπαση διοικητικών υπαλλήλων του Ν.Σ.Κ., κατ` εφαρμογή γενικής ή ειδικής
διάταξης, σε άλλη Υπηρεσία, αρχή, σώμα, Ν.Π.Δ.Δ. ή Ν.Π.Ι.Δ.»
7. Στο άρθρο 6 του ν. 3086/2002 (Α` 324) προστίθεται παράγραφος 7 που έχει ως εξής:
«7. Διατάξεις νόμων με έναρξη ισχύος μεταγενέστερη της ισχύος του παρόντος νόμου, που
προβλέπουν εφεξής την ανάθεση αρμοδιοτήτων στο Ν.Σ.Κ., ισχύουν εφόσον: 1) έχει εκδοθεί
σχετικώς γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Ν.Σ.Κ. και 2) με απόφαση της ίδιας Ολομέλειας
διαπιστώνεται η συνδρομή των προϋποθέσεων που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή τους.»
8. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 228 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν.
2717/1999, Α` 97), μετά τις λέξεις «η πράξη αναστέλλεται» προστίθενται λέξεις ως εξής: «, ως προς
τους δανειστές των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη,».
9. Στα εδάφια πρώτο και δεύτερο της περίπτωσης α` της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του ν.
2318/1995 «Κώδικας Δικαστικών Επιμελητών» (Α` 126) αντί των λέξεων «τριακοστό πέμπτο»
τίθεται η λέξη «τεσσαρακοστό».
10. Οι περιπτώσεις β` και γ` της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του ν. 2318/1995 αντικαθίστανται
ως εξής:
«β) είναι πτυχιούχος Νομικής Σχολής ημεδαπού πανεπιστημίου ή ισότιμου αλλοδαπού,
αναγνωρισμένου από το νόμο.
γ) έχει συμπληρώσει άσκηση έξι (6) μηνών σε δικαστικό επιμελητή, σύμφωνα με τα οριζόμενα
ειδικότερα στο άρθρο 6 του παρόντος και»,
11. Η παράγραφος 2 του άρθρου 2 του ν. 2318/1995 καταργείται.
12. Στην παράγραφο 12 του άρθρου 3 του ν. 2318/1995 μετά την περίπτωση δ` προστίθεται
εδάφιο ως εξής:
«Εγγεγραμμένοι ασκούμενοι πριν από την 8η Μαΐου 2012 μπορούν να συμμετάσχουν στο
διαγωνισμό και για την επόμενη τριετία.»
13. Στον πρώτο στίχο του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 4043/2012
(Α` 25) απαλείφονται οι λέξεις «εκτελεσθεί ούτε» και στον τέταρτο στίχο αντί των λέξεων
«κατέστησαν αμετάκλητες» τίθεται η λέξη «εκδόθηκαν».
ΑΡΘ.61 ΤΟΥ Ν. Δ 86/1969 ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΠΟΒΟΛΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι`
Δικονομικαί διατάξεις.
Πρωτόκολλον. Διαδικασία διοικητικής αποβολής.
`Ενδικα μέσα.
Αρθρον 61.
“1. Κατά του επιχειρούντος εκχέρσωσιν, υλοτομίαν, σποράν ή οιανδήποτε
ετέραν διακατοχικήν πράξιν επί δημοσίων, δημοτικών, κοινοτικών, μοναστη-
ριακών ή ανηκόντων εις ιδρύματα εν γένει δασών, αναδασωτέων εκτάσεων,
χορτολιβαδικών εδαφών και μερικώς δασοσκεπων εκτάσεων ή μερικώς δασοσκεπών
λιβαδίων και χορτολιβαδικών εδαφών και ασχέτως του χρόνου καθ` ον αι
πράξεις αύται ασχέτως του χρόνου καθ` όν αι πράξεις αύται επεχειρήθησαν,
συντάσσεται και κοινοποιείται παρά του αρμοδίου διευθυντού δασών ή νομο-
δασάρχου ή δασάρχου πρωτόκολλον διοικητικής αποβολής. Διά του πρωτοκόλλου,
προκειμένου περί δημοσίων δασών, μερικώς δασοσκεπών εκτάσεων και χορτο-
λιβαδικών εδαφών, βεβαιούται υπό του διευθυντού δασών ή νομοδασάρχου ή
δασάρχου κατά του καταβάλοντος και υπερ του κεντρικού ταμείου Γεωργίας,
Κτηνοτροφίας και δασών, η εις βάρος του δημοσίου τυχόν επελθούσα ζημία,
το ποσόν αποκαταστάσεως ταύτης, ως και το ποσόν της οφειλομένης αποζημιώ-
σεως χρήσεως.
Το πρωτόκολλον καθίσταται οριστικόν και θεωρείται ότι ο καθ` ού
απεδέχθη τούτο, εάν εντός τριάκοντα ημερών, από της επιδόσεως, μη
παρεκτεινομένης λόγω αποκαταστάσεως, δεν ασκήση κατ` αυτού ανακοπήν”.
***Η παράγραφος 1 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.1 του
άρθρου 2 Ν.Δ.996/1971 (ΦΕΚ Α 192)
«2. Η ανακοπή κατά του πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής ασκείται κατά του Δημοσίου ή κατά των νομικών προσώπων της παρ. 1, στα οποία ανήκει η έκταση επί της οποίας επιχειρείται η παράνομη ενέργεια και απευθύνεται στο μονομελές πρωτοδικείο της τοποθεσίας του ακινήτου.»
3. Δια την προδικασίαν και την εκδίκασιν της ανακοπής έχει εφαρμογήν η ειδική διαδικασία των άρθρων 727 εως 747 του κώδικος πολιτικής δικονομίας (α.ν. 44/1967). Προς συζήτησιν της ανακοπής αντίγραφον αυτής μετά κλήσεως κοινοποιείται προς τον οικονομικόν έφορον της οικείας περιφερείας ως εκ-
πρόσωπον του Δημοσίου, εάν πρόκειται περί εκτάσεως του Δημοσίου, άλλως δε προς το εις το κοινοποιηθέν πρωτόκολλον αναφερόμενον ως δικαιούχον νομικόν πρόσωπον, κατ` αμφοτέρας δε τας περιπτώσεις και προς τον αρμόδιον δασάρχην.
Κατάθεσις παραβόλου ή εγγραφή της ανακοπής εις το βιβλίον διεκδικήσεων δεν απαιτείται. Το βάρος της αποδείξεως υπέχει ο ανακόπτων, μετά των προσαγο-
μένων δε αποδεικτικών μέσων συνεκτιμώνται και αι υπό των δασαρχών, δασο-
νόμων, ή δασοκόμων ενεργούμεναι διοικητικαί εξετάσεις.
«4. Κατά της αποφάσεως του μονομελούς πρωτοδικείου δεν χωρεί ένδικο μέσο. Σε περίπτωση κατά την οποία, η απόφαση που εκδίδεται ακυρώνει το πρωτόκολλο, για λόγους που αφορούν την κυριότητα ή τη νομή του κτήματος, ο ανακόπτων οφείλει να ασκήσει τακτική αγωγή εντός ενενήντα ημερών από την επίδοση της αποφάσεως, άλλως το πρωτόκολλο παραμένει σε ισχύ και εκτελείται. Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 8 του α.ν. 1539/1938, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 περ. 18 Εισ. Ν.Κ.Πολ.Δ.»
5. Αι δια του παρόντος άρθρου τασσόμεναι προθεσμίαι δεν παρεκτείνονται λόγω αποστάσεως. Επί κλήσεως προς το Δημόσιον τηρούνται αι ειδικαί προς εμφάνισιν αυτού προθεσμία.
«6. Η ανακοπή δεν αναστέλλει την εκτέλεση του πρωτοκόλλου αποβολής, δύναται όμως το μονομελές πρωτοδικείο να αναστείλει την εκτέλεση, κατόπιν αιτήσεως του ανακόπτοντος μέχρις εκδόσεως αποφάσεως επί της ανακοπής.»
*** Οι παράγραφοι 2,4 και 6 αντικαταστάθηκαν ως άνω με την παρ.2 άρθρου 326
Ν.4072/2012, ΦΕΚ Α 86/11.4.2012.
7. Η κατά την διαδικασίαν του άρθρου τούτου απόφασις δεν εμποδίζει
την επιδίωξιν των εκατέρωθεν δικαιωμάτων κατά την τακτικήν διαδικασίαν.
“Το επί της ανακοπής δικάζον, κατά τας διατάξεις των παρ. 2 και 4 του παρόντος άρθρου, Ειρηνοδικείον και κατ΄έφεσιν μονομελές Πρωτοδικείον, αποφαίνεται δια της αυτής αποφάσεως και περί της τυχόν επιβληθείσης αποζημιώσεως χρήσεως”.
*** Το δεύτερο εδάφιο της παρ.2 προστέθηκε με την παρ.2 του άρθρου 2 του
Ν.Δ.996/1971 (ΦΕΚ Α 192)