ΣτΕ, Δ΄τμ. 1501/08, ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΚΑΙ ΠΝΟΕ δεν υπάρχει υποχρεωση της διοίκησης να ανακαλέσει την πνοε- συνεκτίμνηση των συνταγματικών αρχων- οχι προηγουμενη ακροαση-

ΣΤΕ

Αριθμός 1501/2008
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Μαΐου 2007, με την εξής σύνθεση: Μ. Βροντάκης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος, Ε. Σαρπ, Π. Κοτσώνης, Σύμβουλοι, Β. Κίντζιου, Μ. Σωτηροπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Τριάδη, Γραμματέας του Δ΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 29 Ιουνίου 2005 αίτηση:
του Χρήστου Πολλάκη, κατοίκου Ηλιουπόλεως Αττικής (Πυθαγόρα 12), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Π. Λαζαράτο (Α.Μ. 1435), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Α. Κουτούκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 4199/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Συμβούλου Ε. Σαρπ.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αναίρεση και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, που ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την κρινόμενη αίτηση έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (930413, 1725877, 1725878/2005 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεση της 4199/2004 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 2452/2002 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε απορριφθεί προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά της υπ’ αριθ. 470813/9.8.1999 αποφάσεως του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής, με την οποία ανακλήθηκε το δικαίωμα κυκλοφορίας ως δημοσίας χρήσεως του υπ’ αριθ. Η-5111 επιβατικού αυτοκινήτου του (ταξί) και αφαιρέθηκαν οριστικώς η άδεια κυκλοφορίας και οι κρατικές πινακίδες του εν λόγω αυτοκινήτου.
3. Επειδή, ο ν .1437/1984 (ΦΕΚ Α΄ 59) ορίζει στο άρθρο 2 παρ. 1 ότι «Ο αριθμός των νέων αυτοκινήτων Ε.Δ.Χ., με ή χωρίς μετρητή (ταξί – αγοραίων), που είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση των σχετικών με τα αυτοκίνητα της κατηγορίας αυτής μεταφορικών αναγκών κάθε διοικητικής μονάδας της Χώρας, καθορίζεται μέσα στο πρώτο τετράμηνο κάθε διετίας με απόφαση του οικείου νομάρχη, …», στο άρθρο 1 παρ. 3 ότι «Είναι ενιαία διοικητική μονάδα : α) Η περιοχή Αθηνών – Πειραιώς – Περιχώρων, …» και στο άρθρο 4 παρ. 1 ότι «Οι κενές θέσεις αυτοκινήτων Ε.Δ.Χ., που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2, καλύπτονται με τη χορήγηση νέων αδειών αυτοκινήτων της κατηγορίας αυτής. Οι άδειες αυτές χορηγούνται : α) σε φυσικά πρόσωπα, τα οποία πρέπει να συγκεντρώνουν τις ακόλουθες προϋποθέσεις : αα) να ασκούν το επάγγελμα του οδηγού αυτοκινήτου (πολύτεκνοι ή μη) ή ββ) να έχουν την ιδιότητα του πολύτεκνου και κατά την 1η Ιανουαρίου 1983 και κατά την υποβολή της αίτησής τους να είναι κύριοι και κάτοχοι ή αγοραστές με παρακράτηση κυριότητας ιδανικού μεριδίου ή μεριδίων σε αυτοκίνητο Ε.Δ.Χ. …». Το π.δ/γμα 458/1984 (ΦΕΚ Α΄ 165), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 4 παρ. 3 του ανωτέρω ν. 1437/1984, ορίζει στο άρθρο 9 ότι «1. Η άδεια κυκλοφορίας επιβατηγού αυτοκινήτου δημόσιας χρήσης που χορηγείται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, χορηγείται με τον όρο ότι συντρέχουν στο πρόσωπο του δικαιωθέντος όλες οι προϋποθέσεις. Εάν οποτεδήποτε διαπιστωθεί η αναλήθεια του περιεχομένου ενός ή περισσοτέρων από τα υποβληθέντα δικαιολογητικά αφαιρείται η άδεια χωρίς άλλο ακόμη και αν αυτή έχει μεταβιβασθεί, με επιφύλαξη των διατάξεων του Α.Ν. 261/1968 «περί του χρόνου ανακλήσεως παράνομων διοικητικών πράξεων», … 2. Οι υπηρεσίες που εκδίδουν τις άδειες κυκλοφορίας ΕΔΧ αυτοκινήτων μπορούν, αν έχουν αμφιβολίες ως προς την αλήθεια ή την ακρίβεια του περιεχομένου ενός ή περισσοτέρων από τα υποβληθέντα δικαιολογητικά, ακόμα και μετά την έκδοση των εν λόγω αδειών, να απευθύνονται σε οικείους φορείς προκειμένου αυτοί να ερευνήσουν μετά από επιστάμενο έλεγχο και συλλογή πληροφοριών περί της αλήθειας ή ακρίβειας των αντίστοιχων δικαιολογητικών. …». Εξάλλου, με την παρ. 4 του άρθρου 4 της κυρωθείσης με το άρθρο πρώτο του ν. 1788/1988 (ΦΕΚ Α΄ 131) υπ’ αριθ. 10/19.1.1988 Πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου (ΦΕΚ Α΄ 11) ορίσθηκε ότι «Από την δημοσίευση της παρούσης απαγορεύεται η χορήγηση αδειών κυκλοφορίας αυτοκινήτων επιβατηγών δημόσιας χρήσης (ταξί) με έδρα στην περιοχή της παραγράφου 1», δηλαδή της περιοχής Αθηνών – Πειραιώς – Περιχώρων. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 8 της υπ’ αριθ. Δ25900/24.8-3.9.1974 αποφάσεως του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών (ΦΕΚ Β΄ 850) «1. Αντικατάστασις επιβατηγού αυτοκινήτου δημοσίας χρήσεως, μετά ή άνευ μετρητού, δι’ ετέρου της αυτής κατηγορίας, ενεργείται υπό της αρμοδίας υπηρεσίας συγκοινωνιών άνευ προηγουμένης εγκρίσεως, κατόπιν αποχαρακτηρισμού του υπό αντικατάστασιν αυτοκινήτου και καταθέσεως των στοιχείων κυκλοφορίας του οχήματος (άδεια κυκλοφορίας και κρατικαί πινακίδες) παρά τη υπηρεσία συγκοινωνιών. 2. Προκειμένου να λάβη χώραν η κατά την προηγουμένην παράγραφον αντικατάστασις οι κύριοι και κάτοχοι ή οι νομείς και κάτοχοι του υπό αντικατάστασιν αυτοκινήτου υποβάλλουν τη αρμοδία υπηρεσία συγκοινωνιών σχετικήν αίτησίν των, συνοδευομένην υπό των κάτωθι δικαιολογητικών : α) Ισχύουσαν άδειαν κυκλοφορίας του αυτοκινήτου, εκδεδομένην επ’ ονόματι των αιτούντων. β) Πιστοποιητικόν Ταμείου Συντάξεων Αυτοκινητιστών (ΤΣΑ) ότι είναι εγγεγραμμένοι και ησφαλισμένοι εις αυτό. … γ) …». Τέλος, το άρθρο μόνον του αν. ν. 261/1968 (ΦΕΚ Α΄ 12) ορίζει στην παρ. 1 ότι «Ατομικαί διοικητικαί πράξεις, εκδοθείσαι κατά παράβασιν νόμου, ανακαλούνται υπό της Διοικήσεως ελευθέρως και άνευ οιασδήποτε δια το Δημόσιον συνεπείας, εντός ευλόγου από της εκδόσεως αυτών χρόνου. Επιφυλασσομένων των ειδικώς, άλλως οριζουσών, διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας, χρόνος, ήσσων της πενταετίας τουλάχιστον από της εκδόσεως των κατά τα άνω ανακλητέων πράξεων, εν ουδεμιά περιπτώσει δύναται να θεωρηθή ως μη εύλογος προς ανάκλησιν, ανεξαρτήτως τυχόν κτήσεως υπό τρίτων βάσει αυτών οιουδήποτε δικαιώματος».
4. Επειδή, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, με την υπ’ αριθ. 470813/9.8.1999 πράξη του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής ανακλήθηκε το δικαίωμα κυκλοφορίας ως δημοσίας χρήσεως και αφαιρέθηκαν οριστικώς η άδεια κυκλοφορίας και οι κρατικές πινακίδες του με αριθμό κυκλοφορίας Η-5111 επιβατηγού αυτοκινήτου ιδιοκτησίας του αναιρεσείοντος, με την αιτιολογία ότι το εν λόγω αυτοκίνητο κυκλοφόρησε ως δημοσίας χρήσεως (ταξί) κατ’ αντικατάσταση του αυτοκινήτου με αριθμό κυκλοφορίας Η-1612, για το οποίο, όμως, δεν υπάρχουν στοιχεία που να τεκμηριώνουν ότι νομίμως κυκλοφόρησε ως δημοσίας χρήσεως. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η ανωτέρω νομαρχιακή πράξη εκδόθηκε, διότι, ύστερα από έλεγχο στους φακέλους των ως άνω αυτοκινήτων, την αναζήτηση στοιχείων από άλλες υπηρεσίες (Τ.Σ.Α., Δ.Ο.Υ.) και την διενέργεια ένορκης διοικητικής εξετάσεως, προέκυψαν τα εξής : Το με αριθμό κυκλοφορίας Α-2205 επιβατηγό αυτοκίνητο δημοσίας χρήσεως, που ανήκε στους Στυλιανό Λαϊνη, Νικόλαο Παπαγιάννη και Δημοσθένη Καπούλα, αποχαρακτηρίσθηκε με την υπ’ αριθ. 603524/18.5.1995 πράξη της οικείας υπηρεσίας συγκοινωνιών, δηλαδή διαχωρίσθηκε το αυτοκίνητο ως πράγμα από το δικαίωμα κυκλοφορίας του ως δημοσίας χρήσεως, και το δικαίωμα αυτό μεταβιβάσθηκε σε αυτοκίνητο με αριθμό κυκλοφορίας Β-0070, ιδιοκτησίας των ανωτέρω, το δε αυτοκίνητο, ως πράγμα, μεταβιβάσθηκε στον αναιρεσείοντα. στην επικύρωση, όμως, της συμφωνίας μεταβιβάσεως του αυτοκινήτου, ανεγράφη ότι μεταβιβάσθηκε όχι μόνον το αυτοκίνητο, αλλά και το δικαίωμα κυκλοφορίας του ως δημοσίας χρήσεως, και, ενόψει τούτου, εκδόθηκε στο όνομα του αναιρεσείοντος άδεια κυκλοφορίας του εν λόγω αυτοκινήτου ως δημοσίας χρήσεως επιβατηγού με αριθμό κυκλοφορίας Η-1612, αν και ο αναιρεσείων δεν είχε ο ίδιος αυτοτελές δικαίωμα να θέσει σε κυκλοφορία επιβατηγό αυτοκίνητο δημοσίας χρήσεως. το αυτοκίνητο αυτό, με αριθμό κυκλοφορίας Η-1612, αντικατέστησε ο αναιρεσείων στις 23.1.1998 με νέο, το οποίο έλαβε αριθμό κυκλοφορίας Η-5111. Κατά της προαναφερθείσης υπ’ αριθ. 470813/9.8.1999 νομαρχιακής αποφάσεως, με την οποία ανακλήθηκε το δικαίωμα κυκλοφορίας του τελευταίου αυτού αυτοκινήτου ως δημοσίας χρήσεως και αφαιρέθηκαν η άδεια κυκλοφορίας και οι κρατικές πινακίδες του, ο αναιρεσείων άσκησε προσφυγή, η οποία απερρίφθη με την 2452/2002 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτό, εκτός των άλλων, ότι από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι το αυτοκίνητο με αριθμό κυκλοφορίας Η-1612 είναι το ίδιο αυτοκίνητο με εκείνο που έφερε τον αριθμό κυκλοφορίας Α-2205 και ότι οι ιδιοκτήτες του τελευταίου αυτού αυτοκινήτου, πριν το μεταβιβάσουν στον αναιρεσείοντα, προέβησαν στον αποχαρακτηρισμό του και σε μεταφορά του δικαιώματος κυκλοφορίας επιβατηγού αυτοκινήτου δημοσίας χρήσεως, που έως τότε ήταν ενσωματωμένο σ’ αυτό, σε νέο δικό τους αυτοκίνητο με αριθμό κυκλοφορίας Β-0070, περαιτέρω δε ότι ο αναιρεσείων δεν απέδειξε ότι είχε μεταβιβασθεί σ’ αυτόν, εκτός από το αυτοκίνητο ως πράγμα, και το δικαίωμα κυκλοφορίας του ως δημοσίας χρήσεως, προσκομίζοντας την πράξη αποχαρακτηρισμού του υπ’ αριθ. Α-2205 αυτοκινήτου και την άδεια κυκλοφορίας του υπ’ αριθ. Β-0070 αυτοκινήτου. Έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης αποφάσεως απερρίφθη με την ήδη προσβαλλόμενη απόφαση. Με την απόφαση αυτή το διοικητικό εφετείο δέχθηκε αφενός μεν ότι στον αναιρεσείοντα δεν είχε παραχωρηθεί ίδιο δικαίωμα θέσεως σε κυκλοφορία επιβατηγού αυτοκινήτου δημοσίας χρήσεως – ούτε, άλλωστε, ήταν δυνατή η χορήγηση άδειας κυκλοφορίας τέτοιου αυτοκινήτου στην περιοχή της πρωτεύουσας, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 4 της 10/19.1.1988 πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου, που κυρώθηκε με τον ν. 1788/1988 – και αφετέρου ότι το αυτοκίνητο με αριθμό κυκλοφορίας Α-2205 μεταβιβάσθηκε σ’ αυτόν ως πράγμα χωρίς το δικαίωμα κυκλοφορίας του ως δημοσίας χρήσεως, εφόσον το δικαίωμα αυτό είχε ενσωματωθεί σε άλλο αυτοκίνητο με αριθμό κυκλοφορίας Β-0070, που ανήκε στους πρώην ιδιοκτήτες του μεταβιβασθέντος αυτοκινήτου (Α-2205). Με τα δεδομένα αυτά το διοικητικό εφετείο δέχθηκε ότι μη νομίμως χορηγήθηκε στον αναιρεσείοντα άδεια κυκλοφορίας ως δημοσίας χρήσεως του αυτοκινήτου με αριθμό κυκλοφορίας Η-1612 και στη συνέχεια, σε αντικατάσταση αυτού, του αυτοκινήτου με αριθμό κυκλοφορίας Η-5111 και ότι, ως εκ τούτου, νομίμως εκδόθηκε η ανωτέρω ανακλητική απόφαση του Νομάρχη. Περαιτέρω, το διοικητικό εφετείο απέρριψε ως αβάσιμο τον λόγο εφέσεως του αναιρεσείοντος ότι δεν εκλήθη να εκθέσει τις απόψεις του πριν από την έκδοση της εν λόγω ανακλητικής αποφάσεως, με την αιτιολογία ότι η προηγούμενη ακρόαση δεν απαιτείται όταν η έκδοση της δυσμενούς διοικητικής πράξεως λαμβάνει χώρα με μόνη την διαπίστωση της συνδρομής ορισμένων αντικειμενικών περιστατικών, όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση. Στην συνέχεια το διοικητικό εφετείο απέρριψε τον λόγο εφέσεως περί παραβάσεως των αρχών της χρηστής και εύρυθμης διοικήσεως και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των πολιτών προς την διοίκηση, με την αιτιολογία ότι οι αρχές αυτές δεν είναι ικανές καθ’ εαυτές να καταλύσουν την ευχέρεια της διοικήσεως να ανακαλέσει παράνομη διοικητική πράξη ευνοϊκή για τον διοικούμενο και ότι, στην προκειμένη περίπτωση, νομίμως ανακλήθηκε για λόγους νομιμότητας η ευμενής για τον αναιρεσείοντα διοικητική πράξη περί χορηγήσεως άδειας κυκλοφορίας αυτοκινήτου δημοσίας χρήσεως εντός ευλόγου χρόνου (19 περίπου μηνών) από την έκδοσή της. Τέλος, το διοικητικό εφετείο τον λόγο εφέσεως ότι η ανακλητική απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, αφού το εξυπηρετούμενο με την ανάκληση δημόσιο συμφέρον είναι δυσανάλογο προς την υλική ζημία που υπέστη από αυτήν ο αναιρεσείων, και ότι η Διοίκηση όφειλε, πριν προβεί στην ανάκληση, να ζητήσει την συμπλήρωση των στοιχείων του φακέλου από άλλες υπηρεσίες, απέρριψε ως αβάσιμο, με την αιτιολογία ότι, ανεξαρτήτως αν η ανάκληση αποτελεί κύρωση υποκείμενη στους περιορισμούς της αρχής της αναλογικότητας, από την προσβληθείσα με την προσφυγή απόφαση του Νομάρχη και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι πριν από την έκδοσή της αναζητήθηκαν από άλλες υπηρεσίες (Τ.Σ.Α., Δ.Ο.Υ.) στοιχεία, στα οποία να μπορεί να εύρει έρεισμα το δικαίωμα του αναιρεσείοντος να κυκλοφορεί το υπ’ αριθ. Η-1612 επιβατηγό αυτοκίνητο ως δημοσίας χρήσεως.
5. Επειδή, η αρχή της νομιμότητας επιβάλλει στην Διοίκηση την ανάκληση κάθε παράνομης διοικητικής πράξεως, ενώ η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης απαιτεί την διατήρηση της ισχύος της ευμενούς για τον καλόπιστο διοικούμενο πράξεως. Σύνθεση των εν λόγω, συνταγματικής αξίας, αρχών συνιστούν οι γενικές αρχές ανακλήσεως των διοικητικών πράξεων, σύμφωνα με τις οποίες και οι ευμενείς διοικητικές πράξεις ανακαλούνται αν είναι παράνομες, μέσα σε εύλογο χρόνο από την έκδοσή τους (βλ. Σ.τ.Ε. 2403/1997), αλλά και το άρθρο μόνον του αν. ν. 261/1968. Με το άρθρο αυτό, κατά το οποίο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν είναι εύλογος χρόνος για την ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξεως χρόνος μικρότερος της πενταετίας από την έκδοσή της, ο νομοθέτης, με γενική ρύθμιση, προέβη ο ίδιος στην στάθμιση των ανωτέρω συνταγματικής αξίας αρχών για την επομένη της εκδόσεως διοικητικής πράξεως πενταετία, προσδίδοντας προέχουσα σημασία στην αρχή της νομιμότητος της Διοικήσεως, για δε τον περαιτέρω χρόνο ανέθεσε στη Διοίκηση την στάθμιση των αρχών αυτών σε κάθε ατομική περίπτωση, υπό τον έλεγχο του διοικητικού δικαστή. Ενόψει δε του ότι το Σύνταγμα δεν ανάγει σε συνταγματική αξία μόνον την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του καλόπιστου διοικουμένου και τον σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας, αλλά ωσαύτως και την τήρηση της αρχής της νομιμότητας και την μη διατήρηση εν ισχύι παράνομων διοικητικών πράξεων, και δεδομένου ότι αποτελεί, κατά το Σύνταγμα, έργο του νομοθέτη η κατά συνεκτίμηση και στάθμιση μη βαινουσών παραλλήλως αλλά αγουσών σε αντίθετες κατευθύνσεις συνταγματικών αξιών πρόκριση της θεσπιστέας, ως συνθέσεως τούτων, ρυθμίσεως, η θέσπιση από τον ίδιο τον νομοθέτη ως ευλόγου χρόνου για την ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξεως τουλάχιστον της πενταετίας από την έκδοσή της δεν αντίκειται στις προστατευόμενες από το Σύνταγμα αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αρχής της αναλογικότητας, εφόσον, άλλωστε, το χρονικό αυτό διάστημα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι υπερμέτρως μεγάλο (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2845, 2846/1994, 3477/1987, 2261/1984). Συνεπώς, ναι μεν κατ’ αρχήν η Διοίκηση δεν υποχρεούται να ανακαλέσει παράνομη διοικητική πράξη (πλην αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ανεγνωρίσθησαν με τις 2176-7/2004 αποφάσεις της Ολομελείας του Δικαστηρίου), υπό την έννοια ότι η παράλειψή της να πράξει τούτο δεν συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας και η ρητή άρνησή της, χωρίς επανεξέταση της ουσίας της υποθέσεως, δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, δεν κωλύεται, όμως, να ανακαλέσει την παράνομη πράξη εντός πενταετίας από την έκδοσή της από την ύπαρξη καλής πίστεως του διοικουμένου, υπέρ του οποίου έχει εκδοθεί η εν λόγω πράξη, και ανάγκης προστασίας της δημιουργηθείσης σ’ αυτόν εμπιστοσύνης, ή για το λόγο ότι η βλάβη που επέρχεται σ’ αυτόν από την ανάκληση είναι δυσαναλόγως μεγαλύτερη από το όφελος για το δημόσιο συμφέρον, ούτε, άλλωστε, υποχρεούται να συνεκτιμήσει τα στοιχεία αυτά πριν αποφασίσει αν θα ανακαλέσει ή όχι την πράξη.
6. Επειδή, εξάλλου, με τις διατάξεις του άρθρου 6 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ΦΕΚ Α΄ 45) θεσπίζονται ειδικότερες ρυθμίσεις για την άσκηση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος ακροάσεως, ώστε να εξασφαλίζονται οι προϋποθέσεις αποτελεσματικής εφαρμογής της σχετικής διατάξεως του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος, χωρίς, όμως, να αποσκοπείται η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της διατάξεως αυτής. Κατά την έννοια δε της εν λόγω συνταγματικής διατάξεως, και, συνεπώς, και κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου 6, η τήρηση του τύπου της προηγουμένης κλήσεως σε ακρόαση δεν απαιτείται στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες η προηγούμενη ακρόαση δεν μπορεί να επιδράσει στην διαμόρφωση της κρίσεως της Διοικήσεως. Τέτοια περίπτωση συντρέχει, μεταξύ άλλων, όταν εκδίδεται δυσμενής για τον διοικούμενο διοικητική πράξη βάσει αντικειμενικών δεδομένων, που δεν συνδέονται προς υποκειμενική συμπεριφορά του (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2612/2003, 1455, 4027/2004, 1902/2005, 1104, 1213/2006). Συνεπώς, επί ανακλήσεως παράνομης διοικητικής πράξεως εντός ευλόγου χρόνου από την έκδοσή της λόγω μη συνδρομής μιας ή περισσοτέρων από τις απαιτούμενες για την έκδοσή της νόμιμες προϋποθέσεις, δεν απαιτείται προηγούμενη κλήση για ακρόαση του διοικουμένου, υπέρ του οποίου έχει εκδοθεί η πράξη, διότι, ενόψει και των εκτεθέντων στην προηγούμενη σκέψη, η ακρόαση αυτού δεν μπορεί να επιδράσει στην διαμόρφωση της κρίσεως της Διοικήσεως.
7. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους, όπως ανεπτύχθησαν και με το υποβληθέν μετά την συζήτηση της υποθέσεως και εντός της ταχθείσης από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου προθεσμίας από 10.5.2007 υπόμνημα, χωρίς να αμφισβητείται η κατ’ ουσίαν νομιμότητα της προσβληθείσης με την προσφυγή ανακλητικής πράξεως, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έσφαλε δεχθείσα ότι δεν απαιτείτο, πριν από την έκδοση της πράξεως αυτής, η τήρηση του τύπου της προηγουμένης κλήσεως του αναιρεσείοντος σε ακρόαση, διότι αφενός μεν το άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας δεν προβλέπει εξαίρεση από την υποχρέωση κλήσεως του διοικουμένου σε ακρόαση σε περίπτωση που η πράξη εκδίδεται με μόνη την διαπίστωση ορισμένων αντικειμενικών περιστατικών και αφετέρου ο αναιρεσείων μπορούσε να προβάλει, ασκώντας το σχετικό δικαίωμά του, λόγους αναφερόμενους στην καλή πίστη, την προστατευόμενη εμπιστοσύνη και την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον οι αρχές της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας πρέπει πάντοτε να λαμβάνονται υπόψη κατά την στάθμιση με την αρχή της νομιμότητας, η οποία επιβάλλει την ανάκληση παρανόμων ευμενών διοικητικών πράξεων, ο δε αν. ν. 261/1968, μη προβλέποντας τέτοια στάθμιση, είναι προδήλως αντισυνταγματικός. Ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι επιχείρημα υπέρ της απόψεως ότι ο αν. ν. 261/1968 είναι αντισυνταγματικός, αφού δεν προβλέπει στάθμιση ως η ανωτέρω, συνάγεται και από την μεταγενέστερη διάταξη του εδ. γ΄ της παρ. 9 του άρθρου 10 του ν. 2801/2000 (ΦΕΚ Α΄ 46), η οποία ορίζει ότι ο ανωτέρω αν. ν. 261/1968 δεν εφαρμόζεται στις διοικητικές διαδικασίες ανακλήσεως αδειών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος, διότι η μεταγενέστερη αυτή και μη εφαρμοστέα στην προκειμένη υπόθεση διάταξη δεν έχει, πάντως, την έννοια που της αποδίδει ο αναιρεσείων, ότι δηλαδή οι σχετικές με άδειες αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως πράξεις δεν μπορούν να ανακληθούν και πριν ακόμη παρέλθει πενταετία από την έκδοσή τους, αν η Διοίκηση δεν προβεί στην προαναφερθείσα στάθμιση. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι η τήρηση του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος απαιτείτο στην προκειμένη περίπτωση, διότι η ανακλητική απόφαση «συνδέεται με φερόμενη ως παράνομη συμπεριφορά συγκεκριμένων προσώπων κατά των οποίων μάλιστα ενεργοποιήθηκε ποινική διαδικασία». Ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αναφερόμενος στην διοικητική πράξη της ανακλήσεως, της οποίας το περιεχόμενο δεν μπορεί να ελεγχθεί αναιρετικώς, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι ερείδεται σε πραγματικό που δεν προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε ότι η ανακλητική απόφαση εκδόθηκε, με την αιτιολογία ότι, ενώ το υπ’ αριθ. Η-5111 αυτοκίνητο κυκλοφόρησε ως δημοσίας χρήσεως κατ’ αντικατάσταση του αυτοκινήτου με αριθμό κυκλοφορίας Η-1612, για το τελευταίο αυτό αυτοκίνητο δεν υπάρχουν στοιχεία που να τεκμηριώνουν ότι νομίμως είχε κυκλοφορήσει ως δημοσίας χρήσεως. Δεν ασκεί δε καμία επιρροή από της εξεταζομένης απόψεως το αναφερόμενο στην πρωτόδικη απόφαση ότι η συμφωνία μεταβιβάσεως του υπ’ αριθ. Α-2205 αυτοκινήτου «πλαστογραφήθηκε» από υπάλληλο της οικείας Διευθύνσεως Μεταφορών και Επικοινωνιών, εφόσον αυτό εν πάση περιπτώσει δεν επαναλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία, άλλωστε, δεν αποδίδεται επίμεμπτη συμπεριφορά στον αναιρεσείοντα κατά την μεταβίβαση σ’ αυτόν του εν λόγω αυτοκινήτου. Εξάλλου, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα, διότι αφενός μεν, κατά παράβαση του αν. ν. 261/1968, το οποίο προβλέπει ότι η Διοίκηση έχει διακριτική εξουσία και όχι δεσμία αρμοδιότητα να ανακαλεί παράνομες διοικητικές πράξεις, θεωρεί ότι η ανάκληση της άδειας κυκλοφορίας και των πινακίδων του υπ’ αριθ. Η-5111 αυτοκινήτου του έγινε κατά δεσμία αρμοδιότητα, αφού δεν διορθώνει την αιτιολογία της πρωτόδικης αποφάσεως, η οποία είχε δεχθεί ότι η Διοίκηση είχε εν προκειμένω δεσμία αρμοδιότητα, και αφετέρου δεν καθιστά σαφές αν για την ανάκληση η Διοίκηση στηρίχθηκε στο άρθρο 9 παρ. 1 του π.δ/τος 458/1984, το οποίο παραθέτει και το οποίο θεσπίζει δεσμία αρμοδιότητα της Διοικήσεως προς ανάκληση παράνομης άδειας κυκλοφορίας επιβατηγού αυτοκινήτου δημοσίας χρήσεως, ή στον αν. ν. 261/1968. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος εν πάση περιπτώσει, εφόσον, όπως προκύπτει από το παρατεθέν στην τέταρτη σκέψη περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, το διοικητικό εφετείο δέχθηκε – ανεξαρτήτως του τι είχε δεχθεί ως προς το ζήτημα αυτό το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και ανεξαρτήτως αν η έννοια του άρθρου 9 παρ. 1 του π.δ/τος 458/1984 είναι, όπως υπολαμβάνει ο αναιρεσείων, ότι η Διοίκηση έχει δεσμία αρμοδιότητα να ανακαλέσει παράνομη άδεια κυκλοφορίας επιβατηγού αυτοκινήτου δημοσίας χρήσεως ή αν είναι εφαρμοστέες και στην περίπτωση αυτή οι γενικές αρχές περί ανακλήσεως των διοικητικών πράξεων και ο αν. ν. 261/1968 – ότι εν προκειμένω η Διοίκηση ανεκάλεσε την άδεια κυκλοφορίας και τις πινακίδες του αυτοκινήτου του αναιρεσείοντος κατ’ ενάσκηση διακριτικής ευχέρειας και ότι απλώς οι αρχές της χρηστής διοικήσεως και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης δεν είναι ικανές καθ’ εαυτές να καταλύσουν την ευχέρεια αυτή.
8. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται επίσης ότι έσφαλε η προσβαλλόμενη απόφαση δεχθείσα ότι δεν παραβιάσθηκε στην προκειμένη περίπτωση η αρχή της αναλογικότητας, αφού από την ανακλητική απόφαση και τα έγγραφα του φακέλου δεν προκύπτει ότι πριν από την έκδοσή της αναζητήθηκαν από άλλες υπηρεσίες έγγραφα, στα οποία να θεμελιώνεται το δικαίωμα του αναιρεσείοντος να κυκλοφορεί ως δημοσίας χρήσεως το υπ’ αριθ. Η-1612 επιβατηγό αυτοκίνητο. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως, όπως προβάλλεται, κατ’ επίκληση της προσβληθείσης με την προσφυγή πράξεως και των εγγράφων του φακέλου, είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι πλήττει την ρητή κρίση του δικάσαντος διοικητικού εφετείου, το οποίο δέχθηκε, κατ’ ανέλεγκτη αναιρετικώς εκτίμηση των στοιχείων αυτών, ότι, πριν από την έκδοση της πράξεως περί ανακλήσεως της άδειας κυκλοφορίας και των πινακίδων του υπ’ αριθ. Η-5111 αυτοκινήτου του αναιρεσείοντος, η Διοίκηση αναζήτησε σε άλλες υπηρεσίες (Τ.Σ.Α., Δ.Ο.Υ.) στοιχεία, στα οποία να μπορεί να θεμελιωθεί το δικαίωμα τούτου να κυκλοφορεί ως δημοσίας χρήσεως το υπ’ αριθ. Η-1612 επιβατηγό αυτοκίνητο, σε αντικατάσταση του οποίου κυκλοφόρησε στη συνέχεια το ανωτέρω υπ’ αριθ. Η-5111 αυτοκίνητο. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι η αναζήτηση των ανωτέρω στοιχείων δεν έχει σχέση με την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, αλλά αφορά ζήτημα αποδείξεως, και συγκεκριμένα αποδείξεως του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος ότι είχε δικαίωμα κυκλοφορίας αυτοκινήτου δημοσίας χρήσεως, το βάρος της οποίας έφερε ο ίδιος και όχι η Διοίκηση.
9. Επειδή, από το παρατεθέν στην τέταρτη σκέψη περιεχόμενο της πρωτόδικης αποφάσεως συνάγεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι από τα υπάρχοντα στον φάκελο της δικογραφίας στοιχεία αποδεικνύεται ότι το δικαίωμα κυκλοφορίας επιβατηγού αυτοκινήτου δημοσίας χρήσεως, που ήταν ενσωματωμένο στο αυτοκίνητο υπ’ αριθ. Α-2205, μεταφέρθηκε στο αυτοκίνητο με αριθμό κυκλοφορίας Β-0070. Και επικαλείται μεν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, για να απορρίψει την προσφυγή, ότι ο αναιρεσείων δεν είχε προσκομίσει την πράξη αποχαρακτηρισμού του υπ’ αριθ. Α-2205 αυτοκινήτου και την άδεια κυκλοφορίας του υπ’ αριθ. Β-0070 αυτοκινήτου, όχι, όμως, διότι έκρινε ότι τα στοιχεία μεν αυτά είναι αναγκαία προς απόδειξη της μεταβιβάσεως στο δεύτερο αυτοκίνητο του ενσωματωμένου στο πρώτο αυτοκίνητο δικαιώματος κυκλοφορίας επιβατηγού αυτοκινήτου δημοσίας χρήσεως, αντιστρέφοντας δε απλώς το βάρος της αποδείξεως, απαίτησε την προσκομιδή τους από τον αναιρεσείοντα και όχι από την Διοίκηση, αλλά διότι θεώρησε ότι θα έπρεπε να τα είχε προσκομίσει ο αναιρεσείων αν ήθελε να κλονίσει την, κατά το εν λόγω δικαστήριο, προκύπτουσα από τα ήδη υπάρχοντα στον φάκελο στοιχεία διαπίστωση ότι το ανωτέρω δικαίωμα είχε πράγματι μεταβιβασθεί στο υπ’ αριθ. Β-0070 αυτοκίνητο. Η συναχθείσα δε από τα ήδη προσκομισθέντα στην πρωτοβάθμια δίκη στοιχεία ανωτέρω κρίση της πρωτόδικης αποφάσεως (ότι δηλαδή από τα στοιχεία αυτά αποδεικνύεται ότι το δικαίωμα κυκλοφορίας επιβατηγού αυτοκινήτου δημοσίας χρήσεως, που ήταν ενσωματωμένο στο υπ’ αριθ. Α-2205 αυτοκίνητο, μεταφέρθηκε στο αυτοκίνητο με αριθμό κυκλοφορίας Β-0070 και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να μεταφερθεί και σε άλλο αυτοκίνητο) επικυρώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η Διοίκηση και όχι ο αναιρεσείων είχε το βάρος να αποδείξει ότι το δικαίωμα κυκλοφορίας επιβατηγού αυτοκινήτου δημοσίας χρήσεως, που ήταν ενσωματωμένο στο υπ’ αριθ. Α-2205 αυτοκίνητο, μεταφέρθηκε στο υπ’ αριθ. Β-0070 αυτοκίνητο, προσκομίζοντας την πράξη αποχαρακτηρισμού του πρώτου αυτοκινήτου και την άδεια κυκλοφορίας του δευτέρου, και ότι εσφαλμένως η πρωτόδικη απόφαση δέχθηκε το αντίθετο, κρίνοντας ότι τα στοιχεία αυτά έπρεπε να προσκομίσει ο αναιρεσείων, το σφάλμα δε αυτό επανέλαβε και η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία δεν αναφέρει με βάση ποια αποδεικτικά στοιχεία κατέληξε στην κρίση ότι το ενσωματωμένο στο υπ’ αριθ. Α-2205 αυτοκίνητο δικαίωμα μεταφέρθηκε στο υπ’ αριθ. Β-0070 αυτοκίνητο και η οποία δεν μπορούσε να λάβει υπόψη της τυχόν αποδεικτικά στοιχεία για το ζήτημα αυτό, τα οποία προσκομίσθηκαν το πρώτον στην κατ’ έφεση δίκη, εφόσον δεν αναφέρει γιατί η καθυστερημένη προσκόμισή τους είναι δικαιολογημένη κατά το άρθρο 96 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Οι λόγοι αυτοί αναιρέσεως είναι απορριπτέοι προεχόντως, διότι, όπως προβάλλονται, στηρίζονται στην εσφαλμένη εκδοχή ότι η πρωτόδικη απόφαση δέχθηκε ότι απεδείχθη ότι το ενσωματωμένο στο υπ’ αριθ. Α-2205 αυτοκίνητο δικαίωμα κυκλοφορίας επιβατηγού αυτοκινήτου δημοσίας χρήσεως μεταφέρθηκε στο υπ’ αριθ. Β-0070 αυτοκίνητο εκ μόνου του λόγου ότι ο αναιρεσείων δεν προσκόμισε την πράξη αποχαρακτηρισμού του πρώτου αυτοκινήτου και την άδεια κυκλοφορίας του δευτέρου, και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είτε επεκύρωσε την κρίση αυτή, κατά παράβαση των κανόνων περί κατανομής του βάρους αποδείξεως, είτε έλαβε υπόψη αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη, χωρίς να τα προσδιορίζει ούτε να αιτιολογεί γιατί η καθυστερημένη προσκομιδή τους είναι δικαιολογημένη, ενώ, όπως ανωτέρω εξετέθη, η πρωτόδικη απόφαση δέχθηκε ότι το ανωτέρω γεγονός αποδεικνυόταν από τα υπάρχοντα ήδη στον φάκελο στοιχεία, η κρίση της δε αυτή επικυρώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Άλλωστε, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν τα στοιχεία που έλαβε υπόψη το διοικητικό εφετείο (φακέλους αυτοκινήτων, στοιχεία άλλων υπηρεσιών, όπως Τ.Σ.Α. και Δ.Ο.Υ., και πόρισμα ένορκης διοικητικής εξετάσεως), ο δε αναιρεσείων δεν ισχυρίζεται ότι κάποιο από τα στοιχεία αυτά προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη. Εξάλλου, αν ήθελε θεωρηθεί ότι με τους ανωτέρω λόγους προβάλλεται ότι από τα υπάρχοντα στον φάκελο στοιχεία δεν αποδεικνύεται το ανωτέρω γεγονός και ότι προς απόδειξή του ήταν αναγκαία η προσκόμιση εκ μέρους της Διοικήσεως των προαναφερθέντων στοιχείων (πράξη αποχαρακτηρισμού του υπ’ αριθ. Α-2205 αυτοκινήτου και άδεια κυκλοφορίας του υπ’ αριθ. Β-0070 αυτοκινήτου), ο λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι πλήττει την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί της επάρκειας των στοιχείων του φακέλου προς απόδειξη του επιμάχου γεγονότος.
10. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.