ΣτΕ Ολομ. 1982/2005, ΚΡΙΣΙΜΟ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ καθεστώς ο χρόνος αποδοχής ή απόρριψης του αιτήματος άρσης της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης. ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ ΡΥΜΟΤΟΜΙΚΗ, ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ,

ΣΤΕ ΟΛΟΜ.

1982/2005 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ)  
 Απαλλοτρίωση. Ανάκληση απαλλοτρίωσης που έχει συντελεστεί. Η κρίση για τη συνδρομή των προϋποθέσεων ανάκλησης πρέπει να διέπεται από το ισχύον κατά το χρόνο της εκφοράς της νομοθετικό καθεστώς, ο οποίος είναι ο χρόνος αποδοχής ή απόρριψης σχετικού αιτήματος του ενδιαφερομένου. Αντίθετη μειοψηφία. Η ανάκληση αυτή αφίεται στη διακριτική εξουσία της Διοίκησης, η οποία δεν υποχρεούται να κινήσει τη σχετική διαδικασία, ασχέτως του χρόνου που παρήλθε από τη συντέλεση. Η Διοίκηση υποχρεούται να προβεί στην ανάκληση άν εκδηλώθηκε σαφώς και ανεδοιάστως βούληση να μή χρησιμοποιηθεί το απαλλοτριωθέν για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε ή για άλλο σκοπό δημόσιας ωφέλειας, καθώς και όταν παρήλθε μακρός χρόνος χωρίς να πραγματοποιηθεί ο σκοπός της απαλλοτρίωσης. Η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στο άρθρο 17 του Συντάγματος. Αντίθετη μειοψηφία. Η νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης κρίνεται με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς του χρόνου έκδοσης ή εκδήλωσής της αντίστοιχα. Αντίθετη μειοψηφία. Δεκτή η αίτηση ακύρωσης. Ομοιες οι 1983/2005 ΣτΕ (Ολομ), 1984/2005 ΣτΕ(Ολομ).

 

Αριθμός 1982/2005 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Ιουνίου 2004, με την εξής σύνθεση: Μ. Βροντάκης, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου και του αρχαιοτέρου του Αντιπροέδρου, που είχαν κώλυμα, Π. Ζ. Φλώρος, Ν. Ντούβας, Δ. Κωστόπουλος, Σ. Ρίζος, Φ. Αρναούτογλου, Π. Πικραμμένος, Α. Θεοφιλοπούλου, Θ. Παπαευαγγέλου, Α. Συγγούνα, Ν. Ρόζος, Α. Ράντος, Δ. Μπριόλας, Ε. Σαρπ, Χ. Ράμμος, Δ. Μαρινάκης, Σ. Χαραλάμπους, Π. Κοτσώνης, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνης, Α. Σακελλαροπούλου, Δ. Αλεξανδρής, Δ. Σκαλτσούνης, Κ. Βιολάρης, Γ. Σγουρόγλου, Α. Καραμιχαλέλης, Σύμβουλοι, Δ. Κυριλλόπουλος, Ο. Ζύγουρα, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Β. Μανωλόπουλος.

Για να δικάσει την από 9 Ιουνίου 1994 αίτηση:

της …………….η οποία παρέστη με το δικηγόρο Κωνσταντίνο Κατερινόπουλο (Α.Μ. 17896), που τoν διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά των Υπουργών : 1) Οικονομίας και Οικονομικών και 2) Ανάπτυξης, οι οποίοι παρέστησαν με την Αικ. Γρηγορίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

και κατά των παρεμβαινόντων: 1) Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία “ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ (Ε.Ο.Τ.), που εδρεύει στην Αθήνα, (Αμερικής 2) και 2) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία ………… οι οποίοι παρέστησαν με το δικηγόρο Κωνσταντίνο Κατσούδα (Α.Μ. 3136), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο.

Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ΄ αριθμ. 45/2003 παραπεμπτικής αποφάσεως του ΣΤ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.

Με την αίτηση αυτή η αιτούσα επιδιώκει να ακυρωθεί η παράνομη παράλειψη της Διοίκησης να άρει συντελεσμένη αναγκαστική απαλλοτρίωση και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως από την Εισηγήτρια, Συμβούλο Μ. Καραμανώφ η οποία αποτελεί και την εισήγηση του Τμήματος.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο των παρεμβαινόντων και την αντιπρόσωπο των Υπουργών, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

1. Επειδή με την υπό κρίσιν αίτησιν, για την οποίαν κατεβλήθησαν τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (υπ΄ αριθμ. 7490663-4/94 διπλότυπα Δ.Ο.Υ. Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών, υπ΄ αριθμ. 5776161, 1675107 ειδικά γραμμάτια παραβόλου), ζητείται η ακύρωση της τεκμαιρομένης απορρίψεως αιτήματος της αιτούσης περί ανακλήσεως της συντετελεσμένης αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ακινήτου αυτής, κειμένου στην περιοχή Αγίου Νικολάου Αναβύσσου Αττικής, το οποίον είχε απαλλοτριωθεί με την υπ΄ αριθμ. Α1046/289/22.1.1971 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Συντονισμού (ΦΕΚ 23Δ/28.1.1971) υπέρ και δαπάναις του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού, προς τον σκοπόν της τουριστικής αξιοποιήσεως της εκτός σχεδίου περιοχής των Αλυκών Αναβύσσου και Αγίου Νικολάου Αναβύσσου Αττικής.

2. Επειδή η υπόθεση εισάγεται στην Ολομέλεια κατόπιν της υπ΄ αριθμ. 45/2003 παραπεμπτικής αποφάσεως του ΣΤ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.

3. Επειδή στην δίκη έχουν ασκήσει παρέμβαση με χωριστά δικόγραφα αφ΄ ενός μεν ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού (ν.π.δ.δ. ΕΟΤ), αφ΄ ετέρου δε η ανώνυμη εταιρεία “…………..» (Ε.Τ.Α. α.ε.). Κατά μεν το άρθρο 13 παρ. 1 του ν. 2636/1998 (Α΄ 198) με το οποίο συνεστήθη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “…………..», μετονομασθείσα σε …………..” με το άρθρο 9 παρ. 4 του ν. 2837/2000 (Α 178), στην ως άνω εταιρία περιήλθε η διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση της περιουσίας και των επιχειρηματικών μονάδων του Ε.Ο.Τ., κατά δε το άρθρο 23 παρ. 3 του αυτού ν. 2636/98 “εκκρεμείς δίκες για διαφορές που αφορούν περιουσιακά στοιχεία και επιχειρηματικές μονάδες, των οποίων τη διοίκηση και διαχείριση αναλαμβάνει η εταιρεία, συνεχίζονται αυτοδικαίως από την εταιρία”. Εξ άλλου, με την υπ΄ αριθμ. 15/24.7.2004 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (ΦΕΚ 190 Α΄) μετεβιβάσθη στην ΕΤΑ α.ε. ευρύτερη έκταση ιδιοκτησίας του Ε.Ο.Τ. στην περιοχή Αλυκών Αναβύσσου, στην οποία περιλαμβάνεται και το ακίνητο στο οποίο αφορά η υπό κρίσιν αίτηση. Υπό τα δεδομένα ταύτα ο Ε.Ο.Τ. δεν έχει έννομον συμφέρον προς άσκηση παρεμβάσεως στην παρούσα δίκη, αφού δεν έχει πλέον ούτε την κυριότητα ούτε την διοίκηση και διαχείριση της περί ης πρόκειται εκτάσεως και, κατά συνέπειαν, η ασκηθείσα παρ΄ αυτού παρέμβαση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτος. Παραδεκτώς, κατά συνέπεια, παρεμβαίνει υπέρ του κύρους της σιωπηράς απορρίψεως του αιτήματος της αιτούσης μόνον η α.ε. “…………..”.

4. Επειδή, όπως εξετέθη, μετά την άσκηση της υπό κρίσιν αιτήσεως εξεδόθη η υπ΄ αριθμ. 15/24.7.2003 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (ΦΕΚ 190/25.7.2004 2 Α΄) με την οποία μετεβιβάσθη στην εταιρεία “………….”, η ευρύτερη έκταση “Αλυκών Αναβύσσου”, συνολικού εμβαδού 1.610.426 τ.μ. εντός της οποίας περιλαμβάνεται και η ιδιοκτησία της αιτούσης. Κατά της πράξεως ταύτης η αιτούσα έχει ασκήσει αυτοτελή αίτηση ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, δεν δύναται αυτή να θεωρηθεί συμπροσβαλλόμενη με την υπό κρίσιν αίτηση. Αν και κατά την γνώμη του Συμβούλου Φ. Αρναούτογλου και του Παρέδρου Δ. Κυριλλόπουλου, εφ΄ όσον η αιτούσα επιδιώκει την ανάκτηση των ακινήτων της, η μετά την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έκδοση της ΠΥΣ περί μεταβιβάσεως της εκτάσεως στην οποία αυτά εμπίπτουν προς την ΕΤΑ που, όπως εμμέσως κρίθηκε, δεν επηρεάζει το αντικείμενο της δίκης, θα έπρεπε υποχρεωτικά να θεωρηθεί συμπροσβαλλόμενη εφόσον παρεμποδίζει την ανάκτηση των ακινήτων της, τούτο δε ανεξαρτήτως του κατά πόσο η αιτούσα την προσέβαλεν αυτοτελώς κατά τρόπο παραδεκτό ή μη.

5. Επειδή κατά το άρθρο 31 παρ. 1 του ν.δ. 797/1971 (Φ.Ε.Κ. Α/1-1-1971) “Αι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται επί των από της ενάρξεως της ισχύος αυτού και εφεξής κηρυσσομένων αναγκαστικών απαλλοτριώσεων. Αναγκαστικαί απαλλοτριώσεις κηρυχθείσαι προ της ενάρξεως ισχύος του παρόντος εξακολουθούν διεπόμεναι υπό των μέχρι τούδε κειμένων διατάξεων”. Εξάλλου, κατά το άρθρο 32 του ν.δ. 797/1971 “η ισχύς του παρόντος άρχεται μετά τριάκοντα ημέρας από της δημοσιεύσεως αυτού δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως”, δηλαδή από 31-1-1971. Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, αυτή δεν αφορά στην ανάκληση συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως, διότι η εν λόγω ανάκληση δεν αποτελεί στάδιο της απαλλοτριωτικής διαδικασίας, ώστε να διέπεται από το ισχύον κατά τον χρόνο της κηρύξεως αυτής νομοθετικό καθεστώς για λόγους ενότητος της διαδικασίας, ούτε και αποτελεί την συνήθη κατάληξη αυτής. Αντιθέτως, η ανάκληση συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως είναι νέα και εξαιρετική διοικητική διαδικασία, η οποία λαμβάνει χώρα μετά πάροδο μακρού χρόνου και της οποίας η πρόοδος εξαρτάται εκ της μεσολαβήσεως νομικών και πραγματικών γεγονότων (ενέργειες της Διοικήσεως κ.λπ) τα οποία δεν εντάσσονται στη νομική διαδικασία της απαλλοτριώσεως, αλλά στο στάδιο υλοποιήσεως αυτής. Κατά συνέπεια, η κρίση περί της συνδρομής των προϋποθέσεων ανακλήσεως της συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως πρέπει να διέπεται, κατά τις γενικές αρχές περί διοικητικών πράξεων, από το ισχύον κατά τον χρόνον της εκφοράς της νομοθετικό καθεστώς, ο οποίος είναι ο χρόνος αποδοχής ή απορρίψεως, ρητής ή τεκμαιρομένης, του περί ανακλήσεως αιτήματος του ενδιαφερομένου. Εν προκειμένω, η μεν αναγκαστική απαλλοτρίωση του ακινήτου της αιτούσης εκηρύχθη με την Α 1046/289/22.1.1971 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Συντονισμού (ΦΕΚ 23Δ/28.1.1971) υπό το κράτος ισχύος του άρθρου 2α΄ του αν.ν. 1731/39, κωδικοποιηθέντος με το β.δ. της 29/30.4.1953, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 5 του αν.ν. 162/1967 (Α΄ 177) και το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του ν.δ. 181/1969 (Α΄ 82), η δε τεκμαιρόμενη απόρριψη του από 2.2.1994 αιτήματος της αιτούσης για την ανάκληση αυτής έλαβε χώρα στις 3.5.1994, ήτοι υπό το κράτος ισχύος του ν.δ. 797/1971 (ΦΕΚ 1Α΄). Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το νομικό καθεστώς από το οποίο διέπεται η σιωπηρά απόρριψη του αιτήματος της αιτούσης και επί τη βάσει του οποίου θα κριθεί η νομιμότης αυτής είναι το ν.δ. 797/1971. Αν και κατά τη γνώμη του Αντιπροέδρου Μ. Βροντάκη, των Συμβούλων Π.Ζ. Φλώρου, Ν. Ντούβα, Δ. Κωστόπουλου, Σ. Ρίζου, Φ. Αρναούτογλου, Π. Πικραμμένου, Θ. Παπαευαγγέλου, Αικ. Συγγούνα, Δ. Μαρινάκη, Δ. Αλεξανδρή και της Παρέδρου Ο. Ζύγουρα, κατά την έννοια του άρθρου 31 παρ. 1 του ν.δ. 797/1971 και η ανάκληση συντετελεσμένης αναγκαστικής απαλλοτριώσεως διέπεται από το ισχύον κατά τον χρόνο της κηρύξεως αυτής νομοθετικό καθεστώς και, κατά συνέπεια, εν προκειμένω, η προσβαλλομένη απόρριψη του αιτήματος της αιτούσης διέπεται από τις διατάξεις του αν.ν. 1731/1939, όπως μεταγενεστέρως τροποποιήθηκε, ο οποίος ίσχυε κατά το χρόνο κηρύξεως της περί ης πρόκειται απαλλοτριώσεως.

6. Επειδή κατά το άρθρο 12 παρ. 2 και 3 του ν.δ. 797/1971, όπως ίσχυε κατά το χρόνο συντέλεσης της προσβαλλόμενης παράλειψης της Διοίκησης (3-5-1994) να ανακαλέσει την επίδικη απαλλοτρίωση, δηλαδή όπως οι παράγραφοι αυτές αντικαταστάθηκαν με την παρ. 19 του άρθρου 6 του ν. 2160/1993 (Φ.Ε.Κ. 118 Α΄), “2. Συντελεσμένη αναγκαστική απαλλοτρίωση που κηρύχθηκε υπέρ: α) του Δημοσίου, β) νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, γ) επιχειρήσεων που ανήκουν αποκλειστικά στο Δημόσιο και σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και δ) οργανισμών κοινής ωφέλειας, δύναται να ανακληθεί ολικώς ή μερικώς, εφόσον η αρμόδια υπηρεσία κρίνει ότι δεν είναι αναγκαία για την εκπλήρωση του αρχικού ή άλλου σκοπού που χαρακτηρίζεται από το νόμο ως δημόσιας ωφέλειας και αποδέχεται την ανάκληση ο καθ΄ ου η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτης. Το απαλλοτριωμένο ακίνητο δύναται να διατεθεί ελευθέρως, εάν ο καθ΄ ου η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτης δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την ανάκληση ή δεν απαντήσει μέσα σε τρεις μήνες από τη λήψη της σχετικής απόφασης. …3. Συντελεσμένη απαλλοτρίωση που κηρύχθηκε υπέρ ιδιωτών ή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, με εξαίρεση όσων υπάγονται στην προηγούμενη παράγραφο, ανακαλείται υποχρεωτικώς, ύστερα από αίτηση του καθ΄ ου η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτη, η οποία υποβάλλεται μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από την παρέλευση πενταετίας από τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, εφόσον μέσα στην πενταετή αυτή προθεσμία το απαλλοτριωμένο δεν χρησιμοποιήθηκε για την εκπλήρωση του σκοπού της απαλλοτρίωσης ή δεν έχει συντελεσθεί προς τούτο μέρος των απαιτούμενων εργασιών το οποίο υπερβαίνει, κατ΄ αξία, το ένα τρίτο…”. Εκ των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η ανάκληση συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως, κηρυχθείσης υπέρ του δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμού ή υπέρ επιχειρήσεων που ανήκουν στο Δημόσιο ή σε ΝΠΔΔ ή οργανισμών κοινής ωφέλειας, αφίεται, από το νόμο, στην διακριτική εξουσία της Διοικήσεως, η οποία δεν υποχρεούται να κινήσει, επί υποβολής περί τούτου αιτήσεως του πρώην ιδιοκτήτη του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, την διαδικασία περί ανακλήσεως της συντετελεσμένης αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, ασχέτως, κατ΄ αρχήν, του χρονικού διαστήματος το οποίο παρήλθε από της συντελέσεως της απαλλοτριώσεως, δεδομένου ότι ο νόμος δεν τάσσει, σχετικώς, χρονικό περιορισμό. Και τούτο, για να εξασφαλισθεί, εν όψει της σημασίας, της ποικιλίας και της ευρύτητας των αναγκών του Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμού, των επιχειρήσεων που ανήκουν στο Δημόσιο ή σε Ν.Π.Δ.Δ. και των οργανισμών κοινής ωφελείας, η αναγκαία για την κάλυψή τους χρονική άνεση. Οι ανωτέρω, όμως, διατάξεις, δεν αποκλείουν την υποχρέωση της Διοικήσεως να άρει την συντετελεσμένη απαλλοτρίωση, όταν εκδηλώθηκε σαφώς και ανενδοιάστως βούληση να μη χρησιμοποιηθεί το απαλλοτριωθέν για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε ή για άλλο σκοπό δημοσίας ωφελείας, καθώς και όταν, εν όψει του επιδιωχθέντος με την απαλλοτρίωση σκοπού, παρήλθε μακρό, πέραν του ευλόγου, χρονικό διάστημα και η Διοίκηση ή, εν γένει, εκείνος υπέρ του οποίου κηρύχθηκε η απαλλοτρίωση αδράνησε αδικαιολόγητα για την πραγματοποίηση του αρχικού σκοπού της απαλλοτριώσεως ή άλλου σκοπού δημοσίας ωφελείας. Υπό την έννοια δε αυτή ερμηνευομένη η εν λόγω διάταξη, δεν αντίκειται στο προστατεύον την ιδιοκτησία άρθρο 17 του Συντάγματος. Εξ άλλου, η μη θέσπιση συγκεκριμένης προθεσμίας πραγματοποιήσεως του σκοπού των ως άνω απαλλοτριώσεων, καθώς και η δυνατότητα μεταβολής του αρχικού τους σκοπού, συνεπάγονται και τη δυνατότητα μεταβολής του φορέως της απαλλοτριώσεως εντός του κύκλου των ως άνω προσώπων, δεδομένου, άλλωστε, ότι εντός του κύκλου αυτού δεν ασκεί κατά νόμο καμιά επιρροή το νομικό πρόσωπο του φορέα της συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως. Αν και κατά την γνώμη των Συμβούλων Ι. Μαντζουράνη και Α. Σακελλαροπούλου, σε αντίθεση με την μη συντετελεσμένη απαλλοτρίωση, από το άρθρο 17 του Συντάγματος δεν συνάγεται καμία υποχρέωση άρσεως απαλλοτριώσεως που συντελέσθηκε με την καταβολή πλήρους αποζημιώσεως (πρβλ. την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων των Ανθρώπων της 14.3.2002 σε σχέση με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ). Εξ άλλου, κατά την γνώμη των Συμβούλων, Π. Ζ. Φλώρου, Ν. Ντούβα, Σ. Ρίζου, Φ. Αρναούτογλου, Α. Θεοφιλοπούλου, Δ. Μπριόλα, Ε. Σαρπ, Δ. Μαρινάκη και Γ. Σγουρόγλου και του Παρέδρου Δ. Κυριλλόπουλου, θέμα ανακλήσεως συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως κατά τα ανωτέρω τίθεται, όπως έχει παγίως μέχρι τώρα κριθεί κατά την ερμηνεία αντιστοίχων διατάξεων του Ν.Δ. 797/1971, όταν η Διοίκηση αδράνησε αδικαιολόγητα επί πολύ μακρό χρονικό διάστημα, ενώ, κατά την γνώμη του Συμβούλου Θ. Παπαευαγγέλου, επί πενταετία, όπως τούτο συμβαίνει, κατ΄ άρθρ. 12 παρ. 2 του ΚΑΑΑ, επί απαλλοτριώσεως κηρυχθείσης υπέρ ιδιωτών ή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου. Περαιτέρω, κατά την γνώμη των Συμβούλων Θ. Παπαευαγγέλου, Ν. Ρόζου, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ και Γ. Σγουρόγλου, η αδράνεια της Διοικήσεως ελέγχεται σε σχέση με την πραγματοποίηση του αρχικού και μόνον σκοπού της απαλλοτριώσεως, όχι δε και άλλου σκοπού δημοσίας ωφέλειας. Και τούτο διότι το Σύνταγμα επιτρέπει την στέρηση της ιδιοκτησίας μόνο για “δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο” (άρθρο 17 παρ. 2), δεν αρκείται δηλ. στην απλή επίκληση γενικού σκοπού δημοσίας ωφελείας (λ.χ. υγεία, παιδεία), αλλά απαιτεί την εξειδίκευση και περιγραφή του ειδικού και συγκεκριμένου στόχου (λ.χ. έργου) δια του οποίου πρόκειται να υλοποιηθεί ο γενικός σκοπός, ως επίσης και χρονοδιάγραμμα υλοποιήσεως του στόχου αυτού εντός ευλόγου χρόνου (πρβλ. ΣΕ 2236/1972 Ολ.). Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι υποκατάσταση του σκοπού δημοσίας ωφελείας μετά την κήρυξη της απαλλοτριώσεως και κατά το στάδιο υλοποιήσεως αυτής δεν επιτρέπεται, διότι τούτο υποδηλοί ότι ο σκοπός χάριν του οποίου εκηρύχθη αυτή είτε δεν υπήρχε εξ αρχής και ήτο προσχηματικός, είτε κατέστη εκ των υστέρων ανέφικτος ή εγκατελείφθη, οπότε συντρέχουν οι προϋποθέσεις ανακλήσεως της συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως. Αντίθετος εκδοχή επιτρέπουσα την υποκατάσταση, αφ΄ ενός μεν θα διέστρεφε τον θεσμό της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως εις θεσμό δημιουργίας “τράπεζας γης” υπέρ των εν γένει δημοσίων σκοπών, πράγμα αντίθετο προς το άρθρο 17 του Συντάγματος, αφ΄ ετέρου δε θα συνεπήγετο αδυναμία του ιδιοκτήτη να αμφισβητήσει την νομιμότητα του καθ΄ υποκατάστασιν σκοπού και θα στερούσε πράγματι αυτόν του δικαιώματος δικαστικής προστασίας κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος.

7. Επειδή, εξ άλλου, κατά γενική αρχή του δικαίου, η νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως ή παραλείψεως κρίνεται με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς του χρόνου εκδόσεως ή εκδηλώσεώς της αντιστοίχως. Συνεπώς, πραγματικά περιστατικά μεταγενέστερα του χρόνου εκδηλώσεως της προσβαλλομένης παραλείψεως δεν λαμβάνονται υπόψη. Τούτο δε ισχύει και ως προς την άρνηση ανακλήσεως συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως. Αν και κατά την γνώμη των Συμβούλων Δ. Μπριόλα και Ι. Μαντζουράνη και των Παρέδρων, επί προσβολής αρνήσεως ανακλήσεως συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως, νομίμως λαμβάνονται υπόψη και πραγματικά στοιχεία μέχρι της συζητήσεως της σχετικής αιτήσεως ακυρώσεως (ΣΕ 1522/1999, 1678/1995).

8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως, η επίδικη απαλλοτρίωση κηρύχθηκε το έτος 1971 με κοινή απόφαση των τότε αρμοδίων Υπουργών Οικονομικών και Συντονισμού για την εκτέλεση έργων τουριστικής αναπτύξεως υπέρ και με δαπάνες του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (Ε.Ο.Τ.) και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ τεύχος Δ΄ της 28.1.1971. Η απαλλοτρίωση αυτή συντελέσθηκε με παρακατάθεση της αποζημιώσεως που ορίσθηκε δικαστικά στις 7.10.1971 που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ τεύχος Δ΄ την ημερομηνία αυτή. Πριν από την υποβολή εκ μέρους της αιτούσας της από 2.2.1994 αιτήσεως για ανάκληση, ο ΕΟΤ προέβη στις εξής ενέργειες για την αξιοποίηση της εν λόγω εκτάσεως : το έτος 1989 και συγκεκριμένα στις 23.3.1989 προέβη σε πρόσκληση εκδηλώσεως ενδιαφέροντος για την εκμίσθωση της εκτάσεως και την κατασκευή και λειτουργία έργων τουριστικής αξιοποιήσεως πλην όμως ο διαγωνισμός αυτός εκηρύχθη ασύμφορος το έτος 1990, διότι η μοναδική υποβληθείσα προσφορά απέκλινε ουσιωδώς των όρων της διακηρύξεως (υπ’ αριθμ. 683/7.11.90 απόφαση του ΔΣ του ΕΟΤ). Στη συνέχεια με τον Ν. 2052/92 (ΦΕΚ Α΄ 94), δυνάμει του άρθρου 11 παρ. 5 αυτού, ορίσθηκε ειδικώς ότι η περιοχή Αλυκών Αναβύσσου, όπου και η επίδικη έκταση, προορίζεται για τη δημιουργία υπερτοπικού πόλου αναψυχής και την εγκατάσταση του ιπποδρόμου. Μετά την επιλογή άλλου χώρου για την εγκατάσταση του Ιπποδρόμου, μετά δε και την υποβολή της αιτήσεως περί ανακλήσεως ο ΕΟΤ εξήτασε την περίπτωση να χαρακτηρισθεί η απαλλοτριωθείσα έκταση ως περιοχή Ολοκληρωμένης Τουριστικής Αναπτύξεως σύμφωνα με τον Ν. 2234/94. Για το σκοπό αυτό οι υπηρεσίες του ΕΟΤ προέβησαν στη σύνταξη σχετικής μελέτης το έτος 1995, όπου διετυπώνοντο τέσσερεις προτάσεις για αξιοποίηση της περιοχής (υπ’ αριθμ. 500347/16.5.96 έγγραφο ΕΟΤ προς το Δικαστήριο, με το οποίο απεστάλη η μελέτη αυτή). Πλην όμως και η προσπάθεια αυτή δεν κατέληξε σε αποτέλεσμα, διότι η κήρυξη της περιοχής ως περιοχής ολοκληρωμένης τουριστικής αναπτύξεως θεωρήθηκε ασύμβατη τόσο με τις προβλέψεις του Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας, όσο και με το υπό εκπόνηση Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο Λαυρεωτικής, κατά το οποίο η ευρύτερη περιοχή έπρεπε να διαφυλαχθεί ως πόλος τουρισμού και αναψυχής (υπ’ αριθμ. 502996/27.5.97 έγγραφο του ΕΟΤ προς το Δικαστήριο και 6250/8.12.94 έγγραφο του Ο.Ρ.Σ.Α.) Στην συνέχεια τον Απρίλιο του έτους 1997 ακολούθησε νέα προσπάθεια αξιοποιήσεως της περιοχής, όταν με απόφαση της Υπουργού Αναπτύξεως (υπ’ αριθμ. Τ/1456/8.4.97) εγκρίθηκε η προκήρυξη διεθνούς πλειοδοτικού διαγωνισμού με σκοπό την εξεύρεση επενδυτών στους οποίους θα εκμισθωνόταν η απαλλοτριωθείσα έκταση, καθώς και όμορες δημόσιες εκτάσεις τις οποίες διαχειρίζεται ο ΕΟΤ και οι οποίοι επενδυτές θα ανελάμβαναν βάσει συμβάσεως με τον οργανισμό να εκτελέσουν έργα τουριστικής αξιοποιήσεως της περιοχής (δημιουργία γηπέδου, γκόλφ, συνεδριακού κέντρου ή εναλλακτικά κέντρου θαλασσοθεραπείας και οργανωμένης ακτής λουομένων). Ο διαγωνισμός αυτός έλαβε χώρα στις 1.9.1997 και κηρύχθηκε άγονος λόγω μη υποβολής προσφορών. Περαιτέρω με το από 17.2.98 Π.Δ. περί Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου της Λαυρεωτικής (ΦΕΚ Δ΄ 125) καθορίσθηκαν όροι και περιορισμοί δομήσεως για την επίδικη έκταση και μάλιστα στο τμήμα της όπου ευρίσκονται οι ιδιοκτησίες των αιτούντων επιτρέπονται μόνο διαμορφώσεις εδάφους, κατασκευές υπαίθριας αναψυχής και χώροι υγιεινής, μεγάλο δε τμήμα έχει χαρακτηρισθεί πάρκο αναψυχής. Υπό τα δεδομένα ταύτα, από την κήρυξη της επιμάχου απαλλοτριώσεως (22.1.1971) μέχρι την σιωπηρά απόρριψη του αιτήματος της αιτούσης περί ανακλήσεως αυτής υπήρξε αδικαιολόγητη αδράνεια της Διοικήσεως προς εκπλήρωση του σκοπού της απαλλοτριώσεως, υπερβαίνουσα τον μακρόν, πέραν του ευλόγου, χρόνο. Κατά συνέπεια, η εκδηλωθείσα με την άπρακτο πάροδο τριμήνου από της υποβολής του ως άνω αιτήματος σιωπηρά απόρριψη αυτού είναι, κατά τα προεκτεθέντα, μη νόμιμη και πρέπει να ακυρωθεί, η δε Διοίκηση υποχρεούται να προβεί στην ανάκληση της συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως του ακινήτου της αιτούσης. Αν και κατά την γνώμη των συμβούλων Ι. Μαντζουράνη και Αικ. Σακελλαροπούλου και της Παρέδρου Ο. Ζύγουρα, δεν υπάρχει εν προκειμένω αδικαιολόγητη αδράνεια της Διοικήσεως και, κατά συνέπεια, η υπό κρίσιν αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

9. Επειδή, κατά συνέπεια, η παρέμβαση της ανωνύμου εταιρίας “…………” πρέπει να απορριφθεί.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Δέχεται την υπό κρίσιν αίτηση.

Ακυρώνει την σιωπηρά απόρριψη του από 2.2.1994 αιτήματος της αιτούσης περί ανακλήσεως της συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως του ακινήτου της σύμφωνα με το αιτιολογικό.

Απορρίπτει τις ασκηθείσες παρεμβάσεις.

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.

Επιβάλλει εις βάρος του Δημοσίου και των παρεμβαινόντων Ε.Ο.Τ. και Ε.Τ.Α. Α.Ε. την δικαστική δαπάνη της αιτούσης εξ ευρώ 920.