ΣτΕ Ολομ. 1661/2009,ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΕ, ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΔΙΚΗΣ, ΕΠΕΜΒΑΣΗ ΝΟΜΟΘΕΤΗ, εφόσον η δίκη είναι καταργημένη λόγω παύσεως της πράξεως δεν μπορεί να εξετασθεί η συνταγματικότητα του νόμου που έπαυσε την προσβαλλόμενη πράξη. Αυτό επιβάλλεται να γίνει ΜΟΝΟ όταν ο

ΣΤΕ ΟΛΟΜ.

Η 1661/2009 απόφαση της Ολομελείας ασχολήθηκε με τα εξής: για να κριθεί το ζήτημα αν η προσβληθείσα με την αίτηση ακυρώσεως πράξη έπαυσε να ισχύει από τη δημοσίευση νόμου που ρυθμίζει εξ υπαρχής το ίδιο ζήτημα δεν απαιτείται προηγουμένως να ερευνηθεί η συμφωνία των ρυθμίσεων του νόμου προς το Σύνταγμα, διότι τούτο θα οδηγούσε σε έρευνα ζητήματος ασχέτου προς την επίλυση της διαφοράς, αφού η συμφωνία ή μη προς το Σύνταγμα νόμου ερευνάται από το δικαστήριο μόνο σε περιπτώσεις που με τον νεώτερο νόμο ο νομοθέτης επεμβαίνει προς ρύθμιση υπέρ της διαδίκου διοικητικής αρχής διαφοράς που είναι ήδη εκκρεμής ενώπιον του Δικαστηρίου, είτε κυρώνοντας αναδρομικώς ή μη ατομική διοικητική πράξη της οποίας επιδιώκεται η ακύρωση, είτε καταργώντας αναδρομικώς την πράξη, της οποίας ζητείται η ακύρωση θεσπίζοντας ο ίδιος ατομική ρύθμιση προς επίτευξη του σκοπού, που επιδίωκε με την καταργούμενη πράξη. Η επίδικη περίπτωση αφορούσε απόφαση της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, με την οποία απερρίφθη το αίτημα της Ελληνικής Αστυνομίας να επιτραπεί η επέκταση της χρησιμοποιήσεως συστήματος κλειστού κυκλώματος τηλεοράσεως και για άλλους σκοπούς πέραν της διαχειρίσεως της κυκλοφορίας των οχημάτων, η οποία έπαυσε να ισχύει από την δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του ν. 3625/2007.

1661/2009 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ) 
 
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Αίτηση ακύρωσης της αποφάσεως της Αρχής, καθό μέρος με αυτήν απερρίφθη το αίτημα της Ελληνικής Αστυνομίας για τη χρησιμοποίηση του συστήματος κλειστού κυκλώματος τηλεοράσεως, που είχε τεθεί σε λειτουργία κατά τη διάρκεια διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων, και για άλλους σκοπούς, πλην εκείνους της διαχειρίσεως της κυκλοφορίας οχημάτων και συγκεκριμένα για την προστασία προσώπων και αγαθών, και διετάχθη η αφαίρεση των ανηκόντων στο σύστημα αυτό εικονοληπτών, οι οποίοι δεν εξυπηρετούν τον σκοπό της διαχειρίσεως της κυκλοφορίας. Ο Υπουργός Δημοσίας Τάξεως, ο οποίος προΐσταται της Ελληνικής Αστυνομίας, παραδεκτά ασκεί την κρινόμενη αίτηση. Αντιθέτως, ο Υπουργός Οικονομικών δεν νομιμοποιείται για την άσκησή της. Μετά την έναρξη ισχύος του π.δ/τος 205/2007, νομίμως παρέστη κατά την ανασυζήτηση της κρινομένης αιτήσεως ενώπιον της Ολομελείας του Δικαστηρίου, ο Υπουργός Εσωτερικών. Κήρυξη της δίκης κατηργημένης, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, έως την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, έχει παύσει να ισχύει η προσβληθείσα με την αίτηση ακυρώσεως πράξη. Η παύση της ισχύος της πράξεως δεν συνεπάγεται πάντοτε την κήρυξη της δίκης κατηργημένης. Εφόσον η πράξη παύει να ισχύει για το μέλλον, οι τυχόν βλαπτικές για τον αιτούντα διοικητικής φύσεως συνέπειες, που δημιουργήθηκαν κατά την διάρκεια της ισχύος της και διατηρούνται και μετά την λήξη της ισχύος της, συνιστούν λόγο συνεχίσεως της δίκης, εάν ο αιτών τις επικαλεσθεί και τις αποδείξει, οπότε το έννομο συμφέρον του αιτούντος για την συνέχιση της δίκης είναι προσωπικό και το Δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί αυτεπαγγέλτως στην συνέχιση της δίκης. Σε περίπτωση που καταστεί αδύνατη η έκδοση αποφάσεως επί συζητηθείσης υποθέσεως και επακολουθήσει ανασυζήτηση αυτής, η αρχική συζήτηση θεωρείται ότι ματαιώθηκε και ως πρώτη συζήτηση της υποθέσεως θεωρείται η ανασυζήτηση αυτής. Αν κατά τον χρόνο αυτόν έχει παύσει η ισχύς της προσβαλλομένης πράξεως και δεν καταλείπονται βλαπτικές για τον αιτούντα διοικητικής φύσεως συνέπειες, δεν συντρέχει λόγος που να δικαιολογεί την συνέχιση της δίκης. Δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η αδυναμία εκδόσεως αποφάσεως κατόπιν της αρχικής συζητήσεως της υποθέσεως οφείλεται σε λόγους που δεν συνδέονται με το πρόσωπο του αιτούντος. Αντίθετη μειοψηφία. Ανασυζήτηση της ένδικης υπόθεσης διότι, πριν περατωθεί η διάσκεψη επί της υποθέσεως, απεβίωσε Σύμβουλος της Επικρατείας, που είχε λάβει μέρος στην συνεδρίαση του Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει περιορισμένη χρονική ισχύ, αφού η Αρχή απαγόρευσε στο διηνεκές οποιαδήποτε άλλη χρήση του συστήματος εικονοληπτών πέραν εκείνης που αφορά στην διαχείριση της κυκλοφορίας των οχημάτων. Η ισχύς της προσβαλλομένης πράξεως, κατά το πληττόμενο μέρος της, δεν έληξε τότε που έληξε η χορηγηθείσα με αυτήν άδεια λειτουργίας του επιδίκου συστήματος για την διαχείριση της κυκλοφορίας των οχημάτων. Αντίθετη μειοψηφία. Η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το πληττόμενο μέρος της, έπαυσε να ισχύει από την δημοσίευση του ν. 3625/2007, η οποία έλαβε χώρα μετά την αρχική συζήτηση της υποθέσεως, αλλά πριν από την ανασυζήτησή της. Δεν απαιτείται προηγουμένως να ερευνηθεί η συμφωνία των ρυθμίσεων του νεωτέρου νόμου προς το Σύνταγμα. Κρίση του Δικαστηρίου περί του κύρους των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του ν. 3625/2007, με τον οποίο θεσπίζονται για το μέλλον νέοι κανόνες δικαίου προς ρύθμιση της χρήσεως συστημάτων κλειστού κυκλώματος τηλεοράσεως και όχι ατομικές ρυθμίσεις, θα είχε τον χαρακτήρα γνωμοδοτήσεως. Τέτοια αρμοδιότητα γνωμοδοτήσεως περί της συμφωνίας ή μη προς το Σύνταγμα νόμου, που δεν επηρεάζει αμέσως την εκκρεμή διαφορά, προς τον σκοπό, ενδεχομένως, της καθοδηγήσεως των δημοσίων οργάνων που θα κληθούν να τον εφαρμόσουν, δεν χορηγείται στο Δικαστήριο από το Σύνταγμα, το οποίο καθιερώνει γνωμοδοτική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου μόνον για την θέσπιση κανονιστικών ρυθμίσεων με διάταγμα. Η συμφωνία ή μη προς το Σύνταγμα νεωτέρου νόμου, μάλιστα δε μόνον προς τα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1, 26 και 95 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος, ερευνάται από το Δικαστήριο μόνον σε περιπτώσεις που με τον νεώτερο νόμο ο νομοθέτης επεμβαίνει προς ρύθμιση, υπέρ της διαδίκου διοικητικής αρχής και όχι υπέρ του αιτούντος, διαφοράς που είναι ήδη εκκρεμής ενώπιον του Δικαστηρίου, είτε κυρώνοντας, αναδρομικώς ή μη, ατομική διοικητική πράξη, της οποίας επιδιώκεται η ακύρωση, είτε καταργώντας αναδρομικώς την πράξη, της οποίας ζητείται η ακύρωση, θεσπίζοντας, ενδεχομένως, ο ίδιος ατομική ρύθμιση. Απορρίπτεται σχετικός λόγος ακύρωσης. Ο ισχυρισμός της Αρχής ότι ο ν. 3625/2007 δεν επηρεάζει το αντικείμενο της προκειμένης δίκης, είναι απορριπτέος, διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη εκδοχή ότι η παράγραφος 1 του άρθρου 8 αυτού δεν αναφέρεται και στις αστυνομικές αρχές, ενώ η διάταξη αυτή καταλαμβάνει και τις αρχές αυτές, εφόσον τελούν υπό την εποπτεία των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών. Το αιτούν Ελληνικό Δημόσιο προβάλλει ότι έχει ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για την συνέχιση της δίκης, εφόσον επιβλήθηκε, με απόφαση της Αρχής, κατά της οποίας το Δημόσιο έχει ασκήσει αίτηση ακυρώσεως, πρόστιμο για παραβάσεις όρων, που έχουν τεθεί με την ήδη προσβαλλόμενη απόφαση της Αρχής. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός πρέπει να απορριφθεί, ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι στο Δημόσιο το πρόστιμο επιβλήθηκε όχι για παράβαση της προσβαλλόμενης αποφάσεως της Αρχής, κατά το προσβαλλόμενο μέρος, αλλά για παράβαση του μέρους της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά του οποίου το Δημόσιο δεν έχει ασκήσει αίτηση ακυρώσεως. Κηρύσσεται κατηργημένη η παρούσα δίκη. Η αίτηση εισήχθη στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της πράξης του Προέδρου, λόγω της σπουδαιότητάς της.

  

Αριθμός 1661/2009

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Ιανουαρίου 2008, με την εξής σύνθεση: Γ. Παναγιωτόπουλος, Πρόεδρος, Φ. Αρναούτογλου, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Ν. Σακελλαρίου, Αικ. Συγγούνα, Ν. Ρόζος, Αν. Γκότσης, Αθ. Ράντος, Ε. Σαρπ, Χ. Ράμμος, Ν. Μαρκουλάκης, Στ. Χαραλάμπους, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνης, Αικ. Σακελλαροπούλου, Δ. Αλεξανδρής, Α.-Γ. Βώρος, Γ. Ποταμιάς, Ι. Γράβαρης, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Ι. Ζόμπολας, Σ. Μαρκάτης, Δ. Γρατσίας, Β. Γρατσίας, Α. Ντέμσιας, Σ. Παραμυθιώτης, Φ. Ντζίμας, Σ. Χρυσικοπούλου, Ηρ. Τσακόπουλος, Β. Καλαντζή, Σύμβουλοι, Α. Σταθάκης, Β. Ανδρουλάκης, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Β. Μανωλόπουλος.

Για να δικάσει την από 3 Οκτωβρίου 2005 αίτηση:

των Υπουργών: 1) Οικονομίας και Οικονομικών και 2) Δημόσιας Τάξης, οι οποίοι παρέστησαν με τον Παν. Παναγιωτουνάκο, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους,

κατά της ανεξάρτητης διοικητικής αρχής με την επωνυμία «ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ», που εδρεύει στην Αθήνα (Κηφισίας 1), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Νικ. Φραγκάκη (Α.Μ. 4166), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 22 Νοεμβρίου 2007 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 εδάφ. α του π.δ. 18/1989.

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η 58/2005 απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγητού, Συμβούλου, Ε. Σαρπ.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον εκπρόσωπο των Υπουργών, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, και τον πληρεξούσιο της ανεξάρτητης αρχής, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλλου προκύπτουν τα εξής : Για την εξυπηρέτηση των αναγκών της κυκλοφορίας, καθώς και την εξασφάλιση της προστασίας των προσώπων κατά την διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004, με την υπ` αριθ. 28/6.4.2004 (Α.Π. 952/3.5.2004) απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα κρίθηκε νόμιμη η λειτουργία, για το χρονικό διάστημα από 1.7.2004 έως 4.10.2004, συστήματος κλειστού κυκλώματος τηλεοράσεως (CCTV), το οποίο εντάσσεται στο πλαίσιο του συστήματος C4I (που δημιουργήθηκε για τις ανάγκες της ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας) και το οποίο αποτελείται από 293 εικονολήπτες (δηλαδή μηχανήματα λήψεως εικόνας και ήχου) τοποθετημένους στο οδικό δίκτυο της Αττικής. Το σύστημα αυτό, το οποίο παρέλαβε το Δημόσιο από τον προμηθευτή προς χρήση μόνον, λειτούργησε κατά την διάρκεια των Ολυμπιακών και των Παραολυμπιακών Αγώνων έως τις 4.10.2004 για τον προαναφερθέντα σκοπό (δηλαδή την εξυπηρέτηση των αναγκών της κυκλοφορίας και την προστασία προσώπων). Η Αρχή, με την υπ` αριθ. 63/18.11.2004 (Α.Π. 2724/24.11.2004) απόφασή της, επέτρεψε την παράταση της λειτουργίας του ανωτέρω κυκλώματος, καθώς και 49 εικονοληπτών της Ελληνικής Αστυνομίας, που προϋπήρχαν της εγκαταστάσεως του συστήματος C4I, για χρονικό διάστημα έξι ακόμη μηνών και, συγκεκριμένα, από 25.11.2004 έως 24.5.2005, προς τον σκοπό και μόνον της διαχειρίσεως της κυκλοφορίας των οχημάτων, απαγόρευσε δε την χρήση του και την αξιοποίηση των δεδομένων που συλλέγονται μέσω του ανωτέρω κυκλώματος για οποιονδήποτε άλλον λόγο. Με το υπ` αριθ. πρωτ. 2004-1/17/32-ρια/23.5.2005 έγγραφο του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας ζητήθηκε αφενός μεν η ανανέωση, για ένα έτος (δηλαδή από 25.5.2005 έως 24.5.2006), της εγκρίσεως λειτουργίας του ανωτέρω συστήματος κλειστού κυκλώματος τηλεοράσεως και των προϋπαρχόντων αυτού 49 εικονοληπτών για την διαχείριση της κυκλοφορίας, αφετέρου δε η επέκταση της χρησιμοποιήσεως του εν λόγω συστήματος για την προστασία προσώπων και αγαθών, καθώς και η άρση ορισμένων από τους περιορισμούς που είχαν τεθεί με την προαναφερθείσα, υπ` αριθ. 63/24.11.2004, απόφαση της Αρχής. Με την υπ` αριθ. 58/2.8.2005 (Α.Π. 3092/12.8.2005) απόφαση της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων έγινε εν μέρει δεκτή η υποβληθείσα με το ανωτέρω έγγραφο του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας αίτηση. Ειδικότερα, με την τελευταία αυτή απόφαση απερρίφθη το αίτημα να επεκταθεί η χρησιμοποίηση του ανωτέρω συστήματος κλειστού κυκλώματος τηλεοράσεως και για την προστασία προσώπων και αγαθών, ενώ επετράπη η παράταση της λειτουργίας του εν λόγω συστήματος (ήτοι των αναφερθέντων 293 μηχανημάτων λήψεως εικόνας και ήχου του συστήματος C4I και των 49 εικονοληπτών που προϋπήρχαν της εγκαταστάσεως του συστήματος τούτου) μέχρι τις 24.5.2006 για το σκοπό της διαχειρίσεως της κυκλοφορίας οχημάτων, με τις ακόλουθες προϋποθέσεις : α) Απαγόρευση της χρήσεως του συστήματος και της αξιοποιήσεως των συλλεγόμενων δεδομένων για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από τη διαπίστωση παραβάσεων κατά την νόμιμη και σύμφωνη με τους όρους της εν λόγω αποφάσεως λειτουργίας του. β) Λειτουργία μόνον εκείνων των εικονοληπτών, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε οδικούς άξονες μεγάλης κυκλοφορίας, για τη διαχείριση της οποίας είναι απαραίτητη η χρήση τους. Απαγόρευση της λειτουργίας των εικονοληπτών που είναι εγκατεστημένοι σε δρόμους περιορισμένης κυκλοφορίας, σε πλατείες, πάρκα, πεζοδρόμους και χώρους συναθροίσεως πολιτών (π.χ. εισόδους θεάτρων) και υποχρέωση αφαιρέσεως των ήδη εγκατεστημένων σε τέτοιες θέσεις εικονοληπτών, 32 από τους οποίους προσδιορίσθηκαν συγκεκριμένα με αναφορά στον αριθμό που φέρουν στο υποβληθέν από τον υπεύθυνο επεξεργασίας του συστήματος χωροδιάγραμμα (133, 138, 149, 150, 151, 152, 158, 159, 161, 162, 163, 165, 170, 173, 176, 177, 178, 180, 181, 183, 186, 188, 189, 227, 231, 232, 233, 236, 274, 275, 283, 285). γ) Λειτουργία των εικονοληπτών κατά τρόπο, ώστε να μην είναι δυνατή η λήψη και η καταγραφή εικόνων της εισόδου ή του εσωτερικού κατοικιών. Ρύθμιση τέτοια, ώστε οι εικονολήπτες να είναι σταθεροί ή να επιτρέπεται η προβολή ορισμένων περιοχών μέσω κατάλληλων περιορισμών της οπτικής γωνίας, κλίσης και ζουμ. δ) Απαγόρευση της λήψεως και καταγραφής ήχου και απομάκρυνση μικροφώνων από τους στύλους όπου έχουν τοποθετηθεί. ε) Απαγόρευση λειτουργίας εικονοληπτών που είναι εγκατεστημένοι σε διασταυρώσεις ή οδικούς άξονες, όταν σε αυτούς έχει διακοπεί η κυκλοφορία των οχημάτων, όπως π.χ. κατά την διάρκεια εκδηλώσεων, διαδηλώσεων, κ.λπ.. στ) Παρακολούθηση και έλεγχος του συστήματος μόνον από τον Θάλαμο Επιχειρήσεων Παρακολούθησης και Ελέγχου Κυκλοφορίας της Διευθύνσεως Τροχαίας, όπου θα τηρείται η βάση δεδομένων και ο εξοπλισμός, που υποστηρίζει την επεξεργασία των δεδομένων, καθώς και απαγόρευση προσβάσεως στο σύστημα ή διαθέσεώς του σε οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία εκτός από την Διεύθυνση Τροχαίας. ζ) Απαγόρευση διαβιβάσεως δεδομένων σε τρίτους. η) Τήρηση των δεδομένων το πολύ για επτά ημέρες, μετά την παρέλευση των οποίων πρέπει να διαγράφονται. θ) Τήρηση μέτρων ασφαλείας του συστήματος επεξεργασίας και αποθηκεύσεως δεδομένων. ι) Προειδοποίηση των εισερχομένων στην εμβέλεια των εικονοληπτών με τρόπο πρόσφορο και σαφή (επαρκής αριθμός ευδιάκριτων πινακίδων σε εμφανή σημεία) ότι βιντεοσκοπούνται, καθώς και ενημέρωσή τους για το σκοπό της βιντεοσκοπήσεως. Στην συνέχεια, με το υπ` αριθ. πρωτ. 7001/2/358-μστ/24.5.2006 έγγραφο του Αναπληρωτή Διευθυντή της Γενικής Αστυνομικής Διευθύνσεως Αττικής της Ελληνικής Αστυνομίας ζητήθηκε η ανανέωση της εγκρίσεως λειτουργίας του ανωτέρω συστήματος κλειστού κυκλώματος τηλεοράσεως και των προϋπαρχόντων και συνδεδεμένων με αυτό 49 εικονοληπτών για την διαχείριση της κυκλοφορίας για δύο ακόμη έτη. Με την υπ` αριθ. 39/6.7.2006 (Α.Π. 169/7.7.2006) απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα εγκρίθηκε η παράταση της λειτουργίας του συστήματος, για τον σκοπό της διαχειρίσεως της κυκλοφορίας, έως τις 24.5.2007, υπό τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που αναφέρονται στην προγενέστερη, υπ` αριθ. 58/2005, απόφαση της Αρχής, αφού ελήφθη υπόψη η μη ουσιώδης μεταβολή των λόγων, στους οποίους είχε βασισθεί η απόφαση αυτή.

2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκείται νομίμως χωρίς την καταβολή παραβόλου, το Ελληνικό Δημόσιο, εκπροσωπούμενο από τους Υπουργούς Οικονομικών και Δημοσίας Τάξεως, ζητεί την ακύρωση της προαναφερθείσης, υπ` αριθ. 58/2.8.2005, αποφάσεως της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, καθό μέρος με αυτήν απερρίφθη το αίτημα της Ελληνικής Αστυνομίας για την χρησιμοποίηση του επιμάχου συστήματος και για άλλους σκοπούς, πλην εκείνου της διαχειρίσεως της κυκλοφορίας οχημάτων και, συγκεκριμένα, για την προστασία προσώπων και αγαθών, και διετάχθη η αφαίρεση των ανηκόντων στο σύστημα αυτό εικονοληπτών, οι οποίοι, ως εκ της θέσεως, στην οποία είναι εγκατεστημένοι, δεν εξυπηρετούν τον σκοπό της διαχειρίσεως της κυκλοφορίας.

3. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως συζητήθηκε ενώπιον της Ολομελείας του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 12.1.2007. Πριν περατωθεί, όμως, η διάσκεψη επί της υποθέσεως, απεβίωσε στις 8 Νοεμβρίου 2007 ο Σύμβουλος της Επικρατείας Ν. Ντούβας, ο οποίος είχε συμμετάσχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου. Για το λόγο αυτό, η κρινόμενη αίτηση εισάγεται προς ανασυζήτηση, με βάση την από 22.11.2007 πράξη του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας και σύμφωνα με το άρθρο 307 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. 4. Επειδή, με την παράγραφο 1 του άρθρου 15 του ν. 2472/1997 (ΦΕΚ Α΄ 50), ο οποίος έχει τον τίτλο «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», συνεστήθη «Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Αρχή)» με αποστολή την εποπτεία της εφαρμογής του εν λόγω νόμου και άλλων ρυθμίσεων που αφορούν στην προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Το άρθρο 19 παρ. 9 του ανωτέρω ν. 2472/1997 ορίζει στα δύο πρώτα εδάφια αυτού ότι «Ένδικα βοηθήματα κατά των αποφάσεων της Αρχής μπορεί να ασκεί και το Δημόσιο. Το ένδικο βοήθημα ασκεί ο κατά περίπτωση αρμόδιος υπουργός. …». Στην προκειμένη περίπτωση, ο Υπουργός Δημοσίας Τάξεως, ο οποίος προΐσταται της Ελληνικής Αστυνομίας, κατόπιν αιτήσεως του Αρχηγού της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, παραδεκτώς ασκεί την κρινόμενη αίτηση ως αρμόδιος καθ` ύλην για την προκειμένη υπόθεση Υπουργός, σύμφωνα με την παρατεθείσα ανωτέρω διάταξη του άρθρου 19 παρ. 9 του ν. 2472/1997. Αντιθέτως, ο Υπουργός Οικονομικών δεν νομιμοποιείται για την άσκηση της εν λόγω αιτήσεως, διότι δεν μπορεί να θεωρηθεί στην προκειμένη περίπτωση ως «αρμόδιος» Υπουργός, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως.

5. Επειδή, με το άρθρο 1 του π.δ/τος 205/2007 (ΦΕΚ Α΄ 231/19.9.2007) ορίσθηκε ότι «1. Το Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης συγχωνεύονται στο Υπουργείο Εσωτερικών. 2. Όλες οι Υπηρεσίες, κεντρικές και περιφερειακές, τα όργανα, οι θέσεις και το προσωπικό των συγχωνευομένων Υπουργείων αποτελούν εφεξής υπηρεσίες, όργανα, θέσεις και προσωπικό του Υπουργείου Εσωτερικών. Στο Υπουργείο Εσωτερικών υπάγονται επίσης τα σώματα ασφαλείας, … που εποπτεύονται από τα συγχωνευόμενα Υπουργεία. 3. … 4. Στο Υπουργείο Εσωτερικών περιέρχονται οι αρμοδιότητες των συγχωνευόμενων Υπουργείων Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Δημόσιας Τάξης και των υπαγομένων σε αυτά υπηρεσιακών μονάδων. 5. Όπου σε διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας αναφέρεται … ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης, νοείται εφεξής ο Υπουργός Εσωτερικών. 6. …». Ενόψει των ανωτέρω διατάξεων του π.δ/τος 205/2007, νομίμως παρέστη κατά την ανασυζήτηση της κρινομένης αιτήσεως ενώπιον της Ολομελείας του Δικαστηρίου, η οποία έλαβε χώρα μετά την έναρξη της ισχύος του εν λόγω π.δ/τος 205/2007, ο Υπουργός Εσωτερικών.

6. Επειδή, το άρθρο 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989 ορίζει ότι «Καταργείται … η δίκη αν μετά την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως και έως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης η προσβαλλόμενη πράξη έπαυσε για οποιοδήποτε λόγο να ισχύει, εκτός αν ο αιτών επικαλείται ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης. …». Εξάλλου, το άρθρο 307 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ήδη π.δ. 503/1985), το οποίο είναι εφαρμοστέο αναλόγως και στις δίκες ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, δοθέντος ότι δεν υφίστανται διατάξεις που να ρυθμίζουν το σχετικό ζήτημα στην νομοθεσία για το εν λόγω Δικαστήριο, ορίζει τα εξής, υπό τον τίτλο «Αδυναμία έκδοσης απόφασης – Επανάληψη συζήτησης» : «Αν για οποιοδήποτε λόγο που παρουσιάστηκε μετά το τέλος της συζήτησης είναι αδύνατο να εκδοθεί η απόφαση, η συζήτηση επαναλαμβάνεται αφού οριστεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση. Ο ορισμός της δικασίμου μπορεί να γίνει και η κλήση για τη συζήτηση μπορεί να κοινοποιηθεί με την επιμέλεια είτε κάποιου διαδίκου, είτε της γραμματείας του δικαστηρίου. Το ίδιο εφαρμόζεται και όταν το δικαστήριο διατάζει να επαναληφθεί η συζήτηση. …».

7. Επειδή, με την παρατεθείσα στην προηγούμενη σκέψη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 32 του π.δ/τος 18/1989 καθιερώνεται, για την αποτροπή της διεξαγωγής ασκόπων δικών, ο δικονομικός κανόνας της κηρύξεως της δίκης κατηργημένης, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, έως την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, έχει παύσει να ισχύει η προσβληθείσα με την αίτηση ακυρώσεως πράξη. Κατά την διάταξη, όμως, αυτή η παύση της ισχύος της πράξεως δεν συνεπάγεται πάντοτε την κήρυξη της δίκης κατηργημένης. Εφόσον δε η πράξη δεν ανατρέπεται εξ υπαρχής, αλλά παύει να ισχύει για το μέλλον, οι τυχόν βλαπτικές για τον αιτούντα διοικητικής φύσεως συνέπειες, που δημιουργήθηκαν κατά την διάρκεια της ισχύος της και διατηρούνται και μετά την λήξη της ισχύος της, συνιστούν λόγο συνεχίσεως της δίκης, εάν ο αιτών τις επικαλεσθεί και τις αποδείξει, προκειμένου να επιτύχει δια της ακυρώσεως της πράξεως την άρση των εν λόγω συνεπειών. Στην περίπτωση αυτή το έννομο συμφέρον του αιτούντος για την συνέχιση της δίκης είναι προσωπικό και, επομένως, το Δικαστήριο, χωρίς την επίκληση των δυσμενών αυτών συνεπειών, δεν μπορεί να προβεί αυτεπαγγέλτως στην συνέχιση της δίκης. Εξάλλου, κατά την έννοια της προαναφερθείσης διατάξεως του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989, σε περίπτωση που καταστεί αδύνατη η έκδοση αποφάσεως επί συζητηθείσης υποθέσεως και, για το λόγο αυτό, επακολουθήσει ανασυζήτηση αυτής, κατά το άρθρο 307 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η αρχική συζήτηση θεωρείται ότι ματαιώθηκε και ως πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, για να κριθεί αν συντρέχει περίπτωση κηρύξεως της δίκης κατηργημένης, κατά την ανωτέρω διάταξη του π.δ/τος 18/1989, θεωρείται η ανασυζήτηση αυτής (βλ. Σ.τ.Ε. 3824/1997). Συνεπώς, εάν κατά τον χρόνο αυτόν έχει παύσει η ισχύς της προσβαλλομένης πράξεως και δεν καταλείπονται βλαπτικές για τον αιτούντα διοικητικής φύσεως συνέπειες, δεν συντρέχει λόγος που να δικαιολογεί την συνέχιση της δίκης. Ενόψει δε του σκοπού, για τον οποίο έχει θεσπισθεί η διάταξη του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989, της αποφυγής δηλαδή της διεξαγωγής ασκόπων δικών, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η αδυναμία εκδόσεως αποφάσεως κατόπιν της αρχικής συζητήσεως της υποθέσεως οφείλεται σε λόγους που δεν συνδέονται με το πρόσωπο του αιτούντος. Κατά την γνώμη, όμως, των Συμβούλων Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Ν. Ρόζου, Χρ. Ράμμου, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνη, Αικ. Σακελλαροπούλου, Α.-Γ. Βώρου, Ι. Γράβαρη, Γ. Τσιμέκα, Σ. Μαρκάτη, Δ. Γρατσία και Α. Ντέμσια, προς την οποία ετάχθη και ο Πάρεδρος Α. Σταθάκης, κατά την έννοια του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989, ως πρώτη συζήτηση της υποθέσεως νοείται κάθε συζήτηση, η οποία έλαβε χώρα επ` ακροατηρίου και περατώθηκε νομοτύπως, ασχέτως εάν, για λόγους επιγενομένους της συζητήσεως αυτής και, πάντως, μη συνδεομένους προς το πρόσωπο του αιτούντος, δεν εκδόθηκε τελικώς απόφαση επί της υποθέσεως. Η ερμηνεία αυτή της ανωτέρω διατάξεως, η οποία επιβάλλεται σε περίπτωση που αιτών είναι διοικούμενος, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ενόψει του κατοχυρωμένου από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας, ισχύει, για λόγους ενότητας στην εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως, αλλά και προς αποφυγή αποδυναμώσεως του θεμελιώδους για το Κράτος Δικαίου ακυρωτικού ελέγχου του Συμβουλίου της Επικρατείας, και στην περίπτωση που αιτών είναι το ίδιο το Δημόσιο, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση.

8. Επειδή, κατά τα εκτεθέντα στην τρίτη σκέψη, η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως συζητήθηκε κατά την δικάσιμο της 12.1.2007. Πριν, όμως, περατωθεί η διάσκεψη επί της υποθέσεως, απεβίωσε ο Σύμβουλος της Επικρατείας Νικόλαος Ντούβας, ο οποίος είχε λάβει μέρος στην συνεδρίαση του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο εκείνη, συνεπεία δε του γεγονότος αυτού κατέστη αδύνατη η έκδοση αποφάσεως. Με τα δεδομένα αυτά, πρώτη συζήτηση της κρινομένης αιτήσεως, προκειμένης εφαρμογής της διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 32 του π.δ/τος 18/1989, είναι η δικάσιμος της 11.1.2008, κατά την οποία εχώρησε η ανασυζήτηση αυτής και ενόψει της οποίας θα κριθεί αν, υπό τα δεδομένα της συγκεκριμένης υποθέσεως, συντρέχει περίπτωση κηρύξεως της δίκης κατηργημένης. Κατά την παρατεθείσα, όμως, στην προηγούμενη σκέψη μειοψηφήσασα γνώμη, πρώτη συζήτηση της υποθέσεως στην προκειμένη περίπτωση είναι η συζήτηση της 12.1.2007, ενόψει της οποίας θα κριθεί αν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση κηρύξεως κατηργημένης της ανοιγείσης με την κρινόμενη αίτηση δίκης.

9. Επειδή, η υπ` αριθ. 58/2005 απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, κατά το μέρος που προσβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως, κατά το μέρος δηλαδή που με αυτήν απερρίφθη το αίτημα της Ελληνικής Αστυνομίας να επιτραπεί η επέκταση της χρησιμοποιήσεως του επιδίκου συστήματος κλειστού κυκλώματος τηλεοράσεως και των προϋπαρχόντων και συνδεδεμένων με αυτό 49 εικονοληπτών και για άλλους σκοπούς πέραν της διαχειρίσεως της κυκλοφορίας των οχημάτων και διετάχθη η αφαίρεση ορισμένων από τους ανήκοντες στο σύστημα αυτό εικονοληπτών, δεν έχει περιορισμένη χρονική ισχύ. Και ναι μεν η Ελληνική Αστυνομία, με το υπ` αριθ. πρωτ. 2004- 1/32-ρια/23.5.2005 έγγραφο του Αρχηγού της, είχε ζητήσει την άδεια να χρησιμοποιήσει το σύστημα και για άλλους σκοπούς πέραν της διαχειρίσεως της κυκλοφορίας των οχημάτων για περιορισμένο χρονικό διάστημα (και συγκεκριμένα από 25.5.2005 έως 24.5.2006), από το παρατεθέν, όμως, στην πρώτη σκέψη περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα δεν περιορίσθηκε στην απόρριψη του συγκεκριμένης χρονικής ισχύος αιτήματος επεξεργασίας δεδομένων από την Ελληνική Αστυνομία, αλλά απαγόρευσε στο διηνεκές οποιαδήποτε άλλη χρήση του συστήματος εικονοληπτών πέραν εκείνης που αφορά στην διαχείριση της κυκλοφορίας των οχημάτων. Υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορεί και το γεγονός ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση επιβλήθηκε στην Ελληνική Αστυνομία όχι μόνον η υποχρέωση να μεριμνήσει για την μη λειτουργία των εικονοληπτών, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε τέτοιες θέσεις, ώστε να μην εξυπηρετούν, κατά την άποψη της Αρχής, την διαχείριση της κυκλοφορίας των οχημάτων, αλλά και η υποχρέωση, που δεν περιορίζεται χρονικώς και η τήρηση της οποίας οδηγεί σε μη αναστρέψιμα, ή, εν πάση περιπτώσει, σε δυσχερώς αναστρέψιμα αποτελέσματα, να απεγκαταστήσει και να απομακρύνει συγκεκριμένο αριθμό εικονοληπτών, οι οποίοι, ως εκ της θέσεώς τους, δεν εξυπηρετούν, κατά την Αρχή, τον ανωτέρω σκοπό. Συνεπώς, η ισχύς της προσβαλλομένης πράξεως, κατά το πληττόμενο μέρος της, δεν έληξε στις 24.5.2006, οπότε, αντιθέτως, έληξε η χορηγηθείσα με αυτήν άδεια λειτουργίας του επιδίκου συστήματος για την διαχείριση της κυκλοφορίας των οχημάτων. Μειοψήφησαν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου και οι Σύμβουλοι Φ. Αρναούτογλου, Ν. Σακελλαρίου, Αθ. Ράντος, Ν. Μαρκουλάκης, Σ. Χαραλάμπους, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Δ. Αλεξανδρής, Α.-Γ. Βώρος, Γ. Ποταμιάς, Ε. Αντωνόπουλος, Ι. Ζόμπολας, Φ. Ντζίμας και Σ. Χρυσικοπούλου, οι οποίοι διετύπωσαν την εξής γνώμη : Η προσβαλλόμενη πράξη, κατά το μέρος που με αυτήν απερρίφθη το αίτημα της Ελληνικής Αστυνομίας να της επιτραπεί να χρησιμοποιήσει το επίμαχο σύστημα και για σκοπούς άλλους, εκτός από την διαχείριση της κυκλοφορίας των οχημάτων, έχει περιορισμένη χρονική ισχύ, εφόσον με το αίτημα αυτό η Ελληνική Αστυνομία ρητώς ζήτησε την χορήγηση σχετικής άδειας για περιορισμένο χρονικό διάστημα (από 25.5.2005 έως 24.5.2006). Oτι και η Αρχή απέρριψε το αίτημα, θεωρώντας ότι αφορά περιορισμένο χρονικό διάστημα, συνάγεται και από την διατύπωση της ίδιας της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «μέχρι σήμερα» δεν υπάρχει ειδική, συγκεκριμένη και σημαντική απειλή για τη δημόσια ασφάλεια και την έννομη τάξη και ότι «αυτό δεν αποκλείει το ενδεχόμενο, σε περίπτωση έκτακτης και ειδικής ανάγκης, να επιτραπεί η χρήση δεδομένων για άλλο σκοπό, αλλά μόνο μετά από ειδική άδεια της Αρχής, η οποία εκδίδεται κατόπιν υποβολής ειδικού και συγκεκριμένου αιτήματος του υπεύθυνου επεξεργασίας». Συνεπώς, κατά την μειοψηφήσασα αυτή γνώμη, η ισχύς της προσβαλλομένης πράξεως έληξε, κατά το πληττόμενο μέρος της, στις 24.5.2006 και, ως εκ τούτου, θα έπρεπε να εξετασθεί, στην συνέχεια, αν, ενόψει της λήξεως της ισχύος της προσβαλλομένης πράξεως, συντρέχει περίπτωση κηρύξεως της δίκης κατηργημένης, κατά το άρθρο 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989.

10. Επειδή, μετά την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως και μετά την αρχική συζήτηση της υποθέσεως κατά την δικάσιμο της 12.1.2007, δημοσιεύθηκε ο ν. 3625/2007 (ΦΕΚ Α΄ 290/24.12.2007). Με την παράγραφο 1 του άρθρου ογδόου του εν λόγω ν. 3625/2007 αντικαταστάθηκε η παράγραφος 2 του άρθρου 3 του ν. 2472/1997 και ορίσθηκε ότι οι διατάξεις του νόμου τούτου «δεν εφαρμόζονται στην επεξεργασία δεδομένων η οποία πραγματοποιείται : α) … β) από τις δικαστικές – εισαγγελικές αρχές και τις υπηρεσίες που ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία τους στο πλαίσιο της απονομής της δικαιοσύνης ή για την εξυπηρέτηση των αναγκών της λειτουργίας τους με σκοπό τη βεβαίωση εγκλημάτων, που τιμωρούνται ως κακουργήματα ή πλημμελήματα με δόλο και ιδίως εγκλημάτων κατά της ζωής, … κατά της προσωπικής ελευθερίας, κατά της ιδιοκτησίας, κατά των περιουσιακών δικαιωμάτων, παραβάσεων της νομοθεσίας περί ναρκωτικών, επιβουλής της δημοσίας τάξης, … Ως προς τα ανωτέρω εφαρμόζονται οι ισχύουσες ουσιαστικές και δικονομικές ποινικές διατάξεις. Στις περιπτώσεις άσκησης από τους πολίτες του δικαιώματος του συνέρχεσθαι κατά το άρθρο 11 του Συντάγματος επιτρέπεται η απλή λειτουργία συσκευών καταγραφής ήχου ή εικόνας ή άλλων ειδικών τεχνικών μέσων με σκοπό την καταγραφή, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του επόμενου εδαφίου. Η καταγραφή ήχου ή εικόνας με οποιασδήποτε τεχνικής μορφής συσκευές με σκοπό τη βεβαίωση τέλεσης των παραπάνω εγκλημάτων γίνεται μόνον κατόπιν εντολής εκπροσώπου της εισαγγελικής αρχής και εφόσον επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Σκοπός της καταγραφής αυτής είναι μόνον η χρησιμοποίηση του βεβαιούντος την τέλεση των εγκλημάτων υλικού ως αποδεικτικού στοιχείου ενώπιον οποιασδήποτε ανακριτικής, εισαγγελικής αρχής και δικαστηρίου. Η επεξεργασία κάθε άλλου υλικού που δεν είναι αναγκαίο προς εξυπηρέτηση του παραπάνω σκοπού για τη βεβαίωση των εγκλημάτων απαγορεύεται, το δε σχετικό υλικό καταστρέφεται με πράξη του αρμόδιου Εισαγγελέα». Από την δημοσίευση του ανωτέρω ν. 3625/2007 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το ζήτημα της δυνατότητας συλλογής και επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων μέσω του επιδίκου συστήματος ρυθμίσθηκε για τον εφεξής χρόνο με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του νόμου τούτου. Με τις διατάξεις αυτές καθορίζονται οι αρχές που μπορούν να συλλέγουν και να επεξεργάζονται προσωπικά δεδομένα, μεταξύ των οποίων είναι και οι αστυνομικές αρχές, ως αρχές οι οποίες τελούν υπό την εποπτεία των δικαστικών – εισαγγελικών αρχών στο πλαίσιο της απονομής της δικαιοσύνης (βλ. άρθρα 13 και 33 παρ. 1 περ. γ΄ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ήδη π.δ. 258/1986, ΦΕΚ Α΄ 121, και άρθρα 24 παρ. 5 περ. β΄ και 25 παρ. 1 περ. δ΄ του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, ΦΕΚ Α΄ 35), τα προσωπικά δεδομένα, των οποίων επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία, καθώς και ο σκοπός, που μπορεί να επιδιώκεται με την συλλογή και την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων. Ενόψει αυτών η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το πληττόμενο με την κρινόμενη αίτηση μέρος της, κατά το μέρος δηλαδή που με αυτήν απερρίφθη το αίτημα της Ελληνικής Αστυνομίας να επιτραπεί η επέκταση της χρησιμοποιήσεως του επιδίκου συστήματος κλειστού κυκλώματος τηλεοράσεως και των προϋπαρχόντων και συνδεδεμένων με αυτό 49 εικονοληπτών και για άλλους σκοπούς πέραν της διαχειρίσεως της κυκλοφορίας των οχημάτων και διετάχθη η αφαίρεση ορισμένων από τους ανήκοντες στο σύστημα αυτό εικονοληπτών, που είναι εγκατεστημένοι σε θέσεις τέτοιες, ώστε δεν εξυπηρετούν, κατά την Αρχή, την διαχείριση της κυκλοφορίας, έπαυσε να ισχύει από την δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του ν. 3625/2007, η οποία έλαβε χώρα μετά την αρχική συζήτηση της υποθέσεως, αλλά πριν από την ανασυζήτησή της. Ενόψει τούτου και λαμβανομένου υπόψη ότι, κατά τα εκτεθέντα στην έβδομη σκέψη, επί επαναλήψεως της συζητήσεως, κατά το άρθρο 307 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ως πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, προκειμένης της εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989, νοείται η νέα συζήτηση, τίθεται εν προκειμένω ζήτημα εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως του π.δ/τος 18/1989. Για να κριθεί δε το ζήτημα αυτό δεν απαιτείται προηγουμένως να ερευνηθεί η συμφωνία των ρυθμίσεων του νεωτέρου νόμου προς το Σύνταγμα, διότι τούτο θα οδηγούσε σε έρευνα ζητήματος ασχέτου προς την επίλυση της εκκρεμούς διαφοράς, η οποία αφορά στο κύρος της προσβαλλομένης πράξεως, που εκδόθηκε υπό την ισχύ νομοθετικού καθεστώτος, το οποίο δεν ρύθμιζε ειδικώς την χρήση συστημάτων κλειστού κυκλώματος τηλεοράσεως σε δημόσιους χώρους από αστυνομικές αρχές, με συνέπεια τυχόν πλημμέλειες του νεωτέρου νόμου να μην αποτελούν και πλημμέλειες της προσβαλλομένης πράξεως. Υπό τα δεδομένα αυτά, κρίση του Δικαστηρίου περί του κύρους των διατάξεων της παραγράφου 1 του ογδόου άρθρου του νεωτέρου ν. 3625/2007, με τον οποίο θεσπίζονται για το μέλλον νέοι κανόνες δικαίου προς ρύθμιση της χρήσεως συστημάτων κλειστού κυκλώματος τηλεοράσεως και όχι ατομικές ρυθμίσεις, θα είχε πράγματι τον χαρακτήρα γνωμοδοτήσεως. Τέτοια, όμως, αρμοδιότητα γνωμοδοτήσεως περί της συμφωνίας ή μη προς το Σύνταγμα νόμου, που δεν επηρεάζει αμέσως την εκκρεμή διαφορά, προς τον σκοπό, ενδεχομένως, της καθοδηγήσεως των δημοσίων οργάνων που θα κληθούν να τον εφαρμόσουν, δεν χορηγείται στο Δικαστήριο από το Σύνταγμα, το οποίο καθιερώνει γνωμοδοτική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου μόνον για την θέσπιση κανονιστικών ρυθμίσεων με διάταγμα. Η συμφωνία ή μη προς το Σύνταγμα νεωτέρου νόμου, μάλιστα δε μόνον προς τα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1, 26 και 95 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος, ερευνάται από το Δικαστήριο μόνον σε περιπτώσεις που με τον νεώτερο νόμο ο νομοθέτης επεμβαίνει προς ρύθμιση, υπέρ της διαδίκου διοικητικής αρχής (και όχι υπέρ του αιτούντος), διαφοράς που είναι ήδη εκκρεμής ενώπιον του Δικαστηρίου, είτε κυρώνοντας, αναδρομικώς ή μη, ατομική διοικητική πράξη, της οποίας επιδιώκεται η ακύρωση, είτε καταργώντας αναδρομικώς την πράξη, της οποίας ζητείται η ακύρωση, θεσπίζοντας, ενδεχομένως, ο ίδιος ατομική ρύθμιση προς επίτευξη του σκοπού, που επεδίωκε με την καταργούμενη πράξη. Ενόψει των ανωτέρω, ο προβαλλόμενος με το από 18.1.2008 υπόμνημα ισχυρισμός της καθ` ης στρέφεται η κρινόμενη αίτηση Αρχής ότι «είναι προφανής η σημασία να κριθεί, επ` ευκαιρία της παρούσης δίκης», η αντισυνταγματικότητα των διατάξεων του άρθρου ογδόου του ν. 3625/2007 (και μάλιστα και της παραγράφου 3 αυτού, εφόσον στο ανωτέρω υπόμνημα γίνεται επίκληση αντισυνταγματικότητας ρυθμίσεως που θεσπίζεται με την εν λόγω παράγραφο και είναι άσχετη με τα τιθέμενα στην κρινόμενη υπόθεση ζητήματα), είναι απορριπτέος. Τούτο δε διότι με αυτόν επιδιώκεται να διαπιστωθεί η αντισυνταγματικότητα του νόμου τούτου όχι για την κατ` ουσίαν επίλυση της εκκρεμούς διαφοράς, αλλά για να επιλυθούν νομικά ζητήματα, άσχετα με το κύρος της προσβαλλομένης πράξεως, τα οποία ενδεχομένως θα ανακύψουν σε περίπτωση εκδόσεως πράξεων ή πραγματοποιήσεως ενεργειών με βάση τις ρυθμίσεις του νέου τούτου νόμου. Τέτοια δε ζητήματα, που, κατά την Αρχή, ανακύπτουν ενόψει των ρυθμίσεων του άρθρου ογδόου του ν. 3625/2007, είναι ο από την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου περιορισμός των αρμοδιοτήτων της, ο περιορισμός της ακυρωτικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας, όχι στα πλαίσια της εκκρεμούς διαφοράς, αλλά στο μέλλον, λόγω της αδυναμίας του Δικαστηρίου να ελέγξει τις πράξεις που θα εκδοθούν με βάση τον ν. 3625/2007, ο περιορισμός των δικαιωμάτων του συνέρχεσθαι, της ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητας και της ιδιωτικής ζωής και η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Εξάλλου, ο ισχυρισμός της Αρχής ότι ο ανωτέρω ν. 3625/2007 δεν επηρεάζει το αντικείμενο της προκειμένης δίκης, εφόσον η προσβαλλόμενη πράξη δεν αφορά στην χρήση του επιδίκου συστήματος από τις δικαστικές και εισαγγελικές αρχές, αλλά μόνον από τις αστυνομικές αρχές, είναι απορριπτέος, διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη εκδοχή ότι η παράγραφος 1 του ογδόου άρθρου του ν. 3625/2007 δεν αναφέρεται και στις αστυνομικές αρχές, ενώ, κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω, η διάταξη αυτή καταλαμβάνει και τις αρχές αυτές, εφόσον αυτές τελούν υπό την εποπτεία των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών.

Περαιτέρω, κατά την γνώμη των Συμβούλων Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Αικ. Συγγούνα, Ν. Μαρκουλάκη, Μ. Καραμανώφ, Δ. Γρατσία, Α. Ντέμσια και Ηρ. Τσακόπουλου, προς την οποία ετάχθη και ο Πάρεδρος Β. Ανδρουλάκης, ενόψει του νέου ν. 3625/2007, ο οποίος ρυθμίζει για το μέλλον την συλλογή και την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρος μέσω του επιδίκου συστήματος, ανεξαρτήτως δε της συμφωνίας ή μη αυτού προς υπερκείμενους κανόνες δικαίου, πάντως εξέλιπε πλέον το έννομο συμφέρον του αιτούντος Δημοσίου να επιδιώξει την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως, καθό μέρος με αυτήν απερρίφθη το αίτημά του να χρησιμοποιήσει το εν λόγω σύστημα και για σκοπούς άλλους πέραν της διαχειρίσεως της κυκλοφορίας των οχημάτων. Συνεπώς, κατά την γνώμη αυτή, η κρινόμενη αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, ελλείψει εννόμου συμφέροντος. Κατά την γνώμη, όμως, των Συμβούλων Ν. Ρόζου, Χρ. Ράμμου, Ι. Μαντζουράνη, Αικ. Σακελλαροπούλου, Α.-Γ. Βώρου και Σ. Μαρκάτη, προς την οποία ετάχθη και ο Πάρεδρος Αντ. Σταθάκης, στην περίπτωση που τυπικός νόμος είναι ο λόγος παύσεως της ισχύος της προσβαλλομένης διοικητικής πράξεως ή της εκλείψεως του εννόμου συμφέροντος του αιτούντος, απαιτείται έλεγχος της συμφωνίας των ρυθμίσεών του προς το Σύνταγμα, όπως επιτάσσει η διάταξη του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος, ήτοι διαπίστωση περί της δυνατότητας εφαρμογής του. Τούτο δε διότι η εξ αυτού του λόγου παύση της ισχύος διοικητικής πράξεως ή η έκλειψη του εννόμου συμφέροντος συνιστά περίπτωση εφαρμογής του νόμου, καθ` όσον προϋποθέτει την δικανική κρίση ότι η έννομη σχέση ή κατάσταση, στην οποία αφορά η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη, εμπίπτει πλέον στο πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού και επηρεάζεται από τις ρυθμίσεις του. Τυχόν δε αντίθεση του νόμου προς το Σύνταγμα, συνεπαγομένη αδυναμία εφαρμογής αυτού, εμποδίζει την επέλευση των συνεπειών του στην υπόθεση, δηλαδή την κήρυξη της δίκης κατηργημένης ή την απόρριψη της αιτήσεως, λόγω εκλείψεως του εννόμου συμφέροντος του αιτούντος. Συνεπώς, κατά την γνώμη αυτή, στην προκειμένη περίπτωση πριν κηρυχθεί η δίκη κατηργημένη, ελλείψει αντικειμένου, συνεπεία των ρυθμίσεων του ν. 3625/2007, σύμφωνα με την πρώτη γνώμη, ή πριν απορριφθεί η αίτηση, λόγω εκλείψεως του εννόμου συμφέροντος του αιτούντος, σύμφωνα με την δεύτερη, θα έπρεπε να εξετασθεί η συμφωνία αυτών των ρυθμίσεων προς το Σύνταγμα.

10. Επειδή, το αιτούν Ελληνικό Δημόσιο προβάλλει, με το από 16.1.2008 υπόμνημα, ότι έχει ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για την συνέχιση της δίκης, εφόσον στο πρώην Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως επιβλήθηκε, με την υπ` αριθ. 57/2006 απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, κατά της οποίας το Δημόσιο έχει επίσης ασκήσει αίτηση ακυρώσεως (με αριθ. πρωτ. 6646/2006), πρόστιμο για παραβάσεις όρων, που έχουν τεθεί με την ήδη προσβαλλόμενη απόφαση της Αρχής. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός πρέπει να απορριφθεί, ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι, όπως προκύπτει από την ανωτέρω, υπ` αριθ. 57/2006, απόφαση, στο Δημόσιο το πρόστιμο επιβλήθηκε όχι για παράβαση της υπ` αριθ. 58/2005 αποφάσεως της Αρχής, κατά το μέρος που αυτή προσβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, δηλαδή κατά το μέρος με το οποίο απαγορεύεται η χρήση του επιδίκου συστήματος για σκοπούς άλλους, πέραν της διαχειρίσεως της κυκλοφορίας, και διατάσσεται η αφαίρεση συγκεκριμένων εικονοληπτών, που, κατά την Αρχή, δεν εξυπηρετούν τον σκοπό αυτό, αλλά επιβλήθηκε για παράβαση όρων, τους οποίους έθεσε η Αρχή με την ανωτέρω, υπ` αριθ. 58/2005, απόφαση, προκειμένου να επιτρέψει την λειτουργία του συστήματος για την διαχείριση της κυκλοφορίας, δηλαδή το πρόστιμο επιβλήθηκε για παράβαση του μέρους της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά του οποίου το Δημόσιο δεν έχει ασκήσει αίτηση ακυρώσεως.

11. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, εφόσον η προσβαλλόμενη πράξη έπαυσε να ισχύει από την δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του ν. 3625/2007, η οποία έλαβε χώρα πριν από την ανασυζήτηση της υποθέσεως, ο δε προβαλλόμενος από το αιτούν Δημόσιο ισχυρισμός περί συνδρομής ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος για την συνέχιση της δίκης δεν ευσταθεί, η παρούσα δίκη πρέπει, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προεκτεθείσα δικονομική διάταξη του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989, να κηρυχθεί κατηργημένη.

12. Επειδή, δεν συντρέχει περίπτωση επιδικάσεως δικαστικής δαπάνης στην προκειμένη περίπτωση, προεχόντως διότι και οι δύο διάδικοι εκπροσωπούν το Ελληνικό Δημόσιο.

Δια ταύτα

Κηρύσσει την δίκη κατηργημένη.

Δεν επιβάλλει δικαστική δαπάνη στο αιτούν Δημόσιο, κατά τα εκτιθέμενα στο σκεπτικό.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 8 και στις 28 Μαΐου 2008 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 13ης Μαΐου 2009.

Ο Πρόεδρος Ο Γραμματέας Γ. Παναγιωτόπουλος Β. Μανωλόπουλος