ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΣΤΟ ΣΤΕ.

Νομοθεσία

* ΠΡΟΣΟΧΗ: ΒΛ. ΝΕΕΣ διατάξεις περί Σημάτων στον Ν. 4072/2012,ΦΕΚ Α 86/11.4.2012

    ( Μέρος Τρίτο, ΑΡΘΡΑ 121 έως και 196),ο οποίος (σύμφωνα με το άρθρο 330 παρ.2 αυτού)     

      ισχύει  από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, πλην των Κεφαλαίων Δ`, Η`,          

      Θ` και ΙΑ` του ΜΕΡΟΥΣ ΤΡΙΤΟΥ που αρχίζει έξι (6) μήνες μετά την ημερομηνία αυτή 

       και όπου ορίζεται διαφορετικά από τις επί μέρους διατάξεις.

 

                                  Αρθρο 12

                                  Παρέμβαση

 

      1. Οποιος έχει έννομο συμφέρον, έστω και μη χρηματικό, μπορεί να

    παρέμβει εκουσίως, κυρίως ή προσθέτως, ενώπιον της Διοικητικής

    Επιτροπής Σημάτων, των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και του

    Συμβουλίου της Επικρατείας. Δικαίωμα παρεμβάσεως έχει και κάθε

    επιμελητήριο αλλά μόνο για τους λόγους απαραδέκτου του άρθρου 3 του

    παρόντος νόμου.

      2. Η παρέμβαση ενώπιον της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων ασκείται με

    δικόγραφο που κατατίθεται στην αρμόδια υπηρεσία και κοινοποιείται με

    επιμέλεια του παρεμβαίνοντος τρεις (3) πλήρεις ημέρες πριν από τη

    συζήτηση, ενώπιον δε των δικαστηρίων ασκείται κατά τις οικείες

    διατάξεις.

 

 

Ν 703/1977: Μονοπώλια-Προστασία Ελ.Ανταγωνισμού ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ ΒΛ.Ν.3959/2011 (35530)

 

 

Αρθρο :16

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :45

Προισχύσασες μορφές άρθρου :1 

 

 

*** ΠΡΟΣΟΧΗ: Ο παρών νόμος ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 51 Ν.3959/2011,

   ΦΕΚ Α 93/20.4.2011.

 

 

 

 

 

 

   Αρθρον 16.- 1. Εξαιρουμένης της περιπτώσεως καθ`ην εν τω παρόντι

νόμω προβλέπεται ή εξ αυτού προκύπτει διάφορος ρύθμισις, εις τας

ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων διεξαγομένας, κατ` αυτόν δίκας

εφαρμόζονται, ως εκάστοτε ισχύουν, αι διατάξεις του Κώδικος Φορολογικής

Δικονομίας, ως και αι περί αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου

της Επικρατείας ιδία δε αι αναφερόμεναι εις την δικαιοδοσίαν και

αρμοδιότητα των δικαστηρίων, τον αποκλεισμόν, την εξαίρεσιν και την

αποχήν δικαστών, τους διαδίκους, την ομοδικίαν, την συνάφειαν και την

παρέμβασιν, την συνεκδίκασιν ή τον χωρισμόν των υποθέσεων, την

παράστασιν κατά την συζήτησιν, τους θεμελιώδεις κανόνας διεξαγωγής  της

δίκης, τας εκθέσεις και τα δικόγραφα, τας επιδόσεις, τας προθεσμίας,

τας δικονομικάς ακυρότητας, την προσφυγήν και τους προσθέτους λόγους,

την προπαρασκευήν της συζητήσεως, την επ`ακροατηρίου συζήτησιν, την

διακοπήν και επανάληψιν της δίκης, την κατάργησιν αυτής, την απόφασιν,

την διόρθωσιν και την ερμηνείαν των αποφάσεων, το δεδικασμένον, την

απόδειξιν, τας γενικάς διατάξεις περί ενδίκων μέσων, την ανακοπήν την

έφεσιν, την αναθεώρησιν και την αναίρεσιν.

 

   2. Αι διατάξεις των άρθρων 70, 71, 72 και 74 παράγραφος 2 του Κώδικος

Φορολογικής Δικονομίας δεν εφαρμόζονται επί των κατά την παράγραφον 1

του παρόντος άρθρου διαφορών.

 

  “3. Στις δίκες της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου μπορούν να

παρεμβαίνουν και επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων που συνέπραξαν,

κατά την έννοια των άρθρων 1, 2 και 2α του παρόντος νόμου, με τη

διάδικο επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, καθώς και οποιοσδήποτε τρίτος,

ο οποίος έχει έννομο συμφέρον.” 

 

   *** Η παρ.3 τροποποπιήθηκε ως άνω με την παρ.15 άρθρου 14

       Ν.2296/1995 (α 43).

 

  ***ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ:Σύμφωνα με το άρθρο 13 του Ν. 1934/1991, ΦΕΚ Α 31:

  “Οι διατάξεις των άρθρων 3, 16 παρ. 3, 19, 20, 30 παρ. 1, 31 και 32 

         εφαρμόζονται και επί των συγκεντρώσεων επιχειρήσεων”.

   

  4. Δια Προεδρικού Διατάγματος, εκδιδομένου προτάσει των Υπουργών

Δικαιοσύνης και Εμπορίου, δύναται να συγκροτηθούν παρά (τω Διοικητικώ

Πρωτοδικείω Αθηνών και παρά) τω  Διοικητικώ Εφετείω Αθηνών ίδια τμήματα

προς εκδίκασιν των κατά τον παρόντα νόμον ασκουμένων προσφυγών,

παρεμβάσεων ανακοπών εφέσεων και αιτήσεων αναθεωρήσεως, ως και να

ρυθμίζεται παν θέμα σχετικόν προς την ενώπιον αυτών, δικαζόντων κατά

τας διατάξεις του παρόντος νόμου, διαδικασίαν.

 

*** ΠΡΟΣΟΧΗ:Κατά  το άρθρο 28 παρ.5 Ν.3784/2009,

    ΦΕΚ Α 137/7.8.2009,το οποίο τίθεται σε ισχύ  μετά πάροδο τριάντα (30)         

ημερών από τη δημοσίευση του Ν.3784 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως: 

 Στην παράγραφο 4 του άρθρου 16 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, διαγράφεται 

η φράση “…τω Διοικητικώ Πρωτοδικείω Αθηνών και παρά…”.

 

 *** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Με την παρ. 25 άρθρ.1 Ν.2837/2000 ορίζεται ότι:

    25. Επαναφέρονται σε ισχύ οι διατάξεις των άρθρων 9 παρ. 4 εδάφιο

τέταρτο και,14-18 του Ν. 703/1977, πλην της παρ. 2 του άρθρου 16,

τροποποιούμενες ως εξής:

  α) Η προθεομία του άρθρου 14 παρ. 1 ορίζεται οε εξήντα(60)

ημέρες

β) Η παρ. 2 του άρθρου 14 αντικαθίσταται ως εξής:

 

  “2. Η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής και η άσκηοή της δεν

αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Σε

περίπτωση όμως ύπαρξης αποχρώντος λόγου, μετά από αίτηοη του 

ενδιαφερόμενου, δύναται ο Πρόεδρος του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών να

αναστείλει εν όλω ή εν μέρει ή υπό όρους την εκτέλεση της απόφασης κατά

της οποίας ασκήθηκε Προσφυγή, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων των

άρθρων 200 επ, του “Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας”

 

  γ) `Οπου στις διατάξεις αυτές αναφέρεται ο κώδικας Φορολογικής

Δικονομίας νοείται ο “Κώδικας Διοικητικης” Δικονομίας. (N.2717/1999).

 

  δ) Η παραπομπή του άρθρου 17 παρ. 1 και 4 του Ν.703/1977 στο άρθρο

δέκατο έκτο του κυρωτικού προεδρικού διατάγματος του Κώδικα

Φορολογικής Δικονομίας (π.δ. 331/1985) νοείται ως παραπομπή στο άρθρο

29 περ. (η) του Οργανισμού των Δικαστηρίων (N. 1756/ 1988).

 

Ν 2479/1997: ΑΕΔ,Τροποποίηση ΠΚ,ΚΠΟΙΝΔ,ΚΠΟΛΔ,Μισθωτικές διαφορές κλπ (177102)

 

 

Αρθρο :1

Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :64 

 

 

                        Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ

                ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

  Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

 

                         Αρθρο 1

 

               Οργάνωση του δικαστικού ελέγχου

               της συνταγματικότητας των νόμων – 

                 Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο

 

  1.α. Σε δίκη ενώπιον του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, της Ολομέλειας

του Συμβουλίου της Επικρατείας, της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ή της

Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στην οποία, εν όψει των ισχυρισμών

των διαδίκων ή της τυχόν παραπεμπτικής απόφασης, τίθεται ζήτημα αν

διάταξη τυπικού νόμου είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα ή όχι, έχουν το

δικαίωμα να ασκήσουν παρέμβαση φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις

προσώπων, τα οποία δικαιολογούν έννομο συμφέρον σε σχέση με την κρίση

του ζητήματος αυτού, εφόσον το αυτό ζήτημα εκκρεμεί σε δίκη ενώπιον

άλλου δικαστηρίου ή δικαστικού σχηματισμού του αυτού κλάδου δικαιοσύνης

στην οποία είναι διάδικοι. Δικαίωμα άσκησης παρέμβασης έχει σε κάθε

περίπτωση ο Υπουργός Δικαιοσύνης, εφόσον δεν είναι ήδη διάδικος. Η

παράγραφος αυτή δεν έχει εφαρμογή σε δίκες ενώπιον της Ολομέλειας του

Αρείου Πάγου επί ποινικών υποθέσεων.

 

  β. Ο παρεμβαίνων με βάση το προηγούμενο εδάφιο νομιμοποιείται να

προβάλει απόψεις και επιχειρήματα αναφερόμενα αποκλειστικά σε ζητήματα

συνταγματικότητας που έχουν τεθεί. Η εκδιδόμενη απόφαση δεν παράγει

έννομα αποτελέσματα για τον παρεμβαίνοντα αυτόν.

 

  γ. Η κατά το εδάφιο α`παρέμβαση ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού

Δικαστηρίου, της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, της

Ολομέλειας του Αρείου Πάγου και της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου

ασκείται σύμφωνα με τα άρθρα 13 του Κώδικα “περί του κατά το άρθρο 100

του Συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου” (ν.345/1976, ΦΕΚ 141 Α`),

49 του π.δ/τος 18/1989 (ΦΕΚ 8Α`), 81 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ. και 14 του

π.δ/τος 1225/1981 (ΦΕΚ 304 Α`), αντιστοίχως.

 

  δ. Για την παράσταση όσων παρεμβαίνουν με βάση την παρούσα παράγραφο,

τη νομιμοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, τα απαιτούμενα τέλη

και παράβολα και τη δικαστική δαπάνη εφαρμόζονται αναλόγως οι σχετικές

διατάξεις που αφορούν το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε η

παρέμβαση.

 

  ε. Η μη άσκηση παρέμβασης κατά την παρούσα παράγραφο, σε οποιονδήποτε

λόγο και να οφείλεται, δεν δημιουργεί δικαίωμα ανακοπής ή τριτανακοπής.

 

  2. Το άρθρο 27 του Κώδικα περί του κατά το άρθρο 100 του συντάγματος

Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ν.345/1976) αντικαθίσταται ως εξής:

 

                        “Αρθρο 27

 

  Διάδικοι εκ του νόμου στην εκλογική δίκη είναι, εκτός από τους

αιτούντες, ο βουλευτής ή ο αναπληρωματικός κατά του οποίου στρέφεται η

ένταση. Οι αναπληρωματικοί εκείνοι, στην ανακήρυξη των οποίων δύναται

να επιδράσει η απόφαση, έχουν δικαίωμα πρόσθετης παρέμβασης κατά το

άρθρο 13 του παρόντος νόμου. Με την πρόσθετη παρέμβαση δεν μπορεί να

αμφισβητηθεί η εγκυρότητα ή ακυρότητα ψηφοδελτίων ή σταυρών προτιμήσεως

που δεν αμφισβητείται από το διάδικο υπέρ του οποίου ασκείται η

παρέμβαση”.

 

  3. Οι παρ.1 και 3 του άρθρου 29 του Κώδικα περί του κατά το άρθρο 100

του Συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ν.345/1976)

αντικαθίστανται ως εξής:

 

  “1. Αν η επιδιωκόμενη από την ένσταση ακύρωση της ανακήρυξης βουλευτή

ή αναπληρωματικού σε ορισμένη εκλογική περιφέρεια δύναται να έχει

έννομες συνέπειες στην ανακήρυξη βουλευτών ή αναπληρωματικών σε άλλη ή

άλλες εκλογικές περιφέρειες από εκείνη του καθ`ου η ένσταση, βουλευτή ή

αναπληρωματικού, ο εισηγητής υποχρεούται να μεριμνήσει για την

κοινοποίηση αντιγράφου της ένστασης, μαζί με την πράξη ορισμού της

δικασίμου, στο βουλευτή ή τον αναπληρωματικό της άλλης αυτής εκλογικής

περιφέρειας, η ανακήρυξη του οποίου μπορεί να επηρεασθεί από την

απόφαση. Η κοινοποίηση γίνεται τουλάχιστον είκοσι (20) ημέρες πριν από

τη συζήτηση.

 

  3. Αν κατά τις προηγούμενες παραγράφους επηρεαζεται η ανακήρυξη

βουλευτή, ο βουλευτής αυτός θεωρείται καθ`ου και έχει δικαίωμα να

ασκήσει αντένσταση κατά το άρθρο 28. Αν επηρεάζεται η ανακήρυξη

αναπληρωματικού, ο αναπληρωματικός αυτός μπορεί να ασκήσει πρόσθετη

παρέμβαση κατά τα άρθρα 13 και 27.

 

  4. Στον Κώδικα περί του κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος Ανωτάτου

Ειδικού Δικαστηρίου (ν.345/1976) προστίθεται άρθρο 30Α, το οποίο έχει

ως εξής:

 

                        “Αρθρο 30 Α

 

  1. Αν ο αριθμός των ψηφοδελτίων ή των σταυρών προτίμησης, οι οποίοι

πρέπει να καταμετρηθούν ή των οποίων η εγκυρότητα ή ακυρότητα

αμφισβητείται από τις ενστάσεις και τις αντενστάσεις, είναι μεγάλος, το

Δικαστήριο μπορεί, με απόφασή του που λαμβάνεται σε συμβούλιο, ύστερα

από πρόσκληση του Προέδρου του και χωρίς κλήτευση των διαδίκων, να

αναθέσει την καταμέτρηση και τον έλεγχο των ψηφοδελτίων ή των σταυρών

προτίμησης, κατά την πραγματική βάση των αιτιάσεων που προβάλλονται, σε

δικαστικούς λειτουργούς, κατά προτίμηση πρωτοδίκες, όλων των κλάδων. Οι

δικαστικοί αυτοί λειτουργοί μπορούν να επικουρούνται στο έργο τους από

δικαστικούς υπαλλήλους. 

 

  2. Με την απόφαση τάσσεται προθεσμία για την περάτωση του έργου και

προσδιορίζεται ο αριθμός των δικαστικών λειτουργών και των δικαστικών

υπαλλήλων που είναι αναγκαίοι, καθώς και ο κλάδος ή οι κλάδοι της

Δικαιοσύνης από τους οποίους προέρχονται. Ο διορισμός τους γίνεται με

απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου, ύστερα από πρόταση του Προέδρου

του οικείου Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναλόγως του κλάδου από τον οποίο

προέρχονται οι διοριζόμενοι. 

 

  3. Οι δικαστικοί αυτοί λειτουργοί, που τελούν καθόσον αφορά το έργο

τους αυτό υπό την εποπτεία του εισηγητή της υπόθεσης, ενεργούν είτε

συλλογικά, καθύ ομάδες είτε ατομικά, κατά τις οδηγίες του εισηγητή και

συντάσσουν έκθεση ή εκθέσεις (πρακτικό καταμέτρησης ψηφοδελτίων,

έκθεση αυτοψίας ψηφοδελτίων) για τα θέματα που τους ανατέθηκαν, τις

οποίες καταθέτουν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου. 

 

  4. Με μέριμνα της Γραμματείας καλούνται οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι

δικηγόροι τους να λάβουν γνώση της έκθεσης ή των εκθέσεων της

προηγούμενης παραγράφου. Οι πιο πάνω μπορούν να υποβάλουν υπόμνημα με

τις παρατηρήσεις τους μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την

ημερομηνία που έλαβαν γνώση των εκθέσεων. Η προθεσμία αυτή μπορεί να

παραταθεί για δεκαπέντε (15) ακόμη ημέρες, αν συντρέχουν εξαιρετικές

περιστάσεις, με πράξη του Προέδρου του Δικαστηρίου. 

 

  5. Η περαιτέρω συζήτηση της υπόθεσης γίνεται, μέσα στα όρια της

ένστασης και των τυχόν αντενστάσεων, με βάση τις παρατηρήσεις που

κατέθεσαν οι διάδικοι για τις εκθέσεις που προβλέπει η παράγραφος 3. 

 

  6. Το Δικαστήριο μπορεί πάντοτε με απόφασή του που λαμβάνεται με την

ίδια διαδικασία να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει την απόφασή του που

αναφέρεται στην παρ. 1. 

 

  7. Η διαδικασία των προηγουμένων παραγράφων μπορεί να διαταχθεί και

με προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου που λαμβάνεται ύστερα από τη

συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο. 

 

  8. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης

καθορίζονται τα σχετικά με την αποζημίωση των δικαστικών λειτουργών και

δικαστικών υπαλλήλων που εκτελούν το πιο πάνω έργο. Η αποζημίωση

καταβάλλεται από το Δημόσιο. 

 

  9. Το Δικαστήριο μπορεί με την οριστική απόφασή του και εκτιμώντας

τις περιστάσεις να επιβάλει στους διαδίκους που ηττώνται το σύνολο ή

μέρος της δαπάνης του Δημοσίου, η οποία προβλέπεται από την προηγούμενη

παράγραφο ή να τους απαλλάξει από αυτή. Η Γραμματεία του Δικαστηρίου

επισυνάπτει στο φάκελο σημείωμα για το ύψος της πιο πάνω δαπάνης στη

συγκεκριμένη περίπτωση.