123/2007 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ)
Μεταβολή των χρήσεων γης σε τμήμα του Δήμου Βούλας όπου ίσχυε ο κανόνας της αποκλειστικής χρήσης κατοικίας. Η διάταξη του άρθρου 13 παρ. 24 του Ν. 3212/2003 κρίνεται αντισυνταγματική, διότι μεταβάλλει επί το δυσμενέστερον, το καθεστώς χρήσεων του εξοχικού οικισμού, χωρίς να υπάρχει ειδική μελέτη που να δικαιολογεί τη ρύθμιση, σε σχέση με τη λειτουργικότητα του συγκεκριμένου οικισμού. Ακυρώνεται η άρνηση του Δήμου Βούλας να σφραγίσει κατάστημα. Παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με την υπ΄ αρ. 3720/2005 απόφαση ΣτΕ (Ε΄ Τμ.)
Αριθμός 123/2007
TO ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 5 Μαΐου 2006, με την εξής σύνθεση: Γ. Παναγιωτόπουλος, Πρόεδρος, Ν. Ντούβας, Ε. Γαλανού, Φ. Αρναούτογλου, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Ν. Σκλίας, Ν. Σακελλαρίου, Θ. Παπαευαγγέλου, Α. Συγγούνα, Ν. Ρόζος, Α. Ράντος, Ε. Δανδουλάκη, Ε. Σαρπ, Ν. Μαρκουλάκης, Δ. Μαρινάκης, Σ. Χαραλάμπους, Γ. Παπαγεωργίου, Α. Σακελλαροπούλου, Α. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρής, Μ. Κωνσταντινίδου, Γ. Σγουρόγλου, Α. Βώρος, Ε. Αναγνωστοπούλου, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρης, Γ. Τσιμέκας, Ι. Ζόμπολας, Σ. Μαρκάτης, Σύμβουλοι, Ο. Ζύγουρα, Β. Ραφτοττούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Β. Μανωλόπουλος.
Για να δικάσει την από 5 Φεβρουαρίου 2004 αίτηση: των: 1) .. , 2) .. , κατοίκων Βούλας Αττικής, οι οποίοι παρέστησαν με τη δικηγόρο Αικατερίνη Καπελούζου (A.M. 1312 Πειραιώς), που τη διόρισαν στο ακροατήριο και 3) .. , κατοίκου Βούλας Αττικής, ο οποίος παρέστη με την ίδια ως άνω δικηγόρο Αικατερίνη Καπελούζου, που την διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Δήμου Βούλας Αττικής, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Δημήτριο Γιατρό (A.M. 3940), που τον διόρισε με απόφαση της η Δημαρχιακή Επιτροπή,
και κατά των παρεμβαινουσών: 1) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “….”, που εδρεύει στην Αθήνα, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Χαράλαμπο Χρυσανθάκη (A.M. 11865), που τον διόρισε με πληρεξούσιο και 2) Εταιρείας με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στην Αθήνα, η οποία παρέστη με την δικηγόρο Γλυκερία Σιούτη (A.M. 8698), που την διόρισε με πληρεξούσιο.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ` αριθμ. 3720/2005 παραπεμπτικής αποφάσεως τού Ε` Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί το υπ` αριθμ. Τ.Τ 23626/03/24875/03/608/27.1.2004 έγγραφο του Τμήματος Πολεοδομίας της Διευθύνσεως Τεχνικών Υπηρεσιών και Πολεοδομίας του Δήμου Βούλας και κάθε άλλη συναφής πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από την Εισηγητή, Σύμβουλο Αικ. Σακελλαροπούλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια των αιτούντων, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τους πληρεξουσίους των παρεμβαινουσών εταιρειών και τον πληρεξούσιο του Δήμου, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψη της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ` αριθ. 294742, 1251528/2004 ειδικά έντυπα παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της αρνήσεως της Διοικήσεως να προβεί στη σφράγιση καταστήματος εμπορίας αυτοκινήτων της εταιρείας “..”, στεγαζομένου στο χώρο της πυλωτής πολυκατοικίας, ευρισκομένης στη διασταύρωση της Λεωφόρου Βουλιαγμένης και της Οδού …. του ρυμοτομικού σχεδίου Βούλας Αττικής, όπως η άρνηση αυτή εκδηλώθηκε με το υπ` αριθ. Τ.Τ 23626/03/24875/03/608/27.1.2004 έγγραφο του Τμήματος Πολεοδομίας της Διευθύνσεως Τεχνικών Υπηρεσιών και Πολεοδομίας του Δήμου Βούλας.
3. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως εισάγεται ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατ` άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος, κατόπιν της υπ` αριθ. 3720/2005 παραπεμπτικής αποφάσεως του Ε` Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενόψει της κρίσεως ως αντισυνταγματικής της διατάξεως του άρθρου 13 παρ. 24 του ν. 3212/2003.
4. Επειδή, οι αιτούντες, προβάλλοντες ότι στην ως άνω πολυκατοικία λειτουργούν χρήσεις διαφορετικές από εκείνες που προβλέπονται για την περιοχή, κατά τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις, ζήτησαν το πρώτον με την από 31.5.2001 αίτηση τους προς το Δήμο Βούλας τη σφράγιση, κατ` εφαρμογή του άρ. 22 του ν. 1650/1986 (Α` 161), του καταστήματος στο ισόγειο της οικοδομής, καθώς και των χρησιμοποιούμενων ως γραφείων λοιπών χώρων της ίδιας οικοδομής, προσέβαλαν δε με την από 26.7.2001 αίτηση ακυρώσεως την παράλειψη του Δήμου να προβεί στη σφράγιση αυτή. Μετά την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως εκείνης εκδόθηκε η υπ` αριθ. 1/9.10.2001 έκθεση αυτοψίας- απόφαση του Τμήματος Πολεοδομίας Βούλας, με την οποία διαπιστώθηκε το παράνομο της χρήσεως του ισογείου και διατάχθηκε η επ` αόριστον σφράγιση του καταστήματος. Επί της αιτήσεως αυτής ακυρώσεως το Συμβούλιο της Επικρατείας, με την υπ` αριθ. 2315/2002 απόφαση του, κήρυξε τη δίκη καταργημένη, κατά το μέρος που αφορούσε στο ισόγειο, δεδομένου του ότι η ως άνω έκθεση αυτοψίας διατήρησε την ισχύ της μετά την ακύρωση, με την υπ` αριθμ. 2314/2002 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, της από 8.1.2002 απόφασης της κατ` άρ. 2 παρ. 4 του π.δ/τος 267/1998 επιτροπής της Διευθύνσεως Τεχνικών Υπηρεσιών και Πολεοδομίας του Δήμου Βούλας, με την οποία είχε ακυρωθεί, κατόπιν ενστάσεως της εταιρείας “????”, η εν λόγω έκθεση αυτοψίας. Εν τω μεταξύ, μετά τη διοικητική αυτή ακύρωση της έκθεσης αυτοψίας και την συνεπεία αυτής, συνέχιση της χρήσεως του καταστήματος, οι αιτούντες είχαν υποβάλει την από 12.2.2002 αίτηση τους για τη σφράγιση του καταστήματος, άσκησαν δε την από 15.5.2002 αίτηση ακυρώσεως κατά της σχετικής παραλείψεως της Διοικήσεως. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ` αριθμ. 2204/2004 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία καταργήθηκε η δίκη διότι, όπως κρίθηκε, η ανωτέρω, διά της δικαστικής αποφάσεως, ακύρωση της διοικητικής ακυρώσεως της διαταγής σφραγίσεως είχε ως συνέπεια να αναβιώσει η τελευταία αυτή διαταγή, δυνάμει της οποίας το επίμαχο κατάστημα εξακολούθησε να τελεί νομικώς εν σφραγίσει. Παραλλήλως, οι αιτούντες είχαν υποβάλει την από 12.12.2003 αίτηση προς το Δήμο Βούλας για τη σφράγιση της συνεχιζόμενης παράνομης χρήσεως. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με την ήδη προσβαλλόμενη πράξη του Δήμου Βούλας, με την αιτιολογία ότι, ενόψει της παρ. 24 του άρθρου 13 του ν. 3212/2003 (Α` 308/31.12.2003), η επίμαχη χρήση επιτρέπεται και δεν τίθεται πλέον θέμα σφράγισης. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα η προσβαλλόμενη άρνηση του Δήμου Βούλας, αρμόδιου να προβεί στην επίμαχη σφράγιση, κατ` επίκληση νεώτερης νομοθετικής ρυθμίσεως, που μετέβαλε το καθεστώς χρήσεων στην περιοχή, είναι νέα αυτοτελής άρνηση εκτελεστή, προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως, απορριπτόμενων των περί του αντιθέτου προβαλλομένων με το υπόμνημα του Δήμου Βούλας.
5. Επειδή, οι αιτούντες, κάτοικοι Βούλας που διαμένουν σε οικίες γειτονικές με το επίδικο κτίριο, με έννομο συμφέρον ασκούν την κρινόμενη αίτηση, ισχυριζόμενοι ότι η επίμαχη χρήση δεν επιτρέπεται στην Βούλα που έχει ιδρυθεί ως οικισμός προοριζόμενος αποκλειστικά για κατοικία, στον οποίο οι λοιπές, πλην της κατοικίας, χρήσεις επιτρέπονται μόνο σε συγκεκριμένες θέσεις, και προβάλλοντες βλάβη της περιοχής από τη χρήση αυτή, δεδομένου, μάλιστα, ότι είχαν υποβάλει και τις προηγούμενες αιτήσεις ακυρώσεως, επί των οποίων εκδόθηκαν οι προναφερόμενες αποφάσεις του Δικαστηρίου. Εξάλλου, οι αιτούντες ομοδικούν παραδεκτώς, προβάλλοντες κοινούς λόγους ακυρώσεως που στηρίζονται στην αυτή πραγματική και νομική βάση. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση ασκείται παραδεκτώς.
6. Επειδή, με προφανές έννομο συμφέρον παρεμβαίνουν, με χωριστά δικόγραφα, η εταιρεία “…”, μισθώτρια του επίδικου ακινήτου και η Α.Ε. “…”, φερομένη ως κυρία του ανωτέρω ακινήτου.
7. Επειδή, στο άρθρο 24 του Συντάγματος (όπως αναθεωρήθηκε με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων), ορίζεται ότι : “1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξη του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων … 2. Η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης.
Οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις γίνονται κατά τους κανόνες της επιστήμης”. Με τις διατάξεις αυτές έχει αναχθεί σε συνταγματικά προστατευόμενη αξία το οικιστικό, φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, από το οποίο εξαρτάται η ποιότητα ζωής και η υγεία των κατοίκων των πόλεων και των οικισμών. Οι συνταγματικές αυτές διατάξεις απευθύνουν επιταγές στο νομοθέτη (κοινό ή κανονιστικό) να ρυθμίσει τη χωροταξική ανάπτυξη και πολεοδομική διαμόρφωση της χώρας με βάση ορθολογικό σχεδιασμό, υπαγορευόμενο από πολεοδομικά κριτήρια, σύμφωνα με τη φυσιογνωμία, τις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες κάθε περιοχής. Κριτήρια για τη χωροταξική αναδιάρθρωση και την πολεοδομική ανάπτυξη των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών είναι η εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας των οικισμών και η εξασφάλιση των καλυτέρων δυνατών όρων διαβιώσεως των κατοίκων (ΣτΕ Ολομ. 1528/2003). Κατ` ακολουθίαν τούτων, απαγορεύεται, καταρχήν, η λήψη μέτρων που επιφέρουν επιδείνωση των όρων διαβιώσεως και υποβάθμιση του υπάρχοντος φυσικού ή του διαγραφομένου από την ισχύουσα πολεοδομική νομοθεσία οικιστικού περιβάλλοντος. Επομένως, ο κοινός νομοθέτης μπορεί να τροποποιεί τις ισχύουσες πολεοδομικές ρυθμίσεις εφόσον η εισαγόμενη νέα ρύθμιση αποσκοπεί στη βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως των κατοίκων. Η τήρηση της συνταγματικής αυτής επιταγής υπόκειται στον οριακό έλεγχο του ακυρωτικού δικαστή, ο οποίος οφείλει, βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας, να σταθμίσει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κατά πόσο υποβαθμίζεται το περιβάλλον (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 1528/2003, 3478/2000, 6070/1996 κ.ά.). Ειδικότερα, κατά τον καθορισμό ή την τροποποίηση χρήσεων γης, οι οποίες αποτελούν ουσιώδες στοιχείο της κατά το άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος επιβαλλόμενης, κατά τα ανωτέρω, ορθολογικής χωροταξίας και πολεοδομίας και καθορίζουν την πολεοδομική φυσιογνωμία κάθε οικισμού, από την οποία, ενόψει και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, εξαρτάται η λειτουργικότητα του, πρέπει να αναζητείται ο πλέον πρόσφορος τρόπος θεραπείας των πολεοδομικών αναγκών, δυνάμει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων, συναπτομένων προς το σεβασμό του περιβάλλοντος, την ασφάλεια, υγιεινή και αισθητική, αλλά και τη λειτουργικότητα των πόλεων και οικισμών, την ικανότητα τους, δηλαδή, να επιτελούν την κύρια λειτουργία τους (οικισμός πρώτης κατοικίας, παραθεριστικός κ.λπ.), χωρίς να επιρρίπτουν σε άλλους οικισμούς τα βάρη που αυτή η λειτουργία συνεπάγεται. Τέλος, λόγοι αναγόμενοι στην υφιστάμενη πραγματική κατάσταση και στην εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων λαμβάνονται υπόψη μόνον επιβοηθητικώς.
8. Επειδή, περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διατύπωση της παρ. 2 του άρθρου 24 του Συντάγματος, η οποία συμπληρώνει τη βασική ρύθμιση περί χωροταξικής και πολεοδομικής οργανώσεως της Χώρας και ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι “οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις γίνονται κατά τους κανόνες της επιστήμης”, δεσμεύει όλα τα κρατικά όργανα, συμπεριλαμβανομένου του κοινού νομοθέτη.. Έχει δε την έννοια ότι, ειδικά κατά τη θέσπιση χωροταξικών και πολεοδομικών ρυθμίσεων, τόσο η Διοίκηση, όσο και ο κοινός νομοθέτης οφείλουν, προς επίτευξη του τασσομένου σκοπού της εξυπηρετήσεως της λειτουργικότητας και αναπτύξεως των οικισμών και της εξασφαλίσεως των καλυτέρων όρων διαβιώσεως, να λαμβάνουν υπόψη τα πορίσματα και τις εφαρμογές των επιστημών της χωροταξίας και της πολεοδομίας, αλλά και κάθε άλλης επιστήμης που αφορά στη συγκεκριμένη ρύθμιση. Επομένως, νομοθετική ρύθμιση με τέτοιο περιεχόμενο είναι συνταγματικώς επιτρεπτή, μόνον εφόσον έχει ψηφισθεί μετά από εκτίμηση ειδικής για την προτεινόμενη ρύθμιση επιστημονικής μελέτης.
9. Επειδή, εξάλλου, το από 23.2.1987 π.δ/γμα περί κατηγοριών και περιεχομένου χρήσεων γης (Δ` 166), καθορίζει στο άρθρο 1 τις κατηγορίες χρήσεων γης στις περιοχές των γενικών πολεοδομικών σχεδίων, αφενός σύμφωνα με τη γενική πολεοδομική τους λειτουργία (παρ. Α : αμιγής κατοικία, γενική κατοικία, πολεοδομικά κέντρα κ.λπ.). αφ` ετέρου σύμφωνα με την ειδική πολεοδομική τους λειτουργία (παρ. Β : κατοικία, ξενώνες, εμπορικά καταστήματα, γραφεία κ.λπ.). Στα επόμενα άρθρα καθορίζεται το περιεχόμενο των γενικών κατηγοριών χρήσεων, με την περιοριστική απαρίθμηση των χρήσεων γης κατά την ειδική πολεοδομική τους λειτουργία, που επιτρέπεται να αποτελέσουν περιεχόμενο των γενικών κατηγοριών. Με τις διατάξεις αυτές, ερμηνευόμενες ενόψει και της προαναφερόμενης συνταγματικής επιταγής για ορθολογικό χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό, καθιερώνεται το σύστημα της τυποποίησης των κατηγοριών χρήσεων γης. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, κατά τον πολεοδομικό σχεδιασμό δεν επιτρέπεται ανάμειξη χρήσεων γης, κατά τρόττο ώστε να νοθεύονται οι κατηγορίες που θεσπίζονται με το παραπάνω προεδρικό διάταγμα, αλλ` η Διοίκηση οφείλει να επιλέγει για κάθε περιοχή μία κατηγορία χρήσεων με το περιεχόμενο, το οποίο ορίζεται στις διατάξεις του διατάγματος αυτού, και με τη δυνατότητα να αποκλείει ορισμένες από τις επιτρεπόμενες χρήσεις, εφόσον δεν παραβλάπτεται η πολεοδομική λειτουργία της οικείας κατηγορίας.
10. Επειδή, εξάλλου, ενόψει της παραπάνω συνταγματικής επιταγής για την προστασία του περιβάλλοντος, εκδόθηκε ο ν. 1650/1986, με τον οποίο προβλέφθηκε, μεταξύ άλλων, η επιβολή κυρώσεων για την αποτροπή χρήσεων των ακινήτων διαφορετικών από εκείνες που προβλέπουν οι εκάστοτε ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις, με προφανή σκοπό την προστασία της λειτουργικότητας των οικισμών. Ειδικότερα στη διάταξη του άρθρου 22 του αυτού ν. 1650/1986, ορίζεται ότι: “Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, που εκδίδεται ύστερα από αιτιολογημένη έκθεση της αρμόδιας κεντρικής υπηρεσίας του Υπουργείου, μπορεί να ορίζονται, λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα τους, περιοχές της Χώρας, οικισμοί ή τμήματα οικισμών στα οποία, σε περίπτωση χρήσεως των ακινήτων διαφορετικών από εκείνες που προβλέπονται από τις ισχύουσες στην περιοχή πολεοδομικές διατάξεις, επιβάλλεται η σφράγιση τους μέχρι ένα χρόνο και σε περίπτωση υποτροπής οριστικά, πέραν από την επιβολή άλλων κυρώσεων που προβλέπουν οι εκάστοτε ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις.
Στις πιο πάνω περιοχές για κάθε χρήση ή αλλαγή χρήσεως ακινήτου απαιτείται η βεβαίωση της οικείας πολεοδομικής υπηρεσίας ότι η συγκεκριμένη χρήση είναι σύμφωνη με τις προβλεπόμενες από τις ισχύουσες για την περιοχή χρήσεις.
Η βεβαίωση αυτή είναι πέραν από τα τυχόν απαιτούμενα από άλλες διατάξεις σχετικά δικαιολογητικά” (παρ. 5), ότι : “Η σφράγιση επιβάλλεται με απόφαση της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας και εκτελείται με μέριμνα της οικείας αστυνομικής αρχής” (παρ. 6), ως και ότι : “Με απόφαση των Υπουργών Δημόσιας Τάξης και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, καθορίζονται ο τρόπος και η διαδικασία διαπίστωσης της παράβασης, ο τρόπος και η διαδικασία σφράγισης του κτίσματος,, η τυχόν υποβολή ενστάσεων κατά της απόφασης σφράγισης, η εκδίκαση τους, τα όργανα κρίσεως και κάθε σχετική λεπτομέρεια, (παρ. 8)”. Κατ` επίκληση της τελευταίας αυτής εξουσιοδοτικής διατάξεως εκδόθηκε η υπ` αριθ. 44242/2361/17.4-25.5.1989 κοινή απόφαση των Υπουργών Δημοσίας Τάξεως και ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. (Β` 380). Εξ άλλου, με το άρθρο 5 του ΓΟΚ 1985 (ν. 1577/1985, 210 Α`) ορίζεται ότι : “Δεν επιτρέπεται να μεταβάλλονται η σύμφωνα με την οικοδομική άδεια χρήση του κτιρίου ή μέρους αυτού …. εφόσον η μεταβολή αυτή θίγει τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις” (παρ. 1) και με το άρθρο 22 του αυτού ότι : “Κάθε αλλαγή της χρήσης κτιρίου ή τμήματος του κατά παράβαση του άρθρου 5 είναι αυθαίρετη. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται κατ` αναλογία οι διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 1337/1983, όπως ισχύει, μόνο για την επιβολή του προστίμου. Αν για την αλλαγή της χρήσης έχουν εκτελεστεί δομικές κατασκευές εκτός από την επιβολή προστίμου διατάσσεται και η κατεδάφιση τους” (παρ. 4). Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, σε συνδυασμό με ης ισχύουσες, κατά τον” κρίσιμο χρόνο, διατάξεις περί αυθαιρέτων (π.5. 267/1998, Α` 195), η διαπίστωση παράνομης μεταβολής χρήσεως κτιρίου ή τμήματος του, στην οποία, κατά πάσα περίπτωση, προβαίνει, ύστερα από` αυτοψία, η αρμόδια κατά τόπο πολεοδομική αρχή, συνεπάγεται αφενός μεν την σφράγιση του, αφετέρου δε το χαρακτηρισμό του ως αυθαίρετου και την εντεύθεν επιβολή των κυρώσεων της παρ. 4 του άρθρου 22 του ΓΟΚ 19S5. Περαιτέρω, -κατά τις αυτές διατάξεις, αν γνωστοποιηθή στην αρμόδια αρχή ότι έχει επέλθει παράνομη μεταβολή χρήσεως χώρων κτιρίου, η Διοίκηση οφείλει να επιληφθή κατά την προβλεπομένη από το νόμο διαδικασία και, αν διαπίστωση παράνομη χρήση, να επιβάλη τις ανωτέρω κυρώσεις. Τούτου έπεται, ότι η Διοίκηση παραλείπει νόμιμη οφειλόμενη ενέργεια, εάν αδρανήσει μετά την υποβολή σχετικής αιτήσεως, καθώς και αν, αφού χαρακτηρίσει κτίριο ή τμήμα του αυθαίρετο, δεν επιβάλει τη σφράγιση του για την παράνομη χρήση, αλλά περιορισθή στις υπόλοιπες κυρώσεις, δηλαδή εκείνες της παρ. 4 του άρθρου 22 του ΓΟΚ 1085.
11. Επειδή, οι οικισμός της Βούλας δημιουργήθηκε ως εξοχικός οικισμός με το από 15/17-9-1926 π.δ/γμα “Περί εγκρίσεως σχεδίου εξοχικού συνοικισμού Βούλας” (311 Α`) και, με την εξαίρεση ενός “εμπορικού” τμήματος το οποίο οριοθετήθηκε με ακρίβεια, απαγορεύθηκε ρητά στη λοιπή έκταση η χρήση των κτιρίων για πάσης φύσεως καταστήματα, επιτρεπομένης μόνον της χρήσεων αυτών ως κατοικίας. Ειδικότερα, στο άρθρο 1 του π.δ/τος αυτού ορίσθηκαν τα ακόλουθα : “1. Τα ελάχιστα όρια εμβαδού και διαστάσεων εκάστου οικοπέδου ορίζονται εν εκάστω τμήματι του Συνοικισμού ως ακολούθως : α` Εν τω Εμπορικά) Τμήματι … β` Εν τω εξοχικώ Τμήματι …. 2. Εφόσον το εμπορικόν Τμήμα δεν ορίζεται σαφώς εν τω σχετικώ τω παρόντι διαγράμματι, δύναται να καθορισθή λεπτομερώς και μεταγενεστέρως τη εγκρίσει του Υπουργείου της Συγκοινωνίας, της εκτάσεως αυτού μη δυναμένης να υπερβή εν πάση περιπτώσει το εικοστόν της όλης επιφανείας του Συνοικισμού. 3. Εξαιρέσει του κατά τα ανωτέρω εμπορικού Τμήματος, εις την λοιπήν έκτασιν του Συνοικισμού απαγορεύεται η χρήσις των κτιρίων διά πάσης φύσεως καταστήματα, επιτρεπομένης μόνον της χρήσεως αυτών διά κατοικίας. Εξαιρετικώς δύναται, προτάσει των επισπευδόντων την έγκρισιν του σχεδίου του Συνοικισμού, να επιτραπή υπό του Υπουργείου η ως καταστημάτων χρησιμοποίησις κτιρίων κειμένων και εκτός του εμπορικού τμήματος, εφόσον πρόκειται περί τοιούτων άτινα ως εκ της φύσεως των επιβάλλεται να ευρίσκωνται διεσπαρμένα καθ` άπαντα τον Συνοικισμόν (οίον Πρατήρια άρτου και εδωδίμων κ.λπ.). Απαγορεύεται εντελώς η εις την περιοχήν του Συνοικισμού ανέγερσις οιασδήποτε φύσεως Κλινικών και Νοσοκομείων”. Στη συνέχεια, με τα επόμενα άρθρα του π.δ/τος αυτού καθορίστηκαν οι λοιποί όροι δόμησης του συνοικισμού, οι οποίοι ¦ διαφοροποιούνται κατά βάση μεταξύ “εξοχικού” και “εμπορικού” τμήματος (βλ. άρθρο 2 για τη θέση των οικοδομών στο οικόπεδο, άρθρο 3 για το επιτρεπόμενο ποσοστό κάλυψης, άρθρο 6 για το ύψος των οικοδομών). Επακολούθησε η υπ` αριθ. 50192/8-11-1927 απόφαση του Υπουργού Συγκοινωνίας (94 Β), με την οποία εγκρίθηκε λεπτομερέστερο διάγραμμα, που αποτέλεσε το “σχέδιον εφαρμογής ρυμοτομίας του εξοχικού συνοικισμού Βούλας”, το από 4/ 13-4-1932 π.δ/γμα “περί τροποποιήσεως του από 15-9-1926 Δ. …” (114 Α), με το οποίο τροποποιήθηκε η παρ. 2 του από 15-9-1926 π.δ/τος και καθορίσθηκε συγκεκριμένος αριθμός οικοπέδων, που μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως εμπορικό τμήμα του οικισμού, και το από 5/7-6-1933 π.δ/μα “περί αναθεωρήσεως του σχεδίου οικισμού Βούλας” “(137 Α), με το οποίο εγκρίθηκε διάγραμμα αναθεωρήσεως του ως άνω σχεδίου. Οι παραπάνω απαγορεύσεις, ως προς τη χρήση των οικοδομών επαναλήφθηκαν και στο από 16-7/4-8-1834 π.δ/μα “περί εγκρίσεως του σχεδίου του συνοικισμού Συνεταιρισμού “Βούλας” (254 Α), με το οποίο ορίσθηκε ότι : “α`) ?? δ`) Απαγορεύεται η ανέγερσις των οικοδομών και η χρησιμοποίησις αυτών ως βιομηχανικών και βιοτεχνικών εγκαταστάσεων πάσης φύσεως ως και νοσοκομείων, ασύλων, κλινικών κ.λπ. Ανέγερσις καταστημάτων επιτρέπεται εις θέσεις ορισθησομένας εν τω σχεδίω του συνοικισμού κατά την κρίσιν του Υπουργείου της Συγκοινωνίας, ε`) Ο συνοικισμός χαρακτηρίζεται ως πόλις, εφαρμοζομένων ως προς τούτο των περί πόλεων διατάξεων του Γεν. Οικοδομικού Κανονισμού, στ`) …”. Το άρθρο 1 του από 15/17-9-1926 π.δ/τος, όπως είχε τροποποιηθεί στο μεταξύ με τα διατάγματα της 4-4-1923 και 5-6-1933, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του από 3/13-4-1940, β.δ/τος ως εξής : “1 … 2) Η χρησιμοποίησις των κτιρίων ως καταστημάτων επιτρέπεται μόνον επί δευτερευουσών οδών, οριζομένων προτάσει της οικείας Κοινότητος. Απαγορεύεται η εις την περιοχήν του συνοικισμού ανέγερσις κα λειτουργία οιασδήποτε φύσεως Κλινικών και Νοσοκομείων …. προς δε και εργοστασίων ή βιομηχανικών εν γένει εγκαταστάσεων ως και η χρησιμοποίησις των κτιρίων διά τοιούτους σκοπούς”, ενώ με το άρθρο 4 του ίδιου β.δ/τος ορίστηκε ότι “εκ των λοιπών διατάξεων του αυτού από 15 Σεπτεμβρίου 1926 Διατάγματος παραμένουσιν εν ισχύϊ αι διατάξεις του άρθρου 9, της πρώτης παραγράφου του άρθρου 14 και των άρθρων 15, 17, 18 και 19 καταργουμένων των λοιπών διατάξεων του αυτού Διατάγματος, εφαρμοζομένων δε εν τω συνοικισμώ, ως προς τους λοιπούς περιορισμούς, των ισχουσών γενικών διατάξεων”. Το ως άνω εδάφιο 2 του άρθρου 1 του από 3-4-1940 β.δ/τος αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με το dp9po μόνο του από 3/8-6-1952 β.δ/τος (158 Α), με το οποίο ορίσθηκε ότι η χρήση των κτιρίων ως καταστημάτων γενικώς απαγορεύεται και επιτρέπεται μόνο στις περιοχές του ρυμοτομικού σχεδίου Βούλας που είχαν καθορισθεί με το π.δ/μα της 5-6-1933 και την υπ` αριθ. 50192/8-11-1927 υπουργική απόφαση και ότι η χρήσις των κτιρίων για κλινικές ή νοσοκομεία – γενικώς απαγορεύεται, επιτρεπόμενη μόνη στην περιμετρική ζώνη του οικισμού. Με το β.δ/μα της 6/22-3-1962 (31 Δ) απαγορεύθηκε η χρησιμοποίηση των ανεγειρομένων οικοδομών επί της παραλιακής λεωφόρου, από του Ν. Φαλήρου μέχρι της Βουλιαγμένης, για κάθε άλλο σκοπό πλην κατοικιών, ξενοδοχείων, διδακτηρίων, κέντρων αναψυχής και πρατηρίων υγρών καυσίμων. Εξάλλου, κατά τις επιχειρούμενες τροποποιήσεις και επεκτάσεις του ρυμοτομικού σχεδίου Βούλας θεσπίστηκε, όταν το επέβαλε λειτουργική ανάγκη, εξαίρεση από την ως άνω γενικώς ισχύουσα απαγόρευση και χορηγήθηκε δυνατότητα λειτουργίας καταστημάτων, όπως συνέβη με το β.δ. της 24.10.1970 (266 Δ`) και το β.δ. της 27.1.1973 (44 Δ`). Τέλος, με το άρθρο 1 του από 12/20.12.1.985 π.δ/τος “Καθορισμός χρήσεων οικοδομών του ρυμοτομικού σχεδίου Βούλας (Αττικής)” (716 Δ`) επιτράπηκε η ανέγερση καταστημάτων στα οικόπεδα του ρυμοτομικού Σχεδίου Βούλας, που βρίσκονται σε συγκεκριμένα οικοδομικά τετράγωνα και οδούς. Στη συνέχεια, με την υπ` αριθ. 6431481/258/17.9 – 6.10.1993 απόφαση του Υφυπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. (Δ` 1276) εγκρίθηκε το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (Γ.Π.Σ.) του Δήμου Βούλας και καθορίσθηκαν σε όλη την έκταση του χρήσεις γης. Η απόφαση αυτή ακυρώθηκε, ύστερα από αίτηση ακυρώσεως κατοίκων της περιοχής, με την υπ` αριθ. 554/2000 του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία έγινε δεκτό, ότι ο οικισμός της Βούλας διατηρεί το χαρακτήρα του ως “εξοχικού” και τη σύμφωνη με τη λειτουργία του ως εξοχικού χρήση γης της κατοικίας, η οποία είναι διαφορετική από την κατά το άρθρο 2 του από 23.2/6.3.1987 π.δ/τος (Δ` 166) έννοια της αμιγούς κατοικίας, εφόσον επιτρέπει την ύπαρξη, εκτός των κατοικιών, μόνο ορισμένων κατηγοριών καταστημάτων που εξυπηρετούν τις καθημερινές ανάγκες των κατοίκων της περιοχής και μόνο σε ορισμένες θέσεις, ώστε ο οικισμός να δύναται να φέρει τα αντίστοιχα προς τη λειτουργία του ως εξοχικού βάρη και, περαιτέρω, ότι η προσβαλλόμενη πράξη έγκρΐσης Γ.Π.Σ., με τον καθορισμό ως χρήσεων γης σε τμήματα του οικισμού, της αμιγούς κατοικίας, της γενικής κατοικίας και του πολεοδομικού κέντρου, μετέβαλε εμμέσως τη λειτουργία του οικισμού ως εξοχικού, με συνέπεια την , επιδείνωση των όρων διαβιώσεως σε αυτόν, κατά παραβίαση της συνταγματικής επιταγής για τη διαφύλαξη της λειτουργικότητας των οικισμών. Ακολούθως, με το άρθρο 13 παρ. 24 του Ν. 3212/2003 “¶δεια δόμησης, πολεοδομικές και άλλες διατάξεις …” (308 Α`) ορίσθηκαν τα εξής:
“Στα νομίμως υφιστάμενα οικόπεδα του εγκεκριμένου σχεδίου του Δήμου Βούλας με τις διαστάσεις που έχουν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος καθορίζονται χρήσεις γης ως εξής : α) στα οικόπεδα που έχουν πρόσωπο επί της Λεωφόρου Βουλιαγμένης γενική κατοικία του άρθρου 3 του από 23.2.1987 Π.Δ. (166 Δ`), .με εξαίρεση τα επαγγελματικά εργαστήρια χαμηλής όχλησης και τις αποθήκες του άρθρου 5 του Ν. 296 5/2001, β) (…). Οι παραπάνω χρήσεις μπορούν να τροποποιούνται με τις οικείες πολεοδομικές μελέτες”. Η διάταξη αυτή ψηφίστηκε ύστερα από την τροπολογία υπ` αριθ. 182/11.12.2003, που κατατέθηκε στο σχετικό σχέδιο νόμου από δύο βουλευτές, συνοδευόμενη μόνο από σχετική αιτιολογική έκθεση, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα : “Η αρχική ένταξη στο σχέδιο πόλης του Δήμου Βούλας, έγινε με Β.Δ/γμα που δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. 311 Α73-4-1926. Με το Δ/γμα αυτό ο συνοικισμός εγκρίθηκε σαν “εξοχικός” και είχε καθορισθεί συγκεκριμένο ποσοστό σαν “εμπορικό τμήμα” που ανερχόταν στο 1/20 της όλης έκτασης του οικισμού, μόνον επί των δευτερεουσών οδών. Σήμερα τα πολεοδομικά δεδομένα έχουν διαφοροποιηθεί. Η περιοχή του Δήμου είναι περιοχή α` κατοικίας και για την αποφυγή άσκοπων μετακινήσεων αφενός, αλλά και για την “αυτάρκεια” του οικισμού, τουλάχιστον σε ελάχιστες εξυπηρετήσεις, θεωρούμε ότι θα πρέπει να επιτρέπονται χρήσεις πέραν της; κατοικίας σε περιοχές που εξυπηρετούν τον οικισμό και δεν “οχλούν” την κύρια χρήση της κατοικίας. Για την αποφυγή διασποράς χρήσεων στο οικιστικό περιβάλλον του Δήμου και αλλοίωσης του χαρακτήρα της περιοχής οι επί πλέον χρήσεις προτείνονται επί βασικών αξόνων της περιοχής”.
12. Επειδή, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων που ρύθμιζαν το πολεοδομικό καθεστώς στην περιοχή του Δήμου Βούλας πριν την επίμαχη ρύθμιση του ν. 3212/2003, προκύπτει ότι, εξαιρουμένων των χώρων που έχουν ειδικά καθορισθεί ως χώροι καταστημάτων, ή άλλων χρήσεων, στη λοιπή έκταση του Δήμου Βούλας δεν ήταν επιτρεπτή η ανέγερση οικοδομών και η χρησιμοποίηση τους για κάθε άλλη χρήση, πλην της κατοικίας, δεδομένου ότι, ναι μεν η περιλαμβανόμενη αρχικώς στην παρ. 3 του άρθρου 1 του από 15/17.9.1926, π.δ/τος ρητή πρόβλεψη ότι στον οικισμό, πλην της περιοχής του εμπορικού τμήματος του, επιτρέπεται η χρήση των κτιρίων μόνο για κατοικίες, δεν έχει επαναληφθεί στο από 3/13.4,1940 β.δ/γμα, με το οποίο αντικαταστάθηκε το προαναφερόμενο άρθρο 1, από το σύνολο όμως των διατάξεων των κανονιστικών πράξεων, με τις οποίες τροποποιήθηκε ή συμπληρώθηκε το πολεοδομικό καθεστώς του Δήμου Βούλας, προκύπτει ότι διατηρήθηκε ο χαρακτήρας του ως οικισμού με προορισμό αποκλειστικά την κατοικία. Ειδικότερα, ο χαρακτηρισμός αυτός δεν έχει αρθεί ούτε με την υπό στοιχ. ε` διάταξη του από 16.7/4.8.1934 π.δ/τος, κατά την οποία “ο συνοικισμός χαρακτηρίζεται ως πόλις, εφαρμοζομένων ως προς τούτο των περί πόλεων διατάξεων του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού”, διότι με τη διάταξη αυτή, κατά την έννοια της, που προκύπτει από την ερμηνεία της στο πλαίσιο του συνόλου των πολεοδομικών ρυθμίσεων που ίσχυαν κατά τη θέσπιση της για τον οικισμό της Βούλας, ο κανονιστικός νομοθέτης απέβλεψε στην αποσαφήνηση του ζητήματος ότι οι διατάξεις του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού (ΓΟΚ), που είχε θεσπιστεί το έτος 1929 με το από 3/22.4.1929 π.δ/γμα (Α` 155), μετά δηλαδή την έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου της Βούλας με το από 15/17.9.1926 π.δ/γμα, ισχύει και νια τον οικισμό αυτό, με την εξυπακουόμενη επιφύλαξη της ισχύος των ειδικών ρυθμίσεων που είχαν εισαχθεί για τον “εξοχικό” αυτό οικισμό, δεδομένου, άλλωστε, ότι και ο ανωτέρω ΓΟΚ (άρθρο 10 παρ. 3) ανεγνώριζε τη διάκριση μεταξύ εμπορικών και εξοχικών τμημάτων των πόλεων. Οι ανωτέρω ειδικές διατάξεις, τέλος, δεν καταργήθηκαν με το από 23.2/6.3.1987 π.δ/γμα (Δ` 166), που ρυθμίζει γενικά τις χρήσεις γης, όπως προδήλως υπέλαβε, άλλωστε, και ο νομοθέτης κατά την ψήφιση της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 13 παρ. 24 του ν. 3212/ 2003, με την οποία επιχειρεί να υπαγάγει τμήματα του ρυμοτομικού σχεδίου της Βούλας στις προβλεπόμενες από το προεδρικό αυτό διάταγμα κατηγορίες χρήσεων γης.
13. Επειδή, με το προαναφερόμενο άρθρο 13 παρ. 24 του ν. 3212/2003 επιχειρείται να εισαχθεί ρύθμιση των χρήσεων γης επί των οικοπέδων που έχουν πρόσωπο στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης. Όπως προκύπτει δε από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης της διάταξης, η ρύθμιση αυτή, με την οποία μάλιστα αυξάνονται οι επιτρεπόμενες χρήσεις γης σε τμήμα του Δήμου Βούλας, δεδομένου ότι και στο τμήμα αυτό ίσχυε ο κανόνας της αποκλειστικής χρήσης κατοικίας, σύμφωνα με όσα εκτίθενται σε προηγούμενες σκέψεις, και η οποία επομένως, συνεπάγεται καταρχήν, κατά τούτο, δυσμενή μεταβολή για το οικιστικό περιβάλλον της περιοχής, στηρίζεται μόνο στην αιτιολογική έκθεση, η οποία συνοδεύει τη σχετική τροπολογία και στην οποία γίνεται επίκληση της “αυτάρκειας” πλέον του οικισμού ως οικισμού πρώτης κατοικίας, χωρίς όμως να υπάρχει ειδική μελέτη που να τεκμηριώνει επαρκώς την επίδικη ρύθμιση, σε σχέση με την πολεοδομικής φύσεως, ανάγκη που τη δικαιολογεί και να αξιολογεί τα πραγματικά δεδομένα, σε σχέση με τη λειτουργικότητα του συγκεκριμένου οικισμού. Εξάλλου, η νόθευση της χρήσεως γης αποκλειστικής κατοικίας, με την προσθήκη άλλων κατηγοριών χρήσεων γης, όπως αυτή της γενικής κατοικίας, δεν δικαιολογείται από μόνη τη γειτνίαση προς περιοχές βεβαρημένων χρήσεων ή προς μεγάλους οδικούς άξονες, διότι, στην περίπτωση αυτή συντρέχει, επίσης, ανάγκη να εξετασθούν οι επιπτώσεις της μετατροπής αυτής στην ποιότητα ζωής και στη λειτουργικότητα του οικισμού, δεδομένου μάλιστα ότι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πρόβλεψη των νέων χρήσεων επιβαρύνει κατά κανόνα, ακόμη περισσότερο την όχληση των κατοίκων του οικισμού που προκαλείται από την κυκλοφορία στους άξονες αυτούς, πέραν του ότι χρήσεις, όπως η επίδικη (εκθέσεις αυτοκινήτων), δεν απευθύνονται στις ανάγκες των κατοίκων μόνο του συγκεκριμένου οικισμού. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η επίδικη αποσπασματική πολεοδομική ρύθμιση βρίσκεται σε αντίθεση προς το άρθρο 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ανωτέρω, διότι μεταβάλλει επί το δυσμενέστερον, το καθεστώς χρήσεων, χωρίς να στηρίζεται στην, κατά τα ανωτέρω, αναγκαία ειδική μελέτη. Η πλημμέλεια αυτή της επίμαχης νομοθετικής ρυθμίσεως δεν αναπληρώνεται από τη μελέτη και τις γνωμοδοτήσεις του Οργανισμού Ρυθμιστικού Αθήνας που προηγήθηκαν του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου (Γ.Π.Σ.) του 1993, διότι, εκτός του ότι το ΓΠΣ ακυρώθηκε κατά τα ανωτέρω, από το Συμβούλιο της Επικρατείας, έχει παρέλθει ικανό χρονικό διάστημα και, πάντως, η επίμαχη ρύθμιση είναι ασύνδετη και δεν ταυτίζεται προς την τότε εισαχθείσα συνολική ρύθμιση για το Δήμο Βούλας. Κατά την ειδικότερη δε γνώμη των Συμβούλων Ν. Ντούβα και Φ. Αρναούτογλου, η επίμαχη πολεοδομική ρύθμιση παραβιάζει τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος εκ μόνου του γεγονότος ότι οδηγεί σε επιδείνωση των συνθηκών διαβιώσεως των κατοίκων της περιοχής. Εξάλλου, κατά τη γνώμη των Συμβούλων Γ. Σγουρόγλου και Σπ. Μαρκάτη, η πλημμέλεια της επίδικης νομοθετικής ρυθμίσεως έγκειται στο γεγονός ότι δεν προηγήθηκε αυτής η εκπόνηση της αναγκαίας, κατά τα ανωτέρω, επιστημονικής μελέτης.
14. Επειδή,” κατόπιν τούτων, η προσβαλλόμενη άρνηση του Δήμου Βούλας να προβεί στην επίμαχη σφράγιση, κατ` επίκληση της κριθείσης, κατά τα ανωτέρω, ως αντισυνταγματικής διατάξεως της παρ. 24 του άρθρου 13 του ν. 3212/2003, δεν αιτιολογείται νομίμως και πρέπει να ακυρωθεί για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, παρελκούσης, ως αλυσιτελούς της εξετάσεως των λοιπών προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, να απορριφθούν οι παρεμβάσεις και η υπόθεση να αναπεμφθεί στο Δήμο Βούλας, προκειμένου να προβεί στην ως άνω νόμιμη ενέργεια.
Διά ταύτα
Δέχεται την αίτηση.
Ακυρώνει την εκδηλωθείσα με το υπ` αριθ. Τ.Τ.23626/03/24875/03/608/ 27.1.2004 έγγραφο του Τμήματος Πολεοδομίας της Διευθύνσεως Τεχνικών Υπηρεσιών και Πολεοδομίας άρνηση του Δήμου Βούλας να προβεί στη σφράγιση του καταστήματος της παρεμβαινούσης, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Απορρίπτει τις ασκηθείσες παρεμβάσεις.
Αναπέμπει την υπόθεση στο Δήμο Βούλας, προκειμένου να προβεί στην, κατά τα ανωτέρω, οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια.