Με την 1659/2009 απόφαση της Ολομελείας κρίθηκε ότι μετά τη λήξη ισχύος της προσβαλλομένης πράξεως η δίκη ούτε κηρύσσεται αυτοδικαίως κατηργημένη, ούτε παύει ο ακυρωτικός έλεγχος της πράξεως, παρά μόνον εάν οι αιτούντες δεν προβάλλουν και δεν αποδείξουν τη συνδρομή ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος που να δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης, δηλαδή τη δημιουργία βλαπτικών γι’ αυτούς διοικητικής φύσεως συνεπειών κατά τη διάρκεια ισχύος της πράξεως, οι οποίες και διατηρούνται μετά τη λήξη ισχύος της. Το γεγονός ότι ενώ η προσβαλλόμενη πράξη είχε από την έκδοσή της περιορισμένη χρονική ισχύ και η κατ’ αυτής στρεφομένη αίτηση ακυρώσεως εισήχθη προς συζήτηση καθ’ όν χρόνον εξακολουθούσε αυτή να ισχύει, η συζήτηση της αιτήσεως αναβλήθηκε κατόπιν αιτήματος διαδίκου σε συναφή υπόθεση, στην αποδοχή του οποίου αντιτάχθηκαν ρητώς τόσο οι αιτούντες, όσο και η διάδικος διοικητική αρχή, δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη συνέχιση της δίκης, παρά την έλλειψη βλαπτικών για τους αιτούντες εννόμων συνεπειών. Η κατάργηση της δίκης υπό τις συνθήκες αυτές δεν συνεπάγεται στέρηση των αιτούντων από το κατοχυρωμένο δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε είναι αντίθετη προς το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ.
1659/2009 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αίτηση ακυρώσεως και κατάργηση της δίκης λόγω λήξης της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης. Πότε η δίκη δεν καταργείται. Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα έκρινε νόμιμη τη λειτουργία, για ορισμένο χρονικό διάστημα, συστήματος κλειστού κυκλώματος τηλεοράσεως (CCTV), το οποίο εντάσσεται στο πλαίσιο του συστήματος C4I, που δημιουργήθηκε για τις ανάγκες της ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας και το οποίο αποτελείται από 293 εικονολήπτες (δηλαδή μηχανήματα λήψεως εικόνας και ήχου), τοποθετημένους στο οδικό δίκτυο της Αττικής. Με την προσβαλλόμενη απόφαση της Αρχής έγινε δεκτό το αίτημα της Ελληνικής Αστυνομίας για παράταση της λειτουργίας του συστήματος για ορισμένο χρόνο για το σκοπό της διαχειρίσεως της κυκλοφορίας οχημάτων, με ορισμένες προϋποθέσεις. Παύση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξεως δεν συνεπάγεται πάντοτε την κήρυξη της δίκης κατηργημένης. Αν η πράξη δεν ανατρέπεται εξ υπαρχής, αλλά παύει να ισχύει για το μέλλον, οι τυχόν βλαπτικές για τον αιτούντα διοικητικής φύσεως συνέπειες, που δημιουργήθηκαν κατά την διάρκεια της ισχύος της και διατηρούνται και μετά την λήξη της ισχύος της, συνιστούν λόγο συνεχίσεως της δίκης, εάν ο αιτών τις επικαλεσθεί και τις αποδείξει. Το έννομο συμφέρον του αιτούντος για την συνέχιση της δίκης είναι προσωπικό και το Δικαστήριο, χωρίς την επίκληση των δυσμενών αυτών συνεπειών, δεν μπορεί να προβεί αυτεπαγγέλτως στην συνέχιση της δίκης. Η προσβαλλόμενη πράξη έχει περιορισμένη χρονική ισχύ. Δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι εκδόθηκε μεταγενεστέρως άλλη απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, με την οποία εγκρίθηκε η παράταση της λειτουργίας του επιδίκου συστήματος έως τις 24.5.2007, αφού με αυτή δεν παρατάθηκε απλώς ο χρόνος ισχύος της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά επετράπη για ένα ακόμη έτος η λειτουργία του επιδίκου συστήματος μετά από νέα κατ` ουσίαν έρευνα της υποθέσεως. Αντίθετη μειοψηφία. Μετά την λήξη ισχύος της προσβαλλομένης πράξεως, η δίκη ούτε κηρύσσεται αυτοδικαίως κατηργημένη, ούτε παύει ο ακυρωτικός έλεγχος της πράξεως αυτής, παρά μόνον εάν οι αιτούντες δεν προβάλλουν και δεν αποδείξουν την συνδρομή ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος που να δικαιολογεί την συνέχιση της δίκης, με την δημιουργία βλαπτικών γι` αυτούς διοικητικής φύσεως συνεπειών κατά την διάρκεια ισχύος της προσβαλλομένης πράξεως, οι οποίες διατηρούνται και μετά την λήξη ισχύος της. Το γεγονός ότι, ενώ η προσβαλλόμενη πράξη είχε από την έκδοσή της περιορισμένη χρονική ισχύ και η κατ` αυτής στρεφομένη αίτηση ακυρώσεως εισήχθη προς συζήτηση καθ` ον χρόνο εξακολουθούσε αυτή να ισχύει, η συζήτηση της εν λόγω αιτήσεως αναβλήθηκε κατόπιν αιτήματος διαδίκου σε συναφή υπόθεση, στην αποδοχή του οποίου αντιτάχθηκαν οι διάδικοι, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την συνέχιση της δίκης, παρά την έλλειψη βλαπτικών για τους αιτούντες εννόμων συνεπειών. Η διάταξη του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989 είναι συμβατή με τα άρθρα 20 παρ. 1 και 95 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Αβάσιμοι οι ισχυρισμοί των αιτούντων ότι η εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση της διατάξεως του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989 οδηγεί στην ακύρωση του συνταγματικού δικαιώματος αυτών να τύχουν δικαστικής προστασίας. Λόγο δικαιολογούντα την συνέχιση της δίκης, δεν συνιστά η τυχόν σπουδαιότητα των νομικών ζητημάτων, που ανακύπτουν στην προκειμένη υπόθεση και έχουν σχέση με την προστασία ατομικών δικαιωμάτων, εφόσον η σχετική πράξη δεν ισχύει πλέον. Δεν δικαιολογεί την συνέχιση της δίκης το γεγονός ότι με την παράγραφο 1 του άρθρου 8 του ν. 3625/2007, ο οποίος δημοσιεύθηκε μετά την αρχική συζήτηση της υποθέσεως και πριν από την ανασυζήτησή της, ρυθμίσθηκαν ζητήματα σχετικά με την χρησιμοποίηση του επιδίκου συστήματος, αφού η ισχύς της προσβαλλομένης πράξεως έληξε, λόγω παρόδου του χρονικού διαστήματος, για το οποίο είχε εκδοθεί και όχι λόγω των ρυθμίσεων του ν. 3625/2007. Αντίθετη μειοψηφία. Οι αιτούντες δεν ισχυρίζονται ότι από την προσβαλλόμενη πράξη, κατά το διάστημα που αυτή διατηρήθηκε σε ισχύ, δημιουργήθηκαν δυσμενείς γι` αυτούς έννομες συνέπειες, οι οποίες διατηρούνται και μετά την παύση ισχύος της προσβαλλομένης πράξεως και δεν δύνανται να αρθούν παρά μόνο με την ακύρωσή της. Άλλωστε η λειτουργία του συστήματος και μετά την λήξη ισχύος της πράξεως που την επιτρέπει δεν αποτελεί διοικητικής φύσεως συνέπεια που απορρέει από την πράξη αυτή. Κηρύσσεται η δίκη κατηργημένη.
Αριθμός 1659/2009
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Ιανουαρίου 2008, με την εξής σύνθεση: Γ. Παναγιωτόπουλος, Πρόεδρος, Φ. Αρναούτογλου, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Ν. Σακελλαρίου, Αικ. Συγγούνα, Ν. Ρόζος, Αν. Γκότσης, Αθ. Ράντος, Ε. Σαρπ, Χ. Ράμμος, Ν. Μαρκουλάκης, Στ. Χαραλάμπους, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνης, Αικ. Σακελλαροπούλου, Δ. Αλεξανδρής, Α.-Γ. Βώρος, Γ. Ποταμιάς, Ι. Γράβαρης, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Ι. Ζόμπολας, Σ. Μαρκάτης, Δ. Γρατσίας, Β. Γρατσίας, Α. Ντέμσιας, Σ. Παραμυθιώτης, Φ. Ντζίμας, Σ. Χρυσικοπούλου, Ηρ. Τσακόπουλος, Β. Καλαντζή, Σύμβουλοι, Α. Σταθάκης, Β. Ανδρουλάκης, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Β. Μανωλόπουλος.
Για να δικάσει την από 14 Νοεμβρίου 2005 αίτηση:
Των: 1) έως και 42) .
κατά ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
Με την αίτηση αυτή ο επιδιώκει να 58/2005 / ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου / Παρέδρου Σαρπ Εβελυν-Μικέλα-Μαίρη Γ..
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την κρινόμενη αίτηση έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1908394, 2526823/2005 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλλου προκύπτουν τα εξής : Για την εξυπηρέτηση των αναγκών της κυκλοφορίας, καθώς και την εξασφάλιση της προστασίας των προσώπων κατά την διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004, με την υπ` αριθ. 28/6.4.2004 (Α.Π. 952/3.5.2004) απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα κρίθηκε νόμιμη η λειτουργία, για το χρονικό διάστημα από 1.7.2004 έως 4.10.2004, συστήματος κλειστού κυκλώματος τηλεοράσεως (CCTV), το οποίο εντάσσεται στο πλαίσιο του συστήματος C4I (που δημιουργήθηκε για τις ανάγκες της ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας) και το οποίο αποτελείται από 293 εικονολήπτες (δηλαδή μηχανήματα λήψεως εικόνας και ήχου), τοποθετημένους στο οδικό δίκτυο της Αττικής. Το σύστημα αυτό, το οποίο παρέλαβε το Δημόσιο από τον προμηθευτή προς χρήση μόνον, λειτούργησε κατά την διάρκεια των Ολυμπιακών και των Παραολυμπιακών Αγώνων έως τις 4.10.2004 για τον προαναφερθέντα σκοπό (δηλαδή την εξυπηρέτηση των αναγκών της κυκλοφορίας και την προστασία προσώπων). Η Αρχή, με την υπ` αριθ. 63/18.11.2004 (Α.Π. 2724/24.11.2004) απόφασή της, επέτρεψε την παράταση της λειτουργίας του ανωτέρω κυκλώματος, καθώς και 49 εικονοληπτών της Ελληνικής Αστυνομίας, που προϋπήρχαν της εγκαταστάσεως του συστήματος C4I, για χρονικό διάστημα έξι ακόμη μηνών και, συγκεκριμένα, από 25.11.2004 έως 24.5.2005, προς τον σκοπό και μόνον της διαχειρίσεως της κυκλοφορίας των οχημάτων, απαγόρευσε δε την χρήση του και την αξιοποίηση των δεδομένων που συλλαμβάνονται μέσω του ανωτέρω κυκλώματος για οποιονδήποτε άλλον λόγο. Με το υπ` αριθ. πρωτ. 2004-1/17/32- ρια/23.5.2005 έγγραφο του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας ζητήθηκε αφενός μεν η ανανέωση, για ένα έτος (δηλαδή από 25.5.2005 έως 24.5.2006), της εγκρίσεως λειτουργίας του ανωτέρω συστήματος κλειστού κυκλώματος τηλεοράσεως και των προϋπαρχόντων αυτού 49 εικονοληπτών για την διαχείριση της κυκλοφορίας, αφετέρου δε η επέκταση της χρησιμοποιήσεως του εν λόγω συστήματος για την προστασία προσώπων και αγαθών, καθώς και η άρση ορισμένων από τους περιορισμούς που είχαν τεθεί με την προαναφερθείσα, υπ` αριθ. 63/24.11.2004, απόφαση της Αρχής. Με την υπ` αριθ. 58/2.8.2005 (Α.Π. 3092/12.8.2005) απόφαση της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων έγινε εν μέρει δεκτή η υποβληθείσα με το ανωτέρω έγγραφο του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας αίτηση. Ειδικότερα, με την τελευταία αυτή απόφαση απερρίφθη το αίτημα να επεκταθεί η χρησιμοποίηση του ανωτέρω συστήματος κλειστού κυκλώματος τηλεοράσεως και για την προστασία προσώπων και αγαθών, ενώ επετράπη η παράταση της λειτουργίας του εν λόγω συστήματος (ήτοι των αναφερθέντων 293 μηχανημάτων λήψεως εικόνας και ήχου του συστήματος C4I και των 49 εικονοληπτών που προϋπήρχαν της εγκαταστάσεως του συστήματος τούτου) μέχρι τις 24.5.2006 για το σκοπό της διαχειρίσεως της κυκλοφορίας οχημάτων, με τις ακόλουθες προϋποθέσεις : α) Απαγόρευση της χρήσεως του συστήματος και της αξιοποιήσεως των συλλεγόμενων δεδομένων για οποιονδήποτε άλλο λόγο εκτός από τη διαπίστωση παραβάσεων κατά την νόμιμη και σύμφωνη με τους όρους της εν λόγω αποφάσεως λειτουργίας του. β) Λειτουργία μόνον εκείνων των εικονοληπτών, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε οδικούς άξονες μεγάλης κυκλοφορίας, για τη διαχείριση της οποίας είναι απαραίτητη η χρήση τους.
Απαγόρευση της λειτουργίας των εικονοληπτών που είναι εγκατεστημένοι σε δρόμους περιορισμένης κυκλοφορίας, σε πλατείες, πάρκα, πεζοδρόμους και χώρους συναθροίσεως πολιτών (π.χ. εισόδους θεάτρων) και υποχρέωση αφαιρέσεως των ήδη εγκατεστημένων σε τέτοιες θέσεις εικονοληπτών, 32 από τους οποίους προσδιορίσθηκαν συγκεκριμένα με αναφορά στον αριθμό που φέρουν στο υποβληθέν από τον υπεύθυνο επεξεργασίας του συστήματος χωροδιάγραμμα (133, 138, 149, 150, 151, 152, 158, 159, 161, 162, 163, 165, 170, 173, 176, 177, 178, 180, 181, 183, 186, 188, 189, 227, 231, 232, 233, 236, 274, 275, 283, 285). γ) Λειτουργία των εικονοληπτών κατά τρόπο, ώστε να μην είναι δυνατή η λήψη και η καταγραφή εικόνων της εισόδου ή του εσωτερικού κατοικιών. Ρύθμιση τέτοια, ώστε οι εικονολήπτες να είναι σταθεροί ή να επιτρέπεται η προβολή ορισμένων περιοχών μέσω κατάλληλων περιορισμών της οπτικής γωνίας, κλίσης και ζουμ. δ) Απαγόρευση της λήψεως και καταγραφής ήχου και απομάκρυνση μικροφώνων από τους στύλους όπου έχουν τοποθετηθεί. ε) Απαγόρευση λειτουργίας εικονοληπτών που είναι εγκατεστημένοι σε διασταυρώσεις ή οδικούς άξονες, όταν σε αυτούς έχει διακοπεί η κυκλοφορία των οχημάτων, όπως π.χ. κατά την διάρκεια εκδηλώσεων, διαδηλώσεων, κ.λπ.. στ) Παρακολούθηση και έλεγχος του συστήματος μόνον από τον Θάλαμο Επιχειρήσεων Παρακολούθησης και Ελέγχου Κυκλοφορίας της Διευθύνσεως Τροχαίας, όπου θα τηρείται η βάση δεδομένων και ο εξοπλισμός, που υποστηρίζει την επεξεργασία των δεδομένων, καθώς και απαγόρευση προσβάσεως στο σύστημα ή διαθέσεώς του σε οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία εκτός από την Διεύθυνση Τροχαίας. ζ) Απαγόρευση διαβιβάσεως δεδομένων σε τρίτους. η) Τήρηση των δεδομένων το πολύ για επτά ημέρες, μετά την παρέλευση των οποίων πρέπει να διαγράφονται. θ) Τήρηση μέτρων ασφαλείας του συστήματος επεξεργασίας και αποθηκεύσεως δεδομένων. ι) Προειδοποίηση των εισερχομένων στην εμβέλεια των εικονοληπτών με τρόπο πρόσφορο και σαφή (επαρκής αριθμός ευδιάκριτων πινακίδων σε εμφανή σημεία) ότι βιντεοσκοπούνται, καθώς και ενημέρωσή τους για το σκοπό της βιντεοσκοπήσεως. Στην συνέχεια, με το υπ` αριθ. πρωτ. 7001/2/358-μστ/24.5.2006 έγγραφο του Αναπληρωτή Διευθυντή της Γενικής Αστυνομικής Διευθύνσεως Αττικής της Ελληνικής Αστυνομίας ζητήθηκε η ανανέωση της εγκρίσεως λειτουργίας του ανωτέρω συστήματος κλειστού κυκλώματος τηλεοράσεως και των προϋπαρχόντων και συνδεδεμένων με αυτό 49 εικονοληπτών για την διαχείριση της κυκλοφορίας για δύο ακόμη έτη. Με την υπ` αριθ. 39/6.7.2006 (Α.Π. 169/7.7.2006) απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα εγκρίθηκε η παράταση της λειτουργίας του συστήματος, για τον σκοπό της διαχειρίσεως της κυκλοφορίας, έως τις 24.5.2007, υπό τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που αναφέρονται στην προγενέστερη, υπ` αριθ. 58/2005, απόφαση της Αρχής, αφού ελήφθη υπόψη η μη ουσιώδης μεταβολή των λόγων, στους οποίους είχε βασισθεί η εν λόγω απόφαση.
3. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκείται από την ένωση προσώπων «……………..» και 41 φυσικά πρόσωπα, τα οποία φέρονται ως μέλη ή υποστηρικτές της ενώσεως αυτής, ζητείται η ακύρωση της προαναφερθείσης, υπ` αριθ. 58/2.8.2005, αποφάσεως της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, κατά το μέρος αυτής με το οποίο έγινε δεκτό το αίτημα της Ελληνικής Αστυνομίας για την χρησιμοποίηση του επιμάχου συστήματος κλειστού κυκλώματος τηλεοράσεως και των προϋπαρχόντων και συνδεδεμένων με αυτό 49 εικονοληπτών για τον σκοπό της διαχειρίσεως της κυκλοφορίας οχημάτων.
4. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως συζητήθηκε ενώπιον της Ολομελείας του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 12.1.2007. Πριν περατωθεί, όμως, η διάσκεψη επί της υποθέσεως, απεβίωσε στις 8 Νοεμβρίου 2007 ο Σύμβουλος της Επικρατείας Ν. Ντούβας, ο οποίος μετείχε στη σύνθεση του Δικαστηρίου. Για το λόγο αυτό, η κρινόμενη αίτηση εισάγεται προς ανασυζήτηση, με βάση την από 22.11.2007 πράξη του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας και σύμφωνα με το άρθρο 307 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εφαρμοστέο αναλόγως, κατά το άρθρο 40 του π.δ/τος 18/1989 (ΦΕΚ Α΄ 8), στις δίκες ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ελλείψει διατάξεων που να ρυθμίζουν το σχετικό ζήτημα στην διέπουσα το εν λόγω Δικαστήριο νομοθεσία.
5. Επειδή, στην δίκη παρεμβαίνει υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης πράξεως, με το από 2.1.2007 δικόγραφο, το Ελληνικό Δημόσιο, εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Δημοσίας Τάξεως. Νομίμως δε παρέστη κατά την συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως εκπροσωπών το παρεμβαίνον Δημόσιο, ο Υπουργός Εσωτερικών, εφ΄ όσον η συζήτηση αυτή έλαβε χώρα μετά την με το άρθρο 1 του π.δ/τος 205/2007 (ΦΕΚ Α΄ 231/19.9.2007) συγχώνευση του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως στο Υπουργείο Εσωτερικών.
6. Επειδή, με προφορική δήλωση των παραστάντων κατά την επ` ακροατηρίου συζήτηση πληρεξουσίων δικηγόρων των αιτούντων παραιτήθηκε από το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως ο έβδομος αιτών …. ………. . Συνεπώς, ως προς αυτόν πρέπει να κηρυχθεί κατηργημένη η ανοιγείσα με την εν λόγω αίτηση δίκη κατά το άρθρο 30 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989.
7. Επειδή, από τους λοιπούς αιτούντες οι …………… δεν νομιμοποίησαν κατά οποιονδήποτε από τους προβλεπομένους στο άρθρο 27 του π.δ/τος 18/1989 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του ν. 2479/1997, ΦΕΚ Α΄ 67) τρόπους τους δικηγόρους που υπογράφουν ως πληρεξούσιοι το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως. Συνεπώς, ως προς αυτούς, η αίτηση πρέπει, κατά την ως άνω διάταξη, να απορριφθεί, ως απαράδεκτη.
Κατόπιν τούτου, πρέπει να γίνει δεκτή η ασκηθείσα παρέμβαση, ως προς τους ανωτέρω αιτούντες.
8. Επειδή, το άρθρο 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989 ορίζει ότι «Καταργείται …… η δίκη αν μετά την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως και έως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης η προσβαλλόμενη πράξη έπαυσε για οποιοδήποτε λόγο να ισχύει, εκτός αν ο αιτών επικαλείται ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης. …». Με την ανωτέρω διάταξη καθιερώνεται, για την αποτροπή της διεξαγωγής ασκόπων δικών, ο δικονομικός κανόνας της κηρύξεως της δίκης κατηργημένης στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες, έως την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, έχει παύσει να ισχύει η προσβληθείσα με την αίτηση ακυρώσεως πράξη. Κατά την διάταξη, όμως, αυτή η παύση της ισχύος της πράξεως δεν συνεπάγεται πάντοτε την κήρυξη της δίκης κατηργημένης. Εφ΄ όσον όμως η πράξη δεν ανατρέπεται εξ υπαρχής, αλλά παύει να ισχύει για το μέλλον, οι τυχόν βλαπτικές για τον αιτούντα διοικητικής φύσεως συνέπειες, που δημιουργήθηκαν κατά την διάρκεια της ισχύος της και διατηρούνται και μετά την λήξη της ισχύος της, συνιστούν λόγο συνεχίσεως της δίκης, εάν ο αιτών τις επικαλεσθεί και τις αποδείξει, προκειμένου να επιτύχει δια της ακυρώσεως της πράξεως την άρση των εν λόγω συνεπειών. Στην περίπτωση αυτή το έννομο συμφέρον του αιτούντος για την συνέχιση της δίκης είναι προσωπικό και, επομένως, το Δικαστήριο, χωρίς την επίκληση των δυσμενών αυτών συνεπειών, δεν μπορεί να προβεί αυτεπαγγέλτως στην συνέχιση της δίκης.
9. Επειδή, η προσβαλλόμενη πράξη έχει περιορισμένη χρονική ισχύ, ως προς το πληττόμενο με την κρινόμενη αίτηση μέρος της, εφόσον με αυτήν επετράπη η λειτουργία του επιδίκου συστήματος κλειστού κυκλώματος τηλεοράσεως και των προϋπαρχόντων και συνδεδεμένων με αυτό 49 εικονοληπτών για την διαχείριση της κυκλοφορίας των οχημάτων έως τις 24.5.2006. Ενόψει της ημερομηνίας αυτής, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω εάν η ανοιγείσα με την κρινόμενη αίτηση δίκη εξακολουθεί να έχει αντικείμενο, δεν ασκεί δε επιρροή το γεγονός ότι εκδόθηκε μεταγενεστέρως η υπ` αριθ. 39/6.7.2006 (ΑΠ 169/7.7.2006) απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, με την οποία εγκρίθηκε η παράταση της λειτουργίας του επιδίκου συστήματος έως τις 24.5.2007, υπό τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που αναφέρονται στην ήδη προσβαλλόμενη απόφαση της Αρχής. Τούτο δε διότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με την νεώτερη αυτή πράξη δεν παρατάθηκε απλώς ο χρόνος ισχύος της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά επετράπη για ένα ακόμη έτος η λειτουργία του επιδίκου συστήματος μετά από νέα κατ` ουσίαν έρευνα της υποθέσεως, στα πλαίσια της οποίας διενεργήθηκε στις 12.5.2006, 24.5.2006 και 29.6.2006 έλεγχος από ελεγκτές της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα στον Θάλαμο Επιχειρήσεων Παρακολούθησης και Ελέγχου Κυκλοφορίας της Διευθύνσεως Τροχαίας Αττικής και στις λοιπές εγκαταστάσεις της Ελληνικής Αστυνομίας επί της Λεωφόρου Αλεξάνδρας 173 (κτίριο Γενικής Αστυνομικής Διευθύνσεως Αττικής), για να διαπιστωθεί αν, κατά την λειτουργία του συστήματος, τηρούνται οι όροι, υπό τους οποίους επετράπη με την προσβαλλόμενη απόφαση η λειτουργία του. Κατά την γνώμη, όμως, των Συμβούλων Γ. Παπαμεντζελόπουλου, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Ν. Σακελλαρίου, Αικ. Συγγούνα, Ν. Ρόζου, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνη, Αικ. Σακελλαροπούλου, Ε. Αντωνόπουλου, Σ. Μαρκάτη, Α. Ντέμσια, Σ. Παραμυθιώτη, Σ. Χρυσικοπούλου και Ηρ. Τσακόπουλου, προς την οποία ετάχθη και ο Πάρεδρος Β. Ανδρουλάκης, η ισχύς της προσβαλλομένης με την κρινόμενη αίτηση πράξεως δεν έληξε, κατά το πληττόμενο μέρος της, στις 24.5.2006, εφόσον παρατάθηκε έως τις 24.5.2007 με την μεταγενέστερη, υπ` αριθ. 39/6.7.2006 (ΑΠ 169/7.7.2006), απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η οποία αποτελεί ενιαία πράξη με την ήδη προσβαλλόμενη. Ενόψει δε του χρόνου λήξεως της ενιαίας αυτής πράξεως (24.5.2007) πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω το ζήτημα αν η κρινόμενη αίτηση εξακολουθεί να έχει αντικείμενο.
10. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως δηλώθηκε προς συζήτηση κατά την δικάσιμο της 5.5.2006. Κατά την αυτή δικάσιμο δηλώθηκε ομοίως προς συζήτηση η αίτηση ακυρώσεως (με αριθ. πρωτ. 6467/2005), που είχε ασκήσει το Ελληνικό Δημόσιο, εκπροσωπούμενο από τους Υπουργούς Οικονομικών και Δημοσίας Τάξεως κατά της αυτής προσβαλλομένης πράξεως, κατά το μέρος, όμως, που με αυτήν είχε απορριφθεί το αίτημα της Ελληνικής Αστυνομίας για την επέκταση του σκοπού χρησιμοποιήσεως του επιμάχου συστήματος και για άλλους σκοπούς, πλην εκείνου της διαχειρίσεως της κυκλοφορίας οχημάτων. Η πρόταση της Εισηγητού των υποθέσεων ήταν υπέρ της απορρίψεως και των δύο αιτήσεων ακυρώσεως. Όταν, όμως, οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν για να συζητηθούν, ο εκπρόσωπος του ασκούντος την άλλη αίτηση ακυρώσεως Ελληνικού Δημοσίου, υπέβαλε αίτημα αναβολής συζητήσεως και των δύο αυτών αιτήσεων, για το λόγο αφενός μεν ότι το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως δεν είχε κοινοποιηθεί στον Υπουργό Δημοσίας Τάξεως, ώστε να ασκήσει παρέμβαση στην ανοιγείσα με την εν λόγω αίτηση δίκη και να αποκρούσει τους προβαλλόμενους με την αίτηση αυτή λόγους ακυρώσεως, αφετέρου δε ότι οι δύο υποθέσεις είναι συναφείς. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των αιτούντων και της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η οποία είναι η διάδικος αρχή και στις δύο υποθέσεις, ζήτησαν την απόρριψη του αιτήματος αναβολής, εφ΄ όσον, κατ` αυτούς, η προσβαλλόμενη απόφαση έχει περιορισμένη χρονική ισχύ, η οποία θα έληγε στις 24.5.2006. Με την υπ` αριθ. 113/2006 παρεμπίπτουσα απόφαση το Δικαστήριο δέχθηκε το αίτημα του Ελληνικού Δημοσίου και ανέβαλε την συζήτηση τόσο της κρινομένης αιτήσεως, όσο και της αιτήσεως ακυρώσεως του Δημοσίου, λόγω της συναφείας τους, για την δικάσιμο της 1.12.2006, αφού έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, ότι δεν είναι πρόδηλη η λήξη ισχύος της προσβαλλομένης αποφάσεως στις 24.5.2006 και ως προς τα δύο σκέλη αυτής και ότι οι ασκούντες την ήδη κρινόμενη αίτηση θεμελιώνουν το έννομο συμφέρον τους όχι σε βλάβη που υφίστανται από την προσβαλλόμενη απόφαση, καθό μέρος με αυτήν επετράπη η χρήση του επιμάχου συστήματος για την διαχείριση της κυκλοφορίας των οχημάτων, αλλά σε ενδεχόμενη βλάβη σε περίπτωση που το εν λόγω σύστημα χρησιμοποιηθεί, παρά την περιεχόμενη στην ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση ρητή απαγόρευση και κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 2472/1997, και για άλλους σκοπούς. Μετά την αναβολή συζητήσεως των υποθέσεων εκδόθηκε, κατά τα προεκτεθέντα, η υπ` αριθ. 39/6.7.2006 (ΑΠ 169/7.7.2006) απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, με την οποία εγκρίθηκε η παράταση της λειτουργίας του συστήματος έως τις 24.5.2007. Κατά της νεώτερης αυτής πράξεως η πρώτη αιτούσα ένωση προσώπων και 40 από τα ασκούντα και την ήδη κρινόμενη αίτηση φυσικά πρόσωπα άσκησαν αίτηση ακυρώσεως (με αριθ. πρωτ. 4656/2006). Στις 5.1.2007 άσκησε παρέμβαση υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης πράξεως, κατά το πληττόμενο με την κρινόμενη αίτηση μέρος της, το Ελληνικό Δημόσιο, εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Δημοσίας Τάξεως. Η κρινόμενη υπόθεση συζητήθηκε, μετά από αναβολή από την δικάσιμο της 1.12.2006, κατά την δικάσιμο της 12.1.2007, με πρόταση περί καταργήσεως της δίκης, σύμφωνα με την σχετική έκθεση της Εισηγητού, λόγω λήξεως ισχύος της προσβαλλομένης πράξεως κατά το πληττόμενο μέρος της. Λόγω αδυναμίας εκδόσεως αποφάσεως, ενόψει του, κατά τα προεκτεθέντα, επισυμβάντος θανάτου του Συμβούλου Επικρατείας Νικολάου Ντούβα, η υπόθεση ανασυζητήθηκε κατά την δικάσιμο της 11.1.2008 με την ίδια ως άνω πρόταση της Εισηγητού περί καταργήσεως της δίκης.
11. Επειδή, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση έχει περιορισμένη χρονική ισχύ, ως προς το πληττόμενο με την κρινόμενη αίτηση μέρος της, με το οποίο επετράπη η λειτουργία του επιδίκου συστήματος για την διαχείριση της κυκλοφορίας των οχημάτων έως τις 24.5.2006, η ισχύς δε αυτής έχει ήδη λήξει κατά τον χρόνο της ανασυζητήσεως της υποθέσεως (και μάλιστα είχε ήδη λήξει και κατά τον χρόνο της αρχικής συζητήσεως αυτής στις 12.1.2007), έχει εφαρμογή η προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989.
Σύμφωνα, όμως, με τα εκτεθέντα στην όγδοη σκέψη, μετά την λήξη ισχύος της προσβαλλομένης πράξεως, κατά το πληττόμενο με την κρινόμενη αίτηση μέρος της, η δίκη ούτε κηρύσσεται αυτοδικαίως κατηργημένη, ούτε παύει ο ακυρωτικός έλεγχος της πράξεως αυτής, παρά μόνον εάν οι αιτούντες δεν προβάλλουν και δεν αποδείξουν την συνδρομή ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος που να δικαιολογεί την συνέχιση της δίκης, υπό την εκτεθείσα στην ανωτέρω, όγδοη, σκέψη έννοια, δηλαδή την δημιουργία βλαπτικών γι` αυτούς διοικητικής φύσεως συνεπειών κατά την διάρκεια ισχύος της προσβαλλομένης πράξεως, οι οποίες διατηρούνται και μετά την λήξη ισχύος της. Εάν οι αιτούντες δεν προβάλλουν και δεν αποδείξουν την συνδρομή τέτοιου εννόμου συμφέροντος, δεν συντρέχει λόγος που να δικαιολογεί την, παρά την έλλειψη βλαπτικών για αυτούς εννόμων συνεπειών, συνέχιση της δίκης. Το γεγονός δε ότι, ενώ η προσβαλλόμενη πράξη είχε από την έκδοσή της περιορισμένη χρονική ισχύ και η κατ` αυτής στρεφομένη αίτηση ακυρώσεως εισήχθη προς συζήτηση καθ` ον χρόνο εξακολουθούσε αυτή να ισχύει, η συζήτηση της εν λόγω αιτήσεως αναβλήθηκε κατόπιν αιτήματος διαδίκου σε συναφή υπόθεση, στην αποδοχή του οποίου αντιτάχθηκαν ρητώς τόσο οι αιτούντες, όσο και η διάδικος διοικητική αρχή, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την συνέχιση της δίκης, παρά την έλλειψη βλαπτικών για τους αιτούντες εννόμων συνεπειών. Τούτο δε διότι κατάργηση της δίκης υπό τις συνθήκες αυτές δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται ούτε στέρηση των αιτούντων από το κατοχυρωμένο με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, εφόσον, ελλείψει βλαπτικών εννόμων συνεπειών, δεν έχουν ανάγκη να τύχουν δικαστικής προστασίας, ούτε αποδυνάμωση του θεμελιώδους για το κράτος δικαίου ακυρωτικού ελέγχου του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ενόψει τούτων, η διάταξη του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989 είναι συμβατή με τα άρθρα 20 παρ. 1 και 95 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που κυρώθηκε με το ν.δ/γμα 53/1974 (ΦΕΚ Α΄ 256), τα οποία κατοχυρώνουν την αποτελεσματική δικαστική προστασία σε συγκεκριμένη διαφορά και όχι την επίλυση, με γνωμοδοτικό χαρακτήρα, νομικών ζητημάτων (πρβλ. αποφάσεις Σ.τ.Ε. Ολομελείας 2159/1998, 397/1986). Συνεπώς, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι προβαλλόμενοι με τα από 18.1.2007 και 18.1.2008 υπομνήματα ισχυρισμοί των αιτούντων ότι η εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση της διατάξεως του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989 οδηγεί στην ακύρωση του συνταγματικού δικαιώματος των αιτούντων να τύχουν δικαστικής προστασίας, με την ενεργοποίηση του οποίου πραγμάτωσαν και την κορυφαία επιταγή του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος, κατά την έννοια του οποίου επιβάλλεται σε κάθε Έλληνα να αντιστέκεται με κάθε μέσον εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να καταλύσει το Σύνταγμα, μεταξύ άλλων, με την παραβίαση διατάξεών του.
Εξάλλου, λόγο δικαιολογούντα την συνέχιση της δίκης, δεν συνιστά η, κατά τους αιτούντες, σπουδαιότητα των νομικών ζητημάτων, που ανακύπτουν στην προκειμένη υπόθεση και έχουν σχέση με την προστασία ατομικών δικαιωμάτων, εφόσον η πράξη, επ` ευκαιρία της οποίας ετίθεντο τα ζητήματα αυτά, δεν ισχύει πλέον, ώστε απόφαση του Δικαστηρίου, αποφαινομένη επί των ζητημάτων αυτών δεν θα επέλυε συγκεκριμένη διαφορά, αλλά θα είχε απλώς τον χαρακτήρα γνωμοδοτήσεως, χρήσιμης, ενδεχομένως, για να καθοδηγήσει την Διοίκηση, ως προς μελλοντικές ενέργειές της. Περαιτέρω, δεν δικαιολογεί την συνέχιση της δίκης το γεγονός ότι με την παράγραφο 1 του ογδόου άρθρου του ν. 3625/2007, ο οποίος δημοσιεύθηκε μετά την αρχική συζήτηση της υποθέσεως και πριν από την ανασυζήτησή της (ΦΕΚ Α΄ 290/24.12.2007), ρυθμίσθηκαν ζητήματα σχετικά με την χρησιμοποίηση του επιδίκου συστήματος για σκοπούς άλλους εκτός της διαχειρίσεως της κυκλοφορίας των οχημάτων, κατά τρόπο αντικείμενο, κατά τους προβαλλομένους με το από 18.1.2008 υπόμνημα ισχυρισμούς των αιτούντων, σε διατάξεις του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Τούτο δε προεχόντως διότι η ισχύς της προσβαλλομένης με την κρινόμενη αίτηση πράξεως, κατά το πληττόμενο μέρος της, έληξε, λόγω παρόδου του χρονικού διαστήματος, για το οποίο είχε εκδοθεί (24.5.2006) και όχι λόγω των ρυθμίσεων που θεσπίσθηκαν με τον επακολουθήσαντα ν. 3625/2007. Κατά την γνώμη, όμως, των Συμβούλων Ν. Ρόζου, Χρ. Ράμμου, Ι. Μαντζουράνη, Αικ. Σακελλαροπούλου, Δ. Γρατσία, Α. Ντέμσια και Ηρ. Τσακόπουλου, προς την οποία ετάχθη και ο Πάρεδρος Αντ. Σταθάκης, η διάταξη του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989, κατά την οποία κηρύσσεται κατηργημένη δίκη, ανοιγείσα με την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά πράξεως, της οποίας η ισχύς έληξε προ της πρώτης συζητήσεως της υποθέσεως, εκτός εάν ο αιτών επικαλεσθεί και αποδείξει ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που δικαιολογεί την συνέχιση της δίκης, καθιερώνει την δικονομική αρχή, σύμφωνα με την οποία δεν χωρεί, κατ` αρχήν, ακύρωση μη ισχυούσης πλέον διοικητικής πράξεως. Η δικονομική αυτή αρχή είναι συμβατή με τα άρθρα 20 παρ. 1 και 95 παρ. 1 περ. α΄ του Συντάγματος, διότι δεν παρίσταται πλέον ανάγκη παροχής δικαστικής προστασίας του προσώπου που άσκησε την ως άνω αίτηση ακυρώσεως, δοθέντος ότι, μετά την λήξη της ισχύος της, η προσβληθείσα με την αίτηση ακυρώσεως διοικητική πράξη δεν παράγει πλέον (υπό την επιφύλαξη των εκτεθέντων περί τυχόν συνδρομής λόγου ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος που δικαιολογεί συνέχιση της δίκης) βλαπτικά για τα έννομα συμφέροντα του αιτούντος αποτελέσματα. Εν τούτοις, η δικονομική αρχή ότι δεν χωρεί, κατ` αρχήν, ακύρωση διοικητικής πράξεως, της οποίας έχει λήξει η ισχύς, δεν έχει έδαφος εφαρμογής σε περίπτωση, όπως η επίδικη, η οποία συγκεντρώνει τα εξής χαρακτηριστικά : α) Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται, μεταξύ άλλων, ότι η προσβαλλόμενη πράξη αντίκειται σε διατάξεις του Συντάγματος, του κοινοτικού δικαίου και της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. β) Η προσβαλλόμενη πράξη είχε, από την έκδοσή της, περιορισμένη χρονική ισχύ. γ) Κατά την δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εισήχθη για πρώτη φορά προς συζήτηση κατόπιν καταθέσεως εισηγήσεως, ενώ ακόμη ίσχυε η προσβαλλόμενη πράξη, η συζήτηση αναβλήθηκε, κατόπιν αιτήματος του Ελληνικού Δημοσίου, διαδίκου σε συναφή υπόθεση, στην αποδοχή του οποίου αντιτάχθηκαν ρητώς οι αιτούντες και η διάδικος διοικητική αρχή. ε) Κατά την μετ` αναβολή δικάσιμο της 12.1.2007, η προσβαλλόμενη πράξη είχε παύσει πλέον να ισχύει. Υπό τις ανωτέρω, πράγματι, συνθήκες, η κήρυξη κατηργημένης δίκης, κατ` εφαρμογήν του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989, συνιστά παράβαση της αρχής της ισότητας των διαδίκων, η οποία κατοχυρώνεται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Τούτο δε διότι η λήξη της ισχύος της προσβαλλομένης πράξεως (η οποία από την έκδοσή της είχε περιορισμένη χρονική ισχύ) και η, ως εκ τούτου, ματαίωση του ελέγχου της νομιμότητος της πράξεως αυτής, επήλθε μετά την αναβολή της συζητήσεως της υποθέσεως κατά την δικάσιμο, κατά την οποία εισήχθη προς συζήτηση, κατόπιν αποδοχής από το Δικαστήριο σχετικού αιτήματος του Ελληνικού Δημοσίου, διαδίκου σε συναφή υπόθεση, στην αποδοχή του οποίου οι αιτούντες και η διάδικος ανεξάρτητη αρχή ρητώς αντιτάχθηκαν.
Ενόψει των ανωτέρω, δεν τίθεται εν προκειμένω, κατά την μειοψηφήσασα γνώμη, ούτε ζήτημα κηρύξεως κατηργημένης της δίκης κατ` εφαρμογήν του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989, ούτε, επομένως, ζήτημα ελέγχου της συνδρομής ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος των αιτούντων που θα δικαιολογούσε την συνέχιση της δίκης και, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θα έπρεπε να χωρήσει στην περαιτέρω εξέταση της κρινομένης αιτήσεως.
12. Επειδή, οι αιτούντες δεν ισχυρίζονται ότι από την προσβαλλόμενη πράξη, κατά το διάστημα που αυτή διατηρήθηκε σε ισχύ, δημιουργήθηκαν δυσμενείς γι` αυτούς έννομες συνέπειες, οι οποίες διατηρούνται και μετά την παύση ισχύος της προσβαλλομένης πράξεως και δεν δύνανται να αρθούν παρά μόνο με την ακύρωσή της. Ειδικότερα, οι αιτούντες προβάλλουν, με το από 18.1.2007 υπόμνημά τους, ότι έχουν ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για την συνέχιση της δίκης, προκειμένου να επιβεβαιωθεί ότι παράνομα λειτούργησε το επίδικο σύστημα για την διαχείριση της κυκλοφορίας κατά το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ίσχυσε η προσβαλλόμενη πράξη. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν συνιστά το ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που δικαιολογεί την συνέχιση της δίκης, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989. Περαιτέρω, με το από 18.1.2008 υπόμνημά τους οι αιτούντες προβάλλουν ότι έχουν ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για την συνέχιση της δίκης, διότι το επίδικο σύστημα βρίσκεται σε λειτουργία με μοναδική νομιμοποιητική βάση την προσβαλλόμενη απόφαση. Ο ισχυρισμός όμως αυτός δεν δικαιολογεί την συνέχιση της δίκης, διότι, το μεν προβάλλεται αναποδείκτως, εν πάση περιπτώσει δε η λειτουργία του εν λόγω συστήματος και μετά την λήξη ισχύος της πράξεως που την επιτρέπει δεν αποτελεί διοικητικής φύσεως συνέπεια που απορρέει από την πράξη αυτή.
13. Επειδή, εφόσον, ενόψει των εκτεθέντων στις προηγούμενες σκέψεις, η ισχύς της προσβαλλομένης πράξεως, κατά το μέρος που επιτρέπει την χρησιμοποίηση του επιμάχου συστήματος για την διαχείριση της κυκλοφορίας οχημάτων, έχει ήδη λήξει, οι δε προβαλλόμενοι από τους αιτούντες ισχυρισμοί περί συνδρομής ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος για συνέχιση της δίκης δεν ευσταθούν, η παρούσα δίκη πρέπει, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προεκτεθείσα δικονομική διάταξη του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989, να κηρυχθεί κατηργημένη.
14. Επειδή, κατά τα άρθρα 36 παρ. 4 και 39 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989, επί καταργήσεως δίκης για οποιονδήποτε λόγο αποδίδεται το καταβληθέν παράβολο και δεν επιδικάζεται δικαστική δαπάνη. Εξάλλου, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, απαλλάσσει τους αιτούντες, ως προς τους οποίους απορρίπτεται η κρινόμενη αίτηση, από την δικαστική δαπάνη της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και του παρεμβαίνοντος Ελληνικού Δημοσίου.