Ν 702/1977: ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ-ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ κλπ.-Δικονομία, Αρμοδιότ.ΣτΕ κλπ. (35479)

Νομοθεσία

Ν 702/1977: ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ-ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ κλπ.-Δικονομία, Αρμοδιότ.ΣτΕ κλπ. (35479)

 

Αρθρο :0

 

    Νόμος 702 της 19/19.9.1977: Περί υπαγωγής, υποθέσεων

εις τα διοικητικά δικαστήρια, αντικαταστάσεως,

τροποποιήσεως και καταργήσεως διατάξεων του Ν.Δ.

170/1973 “περί του Συμβουλίου της Επικρατείας”  

– (Α’ 268).

   

  ***ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ:

 Με το ΠΔ 1180/77 κρίθηκε ημέρα έναρξης αρμοδιότητος

 διοικητικών δικαστηρίων γιά τις διαφορές του παρόντος

νόμου η 20-2-78.

 

*** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Περί της ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ της διάταξης της παρ.2 του άρθρου 

5 του παρόντος νόμου βλέπε σχετικά στην υπ’ αριθμ. 369/2010 απόφαση ΣΤΕ.

 

*** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Περί της ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ της διάταξης του άρθρου 5Α του παρόντος 

νόμου βλέπε σχετικά στις υπ’ αριθμ. 1094/2011, 2308/2011 αποφάσεις ΣΤΕ.

 

 

  Αρθρο :1

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :1314

Κατ’Εξουσιοδότηση εκδοθείσα Νομοθεσία : 1

Προισχύσασες μορφές άρθρου :4

 

  Αρθρον 1.-

 

  1. Στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου υπάγεται η

εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως ατομικών πράξεων διοικητικών αρχών που

αφορούν:

 

  α) το διορισμό και την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των λειτουργών

και υπαλλήλων (πολιτικών, στρατιωτικών και δικαστικών) του Δημοσίου,

των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και

των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου,

 

  β) την εισαγωγή και κατάσταση γενικά μαθητών των παραγωγικών σχολών

των υπαλλήλων της περίπτωσης α` του παρόντος και τις μεταβολές της

κατάστασης των εφέδρων αξιωματικών,

 

 “γ) την πρόσληψη και την κατάσταση γενικά του προσωπικού του Δημοσίου, των 

οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των λοιπών 

νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ανεξάρτητα από τη φύση της σχέσης που το 

συνδέει, καθώς και την πρόσληψη και την κατάσταση γενικά του προσωπικού 

νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου όπου η πρόσληψη αυτή γίνεται με βάση 

ειδική διοικητική διαδικασία”.

 

 

  δ) την εφαρμογή της εκπαιδευτικής νομοθεσίας για τους μαθητές,

σπουδαστές, φοιτητές, υποτρόφους και μετεκπαιδευομένους, 

 

  “ε) την ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων και φροντιστηρίων, 

το προσωπικό γενικά των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων και φροντιστηρίων και την 

επιβολή κυρώσεων για παραβάσεις της σχετικής νομοθεσίας”.

 

 

*** Οι περ.γ΄και ε΄αντικαταστάθηκαν  με τις παρ.1 και 2αντίστοιχα άρθρου 49

    Ν.3659/2008,ΦΕΚ Α 77/7.5.2008 (έναρξη ισχύος από 8.6.2008).

    Με την παρ.7 του αυτού άρθρου και νόμου ορίζεται ότι: 

    “7. Οι διατάξεις αυτού του άρθρου δεν καταλαμβάνουν τις εκκρεμείς 

    κατά τη δημοσίευση του παρόντος υποθέσεις”.

 

  (στ) την ανάκληση μη συντελεσμένων ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων και την

άρση διατηρούμενων επί μακρόν ρυμοτομικών βαρών),

 

  *** Η περ. στ`ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  από 1ης Ιανουαρίου 2002 με την παρ.2 

      άρθρ.1 ΠΝΠ της 21.12.2001,ΦΕΚ Α 288/21.12.2001. 

 

  ζ) την τακτοποίηση, προσκύρωση και αναλογισμό αποζημίωσης ακινήτων,

καθώς και την εφαρμογή πολεοδομικών μελετών,

 

  

“η) το χαρακτηρισμό κτισμάτων ή κατασκευών ως αυθαιρέτων, ανεξαρτήτως της 

νομοθεσίας κατ` εφαρμογή της οποίας έγινε ο χαρακτηρισμός, και την εξαίρεση 

τους από την κατεδάφιση. Επίσης, την αυθαίρετη μεταβολή χρήσης και την 

επιβολή προστίμων αυθαιρέτων”.

 

*** Η περ.η΄αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.3 άρθρου 49

    Ν.3659/2008,ΦΕΚ Α 77/7.5.2008 (έναρξη ισχύος από 8.6.2008).

    Με την παρ.7 του αυτού άρθρου και νόμου ορίζεται ότι: 

    “7. Οι διατάξεις αυτού του άρθρου δεν καταλαμβάνουν τις εκκρεμείς 

    κατά τη δημοσίευση του παρόντος υποθέσεις”.

 

 

  θ) την έκδοση οικοδομικών αδειών και αδειών για την κοπή δένδρων,

καθώς και τη σύνδεση οικοδομών με κάθε είδους δίκτυα.

 

“ι) την έκδοση αδειών υπαίθριων διαφημίσεων και επιγραφών, καθώς και την 

αφαίρεση παράνομων υπαίθριων διαφημίσεων και επιγραφών και την επιβολή 

σχετικών προστίμων”.

 

*** Η περ.ι΄προστέθηκε με την παρ.4 άρθρου 49

    Ν.3659/2008,ΦΕΚ Α 77/7.5.2008 (έναρξη ισχύος από 8.6.2008).

    Με την παρ.7 του αυτού άρθρου και νόμου ορίζεται ότι: 

    “7. Οι διατάξεις αυτού του άρθρου δεν καταλαμβάνουν τις εκκρεμείς 

    κατά τη δημοσίευση του παρόντος υποθέσεις”.

 

“ια) την εφαρμογή της νομοθεσίας περί Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, πλην 

εκείνων που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών τους, οι 

οποίες παραμένουν στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Δεν 

θίγονται οι διατάξεις, με τις οποίες διαφορές από την εφαρμογή της νομοθεσίας 

περί Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν ήδη υπαχθεί στην αρμοδιότητα του 

διοικητικού πρωτοδικείου ως διαφορές ουσίας,

 

 ιβ) τη χορήγηση αδειών:

 

 1) για την άσκηση κάθε είδους επαγγελματικής δραστηριότητας,

 

 2) για την ίδρυση και λειτουργία επαγγελματικών εγκαταστάσεων, και

 

 3) για την κυκλοφορία προϊόντων.

 

 Από τις παραπάνω διαφορές εξαιρούνται όσες έχουν ήδη υπαχθεί στην 

αρμοδιότητα του διοικητικού πρωτοδικείου εκδικαζόμενες ως διαφορές ουσίας,

 

 ιγ) την εφαρμογή της αθλητικής νομοθεσίας,

 

 ιδ) το χαρακτηρισμό εκτάσεων κατά το άρθρο 14 του ν. 998/1979 (ΦΕΚ 289 Α`) 

και την κήρυξη εκτάσεων ως αναδασωτέων κατά τα άρθρα 38 και 41 του ίδιου 

νόμου, και

 

 ιε) την εφαρμογή της νομοθεσίας περί συμβολαιογράφων, υποθηκοφυλάκων, 

δικαστικών επιμελητών, επιμελητών ανηλίκων, ορκωτών ελεγκτών – λογιστών, 

εκτελωνιστών και χρηματιστών.”

 

*** Οι περ.ια` έως και ιε΄προστέθηκαν με το άρθρο 47 παρ.1 Ν.3900/2010,ΦΕΚ Α 

213/17.12.2010.`Εναρξη ισχύος από την 1η Ιαναουαρίου 2011.

 

    “2. Εξακολουθούν να υπάγονται στην κατά πρώτο και τελευταίο βαθμό 

αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι αιτήσεις ακυρώσεως που 

αφορούν:

 

 α) το διορισμό και την υπηρεσιακή κατάσταση γενικά των δικαστικών λειτουργών 

και του κυρίου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

 

 β) το διορισμό και την παύση των καθηγητών πρώτης βαθμίδας της ανώτατης 

εκπαίδευσης (πανεπιστημιακού και τεχνολογικού τομέα),

 

 γ) το διορισμό και την παύση των μετακλητών ή επί θητεία ανωτάτων υπαλλήλων,

 

 δ) την προαγωγή στο βαθμό του Πρέσβη,

 

 ε) την πλήρωση των θέσεων του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Αμυνας, 

των Αρχηγών των τριών κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων, των Αρχηγών των Σωμάτων 

Ασφαλείας, καθώς και την αποστρατεία τους,

 

 στ) την προαγωγή στο βαθμό του Γενικού Διευθυντή ή την ανάθεση καθηκόντων 

για ορισμένο χρόνο κατόπιν επιλογής σε Προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων των 

υπηρεσιών του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου,

 

 ζ) την απόλυση υπαλλήλου, εφόσον η αίτηση ακυρώσεως είναι συναφής με 

προσφυγή κατ` αποφάσεως πειθαρχικού συμβουλίου που έχει επιβάλει ποινή 

οριστικής παύσης,

 

 η) την επιβολή πειθαρχικής ποινής από συμβούλιο στο οποίο προεδρεύει ή 

συμμετέχει ανώτατος δικαστικός λειτουργός.”

    

 

*** Η παρ.2,όπως είχε  τροποποιηθεί με την παρ.1 του άρθρου 29          

Ν.2721/1991,παρ.1 άρθρου 1 Ν.2944/2001 και με την παρ. 3 άρθρου 49  

3659/2008, αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 47 παρ.2 Ν.3900/2010,ΦΕΚ Α 

213/17.12.2010.`Εναρξη ισχύος από την 1η Ιαναουαρίου 2011.

 

 

  

  (3. Εις την κατά την παρ. 1 αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού

εφετείου δεν υπάγονται αι κατά την παρ. 4 εδάφιον τρίτον, του άρθρου

103 του Συντάγματος προσφυγαί).

  

   *** Η παρ.3 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρ.4 Ν.2944/2001,

       ΦΕΚ Α 222/8.10.2001.

       

  (4. Διά Διατάγματος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Δικαιοσύνης,

μετά σύμφωνον γνώμην της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας,

δύναται να υπαχθή εις τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια η εκδίκασις κατά

πρώτον βαθμόν και άλλων κατηγοριών υποθέσεων της ακυρωτικής

δικαιοδοσίας).

 

*** Η παρ.4 ΚΑΤΑΡΓΕΙΤΑΙ από την 1η Ιανουαρίου 2011,με τη περ.στ΄ άρθρου 69 

Ν.3900/2010,ΦΕΚ Α 213/17.12.2010.

 

 ***ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Κατά το άρθρο 34 παρ. 1 και 2 του Ν. 1968/1991 (Α` 150):

     “Στις διοικητικές διαφορές ουσίας  ή  ακύρωσης  αν  το  διοικητικό 

 δικαστήριο   κρίνει  ότι  στερείται  αρμοδιότητας,  επειδή  η  υπόθεση 

 υπάγεται  στην  αρμοδιότητα  άλλου  διοικητικού  δικαστηρίου   ή   του 

 Συμβουλίου  της  επικρατείας,  παραπέμπει  την  υπόθεση στο δικαστήριο 

 αυτό. Η απόφαση περί παραπομπής είναι υποχρεωτική  για  το  δικαστήριο 

 στο  οποίο  παραπέφθηκε  η  υπόθεση  εφ`  όσον  τούτο είναι ισόβαθμο ή 

 κατώτερο του παραπέμποντος.  Το αυτό ισχύει, και για το Συμβούλιο  της 

 Επικρατείας,  όταν  κρίνει  ότι  το ενώπιόν του εισαγόμενο ένδικο μέσο 

 ανήκει στην αρμοδιότητα άλλου διοικητικού δικαστηρίου. Η  απόφαση  του 

 Συμβουλίου  της  Επικρατείας  είναι  υποχρεωτική για το δικαστήριο στο 

 οποίο γίνεται η παραπομπή. Στις ακυρωτικές υποθέσεις, για  τις  οποίες 

 προβλέπει  ειδικώς  το  άρθρο  1  του  ν.  702/1977  το  Συμβούλιο της 

 Επικρατείας, εάν κρίνει ότι  η  υπόθεση  είναι  της  αρμοδιότητας  του 

 διοικητικού  εφετείου,  μπορεί να παραπέμψει σε αυτό ή να κρατήσει την 

 υπόθεση και να τη δικάσει κατ` ουσίαν.

    Οταν  συντρέχει  περίπτωση  παραπομπής  κατά   την   προηγούμενη 

 παράγραφο,  η κρίση περί της νομιμοποιήσεως ή παραστάσεως των διαδίκων 

 ή των πληρεξουσίων, περί της καταβολής τελών και παραβόλου και γενικώς 

 περί της εγκυρότητας του δικογράφου ή του παραδεκτού του ενδίκου μέσου 

 ανήκει στο αρμόδιο δικαστήριο”. 

 

 

 

  Αρθρο :2

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :159

Κατ’Εξουσιοδότηση εκδοθείσα Νομοθεσία : 2

 

  Αρθρον 2.- 1.Εάν το διοικητικόν εφετείον κρίνη ότι η αίτησις

ακυρώσεως δεν είναι εκ των κατά το άρθρον 1 του παρόντος υπαγομένων εις

την αρμοδιότητα αυτού, παραπέμπει την υπόθεσιν εις το Συμβούλιον της

Επικρατείας, το οποίον, αποφασίζει περί της αρμοδιότητος, κρίνον δε ότι

η υπόθεσις είναι της αρμοδιότητος του διοικητικού εφετείου δύναται ή να

την αναπέμψη ή να την κρατήση και δικάση αυτήν κατ` ουσίαν.

 

  2.Εάν διά της αιτήσεως ακυρώσεως προσβάλλωνται πλείονες πράξεις, ως

προς τινας μόνον των οποίων είναι καθ`ύλην αρμόδιον το διοικητικόν

εφετείον, τούτο δικάζει την αίτησιν ακυρώσεως διά την υπαγομένην εις

την αρμοδιότητα αυτού πράξιν ή πράξεις και παραπέμπει την αίτησιν διά

τα λοιπά, εις το Συμβούλιον της Επικρατείας. Κατ`εξαίρεσιν, εάν

συμπροσβάλλωνται κανονιστική και ατομική πράξις, ή αίτησις ακυρώσεως

απορρίπτεται καθ` ο μέρος στρέφεται κατά της κανονιστικής πράξεως.

  

  3. Εάν το Συμβούλιον της Επικρατείας κρίνη ότι η εισαχθείσα εις αυτό

αίτησις ακυρώσεως δεν είναι εκ των υπαγομένων εις την αρμοδιότητα

αυτού, παραπέμπει την υπόθεσιν εις το αρμόδιον διοικητικόν εφετείον.

  

  4.  Εάν το Συμβούλιον της Επικρατείας κρίνη ότι ένιαι εκ των

προσβαλλομένων διά της εισαχθείσης εις αυτό αιτήσεως ακυρώσεως πράξεων

δεν είναι εκ των υπαγομένων εις την αρμοδιότητα αυτού, δύναται ή να

δικάση την αίτησιν ακυρώσεως, διά την υπαγομένην εις την αρμοδιότητα

του πράξιν ή πράξεις, και να παραπέμψη κατά τα λοιπά εις το αρμόδιον

διοικητικόν εφετείον ή συντρέχοντος σπουδαίου τινός λόγου, να δικάση εξ

ολοκλήρου την αίτησιν ακυρώσεως.

 

 

 

  Αρθρο :3

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :221

Κατ’Εξουσιοδότηση εκδοθείσα Νομοθεσία : 2

 

  Αρθρον 3.-1. Αρμόδιον κατά τόπον διά την εκδίκασιν των κατά τα

ανωτέρω αιτήσεων ακυρώσεως, είναι το διοικητικόν εφετείον εις την

περιφέρειαν του οποίου εδρεύει η εκδούσα την προσβαλλομένην πράξιν

διοικητική αρχή.

 

  “Οι παραπάνω αιτήσεις ακυρώσεως μπορούν να ασκηθούν και στο

διοικητικό εφετείο του τόπου στον οποίο υπηρετεί ή εκπαιδεύεται ή

απασχολείται ο αιτών. Η προτεραιότητα μεταξύ των δικαστηρίων

καθορίζεται από το χρόνο άσκησης της αίτησης”. 

 

  *** Τα άνω εντός ” ” εδάφια προστέθηκαν με την παρ.9 άρθρ.5

      Ν.2408/1996 (Α 104).

 

  2. Επί πράξεως εκδοθείσης κατόπιν απλής ιεραρχίας ή ενδικοφανούς

προσφυγής, η αρμοδιότης του διοικητικού εφετείου καθορίζεται επί τη

βάσει της υποκειμένης εις την προσφυγήν ταύτην πράξεως.

  

  3. Εάν διά της αιτήσεως ακυρώσεως προσβάλλωνται πλείονες πράξεις, 

συναφείς μεν πλην ανήκουσα εις την αρμοδιότητα διαφόρων διοικητικών

εφετείων, αρμόδιον διά την εκδίκασιν καθίσταται εκείνο εκ των ανωτέρω

δικαστηρίων ενώπιον του οποίου εισήχθη το ένδικον μέσον.

 

  4. Εάν διά πλειόνων αιτήσεων ακυρώσεως προσβάλλωνται πλείονες πράξεις

συναφείς μεν, πλην ανήκουσαι εις την αρμοδιότητα διαφόρων διοικητικών

εφετείων, αρμόδιον διά την εκδίκασιν καθίσταται εκείνο εκ των

δικαστηρίων τούτων ενώπιον του οποίου εισήχθη το πρώτον το ένδικον

μέσον.

  

  5. Εάν το διοικητικόν εφετείον κρίνη ότι είναι κατά τόπον αναρμόδιον,

καθορίζει το αρμόδιον δικαστήριον εις το οποίον παραπέμπει την

υπόθεσιν. Η απόφασις του παραπέμποντος δικαστηρίου δεν υπόκειται εις

έφεσιν και είναι υποχρεωτική διά το εις ο η παραπομπή δικαστήριον.

 

 

 

  Αρθρο :4

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :2350

Κατ’Εξουσιοδότηση εκδοθείσα Νομοθεσία : 5

Προισχύσασες μορφές άρθρου :1

 

  Αρθρον 4.- 1. Ενώπιον των διοικητικών εφετείων, δικαζόντων κατά τον

παρόντα νόμον επί αιτήσεων ακυρώσεως, εφαρμόζονται αναλόγως αι αφορώσαι

εις το ένδικον τούτο μέσον διατάξεις του Ν.Δ. 170/1973 “περί του

Συμβουλίου της Επικρατείας”,ως εκάστοτε ισχύουν με τας ακολούθους

τροποποιήσεις:

  

  α. Οπου εν αυταίς αναφέρεται το Συμβούλιον της Επικρατείας, ο 

Πρόεδρος, τα μέλη ή η Γραμματεία αυτού νοείται το οικείον διοικητικόν

εφετείον, ο Προέδρος αυτού, οι εφέται και η Γραμματεία αυτού.

   “β)  Στα  διοικητικά  εφετεία  όπου  υπηρετούν περισσότεροι από ένας 

 πρόεδροι,  ο  προϊστάμενος  του  διοικητικού  εφετείου  κατανέμει  τις 

 υποθέσεις  μεταξύ  των  τμημάτων. Ο πρόεδρος του τμήματος με πράξη του 

 ορίζει για κάθε υπόθεση εισηγητή έναν από τους εφέτες του τμήματός του 

 καθώς και τη δικάσιμο που σημειώνεται στο πινάκιο και παραγγέλλει  την 

 ανακοίνωση  της  δικογραφίας  στον  εισηγητη.  Ο πρόεδρος του τμήματος 

 μπορεί οποτεδήποτε, αν κωλύεται  ο  εισηγητής  που  ορίστηκε,  να  τον 

 αντικαταστήσει με άλλον και προφορικώς”.

 

  ***Η εντός ” ” περίπτ. β` της παρ.1  προστέθηκε ως άνω με το άρθρο 23

     του Ν.1805/1988 (Α 199).

 

   “γ)  Με  εντολή  του προέδρου του τμήματος, αντίγραφο του δικογράφου 

 του ένδικου μέσου με μνεία της χρονολογίας κατάθεσης  και  της  πράξης 

 της προηγούμενης περίπτωσης, κοινοποιείται με φροντίδα της γραμματείας 

 του  τμήματος,  είκοσι  τουλάχιστον  ημέρες  πριν από τη δικάσιμο, στα 

 πρόσωπα που ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 21 του ν.δ. 17Ο/1973 

 (ΦΕΚ  229),  όπως  ισχύει.  Αν  συντρέχει  κατεπείγουσα  περίπτωση,  ο 

 πρόεδρος του τμήματος μπορεί να συντέμνει την πιο πάνω προθεσμία”.

 

  ***Η εντός ” ” περίπτ.γ` της παρ.1  προστέθηκε ως άνω με το άρθρο 23

     του Ν.1805/1988 (Α 199).

 

    “δ”. Η κατά το άρθρον 21 παρ. 2 του Ν.Δ. 170/1973 κοινοποίησις του

δικογράφου της αιτήσεως ακυρώσεως και της κατά το άρθρον 52 της παρ. 3

αιτήσεως αναστολής, μετά της πράξεως ορισμού εισηγητού και δικασίμου,

γίνεται και προς την εκδούσαν την πράξιν αρχήν.

   

  ***Η περίπτ. δ` της παρ.1 έλαβε αυτή την αρίθμηση  με το άρθρο 23 του 

     Ν.1805/1988 (Α 199).

 

  “ε”. Κατά την επ`ακροατηρίου συζήτησιν οι ιδιώται διάδικοι παρίστανται

διά δικηγόρου παρ` Εφέταις.

 

  ***Η περίπτ. ε` της παρ.1 έλαβε αυτή την αρίθμηση με το άρθρο 23 του 

     Ν.1805/1988 (Α 199).

 

  “στ) Για τη δικαστική δαπάνη εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις 

του άρθρου 275 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.”

 

*** Η περ.στ` προστέθηκε με το άρθρο 50 Ν.3659/2008,ΦΕΚ Α 77/7.5.2008,

    ο οποίος ισχύει από 8.6.2008.

 

 

“ζ. Η επίδοση αποφάσεων με επιμέλεια του Δικαστηρίου, όπου αυτή προβλέπεται, 

γίνεται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.”

 

*** Η περ.ζ΄προστέθηκε με τη παρ.3 άρθρου 67 Ν.3900/2010,

    ΦΕΚ Α 213/17.12.2010.Εναρξη ισχύος από την 1η Ιανουαρίου 2011.

 

  2. Η κατά το άρθρον 52 του Ν.Δ. 170/1973 αίτησις περί αναστολής

εκτελέσεως της επί ακυρώσει προσβληθείσης πράξεως κρίνεται υπό του

διοικητικού εφετείου εν συμβουλίω.

 

 

 

  Αρθρο :5

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :230

Κατ’Εξουσιοδότηση εκδοθείσα Νομοθεσία : 3

Προισχύσασες μορφές άρθρου :1

 

  Αρθρον 5.-

 

   “1. Με την επιφύλαξη των οριζομένων στο άρθρο 5Α, σε έφεση ενώπιον

του Συμβουλίου της Επικρατείας υπόκεινται οι οριστικές αποφάσεις των

διοικητικών εφετείων που εκδίδονται κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 1

του παρόντος νόμου επί αιτήσεως ακυρώσεως ή τριτανακοπής”.

 

*** Η παρ.1 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρ.2

    Ν.2944/2001,ΦΕΚ Α 222/8.10.2001.

    

  2.Εφεσιν δύναται να ασκήσουν εντός εξηκονθημέρου προθεσμίας

αρχομένης από της επομένης της  επιμελεία του διαδίκου κοινοποιήσεως

της αποφάσεως, πάντως δε εντός έτους από της δημοσιεύσεως αυτής, οι

κατά την πρωτόδικον ακυρωτικήν δίκην διάδικοι

 

 *** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Περί της ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ της διάταξης της παρ.2 του άρθρου 

5 του παρόντος νόμου βλέπε σχετικά στην υπ` αριθμ. 369/2010 απόφαση ΣΤΕ.

 

  3. Δευτέρα έφεσις παρά του αυτού διαδίκου κατά την αυτής αποφάσεως,

ως προς το αυτό ή άλλο κεφάλαιον, δεν επιτρέπεται. Ωσαύτως αποκλείεται

η άσκησις αντεφέσεως.

  

  4. Το δικόγραφον της εφέσεως πρέπει να περιέχη, εκτός των στοιχείων

παντός δικογράφου, μνείαν της προσβαλλομένης αποφάσεως, σαφείς και

συγκεκριμένους λόγους εφέσεως και αίτημα.

  

  5. Η έφεσις ασκείται διά καταθέσεως του δικογράφου εις την

γραμματείαν του εκδόντος την εκκαλουμένην απόφασιν δικαστηρίου. Περί

της καταθέσεως συντάσσεται έκθεσις εις ίδιον βιβλίον, υπογραφομένη και

υπό του καταθέτοντος. Η έφεσις διαβιβάζεται αμελλητί μετά του οικείου

φακέλου μερίμνη του Γραμματέως, εις το Συμβούλιον της Επικρατείας.

  

  6. Η προθεσμία προς άσκησιν εφέσεως και η άσκησις του ενδίκου τούτου

μέσου δεν επάγονται αναστολήν της εκτελέσεως της πρωτοδίκου αποφάσεως. 

  

  7. Πρόσθετοι λόγοι εφέσεως υποβάλλονται μόνον δι`ιδίου δικογράφου,

κατατιθεμένου εν πρωτοτύπω εις την Γραμματείαν του Συμβουλίου της

Επικρατείας και κοινοποιουμένου, επί ποινή απαραδέκτου, δέκα πέντε

τουλάχιστον πλήρεις ημέρας προ της συζητήσεως επιμελεία του

εκκαλούντος, προς τον εφεσίβλητον. Η παρ. 6 του άρθρου 21 του Ν.Δ.

170/1973 έχει και εν προκειμένω εφαρμογήν.

  

  8. Εις την κατ` έφεσιν δίκην επιτρέπεται η το πρώτον άσκησις

παρεμβάσεως.

 

  9. Η έφεσις αναφέρεται αποκλειστικώς εις σφάλματα της πρωτοδίκου

αποφάσεως. Εάν ευρεθή βάσιμος λόγος εφέσεως η εκκαλουμένη απόφασις

εξαφανίζεται  και το Συμβούλιον της Επικρατείας δικάζει επί της

αιτήσεως ακυρώσεως. Εάν το Συμβούλιον της Επικρατείας, κρίνη

απορριπτέαν αίτησιν ακυρώσεως, η οποία είχε γίνη δεκτή υπό του

διοικητικού εφετείου, αναβιοί αναδρομικώς από της εκδόσεως της η διά

της πρωτοδίκου αποφάσεως ακυρωθείσα πράξις.

  

  10. Επί εφέσεως δύναται να χορηγηθή κατά το άρθρον 52 του Ν.Δ.

170/1973 αναστολή εκτελέσεως της προσβληθείσης επί ακυρώσει διοικητικής

πράξεως.

 

  11. Επί εφέσεως εφαρμόζονται αναλόγως κατά τα λοιπά αι αφορώσαι εις

το ένδικον μέσον της αιτήσεως ακυρώσεως διατάξεις του Ν.Δ. 170/1973,

ως εκάστοτε, ισχύουν.

 

 

 

  Αρθρο :5Α

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :135

 

                    

                             “Αρθρο 5Α

 

 ***βλ. την υπ΄ αριθμόν 7004/3/40-θ`/23-4-2004 Απόφαση του Υπουργού Δημόσιας 

Τάξης (ΦΕΚ Β` 649/4.5.2004)”Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων Υπουργού Δημόσιας Τάξης 

σε υφιστάμενα υπηρεσιακά όργανα”.

 

 

“Οι αποφάσεις των διοικητικών εφετείων που εκδίδονται επί των διαφορών των 

περιπτώσεων α`, β`, γ`, δ`, ε`, ια` και ιγ` της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του 

παρόντος νόμου δεν υπόκεινται σε έφεση.

 

 Εξαιρούνται και υπόκεινται σε έφεση οι διαφορές που αφορούν:

 

 α) το διορισμό με διαδικασία μη υποκείμενη στον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π., τη 

μετάταξη, την προαγωγή σε βαθμό που χαρακτηρίζεται ανώτατος από διάταξη νόμου 

και τη λύση της υπαλληλικής σχέσης των υπαλλήλων (πολιτικών και δικαστικών) 

του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης 

βαθμίδας και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου,

 

 β) τη μονιμοποίηση και την απόταξη των στρατιωτικών υπαλλήλων και των 

υπαλλήλων των Σωμάτων Ασφαλείας,

 

 γ) την εισαγωγή και οριστική απομάκρυνση των μαθητών των παραγωγικών σχολών 

της περίπτωσης β` της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου,

 

 δ) το διορισμό και την παύση των αναπληρωτών καθηγητών, επίκουρων καθηγητών, 

λεκτόρων και καθηγητών εφαρμογών της ανώτατης εκπαίδευσης, και

 

 ε) την αναγνώριση τίτλων σπουδών της αλλοδαπής.”

 

 

*** Το άρθρο 5Α,το οποίο είχε προστεθεί με το άρθρ.3 Ν.2944/2001,ΦΕΚ Α 222     

και αντικατασταθεί με την παρ.6 άρθρου 49 Ν.3659/2008,ΦΕΚ Α77,αντικαταστάθηκε 

ως άνω με το άρθρο 47 παρ.3 Ν.3900/2010,ΦΕΚ Α 213/17.12.2010.`Εναρξη ισχύος 

από την 1η Ιαναουαρίου 2011.

 

*** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Περί της ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ της διάταξης του άρθρου 5Α του παρόντος 

νόμου βλέπε σχετικά στις υπ` αριθμ. 1094/2011, 2308/2011 αποφάσεις ΣΤΕ.

 

 

 

  Αρθρο :6

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :1

 

  Αρθρον 6.- 1. Επί μίαν διετίαν, δυναμένην να παραταθή δι`εν εισέτι

έτος δι`αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης εκδιδομένης μετά πρότασιν

της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας από της ενάρξεως της

εκδικάσεως των εν άρθρω 1 παρ. 1  και 4 του παρόντος νόμου υποθέσεων

των διοικητικών δικαστηρίων των τριμελούς συνθέσεως διοικητικών

εφετείων Αθηνών και Πειραίως δικαζόντων επί αιτήσεων ακυρώσεως

προεδρεύουν Σύμβουλοι της Επικρατείας, οριζόμενοι δι`αποφάσεως της

Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας και ασκούντες παραλλήλως τα

κύρια αυτών καθήκοντα. Εις τα καθήκοντα του Προεδρεύοντος Συμβούλου

περιλαμβάνεται και ο προσδιορισμός της δικασίμου και του εισηγητού της

υποθέσεως.

 

  2. Της κατά τα ανωτέρω συνθέσεως δύναται να μετέχουν και οι πρόεδροι

εφετών ως μέλη.

 

 

 

  Αρθρο :7

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :1156

Κατ’Εξουσιοδότηση εκδοθείσα Νομοθεσία : 2

 

  Αρθρον 7.- 1. Εις την αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού

πρωτοδικείου υπάγονται αι διοικητικαί διαφοραί ουσίας, αι αναφυόμεναι

εκ της αναγνωρίσεως παραχωρήσεως ή απονομής δικαιώματος, ή

ευεργετήματος ή οιασδήποτε άλλης παροχής της αρνήσεως ικανοποιήσεως, εν

όλω ή εν μέρει, τοιούτου αιτήματος, ως και της μεταβολής

δημιουργηθείσης διά διοικητικής πράξεως καταστάσεως κατά την εφαρμογήν

της νομοθεσίας:

   α) Περί κοινωνικής ασφαλίσεως, καθ`όσον αφορά εις τας εν γένει

ασφαλιστικάς σχέσεις μεταξύ των φορέων και των ησφαλισμένων ή των

εργοδοτών των, ιδία δε αι διαφοραί περί την υπαγωγήν εις την ασφάλισιν

και την διάρκειαν ταύτης, τας καταβλητέας εισφοράς υπό εργοδοτών και

ησφαλισμένων και τας πάσης φύσεως παροχάς υπό του φορέως.

   β) Περί προστασίας εν γένει αναπήρων και θυμάτων πολέμου,

πολεμοπαθών, αγωνιστών εθνικής αντιστάσεως εφέδρων παλαιών και νέων

πολεμιστών, αστών προσφύγων παραπηγματούχων, σεισμοπαθών και πληγέντων

εκ θεομηνίων. 

   γ) Περί λαϊκής στέγης, εργατικής κατοικίας και ανταλλαξίμων ακινήτων.

   δ) Περί αποκαταστάσεως γεωργών και κτηνοτρόφων.

     ε) Για την υγειονομική περίθαλψη των υπαλλήλων, των λοιπών

ασφαλισμένων του Δημοσίου και των μελών των οικογενειών τους” και 

 

 

 *** Η περ.ε`προστέθηκε με την παρ.2 εδ`α` άρθρ.29 Ν.2721/1999,

     ΦΕΚ Α 112/3.6.1999. Με το εδ β`δε αυτής ορίζεται ότι:

  “β) στο τέλος των ίδιων παραγράφων των παραπάνω διατάξεων προστίθεται

   το ακόλουθο εδάφιο:

  “Στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται,

εκδικαζόμενες ως διοικητικές διαφορές ουσίας, και οι διαφορές που

ανακύπτουν μεταξύ της Διοίκησης και τρίτων προσώπων, τα οποία

βλάπτονται από πράξη ή χορήγηση δικαιώματος, ευεγερτήματος ή

οποιασδήποτε άλλης παροχής, κατ` εφαρμογή της νομοθεσίας αυτής.”

 

   

  2. Αι εκδιδόμεναι κατ`εφαρμογήν νομοθεσίας εκ των αναφερομένων εις

την προηγουμένην  παράγραφον εκτελεσταί ατομικαί πράξεις ή κατά το

άρθρον 45 παρ. 5 του Ν.Δ 170 του 1973 παραλείψεις διοικητικών αρχών ή

νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, υπόκεινται εις προσφυγήν  ενώπιον

του κατά την προηγουμένην παράγραφον δικαστηρίου, κρίνοντος κατά τον

νόμον και την ουσίαν και δυναμένου να ακυρώση ή τροποποιήση αυτάς.

  

 ***ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ:Η παρ.10 του άρθρου 12 του Ν.2298/1995 (Α 62) ορίζει ότι:

“Οι παράγραφοι 6 έως  9  δεν  έχουν  εφαρμογή  επι  αιτήσεων 

 αναιρέσεως  κατ`  αποφάσεων  που  εκδίδονται  κατ` έφεση επί προσφυγών 

 ουσίας, τις οποίες προβλέπουν το άρθρο 7 παρ.1 και 2 του ν.702/ 1994 

 και τα άρθρα 1 παρ. 2 εδάφιο στ` και  2  παρ.1  του  ν.1406/1983, 

 εφόσον αφορούν περιοδικές παροχές.”

 

  3. Εάν εις την νομοθεσίαν, κατ`εφαρμογήν της οποίας εξεδόθη η πράξις

της διοικητικής αρχής προβλέπεται η δυνατότης ασκήσεως ενδικοφανούς

μέσου, συνεπαγομένου έλεγχον της πράξεως νόμω τε και ουσία ενώπιον της

αυτής ή ιεραρχικώς προϊσταμένης αρχής ή ειδικώς κατεστημένου οργάνου, η

ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου προσφυγή ασκείται μόνον κατά της

εκδιδομένης επί του ενδικοφανούς τούτου μέσου πράξεως.

  

  4. Η προσφυγή ασκείται υπό παντός έχοντος έννομον συμφέρον εντός

προθεσμίας εξήκοντα ημερών, αρχομένης από της κοινοποιήσεως ή

δημοσιεύσεως, οσάκις τοιαύτη νομίμως επιβάλλεται, της προσβαλλομένης

πράξεως ή, άλλως, αφ`ης έλαβε πλήρη γνώσιν ταύτης ο αιτών, επί δε

παραλείψεων, από της παρελεύσεως της κατά το άρθρον 45 παρ. 5 του Ν.Δ.

170 του 1973 προθεσμίας.

  

  5. Διοικητικαί διαφοραί εξ αγωγών περί αποζημιώσεως κατά του Δημοσίου

ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ένεκα παρανόμων πράξεων των οργάνων

αυτών, εκδιδομένων κατ` εφαρμογήν της νομοθεσίας περί των εν παραγράφω

1 θεμάτων ή παραλείψεων αυτών, υπάγονται εφεξής  εις την αρμοδιότητα

των διοικητικών πρωτοδικείων.

  

  6. Αρμόδιον κατά τόπον διά την εκδίκασιν των ανωτέρω προσφυγών και

αγωγών δικαστήριον είναι το Διοικητικόν Πρωτοδικείον εις την

περιφέρειαν του οποίου εδρεύει η εκδούσα την προσβαλλομένην πράξιν

διοικητική αρχή. Επί προσβολής πράξεως εκδοθείσης επί απλής ή

ενδικοφανούς διοικητικής προσφυγής ή παραλείψεως εκδόσεως αποφάσεως

επ`τοιαύτης προσφυγής, η αρμοδιότης του Διοικητικού Πρωτοδικείου

καθορίζεται επί τη βάσει της προσβληθείσης δι`απλής ή ενδικοφανούς

διοικητικής προσφυγής πράξεως.

 

 

 

  Αρθρο :8

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :137

Κατ’Εξουσιοδότηση εκδοθείσα Νομοθεσία : 2

Προισχύσασες μορφές άρθρου :1

 

   Αρθρον 8.- “1.  Οι  αποφάσεις για  τις  κατά  το  προηγούμενο  άρθρο    

 διαφορές υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του κατά τόπον αρμόδιου τριμελούς 

 διοικητικού εφετείου.

 

    2.  Για  την  εκδίκαση  της  έφεσης  κατά  απόφασης που εκδόθηκε σε 

 προσφυγή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 60 έως  64  του 

 π.δ.  341/1978, 166, 167, 168, παρ. 2, 3 και 6, 170, 172, 173, και 174 

 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, όπως σήμερα ισχύει, και των  άρθρων 

 14 και 15 του π.δ. 458/1985″.

  

    ***Οι παρ. 1 και 2 αντικατεστάθησαν ως άνω δια του άρθρου 20 παρ. 1

       του Ν. 1868/1989, ΦΕΚ Α 230.

 

  3. Οι λόγοι αναιρέσεως, τα της διαδικασίας και της εν γένει δικονομίας 

προς εκδίκασιν των κατά τας προηγουμένας παραγράφους προσφυγών, αγωγών 

και εφέσεων θέλουσι καθορισθή διά Π.Διατάγματος, εκδοθησομένου τη προτάσει 

του Υπουργού Δικαιοσύνης.

 

 

 

  Αρθρο :9

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :4

Κατ’Εξουσιοδότηση εκδοθείσα Νομοθεσία : 2

 

  Αρθρον 9.- Η παράγραφος 2 του άρθρου 4 του υπ`αριθ. 170/1973 Ν.Δ/τος

αντικαθίσταται ως εξής:

  

  “2. Ο Προϊστάμενος της Γραμματείας διευθύνει τας εργασίας ταύτης και

εκτελεί καθήκοντα Γραμματέως της Ολομελείας και του Δ`Τμήματος. Ασκεί

προσέτι άμεσον εποπτείαν επί του προσωπικού της Γραμματείας και των

καθαριστριών”. 

 

 

 

  Αρθρο :10

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :1

Κατ’Εξουσιοδότηση εκδοθείσα Νομοθεσία : 2

 

  Αρθρον 10.- Το άρθρον 7 του αυτού ως άνω Ν.Δ./τος αντικαθίσταται ως

εξής:

  

                        Ολομέλεια – Τμήματα.

 

  “ύΑρθρον 7.- 1. Το Συμβούλιον ασκεί τας αρμοδιότητας αυτού διά της

Ολομελείας και των Τμημάτων.

  

  2. Τα Τμήματα ορίζονται εις τέσσαρα (Α`, Β`,Γ` και Δ`)”.

 

 

 

  Αρθρο :11

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :4

Κατ’Εξουσιοδότηση εκδοθείσα Νομοθεσία : 2

 

  Αρθρον 11.-Το άρθρον 8 του αυτού ως άνω Ν.Δ/τος αντικαθίσταται ως

εξής:

  

                      Σύνθεσις Ολομελείας.

  

  “ύΑρθρον 8.-1. Η Ολομέλεια του Συμβουλίου, συνεδριάζουσα δημοσία

συντίθεται εκ του Προέδρου, εκ δέκα τουλάχιστον Συμβούλων και δύο

Παρέδρων, ως και του Γραμματέως. Προσερχομένων πλειόνων των ένδεκα

μελών, αποχωρεί ο νεώτερος Σύμβουλος ή, αν ούτος είναι και εισηγητής

της δικαζομένης υποθέσεως, ο αμέσως προ αυτού, προς διατήρησιν του

αριθμού περιττού.

  

  2. Η Ολομέλεια συνέρχεται εν συμβουλίω κατόπιν προσκλήσεως του

Προέδρου, συντιθεμένη εκ πάντων των μελών του Συμβουλίου, πλην των

κωλυομένων, παρισταμένου πάντως τουλάχιστον του ημίσεος πλέονος ενός

του όλου αριθμού αυτών.

  Ο αριθμός των μετεχόντων μελών του Συμβουλίου δέον να διατηρήται

περιττός, εφαρμοζομένου του τελευταίου εδαφίου της προηγουμένης

παραγράφου.

   Κατά τας περιστάσεις, εκτιμωμένας υπό του Προέδρου, δύνανται να

κληθούν όπως μετάσχουν της συνεδριάσεως και Πάρεδροι μετά γνώμης

συμβουλευτικής, ως και ο Γραμματεύς. Εις ην περίπτωσιν δεν παρίσταται ο

Γραμματεύς, τα πρακτικά τηρούνται υπό του τυχόν ορισθέντος εισηγητού

άλλως υπό του νεωτέρου των μετεχόντων Συμβούλων ή Παρέδρων”.

 

 

 

 

  Αρθρο :12

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :1

Κατ’Εξουσιοδότηση εκδοθείσα Νομοθεσία : 2

 

  Αρθρον 12.- Εις το άρθρον 9 του αυτού ως άνω Ν.Δ. προστίθεται

παράγραφος, υπ`αριθ. 3 έχουσα ως ακολούθως:

 

  “3. Η Ολομέλεια δύναται να αποφασίζη και περί κατανομής των Εισηγητών

εις τα Τμήματα”.

 

 

 

  Αρθρο :13

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :1

Κατ’Εξουσιοδότηση εκδοθείσα Νομοθεσία : 3

 

  Αρθρον 13.- Το άρθρον 10 του αυτού  ως άνω Ν.Δ/τος αντικαθίσταται ως

εξής:

 

                       Σύνθεσις Τμημάτων.

 

  “Αρθρον 10.- 1. Εκαστον Τμήμα, συνεδριάζον δημοσία, συντίθεται εκ

του Προέδρου αυτού, 4 Συμβούλων, 2 Παρέδρων και του Γραμματέως.

 

  2. Διά Προεδρικών Διαταγμάτων, εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού

Δικαιοσύνης, μετα σύμφωνον γνώμην της Ολομελείας του Συμβουλίου,

δύναται να προβλεφθή σύνθεσις  εκάστου των Τμημάτων εκ 3 μελών, 2

Παρέδρων, ως και του Γραμματέως, προς εκδίκασιν κατηγοριών υποθέσεων,

καθοριζομένων διά του αυτού Διατάγματος.

 

  3. Προκειμένης επεξεργασίας των διαταγμάτων, κατά το άρθρον 15, το

οικείον Τμήμα συντίθεται εκ του Προέδρου αυτού, 2 τουλάχιστον Συμβούλων

και 2 τουλάχιστον Παρέδρων ως και του Γραμματέως. Εν πάση περιπτώσει, ο

αριθμός των μετεχόντων συμβούλων, περιλαμβανομένου και του Προέδρου

διατηρείται περιττός.

 

  4. Τμήμα, καλούμενον κατά τας κειμένας διατάξεις να αποφανθή ή

γνωμοδοτήση εν συμβουλίω συντίθεται εκ του Προέδρου αυτού και τεσσάρων

Συμβούλων, οριζομένων, μετ`ισαρίθμων αναπληρωτών, διά πράξεως του

Προέδρου του κατά Δεκέμβριον εκάστου δευτέρου έτους, της θητείας αυτών

αρχομένης από της 1ης Ιανουαρίου του αμέσως επομένου έτους. Κατά τας

περιστάσεις, εκτιμωμένας υπό του Προέδρου του Τμήματος, δύναται να

κληθή όπως μετάσχη της συνεδριάσεως και ο Γραμματεύς του Τμήματος. Μη

παρισταμένου Γραμματέως τα πρακτικά τηρούνται, κατά τα εν άρθρω 8 παρ.

2 οριζόμενα”.

 

Αρθρο :14

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :3

Κατ’Εξουσιοδότηση εκδοθείσα Νομοθεσία : 2

 

  Αρθρον 14. Το άρθρον 11 του αυτού ως άνω Ν. Δ/τος αντικαθίσταται ως

εξής:

 

                       Δικαστικαί Διακοπαί

 

  “Αρθρον 11.-1. Από της 1ης Ιουλίου μέχρι και της 15ης Σεπτεμβρίου

εκάστου έτους διακόπτονται αι τακτικαί εργασίαι του Συμβουλίου

καθίσταται δε Τμήμα Διακοπών, το οποίον επεξεργάζεται τα διατάγματα,

αποφαίνεται επί των αιτήσεων αναστολής και εκδικάζει τας υποθέσεις, αι

οποίαι ήθελον κριθή κατεπείγουσαι διά πράξεως του Προέδρου του ιδίου

Τμήματος. Των διακοπών, πλην των μελών του Συμβουλίου, μετέχουν και οι

Πάρεδροι μετά των Εισηγητών.

 

2. Εάν ο αριθμός των υπηρετούντων εις το Τμήμα Διακοπών Συμβούλων δεν επαρκή 

διά την συγκρότησιν του αρμοδίου προς εκδίκασιν της κατεπειγούσης υποθέσεως 

σχηματισμού του Συμβουλίου της Επικρατείας, καλούνται υπό του Προέδρου του 

Τμήματος προς συμπλήρωσιν του νομίμου αριθμού τα λοιπά μέλη του Συμβουλίου, 

αδιακρίτως. 

 

 

  3. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως αι περί δικαστικών διακοπών

κείμεναι διατάξεις”.

 

 

 

  Αρθρο :15

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :4

 

  Αρθρον 15.- Το άρθρον 13 του αυτού ως άνω Ν. Δ/τος καταργείται.

 

 

 

  Αρθρο :16

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :38

Κατ’Εξουσιοδότηση εκδοθείσα Νομοθεσία : 7

 

  Αρθρον 16.- Το άρθρον 14 αντικαθίσταται ως εξής:

 

             Αρμοδιότης Ολομελείας και Τμημάτων.

 

  “Αρθρον 14.- 1. Διά Π.Δ/των εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού

Δικαιοσύνης, μετά σύμφωνον γνώμην της Ολομελείας του Συμβουλίου,

καθορίζονται αι υπαγόμεναι εις την αρμοδιότητα εκάστου των Τμημάτων

Α`,Β`,Γ` και Δ`, κατηγορίαι υποθέσεων.

 

  2. Η Ολομέλεια είναι αρμοδία:

  α) Επί πάσης υποθέσεως και εισαχθείσης έτι ενώπιον Τμήματος,  την

οποίαν ο Πρόεδρος του Συμβουλίου ήθελεν εισαγάγει ενώπιον αυτής, λόγω

μείζονος σπουδαιότητος, προκειμένου, ιδίως, περί θεμάτων γενικωτέρας

σημασίας, της εισηγήσεως ανατιθεμένης εις Σύμβουλον.

  β) Επί ζητήματος ή υποθέσεως, η οποία ήθελε παραπεμφθή ενώπιον αυτής

δι`αποφάσεως Τμήματος υπό τριμελή ή πενταμελή σύνθεσιν, διά τους λόγους

του προηγουμένου εδαφίου. Η παραπεμπτική απόφασις επέχει θέσιν

εισηγήσεως, την οποίαν αναπτύσσει ο διά της αυτής αποφάσεως  οριζόμενος

Σύμβουλος

  γ) Επί υποθέσεως παραπεμπομένης εις ταύτην κατά την παράγραφον 6 του

παρόντος.

 

  3. Η Ολομέλεια, επιλαμβανομένη κατ`εφαρμογήν του εδαφίου β` της

προηγουμένης παραγράφου, δύναται, επιλύουσα τα γενικωτέρας σημασίας

θέματα, να εκδικάση εξ ολοκλήρου την υπόθεσιν ή να παραπέμψη ταύτην

προς εκδίκασιν εις το αρμόδιον Τμήμα.

 

  4. Τμήμα φερόμενον ως προς την ουσιαστικήν συνταγματικότητα ή την

έννοιαν τυπικού νόμου, εις λήψιν αποφάσεως διαφόρου προς απόφασιν του

Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου, παραπέμπει την υπόθεσιν εις

την Ολομέλεια η οποία δύναται ν` αποφανθή περαιτέρω κατά την

προηγουμένην παράγραφον 3, εφ`όσον δεν συντρέχει περίπτωσις παραπομπής

εις το κατά το άρθρον 100 του Συντάγματος Ανώτατον Ειδικόν Δικαστήριον.

 

  5. Ο Πρόεδρος του Τμήματος διά πράξεώς του δύναται να εισαγάγη ή το

Τμήμα υπό τριμελή σύνθεσιν δύναται να παραπέμψη την υπόθεσιν, λόγω

σπουδαιότητος, εις το Τμήμα υπό πενταμελή σύνθεσιν. Επί τοιαύτης

παραπομπής, εισηγητής της υποθέσεως δύναται να ορίζηται και Πάρεδρος.

Το Τμήμα υπό πενταμελή σύνθεσιν εκδικάζει την υπόθεσιν εν των συνόλω μη

επιτρεπομένης της αναπομπής αυτής εις το Τμήμα υπό τριμελή σύνθεσιν.

Εάν δε η παραπομπή εγένετο δι`αποφάσεως του Τμήματος υπό

τριμελή σύνθεσιν, δεν επιτρέπεται περαιτέρω παραπομπή της υποθέσεως εις

την Ολομέλειαν, επιφυλασσομένης της εφαρμογής της προηγουμένης

παραγράφου.

 

  6. Τμήμα, κρίνον εαυτό αναρμόδιον, παραπέμπει την υπόθεσιν εις το

κατ` αυτό αρμόδιον Τμήμα. Τούτο  εφ`όσον διαφωνεί παραπέμπει το ζήτημα

ενώπιον της Ολομελείας προς επίλυσιν αυτού, οριζομένου ως εισηγητού

Συμβούλου, εφαρμόζεται δε κατά τα λοιπά η διάταξις της παραγράφου 3 του

παρόντος άρθρου.

 

  7. Επί προσβολής διά του αυτού δικογράφου πλειόνων πράξεων

αρμοδιότητος διαφόρων Τμημάτων, η υπόθεσις εισάγεται εις το Τμήμα το

αρμόδιον διά την προτασσομένην εις το δικόγραφον πράξιν και εκδικάζεται

υπό τούτου”.

 

 

 

  Αρθρο :17

Κατ’Εξουσιοδότηση εκδοθείσα Νομοθεσία : 4

 

  Αρθρον 17.- Η παράγραφος 1 του άρθρου 15 του αυτού ως άνω Ν Δ/τος

αντικαθίσταται ως εξής:

 

  “1. Πάντα τα κανονιστικά διατάγματα (πλην των οριζόντων απλώς χρόνον

ενάρξεως της ισχύος του νόμου) προκειμένου να τύχουν της κατά το

Σύνταγμα επεξεργασίας, αποστέλλονται εις το Συμβούλιον εν σχεδίω υπό

του αρμοδίου Υπουργού, δυναμένου να τάξη και προθεσμίαν, ανάλογον προς

την σπουδαιότητα και το τυχόν κατεπείγον του διατάγματος, αρχομένην από

της περιελεύσεως αυτού εις το Συμβούλιον”.

 

 

 

  Αρθρο :18

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :1

Κατ’Εξουσιοδότηση εκδοθείσα Νομοθεσία : 2

 

  Αρθρον 18.- Η παράγραφος 7 του άρθρου 18 του αυτού ως άνω Ν.Δ/τος

αντικαθίσταται ως εξής:

 

  “7. Εάν ο ασκήσας το ένδικον μέσον και ο αντίκλητος  αυτού δεν

κατοικούν εις την αρχήθεν ή μεταγενεστέρως δηλωθείσαν κατοικίαν εν

Αθήναις, η εκδίκασις του ενδίκου μέσου χωρεί άνευ των προς αυτούς

κοινοποιήσεων των προβλεπομένων υπό των διατάξεων του άρθρου 21

παράγραφος 3 εδ. γ` και  5 του άρθρου 49 παρ. 2 του παρόντος. Το αυτό

ισχύει και εις ην περίπτωσιν δεν εγένετο διορισμός αντικλήτου, καίτοι

υφίστατο υποχρέωσις προς τούτο, κατά την παράγραφον 3 του παρόντος

άρθρου”.

 

 

 

  Αρθρο :19

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :17

 

  Αρθρον 19.- Το άρθρον 19 του αυτού ως άνω Ν.Δ/τος αντικαθίσταται ως

εξής:

 

                       Κατάθεσις δικογράφου

 

  “Αρθρον 19.- 1. Η κατάθεσις του δικογράφου γίνεται διά παραδόσεως του

πρωτοτύπου εις την Γραμματείαν του Συμβουλίου, συντασσομένης επ`αυτού,

ατελώς, σχετικής πράξεως, η οποία υπογράφεται υπό του καταθέσαντος και

υπό του παραλαμβάνοντος υπαλλήλου.

 

  2. Τα ενώπιον του Συμβουλίου ένδικα μέσα ασκούνται και διά καταθέσεως

εις οιανδήποτε δημοσίαν αρχήν, συντασσομένης επί του πρωτοτύπου του

δικογράφου σχετικής πράξεως υπογραφομένης, κατά τα εν τη προηγουμένη

παραγράφω.

  Τα ούτω κατατιθέμενα δικόγραφα αποστέλλονται αμελλητί εις το

Συμβούλιον της Επικρατείας.

 

  3. Τα κατά τας προηγουμένας παραγράφους κατατιθέμενα δικόγραφα

καταχωρίζονται εν περιλήψει εις ίδιον βιβλίον υπ`αύξοντα αριθμόν, κατά

την σειράν καταθέσεως ή περιελεύσεώς των εις το Συμβούλιον της

Επικρατείας. Υπό τον αυτόν αύξοντα αριθμόν καταχωρίζονται εις ιδίαν

στήλη, τα επί της υποθέσεως δικόγραφα παρεμβάσεως και προσθέτων λόγων”.

 

 

 

  Αρθρο :20

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :11

Κατ’Εξουσιοδότηση εκδοθείσα Νομοθεσία : 2

 

  Αρθρον 20.- 1. Η παράγραφος 2 εδ. δ` του άρθρου 21 του αυτού ως άνω

Ν.Δ/τος αντικαθίσταται ως εξής:

 

  “δ) Επί αιτήσεως ακυρώσεως κατά πράξεως υπηρεσιακού Συμβουλίου

κρίσεως υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, αποτελούντος

όργανον της κρατικής διοικήσεως, η κοινοποίησις γίνεται προς τον

Υπουργόν, εις του οποίου την αρμοδιότητα υπάγεται το Συμβούλιον τούτο

ως και εις το νομικόν πρόσωπον εις το οποίον υπηρετεί ο ασκήσας την

αίτησιν υπάλληλος”.

 

  2. Η παράγραφος 4 του αυτού άρθρου 21 αντικαθίσταται  ως εξής:

 

  “4. Επί αιτήσεως αναιρέσεως, η κοινοποίησις γίνεται προς τον

αναιρεσίβλητον. Εάν η διά της Γραμματείας του Συμβουλίου κοινοποίησις

καθίσταται ιδιαιτέρως δυσχερής, η αίτησις εισάγεται προς συζήτησιν δι`

ειδικής πράξεως του Προέδρου ή του Προέδρου του οικείου Τμήματος, το 

δε δικαστήριον, εφ`όσον διαπιστώση την ύπαρξιν της δυσχερείας ταύτης,

αναβάλλον δι`αποφάσεώς του την εκδίκασιν της υποθέσεως, διατάσσει την

επιμελεία του αναιρεσείοντος κοινοποίησιν. Εις περίπτωσιν μη

συμμορφώσεως του αναιρεσείοντος προς την ούτως επιβαλλομένην

υποχρέωσιν, η αίτησις απορρίπτεται ως απαράδεκτος”.

 

 

 

  Αρθρο :21

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :4

Κατ’Εξουσιοδότηση εκδοθείσα Νομοθεσία : 2

 

  Αρθρον 21.- Η παράγραφος 1 του άρθρου 25 του αυτού ως άνω Ν. Δ/τος

αντικαθίσταται ως εξής:

 

  “1. Επιτρέπεται η υποβολή προσθέτων λόγων διά δικογράφου,

κατατιθεμένου κατά τα εν άρθρω 19 παρ. 1 του παρόντος οριζόμενα, και

κοινοποιουμένου επί ποινή απαραδέκτου δέκα πέντε τουλάχιστον πλήρεις

ημέρας προ της συζητήσεως, επιμελεία του ασκήσαντος το ένδικον μέσον,

δι`επιδόσεως κεκυρωμένου αντιγράφου εις τους προς ους κατά το άρθρον

21 του παρόντος κοινοποιείται το ένδικον μέσον και εις τους ήδη έχοντας

ασκήσει παρέμβασιν.

 

  Η παράγραφος 6 του άρθρου 21 έχει και εν προκειμένω εφαρμογήν”.

 

 

 

  Αρθρο :22

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :8

Κατ’Εξουσιοδότηση εκδοθείσα Νομοθεσία : 2

 

  Αρθρον 22.- Το άρθρον 30 του αυτού ως άνω Ν. Δ/τος αντικαθίσταται ως

εξής:

 

                            Παραίτησις

 

  “Αρθρον 30.- 1. Η παραίτησις από δικογράφου ασκηθέντος ενδίκου μέσου,

επαγομένη κατάργησιν της δι`αυτού ανοιγείσης δίκης επιτρέπεται μέχρι

της συζητήσεως της υποθέσεως, γίνεται δε διά δηλώσεως κατατιθεμένης εις

την Γραμματείαν ή προφορικώς επ`ακροατηρίου είτε υπό πληρεξουσίου

δικηγόρου, έχοντος γενικόν ή ειδικόν πληρεξούσιον είτε και υπ`αυτού του

ασκήσαντος το ένδικον μέσον. Παραίτησις γίνεται επίσης και διά δηλώσεως

του ασκήσαντος το ένδικον μέσον ενώπιον συμβολαιογράφου, εάν αντίγραφον

της συμβολαιογραφικής πράξεως περιέλθη εις το Συμβούλιον μέχρι της

επ`ακροατηρίου συζητήσεως.

 

  2. Παραίτησις δι`εγγράφου δηλώσεως  εις την Γραμματείαν ή διά

συμβολαιογραφικού εγγράφου, υποβαλλομένη η περιερχομένη εις το

Συμβούλιον προ του καθορισμού δικασίμου, γίνεται δεκτή διά πράξεως του

Προέδρου ή του Προέδρου του οικείου Τμήματος, ο οποίος δύναται εις

περίπτωσιν οιασδήποτε αμφιβολίας περί του εγκύρου της δηλώσεως να

εισαγάγη ταύτην ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

  3. Παραίτησις περιέχουσα όρους ή αιρέσεις θεωρείται ως μη γενομένη. 

 

  4. Ανάκλησις παραιτήσεως δεν επιτρέπεται.

  

  5. Αίτησις, από του δικογράφου της οποίας, εχώρησε παραίτησις

θεωρείται ως μη ασκηθείσα”.

  

 

 

 

  Αρθρο :23

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :4

Κατ’Εξουσιοδότηση εκδοθείσα Νομοθεσία : 2

 

  Αρθρον 23.-1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 34 του αυτού ως άνω Ν.Δ./τος 

αντικαθίσταται ως εξής:

 

  “2. Τα της καταχωρίσεως της γνώμης των μειοψηφούντων εις την απόφασιν

και το πρακτικό διασκέψεως διέπονται υπό του κατά το άρθρον 93 παρ. 3

του Συντάγματος ειδικού νόμου”.

 

  2. Η παράγραφος 5 του αυτού άρθρου 34 αντικαθίσταται ως εξής:

 

  “5. Αι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως

και οσάκις η Ολομέλεια ή τα Τμήματα αποφασίζουν ή γνωμοδοτούν εν

συμβουλίω”.

 

 

 

  Αρθρο :24

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :7

 

  Αρθρον 24- Το κατά το άρθρον 36 του αυτού ως άνω Ν.Δ/τος παράβολον

ορίζεται εις δραχμάς επτακοσίας πεντήκοντα.

 

 

 

  Αρθρο :25

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :2

Κατ’Εξουσιοδότηση εκδοθείσα Νομοθεσία : 2

 

  Αρθρον 25.- Το άρθρον 37 του αυτού ως άνω Ν. Δ/τος αντικαθίσταται ως

εξής:

 

  “Αρθρον 37.- Της υποχρεώσεως καταβολής τελών και παραβόλου δύναται να

απαλλάξη τον ασκούντα το ένδικον μέσον ο Πρόεδρος του Συμβουλίου ή του

οικείου Τμήματος λόγω πιθανολογουμένης κατά την κρίσιν αυτού, ενδείας.

Προς τούτο συνυποβάλλεται μετά του δικογράφου υπό του ασκούντος το

ένδικον μέσον ιδία αίτησις, το δε δικόγραφον του ενδίκου μέσου  γίνεται

δεκτόν προς κατάθεσιν  και άνευ της καταβολής τελών και παραβόλου. Ο

Πρόεδρος αποφασίζει επί της αιτήσεως εις περίπτωσιν δε απορρίψεώς της,

ο αιτών υποχρεούται όπως καταβάλλη τα μη καταβληθέντα τέλη και

παράβολον εντός 30 ημερών από της εκδόσεως της σχετικής απορριπτικής

πράξεως, άλλως το ένδικον μέσον απορρίπτεται, εφαρμοζομένων  των

διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου 35 του παρόντος”.

 

 

 

  Αρθρο :26

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

Κατ’Εξουσιοδότηση εκδοθείσα Νομοθεσία : 2

 

  Αρθρον 26.- Το άρθρον 40 του αυτού ως άνω Ν.Δ/τος αντικαθίσταται ως

εξής:

 

                     Ανάλογος εφαρμογή διατάξεων.

 

  “Αρθρον 40.- Κατά τα λοιπά, και δη όσον αφορά εις τας κοινοποιήσεις

τους λόγους εξαιρέσεως των δικαστών και των υπαλλήλων της Γραμματείας

και την επί ταύτη διαδικασίαν, εις την συγγνώμην συγγενείας, την

διεξαγωγήν των συζητήσεων, την ευταξίαν του ακροατηρίου, την κατάρτισιν

των πρακτικών και αποφάσεων και την ενέργειαν των διατασσομένων τυχόν

αποδείξεων, εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις του Κώδικος Πολιτικής

Δικονομίας και του Οργανισμού των Δικαστηρίων, αι ισχύουσαι επί της

ενώπιον του Αρείου Πάγου επί πολιτικών δικών διαδικασίας”.

 

 

 

 

  Αρθρο :27

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :42

Κατ’Εξουσιοδότηση εκδοθείσα Νομοθεσία : 2

 

  Αρθρον 27.- Το άρθρον 45 του αυτού ως άνω Ν.Δ/τος αντικαθίσταται ως

εξής:

 

                      Προσβαλλόμεναι πράξεις

  

  “Αρθρον 45.- 1. Η αίτησις ακυρώσεως δι`υπέρβασιν εξουσίας ή παράβασιν

νόμου χωρεί μόνον κατά των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών και

των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των μη υποκειμένων εις έτερόν τι

ένδικον μέσον διά της δικαστικής οδού.

 

  2. Η  αίτησις ακυρώσεως είναι απαράδεκτος, εάν στρέφεται κατά

εκτελεστής πράξεως, καθ`ης προβλέπεται υπό του νόμου ενδικοφανής

προσφυγή, ασκουμένη κατά νόμον εντός ωρισμένης προθεσμίας ενώπιον του

εκδόντος την πράξιν ή ετέρου οργάνου και καθιστώσα δυνατήν την κατ`

ουσίαν επανεξέτασιν της υποθέσεως. Εις την περίπτωσιν ταύτην, η αίτησις

ακυρώσεως χωρεί μόνον κατά της επί της προσφυγής εκδιδομένης πράξεως.

  Παρερχομένης της τυχόν υπό του νόμου ειδικώς τασσομένης προθεσμίας

προς έκδοσιν αποφάσεως επί της ανωτέρω προσφυγής ή τοιαύτης προθεσμίας

μη τασσομένης, παρερχομένου απράκτου τριμήνου από της υποβολής της

προσφυγής, η αίτησις ακυρώσεως ασκείται κατά της διά της παρόδου της

προθεσμίας τεκμαιρομένης απορρίψεως της προσφυγής.

  Η τυχόν μέχρι της συζητήσεως οποτεδήποτε εκδοθείσα επί της προσφυγής

απόφασις, λογίζεται συμπροσβαλλομένη διά της κατά της τεκμαιρομένης

απορρίψεως ασκηθείσης αιτήσεως είναι δε πάντως και αυτοτελώς προσβλητή

δι`αιτήσεως ακυρώσεως.

 

  3. Επί διοικητικής διαδικασίας προβλεπούσης πλείονα στάδια κατ`

ουσίαν κρίσεως της υποθέσεως, εάν το όργανον ενδιαμέσου βαθμίδος

παραλείψη να αποφανθή επί της προ αυτό προσφυγής εντός της νομίμου 

προθεσμίας ή τοιαύτης μη τασσσομένης εντός τριμήνου  από της υποβολής

της προσφυγής, ο ενδιαφερόμενος  δικαιούται εντός της νομίμου

προθεσμίας να προσφύγη κατά της παραλείψεως ταύτης εις το ανωτέρου

βαθμού όργανον, εις το οποίον μεταβιβάζεται η υπόθεσις εν τω συνόλω

εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου.

 

  4. Αίτησις ακυρώσεως είναι δεκτή και επί παραλείψεως αρχής τινος,

όπως προβή εις οφειλομένην νόμιμον ενέργειαν, οσάκις εκ του νόμου

επιβάλλεται εις αυτόν ρύθμισις συγκεκριμένης σχέσεως δι`εκδόσεως

εκτελεστής πράξεως, υπαγομένης εις τους όρους της παραγράφου 1 του

παρόντος άρθρου.

  Θεωρείται αρνουμένη η αρχή την τοιαύτην ενέργειαν μετά την άπρακτον

παρέλευσιν της υπό του νόμου τασσομένης τυχόν ιδίας προθεσμίας, άλλως

μετά παρέλευσιν τριμήνου από της υποβολής της σχετικής αιτήσεως εις την

Διοίκησιν, υποχρεουμένης όπως χορηγή ατελή βεβαίωσιν περί της ημέρας

υποβολής της αιτήσεως ταύτης. Αίτησις ακυρώσεως ασκουμένη προ της

παρελεύσεως των ανωτέρω προθεσμιών είναι απαράδεκτος.

  Ρητή αρνητική πράξις της Διοικήσεως, της οποίας προηγήθη σιωπηρά κατά

τα ανωτέρω άρνησις, λογίζεται συμπροσβαλλομένη διά της κατά της

σιωπηράς αρνήσεως ασκηθείσης παραδεκτώς κατά τ`ανωτέρω, αιτήσεως

ακυρώσεως είναι δε πάντως αυτοτελώς προσβλητή, εφ`όσον δεν ησκήθη

παραδεκτώς αίτησις ακυρώσεως κατά της σιωπηράς αρνήσεως.

 

  5. Δεν υπόκεινται εις αίτησιν ακυρώσεως αι κυβερνητικαί πράξεις και

διαταγαί, αι αναγόμεναι εις την διαχείρησιν της πολιτικής εξουσίας”.

 

 

 

  Αρθρο :28

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :14

Κατ’Εξουσιοδότηση εκδοθείσα Νομοθεσία : 2

 

  Αρθρον 28.- Το άρθρον 46 του αυτού ως άνω Ν.Δ/τος αντικαθίσταται ως

εξής:

 

                            Προθεσμία 

 

“Αρθρον 46.- 1. Η αίτησις ακυρώσεως, μη οριζομένου, ειδικώς

άλλως, ασκείται εντός προθεσμίας εξήκοντα ημερών, αρχομένης από της

επομένης της κοινοποιήσεως ή της νόμω επιβαλλομένης δημοσιεύσεως της

προσβαλλομένης πράξεως ή, άλλως αφ` ης έλαβε ταύτης πλήρη γνώσιν, ο

αιτών, επί δε των περιπτώσεων των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 45 του

παρόντος, από της παρελεύσεως των εν αυταίς προθεσμιών.

 

  2. Πάσα διοικητική προσφυγή, πλην της εν παραγράφω 2 του άρθρου 45

του παρόντος, ως και η απλή αίτησις θεραπείας δι`αναφοράς προς την

εκδούσαν την πράξιν ή προς την προϊσταμένην αρχήν, διακόπτει, την κατά

την παράγραφον 1 του παρόντος άρθρου προθεσμίαν επί τον οριζόμενον διά

την έκδοσιν σχετικής πράξεως χρόνον ή τοιούτου χρόνου μη οριζομένου επί

30 ημέρας ή μέχρι της προ της παρόδου των προθεσμιών τούτων

κοινοποιήσεως ή πλήρους γνώσεως της απαντήσεως της Διοικήσεως.

 

  3. Η περί παρατάσεως διάταξις της παραγράφου 3 του άρθρου 41 του

παρόντος εφαρμόζεται και επί της 60νθημέρου προθεσμίας ασκήσεως της

αιτήσεως ακυρώσεως”.

 

Ν 702/1977: ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ-ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ κλπ.-Δικονομία, Αρμοδιότ.ΣτΕ κλπ. (35479)

 

 

Αρθρο :29

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :4

Κατ’Εξουσιοδότηση εκδοθείσα Νομοθεσία : 2

 

  Αρθρον 29.- Η παράγραφος 2 του άρθρου 49 του ως άνω Ν.Δ/τος

αντικαθίσταται ως εξής:

 

  “2. Η παρέμβασις ασκείται επί ποινή απαραδέκτου διά δικογράφου

κατατιθεμένου κατά τα εν άρθρω 19 παρ. 1 του παρόντος οριζόμενα και

κοινοποιουμένου  6 τουλάχιστον πλήρεις ημέρας  προ της συζητήσεως,

επιμελεία του παρεμβαίνοντος δι επιδόσεως κεκυρωμένου αντιγράφου προς

τους διαδίκους”.

 

 

 

  Αρθρο :30

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :15

Κατ’Εξουσιοδότηση εκδοθείσα Νομοθεσία : 5

 

  Αρθρον 30.- Η παράγραφος 4 του άρθρου 50 του ως άνω Ν.Δ/τος

αντικαθίσταται ως έξής:

 

  “4. Αι διοικητικαί αρχαί δέον, εις εκτέλεσιν της εν άρθρω 95 παρ. 5

του Συντάγματος υποχρεώσεώς των να συμμορφώνται κατά τας εκάστοτε

περιπτώσεις διά θετικής ενεργείας προς το περιεχόμενον της αποφάσεως

του Συμβουλίου ή να απέχουν από πάσης ενεργείας αντιτιθεμένης προς τα

υπ`αυτού κριθέντα.

  Ο παραβάτης, πλην της, κατά το άρθρον 259 του Ποινικού Κώδικος

διώξεως, υπέχει και προσωπικήν ευθύνην προς αποζημίωσιν”.

 

 

 

  Αρθρο :31

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :1

Κατ’Εξουσιοδότηση εκδοθείσα Νομοθεσία : 2

 

  Αρθρον 31.- 1. Οπου εις τας διατάξεις του παρόντος και του Ν.Δ.

170/1973, “περί Συμβουλίου της Επικρατείας” αναφέρεται ως αφετηρία

προθεσμίας η κοινοποίησις ή η επίδοσις ή η δημοσίευσις, νοείται η

επομένη της κοινοποιήσεως, επιδόσεως ή δημοσιεύσεως.

 

  2. Οπου εις τας διατάξεις του παρόντος και του Ν.Δ. 170/1973

προβλέπεται ως αφετηρία προθεσμίας η γνώσις του ενδιαφερομένου, νοείται

η πλήρης γνώσις τούτου.

 

 

 

  Αρθρο :32

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :2

Κατ’Εξουσιοδότηση εκδοθείσα Νομοθεσία : 2

Προισχύσασες μορφές άρθρου :1

 

                      Μεταβατικαί διατάξεις.

 

  Αρθρον 32.- 1. Μέχρι της εκδόσεως των υπό των διατάξεων του Ν.Δ.

170/1973, ως αύται τροποποιούνται υπό του παρόντος νόμου προβλεπομένων

αποφάσεων και διαταγμάτων ισχύουν αι ήδη επί τη βάσει των μέχρι τούδε

ισχυουσών σχετικών διατάξεων εκδοθείσαι αποφάσεις και διατάγματα.

 

  2. Εκδικάζονται εφεξής υπό του Δ` Τμήματος αι εισαχθείσαι μέχρι της

ενάρξεως της ισχύος του παρόντος εις την Ολομέλειαν, υποθέσεις,

εξαιρέσει των κατά το άρθρον 14 παρ. 2 εδάφια β` και γ` του Ν.Δ.

170/1973 εισαχθεισών ή παραπεμφθεισών ενώπιον της Ολομελείας υποθέσεων.

 

  3. Η διάταξις της παρ. 2 του άρθρου 30 του Ν.Δ. 170/1973 ως το άρθρον

τούτο αντικαθίσταται διά του άρθρου 22 του παρόντος έχει εφαρμογήν και

επί παραιτήσεων, υποβληθεισών μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του

παρόντος νόμου επί υποθέσεων διά τας οποίας δεν ωρίσθη εισέτι

δικάσιμος.

 

  4. ***Η παράγραφος 4 καταργήθηκε διά του άρθρου 8 παρ. 2 εδ. β` του

        του Ν. 1470/1984 (Α 112).

 

  5. Διά τα μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος ασκηθέντα ένδικα

μέσα  διά τα οποία δεν έληξεν η μηνιαία προθεσμία καταβολής του

παραβόλου, είναι καταβλητέον το υπό του άρθρου 36 του Ν.Δ. 170/1973 ως

τούτο είχε προ της τροποποιήσεώς του διά του άρθρου 24 του παρόντος

προβλεπόμενον παράβολον.

 

  6. Αι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 45 του Ν.Δ. 170/1973, ως το

άρθρον τούτο αντικαθίσταται υπό του άρθρου 27 του παρόντος, έχουν

εφαρμογήν και επί υποθέσεων αι οποίαι δεν έχουν συζητηθή μέχρι της

ενάρξεως της ισχύος του παρόντος.

 

 

 

  Αρθρο :33

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :91

Κατ’Εξουσιοδότηση εκδοθείσα Νομοθεσία : 1

Προισχύσασες μορφές άρθρου :4

 

   Αρθρον 33.

 

   “1. Από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος καταργείται πάσα

διάταξις αντικείμενη εις τας διατάξεις τούτου.

 

  2. Από της ημερομηνίας καθ` ην, συμφώνως προς το άρθρον 36 παρ. 2 του

παρόντος, καθίσταται αρμόδια τα τριμελή Διοικητικά Πρωτοδικεία προς

εκδίκασιν των κατά το άρθρον 7 διαφορών και προσφυγών, καταργούνται:

  α) Αι κατά την κειμένην νομοθεσίαν διατάξεις, δια των οποίων

παρέχεται η δυνατότης ασκήσεως και δευτέρας απλής ή ενδικοφανούς

διοικητικής προσφυγής και

  β) τα υφιστάμενα ειδικά προς εκδίκασιν αποκλειστικώς και μόνον των

κατά το προηγούμενον εδάφιον προσφυγών δευτέρου βαθμού όργανα.

 

 ***Οι εντός  ” ” παράγραφοι 1 και 2  αντικαταστάθηκαν και η παράγραφος

    3 προστέθηκε με το άρθρο 9, παρ. 1  του Ν.733/1977 (Α 309).

 

  3. Αι κατά την ημερομηνίαν ενάρξεως της αρμοδιότητος των τριμελών

Διοικητικών Πρωτοδικείων, συμφώνως προς την προηγουμένην παράγραφον,

εκκρεμείς ενώπιον των καταργουμένων υπό της αυτής παραγράφου

δευτεροβαθμίων οργάνων κρίσεως εφέσεις εκδικάζονται υπ` αυτών, της

σχετικής αποφάσεως υποκειμένης εις την κατά το άρθρον 7 του παρόντος

προσφυγήν ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου”.

 

 ***Οι εντός  ” ” παράγραφοι 1 και 2  αντικαταστάθηκαν, και η παράγραφος

    3 προστέθηκε, με το άρθρο 9, παρ. 1  του Ν.733/1977 (Α 309).

 

 ***Οι αρχικές παράγραφοι 3, 4, 5, και 6, έλαβαν την νέα αρίθμηση 

    4, 5, 6 και 7, με το άρθρο 9 παρ.2  του Ν. 733/1977 (Α 309).

   

  (“4”. Οσάκις υπό της κειμένης περί κοινωνικής ασφαλίσεως νομοθεσίας

παρέχεται εις ασφαλιστικόν φορέα η ευχέρεια προσβολής πράξεως οργάνου

αυτού εκδοθείσης μετ` άσκησιν υπό ενδιαφερομένου ενδικοφανούς 

προσφυγής και υποκειμένης του λοιπού, βάσει του παρόντος νόμου, εις

προσφυγήν ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου, η ευχέρεια αύτη

διατηρείται, δύναται δε ο ασφαλιστικός φορεύς να ασκήση κατά της

πράξεως ταύτης του οργάνου του την κατ` άρθρον 7 του παρόντος προσφυγή”.)    

 

*** Η παράγραφος 4, η οποία είχε καταργηθεί με το εδάφιο γ` παρ.2 άρθρου 8    

Ν.1407/1984 και επαναφέρθηκε σε ισχύ με το άρθρο 8 Ν.1649/1986,ΦΕΚ Α 

149,ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο Ν.3900/2010,ΦΕΚ Α 213/17.12.2010 και στη συνέχεια 

ΕΠΑΝΑΦΕΡΘΗΚΕ σε ισχύ για τις υποθέσεις εκείνες των οποίων το αντικείμενο είναι άνω των

 2.000 ευρώ σύμφωνα με το άρθρο 138 κεφ.ΙΑ παρ.3 του Ν.4052/2012 (ΦΕΚ Α΄41/01.03.2012)

 

***Μεταγενέστερα η ως άνω παράγραφος 4  ΕΠΑΝΗΛΘΕ σε ισχύ για τις υποθέσεις εκείνες των    

      οποίων το αντικείμενο υπερβαίνει το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ, καθώς και 

      για τις υποθέσεις που δεν αποτιμώνται σε χρήμα, έχουν όμως οικονομικές συνέπειες, 

      σύμφωνα με το άρθρο 55 του Ν. 4144/2013 (ΦΕΚ Α΄88/18.4.2013).

 

 

 ***Οι αρχικές παράγραφοι 3,4,5 και 6 έλαβαν την νέα αρίθμηση 4,5,

    6 και 7 με το άρθρο 9 παρ. 2 Ν. 733/1977 (Α 309).

   

  “5”.***Η παρ. 5 καταργήθηκε με το άρθρο 31 του Ν. 1406/1983 ( Α 182)

 

 ***Οι αρχικές παράγραφοι 3, 4, 5, και 6, έλαβαν την νέα αρίθμηση 4, 5,

    6 και 7, με το άρθρο 9 παρ.2  του Ν. 733/1977 (Α 309).

   

 “6”. Κατ`εξαίρεσιν της εν άρθρω 7 του παρόντος ρυθμίσεως, αι διαφοραί

αι προκαλούμεναι εκ πράξεων ή παραλείψεων των οργάνων του Οργανισμού

Γεωργικών Ασφαλίσεων εξακολουθούν υπαγόμεναι εις την ακυρωτικήν

αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η μεταφορά αυτών θέλει

συντελεσθή διά Π.Διατάγματος εκδιδομένου προτάσει των Υπουργών

Δικαιοσύνης και Κοινωνικών Υπηρεσιών.

 

 ***Οι αρχικές παράγραφοι 3,4, 5, και 6, έλαβαν την νέα αρίθμηση 4, 5,

    6 και 7, με το άρθρο 9 παρ.2  του Ν. 733/1977 (Α 309).

   

  “7”. Αι παρά τω Ι.Κ.Α. υφιστάμεναι Επιτροπαί καθορισμού ηλικίας

διατηρούνται, των αποφάσεων αυτών υποκειμένων εις την κατά το άρθρον 7

του παρόντος προσφυγήν.

 

  ***Οι αρχικές παράγραφοι 3,4,5 και 6 έλαβαν την νέα αρίθμηση 

     4,5,6,7, με το άρθρο 9 παρ.2  του Ν. 733/1977 (Α 309).

   

 

 

 

  Αρθρο :34

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :1

 

  Αρθρον 34.- Διά την σύνταξιν του Σχεδίου του υπό της παρ. 3 του

άρθρου 8 προβλεπομένου Π.Διατάγματος δύναται να συσταθή δι`αποφάσεως

του Υπουργού Δικαιοσύνης πενταμελής νομοπαρασκευαστική επιτροπή,

αποτελουμένη εκ Συμβούλων και Παρέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας

και δικαστικών λειτουργών της τακτικής πολιτικής ή διοικητικής

δικαιοσύνης και ενός γραμματέως υπαλλήλου της γραμματείας του

Συμβουλίου της Επικρατείας. Εις τον Πρόεδρον, τα μέλη και τον γραμματέα

της επιτροπής παρέχεται αποζημίωσις κατά συνεδρίασιν ή εφ`άπαξ,

καθοριζομένη διά κοινής αποφάσεως των Υπουργών Δικαιοσύνης και

Οικονομικών.

 

 

 

  Αρθρο :35

Κατ’Εξουσιοδότηση εκδοθείσα Νομοθεσία : 2

Προισχύσασες μορφές άρθρου :1

 

                         Κωδικοποίησις διατάξεων.

 

  “Αρθρο 35”.

 

  “Με προεδρικό διάταγμα, εκδιδόμενο ύστερα από πρόταση του Υπουργού

Δικαιοσύνης και γνώμη της ολομέλειας του Σ.τ.Ε., μπορεί να

κωδικοποιηθούν σε ενιαίο κείμενο μεταγλωτιζόμενες οι διατάξεις που

ισχύουν για το Συμβούλιο της Επικρατείας. Αν είναι αναγκαίο για την

πληρότητα της κωδικοποίησης μπορεί να μεταβληθεί η σειρά, η αρίθμηση

και η φραστική διατύπωση των άρθρων και παραγράφων”.

 

   ***Το άρθρο 35 αντικαταστάθηκε ως ανωτέρω διά του άρθρου 8 παρ. 1

      του Ν. 1470/1984 (Α 112).

 

 

 

  Αρθρο :36

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :34

 

  Αρθρον 36.- 1. Η αρμοδιότης των διοικητικών εφετείων προς εκδίκασιν

των μεταβιβαζομένων εις αυτά δυνάμει του άρθρου 1 του παρόντος νόμου

υποθέσεων ως και η ισχύς των άρθρων 1-6 του παρόντος άρχεται από της

1ης Απριλίου 1978.

 

  2. Η αρμοδιότης των διοικητικών πρωτοδικείων προς εκδίκασιν των

μεταβιβαζομένων εις αυτά δυνάμει του άρθρου 7 του παρόντος νόμου

υποθέσεων άρχεται από 1.1.1978, της ημερομηνίας ταύτης δυναμένης να

μετατεθή, ουχί πέραν του τριμήνου διά διατάγματος εκδιδομένου προτάσει

του Υπουργού Δικαιοσύνης.

 

 

  Αρθρο :37

 

  Αρθρον 37.- Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεώς του

διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, εκτός αν άλλως ορίζεται υπό τούτου.