Με την 1660/2009 απόφαση της Ολομελείας κρίθηκε ότι σε περίπτωση που καταστεί αδύνατη η έκδοση αποφάσεως επί συζητηθείσης υποθέσεως και, για το λόγο αυτό, επακολουθήσει ανασυζήτηση αυτής, κατά το άρθρο 307 Κ.Πολ. Δικονομίας, η αρχική συζήτηση θεωρείται ότι ματαιώθηκε και ως πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, για να κριθεί αν συντρέχει περίπτωση κηρύξεως της δίκης κατηργημένης, θεωρείται η ανασυζήτηση αυτής.
1660/2009 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ)
Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Αίτηση ακύρωσης της απόφασης της Αρχής, με την οποία εγκρίθηκε η παράταση της λειτουργίας του συστήματος κλειστού κυκλώματος τηλεοράσεως, το οποίο δημιουργήθηκε για τις ανάγκες της ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας και αποτελείται από εικονολήπτες τοποθετημένους στο οδικό δίκτυο της Αττικής, για τον σκοπό της διαχειρίσεως της κυκλοφορίας, έως τις 24.5.2007, υπό τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που αναφέρονται στην προγενέστερη απόφαση της Αρχής. Στη δίκη παρεμβαίνει υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης πράξεως το Ελληνικό Δημόσιο, εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Δημοσίας Τάξεως. Νομίμως παρέστη κατά την συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον της Ολομελείας του ΣτΕ, ως εκπροσωπών το παρεμβαίνον Δημόσιο, ο Υπουργός Εσωτερικών, εφ΄ όσον η συζήτηση έλαβε χώρα μετά την έναρξη ισχύος του π.δ/τος 205/2007 και τη συγχώνευση του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως στο Υπουργείο Εσωτερικών. Κήρυξη της δίκης κατηργημένης στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, έως την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, έχει παύσει να ισχύει η προσβληθείσα με την αίτηση ακυρώσεως πράξη. Η παύση της ισχύος της πράξεως δεν συνεπάγεται πάντοτε την κήρυξη της δίκης κατηργημένης. Εφ΄ όσον η πράξη δεν ανατρέπεται εξ υπαρχής, αλλά παύει να ισχύει για το μέλλον, οι τυχόν βλαπτικές για τον αιτούντα διοικητικής φύσεως συνέπειες, που δημιουργήθηκαν κατά την διάρκεια της ισχύος της και διατηρούνται και μετά την λήξη της ισχύος της, συνιστούν λόγο συνεχίσεως της δίκης, εάν ο αιτών τις επικαλεσθεί και τις αποδείξει, προκειμένου να επιτύχει δια της ακυρώσεως της πράξεως την άρση των συνεπειών. Στην περίπτωση αυτή το έννομο συμφέρον του αιτούντος για την συνέχιση της δίκης είναι προσωπικό και το Δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί αυτεπαγγέλτως στην συνέχιση της δίκης. Σε περίπτωση που καταστεί αδύνατη η έκδοση αποφάσεως επί συζητηθείσης υποθέσεως και επακολουθήσει ανασυζήτηση αυτής, η αρχική συζήτηση θεωρείται ότι ματαιώθηκε και ως πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, για να κριθεί αν συντρέχει περίπτωση κηρύξεως της δίκης κατηργημένης, θεωρείται η ανασυζήτηση αυτής. Αν κατά τον χρόνο αυτό έχει παύσει η ισχύς της προσβαλλομένης πράξεως και δεν καταλείπονται βλαπτικές για τον αιτούντα διοικητικής φύσεως συνέπειες, δεν συντρέχει λόγος που να δικαιολογεί την συνέχιση της δίκης. Δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η αδυναμία εκδόσεως αποφάσεως κατόπιν της αρχικής συζητήσεως της υποθέσεως οφείλεται σε λόγους που δεν συνδέονται με το πρόσωπο του αιτούντος. Η κήρυξη της δίκης κατηργημένης δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Δεν δικαιολογεί την συνέχιση της δίκης το γεγονός ότι με την παράγραφο 1 του ογδόου άρθρου του ν. 3625/2007, ο οποίος δημοσιεύθηκε μετά την αρχική συζήτηση της υποθέσεως και πριν από την ανασυζήτησή της, ρυθμίσθηκαν ζητήματα, σχετικά με την χρησιμοποίηση του επιδίκου συστήματος για σκοπούς άλλους, εκτός της διαχειρίσεως της κυκλοφορίας των οχημάτων, διότι η ισχύς της προσβαλλομένης πράξεως έληξε, λόγω παρόδου του χρονικού διαστήματος, για το οποίο είχε εκδοθεί και όχι λόγω των ρυθμίσεων που θεσπίσθηκαν με το ν. 3625/2007. Αντίθετη μειοψηφία. οι αιτούντες προβάλλουν ότι έχουν ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για την συνέχιση της δίκης, προκειμένου να επιβεβαιωθεί ότι παράνομα λειτούργησε το επίδικο σύστημα για την διαχείριση της κυκλοφορίας κατά το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ίσχυσε η προσβαλλόμενη πράξη. Ο ισχυρισμός αυτός δεν συνιστά ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που δικαιολογεί την συνέχιση της δίκης. Η λειτουργία του συστήματος και μετά την λήξη ισχύος της πράξεως που την επιτρέπει δεν αποτελεί διοικητικής φύσεως συνέπεια που απορρέει από την πράξη αυτή. Επί καταργήσεως δίκης για οποιονδήποτε λόγο αποδίδεται το καταβληθέν παράβολο και δεν επιδικάζεται δικαστική δαπάνη. Κηρύσσεται η δίκη κατηργημένη. Η αίτηση εισήχθη στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν πράξης του Προέδρου του ΣτΕ, λόγω της σπουδαιότητάς της.
Αριθμός 1660/2009
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Ιανουαρίου 2008, με την εξής σύνθεση: Γ. Παναγιωτόπουλος, Πρόεδρος, Φ. Αρναούτογλου, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Ν. Σακελλαρίου, Αικ. Συγγούνα, Ν. Ρόζος, Αν. Γκότσης, Αθ. Ράντος, Ε. Σαρπ, Χ. Ράμμος, Ν. Μαρκουλάκης, Στ. Χαραλάμπους, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνης, Αικ. Σακελλαροπούλου, Δ. Αλεξανδρής, Α.-Γ. Βώρος, Γ. Ποταμιάς, Ι. Γράβαρης, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Ι. Ζόμπολας, Σ. Μαρκάτης, Δ. Γρατσίας, Β. Γρατσίας, Α. Ντέμσιας, Σ. Παραμυθιώτης, Φ. Ντζίμας, Σ. Χρυσικοπούλου, Ηρ. Τσακόπουλος, Β. Καλαντζή, Σύμβουλοι, Α. Σταθάκης, Β. Ανδρουλάκης, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Β. Μανωλόπουλος.
Για να δικάσει την από 14 Νοεμβρίου 2005 αίτηση:
των: 1) “…………”, που εδρεύει στην Αθήνα (………….), 2) …………. , κατοίκου Αθηνών, στους οποίους δόθηκε προθεσμία δέκα ημερών για τη νομιμοποίησή τους, 3) ………. , κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παρέστη με τους δικηγόρους: 1. Ι. Προυσανίδη (Α.Μ. 4947) και 2. Γ. Κατρούγκαλο (Α.Μ. 12908), που τους διόρισε στο ακροατήριο, 4) ……………… , κατοίκου Αθηνών, στον οποίο δόθηκε προθεσμία δέκα ημερών για τη νομιμοποίησή του, 5) …. , στον οποίο δόθηκε προθεσμία δέκα ημερών για τη νομιμοποίησή του, 6) …. , ο οποίος δήλωσε ότι παραιτείται από το δικόγραφο της αιτήσεως, 7) …………… , κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παρέστη με τους ίδιους ως άνω δικηγόρους, που τους διόρισε με πληρεξούσιο, 8) …. , 9) .. , στους οποίους δόθηκε προθεσμία δέκα ημερών για τη νομιμοποίησή τους, 10) …………. , ο οποίος παρέστη με τους ίδιους ως άνω δικηγόρους, που τους διόρισε στο ακροατήριο, 11) ………… , στον οποίο δόθηκε προθεσμία δέκα ημερών για τη νομιμοποίησή του, 12)…….. , 13) ….. , οι οποίοι παρέστησαν με τους ίδιους ως άνω δικηγόρους, που τους διόρισαν στο ακροατήριο, 14) …….. , κατοίκου Αθηνών, στον οποίο δόθηκε προθεσμία δέκα ημερών για τη νομιμοποίησή του, 15) … , ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (Α.Μ. 12908), 16) ………. , 17) …………. , κατοίκων Αθηνών, στους οποίους δόθηκε προθεσμία δέκα ημερών για τη νομιμοποίησή τους, 18) ……. ……. , κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παρέστη με τους ίδιους ως άνω δικηγόρους, που τους διόρισε στο ακροατήριο, 19) ……. ……… , 20) …….. ……. 22) …………. , στους οποίους δόθηκε προθεσμία δέκα ημερών για τη νομιμοποίησή τους, 23) … , κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παρέστη με τους ίδιους ως άνω δικηγόρους, που τους διόρισε με πληρεξούσιο, 24) ……… , κατοίκου Αθηνών, η οποία παρέστη με τους ίδιους ως άνω δικηγόρους, που τους διόρισε στο ακροατήριο, 25) … , κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παρέστη με τους ίδιους ως άνω δικηγόρους, που τους διόρισε με πληρεξούσιο, 26) …. , 27) ………… , στους οποίους δόθηκε προθεσμία δέκα ημερών για τη νομιμοποίησή τους, 28) ……. …….. …… , ο οποίος παρέστη με τους ίδιους ως άνω δικηγόρους, που τους διόρισε με πληρεξούσιο, 29) … , ο οποίος παρέστη με τους ίδιους ως άνω δικηγόρους, που τους διόρισε στο ακροατήριο, 30) ………… , 31) …., στους οποίους δόθηκε προθεσμία δέκα ημερών για τη νομιμοποίησή τους, 32) …. , 33) ….. , κατοίκου Κηφισιάς, οι οποίοι παρέστησαν με τους ίδιους ως άνω δικηγόρους, που τους διόρισαν στο ακροατήριο, 34) ……….. , 35) …., κατοίκου Βύρωνα, στους οποίους δόθηκε προθεσμία δέκα ημερών για τη νομιμοποίησή τους, 36) …. , ο οποίος παρέστη με τους ίδιους ως άνω δικηγόρους, που τους διόρισε με πληρεξούσιο, 37) ………… , κατοίκου Αθηνών, 38) …… …….. , οι οποίοι παρέστησαν με τους ίδιους ως άνω δικηγόρους, που τους διόρισαν στο ακροατήριο, 39) … , στον οποίο δόθηκε προθεσμία δέκα ημερών για τη νομιμοποίησή του, 40) ………. , κατοίκου Παγκρατίου, η οποία παρέστη με τους ίδιους ως άνω δικηγόρους, που τους διόρισε στο ακροατήριο και 41) ……. , κατοίκου Κάτω Κηφισιάς Αττικής, στον οποίο δόθηκε προθεσμία δέκα ημερών για τη νομιμοποίησή του,
κατά της ανεξάρτητης διοικητικής αρχής με την επωνυμία «ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ», που εδρεύει στην Αθήνα, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Νικ. Φραγκάκη (Α.Μ. 4166), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
Στη δίκη παρεμβαίνει με προφορική δήλωση στο ακροατήριο υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης πράξεως ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης με τον Παν. Παναγιωτουνάκο, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.
Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 22 Νοεμβρίου 2007 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 εδάφ. α του π.δ. 18/1989.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η 39/2006 απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγητού, Συμβούλου, Ε. Σαρπ.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον δέκατο πέμπτο των αιτούντων ως δικηγόρο και ως πληρεξούσιο με τον έτερο πληρεξούσιο των αιτούντων που παρέστησαν, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση, τον εκπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος δήλωσε σχετικά τη συνέχιση της δίκης και την ύπαρξη ειδικού εννόμου συμφέροντος και τον πληρεξούσιο της ανεξάρτητης αρχής, που ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την κρινόμενη αίτηση έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (771263, 1660146/2006 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής : Για την εξυπηρέτηση των αναγκών της κυκλοφορίας, καθώς και την εξασφάλιση της προστασίας των προσώπων κατά την διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004, με την υπ` αριθ. 28/6.4.2004 (Α.Π. 952/3.5.2004) απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα κρίθηκε νόμιμη η λειτουργία, για το χρονικό διάστημα από 1.7.2004 έως 4.10.2004, συστήματος κλειστού κυκλώματος τηλεοράσεως (CCTV), το οποίο εντάσσεται στο πλαίσιο του συστήματος C4I (που δημιουργήθηκε για τις ανάγκες της ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας) και το οποίο αποτελείται από 293 εικονολήπτες (δηλαδή μηχανήματα λήψεως εικόνας και ήχου) τοποθετημένους στο οδικό δίκτυο της Αττικής. Το σύστημα αυτό, το οποίο παρέλαβε το Δημόσιο από τον προμηθευτή προς χρήση μόνον, λειτούργησε κατά την διάρκεια των Ολυμπιακών και των Παραολυμπιακών Αγώνων έως τις 4.10.2004 για τον προαναφερθέντα σκοπό (δηλαδή την εξυπηρέτηση των αναγκών της κυκλοφορίας και την προστασία προσώπων). Η Αρχή, με την υπ` αριθ. 63/18.11.2004 (Α.Π. 2724/24.11.2004) απόφασή της, επέτρεψε την παράταση της λειτουργίας του ανωτέρω κυκλώματος, καθώς και 49 εικονοληπτών της Ελληνικής Αστυνομίας, που προϋπήρχαν της εγκαταστάσεως του συστήματος C4I, για χρονικό διάστημα έξι ακόμη μηνών, και συγκεκριμένα από 25.11.2004 έως 24.5.2005, προς τον σκοπό και μόνον της διαχειρίσεως της κυκλοφορίας των οχημάτων, απαγόρευσε δε την χρήση του και την αξιοποίηση των δεδομένων που συλλαμβάνονται μέσω του ανωτέρω κυκλώματος για οποιονδήποτε άλλον λόγο. Με το υπ` αριθ. πρωτ. 2004-1/17/32- ρια/23.5.2005 έγγραφο του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας ζητήθηκε αφενός μεν η ανανέωση, για ένα έτος (δηλαδή από 25.5.2005 έως 24.5.2006), της εγκρίσεως λειτουργίας του ανωτέρω συστήματος κλειστού κυκλώματος τηλεοράσεως και των προϋπαρχόντων αυτού 49 εικονοληπτών για την διαχείριση της κυκλοφορίας, αφετέρου δε η επέκταση της χρησιμοποιήσεως του εν λόγω συστήματος για την προστασία προσώπων και αγαθών, καθώς και η άρση ορισμένων από τους περιορισμούς που είχαν τεθεί με την προαναφερθείσα, υπ` αριθ. 63/24.11.2004, απόφαση της Αρχής. Με την υπ` αριθ. 58/2.8.2005 (Α.Π. 3092/12.8.2005) απόφαση της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων έγινε εν μέρει δεκτή η υποβληθείσα με το ανωτέρω έγγραφο του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας αίτηση. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή απερρίφθη το αίτημα να επεκταθεί η χρησιμοποίηση του ανωτέρω συστήματος κλειστού κυκλώματος τηλεοράσεως και για την προστασία προσώπων και αγαθών, ενώ επετράπη η παράταση της λειτουργίας του εν λόγω συστήματος (ήτοι των αναφερθέντων 293 μηχανημάτων λήψεως εικόνας και ήχου του συστήματος C4I και των 49 εικονοληπτών που προϋπήρχαν της εγκαταστάσεως του συστήματος τούτου) μέχρι τις 24.5.2006 για το σκοπό της διαχειρίσεως της κυκλοφορίας οχημάτων, με τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Απαγόρευση της χρήσεως του συστήματος και της αξιοποιήσεως των συλλεγόμενων δεδομένων για οποιονδήποτε άλλο λόγο εκτός από τη διαπίστωση παραβάσεων κατά την νόμιμη και σύμφωνη με τους όρους της εν λόγω αποφάσεως λειτουργίας του. β) Λειτουργία μόνον εκείνων των εικονοληπτών, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε οδικούς άξονες μεγάλης κυκλοφορίας, για τη διαχείριση της οποίας είναι απαραίτητη η χρήση τους.
Απαγόρευση της λειτουργίας των εικονοληπτών που είναι εγκατεστημένοι σε δρόμους περιορισμένης κυκλοφορίας, σε πλατείες, πάρκα, πεζοδρόμους και χώρους συναθροίσεως πολιτών (π.χ. εισόδους θεάτρων) και υποχρέωση αφαιρέσεως των ήδη εγκατεστημένων σε τέτοιες θέσεις εικονοληπτών, 32 από τους οποίους προσδιορίσθηκαν συγκεκριμένα με αναφορά στον αριθμό που φέρουν στο υποβληθέν από τον υπεύθυνο επεξεργασίας του συστήματος χωροδιάγραμμα (133, 138, 149, 150, 151, 152, 158, 159, 161, 162, 163, 165, 170, 173, 176, 177, 178, 180, 181, 183, 186, 188, 189, 227, 231, 232, 233, 236, 274, 275, 283, 285). γ) Λειτουργία των εικονοληπτών κατά τρόπο, ώστε να μην είναι δυνατή η λήψη και η καταγραφή εικόνων της εισόδου ή του εσωτερικού κατοικιών. Ρύθμιση τέτοια, ώστε οι εικονολήπτες να είναι σταθεροί ή να επιτρέπεται η προβολή ορισμένων περιοχών μέσω κατάλληλων περιορισμών της οπτικής γωνίας, κλίσης και ζουμ. δ) Απαγόρευση της λήψεως και καταγραφής ήχου και απομάκρυνση μικροφώνων από τους στύλους όπου έχουν τοποθετηθεί. ε) Απαγόρευση λειτουργίας εικονοληπτών που είναι εγκατεστημένοι σε διασταυρώσεις ή οδικούς άξονες, όταν σε αυτούς έχει διακοπεί η κυκλοφορία των οχημάτων, όπως π.χ. κατά την διάρκεια εκδηλώσεων, διαδηλώσεων, κ.λπ.. στ) Παρακολούθηση και έλεγχος του συστήματος μόνον από τον Θάλαμο Επιχειρήσεων Παρακολούθησης και Ελέγχου Κυκλοφορίας της Διευθύνσεως Τροχαίας, όπου θα τηρείται η βάση δεδομένων και ο εξοπλισμός, που υποστηρίζει την επεξεργασία των δεδομένων, καθώς και απαγόρευση προσβάσεως στο σύστημα ή διαθέσεώς του σε οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία εκτός από την Διεύθυνση Τροχαίας. ζ) Απαγόρευση διαβιβάσεως δεδομένων σε τρίτους. η) Τήρηση των δεδομένων το πολύ για επτά ημέρες, μετά την παρέλευση των οποίων πρέπει να διαγράφονται. θ) Τήρηση μέτρων ασφαλείας του συστήματος επεξεργασίας και αποθηκεύσεως δεδομένων. ι) Προειδοποίηση των εισερχομένων στην εμβέλεια των εικονοληπτών με τρόπο πρόσφορο και σαφή (επαρκής αριθμός ευδιάκριτων πινακίδων σε εμφανή σημεία) ότι βιντεοσκοπούνται, καθώς και ενημέρωσή τους για το σκοπό της βιντεοσκοπήσεως. Στην συνέχεια, με το υπ` αριθ. πρωτ. 7001/2/358-μστ/24.5.2006 έγγραφο του Αναπληρωτή Διευθυντή της Γενικής Αστυνομικής Διευθύνσεως Αττικής της Ελληνικής Αστυνομίας ζητήθηκε η ανανέωση της εγκρίσεως λειτουργίας του ανωτέρω συστήματος κλειστού κυκλώματος τηλεοράσεως και των προϋπαρχόντων και συνδεδεμένων με αυτό 49 εικονοληπτών για την διαχείριση της κυκλοφορίας για δύο ακόμη έτη. Με την υπ` αριθ. 39/6.7.2006 (Α.Π. 169/7.7.2006) απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα εγκρίθηκε η παράταση της λειτουργίας του συστήματος, για τον σκοπό της διαχειρίσεως της κυκλοφορίας, έως τις 24.5.2007, υπό τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που αναφέρονται στην προγενέστερη, υπ` αριθ. 58/2005, απόφαση της Αρχής, αφού ελήφθη υπόψη η μη ουσιώδης μεταβολή των λόγων, στους οποίους είχε βασισθεί η εν λόγω απόφαση.
3. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκείται από την ένωση προσώπων «…………….» και 40 φυσικά πρόσωπα, τα οποία φέρονται ως μέλη ή υποστηρικτές της ενώσεως αυτής, ζητείται η ακύρωση της προαναφερθείσης, υπ` αριθ. 39/6.7.2006 (ΑΠ 169/7.7.2006), αποφάσεως της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
4. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως συζητήθηκε ενώπιον της Ολομελείας του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 12.1.2007. Πριν περατωθεί, όμως, η διάσκεψη επί της υποθέσεως, απεβίωσε στις 8 Νοεμβρίου 2007 ο Σύμβουλος της Επικρατείας Ν. Ντούβας, ο οποίος μετείχε στη σύνθεση του Δικαστηρίου. Για το λόγο αυτό, η κρινόμενη αίτηση εισάγεται προς ανασυζήτηση, με βάση την από 22.11.2007 πράξη του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας και σύμφωνα με το άρθρο 307 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εφαρμοστέο εν προκειμένω αναλόγως, κατά το άρθρο 40 του Π.Δ. 18/1989.
5. Επειδή, στην δίκη παρεμβαίνει υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης πράξεως, με το από 2.1.2007 δικόγραφο, το Ελληνικό Δημόσιο, εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Δημοσίας Τάξεως. Νομίμως δε παρέστη κατά την συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως εκπροσωπών το παρεμβαίνον Δημόσιο, ο Υπουργός Εσωτερικών, εφ΄ όσον η συζήτηση αυτή έλαβε χώρα μετά την με το άρθρο 1 του π.δ/τος 205/2007 (ΦΕΚ Α΄ 231/19.9.2007) συγχώνευση του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως στο Υπουργείο Εσωτερικών.
6. Επειδή, με προφορική δήλωση των παραστάντων κατά την επ` ακροατηρίου συζήτηση πληρεξουσίων δικηγόρων των αιτούντων παραιτήθηκε από το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως ο έκτος αιτών ….. . Συνεπώς, ως προς αυτόν, πρέπει να κηρυχθεί κατηργημένη η ανοιγείσα με την εν λόγω αίτηση δίκη, κατά το άρθρο 30 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989 (ΦΕΚ Α΄ 8).
7. Επειδή, από τους λοιπούς αιτούντες οι ……… ………. δεν νομιμοποίησαν, κατά οποιονδήποτε από τους προβλεπομένους στο άρθρο 27 του π.δ/τος 18/1989 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του ν. 2479/1997, ΦΕΚ Α΄ 67) τρόπους, τους δικηγόρους που υπογράφουν ως πληρεξούσιοι το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως. Συνεπώς, ως προς αυτούς, η αίτηση πρέπει, κατά την ως άνω διάταξη, να απορριφθεί, ως απαράδεκτη.
Κατόπιν τούτου, πρέπει να γίνει δεκτή η ασκηθείσα παρέμβαση, ως προς τους ανωτέρω αιτούντες.
8. Επειδή, το άρθρο 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989 ορίζει ότι «Καταργείται … η δίκη αν μετά την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως και έως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης η προσβαλλόμενη πράξη έπαυσε για οποιοδήποτε λόγο να ισχύει, εκτός αν ο αιτών επικαλείται ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης. …». Εξάλλου, το άρθρο 307 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ήδη π.δ. 503/1985), το οποίο είναι εφαρμοστέο αναλόγως, κατά το άρθρο 40 του π.δ/τος 18/1989, και στις δίκες ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, δοθέντος ότι δεν υφίστανται διατάξεις που να ρυθμίζουν το σχετικό ζήτημα στην νομοθεσία για το εν λόγω Δικαστήριο, ορίζει τα εξής, υπό τον τίτλο «Αδυναμία έκδοσης απόφασης – Επανάληψη συζήτησης» : «Αν για οποιοδήποτε λόγο που παρουσιάστηκε μετά το τέλος της συζήτησης είναι αδύνατο να εκδοθεί η απόφαση, η συζήτηση επαναλαμβάνεται αφού οριστεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση. Ο ορισμός της δικασίμου μπορεί να γίνει και η κλήση για τη συζήτηση μπορεί να κοινοποιηθεί με την επιμέλεια είτε κάποιου διαδίκου, είτε της γραμματείας του δικαστηρίου. Το ίδιο εφαρμόζεται και όταν το δικαστήριο διατάζει να επαναληφθεί η συζήτηση. …».
9. Επειδή, με την παρατεθείσα στην προηγούμενη σκέψη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 32 του π.δ/τος 18/1989 καθιερώνεται, για την αποτροπή της διεξαγωγής ασκόπων δικών, ο δικονομικός κανόνας της κηρύξεως της δίκης κατηργημένης στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, έως την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, έχει παύσει να ισχύει η προσβληθείσα με την αίτηση ακυρώσεως πράξη. Κατά την διάταξη, όμως, αυτή η παύση της ισχύος της πράξεως δεν συνεπάγεται πάντοτε την κήρυξη της δίκης κατηργημένης. Εφ΄ όσον δε η πράξη δεν ανατρέπεται εξ υπαρχής, αλλά παύει να ισχύει για το μέλλον, οι τυχόν βλαπτικές για τον αιτούντα διοικητικής φύσεως συνέπειες, που δημιουργήθηκαν κατά την διάρκεια της ισχύος της και διατηρούνται και μετά την λήξη της ισχύος της, συνιστούν λόγο συνεχίσεως της δίκης, εάν ο αιτών τις επικαλεσθεί και τις αποδείξει, προκειμένου να επιτύχει δια της ακυρώσεως της πράξεως την άρση των εν λόγω συνεπειών. Στην περίπτωση αυτή το έννομο συμφέρον του αιτούντος για την συνέχιση της δίκης είναι προσωπικό και, επομένως, το Δικαστήριο, χωρίς την επίκληση των δυσμενών αυτών συνεπειών, δεν μπορεί να προβεί αυτεπαγγέλτως στην συνέχιση της δίκης. Εξάλλου, κατά την έννοια της προαναφερθείσης διατάξεως του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989, σε περίπτωση που καταστεί αδύνατη η έκδοση αποφάσεως επί συζητηθείσης υποθέσεως και, για το λόγο αυτό, επακολουθήσει ανασυζήτηση αυτής, κατά το άρθρο 307 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η αρχική συζήτηση θεωρείται ότι ματαιώθηκε και ως πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, για να κριθεί αν συντρέχει περίπτωση κηρύξεως της δίκης κατηργημένης, κατά την ανωτέρω διάταξη του π.δ/τος 18/1989, θεωρείται η ανασυζήτηση αυτής. Συνεπώς, εάν κατά τον χρόνο αυτόν έχει παύσει η ισχύς της προσβαλλομένης πράξεως και δεν καταλείπονται βλαπτικές για τον αιτούντα διοικητικής φύσεως συνέπειες, δεν συντρέχει λόγος που να δικαιολογεί την συνέχιση της δίκης. Ενόψει δε του σκοπού, για τον οποίο έχει θεσπισθεί η διάταξη του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989, της αποφυγής δηλαδή της διεξαγωγής ασκόπων δικών, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η αδυναμία εκδόσεως αποφάσεως κατόπιν της αρχικής συζητήσεως της υποθέσεως οφείλεται σε λόγους που δεν συνδέονται με το πρόσωπο του αιτούντος. Κήρυξη δε της δίκης κατηργημένης υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται ούτε στέρηση του αιτούντος από το κατοχυρωμένο με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, εφόσον, ελλείψει βλαπτικών εννόμων συνεπειών, δεν έχει ανάγκη να τύχει δικαστικής προστασίας, ούτε αποδυνάμωση του θεμελιώδους για το κράτος δικαίου ακυρωτικού ελέγχου του Συμβουλίου της Επικρατείας. Υπό την έννοια αυτή ερμηνευόμενη η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989 είναι συμβατή με τα άρθρα 20 παρ. 1 και 95 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτου του ν.δ/γματος 53/1974 (ΦΕΚ Α΄ 256), τα οποία κατοχυρώνουν την αποτελεσματική δικαστική προστασία σε συγκεκριμένη διαφορά και όχι την επίλυση, με γνωμοδοτικό χαρακτήρα, νομικών ζητημάτων (πρβλ. αποφάσεις Σ.τ.Ε. Ολομελείας 2159/1998, 397/1986). Συνεπώς, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι προβαλλόμενοι με τα από 18.1.2007 και 18.1.2008 υπομνήματα ισχυρισμοί των αιτούντων ότι η εφαρμογή, στην προκειμένη περίπτωση, της διατάξεως του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989 οδηγεί στην ακύρωση του συνταγματικού δικαιώματος των αιτούντων να τύχουν δικαστικής προστασίας, με την ενεργοποίηση του οποίου πραγμάτωσαν και την κορυφαία επιταγή του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος, κατά την έννοια του οποίου επιβάλλεται σε κάθε Έλληνα να αντιστέκεται με κάθε μέσον εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να καταλύσει το Σύνταγμα, μεταξύ άλλων, με την παραβίαση διατάξεών του.
Εξάλλου, λόγο, δικαιολογούντα την συνέχιση της δίκης δεν συνιστά η, κατά τους αιτούντες, σπουδαιότητα των νομικών ζητημάτων, που ανακύπτουν στην προκειμένη υπόθεση και έχουν σχέση με την προστασία ατομικών δικαιωμάτων, εφόσον η πράξη, επ` ευκαιρία της οποίας ετίθεντο τα ζητήματα αυτά, δεν ισχύει πλέον, ώστε απόφαση του Δικαστηρίου, αποφαινομένη επί των ζητημάτων αυτών δεν θα επέλυε συγκεκριμένη διαφορά, αλλά θα είχε απλώς τον χαρακτήρα γνωμοδοτήσεως, χρήσιμης, ενδεχομένως, για να καθοδηγήσει την Διοίκηση, ως προς μελλοντικές ενέργειές της. Περαιτέρω, δεν δικαιολογεί την συνέχιση της δίκης το γεγονός ότι με την παράγραφο 1 του ογδόου άρθρου του ν. 3625/2007, ο οποίος δημοσιεύθηκε μετά την αρχική συζήτηση της υποθέσεως και πριν από την ανασυζήτησή της (ΦΕΚ Α΄ 290/24.12.2007), ρυθμίσθηκαν ζητήματα, σχετικά με την χρησιμοποίηση του επιδίκου συστήματος για σκοπούς άλλους, εκτός της διαχειρίσεως της κυκλοφορίας των οχημάτων, κατά τρόπο αντικείμενο, κατά τους προβαλλομένους με το από 18.1.2008 υπόμνημα ισχυρισμούς των αιτούντων, σε διατάξεις του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Τούτο δε προεχόντως διότι η ισχύς της προσβαλλομένης με την κρινόμενη αίτηση πράξεως, κατά το πληττόμενο μέρος της, έληξε, λόγω παρόδου του χρονικού διαστήματος, για το οποίο είχε εκδοθεί (24.5.2007) και όχι λόγω των ρυθμίσεων που θεσπίσθηκαν με τον επακολουθήσαντα ν. 3625/2007. Κατά την γνώμη, όμως, των Συμβούλων Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Ν. Ρόζου, Χρ. Ράμμου, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνη, Αικ. Σακελλαροπούλου, Α.-Γ. Βώρου, Ι. Γράβαρη, Γ. Τσιμέκα, Σ. Μαρκάτη, Δ. Γρατσία και Α. Ντέμσια, προς την οποία ετάχθη και ο Πάρεδρος Α. Σταθάκης, κατά την έννοια του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989, ερμηνευομένου ενόψει των άρθρων 20 παρ. 1 και 95 παρ. 1 περ. α΄ του Συντάγματος, ως πρώτη συζήτηση της υποθέσεως νοείται κάθε συζήτηση, η οποία έλαβε χώρα επ` ακροατηρίου και περατώθηκε νομοτύπως, ασχέτως εάν, για λόγους επιγενομένους της συζητήσεως αυτής και, πάντως, μη συνδεομένους προς το πρόσωπο του αιτούντος, δεν εκδόθηκε τελικώς απόφαση επί της υποθέσεως. Ερμηνεία της ανωτέρω διατάξεως, αποστερούσα τον ανυπαίτιο αιτούντα από το δικαίωμα κατ` ουσίαν εκδικάσεως της υποθέσεώς του, θα οδηγούσε σε αποτέλεσμα, αποδοκιμαζόμενο από το Σύνταγμα.
10. Επειδή, κατά τα εκτεθέντα στην τέταρτη σκέψη, η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως συζητήθηκε κατά την δικάσιμο της 12.1.2007. Πριν, όμως, περατωθεί η διάσκεψη επί της υποθέσεως, απεβίωσε ο Σύμβουλος Επικρατείας Νικόλαος Ντούβας, ο οποίος είχε λάβει μέρος στην συνεδρίαση του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο εκείνη, συνεπεία δε του γεγονότος αυτού κατέστη αδύνατη η έκδοση αποφάσεως. Με τα δεδομένα αυτά, πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, προκειμένης εφαρμογής της διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 32 του π.δ/τος 18/1989, είναι, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, η δικάσιμος της 11.1.2008, κατά την οποία εχώρησε η ανασυζήτηση αυτής. Εφόσον, όμως, κατά την ημερομηνία αυτή είχε ήδη λήξει η ισχύς της προσβαλλομένης πράξεως, για να συνεχισθεί η δίκη πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω, αν οι αιτούντες προβάλλουν ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που να δικαιολογεί την συνέχισή της. Κατά την παρατεθείσα, όμως, στην προηγούμενη σκέψη μειοψηφήσασα γνώμη, πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, στην προκειμένη περίπτωση, είναι η συζήτηση της 12.1.2007, κατά την οποία δεν είχε λήξει ακόμη η ισχύς της προσβαλλομένης πράξεως, εφόσον αυτή έληξε στις 24.5.2007. Ενόψει των ανωτέρω, δεν τίθεται εν προκειμένω, κατά την μειοψηφήσασα γνώμη, ούτε ζήτημα καταργήσεως της δίκης κατηργημένης, κατ` εφαρμογήν του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989, ούτε, επομένως, ζήτημα ελέγχου της συνδρομής ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος των αιτούντων που θα δικαιολογούσε την συνέχιση της δίκης και το Δικαστήριο θα έπρεπε να χωρήσει στην περαιτέρω εξέταση της κρινομένης αιτήσεως.
11. Επειδή, οι αιτούντες δεν ισχυρίζονται ότι από την προσβαλλόμενη πράξη, κατά το διάστημα που αυτή διατηρήθηκε σε ισχύ, δημιουργήθηκαν δυσμενείς γι` αυτούς έννομες συνέπειες, οι οποίες διατηρούνται και μετά την παύση ισχύος της προσβαλλομένης πράξεως και δεν δύνανται να αρθούν παρά μόνο με την ακύρωσή της. Ειδικότερα, οι αιτούντες προβάλλουν, με το από 18.1.2007 υπόμνημά τους, ότι έχουν ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για την συνέχιση της δίκης, προκειμένου να επιβεβαιωθεί ότι παράνομα λειτούργησε το επίδικο σύστημα για την διαχείριση της κυκλοφορίας κατά το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ίσχυσε η προσβαλλόμενη πράξη. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν συνιστά ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που δικαιολογεί την συνέχιση της δίκης, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989. Περαιτέρω, με το από 18.1.2008 υπόμνημά τους οι αιτούντες προβάλλουν ότι έχουν ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για την συνέχιση της δίκης, διότι το επίδικο σύστημα βρίσκεται σε λειτουργία με μοναδική νομιμοποιητική βάση την προσβαλλόμενη απόφαση. Ο ισχυρισμός όμως αυτός δεν δικαιολογεί την συνέχιση της δίκης, διότι, το μεν προβάλλεται αναποδείκτως, εν πάση δε περιπτώσει η λειτουργία του εν λόγω συστήματος και μετά την λήξη ισχύος της πράξεως που την επιτρέπει δεν αποτελεί διοικητικής φύσεως συνέπεια που απορρέει από την πράξη αυτή.
12. Επειδή, εφόσον, ενόψει των εκτεθέντων στις προηγούμενες σκέψεις, η ισχύς της προσβαλλομένης πράξεως έχει ήδη λήξει, οι δε προβαλλόμενοι από τους αιτούντες ισχυρισμοί περί συνδρομής ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος για συνέχιση της δίκης δεν ευσταθούν, η παρούσα δίκη πρέπει, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προεκτεθείσα δικονομική διάταξη του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989, να κηρυχθεί κατηργημένη.
13. Επειδή, κατά τα άρθρα 36 παρ. 4 και 39 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989, επί καταργήσεως δίκης για οποιονδήποτε λόγο αποδίδεται το καταβληθέν παράβολο και δεν επιδικάζεται δικαστική δαπάνη. Εξάλλου, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, απαλλάσσει τους αιτούντες, ως προς τους οποίους απορρίπτεται η κρινόμενη αίτηση, από την δικαστική δαπάνη της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και του παρεμβαίνοντος Ελληνικού Δημοσίου.
Δια ταύτα
Απορρίπτει εν μέρει την κρινόμενη αίτηση, κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό.