ΣτΕ Ολομ. πρ.4/2004,ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΕ, ΣΥΝΑΦΕΙΑ ΟΜΟΔΙΚΙΑ ,45§6 ΠΔ18/89, Ερμηνεία αρ.45παρ.6 πδ 18/89 για ομοδικία και συνάφεια

ΣΤΕ ΟΛΟΜ.

 
4/2004 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ – ΣΥΜΒ)  
 (Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΔΦΟΡΝ 2004/818, ΕΔΚΑ 2004/582) Ζητήματα ερμηνείας των διατάξεων των παραγράφων 8 έως 10 του άρθρου 22 του ν. 3226/2004. Κρίση, κατά πλειοψηφία, ότι η ρύθμιση της διατάξεως του άρθρου 22 παρ. 10 εδάφιο δεύτερο του ανωτέρω νόμου είναι αντισυνταγματική. Κρίση, ειδικώτερα, ότι δεν είναι συνταγματικώς επιτρεπτή η ρύθμιση της ανωτέρω διατάξεως, η οποία επιτρέπει την εκ νέου άσκηση ενδίκων μέσων, που είχαν απορριφθεί λόγω μη καταβολής ή ελλιπούς καταβολής παραβόλου, εφόσον, πάντως, δεν μετεβλήθη το νομοθετικό καθεστώς επί του οποίου είχε στηριχθεί η απόρριψη των εν λόγω ενδίκων μέσων, δηλ. η παγία ρύθμιση του άρθρου 36 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, κατά την οποία, επί μή καταβολής ή ελλιπούς καταβολής παραβόλου, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο (με μειοψηφίες). ΠΡΟΣΟΧΗ! Η παρούσα είναι απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

 

Αριθ. Απόφ. 4/2004 (Σ.τ.Ε., σε Ολομ. και Συμβ.)

Πρόεδρος: Χ. Γεραρής, Πρόεδρος Σ.τ.Ε Εισηγητής: Γ. Παπαγεωργίου, Σύμβουλος

Ο Πρόεδρος έδωσε το λόγο στο Σύμβουλο Γ. Παπαγεωργίου, ο οποίος ανέπτυξε την εισήγησή του.

Επί των ζητημάτων ερμηνείας των παραγρ. 8 έως 10 του άρθρου 22 του Ν. 3226/2004 (ΦΕΚ 24/4.2.2004 τ. Α`), η Ολομέλεια ύστερα από σχετική εισήγηση του Συμβούλου Γεωργίου Παπαγεωργίου και ανταλλαγή γνωμών δέχθηκε τα ακόλουθα: Με τις υπό ερμηνεία διατάξεις επιδιώχθηκε όπως προκύπτει από την οικεία εισηγητική έκθεση, η “διόρθωση ανεπιεικών λύσεων της ισχύουσας διοικητικής δικονομίας σχετικά με τους όρους συνδρομής ομοδικίας και συνάφειας και με τις συνέπειες λόγω της έλλειψής τους ή λόγω της έλλειψης τυπικών προϋποθέσεων”. Ειδικότερα, με τις παραγράφους 1-7 του εν λόγω άρθρου τροποποιούνται ρυθμίσεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Στη συνέχεια με τις παραγράφους 89 του άρθρου τούτου τροποποιούνται δικονομικοί κανόνες που διέπουν τις υπαγόμενες στη δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας διαφορές και ορίζονται τα εξής: “8. Στο πρώτο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 36 του Π.Δ. 18/1989 η φράση “κατά την κατάθεση” αντικαθίσταται από τη φράση “μέσα σε ένα μήνα από την κατάθεση”. 9. Στο άρθρο 45 του Π.Δ. 18/1989 προστίθεται νέα έκτη παράγραφος, ως εξής: “6. Σε περίπτωση έλλειψης ομοδικίας, η αίτηση ακυρώσεως κρατείται ως προς τον πρώτο αιτούντα και τους ομοδίκους με αυτόν και διατάσσεται ο χωρισμός ως προς τους υπόλοιπους. Σε περίπτωση έλλειψης συνάφειας, η αίτηση ακυρώσεως κρατείται ως προς την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη και τις συναφείς με αυτήν και διατάσσεται ο χωρισμός ως προς τις υπόλοιπες”. Τέλος, η παράγραφος 10 του άρθρου 22 του Ν. 3226/2004 ορίζει ότι “Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού διαφορές. Ενδικα βοηθήματα ή μέσα που απορρίφθηκαν ως απαράδεκτα από το Συμβούλιο της Επικρατείας ή τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια μετά την 1.1.2000 για μη καταβολή ή ελλιπή καταβολή παραβόλου, μπορούν να ασκηθούν εκ νέου μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού”. Εξάλλου, η παράγραφος 1 του άρθρου 36 του Π.Δ. 18/1989, πριν από την τροποποίησή της με την ανωτέρω παράγραφο 8 του άρθρου 22 του Ν. 3226/2004, προέβλεπε ότι “το ένδικο μέσο που ασκείται στο Συμβούλιο της Επικρατείας απορρίπτεται ως απαράδεκτο, αν κατά την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης δεν καταβληθεί παράβολο…”, προσδιόριζε δε το ύψος του παραβόλου για τα καθ` έκαστον ένδικα βοηθήματα ή μέσα. Είναι προφανές ότι η παράγραφος 8 του άρθρου 22 του Ν. 3226/2004, αναφερομένη σε ένδικα μέσα που ασκούνται δια καταθέσεως του οικείου δικογράφου στο Συμβούλιο της Επικρατείας, τροποποιεί επί το ευμενέστερον για τους αιτούντες τη ρύθμιση της παραγράφου 1 του άρθρου 36 του Π.Δ. 18/1989) εναρμονίζοντάς την με την εφαρμοστέα και επί παραβόλου (κατ` άρθρον 36 παρ. 3 του Π.Δ. 18/1989) ρύθμιση της παραγράφου 3 του άρθρου 35 του εν λόγω π.δ/τος, κατά την οποία, επί καταθέσεως του δικογράφου σε δημόσια αρχή, το παράβολο καταβάλλεται ή αποστέλλεται στο Συμβούλιο της Επικρατείας το αργότερο μέσα σε ένα μήνα από την περιέλευση του δικογράφου στο Συμβούλιο.

Περαιτέρω, καθόσον αφορά το ζήτημα της εννοίας και της συνταγματικότητός της, επίσης αναφερομένης στο παράβολο διατάξεως του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 10 του ως άνω άρθρου 22, υποστηρίχθηκαν οι εξής τρεις γνώμες: Κατά τη γνώμη των Αντιπροέδρων Φ. Στεργιόπουλου, Θ. Χατζηπαύλου και Π.Ν. Φλώρου και των Συμβούλων Σπ. Καραλή, Δ. Κωστόπουλου, Σ. Ρίζου, Γ. Παπαμεντζελόπουλου, Π. Πικραμμένου, Ν. Ρόζου, Αθ. Ράντου, Ειρ. Σαρπ, Χρ. Ράμμου, Δ. Μαρινάκη, Π. Κοτσώνη, Μ. Καραμανώφ και Αικ. Σακελλαροπούλου, από τις διατάξεις του Συντάγματος περί διακρίσεως των λειτουργιών (άρθρο 26), ισότητας (άρθρο 4) και δικαστικής ανεξαρτησίας (άρθρο 87) προκύπτει ότι δεν είναι συνταγματικώς επιτρεπτή η θέσπιση της ανωτέρω διατάξεως που επιτρέπει την εκ νέου άσκηση ενδίκων μέσων τα οποία είχαν απορριφθεί λόγω μη καταβολής ή ελλιπούς καταβολής παραβόλου, εφ` όσον πάντως δεν μετεβλήθη το νομοθετικό καθεστώς επί του οποίου είχε στηριχθεί η απόρριψη των εν λόγω ενδίκων μέσων, δηλαδή η παγία ρύθμιση του άρθρου 36 παρ. 1 του Π.Δ. 18/1989, κατά την οποία, επί μη καταβολής ή ελλιπούς καταβολής παραβόλου, το ένδικο μέσον απορρίπτεται ως απαράδεκτο (πρβλ. Σ.Ε. 2000/1992 Ολ. 2756/1993). Κατά την δεύτερη γνώμη, η οποία υποστηρίχθηκε από τους Αντιπροέδρους Γ. Σταυρόπουλο, Κ. Μενουδάκο και Γ. Ανεμογιάννη και από τους Συμβούλους Π.Ι. Φλώρο, Π. Χριστόφορο, Γ. Παναγιωτόπουλο, Ν. Σκλία, Αικ. Συγγούνα, Αθ. Καραμιχαλέλη και Αρ. Βώρο, εφ` όσον με την προπεριγραφείσα ρύθμιση της παραγράφου 8 του εν λόγω άρθρου 22 μετεβλήθη η παγία ρύθμιση του άρθρου 36 παρ. 1 του Π.Δ. 18/1989, δια της παροχής δυνατότητας καταβολής του παραβόλου εντός προθεσμίας ενός μηνός από της καταθέσεως του οικείου δικογράφου στο Συμβούλιο της Επικρατείας, η νέα ρύθμιση του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 10 του ως άνω άρθρου 22 δεν προσκρούει στις προμνησθείσες συνταγματικές διατάξεις. Τέλος, κατά την τρίτη γνώμη, η οποία υποστηρίχθηκε από τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο Μ. Βροντάκη και τους Συμβούλους Θ. Παπαευαγγελου, Δ. Μπριόλα, Ν. Μαρκουλάκη, Στ. Χαραλάμπους, Γ. Παπαγεωργίου, Δ. Σκαλτσούνη και Κ. Βιολάρη, εν όψει της κατά τα άνω ευνοϊκής για τους αιτούντες μεταβολής, η οποία επέρχεται ως προς τον χρόνο καταβολής του παραβόλου (εντός μηνός από την κατάθεση) στην παγία, κατά τα λοιπά, ρύθμιση του άρθρου 36 παρ. 1 του Π.Δ. 18/1989, η διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 10 του ως άνω άρθρου 22 είναι ανεκτή συνταγματικώς, καθ` ο μέρος αναφέρεται σε ένδικα μέσα που είχαν απορριφθεί λόγω μη καταβολής ή ελλιπούς καταβολής του παραβόλου, εφόσον, όμως, είχε καταβληθεί ολόκληρο το παράβολο εντός μηνός από της καταθέσεως του οικείου δικογράφου στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Δεδομένου, όμως, ότι καμμία από τις ανωτέρω τρεις γνώμες δεν έλαβε την απόλυτη πλειοψηφία των μελών, τα μέλη που υποστήριξαν την ασθενέστερη (τρίτη) γνώμη προσχώρησαν, προκειμένου να σχηματισθεί πλειοψηφία, στις δύο προηγούμενες γνώμες ως εξής: Στην πρώτη γνώμη προσχώρησαν ο Αντιπρόεδρος Μ. Βροντάκης και οι Σύμβουλοι Θ. Παπαευαγγέλλου, Στ. Χαραλάμπους, Γ. Παπαγεωργίου και Κ. Βιολάρης, ενώ στην δεύτερη γνώμη προσχώρησαν ο Πρόεδρος και οι Σύμβουλοι Δ. Μπριόλας, Ν. Μαρκουλάκης και Δ. Σκαλτσούνης. Κατόπιν των ανωτέρω, η Ολομέλεια δέχθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι η διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 10 του άρθρου 22 του Ν. 3226/ 2004 είναι ανίσχυρη, ως αντικεlμένη στα άρθρα 26,4 και 87 του Συντάγματος. Στο σημείο αυτό αποχώρησαν λόγω προσωπικού κωλύματος οι Σύμβουλοι Σ. Ρίζος και Μ. Καραμανώφ.

Ακολούθως η Ολομέλεια έλαβε, ως προς την ερμηνεία της παρ. 9 του εν λόγω άρθρου 22, την ακόλουθη θέση: Με τη νέα αυτή ρύθμιση επέρχεται τροποποίηση των μέχρι σήμερα υφισταμένων (νομολογιακών) κανόνων περί ομοδικίας και συναφείας στην αίτηση ακυρώσεως. Χωρίς να θίγονται η έννοια και οι προϋποθέσεις της ομοδικίας και της συνάφειας, μεταβάλλονται εφεξής οι συνέπειες της ελλείψεως ομοδικίας και συνάφειας. Ειδικότερα, με τη νέα ρύθμιση, επί ελλείψεως ομοδικίας ή συναφείας, ο δικαστικός σχηματισμός στον οποίο αρμοδίως, κατά το άρθρο 14 (παρ. 2,5,7,8) του Π.Δ. 18/1989, εισάγεται η υπόθεση, δεν απορρίπτει ως απαράδεκτη την αίτηση ακυρώσεως ως προς τους αιτούντες που δεν ομοδικούν με τον προτασσόμενο στο δικόγραφο ή ως προς τις μη συναφείς με την προτασσομένη στο δικόγραφο πράξεις, αλλά: 1) κρατεί και εκδικάζει την αίτηση ακυρώσεως, επί μεν ελλείψεως ομοδικίας, ως προς τον προτασσόμενο στο δικόγραφο και τους τυχόν ομοδίκους του, επί δε ελλείψεως συνάφειας, ως προς την προτασσομένη στο δικόγραφο πράξη και τις τυχόν συναφείς προς αυτήν, 2) αναβάλλει σε ρητή δικάσιμο την εκδίκαση της υποθέσεως, ως προς τους λοιπούς αιτούντες ή ως προς τις λοιπές προσβαλλόμενες πράξεις, διατηρώντας πάντως την ευχέρεια να αναβάλλει τις υποθέσεις για το σύνολο των αιτούντων ή των προσβαλλομένων πράξεων και 3) διατάσσει χωρισμό του αρχικού (ενιαίου) δικογράφου, με κατάθεση αυτοτελούς δικογράφου εντός 30ημέρου προθεσμίας από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως. Αν, εντός της ανωτέρω προθεσμίας, δεν κατατεθεί νομοτύπως (με καταβολή και του αντιστοίχου παραβόλου, κατά τα προεκτεθέντα) αυτοτελές δικόγραφο κατά χωρισμόν του αρχικού για τους αιτούντες που δεν ομοδικούν με τον προτασσόμενο στο αρχικό δικόγραφο ή για τις πράξεις που δεν είναι συναφείς με την προτασσομένη στο αρχικό δικόγραφο, τότε, ως προς τα πρόσωπα αυτά ή τις πράξεις αυτές, η αίτηση ακυρώσεως θα είναι απορριπτέα, κατά τη νέα δικάσιμο, ως απαράδεκτη. Ο Αντιπρόεδρος, όμως, Γ. Σταυρόπουλος και οι Σύμβουλοι Γ. Παναγιωτόπουλος, Αθ. Ράντος, Ν. Μαρκουλάκης, Δ. Μαρινάκης, Π. Κατσώνης και Κ. Βιολάρης υποστήριξαν ότι, κατά την έννοια της παραγράφου 9 του εν λόγω άρθρου 22, ο χωρισμός του αρχικού δικογράφου ως προς τους μη ομοδικούντες με τον προτασσόμενο σ` αυτό ή ως προς τις μη συναφείς προς την προτασσομένη σ` αυτό πράξεις, επέρχεται αυτοδικαίως από το νόμο και συνεπώς δεν απαιτείται περαιτέρω η κατάθεση αυτοτελούς δικογράφου, κατά χωρισμόν του αρχικού. Κατά την γνώμη δε της Συμβούλου Αικ. Σακελλαροπούλου, η ανωτέρω διάταξη, όπως έχει διατυπωθεί, είναι όλως ατελής, απόπειρα δε ερμηνείας της εγγίζει τα όρια του νομοπαρασκευαστικού έργου συνεπώς, κατά την γνώμη αυτή, η Διοικητική Ολομέλεια θα έπρεπε να απόσχει από την ερμηνεία αυτή, η οποία αναγκαίως θα γίνει κατά την πρώτη εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως από τους δικαστικούς σχηματισμούς.

Τέλος, σχετικά με την διάταξη του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 10 του εν λόγω άρθρου 22, η Ολομέλεια, λαμβάνοντας υπ` όψιν και το γεγονός ότι με τις προηγούμενες παραγράφους 8 και 9 του άρθρου τούτου εισάγονται ευμενείς για τους αιτούντες δικονομικές ρυθμίσεις, δέχθηκε ομοφώνως ότι ως “εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού διαφορές” καταλαμβανόμενες από τις εν λόγω ρυθμίσεις, νοούνται, πέραν των υποθέσεων που δεν έχουν συζητηθεί, και εκείνες οι οποίες, κατά την έναρξη ισχύος του Ν.3226/2004 (4.2.2004), έχουν συζητηθεί και δεν έχει εκδοθεί ακόμη οριστική απόφαση. Συνεπώς, η παράγραφος 10 του ως άνω άρθρου 22 καταλαμβάνει και υποθέσεις στις οποίες έχει εκδοθεί μη οριστική (παραπεμπτική ή άλλη προδικαστική) απόφαση.