2040/2007 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ)
(ΛΟΓΙΣΤΗΣ 2007/1409, ΔΦΟΡΝ 2008/36) Προσφυγή κατά πράξης καταλογιστικής φόρου. Δικονομία Διοικητική. Αίτηση αναστολής εκτέλεσης καθ΄ ο μέρος η προσβαλλόμενη πράξη δεν αναστέλεται από την αίτηση της προσφυγής. Αποκλεισμός χορήγησης αναστολής αν κατά τον κρίσιμο χρόνο έχει ήδη εκτελεσθεί η προσβαλλόμενη πράξη. Τέτοια εκτέλεση δε στοιχειοθετεί μόνη η ταμειακή βεβαίωση του επιδίκου ποσού φόρου, διότι δεν αποτελεί παρά νομική προϋπόθεση για την περαιτέρω διαδικασία είσπραξης, χωρίς να συνιστά καθ΄ εαυτή πραγματική κατάσταση δυσχερώς αναστρέψιμη. Με σημείωση συντάξεως στο ΛΟΓΙΣΤΗ. Δεκτή η αναίρεση (αναιρεί την αριθμ. 1307/2003 ΔΠρΠειρ). Η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με την 980/2006 απόφαση του Β΄ Τμήματος.
Αριθμός 2040/2007
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Δεκεμβρίου 2006, με την εξής σύνθεση: Γ. Παναγιωτόπουλος, Πρόεδρος, Σ. Καραλής, Ε. Γαλανού, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Ν. Σκλίας, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Ν. Σακελλαρίου, Δ. Πετρούλιας. Αθ. Ράντος, Ε. Δανδουλάκη, Χ. Ράμμος, Δ. Μαρινάκης, Σ. Χαραλάμπους, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Αικ. Σακελλαροπούλου, Κ. Βιολάρης, Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Γ. Σγουρόγλου, Αθ. Καραμιχαλέλης, Α.-Γ. Βώρος, Κ. Ευστρατίου, Ε. Αναγνωστοπούλου, Γ. Ποταμιάς, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρης, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Ι. Ζόμπολας, Σπ. Μαρκάτης, Δ. Γρατσίας, Σύμβουλοι, Δ. Εμμανουηλίδης, Ε. Σκούρα, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Μπερδεμπέ.
Για να δικάσει την από 19 Φεβρουαρίου 2004 αίτηση:
του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, ο οποίος δεν παρέστη,
κατά της υπ΄ αριθμ. 1307/2003 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά (σε συμβούλιο).
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατόπιν της υπ΄ αριθμ. 980/2006 αποφάσεως του Β΄ Τμήματος του Δικαστηρίου.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Γενικός Επίτροπος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 1307/2003 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από τον Εισηγητή, Σύμβουλο, Ι. Γράβαρη.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Συμβουλίου τής Επικρατείας, λόγω μείζονος σπουδαιότητας, με την 980/2006 απόφαση του Β΄ Τμήματος του Δικαστηρίου.
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία ασκήθηκε, κατά το νόμο, χωρίς τέλη και
παράβολο (εδάφιο η άρθρου 29 Ν. 1756/1988, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 8 του Ν. 3038/2002, Α΄ 180), ζητείται η αναίρεση υπέρ του νόμου τής 1307/2003 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς (σε Συμβούλιο). Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε αίτηση που είχε ασκήσει ο …… ………. κατά του Δημοσίου με αίτημα να ανασταλεί η εκτέλεση των ακόλουθων πράξεων, ως προς τις οποίες εκκρεμούσε προσφυγή του στο ίδιο δικαστήριο: α) της 8/18.3.2003 («προσωρινής», κατά την αίτηση) πράξης προσδιορισμού φόρου προστιθέμενης αξίας, που είχε εκδοθεί εις βάρος του, για τη διαχειριστική περίοδο 2001, από τον Προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Αγ. Δημητρίου και με την οποία τού είχε καταλογισθεί φόρος 5075,91 ευρώ, και β) της υπ΄ αριθμ. 146/18.3.2003 πράξης τής ίδιας φορολογικής αρχής, με την οποία τού είχε επιβληθεί, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 2523/1997, πρόστιμο 375.184,55 ευρώ. Ειδικότερα, ως προς την τελευταία αυτή πράξη, η αναστολή ζητήθηκε, ως προς ποσοστό 30% του προστίμου, το οποίο (ποσοστό) είχε βεβαιωθεί με την άσκηση της προσφυγής.
3. Επειδή, στην παράγραφο 5 του άρθρου 53 του Π.Δ. 18/1989 («Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας», Α΄8), όπως η παράγραφος αυτή προσετέθη με το άρθρο 14 παρ. 7 του προμνημονευθέντος Ν. 3038/2002, ορίζονται τα εξής: «Μετά την πάροδο της κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου προθεσμίας [για την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως] ο αρμόδιος Υπουργός, ο
Υπουργός που εποπτεύει το διάδικο νομικό πρόσωπο ή ο Γενικός Επίτροπος των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων μπορούν να ασκήσουν αίτηση αναιρέσεως κατά τελεσίδικης απόφασης διοικητικού δικαστηρίου, ακόμη και αν αυτή δεν υπόκειται
σε αναίρεση, αλλά μόνον υπέρ του νόμου, χωρίς αποτέλεσμα μεταξύ των διαδίκων.
Επίσης μπορούν να ασκήσουν αίτηση αναιρέσεως υπέρ του νόμου κατά απόφασης που
εκδίδεται επί αιτήσεως για παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας. Οι αιτήσεις αναιρέσεως υπέρ του νόμου ασκούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 19». Εξ άλλου, κατά μεν το άρθρο 29 του Ν. 1756/1988 («Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων [. . .]», Α΄ 35), στις αρμοδιότητες του Γενικού Επιτρόπου των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων περιλαμβάνεται (εδ. η,
όπως αντικαταστάθηκε, κατά τ΄ ανωτέρω) και η άσκηση «αίτηση[ς] αναιρέσεως υπέρ του νόμου στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατά το άρθρο 53 παρ. 5 του Π.Δ. 18/1989», κατά δε το άρθρο 28 παρ. 4 του ίδιου Κώδικα, «Ο γενικός επίτροπος μπορεί να αναθέτει οποιαδήποτε αρμοδιότητά του, με πράξεις του [. .
.] σε άλλο μέλος της Γενικής Επιτροπείας [. . .]».
4. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, νομίμως εν προκειμένω συζητήθηκε η υπόθεση, χωρίς την παρουσία τού αιτούντος (βλ. και Σ.τ.Ε. Ολομ., 3542/2003), η δε κρινόμενη αίτηση, υπογραφόμενη από τον Αντεπίτροπο των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, εξουσιοδοτημένο προς τούτο από το Γενικό Επίτροπο (εξουσιοδοτικό
έγγραφο του τελευταίου υπ΄ αριθμ. 820/18.2.2004), ασκείται παραδεκτώς.
5. Επειδή, σύμφωνα με τα άρθρα 1, 2 και 63 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999, Α΄ 97), σε συνδυασμό με τα άρθρα 1 και 73 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας [όπως οι τελευταίες αυτές διατάξεις μεταφέρθηκαν στη δημοτική με το Π.Δ. 331/1985 (Α΄ 116), η δε πρώτη αντικαταστάθηκε με το άρθρο 19 του Ν. 1805/1988 (Α΄ 199)], σε προσφυγή ουσίας
ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπόκεινται, μεταξύ άλλων, οι διοικητικές πράξεις, με τις οποίες καταλογίζονται φόροι ή επιβάλλονται κυρώσεις για παραβάσεις των διατάξεων της φορολογικής εν γένει νομοθεσίας.
Στο άρθρο 69 του ως άνω Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, το οποίο εντάσσεται στο κεφάλαιο περί προσφυγής και φέρει τον τίτλο «Ανασταλτικό αποτέλεσμα», ορίζονται τα εξής: 1. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης. 2. Κατ΄ εξαίρεση,
αν με την πράξη καταλογίζονται χρηματικά ποσά που αναφέρονται σε φορολογικές εν γένει απαιτήσεις του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου, ή
αυτοτελείς χρηματικές κυρώσεις για παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας, η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής καθώς και η άσκησή της αναστέλλουν την
εκτέλεση της πράξης. Ειδικές διατάξεις, οι οποίες αποκλείουν την αναστολή ή θεσπίζουν την κατά ορισμένο μόνο ποσοστό αναστολή των πράξεων τούτων, διατηρούνται σε ισχύ. 3. Κατά τα λοιπά, σε κάθε περίπτωση, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 200 έως και 205». Στις τελευταίες αυτές διατάξεις (που απαρτίζουν το Κεφάλαιο Α΄ -«Αναστολή εκτέλεσης διοικητικών πράξεων»- του περί
προσωρινής δικαστικής προστασίας Τμήματος του Κώδικα) ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «Άρθρο 200 Προϋποθέσεις. Σε κάθε περίπτωση που η προθεσμία ή η άσκηση της προσφυγής δεν συνεπάγεται κατά νόμο την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης εκτελεστής ατομικής πράξης και εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει χορηγηθεί αναστολή από την αρμόδια διοικητική
αρχή, μπορεί, ύστερα από αίτηση εκείνου που άσκησε την προσφυγή, να ανασταλεί, με αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου, εν όλω ή εν μέρει η εκτέλεση της πράξης αυτής. Αρθρο 201 Αρμοδιότητα. Αρμόδιο για τη χορήγηση της
αναστολής είναι το τριμελές ή μονομελές δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η προσφυγή, εφόσον αυτό είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της κύριας υπόθεσης. Σε περίπτωση αναρμοδιότητας η σχετική αίτηση απορρίπτεται. Άρθρο 202 Λόγοι- Αποκλεισμός. 1. Λόγο αναστολής μπορεί να θεμελιώσει η από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης απειλούμενη, οποιασδήποτε φύσης, υλική ή ηθική βλάβη του αιτούντος, εφόσον η επανόθρωσή της θα είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής σε περίπτωση ευδοκίμησης της αντίστοιχης προσφυγής. 2. Η χορήγηση αναστολής αποκλείεται: α) αν η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης επιβάλλεται για λόγους δημόσιου συμφέροντος, ή β) κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη πράξη έχει ήδη εκτελεστεί, ή γ) αν η αντίστοιχη προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη». Στα επόμενα άρθρα 203-205 ρυθμίζονται τα της σχετικής διαδικασίας και απόφασης, ενώ τα λοιπά κεφάλαια του αυτού τμήματος έχουν αντικείμενο την αναστολή εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων και την προσωρινή προστασία επί ασκήσεως αγωγής. Ακολούθως, στα άρθρα 216 κ.επ. του ίδιου Κώδικα, που αναφέρονται στις διαφορές κατά την είσπραξη των δημόσιων εσόδων, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι «ανακοπή χωρεί κατά
κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά : α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου» (άρθρο 217 παρ. 1), ότι «το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά το νόμο και την ουσία, στα όρια της ανακοπής [. . .]» (άρθρο 224 παρ. 1), ότι «στην περίπτωση της ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαίωσης, επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος, κατά το νόμο και τα πράγματα, του τίτλου βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση, εφόσον δεν προβλέπεται κατ΄ αυτού ένδικο βοήθημα που επιτρέπει τον έλεγχό του κατά το νόμο και την ουσία ή δεν υφίσταται σχετικώς δεδικασμένο» (άρθρο 224 παρ. 4), και ότι «ενόσω εκκρεμεί η
ανακοπή [κατά την ταμειακής βεβαίωσης], μπορεί να υποβληθεί από τον ανακόπτοντα αίτηση αναστολής [. . .]», στο δικαστήριο της ανακοπής, «το οποίο
και εκδικάζει την αίτηση κατά την διαδικασία των διατάξεων των άρθρων 200 έως
και 209, οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως». Εξ άλλου, κατά το Ν.Δ. 356/1974 «Περί Κώδικος Εισπράξεων Δημοσίων Εσόδων» (Α΄ 90), τα δημόσια έσοδα, προκειμένου να εισπραχθούν, βεβαιώνονται στις αρμόδιες για την είσπραξη υπηρεσίες δυνάμει τού νομίμου τίτλου με τον οποίο έχει προσδιορισθεί το ποσό και η αιτία τής σχετικής οφειλής, βάσει δε της βεβαίωσης αυτής αποστέλλεται στον οφειλέτη σχετική «ατομική ειδοποίηση» (άρθρα 1-4). Περαιτέρω, στα άρθρα 48 κ.επ. του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Ν. 2859/2000, Α΄ 248), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, διαγράφεται η «διαδικασία βεβαίωσης και καταβολής του φόρου» και ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι, μετά από έλεγχο, «ο [αρμόδιος] Προϊστάμενος ΔΟΥ εκδίδει πράξη προσδιορισμού του φόρου» (άρθρο 49), ότι για τη βεβαίωση του φόρου σε βάρος τού υπόχρεου συντάσσεται χρηματικός κατάλογος, ότι «αν δεν επιτεύχθηκε διοικητική επίλυση της διαφοράς
και ασκήθηκε από τον υπόχρεο εμπρόθεσμη προσφυγή, βεβαιώνεται αμέσως [. . .] ποσοστό 30% του αμφισβητούμενου κύριου φόρου [. . .]» (άρθρο 53 παρ. 1-2), ότι, υπό προϋποθέσεις, εκδίδεται «προσωρινή πράξη προσδιορισμού τού φόρου», η
προσφυγή κατά της οποίας «δεν αναστέλλει τη βεβαίωση και είσπραξη του φόρου» (άρθρο 50), ότι «η αναστολή που χορηγείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 200 έως 205 του Ν. 2717/1999 δεν αποκλείει την ολοκλήρωση της διαδικασίας βεβαίωσης και ταμειακώς του ποσοστού του αμφισβητούμενου κύριου φόρου [. . .]» και ότι «τα ίδια ισχύουν και ως προς τη βεβαίωση του συνολικού
ποσού του κύριου φόρου [. . .] βάσει προσωρινής πράξης του άρθρου 50 [. . .]»
(άρθρο 53 παρ. 3-4). Τέλος, στο άρθρο 6 του Ν. 2523/1997 (Α΄ 179) προβλέπονται «πρόστιμα ΦΠΑ για πλαστά, νοθευμένα ή εικονικά φορολογικά στοιχεία», ορίζεται δε στην παράγραφο 4 του άρθρου 9 του ίδιου αυτού νόμου ότι «για τη [. . .] βεβαίωση και καταβολή των προστίμων εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της κύριας φορολογίας».
6. Επειδή, κατά τα προεκτεθέντα, επί προσφυγής κατά πράξεως καταλογιστικής φόρου ή επιβολής χρηματικής κυρώσεως για παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας,
χωρεί, αντιστοίχως, αίτηση αναστολής εκτελέσεως, εφ΄ όσον (και καθ΄ ο μέρος) η προσβαλλόμενη πράξη, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις που την διέπουν (όπως
οι ανωτέρω για το φόρο προστιθέμενης αξίας και τα συναφή πρόστιμα), δεν αναστέλλεται εκ μόνης της ασκήσεως της προσφυγής. Η χορήγηση όμως της εν λόγω
αναστολής αποκλείεται, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 202 παρ. 2 εδ. β του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, αν, κατά το χρόνο που ζητείται, έχει ήδη εκτελεσθεί η προσβαλλόμενη πράξη. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, ερμηνευόμενης εν όψει και του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, με το οποίο κατοχυρώνεται και η προσωρινή δικαστική προστασία, εκτέλεση της πράξεως συνιστά η πραγμάτωση των αποτελεσμάτων της κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να έχει διαμορφωθεί πραγματική κατάσταση, της οποίας η ανατροπή να είναι πλέον ανέφικτη ή εξαιρετικά δυσχερής. Τέτοια δε εκτέλεση,
συνεπαγόμενη την απόρριψη της αίτησης αναστολής, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει μόνη η ταμειακή βεβαίωση του επίδικου ποσού φόρου ή προστίμου, η οποία δεν αποτελεί παρά νομική προϋπόθεση για την περαιτέρω διαδικασία εισπράξεως, χωρίς να συνιστά, καθ΄ εαυτήν, πραγματική κατάσταση δυσχερώς, κατά τ΄ ανωτέρω, αναστρέψιμη. Υπό την αντίθετη, άλλωστε, εκδοχή, ο βαρυνόμενος από την πράξη, στερούμενος της προσωρινής δικαστικής προστασίας κατά το στάδιο του προσδιορισμού τού φόρου ή της επιβολής τού προστίμου, δεν θα μπορούσε να βρει ισοδύναμη τέτοια προστασία ούτε στο πλαίσιο ανακοπής του κατά τής αντίστοιχης ταμειακής βεβαίωσης. Γιατί, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, αυτό θα προϋπέθετε, πάντως, τη δυνατότητα προβολής παραπόνων κατά τού νομίμου τίτλου τής βεβαίωσης, πράγμα ανεπίτρεπτο επί φορολογικών διαφορών, λόγω τής προβλέψεως κατά του τίτλου προσφυγής ουσίας.
7. Επειδή, εν προκειμένω, το Διοικητικό Πρωτοδικείο απέρριψε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση την αίτηση αναστολής κατά των ένδικων πράξεων προσδιορισμού φόρου προστιθέμενης αξίας και επιβολής προστίμου, κατά το άρθρο
6 Ν. 2523/1997 (βλ. ανωτ. σκέψη 1), με την αιτιολογία ότι «συνεπεία της ασκήσεως [της προσφυγής] βεβαιώθηκαν [. . .] με τις 3173 και 3174 [. . .]/23- 5-2003 πράξεις ταμειακής βεβαίωσης, ποσά 112.555,37 και 5075,91 ευρώ, που αντιστοιχούν σε ποσοστό 30% του επιβληθέντος προστίμου και σε ολόκληρο το ποσό του ως άνω καταλογισθέντος ΦΠΑ, για την καταβολή των οποίων (ποσών) εκλήθη ο αιτών με την 2187/26-5-2003 ατομική ειδοποίηση [. . .]», και ότι εφ΄
όσον, υπό τα δεδομένα αυτά, «οι ως άνω προσβαλλόμενες [. . .] πράξεις, σε όλο
το ποσό του καταλογισθέντος ΦΠΑ και σε ποσοστό 30% του επιβληθέντος προστίμου
έχουν ήδη εκτελεσθεί, αφού, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, έχουν πλέον βεβαιωθεί ταμειακώς τα ποσά τούτα, στην κρινόμενη περίπτωση, ανεξαρτήτως τυχόν υφισταμένης υλικής βλάβης του αιτούντος, αποκλείεται, κατ΄ άρθρο 202 παρ. 2 εδ. β΄ του Κ.Δ.Δ., η χορήγηση της αιτουμένης αναστολής». Η κρίση αυτή,
σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη, ως εκ τούτου δε η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί υπέρ του νόμου, όπως βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση.
Διά ταύτα
Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί υπέρ τού νόμου την υπ΄ αριθ. 1307/2003 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς (σε Συμβούλιο), σύμφωνα με το σκεπτικό.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2007
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας Γ. Παναγιωτόπουλος Μ. Μπερδεμπέ
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 25 Ιουλίου 2007.
Ο Πρόεδρος Ο Γραμματέας Γ. Παναγιωτόπουλος Β. Μανωλόπουλος Ρ.Κ.