ΣτΕ Ολομ. 2636/2009,ΟΤΑ, ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ, ΕΓΚΡΙΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΟΡΩΝ, ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΕ, ΕΦΟΣΟΝ ΤΟ ΚΥΡΙΩΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΟ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΛΟΓΟ ΔΕΝ ΘΕΡΑΠΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΠΡΟΣΘΕΤΟ ΛΟΓΟ, επι συναφών πράξεων εφόσον ο αιτών δεν προβάλλει για μια απο αυτές εναν παραδεκτό λό

ΣΤΕ ΟΛΟΜ.

Με την 2636/2009 απόφαση της Ολομέλειας κρίθηκε ότι το απαράδεκτο της μη προβολής συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως κατά μιας από τις συμπροσβαλλόμενες πράξεις δεν δύναται να θεραπευθεί με την προβολή κατ’ αυτής λόγων ακυρώσεως το πρώτον με δικόγραφο προσθέτων λόγων.

2636/2009 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ)
 
 
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Προστασία περιβάλλοντος και έγκριση περιβαλλοντικών όρων για την εκτέλεση του έργου του εκσυγχρονισμού των διυλιστηρίων. Απαραδέκτως ζητείται η ακύρωση της πράξης καταχώρησης της μελέτης ασφαλείας του επίδικου έργου, καθόσον κατά της πράξης αυτής δεν προβάλλεται κανένας συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως. Το απαράδεκτο αυτό δεν δύναται να θεραπευθεί με την προβολή κατ΄ αυτής λόγων ακυρώσεως το πρώτον με το δικόγραφο προσθέτων λόγων, το οποίο προϋποθέτει την ύπαρξη παραδεκτού δικογράφου αιτήσεως ακυρώσεως ως προς την προσβολή διοικητικής πράξεως. Με έννομο συμφέρον ασκείται η υπό κρίση αίτηση από τους δήμους, μέσα στην εδαφική περιφέρεια των οποίων βρίσκονται οι εγκαταστάσεις του επίδικου διυλιστηρίου, καθώς και από τους γειτονικούς δήμους. Η δυνατότητα επέκτασης της άδειας εγκατάστασης ήδη υφισταμένων και λειτουργουσών κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου 3325/2005 δραστηριοτήτων, προβλέπεται, όλως εξαιρετικώς, σε περίπτωση εκσυγχρονισμού και αναβάθμισης, ιδιαίτερα σημαντικών για την Εθνική Οικονομία παραγωγικών επενδύσεων και εφόσον προκύπτει αποδεδειγμένα ότι ο εκσυγχρονισμός και η επέκταση αυτή δεν αναμένεται να προκαλέσει καθόλου πρόσθετη επιβάρυνση στο περιβάλλον. H διάταξη του άρθρου 28 τουν. 3325/2005 είναι σύμφωνη με το άρθρο 24 του Συντάγματος. Αντίθετη μειοψηφία. Με το επίδικο έργο εκσυγχρονισμού και αναβάθμισης του διυλιστηρίου της παρεμβαίνουσας επιδιώκεται η βελτίωση των συνθηκών του φυσικού περιβάλλοντος, όπου αυτό έχει υποβαθμισθεί. Αντίθετη μειοψηφία. Ρυθμιστικό σχέδιο της Αθήνας κατά τις διατάξεις τουν.1515/1985. Εφόσον για την περιοχή των εγκαταστάσεων της παρεμβαίνουσας προβλέπονται από το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (Γ.Π.Σ.) Ελευσίνας, χρήσεις οχλούσας βιομηχανίας-βιοτεχνίας (ΒΙΠΕ) και όχι κατοικίας, δεν τίθεται ζήτημα απομάκρυνσής τους, κατά τις διατάξεις του ν. 1515/1985. Το επίδικο έργο αποβλέπει στον εκσυγχρονισμό της ήδη υπάρχουσας βιομηχανικής εγκατάστασης διυλιστηρίου και οι προσβαλλόμενες εγκριτικές πράξεις δεν είναι αντίθετες προς τις κατευθύνσεις του Ν. 1515/1985. Ο ισχυρισμός περί αντίθεσης των προσβαλλόμενων πράξεων προς το σχέδιο Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού & Αειφόρου Ανάπτυξης για τη Βιομηχανία του Μαρτίου 2008, πρέπει να απορριφθεί διότι κατά την έκδοσή τους αυτό το σχέδιο δεν είχε ακόμη εγκριθεί. Αντίθετη μειοψηφία. Η ΚΥΑ 3329/1989 διέπει μόνον την εγκατάσταση και λειτουργία εργοστασίων και αποθηκών εκρηκτικών. Οι διατάξεις της ΚΥΑ 12044/613/2007 εφαρμόζονται στις εγκαταστάσεις, στις οποίες γίνεται παραγωγή, χρησιμοποίηση, χειρισμός ή αποθήκευση επικίνδυνων ουσιών. Συνεπώς, οι διατάξεις της ΚΥΑ δεν συρρέουν με τις ανωτέρω περί αποστάσεων ασφαλείας διατάξεις της ΚΥΑ 3329/1989. Δεν αποτελεί νόμιμη προϋπόθεση για την αδειοδότηση των εγκαταστάσεων της παρεμβαίνουσας, η τήρηση των προβλεπόμενων από τις διατάξεις της ΚΥΑ 3329/1989 αποστάσεων. Αντίθετη μειοψηφία. Αρμοδιότητα για την έκδοση αποφάσεως εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων. Μεταξύ των συναρμοδίων υπουργών, οι οποίοι συνυπογράφουν με τον Υπουργό ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. την προσβαλλόμενη ΚΥΑ εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων των επίδικων εγκαταστάσεων, δεν περιλαμβάνονται οι Υπουργοί Εθνικής Άμυνας και Πολιτισμού. Αντίθετη μειοψηφία. Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων και επιστήμονες που συμμετέχουν στην κατάρτισή της. Νομίμως η Μ.Π.Ε. του επίδικου έργου υπογράφεται από Γεωλόγο-Περιβαλλοντολόγο, εφόσον το Πτυχίο Μελετητή, Α΄ Τάξης περιλαμβάνει τις κατηγορίες μελετών 20 και 27. Δεν απαγορεύεται η σύνταξη Μ.Π.Ε. από τον συντάξαντα τη μελέτη κατασκευής του έργου. Η χωροθέτηση δεν αποτελεί, πλέον αντικείμενο αυτοτελούς σταδίου της διαδικασίας περιβαλλοντικής αδειοδότησης, αλλά εντάσσεται στην ενιαία διαδικασία έγκρισης περιβαλλοντικών όρων. Προκειμένου να εγκριθούν περιβαλλοντικοί όροι για έργο ή δραστηριότητα της Α` κατηγορίας, απαιτείται να προηγηθεί προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγησή του, η οποία στηρίζεται σε Προμελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων. Αν η προκαταρκτική εκτίμηση και αξιολόγηση είναι θετική, χωρεί περαιτέρω η εξέταση της υπόθεσης, με βάση ΜΠΕ, προκειμένου να εκδοθεί η απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων. Προκειμένου περί έργων ή δραστηριοτήτων, που προβλέπονται από εγκεκριμένο χωροταξικό ή πολεοδομικό ή ρυθμιστικό σχέδιο, δεν απαιτείται μεν προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση ούτε Προμελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, επιβάλλεται, όμως εκπόνηση, αξιολόγηση και δημοσίευση ΜΠΕ. Η ΠΠΕΑ, δεν απαιτείται εφόσον δεν καταλείπεται ευχέρεια επιλογής της θέσης όπου πρόκειται να εκτελεσθεί το προγραμματισθέν έργο ή δεν υφίσταται υποχρέωση έρευνας για την επιλογή της θέσης. Το Γ.Π.Σ. περιλαμβάνει γενικές κατευθύνσεις και ειδικές ρυθμίσεις, που είναι δεσμευτικές για την πολεοδομική μελέτη. Βασικό στοιχείο του Γ.Π.Σ. αποτελεί ο καθορισμός χρήσεων γης, ο οποίος δεν χρειάζεται περαιτέρω εξειδίκευση και είναι δεσμευτικός. Για το επίδικο έργο δεν απαιτείται ΠΠΕΑ, αφού βρίσκεται σε ΒΙΠΕ, κατά το οικείο ΓΠΣ. Αντίθετη μειοψηφία. Οι επίμαχοι ατμοστρόβιλοι συνιστούν βοηθητική μονάδα και όχι αυτοτελές νέο έργο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, χρήζον ειδικής περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Αντίθετη μειοψηφία. Η δημοσιοποίηση της ΜΠΕ αποτελεί ουσιώδη τύπο για την έκδοση της απόφασης έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων. Δεν απαιτείται η εκ νέου τήρηση της διαδικασίας δημοσιοποίησης όταν η άπαξ υποβληθείσα προς έγκριση Μ.Π.Ε. υφίσταται στη συνέχεια επουσιώδεις τροποποιήσεις. Η Μ.Π.Ε. για τις λιμενικές εγκαταστάσεις αφορά επιμέρους θέμα, το οποίο δεν επηρεάζει τις βασικές παραδοχές της Μ.Π.Ε. του έργου εκσυγχρονισμού και συνεπώς δεν έχρηζε δημοσιοποίησης Αντίθετη μειοψηφία. Το επίδικο έργο εκσυγχρονισμού δεν παρουσιάζει αυτοτέλεια σε σχέση με τις εγκαταστάσεις και την λειτουργία του υφισταμένου διυλιστηρίου, αλλά αναγκαίως συναρτάται χωροταξικά με αυτές. Οι ισχυρισμοί των αιτούντων ότι δεν εξετάστηκαν εναλλακτικές λύσεις, καθ` ό μέρος αφορούν τον χώρο των νέων εγκαταστάσεων, δεν παρίστανται βάσιμοι. Αντίθετη μειοψηφία. Το επίδικο έργο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 16 της ΚΥΑ 69269/5387/1990. Στην Μ.Π.Ε. εμπεριέχονται αναφορές στην υφιστάμενη χερσαία χλωρίδα και βλάστηση της περιοχής εκτάσεις, οι οποίες νομίμως έχουν απολέσει το δασικό τους χαρακτήρα πριν από την 11η Ιουνίου 1975, με βάση διοικητικές πράξεις και δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρισθούν, με πράξη του Δασάρχη ως δάση ή δασικές εκτάσεις. Η περιοχή των εγκαταστάσεων της παρεμβαίνουσας έχει ενταχθεί εντός ΒΙΠΕ, για την οποία έχουν καθορισθεί χρήσεις «οχλούσας βιομηχανίας- βιοτεχνίας και δεν δύναται να υπαχθεί στις περιοχές όπου επικρατεί το βιομηχανικό στοιχείο. Οι ισχυρισμοί των αιτούντων ότι στην προσβαλλόμενη πράξη δεν ορίζονται μέτρα για την αποτροπή της ρύπανσης των υπεδαφικών οριζόντων εντός του χώρου του διυλιστηρίου, τον περιορισμό της ρύπανσης των υδροφόρων οριζόντων στην ευρύτερη περιοχή, δεν παρίστανται βάσιμοι. Εκτέλεση έργων αξιοποιήσεως υδατικών πόρων επιτρέπεται μόνον στο πλαίσιο σχεδιασμού και προγραμματισμού που έχει εγκριθεί κατά νόμο. Μέχρι την έγκριση σχετικού Σχεδίου Διαχείρισης και Προγράμματος Μέτρων κατά τις διατάξεις του ν. 3199/2003, η εκτέλεση έργου αξιοποιήσεως υδατικών πόρων είναι επιτρεπτή μόνον αν εντάσσεται σε προγραμματισμό που έχει εγκριθεί κατά τον προγενέστερο ν. 1739/1997. Στην ειδικότερη περίπτωση του εκσυγχρονισμού ήδη υφιστάμενων δραστηριοτήτων που περιλαμβάνουν και αξιοποίηση υδατικών πόρων, μέχρι την εντός ευλόγου χρόνου ολοκλήρωση της διαδικασίας εγκρίσεως των Σχεδίων Διαχείρισης, είναι ανεκτός ο μερικός σχεδιασμός και προγραμματισμός των έργων εκσυγχρονισμού, εφόσον δεν προβλέπεται σημαντική αύξηση της κατανάλωσης υδατικών πόρων. Το επίδικο έργο δεν περιλαμβάνει και έργα αξιοποίηση υδατικών πόρων. Δεν απαιτείται έκδοση της απόφασης ε.π.ο. σε εγκαταστάσεις οι οποίες, όπως η επίδικη, αποθηκεύουν (προσωρινή αποθήκευση), επεξεργάζονται, αξιοποιούν ή και διαθέτουν οι ίδιες τα επικίνδυνα απόβλητά τους στους χώρους παραγωγής των αποβλήτων, αλλά οι όροι για την πραγματοποίηση των σχετικών εργασιών περιλαμβάνονται στην απόφαση ε.π.ο. που χορηγείται για τη λειτουργία των εγκαταστάσεων ή δραστηριοτήτων. Η απαιτούμενη αναλυτική περιγραφή της διαδικασίας διαχείρισης των επικίνδυνων αποβλήτων αποτελεί αντικείμενο της προβλεπόμενης μελέτης της οργάνωσης του δικτύου συλλογής και μεταφοράς, ενώ στην σχετική απόφαση ε.π.ο που χορηγείται για τη λειτουργία των εν λόγω εγκαταστάσεων ή δραστηριοτήτων πρέπει απλώς να περιλαμβάνονται «οι όροι για την πραγματοποίηση των εργασιών» επεξεργασίας. Η άδεια διαχείρισης επικίνδυνων αποβλήτων δεν συνιστά προϋπόθεση για την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων. Ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι στη ΜΠΕ δεν γίνεται σφαιρική εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την εγκατάσταση και λειτουργία του ένδικου έργου σε συνδυασμό με τη λειτουργία στην ίδια περιοχή μερικών από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες της χώρας καθώς και με ήδη σχεδιαζόμενες και εγκρινόμενες βιομηχανικές εγκαταστάσεις, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Αιτιολογημένη η ΜΠΕ ως προς τις επιπτώσεις του έργου στην ατμόσφαιρα. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης. Η αίτηση εισήχθη στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν πράξης του Προέδρου του ΣτΕ, λόγω της σπουδαιότητάς της.

  
Αριθμός 2636/2009

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Μαΐου 2009, με την εξής σύνθεση: Μ. Βροντάκης, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αντικατάσταση του Προέδρου και του αρχαιοτέρου αυτού Αντιπροέδρου, που είχε κώλυμα, Ε. Γαλανού, Ν. Σκλίας, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Δ. Πετρούλιας, Ν. Ρόζος, Αν. Γκότσης, Ε. Σαρπ, Ν. Μαρκουλάκης, Δ. Μαρινάκης, Μ. Καραμανώφ, Αικ. Σακελλαροπούλου, Α.-Γ. Βώρος, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρης, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Ι. Ζόμπολας, Δ. Γρατσίας, Αν. Ντέμσιας, Σπ. Παραμυθιώτης, Φ. Ντζίμας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Ηρ. Τσακόπουλος, Μ. Σταματελάτου-Μπεριάτου, Σύμβουλοι, Π. Τσούκας, Ε. Σταυρουλάκη, Μ. Αθανασοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Β. Μανωλόπουλος.

Για να δικάσει την από 2 Σεπτεμβρίου 2008 αίτηση:

των Δήμων: 1) Ελευσίνας Αττικής, 2) Μάνδρας Αττικής, 3) Μαγούλας Αττικής και 4) Νέας Περάμου Αττικής, οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Μ. Χαϊνταρλή (Α.Μ. 14135), που τον διόρισαν με αποφάσεις τους οι Δημαρχιακές τους Επιτροπές,   κατά των Υπουργών: 1) Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, 2) Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, 3) Ανάπτυξης και 4) Οικονομίας και Οικονομικών, οι οποίοι παρέστησαν με τους: α. Φ. Ιατρέλλη και β. Α. Γραμματικό, Νομικούς Συμβούλους του Κράτους,   και κατά της παρεμβαίνουσας ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία «……… …….. ….», που εδρεύει στην ……… Αττικής (… χλμ. Παλαιάς Εθνικής Οδού Αθηνών-Κορίνθου), η οποία παρέστη με τους δικηγόρους: α. Χρ. Πολίτη (Α.Μ. 2740), β. Φ. Σπυρόπουλο (Α.Μ. 7310) και γ. Λ. Χατζηανδρέου, που τους διόρισε στο ακροατήριο ο …. ………, νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας.   Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 8 Σεπτεμβρίου 2008 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 εδάφ. α του Π.Δ. 18/1989.   Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες Δήμοι επιδιώκουν να ακυρωθούν: 1) η υπ΄ αριθμ. 146393/3.6.2008 κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής και Ανάπτυξης, 2) η υπ΄ αριθμ. Δ3/Α/οικ.11219/8.5.2008 απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης, 3) η υπ΄ αριθμ. Δ3/Α15024/24.7.2008 κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Ανάπτυξης και Οικονομίας και Οικονομικών και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.   Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Συμβούλου, Αγγ. Θεοφιλοπούλου.   Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων δήμων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τους πληρεξούσιους της παρεμβαίνουσας ανώνυμης εταιρείας και τους εκπροσώπους των Υπουργών, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.   Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το Νόμο   1. Επειδή, η υπό κρίση αίτηση ασκείται κατά νόμον (άρθρο 36 παρ. 1 π.δ. 18/1989, Α΄8, άρθρο 276 παρ. 1 Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων – Ν. 3463/2006, Α΄ 114) χωρίς καταβολή παραβόλου.   2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται εμπροθέσμως η ακύρωση: (α) της 146393/ 3.6.2008 κοινής απόφασης των Υπουργών ΠΕΧΩΔΕ, Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου & Νησιωτικής Πολιτικής, με την οποία εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι : α) των υφιστάμενων βιομηχανικών εγκαταστάσεων και β) του έργου “Εκσυγχρονισμός-αναβάθμιση διυλιστηρίου” της …. …………. ……….., που λειτουργεί στο … χλμ της Παλαιάς Εθνικής Οδού Αθηνών ? Κορίνθου στην Ελευσίνα Αττικής, (β) της Δ3/Α/οικ.11219/8.5.2008 απόφασης της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Εγκαταστάσεων Πετρελαιοειδών του Υπουργείου Ανάπτυξης, με την οποία καταχωρήθηκε η μελέτη ασφάλειας του έργου Εκσυγχρονισμού ? Αναβάθμισης του ως άνω διυλιστηρίου, (γ) της Δ3/Α15024/24.7.2008 κοινής απόφασης των Υπουργών ΠΕΧΩΔΕ, Ανάπτυξης και Οικονομίας & Οικονομικών, με την οποία επεκτάθηκε η άδεια εγκατάστασης των Βιομηχανικών Εγκαταστάσεων Ελευσίνας (Β.Ε.Ε.) της ως άνω εταιρείας για το έργο Εκσυγχρονισμού του Διυλιστηρίου Ελευσίνας του νομού Αττικής, σύμφωνα με το άρθρο 28 του ν. 3325/2005.   3. Επειδή, απαραδέκτως με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η ακύρωση της δεύτερης προσβαλλόμενης (Δ3/οικ. 11219/8.5.2008) πράξης καταχώρησης της μελέτης ασφαλείας του επίδικου έργου, καθόσον κατά της πράξης αυτής δεν προβάλλεται με το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως κανένας συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως (βλ. άρθρο 17 παρ. 2 Π.Δ. 18/1989). Το απαράδεκτο δε αυτό δεν δύναται να θεραπευθεί με την προβολή κατ΄ αυτής λόγων ακυρώσεως το πρώτον με το από 21.10.2008 δικόγραφο προσθέτων λόγων (αρ. 3 και 10), το οποίο προϋποθέτει την ύπαρξη παραδεκτού δικογράφου αιτήσεως ακυρώσεως ως προς την προσβολή διοικητικής πράξεως και δεν δύναται να επιφέρει επιτρεπτώς σε σχέση με αυτήν διεύρυνση του αντικειμένου της ακυρωτικής δίκης (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2969/1969 Ολ., καθώς και 3025/2006,2067/1998 7μ., 2420/1992).   4. Επειδή, με έννομο συμφέρον ασκείται η υπό κρίση αίτηση από τους Δήμους Ελευσίνας και Μάνδρας Αττικής, μέσα στην εδαφική περιφέρεια των οποίων βρίσκονται οι εγκαταστάσεις του επίδικου διυλιστηρίου, καθώς και από τους γειτονικούς Δήμους Μαγούλας και Νέας Περάμου Αττικής, αφού, κατά το άρθρο 75 παρ. Ι β΄ του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (Ν. 3463/2006, Α΄ 114), στην αρμοδιότητα των δήμων και των κοινοτήτων ανήκει η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος στην περιοχή τους, που στην προκειμένη περίπτωση είναι ήδη επιβαρυμένη από τη συγκέντρωση βιομηχανιών (πρβλ. Σ.τ.Ε. Ολ. 83/2005, 2537/1996).   5. Επειδή, στη δίκη παρεμβαίνει υπέρ του κύρους των προσβαλλόμενων πράξεων, με προφανές έννομο συμφέρον, η ανώνυμη εταιρεία «…… ……….. …..».   6. Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 24 του Συντάγματος που ορίζουν ότι «η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους» και ότι για τη διαφύλαξη που περιβάλλοντος, φυσικού και πολιτιστικού, «το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα» (παρ. 1), το φυσικό περιβάλλον έχει αναχθεί σε αυτοτελώς προστατευόμενο αγαθό προκειμένου να εξασφαλισθεί, στα όρια της Χώρας, η διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας και η διαφύλαξη των φυσικών πόρων προς χάρη και των επομένων γενεών. Ο συντακτικός μάλιστα νομοθέτης δεν αρκέστηκε στη πρόβλεψη δυνατότητας να θεσπίζονται μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά επέβαλε στα όργανα του Κράτους που έχουν τη σχετική αρμοδιότητα να προβαίνουν σε θετικές ενέργειες για τη διαφύλαξη του προστατευόμενου αγαθού και, ειδικότερα, να λαμβάνουν τα απαιτούμενα μέτρα παρεμβαίνοντας στον αναγκαίο βαθμό και στην οικονομική ή άλλη ατομική ή συλλογική δραστηριότητα. Κατά τη λήψη δε των μέτρων αυτών πρέπει, κατά την έννοια των μνημονευμένων διατάξεων, ερμηνευόμενων ενόψει και των άρθρων 106 (παρ. 1) και 22 (παρ. 1) του Συντάγματος και σε αρμονία με αυτά, να λαμβάνονται υπόψη από μέρους της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, και άλλοι παράγοντες, αναγόμενοι στο γενικότερο εθνικό συμφέρον, όπως είναι εκείνοι που σχετίζονται με τους σκοπούς της οικονομικής ανάπτυξης και της εξασφάλισης εργασίας στους πολίτες, σκοπούς για τους οποίους επίσης λαμβάνεται πρόνοια στο Σύνταγμα, στα μνημονευμένα άρθρα 106 (παρ. 1) και 22 (παρ. 1). Η στάθμιση, όμως, των παραγόντων αυτών πρέπει να συμπορεύεται προς την υποχρέωση της Πολιτείας να μεριμνά, για την προστασία του περιβάλλοντος κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται βιώσιμη ανάπτυξη, δηλαδή ανάπτυξη που δεν οδηγεί σε εξάντληση των φυσικών πόρων και σε επιδείνωση των συνθηκών διαβιώσεως στους οικισμούς, καθώς επίσης να μεριμνά για την χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, προκειμένου να διασφαλισθούν, μεταξύ των άλλων, ισόρροπες συνθήκες διαβιώσεως των κατοίκων σε όλους τους οικισμούς της χώρας, που αποτελεί, επίσης, υποχρέωση του Κράτους. Για την τήρηση δε των συνπατομένων προς τις παραπάνω υποχρεώσεις του Κράτους κριτηρίων, κατά την άσκηση της συναφούς ρυθμιστικής αρμοδιότητας του Κράτους, επιβάλλεται σ` αυτό η λήψη μέτρων που συντελούν στην αναβάθμιση του οικιστικού περιβάλλοντος προς τον σκοπό της βελτιώσεως της ποιότητας της ζωής, πάντως δε απαγορεύεται η λήψη μέτρων που επιφέρουν την επιδείνωσή του. Η τήρηση δε του συνταγματικού τούτου κριτηρίου, αναφορικά με την κατά ουσιαστική κρίση επιλογή της προς θέσπιση ρυθμίσεως, υπόκειται στον οριακό έλεγχο του δικαστού, ο οποίος σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, προκειμένου να κρίνει αν από εισαγόμενη νέα ρύθμιση υποβαθμίζεται ή όχι το περιβάλλον και οι συνθήκες διαβιώσεως, οφείλει να σταθμίσει τη συγκεκριμένη αυτή ρύθμιση αυτοτελώς και σε συνάρτηση προς το σύνολο του θεσπιζομένου νομοθετικού καθεστώτος.   7. Επειδή, συνακόλουθα προς την επιταγή που περιέχεται στις παραπάνω διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος εκδόθηκε ο ν. 1515/1985 «Ρυθμιστικό σχέδιο και πρόγραμμα προστασίας περιβάλλοντος της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας», Α΄ 160) και θεσπίσθηκε ρυθμιστικό σχέδιο και πρόγραμμα προστασίας του περιβάλλοντος για την ευρύτερη περιοχή της Αθήνας που, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1, θεωρείται, για την εφαρμογή του νόμου αυτού, ότι περιλαμβάνει την περιφέρεια του νομού Αττικής και την Μακρόνησο εκτός από τα Κύθηρα. Στόχοι του νόμου αυτού είναι, μεταξύ των άλλων, η οικολογική ανασυγκρότηση των Αθηνών και ο περιορισμός της ρυπάνσεως των στοιχείων του περιβάλλοντος (άρθρο 2 εδ. α΄ και δ΄). Είχε προηγηθεί η έκδοση του ν. 1360/1983 «Προώθηση των επενδύσεων, οργάνωση των Υπηρεσιών Κρατικών Προμηθειών και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 65), στο άρθρο 4 του οποίου ορίσθηκε ότι: «Με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου [: με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Ανάπτυξης και ΠΕΧΩΔΕ, κατά το άρθρο 1 αριθμ. 21 του ν. 2412/1996, Α΄ 123] είναι δυνατόν να χορηγείται άδεια εγκατάστασης κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του νόμου αυτού ή άλλων νόμων, εφόσον πρόκειται για ιδιαίτερα σημαντικές παραγωγικές επενδύσεις και ιδίως για εγκατάσταση βιομηχανιών που συμβάλλουν στην επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης της Εθνικής Οικονομίας». Το άρθρο αυτό ρητώς διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 19 παρ. 1 του ν. 2516/1997 (Α΄ 159), που αντιθέτως κατάργησε, μεταξύ άλλων, τα άρθρα 1, 2, 3 και 5 του πιο πάνω ν. 1360/1983. Τέλος, ο ν. 3325/2005 «Ίδρυση και λειτουργία βιομηχανικών βιοτεχνικών εγκαταστάσεων στο πλαίσιο της αειφόρου ανάπτυξης και άλλες διατάξεις» (Α΄ 68) ορίζει στο άρθρο 28 τα ακόλουθα: «Το άρθρο 4 του ν. 1360/1983 (ΦΕΚ 65 Α΄), όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 21 του άρθρου 1 του ν. 2412/1996 (ΦΕΚ 123 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής: “Με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης, Οικονομίας και Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων είναι δυνατή η επέκταση της άδειας εγκατάστασης ιδιαίτερα σημαντικών για την Εθνική Οικονομία παραγωγικών επενδύσεων κατά παρέκκλιση του νόμου μετά των τυχόν αναγκαίων στο πλαίσιο αυτό επεκτάσεων, στο μέτρο που αποδεδειγμένα προκύπτει, μέσα από τη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησής της, ότι ο εκσυγχρονισμός αυτός δεν αναμένεται να προκαλέσει πρόσθετη επιβάρυνση στο περιβάλλον. Η ανωτέρω διάταξη δεν έχει ισχύ σε περιοχές με καθεστώς ειδικής περιβαλλοντικής προστασίας.”». Εξάλλου, στο άρθρο 2 του ως άνω ν.3325/2005 ως «επέκταση» ορίζεται «Η επαύξηση, μετά την αρχική εγκατάσταση και λειτουργία της δραστηριότητας, της εγκατεστημένης ισχύος του μηχανολογικού εξοπλισμού ή η προσθήκη κτιριακών εγκαταστάσεων ή ειδικών εγκαταστάσεων, που πραγματοποιείται μέσα στο γήπεδο όπου λειτουργεί η εγκατάσταση ή σε όμορό του ή η αλλαγή ή συμπλήρωση της δραστηριότητας?», ως «εκσυγχρονισμός» δε ορίζεται «Η αντικατάσταση ή συμπλήρωση του μηχανολογικού εξοπλισμού, των κτιριακών εγκαταστάσεων και η αλλαγή ή συμπλήρωση της δραστηριότητας». Κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 28 ν. 3325/2005, η δυνατότητα επέκτασης της άδειας εγκατάστασης ήδη υφισταμένων και λειτουργουσών κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού δραστηριοτήτων, κατά παρέκκλιση του νόμου, προβλέπεται, όλως εξαιρετικώς, σε περίπτωση εκσυγχρονισμού και αναβάθμισης, ιδιαίτερα σημαντικών για την Εθνική Οικονομία παραγωγικών επενδύσεων και υπό την προϋπόθεση να προκύπτει αποδεδειγμένα από την οικεία διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης ότι ο εκσυγχρονισμός και η επέκταση αυτή, ακόμη και αν συνεπάγεται αύξηση της εγκατεστημένης ισχύος του μηχανολογικού εξοπλισμού ή αλλαγή ή συμπλήρωση των παραγωγικών δραστηριοτήτων, δεν αναμένεται να προκαλέσει καθόλου πρόσθετη επιβάρυνση στο περιβάλλον, ενώ εξαιρούνται από το πεδίο ισχύος της ανωτέρω διάταξης περιοχές με καθεστώς ειδικής περιβαλλοντικής προστασίας. H ανωτέρω δε διάταξη, ορίζοντας ρητά ποιες περιοχές αυξημένης προστασίας εξαιρούνται του πεδίου εφαρμογή της, καταλαμβάνει κατ΄ αρχήν και την περιφέρεια Αττικής. Με αυτά τα δεδομένα ως προς το περιεχόμενο της ρυθμίσεως, η ανωτέρω διάταξη παρίσταται, κατ` αρχήν, σύμφωνη με το άρθρο 24 του Συντάγματος, που είναι ερμηνευτέο σε αρμονία προς τα άρθρα 106 (παρ. 1) και 22 (παρ. 1), τούτου, εν όψει των διατυπουμένων σ΄ αυτά συνταγματικών επιταγών και επομένως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η διάταξη του άρθρου 28 του ν. 3325/2005, βάσει του οποίου εκδόθηκε η τρίτη προσβαλλόμενη Δ3/Α15024/24.7.2008 Κ.Υ.Α. περί επέκτασης της άδειας εγκατάστασης είναι ανίσχυρη ως αντίθετη στο άρθρο 24 του Συντάγματος, εν όψει και των διατάξεων του Ν. 1515/1985 κατά το μέρος που το πεδίο εφαρμογής της εκτείνεται και στην περιφέρεια του Νομού Αττικής. Κατά τη γνώμη, όμως, της Συμβούλου Μ. Καραμανώφ με το άρθρο 28 του ν.3325/2005 θεσπίσθηκε η δυνατότης παρεκκλίσεως από τις διατάξεις του νόμου για τη βιώσιμη βιομηχανία και βιοτεχνία και επετράπη κατ` εξαίρεση η απαγορευομένη κατ` αρχήν, δηλ. κατά το πάγιο σύστημα του νόμου, επέκταση ωρισμένων παραγωγικών επενδύσεων ιδιαίτερα σημαντικών για την εθνική οικονομία. Προκειμένου δε να καταστεί η παρέκκλιση αυτή ανεκτή εξ επόψεως των επιταγών του άρθρου 24 του Συντάγματος, ο νομοθέτης έθεσε ως αναγκαίο όρο της επεκτάσεως να προκύπτει αποδεδειγμένα ότι αυτή δεν αναμένεται να προκαλέσει πρόσθετη επιβάρυνση στο περιβάλλον. Πλην όμως, κάθε επέκταση βιομηχανίας, οπωσδήποτε πραγματοποιουμένη, είτε δηλ. δια της προσθήκης νέων δραστηριοτήτων, είτε δια της εντάσεως των ήδη υφισταμένων, είτε, τέλος, δια της προσθήκης νέων σταδίων στη μεταποιητική διαδικασία έστω και άνευ αυξήσεως του όγκου της αρχικώς εισαγομένης πρώτης ύλης, προκαλεί πάντως επαύξηση της μεταποιητικής δραστηριότητος, η οποία εξ ορισμού συνεπάγεται επιβάρυνση του περιβάλλοντος. Με τα δεδομένα αυτά, ο ως άνω τεθείς με το άρθρο 28 του νόμου όρος είναι αδύνατον να εκπληρωθεί και, ως εκ τούτου, κατά παγία αρχή του διοικητικού δικαίου, πρέπει να θεωρηθεί ως μη γεγραμμένος. Κατά συνέπεια, περιαιρουμένου του όρου τούτου, η θέσπιση της επίμαχης παρεκκλίσεως, η οποία οδηγεί αναπόφευκτα σε επιβάρυνση του περιβάλλοντος πέρα από τα ανεκτά, κατά το πάγιο σύστημα του νόμου, όρια, αντίκειται στο άρθρο 24 του Συντάγματος και είναι ανίσχυρη. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 28 παραβιάζει εν πάση περιπτώσει την επιτασσομένη από το Σύνταγμα και το κοινοτικό δίκαιο (Συνθήκη Μάαστριχτ και Άμστερνταμ) αρχή της ενσωματώσεως του κριτηρίου της προστασίας του περιβάλλοντος στο σχεδιασμό κάθε δημόσιας πολιτικής. Και τούτο διότι η θέσπιση δυνατότητος ατομικής παρεκκλίσεως από το σύστημα του νόμου, με τον όρο της μη επιβαρύνσεως του περιβάλλοντος, μεταθέτει πράγματι την ευθύνη για την υλοποίηση του στόχου της περιβαλλοντικής προστασίας από το γενικό και αντικειμενικό επίπεδο του σχεδιασμού στο ατομικό επίπεδο του ελέγχου της λειτουργίας κάθε συγκεκριμένης επιχειρήσεως, ο οποίος, όμως, εν όψει των εγγενών αδυναμιών του, δεν οδηγεί σε ισοδύναμο αποτέλεσμα. Εν όψει των ανωτέρω, οι προσβαλλόμενες πράξεις, εκδοθείσες κατ` εφαρμογή της ανισχύρου διατάξεως του άρθρου 28, είναι μη νόμιμες και πρέπει να ακυρωθούν.   8. Επειδή, κατά τα διαλαμβανόμενα στο προοίμιο της τρίτης προσβαλλόμενης πράξης επέκτασης της άδειας εγκατάστασης (αρ. 15), σύμφωνα με την οικεία Μ.Π.Ε. και τη Μελέτη Εγκατάστασης «το έργο εκσυγχρονισμού του διυλιστηρίου αφορά σε: α) Αντικατάσταση μέρους του υφιστάμενου εξοπλισμού με νέο αντιρρυπαντικής τεχνολογίας, συμπλήρωση και βελτίωση αυτού με ενσωμάτωση των Βέλτιστων Διαθέσιμων Τεχνικών, προκειμένου να αναβαθμιστούν περιβαλλοντικά οι υφιστάμενες εγκαταστάσεις και να λειτουργήσουν στο πλαίσιο του νέου σχήματος του διυλιστηρίου. β) Συμπλήρωση του μηχανολογικού εξοπλισμού και των κτιριακών εγκαταστάσεων με τις αναγκαίες νέες μονάδες ποιοτικής αναβάθμισης των προϊόντων του διυλιστηρίου, προκειμένου η δραστηριότητα της διύλισης να γίνει φιλικότερη προς το περιβάλλον και τις απαραίτητες περιβαλλοντικές και βοηθητικές μονάδες, μέσω της παραγωγής καθαρότερων καυσίμων. Ειδικότερα, η παραγωγή καθαρότερων καυσίμων θα επιτευχθεί διά της μετατροπής του παραγόμενου σήμερα βαρέος μαζούτ, υψηλής περιεκτικότητας σε θείο, σε ελαφρύτερα κλάσματα διυλίσεως πετρελαίου (λευκά προϊόντα κυρίως ……., νάφθα, υγραέρια και αέρια καύσιμα), μηδενικής σχεδόν περιεκτικότητας σε θείο (10 ppm). Οι αναβαθμιζόμενες εγκαταστάσεις του υφιστάμενου συγκροτήματος διασυνδέονται με τις νέες μονάδες ποιοτικής αναβάθμισης του μαζούτ (απόσταξης κενού, θερμικής πυρόλυσης ασφάλτου, υδρογονοδιάσπασης, υδρογόνου), τις νέες μονάδες περιβαλλοντικής προστασίας (αναγέννησης αμίνης, απογύμνωσης όξινων νερών, ανάκτησης θείου και επεξεργασίας των απαερίων της, επεξεργασίας υγρών αποβλήτων και κλειστού κυκλώματος ψύξης) και τις νέες βοηθητικές μονάδες προκειμένου να λειτουργήσουν ενιαία στο νέο σχήμα του εκσυγχρονισμένου διυλιστηρίου». Περαιτέρω, (αρ. 16) «από την υλοποίηση του υπόψη έργου δεν αναμένεται να προκληθεί πρόσθετη επιβάρυνση στο περιβάλλον αλλά αντιθέτως βελτίωση αυτού, αφού οι συνολικές εκπομπές αερίων ρύπων του διυλιστηρίου, μετά τον κατά τα ανωτέρω εκσυγχρονισμό του, θα μειωθούν ως εξής: Το διοξείδιο του θείου κατά 70,2 %, τα οξείδια αζώτου κατά 11,6 % και τα σωματίδια κατά 84,2 %. Τα επεξεργασμένα υγρά απόβλητα, θα μειωθούν σε όγκο κατά 24%, ενώ αντιστοίχου ποσοστού θα είναι και η βελτίωση των ποιοτικών χαρακτηριστικών τους (ρυπαντικού φορτίου) σε σχέση με την υφιστάμενη κατάσταση». Εξάλλου, (αρ. 26) «όπως προκύπτει από τα στοιχεία του υποβληθέντος φακέλου … πρόκειται για ιδιαίτερα σημαντική για την Εθνική Οικονομία παραγωγική επένδυση που συμβάλλει στην επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης αυτής, δεδομένου ότι: α) Το ύψος της επένδυσης θα είναι της τάξεως των 1.200 εκατομμυρίων Ευρώ. β) Η επένδυση θα συμβάλει σημαντικά στην καταπολέμηση της ανεργίας με τη διασφάλιση των σημερινών και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. γ) Θα προκύψουν θετικές επιπτώσεις στο ισοζύγιο πληρωμών της Εθνικής Οικονομίας, με την υποκατάσταση των εισαγωγών πετρελαίου ντίζελ και θα καταστεί ασφαλέστερη η τήρηση στρατηγικών αποθεμάτων καυσίμων της χώρας». Τέλος, (αρ. 27) «όπως προκύπτει από τα στοιχεία του υποβληθέντος φακέλου … α) Πρόκειται για έργο εκσυγχρονισμού του υφιστάμενου διυλιστηρίου μετά των αναγκαίων προς τούτο και τεχνολογικά βέλτιστων μονάδων το οποίο κρίνεται απαραίτητο για την περιβαλλοντική αναβάθμιση των υφιστάμενων εγκαταστάσεων, την ποιοτική αναβάθμιση των προϊόντων του διυλιστηρίου, την βελτίωση του περιβάλλοντος, τόσο της εγγύς περιοχής από αυτή καθεαυτή τη λειτουργία των εγκαταστάσεων, όσο και της Αττικής αλλά και της χώρας γενικότερα, από τη χρήση των παραγόμενων καθαρότερων προϊόντων πετρελαίου, καθώς και την βελτίωση της ασφάλειας λειτουργίας του διυλιστηρίου. β) Η διυλιστική ικανότητα του διυλιστηρίου θα παραμείνει στα 100.000 βαρέλια αργού πετρελαίου ημερησίως, όπως ισχύει σήμερα. γ) Το έργο αυτό αναγκαίως συναρτάται χωροταξικά με τις εγκαταστάσεις και την λειτουργία του υφισταμένου διυλιστηρίου». Περαιτέρω, σύμφωνα με την Μ.Π.Ε. του ένδικου έργου (σελ. iii) «η νέα επένδυση θα δώσει την δυνατότητα παραγωγής καυσίμων χαμηλού θείου (ντίζελ κίνησης) σύμφωνα με τα όρια που θα τεθούν σε ισχύ το 2009, θα μηδενίσει την παραγωγή μαζούτ και θα ελαχιστοποιήσει την καύση μαζούτ ιδιοκατανάλωσης, συντελώντας έτσι στην περαιτέρω βελτίωση της ατμόσφαιρας σε σχέση με το διοξείδιο του θείου». Ειδικότερα, (σελ. vii), «το επιλεχθέν λειτουργικό σχήμα… προβλέπει την πλήρη καταστροφή του παραγόμενου Μαζούτ με αντίστοιχη μετατροπή του σε λευκά προϊόντα (……… Νάφθα, Υγραέρια και αέρια καύσιμα), με τη χρήση της τεχνολογίας “Flexicoker” (θερμική πυρόλυση), η οποία αφ` ενός «αεροποιεί το 98% της παραγόμενης ποσότητας Κώκ και έτσι δεν υφίσταται θέμα διαχείρισης του παραπροϊόντος αυτού, εξαλείφοντας κάθε πηγή εκπομπής σωματιδίων και οσμών» και αφ` ετέρου «παράγει καθαρό αέριο καύσιμο για τις ανάγκες λειτουργίας των φούρνων του διυλιστηρίου, αντικαθιστώντας το χρησιμοποιούμενο για καύση Μαζούτ με αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση αερίων εκπομπών ιδιοκατανάλωσης». Συνεπώς, με το επίδικο έργο εκσυγχρονισμού και αναβάθμισης του διυλιστηρίου της παρεμβαίνουσας όχι μόνο δεν καθίσταται επιτρεπτή, κατ` εφαρμογήν του άρθρου 28 του ν. 3325/2005, η διατήρηση στο διηνεκές πηγών ρύπανσης σε περιοχή όπου υπάρχει ρητή νομοθετική πρόβλεψη για την απομάκρυνσή τους, αλλά, αντιθέτως, επιδιώκεται η βελτίωση των συνθηκών του φυσικού περιβάλλοντος, όπου αυτό έχει υποβαθμισθεί. Αν και κατά τη γνώμη της Συμβούλου Μ. Καραμανώφ, ο δια του άρθρου 28 τιθέμενος όρος της μη επιβαρύνσεως του περιβάλλοντος αφορά στις επιπτώσεις οι οποίες προκαλούνται εκ της επεκτάσεως εκσυγχρονισμού της βιομηχανίας στο άμεσο περιβάλλον της περιοχής, όπου είναι εγκατεστημένη, και οι οποίες δεν πρέπει να συγχέονται με την ευεργετική επίδραση την οποία ενδέχεται να έχει το παραγόμενο από την επιχείρηση προϊόν στο εν γένει περιβάλλον της χώρας. Στην προκειμένη περίπτωση, η επίμαχη επέκταση, περιλαμβάνουσα αφ` ενός μεν την επαύξηση της μεταποιητικής δραστηριότητος της επιχειρήσεως, αφ` ετέρου δε την προσθήκη νέων μονάδων μεταποιήσεως, αναγκαίων για τη λειτουργία της επεκτάσεως, συνεπάγεται αναπόφευκτα, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, την επιβάρυνση του περιβάλλοντος της περιοχής, είναι δε αδιάφορο εξ επόψεως εκπληρώσεως του όρου του άρθρου 28 αν τα παραγόμενα βελτιωμένα καύσιμα δύνανται να οδηγήσουν σε βελτίωση του περιβάλλοντος των περιοχών, στις οποίες αυτά ήθελαν τυχόν διατεθεί και καταναλωθεί.   9. Επειδή, όπως ήδη εξετέθη στην έβδομη σκέψη, ο νομοθέτης, κατ` εφαρμογή των ως άνω αρχών που απορρέουν από το άρθρο 24 του Συντάγματος, κατήρτισε ρυθμιστικό σχέδιο και πρόγραμμα προστασίας του περιβάλλοντος, το οποίο περιελήφθη στον ν. 1515/1985 «Ρυθμιστικό σχέδιο και πρόγραμμα προστασίας περιβάλλοντος της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας» (Α΄ 18), με στόχους, μεταξύ των άλλων, την οικολογική ανασυγκρότηση των Αθηνών και τον περιορισμό της ρυπάνσεως των στοιχείων του περιβάλλοντος (άρθρο 2 εδ. α΄ και δ΄). Σύμφωνα με τον ίδιο νόμο, οι στόχοι αυτοί θα επιτευχθούν ειδικότερα με την «ανάσχεση της διόγκωσης των οικονομικών δραστηριοτήτων στην πρωτεύουσα με λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για τον αναπροσανατολισμό των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων στην περιφέρεια της χώρας κατά προτεραιότητα» (άρθρο 3 παρ. 2 εδ. β΄), με την «βελτίωση του περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής με βελτίωση της λειτουργίας της πόλης, ανακατανομή λειτουργιών και δραστηριοτήτων, ενίσχυση του συστήματος μαζικών μεταφορών, απομάκρυνση οχληρών εγκαταστάσεων και λειτουργιών από τις περιοχές κατοικίας» ( άρθρο 3 παρ. 3 εδ. γ΄), καθώς και με σειρά άλλων μέτρων. Περαιτέρω, ο νόμος αυτός, στο άρθρο 15 παρ. 2.3., περιέχει πρόβλεψη για τη λήψη μέτρων με σκοπό τον έλεγχο των χρήσεων γης και ειδικότερα, μεταξύ άλλων, την «οργάνωση νέων βιομηχανικών και βιοτεχνικών πάρκων σε ικανή απόσταση από περιοχές κατοικίας, για συγκέντρωση ομοειδών οχληρών κλάδων της μεταποίησης, όπως των χυτηρίων, των κεραμοποιείων, των σιδηροβιοτεχνιών, των ασφαλτικών, των βυρσοδεψείων, των επιμεταλλωτηρίων, των ναυπηγοεπισκευαστικών μονάδων που είναι διάσπαρτα στην έκταση του πολεοδομικού συγκροτήματος».   10. Επειδή, με το άρθρο μόνο της 21727/25.5.2005 απόφασης του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ (Δ΄ 627), εγκρίθηκε η τροποποίηση του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου (Γ.Π.Σ.) του Δήμου Ελευσίνας Αττικής με την επέκταση των ορίων του ΓΠΣ για την ένταξη εντός αυτών περιοχών προ πολεοδόμηση, περιοχών που δεν πρόκειται να πολεοδομηθούν και περιοχών ειδικών χρήσεων και ειδικότερα : «Α. Την επέκταση των ορίων του πολεοδομικού σχεδίου για την ένταξη εντός αυτών περιοχών προς πολεοδόμηση. α) … δ) Των περιοχών που βρίσκονται οι εγκαταστάσεις ……, …., …………. και ……… ……….. για την ένταξη εντός αυτών ζώνης Βιομηχανίας-Βιοτεχνίας (ΒΙΠΕ) με μέσο συντελεστή δόμησης 1,2» ε)?Β. Την τροποποίηση των χρήσεων γης και τον καθορισμό νέων στις πολεοδομημένες και προς πολεοδόμηση περιοχές, όπως φαίνεται στο χάρτη Π.1 και ειδικότερα?Τον καθορισμό χρήσεων οχλούσας βιομηχανίας-βιοτεχνίας (ΒΙΠΕ), όπως προσδιορίζεται από το άρθρο 6» του Π.Δ. της 23ης.2.1987, Δ΄ 166 «στις περιοχές όπου βρίσκονται οι εγκαταστάσεις ……, …., ……….., και …….. ………». Συνεπώς, εφόσον για την περιοχή των εγκαταστάσεων της παρεμβαίνουσας προβλέπονται από το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (Γ.Π.Σ.) Ελευσίνας, όπως αυτό τροποποιήθηκε με την ως άνω 21727/25.5.2005 απόφαση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ (Δ΄ 627), χρήσεις οχλούσας βιομηχανίας-βιοτεχνίας (ΒΙΠΕ) και όχι κατοικίας, δεν τίθεται ζήτημα απομάκρυνσής τους, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 1515/1985. Δεδομένου δε ότι, όπως εκτίθεται στην όγδοη σκέψη, το επίδικο έργο αποβλέπει στον εκσυγχρονισμό της ήδη υπάρχουσας βιομηχανικής εγκατάστασης διυλιστηρίου, δεν προκύπτει ότι συντελεί σε «διόγκωση των οικονομικών δραστηριοτήτων στην πρωτεύουσα». Εν όψει αυτών, οι προσβαλλόμενες εγκριτικές πράξεις δεν είναι αντίθετες προς τις ανωτέρω κατευθύνσεις του Ν. 1515/1985, όπως αβασίμως υποστηρίζουν οι αιτούντες δήμοι. Περαιτέρω, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί αντίθεσης των προσβαλλόμενων πράξεων προς το σχέδιο Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού & Αειφόρου Ανάπτυξης για τη Βιομηχανία του Μαρτίου 2008, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως διότι κατά την έκδοσή τους αυτό το σχέδιο δεν είχε ακόμη εγκριθεί. Αν και κατά τη γνώμη της Συμβούλου Μ. Καραμανώφ, οι προαναφερθέντες στόχοι του ΡΣΑ, οι οποίοι επιβάλλουν την απομάκρυνση των οχληρών κλάδων μεταποιήσεως από τις περιοχές κατοικίας και την συγκέντρωσή τους σε ειδικώς οργανωμένα βιομηχανικά και βιοτεχνικά πάρκα, έχουν προδήλως την έννοια ότι αποκλείεται εφεξής η αποσπασματική πολεοδόμηση νέων περιοχών με χρήσεις οχλούσας βιομηχανίας ? βιοτεχνίας εκτός των ανωτέρω πάρκων, τα οποία χωροθετούνται πλέον σε αρμονία προς τις κατευθύνσεις του ΡΣΑ και σύμφωνα με την προβλεπομένη από την ειδική νομοθεσία (βλ. ν. 2545/1997 κ.λπ.) διαδικασία. Κατά συνέπεια, ο διά του ΓΠΣ Ελευσίνας χαρακτηρισμός της περιοχής, όπου είναι εγκατεστημένες οι προαναφερθείσες βιομηχανίες, ως ζώνης με χρήση οχλούσας βιομηχανίας ? βιοτεχνίας αντίκειται στις διατάξεις του ΡΣΑ και δεν είναι νόμιμος. Με τα δεδομένα αυτά, το εν λόγω ΓΠΣ δεν δύναται να αποτελέσει νόμιμο έρεισμα για την παραμονή της επιχειρήσεως της παρεμβαίνουσας στην εν λόγω περιοχή αντί της μετεγκαταστάσεώς της σε ειδικώς καθοριζομένη ΒΙΠΕ, πολλώ δε μάλλον για την επιχειρουμένη επέκτασή της, για τον λόγο δε τούτο οι προσβαλλόμενες πράξεις, ερχόμενες σε ευθεία αντίθεση με τις κατευθύνσεις του ΡΣΑ, είναι μη νόμιμες και ακυρωτέες.   11. Επειδή, στο άρθρο 31, παρ. 1 του ν. 3325/2005 ορίζεται ότι : «Τα γήπεδα που βρίσκονται σε περιοχές Ε.Μ. και Ε.Ο. του Π.Δ. 84/1984, σε περιοχές ΒΙ.ΠΑ., ΒΙΟ.ΠΑ. και σε περιοχές υποδοχής χρήσεων των άρθρων 5 και 6 του Π.Δ. 23.2.1987, που καθορίζονται από εγκεκριμένο Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο και έχουν ελάχιστο εμβαδό 2.000 τετραγωνικών μέτρων, θεωρούνται οικοδομήσιμα εφόσον, πριν από την έκδοση της οικοδομικής άδειας, οι ιδιοκτήτες των γηπέδων αυτών έχουν παραχωρήσει στον οικείο δήμο ή κοινότητα, δωρεάν, με συμβολαιογραφική πράξη, έκταση ίση με το δέκα τοις εκατό (10%) τουλάχιστον της επιφάνειας του γηπέδου. Ο προσδιορισμός του ποσοστού και της θέσης της παραχωρούμενης έκτασης γίνεται από την αρμόδια Πολεοδομική Υπηρεσία για την εξασφάλιση ή τη βελτίωση των συνθηκών προσπέλασης του γηπέδου. Η παραχωρούμενη έκταση κατά την πολεοδόμηση της περιοχής προσμετράται στον υπολογισμό των οφειλόμενων εισφορών της ιδιοκτησίας». Στην Εισηγητική Έκθεση δε του ανωτέρω νόμου διαλαμβάνονται τα ακόλουθα: «Εισάγεται ρύθμιση ώστε να θεωρούνται οικοδομήσιμα τα οικόπεδα με ελάχιστο εμβαδό 2.000 τ.μ. εφόσον έχει προηγηθεί η εισφορά προς το δήμο ή την κοινότητα εκτάσεως επιφανείας 10% επί της επιφανείας του γηπέδου αντί των 4.000 τ.μ. ως ελάχιστου εμβαδού που προβλεπόταν έως τώρα, καθώς διαπιστώθηκε στην πράξη ότι δύσκολα γινόταν η μετεγκατάσταση λόγω του υψηλού κόστους της επένδυσης». Κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, εν όψει και των αναφερομένων στην εισηγητική έκθεση, αυτή αφορά σε γήπεδα, που βρίσκονται σε περιοχές Ε.Μ. και Ε.Ο. του Π.Δ. 84/1984, ΒΙ.ΠΑ., ΒΙΟ.ΠΑ. και σε περιοχές υποδοχής χρήσεων των άρθρων 5 και 6 του Π.Δ. της 23ης.2.1987, τα οποία δεν είναι άρτια και οικοδομήσιμα με βάση τις γενικές διατάξεις (περί 4.000 τ.μ.) και έχουν ελάχιστο εμβαδό 2.000 τ.μ., προκειμένου να ενθαρρυνθεί η μετεγκατάσταση στις περιοχές αυτές των συναφών επιχειρήσεων. Συνεπώς, η εν λόγω ρύθμιση δεν καταλαμβάνει γήπεδα τα οποία είναι άρτια και οικοδομήσιμα με βάση τις γενικές διατάξεις. Στην προκείμενη περίπτωση το γήπεδο, επί του οποίου προβλέπεται η κατασκευή των νέων εγκαταστάσεων της παρεμβαίνουσας, βρίσκεται μεν εντός περιοχής Ε.Ο. του Π.Δ. 84/1984, καθώς και περιοχής υποδοχής χρήσεων του άρθρου 6 του από 23.2.1987 π.δ/τος, ωστόσο έχει εμβαδό 123.215 τ.μ., συνεπώς ήταν άρτιο και οικοδομήσιμο κατά τις γενικές διατάξεις ήδη πριν από την έναρξη ισχύος της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 31 (παρ. 1) και, ως εκ τούτου, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στο ρυθμιστικό της πεδίο. Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ε.π.ο. και άδειας εγκατάστασης είναι παράνομες, διότι βάσει του άρθρου 31 παρ. 1 του ν. 3325/2005 για την περιοχή των νέων μονάδων του επίμαχου έργου οφείλεται εισφορά σε γη στον Δήμο Ελευσίνας ίση με 10% τουλάχιστον της επιφάνειας του γηπέδου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.   12. Επειδή, στο άρθρο 22, παρ. 1 του ν. 1682/1987 (Α΄ 14) ορίστηκε ότι: «Με αποφάσεις του Υπουργού Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας και του κατά περίπτωση συναρμόδιου υπουργού μπορεί: α. Να καθορίζονται τα υλικά, τα μηχανήματα, οι συσκευές και τα κάθε μορφής βιομηχανικά προϊόντα, τα οποία κατά το στάδιο της παραγωγής ή της αποθήκευσης ή της διακίνησης ή της εμπορίας ή της συνηθισμένης χρήσης τους μπορεί να προκαλέσουν κινδύνους για τη ζωή, για την υγεία ή τη σωματική ακεραιότητα του ανθρώπου, καθώς και οι ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις, των οποίων η λειτουργία θα μπορούσε να προκαλέσει τους παραπάνω κινδύνους. β. Να τίθενται κανονισμοί ή προδιαγραφές για την παραγωγή, την ποιότητα, τη συσκευασία, τη σήμανση, την αποθήκευση, τη διακίνηση, την εμπορία, τη χρήση των πιο πάνω ειδών και τη λειτουργία των πιο πάνω εγκαταστάσεων, ώστε να αποτρέπονται ή να περιορίζονται οι κίνδυνοι και να καθορίζεται ο τρόπος ελέγχου της εφαρμογής τους. γ. …». Κατ` επίκληση της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διάταξης εκδόθηκε η ΚΥΑ 3329/15.2.1989 «Κανονισμοί για την παραγωγή, αποθήκευση και διάθεση στην κατανάλωση εκρηκτικών υλών» (Β΄ 132). Με αυτή την κοινή υπουργική απόφαση θεσπίζεται σύστημα καθορισμού συγκεκριμένων τηρητέων αποστάσεων ασφαλείας των μονάδων παραγωγής, αποθηκεύσεως και διαθέσεως εκρηκτικών υλών από, μεταξύ άλλων, οδούς, όρια εγκεκριμένων σχεδίων πόλεως και άλλες θέσεις «στις οποίες αναμένεται να υπάρχουν άνθρωποι». Ειδικότερα, στο άρθρο 2 της εν λόγω ΚΥΑ ορίζονται τα εξής: «1. Για την εγκατάσταση και λειτουργία εργοστασίων και αποθηκών εκρηκτικών απαιτείται άδεια εγκαταστάσεως και λειτουργίας και γενικά ισχύουν εκτός από τις Διατάξεις του Κανονισμού αυτού και οι λοιπές Διατάξεις της βιομηχανικής νομοθεσίας. 2. Τα εργοστάσια και οι αποθήκες εκρηκτικών πρέπει να εγκαθίστανται μακριά από κατοικημένες περιοχές, δρόμους, σιδηροδρομικές γραμμές, εργοστάσια και άλλες εγκαταστάσεις και θέσεις στις οποίες αναμένεται να υπάρχουν άνθρωποι και σε αποστάσεις ίσες ή μεγαλύτερες με τις παρακάτω. Απόσταση εργοστασίου εκρηκτικών από : α) Εθνικές Οδούς 10α β) Επαρχιακές – Κοινοτικές οδούς 6α γ) Σιδηροδρομικές γραμμές 5α δ) Όρια εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ή χωρίων 15α ε) Αγροικίες, εργαστήρια ή άλλες θέσεις που αναμένεται να υπάρχουν άνθρωποι 3α στ) Όρια απαλλοτριώσεων με εκμετάλλευση ορυχείων 5α. Όπου α η μέγιστη υπολογιζόμενη σύμφωνα με τον κανονισμό αυτό σε απόσταση ασφαλείας μεταξύ δύο οποιωνδήποτε κτιρίων ή μεταξύ επικινδύνου κτιρίου και περίφραξης. Η απόσταση μετράται από την περίφραξη μέχρι τον πιθανό δέκτη (εθνική οδό, αγροικία, κλπ.) και είναι μικρότερη δυνατή απ` ευθείας μετρούμενη απόσταση, μέχρι τα εξωτερικά όρια του δέκτη. ζ) … 3. Αν ανάμεσα στο εργοστάσιο ή στην αποθήκη και στους πιθανούς δέκτες της παρ. 2 παρεμβάλλονται κατάλληλα φυσικά προστατευτικά μέσα (όπως λόφοι, βουνά κλπ.) με απόφαση του ΥΒΕΤ, οι αποστάσεις μπορεί να μειωθούν μέχρι το ήμισυ. 4. Για τη χορήγηση αδειών εγκ/σεως, λειτουργίας κλπ. ακολουθούνται οι προβλεπόμενες από τους Νόμους διαδικασίες. Χορηγούμενες παρεκκλίσεις, σύμφωνα με τον Κανονισμό αυτό, πρέπει να αναφέρονται και να αιτιολογούνται πλήρως στις αντίστοιχες άδειες (εγκ/σεως λειτουργίας κ.λπ.)». Περαιτέρω, στο άρθρο 53 της ίδιας ΚΥΑ 3329/15.2.1989 ορίζεται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Ο παρών Κανονισμός εφαρμόζεται για μεν τα νέα εργοστάσια και αποθήκες από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, για δε τα ήδη λειτουργούντα 6 μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με τις παρακάτω εξαιρέσεις α) … β) Μηχανολογική και κτιριακή επέκταση και εκσυγχρονισμός νόμιμα υφισταμένων και λειτουργούντων εργοστασίων και αποθηκών εκρηκτικών διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού. Παρέκκλιση από τις αποστάσεις που ορίζονται στο άρθρο 2 παρ. 2 μπορεί να υπάρξει με απόφαση του ΥΒΕΤ ύστερα από γνώμη της Επιτροπής του άρθρου 3 και εφόσον με την επέκταση ή τον εκσυγχρονισμό δεν επέρχεται επιδείνωση από άποψη ασφαλείας της ήδη υφισταμένης κατάστασης γ) …». Τέλος, στο άρθρο 3 («Συμβουλευτική Επιτροπή») της ανωτέρω ΚΥΑ ορίζεται: «1. Στη Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας του ΥΒΕΤ συνιστάται Συμβουλευτική Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων Εκρηκτικών, η οποία αποτελείται: … 2. … Η Επιτροπή γνωμοδοτεί : α) για θέματα τρόπου ελέγχου της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Κανονισμού, ύστερα από παραπομπή των σχετικών θεμάτων από τον Υπουργό ΒΕΤ ή τον Αναπληρωτή Υπουργό ΒΕΤ. β) Στις περιπτώσεις που προβλέπεται από τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού. γ) Για θέματα που αφορούν τον παρόντα Γενικό και τους Ειδικούς Κανονισμούς και παραπέμπονται για παροχή γνώμης σ` αυτήν από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Δημοσίου, ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ. δ) Για γενικότερα θέματα εκρηκτικών ύστερα από αίτηση των αρμοδίων φορέων». Εξάλλου, με την Οδηγία 96/82/ΕΚ του Συμβουλίου της 9ης Δεκεμβρίου 1996 «για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες» (ΕΕL010 της 14-1-1997), προβλέφθηκαν υποχρεώσεις των Κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και των ασκούντων σ` αυτά επιχειρήσεις, στις οποίες υπάρχουν επικίνδυνες ουσίες, για την πρόληψη μεγάλων ατυχημάτων, σχετιζομένων με τις εν λόγω ουσίες, καθώς και οι αντίστοιχες διαδικασίες. Σε συμμόρφωση προς την Οδηγία αυτή εκδόθηκε αρχικώς η ΚΥΑ 5697/590/ 16.3.2000 «Καθορισμός μέτρων και όρων για την αντιμετώπιση των κινδύνων από ατυχήματα μεγάλης έκτασης σε εγκαταστάσεις ή μονάδες λόγω της ύπαρξης επικίνδυνων ουσιών» (Β΄ 405) και στη συνέχεια εκδόθηκε η ΚΥΑ 12044/613/19.3.2007 «Καθορισμός μέτρων και όρων για την αντιμετώπιση κινδύνων από ατυχήματα μεγάλης έκτασης σε εγκαταστάσεις ή μονάδες, λόγω της ύπαρξης επικίνδυνων ουσιών, σε συμμόρφωση με τις διατάξεις της οδηγίας 2003/105/ΕΚ “για τροποποίηση της οδηγίας 96/82/ΕΚ του Συμβουλίου για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζομένων με επικίνδυνες ουσίες” του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2003. Αντικατάσταση της υπ` αριθμ. 5697/590/2000 κοινής υπουργικής απόφασης (Β΄ 405/29.3.2000)» (ΦΕΚ Β΄ 376, όπως διορθώθηκε με το ΦΕΚ Β΄ 2259/2007). Στο άρθρο 2 («Πεδίο εφαρμογής») της ανωτέρω ΚΥΑ 12044/613/19.3.2007 ορίζεται ότι: «1. Η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται στις εγκαταστάσεις, όπου υπάρχουν επικίνδυνες ουσίες κατά την έννοια του άρθρου 3 (παρ. 8) σε ποσότητες ίσες ή ανώτερες από τις αναφερόμενες στο παράρτημα Ι (μέρη 1 και 2 στήλη 2) του άρθρου 20, πλην των άρθρων 8, 9 και 13, τα οποία εφαρμόζονται σε κάθε εγκατάσταση όπου υπάρχουν επικίνδυνες ουσίες σε ποσότητες ίσες ή ανώτερες από τις αναφερόμενες στο παράρτημα Ι (μέρη 1 και 2 στήλη 3) του άρθρου 20 αυτής. 2. Η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται με την επιφύλαξη διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας σχετικά με την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων». Στο δε άρθρο 3 της ίδιας ΚΥΑ παρατίθενται οι αναγκαίοι για την εφαρμογή της ορισμοί: «Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης νοούνται ως: 1. α. “εγκατάσταση”, η υπό έλεγχο συνολική ζώνη του ασκούντος την εκμετάλλευση, στην οποία υπάρχουν μία ή περισσότερες επικίνδυνες μονάδες, συμπεριλαμβανομένων των κοινών ή συναφών υποδομών ή δραστηριοτήτων. 1.β. “μονάδα”, ένα τεχνικό υποσύνολο μιας εγκατάστασης όπου γίνεται παραγωγή, χρησιμοποίηση, χειρισμός ή αποθήκευση επικίνδυνων ουσιών. Περιλαμβάνεται όλος ο εξοπλισμός, οι κατασκευές, οι αγωγοί, οι μηχανές, τα εργαλεία, οι ιδιωτικές σιδηροδρομικές διακλαδώσεις και οι αποβάθρες φορτοεκφόρτωσης που εξυπηρετούν την μονάδα, οι προβλήτες, οι αποθήκες ή παρόμοιες κατασκευές, πλωτές ή μη, αναγκαίες για τη λειτουργία της, 2. “ασκών την εκμετάλλευση”, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εκμεταλλεύεται ή κατέχει την εγκατάσταση ή τη μονάδα, ή, είναι κατά νόμο, υπεύθυνο για τη διαχείριση και λειτουργία της εγκατάστασης, 3. “επικίνδυνες ουσίες”, οι ουσίες, μίγματα ή παρασκευάσματα του παραρτήματος Ι μέρος 1, ή τα οποία πληρούν τα καθοριζόμενα στο παράρτημα Ι (μέρος 2) του άρθρου 20 κριτήρια, υπό μορφή πρώτης ύλης προϊόντων, παραπροϊόντων, καταλοίπων ή ενδιάμεσων προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που ευλόγως αναμένεται να προκύψουν σε περίπτωση ατυχήματος, 4. “μεγάλο ατύχημα”, συμβάν, όπως μεγάλη διαρροή, πυρκαγιά ή έκρηξη που προκύπτει από ανεξέλεγκτες εξελίξεις κατά τη λειτουργία οποιασδήποτε εγκατάστασης καλυπτόμενης από την παρούσα απόφαση, το οποίο προκαλεί μεγάλους κινδύνους, άμεσους ή απώτερους, για την ανθρώπινη υγεία, εντός ή εκτός της εγκατάστασης, ή/και για το περιβάλλον, και σχετίζεται με μία ή περισσότερες επικίνδυνες ουσίες, 5. … 8. “ύπαρξη επικίνδυνων ουσιών”, νοείται η πραγματική ή προβλεπόμενη παρουσία τους στην εγκατάσταση ή η παρουσία ουσιών που τεκμαίρεται ότι μπορούν να δημιουργηθούν από μια χημική βιομηχανική διαδικασία εκτός ελέγχου, σε ποσότητες ίσες ή ανώτερες από τα όρια που αναφέρονται στα μέρη 1 και 2 του παραρτήματος Ι του άρθρου 20 της παρούσας απόφασης, 9. … 10. …». Περαιτέρω, στο άρθρο 8 («Μελέτη ασφαλείας») ορίζονται τα ακόλουθα: «Α. Περιεχόμενο – Προϋποθέσεις υποβολής. 1. Για τις εγκαταστάσεις του Παραρτήματος Ι (στήλες 1 και 3) του άρθρου 20, ο ασκών την εκμετάλλευση, προκειμένου να του χορηγηθεί άδεια εγκατάστασης ή/και λειτουργίας, για ίδρυση, επέκταση ή εκσυγχρονισμό της εγκατάστασης υποχρεούται να υποβάλλει στην αδειοδοτούσα αρχή μελέτη ασφαλείας, με την οποία καταδεικνύεται ότι: α) εφαρμόζεται, σύμφωνα με τα στοιχεία του παραρτήματος III, μια πολιτική πρόληψης μεγάλων ατυχημάτων και ένα σύστημα διαχείρισης ασφαλείας προς υλοποίηση της, β) έχουν επισημανθεί οι κίνδυνοι μεγάλου ατυχήματος και έχουν ληφθεί τα απαραίτητα μέτρα για την πρόληψη και τον περιορισμό των συνεπειών τους στον άνθρωπο και το περιβάλλον, γ) ο σχεδιασμός, η κατασκευή, η λειτουργία και η συντήρηση των εγκαταστάσεων, των χώρων αποθήκευσης του εξοπλισμού και της υποδομής που συνδέονται με τη λειτουργία της, οι οποίες έχουν σχέση με τους κινδύνους μεγάλου ατυχήματος εντός της εγκατάστασης, παρέχουν επαρκή αξιοπιστία και ασφάλεια, δ) υπάρχουν εσωτερικά σχέδια έκτακτης ανάγκης και παρέχονται τα στοιχεία που επιτρέπουν την εκπόνηση του εξωτερικού σχεδίου, ώστε να λαμβάνονται αναγκαία μέτρα σε περίπτωση μεγάλου ατυχήματος ε) έχει εξασφαλισθεί επαρκής πληροφόρηση των αρμόδιων αρχών, ώστε να μπορούν να αποφασίζουν για την εγκατάσταση των δραστηριοτήτων ή για διευθετήσεις γύρω από υπάρχουσες εγκαταστάσεις. στ) σε περίπτωση εγγύτητας της εγκατάστασης με άλλες επικίνδυνες εγκαταστάσεις (φαινόμενο domino) έχει συνεκτιμηθεί δεόντως η φύση και η έκταση ενός συνολικού κινδύνου ατυχήματος μεγάλης έκτασης. 2. Η μελέτη ασφαλείας περιλαμβάνει τουλάχιστον τα στοιχεία και τις πληροφορίες που απαριθμούνται στο παράρτημα II και αναφέρει ονομαστικά τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα και τους φορείς που συμμετέχουν στην εκπόνηση της. Η μελέτη ασφαλείας περιλαμβάνει επίσης ενημερωμένο κατάλογο των επικίνδυνων ουσιών που υπάρχουν στη μονάδα. Είναι δυνατόν να συνδυάζονται μελέτες ασφαλείας, ή μέρη μελετών, ή άλλες ισοδύναμες μελέτες συντασσόμενες σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, σε μια ενιαία μελέτη ασφαλείας για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, όταν έτσι αποφεύγεται περιττή επανάληψη πληροφοριών και επικάλυψη των εργασιών που εκτελούνται από τον ασκούντα την εκμετάλλευση ή την αρμόδια κατά περίπτωση αρχή, υπό τον όρο ότι πληρούνται όλες οι απαιτήσεις του παρόντος άρθρου. 3. α) Η μελέτη ασφαλείας υποβάλλεται στην αδειοδοτούσα αρχή … 4.1. … 4.2. … Β. Διαδικασία αξιολόγησης. …». Στο άρθρο 10 (Πολλαπλασιαστικά φαινόμενα (φαινόμενο Domino) ορίζονται τα εξής: «1. Η αδειοδοτούσα αρχή, βασιζόμενη στις πληροφορίες που παρέχει ο ασκών την εκμετάλλευση σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 8, καθορίζει τις εγκαταστάσεις ή ομάδες εγκαταστάσεων, όπου η πιθανότητα και η δυνατότητα ή οι συνέπειες μεγάλου ατυχήματος μπορεί να αυξάνονται, λόγω της θέσης και της εγγύτητας αυτών των εγκαταστάσεων και των ειδών και ποσοτήτων επικίνδυνων ουσιών που διαθέτουν. 2. Η αδειοδοτούσα αρχή μεριμνά ώστε για αυτές τις εγκαταστάσεις: α) να ανταλλάσσονται καταλλήλως σχετικές πληροφορίες, που επιτρέπουν στις εγκαταστάσεις αυτές να συνεκτιμούν δεόντως τη φύση και έκταση του συνολικού κινδύνου μεγάλου ατυχήματος, στις οικείες πολιτικές πρόληψης σοβαρών ατυχημάτων και στα συστήματα διαχείρισης ασφαλείας, στις μελέτες ασφαλείας (άρθρο 8) που συντάσσουν και στα σχέδια έκτακτης ανάγκης (άρθρο 9 παραγ. Γ) β) σε συνεργασία με τις κατά περίπτωση αρμόδιες Νομαρχιακές υπηρεσίες, να ενημερώνεται το κοινό (άρθρο 13) και να παρέχονται σχετικές πληροφορίες στην αρμόδια αρχή για την εκπόνηση των εξωτερικών σχεδίων έκτακτης ανάγκης (άρθρο 9 παρ. Γ2). 3. Η αδειοδοτούσα αρχή ενημερώνει για όλα τα ανωτέρω τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 6 (παρ. 1)». Τέλος, στο άρθρο 12 (Σχεδιασμός χρήσεων γης) προβλέπεται ότι «οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις για τον χωροταξικό, περιβαλλοντικό και πολεοδομικό σχεδιασμό μεριμνούν ώστε οι στόχοι της πρόληψης μεγάλων ατυχημάτων και του περιορισμού των συνεπειών τους να λαμβάνονται υπόψη α) κατά την κατάρτιση των σχεδίων χρήσεων γης μέσα από τις κείμενες διαδικασίες σχεδιασμού του χώρου και β) κατά τη διαδικασία έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις?Ειδικότερα οι ως άνω αρμόδιες για το σχεδιασμό του χώρου αρχές, λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη να διατηρούνται μακροπρόθεσμα οι κατάλληλες αποστάσεις μεταξύ των μονάδων που καλύπτονται από την παρούσα απόφαση και των ζωνών κατοικίας, των κτιρίων και των ζωνών δημόσιας χρήσεις, του κύριου οδικού δικτύου μεταφορών, στο μέτρο του δυνατού, των χώρων αναψυχής και των ζωνών που παρουσιάζουν ιδιαίτερο φυσικό ενδιαφέρον ή είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες και στην περίπτωση υφισταμένων μονάδων, την ανάγκη για συμπληρωματικά τεχνικά μέσα?ώστε να μην αυξάνονται οι κίνδυνοι για το κοινό».   13. Επειδή, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις συνάγονται τα ακόλουθα: (α) Η ΚΥΑ 3329/15.2.1989, με την οποία θεσπίζεται σύστημα καθορισμού συγκεκριμένων τηρητέων αποστάσεων ασφαλείας των μονάδων παραγωγής, αποθηκεύσεως και διαθέσεως εκρηκτικών υλών από, μεταξύ άλλων, οδούς, όρια εγκεκριμένων σχεδίων πόλεως και άλλες θέσεις «στις οποίες αναμένεται να υπάρχουν άνθρωποι», έχει εκδοθεί ειδικώς για την εγκατάσταση και λειτουργία μονάδων παραγωγής, αποθηκεύσεως και διαθέσεως εκρηκτικών υλών. Οι διατάξεις της κοινής αυτής υπουργικής απόφασης, οι οποίες αποβλέπουν στην προστασία των ανθρώπων που αναμένεται να υπάρχουν εγγύς των μονάδων τούτων σε κατοικημένες περιοχές, δρόμους, σιδηρογραμμικές, σιδηροδρομικές γραμμές, εργοστάσια και άλλες εγκαταστάσεις και θέσεις, διέπουν, κατά την σαφή διατύπωσή του, μόνον την εγκατάσταση και λειτουργία εργοστασίων και αποθηκών εκρηκτικών. (β) Οι διατάξεις του άρθρου 2 της ως άνω ΚΥΑ περί καθορισμού συγκεκριμένων τηρητέων αποστάσεων ασφαλείας των εν λόγω μονάδων έχουν πεδίο εφαρμογής και τυγχάνουν εφαρμοστέες από τη Διοίκηση, όπως ρητώς ορίζουν, όταν πρόκειται για την εγκατάσταση και λειτουργία εργοστασίων και αποθηκών εκρηκτικών πλησίον των προβλεπομένων στις ανωτέρω διατάξεις έργων, περιοχών ή δραστηριοτήτων («δέκτες») και όχι όταν πρόκειται για την εγκατάσταση και λειτουργία των εν λόγω «δεκτών» πλησίον εργοστασίων και αποθηκών εκρηκτικών, των οποίων έχει ήδη επιτραπή κατ΄ εφαρμογήν των ανωτέρω διατάξεων η εγκατάσταση και λειτουργία στη δεδομένη θέση. Διότι η τελευταία αυτή περίπτωση κείται πέραν του ορισθέντος πεδίου εφαρμογής των διατάξεων τούτων. Οι καθορισθείσες δε με το άρθρο 2 της ανωτέρω Κ.Υ.Α. αποστάσεις ασφαλείας μετρούνται από την περίφραξη της εγκατάστασης εκρηκτικών μέχρι τον πιθανό δέκτη και είναι οι μικρότερες δυνατές απ` ευθείας μετρούμενες αποστάσεις μέχρι τα εξωτερικά όρια του δέκτη. Εξάλλου (γ), οι διατάξεις της ΚΥΑ 12044/613/19.3.2007 εφαρμόζονται, (άρθρα 2 και 3) στις εγκαταστάσεις, στις οποίες γίνεται παραγωγή, χρησιμοποίηση, χειρισμός ή αποθήκευση επικίνδυνων ουσιών, όπως είναι οι εγκαταστάσεις του διυλιστηρίου της παρεμβαίνουσας, αλλά και το εργοστάσιο κατασκευής πυρομαχικών της εταιρείας «…….. …………. ………». Συνεπώς, οι διατάξεις της ΚΥΑ 12044/613/ 19.3.2007 δεν συρρέουν, εφαρμοζόμενες σωρευτικά, με τις ανωτέρω περί αποστάσεων ασφαλείας διατάξεις της ΚΥΑ 3329/15.2.1989, αλλά συνιστούν το μόνο ερχόμενο σε εφαρμογή νομικό καθεστώς περί όρων ασφαλείας, όταν πρόκειται για εγκατάσταση στην οποία υπάρχουν επικίνδυνες ουσίες, όπως το διυλιστήριο της παρεμβαίνουσας, πλησίον εργοστασίου ή αποθήκης εκρηκτικών, όπως το εργοστάσιο κατασκευής πυρομαχικών της …… (πρβλ. ΣτΕ Ολ. 1542/2008). Επομένως, δεν αποτελεί νόμιμη προϋπόθεση για την αδειοδότηση των εγκαταστάσεων της παρεμβαίνουσας, οι οποίες αποτελούν «δέκτη», η τήρηση των προβλεπόμενων από τις διατάξεις της ΚΥΑ 3329/15.2.1989 αποστάσεων, που είναι, οπωσδήποτε, εφαρμοστέες για την αδειοδότηση της ….. και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι όλες οι προσβαλλόμενες πράξεις, με τις οποίες εγκρίνεται η εγκατάσταση και λειτουργία των νέων δραστηριοτήτων του ως άνω διυλιστηρίου σε άμεση επαφή με το γήπεδο του εργοστασίου κατασκευής πυρομαχικών της … (τέως …..), έχουν εκδοθεί κατά παράβαση της ΚΥΑ 3329/15.2.1989. Κατά τη γνώμη, όμως των Συμβούλων Μ. Καραμανώφ, Αικ. Σακελλαροπούλου, Ι.Γράβαρη, Δ.Γρατσία και Ηρ. Τσακόπουλου, η προστασία της ανθρώπινης ζωής και υγείας από τους κινδύνους που συνεπάγεται η γειτνίαση με νόμιμες μεν, πλην επικίνδυνες δραστηριότητες και χρήσεις αποτελεί υποχρέωση της Πολιτείας απορρέουσα ιδίως εκ του άρθρου 24 του Συντάγματος, στα πλαίσια δε αυτά εντάσσεται και η ΚΥΑ 3329/15.2.1989 περί τηρητέων αποστάσεων ασφαλείας των μονάδων παραγωγής, αποθήκευσης και διάθεσης εκρηκτικών υλών. Ως εκ του ανωτέρω σκοπού τους, οι διατάξεις της εν λόγω ΚΥΑ είναι δημοσίας τάξεως, η δε τήρησή τους πρέπει να διασφαλίζεται από την Διοίκηση ανά πάσα στιγμή και σε κάθε περίπτωση και όχι μόνο κατά την διαδικασία χορηγήσεως αδείας εγκαταστάσεως και λειτουργίας στις ως άνω μονάδες. Κατά συνέπεια, εν προκειμένω, με δεδομένη την θέση των εγκαταστάσεων πυρομαχικών της … εντός του γηπέδου αυτής, η Διοίκηση δεν δύναται νομίμως να χορηγήσει στην παρεμβαίνουσα την επίμαχη άδεια εγκαταστάσεως, προτού προηγουμένως διασφαλίσει την συμμόρφωση της … προς τις εκ της ΚΥΑ 3329/1989 υποχρεώσεις της, διότι τούτο θα οδηγούσε κατ` αποτέλεσμα στην παραβίαση των τηρητέων αποστάσεων ασφαλείας μεταξύ των εγκαταστάσεων … και παρεμβαίνουσας. Είναι αυτονόητο βεβαίως ότι τυχόν ζημία προκαλουμένη στην παρεμβαίνουσα εκ της εμπλοκής αυτής θα πρέπει να αποκατασταθεί από τους υπευθύνους.   14. Επειδή,  στο άρθρο 4 παρ. 2 του ν. 1650/1986, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3010/2002 (Α΄ 91) «? Η έγκριση περιβαλλοντικών όρων γίνεται με κοινή απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και του συναρμόδιου Υπουργού. Ως συναρμόδιος θεωρείται ο αρμόδιος Υπουργός για το έργο ή τη δραστηριότητα. Εάν από το έργο ή τη δραστηριότητα επέρχονται επιπτώσεις σε αρχαιότητες ή σε δασικές εκτάσεις ή σε γεωργική γη υψηλής παραγωγικότητας ή στην παράκτια ή τη θαλάσσια ζώνη ή σε περίπτωση που το έργο ή η δραστηριότητα αφορά στην εγκατάσταση μονάδας επεξεργασίας αστικών λυμάτων ή στη δημιουργία χώρου επεξεργασίας και διάθεσης απορριμμάτων, τότε η απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων γίνεται αντίστοιχα και από τον Υπουργό Πολιτισμού ή Γεωργίας ή Εμπορικής Ναυτιλίας ή Υγείας και Πρόνοιας. ?». Κατά την έννοια αυτών των διατάξεων, η αρμοδιότητα για την έκδοση αποφάσεως εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων καθορίζεται από τον κύκλο αρμοδιοτήτων κάθε υπουργού και προσδιορίζεται με βάση τη φύση και το αντικείμενο του έργου (βλ. ΣτΕ 4498/1998 Ολ., 3478/2000 κ.ά.). Μεταξύ των συναρμοδίων υπουργών, οι οποίοι συνυπογράφουν με τον Υπουργό ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. την προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων των επίδικων εγκαταστάσεων, δεν περιλαμβάνονται οι Υπουργοί Εθνικής Άμυνας και Πολιτισμού, οι οποίοι, κατά τους αιτούντες, ήταν συναρμόδιοι για την έγκριση των επίδικων περιβαλλοντικών, ο μεν πρώτος, λόγω της μη τήρησης των προβλεπομένων από την ΚΥΑ 3329/1989 αποστάσεων από τις εγκαταστάσεις του εργοστασίου της …… (πρώην ……), ο δε δεύτερος διότι ο χώρος των επίδικων εγκαταστάσεων απέχει περίπου δύο χιλιόμετρα από τον αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας, στον οποίο θα προκληθεί οπτική όχληση. Το επίδικο, όμως, έργο («εκσυγχρονισμός-αναβάθμιση διυλιστηρίου») και οι σκοποί που εξυπηρετούνται με αυτό δεν εμπίπτουν στον κύκλο αρμοδιοτήτων του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, ούτε δύναται να υποστηριχθεί ότι ίδρυση τέτοιας αρμοδιότητας επέρχεται από τις ενδεχόμενες συνέπειες στη λειτουργία του παρακείμενου εργοστασίου της ….. (…-…….), τις οποίες επικαλούνται οι αιτούντες. Εξ άλλου, ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας δεν συμπεριλαμβάνεται στις ειδικές περιπτώσεις συναρμοδιότητας που απαριθμούνται στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 4 (παρ. 2) του ν. 1650/1986 (πρβλ. ΣτΕ Ολ. 2466/2008), ούτε και καθιδρύεται σχετική αρμοδιότητα αυτού από κάποια άλλη ειδικότερη διάταξη. Δεδομένου δε αφετέρου ότι : α) δεν πρόκειται για νέα εγκατάσταση, αλλά για έργο εκσυγχρονισμού και αναβάθμισης του διυλιστηρίου της παρεμβαίνουσας που ιδρύθηκε κατ` επίκληση των διατάξεων του ν.4171/1961 και της από 13.9.1971 συμβάσεως του Ελληνικού Δημοσίου και του .. ……., β) ότι ο αρχαιολογικός χώρος της Ελευσίνας απέχει περίπου 2 χιλιόμετρα από τις επίδικες εγκαταστάσεις που βρίσκονται σε περιοχή για την οποία έχουν καθορισθεί, όπως ήδη εκτέθηκε, χρήσεις «οχλούσας βιομηχανίας-βιοτεχνίας (ΒΙΠΕ)», και γ) ότι στην εγκριθείσα με την προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α. Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, στην οποία γίνεται αναφορά σε στοιχεία του πολιτιστικού περιβάλλοντος στις περιοχές της Ελευσίνας, της Μαγούλας, της Μάνδρας, του Ασπροπύργου και των Μεγάρων (βλ. παρ. 4.1.15 : «Ιστορικά και Πολιτιστικά Στοιχεία», σελ. 55-58) και περιέχονται αναφορές σε εκτιμήσεις των επιπτώσεων «στη φυσιογνωμία της περιοχής» κατά τις φάσεις κατασκευής και λειτουργίας του έργου (κεφ. 6), εκτιμάται ότι από το έργο εκσυγχρονισμού θα επέλθει μείωση των εκπεμπόμενων ρύπων και δεν προβλέπεται ότι από το επίδικο έργο θα επέλθουν επιπτώσεις στον ως άνω αρχαιολογικό χώρο που να επιβάλουν τη συμμετοχή του Υπουργού Πολιτισμού στην έκδοση της προσβαλλόμενης κοινής υπουργικής απόφασης. Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως περί μη συνυπογραφής της προσβαλλόμενης πράξεως εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων από τους Υπουργούς Εθνικής Άμυνας και Πολιτισμού πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Αν και κατά τη γνώμη της Συμβούλου Μ. Καραμανώφ, η μεγίστη σημασία του αρχαιολογικού χώρου της Ελευσίνος και η μικρή απόσταση αυτού από τις εγκαταστάσεις της βιομηχανίας της παρεμβαίνουσας καθιστούν αναγκαία τη συνυπογραφή της προσβαλλομένης αποφάσεως από τον Υπουργό Πολιτισμού, διότι μόνον αυτός είναι αρμόδιος να εκτιμήσει τις επιπτώσεις που θα έχει η επίμαχη επέκταση των εγκαταστάσεων του διυλιστηρίου στην εκ του Συντάγματος επιβαλλομένη προστασία και ανάδειξη του χώρου τούτου.   15. Επειδή, με το ν. 716/1977 «Περί μητρώου μελετητών και αναθέσεως και εκπονήσεως μελετών» (Α΄ 295) καθορίσθηκαν οι όροι και η διαδικασία της αναθέσεως και εκπονήσεως μελετών για λογαριασμό του Δημοσίου και ν.π.δ.δ. σε ιδιώτες μελετητές και ιδιωτικά γραφεία μελετών (άρθρο 1), ορίσθηκε ότι τα πτυχία των μελετητών διακρίνονται σε κατηγορίες, αντίστοιχες προς τις κατηγορίες των μελετών, και σε τάξεις, ανάλογες προς το κατά νόμο ελάχιστο δυναμικό κατά κατηγορία μελέτης (άρθρο 8 παρ. 2), παρεσχέθη δε (άρθρο 7 παρ. 1) εξουσιοδότηση προς έκδοση π.δ/τος για την διάκριση των ανωτέρω μελετών σε κατηγορίες, αναλόγως προς το κύριο αντικείμενό τους, ενώ ορίσθηκε ότι επιτρέπεται η κατάταξη μελέτης σε περισσότερες κατηγορίες μελετών, κατά την κρίση του εργοδότη, εφ` όσον αυτό υπαγορεύεται από την φύση του αντικειμένου της (άρθρο 7 παρ. 2). Δυνάμει της εξουσιοδοτήσεως αυτής εκδόθηκε αρχικώς το π.δ. 541/1978 (Α΄ 116), με το οποίο καθορίσθηκαν 26 κατηγορίες μελετών, μεταξύ των οποίων και η κατηγορία 20 («Μελέται και Έρευναι Γεωλογικαί, Υδρογεωλογικαί και Γεωφυσικαί»). Στη συνέχεια, δυνάμει της αυτής εξουσιοδοτήσεως, καθώς και εκείνης του άρθρου 24 παρ. 1 του ως άνω νόμου, εκδόθηκε το π.δ. 256/1998 (Α΄ 190), με το οποίο προστέθηκε στις κατηγορίες αυτές και η κατηγορία 27 με τίτλο «Περιβαλλοντικές μελέτες», το αντικείμενο της οποίας περιλαμβάνει, κατά την παρ. 2 του άρθρου 1 του διατάγματος αυτού, «τις μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων δημοσίων ή ιδιωτικών έργων και δραστηριοτήτων που προβλέπονται στην Κοινή Υπουργική Απόφαση 69269/5387/1990 (Β΄ 678)». Κατά την περ. α΄ της επόμενης παραγράφου 3 του αυτού άρθρου 1, η εκπόνηση των μελετών της προηγουμένης παραγράφου 2, προκειμένου «για μελέτες που απαιτούν τάξεις πτυχίων Α, Β και Γ» της κατηγορίας 27, ανατίθεται «σε Μελετητή ή Γραφείο Μελετών ή σε συμπράξεις Μελετητών ή Γραφείων Μελετών της ίδιας κατηγορίας 27». Περαιτέρω, στο άρθρο 2 του Π.Δ. 256/1998 ορίζεται ότι: «1. Τα όρια αμοιβής για κάθε τάξη πτυχίου μελετών της κατηγορίας 27 είναι αυτά του άρθρου 3 του Π.Δ. 798/1978 (Α` 185) “περί καθορισμού ορίων προεκτιμώμενης αμοιβής μελετών κατά τάξη πτυχίου” αναπροσαρμοζόμενα κατά το άρθρο 5 του ιδίου Π.Δ. 2. Κατά τα λοιπά ισχύουν για τις μελέτες της κατηγορίας 27 (Περιβαλλοντικές Μελέτες) τα όσα ισχύουν για τις λοιπές κατηγορίες μελετών, σύμφωνα με το Ν. 716/1977 και τα Π.Δ. που εκδόθηκαν σε εκτέλεσή του». Εξ άλλου, ο νεότερος ν. 3316/2005 «Ανάθεση και εκτέλεση δημοσίων συμβάσεων εκπόνησης μελετών και παροχής συναφών υπηρεσιών ?» (Α΄ 42/22.2.2005), ορίζει στο άρθρο 2 τα εξής: «1. Ο νόμος αυτός ρυθμίζει τη σύναψη και εκτέλεση όλων των δημοσίων συμβάσεων, ανεξαρτήτως αξίας, για την εκπόνηση μελετών και παροχή λοιπών υπηρεσιών μηχανικού και των άλλων ελευθερίων επαγγελμάτων των κατηγοριών μελετών της παραγράφου 2, που εμπίπτουν καθ` ύλην στο “Παράρτημα ΙΙ Α” της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ και στο “Παράρτημα XVIIΑ” της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ, όπως εκάστοτε ισχύουν, όταν οι μελέτες δεν εκπονούνται και οι υπηρεσίες δεν παρέχονται από το προσωπικό της αναθέτουσας Αρχής. Για τις ανωτέρω συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των ανωτέρω Οδηγιών, ο παρών νόμος εναρμονίζει το εθνικό δίκαιο προς αυτές. 2. Οι μελέτες ή και υπηρεσίες επίβλεψης μελετών και έργων, ανάλογα με το αντικείμενό τους, διακρίνονται στις ακόλουθες κατηγορίες: (1) ? (20) Γεωλογικές, υδρογεωλογικές και γεωφυσικές μελέτες και έρευνες (21) ? (27) Περιβαλλοντικές μελέτες ? (28) ? 3. ?».   16. Επειδή, αναγκαίο στοιχείο της επιστημονικής εγκυρότητας της υποβαλλόμενης προς έγκριση Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων είναι η συμμετοχή στην κατάρτισή της των επιστημόνων εκείνων, οι οποίοι έχουν την απαιτούμενη για την εξέταση των επιπτώσεων του έργου ή της δραστηριότητας ειδικότητα (ΣτΕ 258/2004 Ολ., 769/2005). Εξάλλου, κατά την παρ. 2 του άρθρου 1 του π.δ. 256/1998 «Περιβαλλοντικές μελέτες», το αντικείμενο της κατηγορίας 27 είναι οι μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων δημοσίων ή ιδιωτικών έργων και δραστηριοτήτων που προβλέπονται στην Κοινή Υπουργική Απόφαση 69269/5387/1990 (Β΄ 678). Συνεπώς, νομίμως η Μ.Π.Ε. του επίδικου έργου υπογράφεται από τη «Γεωλόγο-Περιβαλλοντολόγο» …….. ……….., εφόσον το από 25.11.2004 Πτυχίο της Μελετητή, Α΄ Τάξης (αρ. μητρώου 17648), ισχύος από 24.11.2004 έως 24.11.2008, περιλαμβάνει τις κατηγορίες μελετών 20 («Γεωλογικές, υδρογεωλογικές και γεωφυσικές μελέτες και έρευνες») και 27 («Περιβαλλοντικές μελέτες») (πρβλ. ΣτΕ 1521/2002, 2056-2057/2004 7μ., 1657/2005) και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι απαιτείτο η συνεργασία ομάδας επιστημόνων που να έχουν επίσης τις ειδικότητες του μηχανικού περιβάλλοντος, του χημικού, του χημικού μηχανικού, του βιολόγου, του πολεοδόμου και χωροτάκτη μηχανικού, του δασολόγου, του υδρογεωλόγου, του πολιτικού μηχανικού κ.ά. Περαιτέρω, ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η Μ.Π.Ε., εν όψει του προϋπολογιζόμενου κόστους του έργου (1.200.000 ευρώ), σε συνδυασμό «με τα χαρακτηριστικά και τις διαστάσεις του επίδικου έργου» έπρεπε κατά νόμον να υπογράφεται από μελετητή με πτυχίο τουλάχιστον Β΄ Τάξης, πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, διότι οι διατάξεις περί τάξεων των πτυχίων των μελετητών αφορούν στην σύναψη και εκτέλεση δημοσίων συμβάσεων για την εκπόνηση μελετών για λογαριασμό του Δημοσίου και ν.π.δ.δ. Τέλος, αβασίμως προβάλλεται ότι η ΜΠΕ, εκπονηθείσα από την ίδια μελετητική εταιρεία που συνέταξε και τη μελέτη κατασκευής του έργου, δεν είναι αντικειμενική και αξιόπιστη, διότι δεν υπάρχει διάταξη που να απαγορεύει τη σύνταξη Μ.Π.Ε. από τον συντάξαντα τη μελέτη κατασκευής του ίδιου έργου.   17. Επειδή, στο άρθρο 4, παρ. 6 του ν. 1650/1986, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 3010/2002 και ίσχυε κατά το χρόνο της εκδόσεως των προσβαλλομένων πράξεων, ορίζονται τα εξής: «6.α. Για νέα έργα και δραστηριότητες ή τη μετεγκατάσταση, τον εκσυγχρονισμό, επέκταση ή τροποποίηση των υφισταμένων, της πρώτης (Α) κατηγορίας, εφόσον επέρχονται ουσιαστικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον, απαιτείται μαζί με την αίτηση και η υποβολή Προμελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων. Επί της Προμελέτης αυτής η αρμόδια για έγκριση περιβαλλοντικών όρων αρχή προβαίνει σε προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση της πρότασης που συνίσταται σε γνωμοδότηση ως προς τη θέση, το μέγεθος, το είδος, την εφαρμοζόμενη τεχνολογία, τα γενικά τεχνικά χαρακτηριστικά, τη χρήση των φυσικών πόρων, τη συσσωρευτική δράση με άλλα έργα, την παραγωγή αποβλήτων, τη ρύπανση και τις οχλήσεις, καθώς και τον κίνδυνο ατυχημάτων ιδίως από τη χρήση ουσιών ή τεχνολογίας. β. Για την προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση λαμβάνονται υπόψη : αα) Οι γενικές και ειδικές κατευθύνσεις της χωροταξικής πολιτικής, που προκύπτουν από εγκεκριμένα χωροταξικά, ρυθμιστικά και πολεοδομικά σχέδια ή άλλα σχέδια χρήσεων γης. β) ?. γγ) ?. δδ) ?. εε) ?. γ. ? Μετά την προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση της πρότασης : αα) είτε καλείται ο ενδιαφερόμενος ιδιώτης ή αρμόδιος φορέας να υποβάλει Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Μ.Π.Ε.) για Έγκριση Περιβαλλοντικών Όρων, ώστε να ακολουθηθεί η διαδικασία των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού ?. ββ) είτε του γνωστοποιείται ότι δεν είναι δυνατή η πραγματοποίηση του έργου ή της δραστηριότητας όπως προτάθηκε. δ ? ε?. στ. Προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση δεν απαιτείται στις θεσμοθετημένες βιομηχανικές περιοχές και ζώνες, στις βιοτεχνικές περιοχές και πάρκα, στις ναυπηγοεπισκευαστικές περιοχές, σύμφωνα με την ισχύουσα σχετική νομοθεσία, στις περιοχές Οργανωμένης Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων (ΠΟΑΠ) του άρθρου 10 του Ν. 2742/1999 (ΦΕΚ 207 Α΄) και στις περιπτώσεις που η χωροθέτηση προβλέπεται από νόμο ή εγκεκριμένο χωροταξικό ή πολεοδομικό ή ρυθμιστικό σχέδιο, στις περιοχές που εντοπίζονται κοιτάσματα μεταλλευτικών ορυκτών, βιομηχανικών ορυκτών και μαρμάρων, σύμφωνα με την περ. Α΄ της παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν. 2837/2000 (ΦΕΚ 178 Α΄), καθώς και στις μεταλλευτικές και λατομικές περιοχές που έχουν καθορισθεί σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία». Κατά τις ανωτέρω διατάξεις, η χωροθέτηση δεν αποτελεί, πλέον αντικείμενο αυτοτελούς σταδίου της διαδικασίας περιβαλλοντικής αδειοδότησης για τα ως άνω έργα και δραστηριότητες, σε αντίθεση προς την προϊσχύσασα νομοθετική ρύθμιση, αλλά εντάσσεται στην ενιαία διαδικασία έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, κατά την οποία εξετάζονται, σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο νόμο, και ζητήματα που αφορούν την επιλογή της θέσης του προτεινομένου έργου ή δραστηριότητας. Συγκεκριμένα, προκειμένου να εγκριθούν περιβαλλοντικοί όροι για έργο ή δραστηριότητα της Α` κατηγορίας, απαιτείται να προηγηθεί προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγησή του, η οποία στηρίζεται σε Προμελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων και κατά την οποία, συνεκτιμώνται, πλην άλλων, οι γενικές κατευθύνσεις της χωροταξικής πολιτικής, όπως αυτές προκύπτουν από εγκεκριμένα χωροταξικά, ρυθμιστικά και πολεοδομικά σχέδια ή σχέδια χρήσεων γης, και η περιβαλλοντική ευαισθησία της περιοχής, όπου θα εκτελεσθεί το έργο ή θα αναπτυχθεί η δραστηριότητα, παράγοντες, δηλαδή, οι οποίο λαμβάνονται υπόψη πρωτίστως κατά τη χωροθέτηση των έργων και δραστηριοτήτων. Ακολούθως, αν η ανωτέρω προκαταρκτική εκτίμηση και αξιολόγηση είναι θετική, χωρεί περαιτέρω η εξέταση της υπόθεσης, με βάση Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, προκειμένου να εκτιμηθεί τελικώς αν είναι δυνατή η πραγματοποίηση του προτεινόμενου έργου ή δραστηριότητας και, σε καταφατική περίπτωση, να εκδοθεί η σχετική απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, με την οποία κρίνεται οριστικώς, από τη σκοπιά της ως άνω νομοθεσίας για την προστασία του περιβάλλοντος, και η καταλληλότητα της θέσης και επιβάλλονται οι όροι, υπό τους οποίους θα εκτελεσθεί και λειτουργήσει το έργο ή θα αναπτυχθεί η δραστηριότητα, για την οποία πρόκειται. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις, προκειμένου περί έργων ή δραστηριοτήτων, που προβλέπονται, μεταξύ άλλων, από εγκεκριμένο χωροταξικό ή πολεοδομικό ή ρυθμιστικό σχέδιο, δεν απαιτείται μεν προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση ούτε Προμελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, επιβάλλεται, όμως, και σ` αυτή την περίπτωση, η τήρηση, κατά τα λοιπά, της διαδικασίας περιβαλλοντικής αδειοδοτήσεως, δηλαδή η εκπόνηση, αξιολόγηση και δημοσίευση Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, κατά την οποία εξετάζεται και η καταλληλότητα από γενικότερη περιβαλλοντική άποψη της θέσης του έργου, που έχει καθορισθεί με χωροταξικά και πολεοδομικά κριτήρια (ΠΕ 26/2005). Εξάλλου, ως εκ του σκοπού στον οποίο αποβλέπει η ΠΠΕΑ, δεν απαιτείται, κατ` εξαίρεση, ΠΠΕΑ, εφ` όσον, λόγω της φύσεως του έργου ή της δραστηριότητας, δεν καταλείπεται ευχέρεια επιλογής της θέσης όπου πρόκειται να εκτελεσθεί το προγραμματισθέν έργο ή να πραγματοποιηθεί η προγραμματισθείσα δραστηριότητα (πρβλ. ΣτΕ 1495/2002 Ολ.) ή δεν υφίσταται, κατ` αρχήν, υποχρέωση έρευνας για την επιλογή της θέσης (πρβλ. 970/2007 7μ.). Στις εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις, με τη συντασσόμενη Μ.Π.Ε. εκτιμώνται οι συνέπειες που επέρχονται στο περιβάλλον της περιοχής και μετά από στάθμισή τους κρίνεται αν είναι ενδεδειγμένη η εκτέλεση του έργου ή η πραγματοποίηση της δραστηριότητας και κάτω από ποιες προϋποθέσεις (πρβλ. ΣτΕ 1495/2002 Ολ., 970/2007 7μ.).   18. Επειδή, όπως έχει παγίως κριθεί, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1-3, 3 παρ. 6, 5 παρ. 2 του Ν. 1337/1983 (Α΄ 33), όπως αυτές κωδικοποιήθηκαν στα άρθρα 38 παρ. 1-3, 39 παρ. 6, και 41 παρ. 2 του Κ.Β.Π.Ν., το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (Γ.Π.Σ.) αποτελεί τη γενική πρόταση πολεοδομικής οργάνωσης των πολεοδομικών ενοτήτων, η οποία διατυπώνεται μετά από εκτίμηση των οικιστικών αναγκών και των προβλεπομένων επιπτώσεων των πολεοδομικών ρυθμίσεων στο φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον και τους γενικότερους αναπτυξιακούς στόχους της περιοχής (βλ. ΠΕ 235/2006 κ.ά.). Εν όψει των ανωτέρω, το Γ.Π.Σ. περιλαμβάνει, καταρχήν, γενικούς ορισμούς και κατευθύνσεις, που συνιστούν στρατηγικό πολεοδομικό σχεδιασμό (ως προς θέματα δημογραφικά, οικονομικά, ενεργειακά, συγκοινωνιακά κ.λπ.), με μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις και ρυθμίσεις (βλ. ΣτΕ 384/2002), και, κατ` εξαίρεση, ειδικές ρυθμίσεις συνδεόμενες αρρήκτως με τα παραπάνω θέματα (βλ. ΠΕ 235/2006, ΣτΕ 291/2003 7μ., 4005/1992 7μ. κ.λπ.). Περαιτέρω, τόσο οι γενικές κατευθύνσεις όσο και οι ειδικές ρυθμίσεις που, τυχόν, περιέχονται στο γενικό πολεοδομικό σχέδιο, το οποίο, επομένως, αποτελεί, κατά το σύστημα του νόμου, το πρώτο στάδιο του πολεοδομικού σχεδιασμού, είναι δεσμευτικές για την πολεοδομική μελέτη, η οποία συνιστά το δεύτερο επίπεδο σχεδιασμού (βλ. ΠΕ 235/2006, ΣτΕ 4550/2005 7μ., 2980/2005 7μ., 2055/2004, 722/1996 κ.λπ.). Κατά την έννοια δε των ανωτέρω διατάξεων του Ν. 1337/1983 και του Κ.Β.Π.Ν. (βλ. ΣτΕ 4255/2000), το Γ.Π.Σ. περιέχει σωρευτικά: α) κατευθυντήριες διατάξεις, με τις οποίες επιδιώκεται η επίτευξη ορισμένου αποτελέσματος, δεσμευτικές κατά τούτο, β) διατάξεις οι οποίες δεν χρειάζεται να εξειδικευτούν περαιτέρω και, συνεπώς, για τον λόγο αυτό, ως αμέσως εφαρμοστέες, επίσης δεσμευτικές και γ) διατάξεις οι οποίες χρειάζεται να εξειδικευτούν περαιτέρω και, συνεπώς, όντας ως έχουν ανεπίδεκτες άμεσης εφαρμογής, μη αμέσως δεσμευτικές. Βασικό δε στοιχείο του Γ.Π.Σ. αποτελεί ο καθορισμός χρήσεων γης μέσα στην έκταση που καλύπτει, από τον οποίο και εξαρτάται κατά μεγάλο ποσοστό η πολεοδομική της οργάνωση και εξέλιξη. Ο καθορισμός των χρήσεων γης, κατά τις διατάξεις αυτές, δεν χρειάζεται περαιτέρω εξειδίκευση και, συνεπώς, είναι δεσμευτικός, πρώτον, ως προς την έκταση στην οποία αφορά η χρήση γενικώς πολεοδομικής λειτουργίας, δεύτερον, ως προς την δέσμη των ειδικών πολεοδομικών λειτουργιών της χρήσεως αυτής και, τρίτον, ως προς τον χρόνο εφαρμογής του, ο οποίος συμπίπτει με την έναρξη ισχύος της εγκριτικής του Γ.Π.Σ. υπουργικής αποφάσεως. Και τούτο, διότι εάν σε περιοχή καλυπτόμενη πλέον από Γ.Π.Σ. εξακολουθούσε να ισχύει το καθεστώς της ελεύθερης χρήσεως γης, θα καθίστατο ανέφικτη η πολεοδομική της εξέλιξη στα πλαίσια του Γ.Π.Σ., με την έγκριση πολεοδομικής μελέτης ή την τροποποίηση του τυχόν υφισταμένου σχεδίου πόλεως. Τούτου έπονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: α) ότι από την δημοσίευση της εγκριτικής του Γ.Π.Σ. υπουργικής αποφάσεως επιτρέπονται μόνον οι χρήσεις γης που αυτό προβλέπει, β) ότι οι χρήσεις γης που θα προβλεφθούν από την πολεοδομική μελέτη ή την τροποποίηση του τυχόν υφισταμένου σχεδίου δεν επιτρέπεται να αποκλίνουν εκείνων του Γ.Π.Σ. (ΣτΕ 4255/2000, 4047/1999 7μ., βλ. και ΣτΕ 4005/1992, πρβλ. ΣτΕ 131/1987).   19. Επειδή, τέλος, κατά το άρθρο 1 (παρ. 1) του Ν. 2545/1997 «Βιομηχανικές και Επιχειρηματικές περιοχές?» (Α΄ 254) «Για τη βιομηχανική, βιοτεχνική και γενικά επιχειρηματική ανάπτυξη και οικονομική πρόοδο της χώρας, καθώς και για την προστασία του περιβάλλοντος, είναι δυνατόν να καθορίζονται μία ή περισσότερες «Βιομηχανικές και Επιχειρηματικές περιοχές» (ΒΕ.ΠΕ.) σε όλους τους νομούς της χώρας, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του νόμου», ενώ, κατά την παράγραφο 2 του αυτού άρθρου 1, « Οι ΒΕ.ΠΕ. μπορούν να έχουν μία από τις ακόλουθες μορφές: α. Βιομηχανική Περιοχή (ΒΙ.ΠΕ.): ΒΙ.ΠΕ. είναι ο χώρος, ο οποίος καθορίζεται, οριοθετείται, πολεοδομείται και οργανώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, προκειμένου να λειτουργήσει ως χώρος υποδοχής κάθε βιομηχανικής και βιοτεχνικής δραστηριότητας». Κατά το άρθρο 4 του αυτού Ν. 2545/1997, «1. Για τον καθορισμό ΒΕ.ΠΕ. υποβάλλεται αίτηση στο Υπουργείο Ανάπτυξης?2. Η αίτηση αυτή πρέπει να συνοδεύεται απαραίτητα από τα εξής δικαιολογητικά και έγγραφα: α. ? β. Μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων που καταρτίζεται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. ?», κατά δε το άρθρο 5 (παρ. 1) του αυτού νόμου, «1. Ο καθορισμός της ΒΕ.ΠΕ., ο φορέας ΒΕ.ΠΕ. και η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων εγκρίνονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ?».   20. Επειδή, όπως εκτέθηκε στη δέκατη σκέψη, το επίδικο έργο προβλέπεται σε περιοχή για την οποία έχουν καθορισθεί, από το Γ.Π.Σ. του Δήμου Ελευσίνας (21727/2005 απόφαση ΥΠΕΧΩΔΕ), χρήσεις «οχλούσας βιομηχανίας-βιοτεχνίας (ΒΙΠΕ), όπως προσδιορίζεται από το άρθρο 6» του από 23.2.1987 π.δ/τος. Άλλωστε, η περιοχή των εγκαταστάσεων της παρεμβαίνουσας με το π.δ. 81/1980 (άρθρο 7), είχε προβλεφθεί ως περιοχή «οχλουσών επαγγελματικών εγκαταστάσεων» (Ε.Ο.), και με το π.δ. 84/1984 προβλέφθηκε η δυνατότητα εγκαταστάσεως, εντός ζώνης Ε.Ο., βιομηχανικών εγκαταστάσεων. Επιπλέον το τελευταίο αυτό διάταγμα ρητώς αναφέρεται στους σχετικούς επίσημους χάρτες, στους οποίους σημειώνεται η περιοχή Ε.Ο. (άρθρο 1 παρ. 4 και άρθρο 2). Και ναι μεν το ανωτέρω διάταγμα τελικώς καταργήθηκε (19 ν. 2516/97, 16. Ν. 2965/2001), ουδέποτε όμως κατηργήθηκαν οι προαναφερθέντες επίσημοι χάρτες (υπό την ένδειξη Π.1.), οι οποίοι ισχύουν και σήμερα. Τούτο προκύπτει σαφώς τόσο από την Εισηγητική Έκθεση του ν. 2516/97 υπό το άρθρο 16 (“Το π.δ. 84/1984 παύει να ισχύει μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, εκτός από τους χάρτες και τα διαγράμματα στα οποία αναφέρεται ο νόμος αυτός”), όσον και από πλείστες διατάξεις του ν. 2965/01 (άρθρο 1 παρ. 1 εδ. β), ως και του πρόσφατου ν. 3325/2005 (άρθρα 14 παρ. 3, 16 παρ. 3, 18 παρ. 5, 20 παρ. 3) που εξομοιώνουν τις ζώνες Ε.Ο. προς τις ζώνες ΒΙ.ΠΕ., ΒΙΟ.ΠΕ κλπ. ?». Συνεπώς, το έργο αυτό εμπίπτει στις εξαιρετικές διατάξεις του εδαφίου στ΄ της ανωτέρω παρ. 6 του άρθρου 4 του Ν. 1650/1986 (άρθρ. 2 Ν. 3010/2002), διότι η περιοχή επέμβασης δεν συνιστά μεν θεσμοθετημένη βιομηχανική περιοχή (ΒΙΠΕ) κατά την έννοια του ανωτέρω Ν. 2545/1997 (πρβλ. και ΣτΕ Ολ. 2466/2008), πλην όμως σε αυτήν προβλέπονται σαφώς και ειδικώς, από το τροποποιημένο Γ.Π.Σ. του Δήμου Ελευσίνας, χρήσεις γης οχλούσας βιομηχανίας-βιοτεχνίας (ΒΙΠΕ), πρόκειται συνεπώς για χωροθέτηση προβλεπόμενη από εγκεκριμένο Γ.Π.Σ. για συγκεκριμένη κατηγορία έργων, στην οποία ανήκει το σχεδιαζόμενο (πρβλ. ΣτΕ 2220/2007, 4002/2004). Κατά τα ανωτέρω, εφόσον το ένδικο έργο εμπίπτει στις εξαιρετικές διατάξεις του εδαφίου στ΄ της ανωτέρω παρ. 6 του άρθρου 4 του Ν. 1650/1986 (άρθρ. 2 Ν. 3010/2002), δεν απαιτείται για αυτό ΠΠΕΑ, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για νέο έργο ή για εκσυγχρονισμό, επέκταση ή τροποποίηση υφισταμένου, εκ των οποίων επέρχονται ουσιαστικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις επιπτώσεις του στο περιβάλλον. Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσες, με τον οποίο προβάλλεται ότι η πρώτη προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α. εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων του επίδικου έργου εκδόθηκε χωρίς προηγούμενη Προκαταρκτική Περιβαλλοντική Εκτίμηση & Αξιολόγηση (Π.Π.Ε.Α.), κατά παράβαση του άρθρου 4 (παρ. 6) του Ν. 1650/1986, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 3010/2002, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Αν και κατά τη γνώμη της Συμβούλου Μ. Καραμανώφ, εφ` όσον, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 10, ο καθορισμός της χρήσεως οχλούσας βιομηχανίας ? βιοτεχνίας από το ΓΠΣ Ελευσίνος δεν είναι νόμιμος, το επίμαχο έργο δεν απαλλάσσεται της υποχρεώσεως να υπαχθεί στη διαδικασία της Προκαταρκτικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης και Αξιολόγησης και, ως εκ τούτου, η προσβαλλομένη ε.π.ο., εκδοθείσα χωρίς προηγούμενη Π.Π.Ε.Α., είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα.   21. Επειδή, στη σελ. 145 της εγκριθείσας με την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη Μελέτης Περιβαλλοτικών Επιπτώσεων (5.3.4.2.3 Βοηθητικές Μονάδες. ? Νέες Μονάδες. – Μονάδα Παραγωγής Ατμού ? Μονάδα 72) σημειώνονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «? το Σύστημα Παραγωγής Ατμού περιλαμβάνει δύο ατμοστρόβιλους παραγωγής ισχύος. Οι ατμοστρόβιλοι θα τροφοδοτούνται με ατμό υψηλής πίεσης ? Η ονομαστική παραγόμενη ισχύς κάθε ατμοστροβίλου θα είναι 12 MW. Ο κύριος σκοπός της εγκατάστασης των ατμοστροβίλων είναι η παροχή της αναγκαίας ισχύος των κρίσιμων φορτίων, που θα επιτρέψουν στο διυλιστήριο να σταματήσει με ασφάλεια και με ελάχιστες εκπομπές προς το περιβάλλον, σε περίπτωση γενικής απώλειας της ισχύος». Περαιτέρω, στη σελ. 171 της Μ.Π.Ε. (5.3.5.2 Παροχή ενέργειας) σημειώνεται: «Οι ανάγκες του αναβαθμισμένου διυλιστηρίου σε ενέργεια καλύπτονται από διάφορες πηγές: – ΔΕΗ – Παραγωγή ενέργειας μέσα στο διυλιστήριο από δύο στροβιλογεννήτριες ατμού (STG) ισχύος 12 MW εκάστη – Εφεδρική παραγωγή ενέργειας με 4 γεννήτριες ντηζελοκίνητες (EDG) ισχύος 400 KW εκάστη, οι οποίες θα λειτουργούν μόνο σε περίπτωση διακοπής ρεύματος». Εξάλλου, το «Σύστημα παραγωγής ατμού (U-72)» περιλαμβάνεται στην ε.π.ο. στον Πίνακα ΙΙ που αφορά στις (ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ/ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΜΟΝΑΔΕΣ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΜΕΝΟΥ ΔΙΥΛΙΣΤΗΡΙΟΥ, σελ. 8). Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι επίμαχοι ατμοστρόβιλοι συνιστούν βοηθητική μονάδα οργανικώς συναπτόμενη με το ένδικο έργο και όχι αυτοτελές νέο έργο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, χρήζον ειδικής περιβαλλοντικής αδειοδότησης, όπως αβασίμως υποστηρίζουν οι αιτούντες. Εξάλλου, η άδεια εγκατάστασης του άρθρου 3 ν. 2244/94 και η άδεια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας του άρθρου 9 ν. 2773/99, δεν συνιστούν κατά νόμον προϋπόθεση για την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων ε.π.ο. και άδειας εγκατάστασης του ένδικου έργου. Συνεπώς, ο προβαλλόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του. Αν και κατά τη γνώμη της Συμβούλου Μ. Καραμανώφ, η μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενεργείας εξ ορισμού αποτελεί βιομηχανική δραστηριότητα και χρήζει, ως εκ τούτου, περιβαλλοντικής αδειοδοτήσεως, είναι δε αδιάφορο από της απόψεως αυτής αν η εξ αυτής παραγομένη ενέργεια διατίθεται στην ευρεία κατανάλωση η χρησιμοποιείται για την εξυπηρέτηση των αναγκών της συγκεκριμένης επιχειρήσεως. Δεδομένου δε ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση η επίμαχη μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενεργείας εντάσσεται οργανικά στο ένδικο έργο και αποτελεί συστατικό στοιχείο αυτού, η περιβαλλοντική αδειοδότηση αυτής αποτελεί αναγκαίο όρο για την πληρότητα της προσβαλλομένης ε.π.ο., αφού η λειτουργία της μονάδος αυτής επηρεάζει προδήλως τις βασικές παραδοχές της εγκριθείσης ΜΠΕ.   22. Επειδή, το άρθρο 5 (Περιεχόμενο και δημοσιότητα Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων) του ν. 1650/1986, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 3010/2002, ορίζει στην παρ. 2 ότι «Η αρμόδια αρχή πριν από τη χορήγηση της έγκρισης περιβαλλοντικών όρων ξεκινά τη διαδικασία δημοσιοποίησης με τη διαβίβαση στο οικείο Νομαρχιακό Συμβούλιο φακέλου με τη Μ.Π.Ε. και τα απαιτούμενα συνοδευτικά της στοιχεία… Το Νομαρχιακό Συμβούλιο, πριν γνωμοδοτήσει επί του περιεχομένου του φακέλου της Μ.Π.Ε. υποχρεούται να θέτει στη διάθεση του κοινού και των φορέων εκπροσώπησής του το φάκελο για να εκφράσουν τη γνώμη τους. Η διαδικασία και ο τρόπος ενημέρωσης του κοινού καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης. …». Κατ` επίκληση της εξουσιοδοτικής διάταξης του ανωτέρω άρθρου, πριν την αντικατάστασή του με τον ν. 3010/2002, εκδόθηκε αρχικώς η Κ.Υ.Α. 75308/5512/ 26.10.1990 (Β΄ 61) και στη συνέχεια η Κ.Υ.Α. Η.Π. 37111/2021/26.9.2003 (Β΄ 1391). Με το άρθρο 4 (Διαδικασία δημοσιοποίησης της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Μ.Π.Ε.) και συμμετοχής του κοινού) της ανωτέρω ΚΥΑ θεσπίζεται διαδικασία για την ενημέρωση από μέρους των νομαρχιακών συμβουλίων των πολιτών και των φορέων εκπροσώπησής τους σχετικώς με τις υποβαλλόμενες στη Διοίκηση μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων και για τη διατύπωση των σχετικών απόψεων του «ενδιαφερόμενου κοινού», ήτοι, κατά τον σχετικό ορισμό του άρθρου 1, του κοινού «που θίγεται ή ενδέχεται να θιγεί ή του οποίου διακυβεύονται τα συμφέροντα από τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων για την πραγματοποίηση του έργου ή της δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένων και των μη κυβερνητικών οργανώσεων εφόσον προάγουν την προστασία του περιβάλλοντος».   23. Επειδή, η προβλεπόμενη δημοσιοποίηση της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων έχει ως στόχο την ενημέρωση των ενδιαφερομένων και την παροχή σε αυτούς της δυνατότητας υποβολής τεκμηριωμένων προτάσεων ώστε να καταστεί δυνατή η επιλογή των βελτίστων λύσεων. Για τον λόγο αυτό η δημοσιοποίηση της Μ.Π.Ε. αποτελεί ουσιώδη τύπο για την έκδοση της απόφασης έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων, η παράλειψη τήρησης του οποίου επιφέρει ακυρότητα της εν λόγω απόφασης (βλ. ΣτΕ 970/2007 7μ.).Εξ άλλου, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 5, παρ. 2 του ν. 1650/1986 και του άρθρου 4 της Κ.Υ.Α. Η.Π. 37111/2021/26.9.2003, δεν απαιτείται η εκ νέου τήρηση της διαγραφομένης από τις διατάξεις αυτές διαδικασίας δημοσιοποίησης όταν η άπαξ υποβληθείσα προς έγκριση Μ.Π.Ε. υφίσταται στη συνέχεια επουσιώδεις τροποποιήσεις που ανάγονται σε σημειακές βελτιώσεις και λεπτομερειακά επιμέρους θέματα, μη επηρεάζοντα τις βασικές παραδοχές της μελέτης (πρβλ. ΣτΕ 4575/2005).   24. Επειδή, προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ότι δεν είναι δυνατή η συγκριτική αξιολόγηση των νέων δραστηριοτήτων από το κοινό ώστε να συναχθούν βάσιμα και αντικειμενικά συμπεράσματα για τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον σε σχέση με τις συνέπειες από το νυν λειτουργούν διυλιστήριο, διότι η εγκριθείσα με την προσβαλλόμενη πράξη εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων Μ.Π.Ε. α) παραπέμπει για τα βασικά της κεφάλαια στη Μ.Π.Ε. του έτους 2005, βάσει της οποίας εκδόθηκε η 159029/19.6.2006 απόφαση περί παράτασης των περιβαλλοντικών όρων του διυλιστηρίου, για τη Μ.Π.Ε.,όμως, του έτους 2005 δεν είχε τηρηθεί η διαδικασία ενημέρωσης του κοινού, (β) περιορίζεται στην αναλυτική περιγραφή μόνο των νέων μονάδων και για τη σημερινή κατάσταση λειτουργίας των υφισταμένων μονάδων και τη λειτουργία τους όταν ολοκληρωθεί το μελλοντικό σχήμα του διυλιστηρίου παραπέμπει στην ανωτέρω Μ.Π.Ε. του έτους 2005, στην οποία δεν γίνεται καμία περιγραφή της τότε κατάστασης λειτουργίας τους. Προβάλλεται, επίσης, ότι ουδεμία δημοσιότητα έλαβε η εκπονηθείσα για τα έργα λιμενικών εγκαταστάσεων Μ.Π.Ε. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με την προσβαλλόμενη 146393/3.6.2008 Κ.Υ.Α. εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι «α) των υφιστάμενων βιομηχανικών εγκαταστάσεων και β) του έργου “Εκσυγχρονισμός-αναβάθμιση διυλιστηρίου” της παρεμβαίνουσας. Είχαν προηγηθεί, μεταξύ άλλων, οι μνημονευόμενες στο προοίμιο (αρ. 18, 23, 39) της ως άνω απόφασης (α) 159029/19.6.2006 απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων της λειτουργίας του υφιστάμενου διυλιστηρίου, της οποίας η ισχύς έληξε στις 30.9.2007, (β) η με αριθμ. πρωτ. Δ/νσης ΕΑΡΘ 143581/22.6.2007 αίτηση της παρεμβαίνουσας εταιρείας, με τη συνημμένη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για το έργο εκσυγχρονισμού-αναβάθμισης του διυλιστηρίου και (γ) η με αριθμ. πρωτ. Δ/νσης ΕΑΡΘ 144441/27.7.2007 αίτηση της ίδιας εταιρείας με τη συνημμένη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων των λιμενικών εγκαταστάσεων του διυλιστηρίου, καθώς και η ακυρωθείσα με την 1468/2004 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας Δ3/Α/1354/25.1.2001 κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, με την οποία είχε δοθεί έγκριση για τη χορήγηση άδειας εγκατάστασης για τον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων του διυλιστηρίου της παρεμβαίνουσας. Για την έκδοση της ως άνω ΚΥΑ του 2001 είχε υποβληθεί ΜΠΕ, η οποία έτυχε δημοσιοποίησης σύμφωνα με την ΚΥΑ 75308/5512/90. Όλα δε τα λεπτομερή στοιχεία για τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις, τα οποία είχαν συμπεριληφθεί στη Μ.Π.Ε. του 2005, αναφέρονται στη Μ.Π.Ε. του 2001. Συνεπώς, δεν απαιτείτο η εκ νέου τήρηση της διαδικασίας δημοσιοποίησης ως προς τα στοιχεία αυτά. Περαιτέρω, στη Μ.Π.Ε. του έτους 2007 (βλ. Κεφ. 6, σελ. 243 επ.) γίνεται συγκριτική αξιολόγηση του νέου λειτουργικού σχήματος του διυλιστηρίου εν σχέσει με το σημερινό και παρατίθενται πίνακες με λεπτομερείς αναφορές σύγκρισης της υφιστάμενης με τη μελλοντική κατάσταση. Στο Κεφ. 5 της Μ.Π.Ε. (παρ. 5.3.4.1.1 και 5.3.4.1.2), γίνεται αναλυτική περιγραφή των νέων μονάδων, ενώ γίνεται αναφορά και στις υφιστάμενες μονάδες με στοιχεία ως προς τη δυναμικότητα ορισμένων εξ αυτών. Η λειτουργική διασύνδεση του υφιστάμενου διυλιστηρίου με το έργο εκσυγχρονισμού προκύπτει σαφώς και από τα συνημμένα στη Μ.Π.Ε. σχέδια. Οι δε ισχυρισμοί των αιτούντων περί μη δυνατότητας συγκριτικής αξιολόγησης, ως εκ του γεγονότος ότι δεν παρατίθενται στοιχεία για τη «σημερινή κατάσταση» στις αναφερόμενες από αυτούς υφιστάμενες μονάδες παρίστανται αόριστοι, καθόσον δεν διευκρινίζουν ποια στοιχεία ήταν απαραίτητο να αναφερθούν για τις συγκεκριμένες υφιστάμενες μονάδες και δεν αναφέρονται. Εξ άλλου, δεν υπήρχε, κατά νόμον, υποχρέωση επισύναψης αποσπασμάτων της ΜΠΕ του 2005 στη Μ.Π.Ε. του 2007, διότι αφενός οι ενδιαφερόμενοι μπορούσαν να την αναζητήσουν από τις αρμόδιες υπηρεσίες και αφετέρου στην αίτηση πάντως δεν προσδιορίζεται ποιες πληροφορίες περιεχόμενες στα εν λόγω αποσπάσματα ήταν απαραίτητες για την αξιολόγηση της Μ.Π.Ε. του 2007 από το ενδιαφερόμενο κοινό. Περαιτέρω, στην από 20.7.2007 Μ.Π.Ε. «των Λιμενικών Εγκαταστάσεων του Διυλιστηρίου Ελευσίνας», αναφέρεται ότι αυτή εκπονήθηκε «με σκοπό να καλύψει το έργο των Λιμενικών Εγκαταστάσεων του Διυλιστηρίου Ελευσίνας, που περιλαμβάνει κυρίως την προσθήκη ταινιόδρομου μεταφοράς θείου της Μονάδας 85 στον προβλήτα του Διυλιστηρίου. (σελ. 5)… Το συγκεκριμένο έργο ανήκει στην 1η Υποκατηγορία της 1ης Κατηγορίας της 3ης Ομάδας (Λιμενικά Έργα) της ΗΠ 15393/2332/02?αναφέρεται στην τοποθέτηση ταινιοδρόμου στον προβλήτα των Διυλιστηρίων με σκοπό την φορτοεκφόρτωση θείου από τη Μονάδα 85 που αποτελεί Μονάδα αποθήκευσης και Κατεργασίας του θείου. Η Μονάδα 85 πρόκειται να κατασκευαστεί και περιλαμβάνει όλους τους απαραίτητους χώρους για την αποθήκευση του υγρού θείου που ανακτάται στο Διυλιστήριο ή παραλαμβάνεται από το Διυλιστήριο Ασπροπύργου σε υγρή μορφή με βυτιοφόρα, την στερεοποίησή του και την εν συνεχεία αποθήκευση και διακίνηση του υγρού θείου. Η νέα Μονάδα 85 βρίσκεται κοντά στον λιμένα του Διυλιστηρίου. Το στερεό θείο θα ανακτάται από την στερεοποίηση του υγρού θείου και θα μεταφέρεται με ταινιόδρομο στον υπάρχοντα προβλήτα εφοδιασμού, ο οποίος βρίσκεται νότια των χώρων αποθήκευσης για να φορτωθεί τελικά στα πλοία. Ο ταινιόδρομος φόρτωσης όσο και το σύστημα ανάκτησης και παραλαβής από τους αποθηκευτικούς χώρους, έχουν μελετηθεί για παράδοση ποσότητας στερεού θείου 250 τόνων /ώρα» (σελ.7). Εξ άλλου, στη Μ.Π.Ε. του έργου εκσυγχρονισμού του διυλιστηρίου αναφέρονται τα εξής: (σελ. 116) «… 11, Εγκαταστάσεις Διακίνησης Θείου ? Μονάδα 85: προβλέπεται μία εγκατάσταση στερεοποίησης θείου (δυναμικότητας ίσης προς 400 t/d* τροφοδοσίας) για τη μετατροπή του υγρού θείου που παράγεται από τη νέα Μονάδα Ανάκτησης Θείου ? Μονάδα 38 (συν επιπρόσθετη τροφοδοσία που προέρχεται από το Διυλιστήριο Ασπροπύργου) σε δισκία στερεού θείου? (σελ. 156 🙂 «…Οι εγκαταστάσεις στερεοποίησης θείου προβλέπεται να διαχειρίζονται 400 τόνους / ημέρα υγρού θείου που προέρχονται από: … οι σταγόνες του θείου ψύχονται, σχηματίζοντας “παστίλιες” … Ακολούθως οι παστίλιες του στερεού Θείου συγκεντρώνονται και … οδηγούνται σε κλειστή αποθήκη, σχηματίζοντας σωρό. Θα υπάρχει εξοπλισμός απόληψης του στερεού θείου από την αποθήκη και μεταφοράς του στο χώρο του λιμένος, καθώς επίσης εγκαταστάσεις φόρτωσης πλοίων για εξαγωγή του προϊόντος. Για την αποφυγή οσμών και δημιουργίας σκόνης, προβλέπονται τα ακόλουθα: Σύστημα εξαερισμού … Επίσης όλοι οι ταινιόδρομοι μεταφοράς-φόρτωσης προς τα πλοία θα είναι κλειστού τύπου, ώστε οι κόκκοι του μεταφερόμενου θείου να μην εκτίθενται στον άνεμο». Η μελέτη αυτή αφορά σε παρέμβαση επί υφιστάμενων λιμενικών εγκαταστάσεων, τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά των οποίων δεν τροποποιούνται, καθώς σε κανένα σημείο της εν λόγω μελέτης δεν προβλέπεται επέκταση αυτών, δημιουργία νέων ή οποιαδήποτε επέμβαση επί του αιγιαλού και της παραλίας (βλ. 8221.Λ14/22/08/3.11.2008 έγγραφο των απόψεων του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής (Δ/νση Λιμενικών Υποδομών). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο ταινιόδρομος, τον οποίο αφορά η μη δημοσιοποιηθείσα Μ.Π.Ε. για τις λιμενικές εγκαταστάσεις, μνημονεύεται ήδη στη Μ.Π.Ε. του έργου εκσυγχρονισμού. Συνεπώς, η Μ.Π.Ε. για τις λιμενικές εγκαταστάσεις αφορά επιμέρους θέμα, το οποίο δεν επηρεάζει τις βασικές παραδοχές της Μ.Π.Ε. του έργου εκσυγχρονισμού και συνεπώς δεν έχρηζε δημοσιοποίησης (πρβλ. ΣτΕ 4575/2005, καθώς και 970/2007 7μ.) Εν όψει αυτών, ο προβαλλόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του. Περαιτέρω, εν όψει των προεκτεθέντων, η ως άνω Μ.Π.Ε. των λιμενικών εγκαταστάσεων παρίσταται επαρκώς αιτιολογημένη, οι δε περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των αιτούντων πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι, διότι πλήττουν ευθέως την ανέλεγκτη ακυρωτικώς, τεχνική κρίση της Διοίκησης (πρβλ. ΣτΕ 2240/1999 Ολ., καθώς και 3841/2006, 676/2005 Ολ., 2175/2004 Ολ., 3256/2000 κ.ά.). Αν και κατά τη γνώμη της Συμβούλου Μ. Καραμανώφ, η δημοσιοποίηση της ΜΠΕ εκπληροί τους σκοπούς του νόμου μόνον εφ` όσον γίνεται κατά τρόπο ο οποίος παρέχει στο ενδιαφερόμενο κοινό συνολική και ολοκληρωμένη εικόνα του έργου ή της δραστηριότητος στα οποία αφορά, ώστε να δύναται να συναχθούν με ασφάλεια οι επιπτώσεις αυτών στο περιβάλλον. Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση η παραπομπή της επίμαχης ΜΠΕ ως προς βασικά κεφάλαια αυτής σε παλαιότερες μελέτες που αφορούν τις ήδη υφιστάμενες εγκαταστάσεις της παρεμβαίνουσας δυσχεραίνουν υπέρμετρα την εκτίμηση των επιπτώσεων της ένδικης επεκτάσεως, με την οποία προβλέπεται η ριζική αναμόρφωση του σχήματος του διυλιστηρίου, το γεγονός δε αυτό καθιστά πλημμελή την διαδικασία δημοσιοποιήσεως της ΜΠΕ και επιφέρει ακυρότητα της προσβαλλομένης ε.π.ο.   25. Επειδή, προβάλλεται ότι δεν εξετάστηκαν εναλλακτικές λύσεις ως προς το τόπο πραγματοποίησης της επένδυσης και ως προς το μέγεθος και τη χωροθέτησή της εντός του ευρύτερου χώρου του διυλιστηρίου. Όπως ευθέως συνάγεται από την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση ε.π.ο. και την Μ.Π.Ε., το επίδικο έργο εκσυγχρονισμού δεν παρουσιάζει αυτοτέλεια σε σχέση με τις εγκαταστάσεις και την λειτουργία του υφισταμένου διυλιστηρίου, αλλά αναγκαίως συναρτάται χωροταξικά με αυτές. Ειδικότερα, οι εγκαταστάσεις αυτού διασυνδέονται με τις νέες μονάδες ποιοτικής αναβάθμισης του μαζούτ (απόσταξης κενού, θερμικής πυρόλυσης ασφάλτου, υδρογονοδιάσπασης, υδρογόνου), τις νέες μονάδες περιβαλλοντικής προστασίας (αναγέννησης αμίνης, απογύμνωσης όξινων νερών, ανάκτησης θείου και επεξεργασίας των απαερίων της, επεξεργασίας υγρών αποβλήτων και κλειστού κυκλώματος ψύξης) και τις νέες βοηθητικές μονάδες προκειμένου να λειτουργήσουν ενιαία στο νέο σχήμα του εκσυγχρονισμένου διυλιστηρίου. Ενδεικτικώς αναφέρεται ότι στις νέες μονάδες παράγεται καθαρό αέριο καύσιμο για τις ανάγκες λειτουργίας των φούρνων του διυλιστηρίου, αντικαθιστώντας το χρησιμοποιούμενο για καύση Μαζούτ με αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση αερίων εκπομπών ιδιοκατανάλωσης. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί των αιτούντων ότι δεν εξετάστηκαν εναλλακτικές λύσεις, καθ` ό μέρος αφορούν τον χώρο των νέων εγκαταστάσεων, δεν παρίστανται βάσιμοι. Αβάσιμος είναι δε και ο ειδικότερος ισχυρισμός τους ότι πρόκειται ουσιαστικά για νέο έργο, διότι, όπως ρητώς προβλέπεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ε.π.ο., η διυλιστική ικανότητα του διυλιστηρίου θα παραμείνει στα 100.000 βαρέλια αργού πετρελαίου ημερησίως, όπως ισχύει σήμερα. Περαιτέρω, όσον αφορά το μέγεθος και τη διάταξη των νέων μονάδων εντός του χώρου του διυλιστηρίου, οι σχετικοί ισχυρισμοί των αιτούντων δεν παρίστανται βάσιμοι, καθόσον από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει άλλος χώρος για τη διάταξη αυτών εντός της ιδιοκτησίας της παρεμβαίνουσας στην Ελευσίνα από το όμορο με τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις γήπεδο, ενώ, εξάλλου, με τον προβαλλόμενο λόγο δεν προτείνεται συγκεκριμένη αναδιάταξη των νέων μονάδων εντός του ανωτέρω γηπέδου. Αν και κατά τη γνώμη της Συμβούλου Μ. Καραμανώφ, ο λόγος είναι βάσιμος. Και τούτο διότι η επίμαχη έκταση, έχουσα ως αντικείμενο την προσθήκη επί πλέον σταδίων επεξεργασίας της εισαγομένης προς διύλιση πρώτης ύλης και την παραγωγή νέων προϊόντων, συνιστά νέο έργο, για την πραγματοποίηση του οποίου πρέπει να εξετασθούν όλες οι εναλλακτικές λύσεις, προκειμένου να διαπιστωθεί το ζητούμενο, αν δηλ. το έργο τούτο, εν όψει των επιπτώσεών του σε περιβάλλον, είναι ή όχι επιτρεπτό να κατασκευασθεί και να λειτουργήσει στον ίδιο χώρο με τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις της παρεμβαίνουσας.   26. Επειδή, για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις, που αποτελούν ευπαθή οικοσυστήματα, ο συντακτικός νομοθέτης, εμφορούμενος από τις νεότερες αντιλήψεις για την ανάγκη διαφυλάξεως του δασικού πλούτου, έλαβε ιδιαίτερη μέριμνα εισάγοντας στο κείμενο του Συντάγματος ειδικές διατάξεις, με τις οποίες οι εκτάσεις με δασική βλάστηση υπάγονται σε αυστηρό προστατευτικό καθεστώς. Έτσι στο άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (Α΄ 84/17.4.2001), ορίζεται ότι «Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη προστασία των δασών και γενικά των δασικών εκτάσεων. Η σύνταξη δασολογίου συνιστά υποχρέωση του Κράτους. Απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων, εκτός αν προέχει για την Εθνική Οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση, που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον». Περαιτέρω η παρ. 3 του άρθρου 117 του Συντάγματος ορίζει ότι δημόσια ή ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις που έχουν καταστραφεί ή που καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με άλλον τρόπο αποψιλώθηκαν ή αποψιλώνονται δεν αποβάλλουν για τον λόγο αυτό το δασικό χαρακτήρα που είχαν πριν καταστραφούν, κηρύσσονται υποχρεωτικώς αναδασωτέες και αποκλείεται να διατεθούν για άλλο προορισμό (βλ. ΣτΕ 1675/1999 Ολ., 3887/2008 κ.ά.). Σε εκτέλεση των διατάξεων των άρθρων 24, παρ. 1 και 2 και 117,παρ. 3 του Συντάγματος, έχει εκδοθεί ο ν. 998/1979 «Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας» (Α΄ 289), ο οποίος στο πέμπτο κεφάλαιο αυτού (άρθρα 37 – 44) ρυθμίζει την κήρυξη και την άρση της αναδασώσεως και στο έκτο κεφάλαιο (άρθρα 45 – 61) τις επιτρεπόμενες επεμβάσεις στα δάση και τις δασικές εκτάσεις. Ειδικότερα, στο άρθρο 38 παρ. 1 του νόμου αυτού ορίζεται ότι «Κηρύσσονται υποχρεωτικώς ως αναδασωτέα τα δάση και αι δασικαί εκτάσεις, ανεξαρτήτως της ειδικωτέρας κατηγορίας αυτών ή της θέσεως εις ην ευρίσκονται, εφόσον ταύτα καταστρέφονται ή αποψιλούνται συνεπεία πυρκαϊάς ή παρανόμου υλοτομίας αυτών. Η αυτή υποχρέωσις υφίσταται και δια τα εκ των ως άνω αιτίων καταστραφέντα ή αποψιλωθέντα δάση και δασικάς εκτάσεις, ανεξαρτήτως του χρόνου της καταστροφής ή της αποψιλώσεως τούτων, εφ` όσον, μέχρι της 11ης Ιουνίου 1975, δεν είχον χρησιμοποιηθή δι` έτερον σκοπόν ώστε να καθίσταται αδύνατος η ανατροπή της εκ της χρησιμοποιήσεως ταύτης δημιουργηθείσης καταστάσεως?». Περαιτέρω, στο άρθρο 45 («Εξαιρετικός χαρακτήρ επεμβάσεων») του ίδιου νόμου προβλέπονται οι γενικές ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις του επιτρεπτού των επεμβάσεων και ορίζεται, μεταξύ άλλων, στη παρ. 1, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου δέκατου τρίτου του Ν. 1828/1988 (Α΄ 272) ότι: «1. Στα δάση και τις δασικές εκτάσεις περί των οποίων το άρθρο 117 παρ. 3 του Συντάγματος ουδεμία επιτρέπεται επέμβαση προβλεπομένη από τις διατάξεις του παρόντος ή από άλλη διάταξη με εξαίρεση τα αναφερόμενα στις διατάξεις του άρθρου 59 του παρόντος ? και τα όλως απαραίτητα για την τεχνητή αναδάσωση και την προστασία της βλαστήσεως. 3. Δεν επιτρέπεται η εν όλω ή εν μέρει μεταβολή του προορισμού δημοσίου δάσους ή δασικής εκτάσεως, ή η εντός αυτών εκτέλεσις έργων, ή η παροχή άλλης διαρκούς εξυπηρετήσεως, εφόσον, διά τον αυτόν σκοπόν είναι δυνατή η παραχώρηση ή διάθεση ή χρησιμοποίηση εδαφών, τα οποία δεν εμπίπτουν εις την έννοιαν των δασών ή δασικών εκτάσεων, ως αύτη προσδιορίζεται εν άρθρ. 3 του παρόντος. 4. Περί της συνδρομής της κατά την προηγούμενην παράγραφον γενικής προϋποθέσεως κρίνει ητιολογημένως το αρμόδιον προς έγκρισιν της επεμβάσεως όργανο ?. 5. Διά τας μείζονος σημασίας ή εκτάσεως επεμβάσεις εις τα δάση και τας δασικάς εκτάσεις, περί ων τα άρθρα ?. 58 παρ. 1 του παρόντος, απαιτείται όπως η αίτησις ή το έγγραφον, δι` ου ζητείται η παροχή της εγκρίσεως της επεμβάσεως κατά τους όρους των ως είρηται διατάξεων, συνοδεύεται υπό μελέτης επιπτώσεων επί του περιβάλλοντος και αντιμετωπίσεως τούτων ?. Εις τας περιπτώσεις ταύτας η έγκρισις παρέχεται υπό τον περιορισμόν της συμμορφώσεως του ενδιαφερομένου προς τους όρους της εν λόγω μελέτης ?.». Τέλος, το άρθρο 56 («Βιομηχανίαι») του ίδιου Ν. 998/1979 ορίζει, μεταξύ άλλων τα εξής: «1. … 3. Ναυπηγεία ή διυλιστήρια ή άλλα μεγάλα βιομηχανικά συγκροτήματα επιτρέπεται να εγκατασταθούν και καταλάβουν δάση και δασικάς εκτάσεις περιλαμβανομένας εις την υπό στοιχείον β΄ κατηγορίαν της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του παρόντος, μη περιλαμβανομένας δε εις τας υπό στοιχεία δ΄ και ε΄ της αυτής παραγράφου περιπτώσεις ουδέ εις τας κατηγορίας α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του αυτού άρθρου 4, εφ όσον τούτο επιβάλλεται εκ της φύσεως των ως άνω επιχειρήσεων και εκ της θέσεως εις ην κείνται τα δάση ή αι δασικαί εκτάσεις. Η σχετική έγκρισις παρέχεται υπό του Υπουργικού Συμβουλίου δια πράξεως αυτού. Η εκχέρσωσις της αναγκαιούσης εκτάσεως γίνεται πάντοτε υπό τον όρον της αναλήψεως της υποχρεώσεως προς αναδάσωσιν περιβαλλούσης τας εγκαταστάσεις ή εγγύς προς αυτάς κειμένης περιοχής εις έκτασιν μείζονα μέχρι και του διπλασίου της καταλαμβανομένης υπό των εν λόγω εγκαταστάσεων. 4. Η επέκτασις βιομηχανικών μονάδων εις ιδιωτικάς δασικάς εκτάσεις είναι επιτρεπτή, εφ όσον δεν είναι δυνατή ή σκόπιμος, από απόψεως δημοσίου συμφέροντος, ή προς τον σκοπόν τούτον χρησιμοποίησις άλλων παρακειμένων εδαφών. Η εκχέρσωσις και χρησιμοποίησις της δασικής ταύτης εκτάσεως γίνεται πάντοτε κατόπιν αδείας του Υπουργού Γεωργίας και υπό τον όρον της αναλήψεως της υποχρεώσεως προς αναδάσωσιν, εις την αυτήν ή παρακειμένην περιοχήν, μείζονος μέχρι και του διπλασίου της εκχερσουμένης εκτάσεως. Περί της συνδρομής των προϋποθέσεων εγκρίσεως της εκχερσώσεως και των όρων πραγματοποιήσεως ταύτης γνωμοδοτεί το Τεχνικόν Συμβούλιον Δασών. 5. Η διάταξις της παραγράφου 6 του άρθρου 46 του παρόντος νόμου εφαρμόζεται αναλόγως και εις το παρόν άρθρον».   27. Επειδή, εξάλλου, κατ` επίκληση της εξουσιοδοτικής διατάξεως της παρ. 10.α γγ΄ του άρθρου 4 του ν. 1650/1986, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3010/2002, εκδόθηκε η ΚΥΑ Η.Π. 11014/703/Φ104/2003 (Β΄ 332). Στο Κεφάλαιο Α΄ [«Διαδικασία Προκαταρκτικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης και Αξιολόγησης (Π.Π.Ε.Α.) και Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων (Ε.Π.Ο.) για έργα και δραστηριότητες της υποκατηγορίας 1 της πρώτης (Α΄) κατηγορίας»]- όπως το ένδικο έργο της εν λόγω ΚΥΑ και συγκεκριμένα στο άρθρο 4 ορίζεται ότι προκειμένου να εγκριθούν περιβαλλοντικοί όροι υποβάλλεται, πλην άλλων, Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων τύπου 1 περιλαμβάνουσα ορισμένες τουλάχιστον πληροφορίες (παρ. 1). Με το δε άρθρο 14 (παρ. 2 περ. i) της ίδιας ως άνω ΚΥΑ ορίζεται ότι, μέχρις ότου εκδοθεί η προβλεπόμενη από την παρ. 10β του ίδιου άρθρου 4 του ν. 1650/1986 κοινή υπουργική απόφαση, η Μ.Π.Ε. του πίνακα 1 του άρθρου 16 της Κ.Υ.Α. 69269/5387/1990 (Β΄ 678) αποτελεί τη Μ.Π.Ε. τύπου 1 της αποφάσεως αυτής (της Η.Π. 11014/703/Φ. 104/2003). Περαιτέρω, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο 16 της ΚΥΑ 69269/5387/25.10.1990, προσαρτώνται και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της πίνακες, στον πίνακα δε 1, που αφορά τη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων τύπου Α «για έργα και δραστηριότητες πρώτης κατηγορίας», ορίζονται τα ακόλουθα: στη μελέτη περιγράφονται αναλυτικά με τοπογραφικούς χάρτες κλίμακας 1:50.000 – 1:20.000 η μορφολογία της ευρύτερης περιοχής του έργου και σε τοπογραφικούς χάρτες κλίμακας 1:2.000 – 1:5.000 σημειώνεται η ακριβής θέση στην οποία θα γίνει το υπό μελέτη έργο ή δραστηριότητα, ενώ στους χάρτες αυτούς σημειώνονται, μεταξύ άλλων, οι τυχόν υπάρχουσες «δασικές εκτάσεις». Ειδικότερα, προβλέπονται τα εξής: «4.1.2. Χάρτες της περιοχής άμεσης επιρροής. Σε τοπογραφικούς χάρτες κλίμακας 1: 2000 – 1: 5000 θα σημειώνεται η ακριβής θέση στην οποία θα γίνει το υπό μελέτη έργο ή δραστηριότητα ? και η περιοχή που περιβάλλει το έργο ή την δραστηριότητα, προς όλες τις κατευθύνσεις και σε απόσταση από το έργο ή την δραστηριότητα, περίπου μέχρι 1000 μ. Στους χάρτες αυτούς θα γίνεται λεπτομερής απεικόνιση της περιοχής που περιβάλλει το έργο ή την δραστηριότητα ώστε να φαίνονται σ` αυτούς λεπτομερώς ο χαρακτήρας και οι υφιστάμενες χρήσεις της περιοχής του έργου ή της δραστηριότητας. Ενδεικτικά αναφέρεται εδώ ότι στους παραπάνω χάρτες πρέπει να φαίνονται: Οικισμοί (μόνιμης ή εποχιακής κατοικίας), αρχαιολογικοί χώροι και γνωστά αρχαιολογικά μνημεία, οδικό δίκτυο περιοχής (εθνικό και τοπικό), δρόμοι εξυπηρέτησης (έκταση και είδος), πηγές και τρεχούμενα νερά, λίμνες, συστήματα ύδρευσης και αποχέτευσης, σιδηροδρομικό δίκτυο (πιθανή ή επιδιωκόμενη σύνδεση με το έργο ή την δραστηριότητα), δασικές εκτάσεις, πάρκα, μεμονωμένες κατοικίες, τουριστικές εγκαταστάσεις, αρδευτικά έργα. ?».   28. Επειδή, όπως έχει ήδη εκτεθεί, το επίδικο έργο υπάγεται στην 1η Υποκατηγορία της Α΄ Κατηγορίας της ΚΥΑ Η.Π. 15393/2332/2002 (Β΄ 1022), συνεπώς εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω άρθρου 16 της ΚΥΑ 69269/5387/25.10.1990. Στην Μ.Π.Ε. εμπεριέχονται αναφορές στην υφιστάμενη χερσαία χλωρίδα και βλάστηση της περιοχής (Κεφ. 4, παρ. 4.1.9.1, σελ. 41, όπου σημειώνεται, μεταξύ άλλων ότι στην περιοχή μελέτης δεν υπάρχει δενδρώδης βλάστηση, με εξαίρεση την παρουσία ατόμων χαλεπίου πεύκης, σχίνου, αγριελιάς «κλπ.»), στις επ` αυτής (μηδενικές κατά τη Μ.Π.Ε.) επιπτώσεις (Κεφ. 6) κατά τις φάσεις κατασκευής (παρ. Α 6.1.4.1, σελ. 239, όπου σημειώνεται μεταξύ άλλων ότι οι εργασίες «θα λάβουν χώρα εντός των εγκαταστάσεων του Διυλιστηρίου όπου η φυσική βλάστηση είναι σχεδόν ανύπαρκτη») και λειτουργίας (παρ. Β 6.1.4, σελ. 273: «… η λειτουργία του Διυλιστηρίου δεν επηρεάζει στο ελάχιστο τις υφιστάμενες δομές βλάστησης της περιοχής μελέτης») του ένδικου έργου, καθώς και στην (μηδενική) αντιμετώπιση των επιπτώσεων αυτών (Κεφ. 7) κατά τις ανωτέρω φάσεις κατασκευής (παρ. Α 7.7.1, σελ. 292: σημειώνεται ότι εφόσον δεν αναμένονται επιπτώσεις, οπότε δεν απαιτούνται μέτρα αντιμετώπισης) και λειτουργίας (παρ. Β2 7.6.3, σελ. 370: σημειώνεται ομοίως ότι δεν απαιτούνται ειδικά μέτρα αντιμετώπισης). Στους χάρτες δε που είναι προσαρτημένοι στη ΜΠΕ (τόμος ΙΙ παραρτήματα του κεφ. 5) σημειώνονται οι υπάρχουσες δασικές εκτάσεις της περιοχής του έργου εκσυγχρονισμού. Ειδικότερα, με κάθετη διαγράμμιση σημειώνονται δύο διακεκριμένες δασικές εκτάσεις (FOREST LINE) βόρεια και νότια της περιοχής του έργου. Οι εκτάσεις αυτές αναφέρονται στην 1874/4.6.2007 πράξη τελεσιδικίας του Δασάρχη Αιγάλεω , με τα στοιχεία Ε2 και Ε4 και είναι εμβαδού 17,656 και 17,968 στρεμμάτων αντίστοιχα. Κατόπιν δε του 3434/19.11.2007 εγγράφου του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής προς το Κτηματολογικό Γραφείο Ελευσίνας και του από 25.10.2007 εγγράφου του Τμήματος Κτηματολογικών Χαρτών, η ως άνω πράξη τελεσιδικίας του Δασάρχη Αιγάλεω εφαρμόσθηκε στη χωρική βάση του Εθνικού Κτηματολογίου και, σύμφωνα με την 4070/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (Διαδικασία Εκουσίας Δικαιοδοσίας), καταχωρίσθηκαν οι ως άνω εκτάσεις, με ΚΑΕΚ 050495002048 και 050405002047, στο Κτηματολογικό Γραφείο Ελευσίνας. Εξάλλου, ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών είχε ασκηθεί από κατοίκους των Δήμων Ελευσίνας και Μάνδρας αίτηση αναστολής εκτελέσεως της 378/4.8.2008 οικοδομικής άδειας της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Ελευσίνας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Δυτικής Αττικής, με την οποία είχε επιτραπεί στην παρεμβαίνουσα η διαμόρφωση γηπέδου με εκσκαφές και επιχώσεις και η κατασκευή τοίχων αντιστηρίξεως σε γήπεδο ιδιοκτησίας της, στο 27 χλμ. της παλαιάς εθνικής οδού Αθηνών ? Κορίνθου, όπου πρόκειται να επεκταθεί το υφιστάμενο διυλιστήριό της. Με την 87/2009 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, επί της ως άνω αιτήσεως αναστολής, κρίθηκε ότι στο τοπογραφικό διάγραμμα της οικοδομικής άδειας οι ως άνω δασικές εκτάσεις Ε2 και Ε4 αποτυπώνονται με τα όριά τους ως διακριτές εκτάσεις σε σχέση με το γήπεδο εμβαδού 123.214 τ.μ., εντός του οποίου υπήρχαν οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις υαλουργίας της εταιρείας «….. ….» που κατεδαφίσθηκαν κατόπιν της 10/2007 άδειας κατεδαφίσεως της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Ελευσίνας, και πρόκειται να εκτελεσθεί το επίδικο έργο καθ΄ όσον αφορά τις περιοχές προσωρινών εγκαταστάσεων πεδίου και της αποθήκης Νο 5, με την υπ` αριθμ. 2390/15.6.2000 πράξη του Δασάρχη Αιγάλεω, κατόπιν της από 25.9.1999 εισηγήσεως της Δασολόγου … ……….. που βασίσθηκε σε φωτοερμηνεία Α/Φ λήψεως 1945, 1979 και 1991 (γιατί στις ενδιάμεσες Α/Φ έχει διαγραφεί από τη Γ.Υ.Σ. η επίδικη περιοχή), χαρακτηρίσθηκαν οι ευρύτερες εκτάσεις αντιστοίχως: το μεν τμήμα 1, εμβαδού 80 στρεμμάτων ως δάσος των παρ. 1 και 5 του άρθρου 3 του ν.998/1979, διότι καλυπτόταν από δάσος χλεπίου πεύκης το 1945, το δε τμήμα 9, εμβαδού 61 στρεμμάτων, ως δασική έκταση των παρ. 2 (με αραιή δασική βλάστηση) και 5 (αναδασωτέα) του άρθρου 3 του ως άνω νόμου, διότι καλυπτόταν το 1945 από αγριελιές, αρκεύθους και αείφυλλα πλατύφυλλα (σχοίνα, πουρνάρια) με ποσοστό δασοκάλυψης 20-40%. Με την πράξη χαρακτηρισμού τα ως άνω τμήματα 1 και 9, χαρακτηρίζονται από το 1945 και μετά «(μεταξύ χρονικού διαστήματος 1945-1978) της παραγράφου 6α του άρθρου 3 του Ν.998/79», δηλαδή ως γεωργικώς καλλιεργούμενες εκτάσεις. Κατά της 2390/15.6.2000 πράξης χαρακτηρισμού ασκήθηκαν από την παρεμβαίνουσα αντιρρήσεις ενώπιον της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Δυτικής Αττικής επί των οποίων εκδόθηκε η 2/2009 απόφαση αυτής. Στην απόφαση αυτή αναφέρεται ότι τα τμήματα 1 και 9 ήταν, αντιστοίχως, έκταση καλυπτόμενη στο παρελθόν από υψηλό δάσος χαλεπίου πέυκης με πενιχρό υπόροφο και δασική έκταση με ξυλώδη δασική βλάστηση από αγριελιές, αρκεύθους και αείφυλλα πλατύφυλλα (σχοίνα, πουρνάρια), ενώ σήμερα είναι μη δασικές εκτάσεις διαμορφωμένες με κτίσματα και εγκαταστάσεις. Η ως άνω Επιτροπή, αφού δέχθηκε ότι το αρμόδιο για χαρακτηρισμό όργανο δεν μπορεί να προβεί σε έκδοση πράξης χαρακτηρισμού στην περίπτωση που η προς χαρακτηρισμό έκταση έχει κηρυχθεί αναδασωτέα ή διαπιστώνεται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την κύρυξή της ως αναδασωτέας, «σε εφαρμογή της απόφασης 838/2002 του ΣτΕ, διότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις να κηρυθούν αναδασωτέες, σύμφωνα με το άρθ. 117 του Συντάγματος και 38 του Ν.998/79», απέσχε από την περαιτέρω διαδικασία χαρακτηρισμού, μεταξύ άλλων, και των ως άνω τμημάτων 1 και 9.   29. Επειδή, όπως έχει κριθεί με τις 1573 και 2257/2002 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας για εκτάσεις της παρεμβαίνουσας (που αφορούσε η 1060/1999 πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη Αιγάλεω), κατά την διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 38 του ν. 998/1979, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 117 παρ. 3 του Συντάγματος υποχρέωση κηρύξεως ως αναδασωτέας καταστραφείσης δασικής εκτάσεως υφίσταται και για καταστραφέντα ή αποψιλωθέντα δάση και δασικές εκτάσεις ανεξαρτήτως του χρόνου καταστροφής ή αποψιλώσεώς τους, εφόσον μέχρι της 11ης Ιουνίου 1975 δεν είχαν χρησιμοποιηθεί για άλλο σκοπό, ώστε να καθίσταται αδύνατη η ανατροπή της καταστάσεως που έχει δημιουργηθεί από αυτή τη χρησιμοποίηση. Αν το δάσος ή οι δασικές εκτάσεις έχουν απολέσει το δασικό τους χαρακτήρα όχι κατόπιν αυθαίρετης και παράνομης ανθρώπινης ενέργειας, αλλά για κάποια νόμιμη αιτία, τότε δεν είναι δυνατή η ανατροπή της νομίμως δημιουργηθείσης πραγματικής καταστάσεως και με αυτή την έννοια η διάταξη του άρθρου 38 παρ. 1 δεν αντίκειται στην διάταξη του άρθρου 117 παρ. 3 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου εκτάσεις, οι οποίες νομίμως έχουν απολέσει το δασικό τους χαρακτήρα πριν από την 11η Ιουνίου 1975, με βάση διοικητικές πράξεις, δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρισθούν, κατά τη διαδικασία του άρθρου 14 του ν. 998/1979, με πράξη του Δασάρχη ως δάση ή δασικές εκτάσεις.   30. Επειδή, ο χώρος αποθέσεων του διυλιστηρίου (scrap) και η αποθήκη Νο 5 αποτελούν τμήματα των ως άνω τμημάτων 1 και 9 και βρίσκονται εντός των υφιστάμενων εγκαταστάσεων του διυλιστηρίου (σε απόσταση 1500 m περίπου από τον χώρο υλοποιήσεως του έργου). Είναι δε τμήματα του παλαιού λατομείου της εταιρείας τσιμέντων «. …….», το οποίο περιήλθε στην δικαιοπάροχο της παρεμβαίνουσας εταιρεία «….. ……. ……» κατόπιν απαλλοτριώσεως που κηρύχθηκε «υπέρ και δαπάναις» της τελευταίας με την Α.206/1/27.1.1972 απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών για την ίδρυση εργοστασίου διυλίσεως αργού πετρελαίου και την εγκατάσταση δεξαμενών αποθηκεύσεως ετοίμων πετρελαιοειδών προϊόντων, με εξαίρεση της έκτασης από την οποία διέρχεται η σιδηροδρομική γραμμή Αθηνών-Πελοποννήσου «μετά της εκατέρωθεν αναλόγου εκτάσεως χρησιμοποιουμένης δια την προφύλαξιν και σταθεροποίησιν της εν λόγω γραμμής, ιδιοκτησίας Ο.Σ.Ε. και παλαιάς εθνικής οδού Αθηνών-Κορίνθου?». Η απόφαση αυτή είχε εκδοθεί κατ` επικληση των διατάξεων του ν. 4171/1961 «περί λήψεως γενικών μέτρων δια την υποβοήθησιν της αναπτύξεως της οικονομίας της Χώρας», όπως συμπληρώθηκαν με το ν.δ/γμα 916/13.7.1971, και του άρθρου 6 παρ. 3 της από 13.9.1971 συμβάσεως που καταρτίσθηκε μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του ….. …… για την ίδρυση εξαγωγικού διυλιστηρίου πετρελαίου στην Ελευσίνα. Στην 1183/1972 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών περί καθορισμού τιμής μονάδος της όλης εκτάσεως, η έκταση του παλιού λατομείου, με αριθμό κτηματολογικού πίνακα 471, χαρακτηρίζεται ως εντόνως βραχώδης και αναφέρεται στην απόφαση αυτή ότι το έδαφος χρησιμοποιείται από τη δικαιούχο ετιρεία «…..» ως πρώτη ύλη για την παραγωγή τσιμέντου. Με τις 1518/1974 και 5607/10.3.1975 οικοδομικές άδειες της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Ν.Α. Δυτικής Αττικής έιχε επιτραπεί η ανέγερση των αποθηκών Νο 2 (αποθήκης φλογός) και Νο 3 από την «….. …… ……», στο από 24.10.1975 ……… …….. του διυλιστηρίου της οποίας εμφανίζεται η αποθήκη Νο 5 δίπλα στην αποθήκη Νο 3 και τη θέση φλόγας. Συνεπώς, ήδη πριν από την έναρξη της ισχύος του Συντάγματος του 1975 οι ως άνω χώροι εξυπηρετούν τις νόμιμες εγκαταστάσεις του Διυλιστηρίου, ως χώρος προσπέλασης στις αποθήκες 2 και 3 αρχικώς και ως στεγασμένος χώρος προσωρινής αποθήκευσης στερεών αποβλήτων στη συνέχεια η αποθήκη Νο 5 και ως υπαίθριοι χώροι εναπόθεσης υλικών (scrap), αντιστοίχως, αποτελούντες μέρος των υφιστάμενων ήδη από το 1972 εγκαταστάσεων του διυλιστηρίου, κατόπιν της από 13.9.1971 συμβάσεως που καταρτίσθηκε μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του …….. ……… για την ίδρυση εξαγωγικού διυλιστηρίου πετρελαίου στην Ελευσίνα και της Α.206/1/27.1.1972 απόφασης των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών αποφάσεως για την αναγκαστική απαλλοτρίωση των ως άνω εκτάσεων για την εγκατάσταση του διυλιστηρίου. Επομένως, οι εκτάσεις αυτές, αν και δασικές το 1945, κατά το μέρος που το 1975 έχουν απολέσει νομίμως, λόγω των ως άνω πράξεων, το δασικό χαρακτήρα δεν διέπονται από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας. Εν όψει των ανωτέρω, δεν παρίσταται βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι εντός των ορίων του ένδικου διυλιστηρίου υφίστανται εκτάσεις που έχουν νομίμως χαρακτηρισθεί ως δάση ή δασικές εκτάσεις και στις οποίες πρόκειται να εγκατασταθούν οι εγκριθείσες με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις εγκαταστάσεις επέκτασης και να καλυφθούν με αποθέσεις και εγκαταστάσεις υπεργολάβου.   31. Επειδή, στο άρθρο 1 του π.δ. 1180/1981 «Περί ρυθμίσεως θεμάτων αναγομένων εις τα της ιδρύσεως και λειτουργίας βιομηχανιών, βιοτεχνιών, πάσης φύσεως μηχανολογικών εγκαταστάσεων και αποθηκών και της εκ τούτων διασφαλίσεως περιβάλλοντος εν γένει» (A΄ 293) ορίζεται ότι : «1. Διά την εφαρμογή του παρόντος διατάγματος νοούνται : ? ε) Ως “Επιτρεπόμενον Όριον Εκπομπής” (Emission Standard), το καθοριζόμενον κατά τας διατάξεις του παρόντος ανώτατον επιτρεπόμενον ποσόν εκπομπής ρυπαινούσης ουσίας, θορύβου ή ετέρας μορφής ενεργείας υπό εγκαταστάσεώς τινος εις το περιβάλλον, στ) ? ? η) Ως “Εγκαταστάσεις”, τα βιομηχανικά και βιοτεχνικά εργοστάσια, τα βιοτεχνικά εργαστήρια ….. ως και αι ανεξαρτήτως βιομηχανικής δραστηριότητος, πάσης φύσεως μηχανολογικαί εγκαταστάσεις, ? εκ της λειτουργίας ή χρήσεως των οποίων δύναται να προκύψη ρύπανσις του εν γένει περιβάλλοντος». Στο δε άρθρο 2 (παρ. 5) του ίδιου π.δ. ορίζεται ότι : «Το ανώτατον επιτρεπόμενον όριον θορύβου, εκπεμπόμενον εις το περιβάλλον υπό των εγκαταστάσεων, καθορίζεται, ως τούτο αναφέρεται εις τον κατωτέρω παρατιθέμενον πίνακα, μετρούμενον επί του ορίου του ακινήτου επί του οποίου κείται η εγκατάστασις. Τα προβλεπόμενα υπό του πίνακος όρια έχουν ως εξής : 1. Νομοθετημέναι Βιομηχανικαί Περιοχαί : 70 dΒΑ. 2. Περιοχαί εις άς το επικρατέστερον στοιχείον είναι το βιομηχανικόν : 65 dBA. 3. Περιοχαί εις άς επικρατεί εξ ίσου το βιομηχανικόν και το αστικόν στοιχείον : 55 dBA. 4. Περιοχαί εις άς επικρατεί το αστικόν στοιχείον : 50 dBA. Διά τας εγκαταστάσεις τας ευρισκομένας εν επαφή μετά κατοικουμένων κτισμάτων, το ανώτατον επιτρεπόμενον όριον θορύβου καθορίζεται εις 45 dBA, ανεξαρτήτως της περιοχής εις ην ευρίσκεται εγκατάστασις, μετρούμενον εντός του κατοικουμένου κτίσματος με ανοικτάς θύρας και παράθυρα». Στην προσβαλλόμενη πράξη εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων (Κεφ. Β΄: «Περιβαλλοντικοί όροι» ? παρ. 3: «Ειδικές οριακές τιμές στάθμης θορύβου και δονήσεων», σελ. 20), ορίζονται τα εξής: «Στάθμη θορύβου 70 db(A), μετρούμενη στα όρια του γηπέδου της εγκατάστασης (άρθρο 2, παρ. 5 του Π.Δ. 1180/81 και Υ.Α. 21727/05 (ΦΕΚ 627/Δ/13/06.05))». Δεδομένου ότι, όπως ήδη εκτέθηκε, η περιοχή των εγκαταστάσεων της παρεμβαίνουσας έχει ενταχθεί εντός ζώνης βιομηχανίας- βιοτεχνίας (ΒΙΠΕ), για την οποία έχουν καθορισθεί χρήσεις «οχλούσας βιομηχανίας-βιοτεχνίας (ΒΙΠΕ) που είναι και οι μόνες επιτρεπόμενες, η περιοχή αυτή συνιστά «νομοθετημένη βιομηχανική περιοχή» κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου 2 (παρ. 5) του π.δ. 1180/1981. Δεν δύναται δε να υπαχθεί στις περιοχές «εις άς το επικρατέστερον στοιχείον είναι το βιομηχανικόν», το οποίο (βιομηχανικό στοιχείο), όπως συνάγεται από τον συνδυαστικό προσδιορισμό των τεσσάρων κατηγοριών περιοχών της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 2 (παρ. 5), αντιδιαστέλλεται προς το αστικό στοιχείο, διότι δεν είναι καν νοητή σύγκριση κατ΄ αντιπαραβολή, προς διάγνωση του επικρατούντος, του βιομηχανικού με το αστικό στοιχείο σε περιοχές με χρήσεις γης οχλούσας βιομηχανίας-βιοτεχνίας (ΒΙ.ΠΕ). Κατ` ακολουθίαν, αβασίμως προβάλλεται ότι, εφόσον η περιοχή του επίδικου έργου δεν έχει καθορισθεί ως ΒΙΠΕ σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.2545/1997, μη νομίμως τίθεται το το προβλεπόμενο από το άρθρο 2 (παρ. 5) του Π.Δ. 1180/1981 όριο ανώτατης στάθμης θορύβου των 70 db(A), αντί του προβλεπόμενου για τις «περιοχές όπου επικρατεί το βιομηχανικό στοιχείο» ορίου των 65 db(A). Αν και κατά τη γνώμη της Συμβούλου Μ. Καραμανώφ, όλες οι παραδοχές της ΜΠΕ (επιτρεπτά όρια θορύβου, ρυπάνσεως κ.λπ.) οι οποίες ερείδονται επί της εσφαλμένης, κατά τα εκτεθέντα στην σκέψη 10, εκδοχής ότι η περιοχή των εγκαταστάσεων της παρεμβαίνουσας έχει νομίμως καθορισθεί με το ΓΠΣ Ελευσίνας ως ζώνη οχλούσας βιομηχανίας ? βιοτεχνίας, κλονίζονται, είναι δε ως εκ τούτου βάσιμοι οι αμφισβητούντες τα όρια τούτα προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως.   32. Επειδή, στην παρ. 6.2 «Έλεγχος ρύπανσης υπεδάφους» (σελ. 46-47) της προσβαλλόμενης κ.υ.α. εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων περιλαμβάνονται συγκεκριμένοι όροι για την πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης του υπεδάφους, των υπογείων υδάτων και της παρακείμενης θαλάσσιας περιοχής. Ειδικότερα προβλέπονται : δίκτυο συνεχούς ελέγχου -monitoring? του υπεδάφους(παρ. 6.2.1), υποβολή εντός τριμήνου επικαιροποιημένης υδρογεωλογικής μελέτης, με αποτύπωση της φοράς του υδροφόρου ορίζοντα, προκειμένου να οριστικοποιηθούν το πλήθος και οι θέσεις των επιπλέον γεωτρήσεων ελέγχου (6.2.2), γεωτρήσεις ελέγχου(6.2.3), μηνιαίοι οπτικοί έλεγχοι και εξαμηνιαίοι έλεγχοι ειδικών παραμέτρων(6.2.4), ενημέρωση από την παρεμβαίνουσα ανά εξάμηνο των αποτελεσμάτων των αναλύσεων υδρογονανθράκων από τις γεωτρήσεις παρακολούθησης(6.2.5), πρόγραμμα ανίχνευσης και επισκευής διαρροών(6.2.7). Στη δε παρ. 6.2.6 (σελ. 47) της απόφασης ε.π.ο. επιβάλλεται στην παρεμβαίνουσα, εντός 12 μηνών από την έκδοση της εν λόγω απόφασης, «να ολοκληρώσει τις ενέργειές της για την απορρύπανση του υπεδάφους και των υπογείων υδάτων της περιοχής του διυλιστηρίου και της … (πρώην ……) με την εφαρμογή κατάλληλων τεχνικών … β) Να πραγματοποιείται: – Άμεση άντληση των ελαιωδών προϊόντων από την επιφάνεια της θάλασσας (όποτε παρατηρείται ιριδισμός) – Συλλογή των προϊόντων άντλησης σε δεξαμενές συλλογής πετραλαιοειδών και μεταφορά μέσω βυτίων στο υφιστάμενο δίκτυο ελαιωδών στο διυλιστήριο που οδηγεί στον API ελαιοδιαχωριστή και στη βιολογική επεξεργασία – Το παραπάνω σύστημα ανάκτησης να βρίσκεται σε πλήρη λειτουργία επί 24ωρης βάσης και να παρακολουθείται συνεχώς από εξειδικευμένο προσωπικό γ) Σε συνδυασμό με τη λειτουργία του αντλητικού συστήματος απορρύπανσης, τα σημεία εκροής προς τη θάλασσα να απομονώνονται με θαλάσσια φράγματα …». Επίσης, στην παρ. 5 (σελ. 37 επ.) της απόφασης ε.π.ο προβλέπονται μέτρα για τη «Διαχείριση Επικινδύνων και Μη Επικινδύνων Αποβλήτων». Περαιτέρω, στη Μ.Π.Ε. (Κεφ. 6 παρ. Α 6.1.5, σελ. 240) γίνεται αναφορά στα στερεά απόβλητα (μπάζα, ξύλα, γυαλί, καλώδια, μέταλλα κ.ά.) που θα προκύψουν κατά τη φάση κατασκευής των νέων έργων (εργασίες κατεδάφισης και εκσκαφών, ενώ στο Κεφ. 7 (παρ. Α.7.3 σελ. 291-292) αναφέρονται τα σχετικά μέτρα αντιμετώπισης (εκκαθάριση εργοταξίων, αποθήκευση όλων των αποβλήτων σε ειδικούς υποδοχείς στο χώρο του εργοταξίου μέχρι τη στιγμή της ανακύκλωσής τους, αποστολή αποβλήτων μετάλλου, ξύλου και συσκευασίας για ανακύκλωση)• επίσης, στη Μ.Π.Ε. γίνεται αναφορά στα στερεά απόβλητα κατά τη φάση λειτουργίας του έργου (Κεφ. 5 παρ. 5.3.8, σελ. 199-214), ενώ στο Κεφ. 7 (παρ. παρ. Β2.7.3, σελ. 348-367) αναφέρονται τα σχετικά μέτρα και μέθοδοι διαχείρισης και διάθεσής τους (βλ. επίσης και σελ. 19 του Παρατήματος της Μ.Π.Ε. για την περισυλλογή τυχόν στοιχείων αμιάντου από εξειδικευμένο προσωπικό εταιρείας διαχείρισης αποβλήτων, προς ορθή περιβαλλοντική διαχείριση). Εν όψει αυτών, οι ισχυρισμοί των αιτούντων ότι, κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της πρόληψης (άρθρο 24 παρ. 1), η οποία αποτελεί αρχή και του κοινοτικού δικαίου, στην προσβαλλόμενη απόφαση ε.π.ο. δεν τίθεται κανένας όρος για λήψη συγκεκριμένων μέτρων για την περαιτέρω αποτροπή της ρύπανσης των υπεδαφικών οριζόντων εντός του χώρου του διυλιστηρίου, τον περιορισμό της ρύπανσης των υδροφόρων οριζόντων στην ευρύτερη περιοχή του και την αποκατάσταση της υπεδαφικής ρύπανσης από τις ήδη λειτουργούσες εγκαταστάσεις αποθήκευσης και διακίνησης πετρελαιοειδών, εν όψει και της ρύπανσης της παρακείμενης θαλάσσιας περιοχής από τη διαρροή μέσα από το υπέδαφος πετρελαιοειδών από τις εγκαταστάσεις του διυλιστηρίου, δεν παρίστανται βάσιμοι, καθ΄ ό δε μέρος πλήττουν ευθέως τη σχετική, ανέλεγκτη ακυρωτικώς, τεχνική κρίση της Διοίκησης πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι (πρβλ. ΣτΕ 2240/1999 Ολ., καθώς και 3841/2006, 676/2005 Ολ., 2175/2004 Ολ., 3256/2000 κ.ά.).   33. Επειδή, με το ν. 1739/1987 (Α΄ 201) ρυθμίσθηκαν κατά τρόπο συστηματικό τα ζητήματα που συναρτώνται με την διαχείριση των υδατικών πόρων της χώρας, οι οποίοι αποτελούν και στοιχείο του προστατευόμενου από το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος φυσικού περιβάλλοντος, ιδίως με τη θέσπιση διαδικασίας προγραμματισμού για την ανάπτυξή τους, μέσω αντίστοιχων προγραμμάτων (άρθρ. 4), και την καθιέρωση υποχρεώσεως προηγούμενης λήψεως άδειας για την εκτέλεση έργων και για κάθε χρήση ύδατος, στο πλαίσιο του ανωτέρω προγραμματισμού (άρθρα 8 και 9, αντιστοίχως). Στη συνέχεια, τα ζητήματα διαχειρίσεως των υδατικών πόρων ρυθμίσθηκαν σε κοινοτικό επίπεδο με την Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2000 «για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων» (ΕΕ L 327). Στην εν λόγω Οδηγία επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, η ανάγκη συνετής και ορθολογικής αξιοποίησης των φυσικών πόρων, με βάση τις αρχές της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης (άρθρο 174 της Συνθήκης ΕΚ), και η ανάγκη ενσωμάτωσης της προστασίας και βιώσιμης διαχείρισης των υδάτων σε άλλους τομείς κοινοτικής πολιτικής, μεταξύ των οποίων η γεωργική πολιτική. Κατά την Οδηγία, η βιώσιμη διαχείριση του ύδατος γίνεται σε επίπεδο λεκάνης απορροής ποταμού, ενώ τονίζεται η αλληλεξάρτηση επιφανειακών και υπογείων υδάτων και η ανάγκη προστασίας των υδάτινων οικοσυστημάτων και των χερσαίων οικοσυστημάτων και υγροτόπων που εξαρτώνται αμέσως από αυτά. Η Οδηγία αυτή, η οποία άρχισε να ισχύει από 22.12.2000, μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο με τον ν. 3199/2003 (Α` 280/9.12.2003), ο οποίος προβλέπει στο άρθρο 10 («Γενικοί κανόνες χρήσης των υδάτων») τα εξής: «1. Οι χρήσεις υδάτων διακρίνονται σε ύδρευση, άρδευση, βιομηχανική χρήση, ενεργειακή χρήση και χρήση για αναψυχή. Η χρήση για ύδρευση έχει προτεραιότητα, ως προς την ποσότητα και την ποιότητα, έναντι κάθε άλλης χρήσης. 2. Για κάθε χρήση εφαρμόζονται οι παρακάτω κανόνες, οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη στα Σχέδια Διαχείρισης: α) Κάθε χρήση πρέπει να αποβλέπει στη βιώσιμη και ισόρροπη ικανοποίηση των αναπτυξιακών αναγκών και να διασφαλίζει τη μακροπρόθεσμη προστασία των υδάτων, την επάρκεια των αποθεμάτων τους και τη διατήρηση της ποιότητάς τους, ιδιαίτερα δε τη μείωση και την αποτροπή της ρύπανσής τους. β) Η ικανοποίηση της ζήτησης του νερού γίνεται με βάση τα όρια και τις δυνατότητες των υδατικών αποθεμάτων, λαμβανομένων υπόψη των αναγκών για τη διατήρηση των οικοσυστημάτων, καθώς και της ισορροπίας που απαιτείται μεταξύ άντλησης κι ανατροφοδότησης των υπόγειων υδάτων. Οι ανάγκες των χρήσεων σε νερό ικανοποιούνται κατά το δυνατόν σε επίπεδο περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού. Κατά τη διαχείριση των υδάτων πρέπει να εξασφαλίζεται η εξοικονόμηση νερού μέσω της χρήσης τεχνικών μεθόδων, οικονομικών κινήτρων και εργαλείων». Στο άρθρο 11 («Άδειες χρήσεως νερού και εκτέλεσης έργων αξιοποίησής του») του ίδιου νόμου ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Κάθε νομικό ή φυσικό πρόσωπο μπορεί να χρησιμοποιεί νερό ή να εκτελεί έργα αξιοποίησης υδατικών πόρων για την ικανοποίηση των πραγματικών αναγκών του. Μπορεί επίσης να εκτελεί έργα αξιοποίησης υδατικών πόρων και για ανάγκες πέρα από τις δικές του ή ανεξάρτητα από αυτές, εφόσον εξυπηρετούν την κοινή ωφέλεια. Για την παροχή νερού, τη χρήση νερού και την εκτέλεση έργου για την αξιοποίηση υδατικών πόρων, καθώς και για κάθε έργο ή δραστηριότητα που αποσκοπεί στην προστασία από τη ρύπανση λόγω απόρριψης υγρών αποβλήτων στο περιβάλλον, από φυσικό ή νομικό πρόσωπο του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, απαιτείται άδεια. Για την έκδοση άδειας χρήσης νερού ή εκτέλεσης έργου αξιοποίησης υδατικών πόρων πρέπει να τεκμηριώνεται η διαθεσιμότητα των ποσοτήτων νερού που θα αξιοποιηθούν, καθώς και η σκοπιμότητα έκδοσής της σύμφωνα με το οικείο Σχέδιο Διαχείρισης και τα μέτρα που καθορίζονται από το Πρόγραμμα Μέτρων. 2. Οι άδειες της προηγούμενης παραγράψου εκδίδονται από τον Γενικό Γραμματέα της οικείας Περιφέρειας. … 3. …». Στο δε άρθρο 7 «Σχέδιο Διαχείρισης) του νόμου ορίζονται, μεταξύ άλλων τα εξής: «1. Κάθε Περιφέρεια εκπονεί Σχέδιο Διαχείρισης των λεκανών απορροής ποταμών αρμοδιότητάς της, το οποίο ισχύει για έξι χρόνια. … Το Σχέδιο Διαχείρισης περιέχει όλα τα στοιχεία, πληροφορίες και εκτιμήσεις που είναι απαραίτητα για την προστασία και διαχείριση των υδάτων. Το ειδικότερο περιεχόμενο των Σχεδίων Διαχείρισης καθορίζεται με το προεδρικό διάταγμα που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 15. 2. Το Σχέδιο Διαχείρισης καταρτίζεται από τη Διεύθυνση Υδάτων της Περιφέρειας και εγκρίνεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας … 3. … 4. Το πρώτο Σχέδιο Διαχείρισης καταρτίζεται και εγκρίνεται υποχρεωτικά μέχρι 22.12.2009. 5. Μέχρι την έγκριση του Εθνικού Προγράμματος Διαχείρισης και Προστασίας του υδατικού δυναμικού της χώρας και την έκδοση των οικείων Σχεδίων Διαχείρισης των Περιφερειών επιτρέπεται η υδροληψία από συγκεκριμένη λεκάνη απορροής, καθώς και η μεταφορά ύδατος σε άλλη λεκάνη, με βάση εγκεκριμένο Σχέδιο Διαχείρισης των υδάτων της λεκάνης ή των λεκανών αυτών για: α) την ικανοποίηση επιτακτικών αναγκών ύδρευσης πόλεων και οικισμών ή β) την προστασία και βελτίωση των ποσοτικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών των επιφανειακών και υπόγειων υδατικών συστημάτων ή γ) την περιβαλλοντική αναβάθμιση περιοχών λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες για τη διατήρηση οικοσυστημάτων ή δ) την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από υδροηλεκτρικά έργα [όπως η περ. δ΄ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 19 παρ. του 3 ν. 3587/2007, Α΄152]. Στο ως άνω σχέδιο διαχείρισης πρέπει να τεκμηριώνεται η διαθεσιμότητα και η επάρκεια των υδατικών πόρων της λεκάνης απορροής μετά τη σχεδιαζόμενη απόληψη ποσοτήτων ύδατος, καθώς και η βιώσιμη χρήση των υδάτων που θα αξιοποιηθούν στη λεκάνη απορροής που θα μεταφερθούν οι προς απόληψη ποσότητες, με βάση την ανάγκη μακροπρόθεσμης προστασίας των διαθέσιμων υδατικών πόρων. Το σχέδιο αυτό ισχύει μέχρι την έγκριση του πρώτου Σχεδίου Διαχείρισης της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου και ενσωματώνεται σε αυτό λαμβάνοντας υπόψη περιβαλλοντικά κριτήρια. … [η παρ.5 προστέθηκε με το άρθρ. 9 παρ. 1 του ν. 3481/2006, Α΄ 162]. Στο δε άρθρο 8 (παρ. 4) του ίδιου νόμου ορίζεται ότι «το Πρόγραμμα Μέτρων καταρτίζεται και εγκρίνεται όπως και το Σχέδιο Διαχείρισης. Το πρώτο Πρόγραμμα Μέτρων καταρτίζεται και εγκρίνεται υποχρεωτικά μέχρι 22.12.2009 και όλα τα μέτρα είναι έτοιμα προς εφαρμογή μέχρι 1.1.2012».

34. Επειδή, όπως έχει παγίως κριθεί (ΣτΕ 1688/2005 Ολ., 2970/2004 7μ., 2179, 3841/2006, 1125, 2430/2008, κ.ά.), υπό την ισχύ τόσο του ν. 1739/1987, όσο και του ν. 3199/2003, καθώς και της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (ΕΕ L 327), σύμφωνα και με τις αρχές της βιώσιμης διαχείρισης των υδάτων, ουσιώδους στοιχείου του φυσικού περιβάλλοντος (άρθρ. 24 παρ. 1 Συντ.), η εκτέλεση έργου αξιοποίησης υδατικών πόρων επιτρέπεται, μόνον εφόσον αυτό εντάσσεται σε πρόγραμμα ανάπτυξης υδατικών πόρων κατά τον ν. 1739/1987 ή σχέδιο διαχείρισης κατά τον ν. 3199/2003 (άρθρο 7). Περαιτέρω, με τις ως άνω διατάξεις του ν. 3199/ 2003, επαναλαμβάνεται ο κανόνας, ο οποίος είχε τεθεί αρχικώς με το ν. 1739/1987, ότι η εκτέλεση έργων αξιοποιήσεως υδατικών πόρων επιτρέπεται μόνον στο πλαίσιο σχεδιασμού και προγραμματισμού που έχει εγκριθεί κατά νόμο. Και ναι μεν ορίζεται με το νεότερο αυτό νόμο μεταβατική περίοδος για την εφαρμογή των διατάξεών του που αφορούν τα Σχέδια Διαχείρισης και Προγράμματα Μέτρων, ως προς τα οποία τάσσεται στη Διοίκηση προθεσμία έως το Δεκέμβριο του 2009 για την έγκριση του πρώτου Σχεδίου Διαχείρισης και του πρώτου Προγράμματος Μέτρων, δεν προβλέπεται, όμως, αναστολή της εφαρμογής ή με οποιοδήποτε τρόπο άρση του παραπάνω κανόνα κατά το μεταβατικό αυτό διάστημα, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν θα ήταν επιτρεπτή κατά το Σύνταγμα και τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου η κατάργηση, έστω και προσωρινώς, του κανόνα αυτού, ο οποίος θεσπίσθηκε ενόψει της συνταγματικής επιταγής για τη διαφύλαξη των φυσικών πόρων και επιβάλλεται με την ήδη ισχύουσα Οδηγία 2000/60/ΕΚ. Επομένως, μέχρι την έγκριση σχετικού Σχεδίου Διαχείρισης και Προγράμματος Μέτρων κατά τις διατάξεις του ν. 3199/2003, η εκτέλεση έργου αξιοποιήσεως υδατικών πόρων είναι επιτρεπτή μόνον αν εντάσσεται σε προγραμματισμό που έχει εγκριθεί κατά τον προγενέστερο ν. 1739/1997(ΣτΕ 2179, 3841/2006, 1125/2008). Ωστόσο, υπό το φως και της συναφούς νομολογίας για τα χωροταξικά σχέδια, και εν όψει ακριβώς της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 7 (παρ. 4) του ν. 3199/2003, στην ειδικότερη περίπτωση του εκσυγχρονισμού ήδη υφιστάμενων δραστηριοτήτων που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, και αξιοποίηση υδατικών πόρων, μέχρι την εντός ευλόγου χρόνου ολοκλήρωση της διαδικασίας εγκρίσεως των ανωτέρω Σχεδίων Διαχείρισης, είναι ανεκτός ο, υπό την ισχύ του ανωτέρω νόμου, μερικός σχεδιασμός και προγραμματισμός των εν λόγω έργων εκσυγχρονισμού, ώστε να προωθούνται απροσκόπτως και οι αναπτυξιακοί στόχοι τους οποίους αυτά εξυπηρετούν, στο πλαίσιο, πάντα, της βιώσιμης ανάπτυξης (πρβλ. ΣτΕ 2669/2007, 1643/1998), και εφόσον ως προς τα εν λόγω έργα δεν προβλέπεται σημαντική αύξηση της κατανάλωσης υδατικών πόρων.   35. Επειδή, όπως προκύπτει από τη Μ.Π.Ε. (σελ. 167 επ.) «Το Διυλιστήριο υδροδοτείται από τις εξής πηγές: – Το δίκτυο νερού της ΕΥΔΑΠ – Γεωτρήσεις στο Δήμο Μαγούλας – Υφιστάμενα πηγάδια μέσα στο χώρο του Διυλιστηρίου – Υφιστάμενα πηγάδια – Θαλασσινό νερό για ψύξη, καθαρισμούς και πυρασφάλεια». Εξάλλου, στην προσβαλλόμενη απόφαση ε.π.ο (παρ. 9.2, σελ. 57) γίνεται λόγος για «τέσσερις γεωτρήσεις» (Γ2, Γ3, Γ4, Γ5) που ήδη «υπάρχουν εγκατεστημένες και λειτουργούν», με συνολική δυναμικότητα (20+60+60+30 =) 170 κυβικών μέτρων/ώρα, η οποία δεν μεταβάλλεται με το έργο εκσυγχρονισμού, και προβλέπεται ότι η παρεμβαίνουσα «οφείλει να μεριμνήσει για τον εφοδιασμό τους με άδεια του ν. 3199/2003, ενώ δεν προβλέπονται άλλες γεωτρήσεις, εκτός από «γεωτρήσεις ελέγχου και παρακολούθησης» (παρ. 6.2.2, 6.2.3, σελ. 46 της απόφασης ε.π.ο.). Περαιτέρω, στην παρ. 4 («Χρήση νερού») της ίδιας απόφασης (σελ. 11) παρατίθεται συγκριτικός πίνακας, σύμφωνα με τον οποίο, με εξαίρεση την παροχή από την ΕΥΔΑΠ, η κατανάλωση νερού στο μελλοντικό σχήμα θα παραμείνει στα ίδια επίπεδα με την υφιστάμενη κατάσταση (13.920 κ.μ./ημέρα από ΕΥΔΑΠ έναντι 11.000 κ.μ./ημέρα σήμερα, 1.080 κ.μ./ημέρα υφάλμυρο νερό Δήμου Μαγούλας, 170 κ.μ. υφάλμυρο νερό γεωτρήσεων, μέγιστη παροχή θαλασσινού νερού 11.000 κ.μ./ημέρα έναντι 12.000 κ.μ./ημέρα σήμερα), ενώ προβλέπονται μέτρα (παρ. 4.1) για τη μείωση της κατανάλωσης νερού ή και τη μείωση του όγκου των υγρών αποβλήτων («α) Μέρος των απογυμνωμένων όξινων νερών να οδηγείται στον αφαλατωτή των μονάδων απόσταξης αργού πετρελαίου, β) Το νερό ψύξης τoυ συγκροτήματος HDS να ανακυκλοφορεί μέσω πύργου ψύξης»). Επίσης προβλέπεται (παρ. 4.2) ότι η κατανάλωση θαλασσινού νερού μπορεί να είναι μεγαλύτερη σε έκτακτες περιπτώσεις και για τις ανάγκες της πυρόσβεσης. Εξάλλου, στην παρ. 9.3 (σελ. 57) της προσβαλλόμενης απόφασης ε.π.ο. επιβάλλεται η υποβολή, εντός εξαμήνου από την έκδοσή της, μελέτης σχετικά με το έργο απόληψης θαλασσινού νερού ψύξης, με τα αναφερόμενα στην παράγραφο αυτή τεχνικά στοιχεία της υδροληψίας και ορίζεται ότι βάσει των στοιχείων της μελέτης «θα τροποποιηθεί, εφόσον απαιτηθεί, η παρούσα απόφαση, προκειμένου η εταιρεία να εφοδιαστεί με άδεια χρήσης νερού, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 16 του ν. 3199/2003 …», ενώ στην παρ. 6.2.6 (σελ. 47) επιβάλλεται στην παρεμβαίνουσα α) εντός 12 μηνών από την έκδοση της προσβαλλομένης, «να ολοκληρώσει τις ενέργειές της για την απορρύπανση του υπεδάφους και των υπογείων υδάτων της περιοχής του διυλιστηρίου και της ΕΑΣ (πρώην ΠΥΡΚΑΛ) με την εφαρμογή κατάλληλων τεχνικών … β) Να πραγματοποιείται: – Άμεση άντληση των ελαιωδών προϊόντων από την επιφάνεια της θάλασσας (όποτε παρατηρείται ιριδισμός) – Συλλογή των προϊόντων άντλησης σε δεξαμενές συλλογής πετραλαιοειδών και μεταφορά μέσω βυτίων στο υφιστάμενο δίκτυο ελαιωδών στο διυλιστήριο που οδηγεί στον API ελαιοδιαχωριστή και στη βιολογική επεξεργασία – Το παραπάνω σύστημα ανάκτησης να βρίσκεται σε πλήρη λειτουργία επί 24ωρης βάσης και να παρακολουθείται συνεχώς από εξειδικευμένο προσωπικό γ) Σε συνδυασμό με τη λειτουργία του αντλητικού συστήματος απορρύπανσης, τα σημεία εκροής προς τη θάλασσα να απομονώνονται με θαλάσσια φράγματα …». Προβλέπονται επίσης (σελ. 46 επ.) δίκτυο συνεχούς ελέγχου -monitoring? του υπεδάφους(παρ. 6.2.1), υποβολή εντός τριμήνου επικαιροποιημένης υδρογεωλογικής μελέτης, με αποτύπωση της φοράς του υδροφόρου ορίζοντα, προκειμένου να οριστικοποιηθούν το πλήθος και οι θέσεις των επιπλέον γεωτρήσεων ελέγχου (6.2.2), γεωτρήσεις ελέγχου(6.2.3), μηνιαίοι οπτικοί έλεγχοι και εξαμηνιαίοι έλεγχοι ειδικών παραμέτρων (6.2.4), ενημέρωση από την παρεμβαίνουσα ανά εξάμηνο των αποτελεσμάτων των αναλύσεων υδρογονανθράκων από τις γεωτρήσεις παρακολούθησης(6.2.5). Περαιτέρω, στη Μ.Π.Ε. (σελ. 169) σημειώνεται ότι θα καθορισθεί «σε μελλοντική τεχνική φάση» η δυνατότητα «επανάκτησης τμήματος ή όλων των επεξεργασμένων υδάτων (για την επαναχρησιμοποίησή τους σαν νερό έκπλυσης για τις περιοχές των βοηθητικών εγκαταστάσεων)». Εξάλλου, στην εκπονηθείσα για λογαριασμό της παρεμβαίνουσας, από 10.9.2008 «Μελέτη Σκοπιμότητας Εγκατάστασης Συστημάτων Παρακολούθησης του Έργου Απορρύπανσης και Ποιότητας Υδροφόρου Ορίζοντα της ακτογραμμής … (τ. …..)» της εταιρείας ………., την οποία επικαλούνται οι αιτούντες και ειδικότερα στο παρατιθέμενο από αυτούς απόσπασμα στο (α΄) δικόγραφο προσθέτων λόγων αναφέρεται ότι η μέθοδος απορρύπανσης του υδροφόρου ορίζοντα «βρίσκεται στο τελικό της στάδιο αφού η συγκέντρωση υδρογονανθράκων στο υπόγειο νερό είναι ελάχιστη και μόνο ελαφρύς πλέον ιριδισμός παρατηρείται στα σημεία που αυτοί εκβάλλουν στην ακτογραμμή της ΕΑΣ». Εν όψει αυτών, εφόσον στην προκείμενη περίπτωση το επίδικο έργο εκσυγχρονισμού και αναβάθμισης του διυλιστηρίου της παρεμβαίνουσας δεν περιλαμβάνει και έργα αξιοποίηση υδατικών πόρων, ο λόγος ακυρώσεως περί μη προηγούμενης εκπόνησης του σχετικού Σχεδίου Διαχείρισης πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος. Ακολούθως, οι ισχυρισμοί των αιτούντων περί έλλειψης προηγούμενης αδειοδότησης των γεωτρήσεων τόσο κατά το ν. 3199/2003 όσο και κατά το ν. 1650/1986 πρέπει να απορριφθούν ως νόμω αβάσιμοι, δεδομένου ότι αφενός οι εν λόγω γεωτρήσεις δεν συνιστούν αυτοτελή έργα χρήζοντα αυτοτελούς περιβαλλοντικής αδειοδότησης και αφετέρου από καμία διάταξη νόμου δεν συνάγεται ότι η άδεια του ν. 3199/2003 συνιστά προϋπόθεση για την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων ε.π.ο. και επέκτασης της άδειας εγκατάστασης του ένδικου έργου (πρβλ. ΣτΕ Ολ. 4498/1998), τυχόν δε αδυναμία έκδοσης της ανωτέρω άδειας του ν. 3199/2003 δεν αφορά σε πλημμέλεια των προσβαλλόμενων πράξεων. Εξάλλου, η προσβαλλόμενη απόφαση ε.π.ο. ρητώς απαιτεί την εξασφάλιση από την παρεμβαίνουσα της ανωτέρω άδειας, ως προς τις ήδη εγκατεστημένες τέσσερις γεωτρήσεις, καθώς και για την απόληψη θαλασσινού νερού ψύξης (παρ. 9.3). Περαιτέρω, εν όψει του συνόλου των όρων της παρ. 6.2 («Έλεγχος ρύπανσης υπεδάφους»), οι ισχυρισμοί των αιτούντων ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ε.π.ο. περιορίζεται στη θέση όρων μόνο για την απορρύπανση από υδρογονάθρακες, και μάλιστα με αναποτελεσματικές μεθόδους, χωρίς προηγουμένως να έχει γίνει οποιαδήποτε προσπάθεια αποκατάστασης της ποιότητας ή έστω αναστροφής της ρύπανσης από το θαλασσινό νερό, δεν παρίστανται βάσιμοι, περαιτέρω δε οι ισχυρισμοί περί αναποτελεσματικών μεθόδων παρακολούθησης και απορρύπανσης παρίστανται απαράδεκτοι, ως πλήττοντες ευθέως τη σχετική, ανέλεγκτη ακυρωτικώς, τεχνική κρίση της Διοίκησης (πρβλ. ΣτΕ 2240/1999 Ολ., καθώς και 3841/2006, 676/2005 Ολ., 2175/2004 Ολ., 3256/2000 κ.ά.).   36. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 7 (παρ. Α περ. 1) της ΚΥΑ Η.Π. 13588/725/28.3.2006 «Μέτρα όροι και περιορισμοί για την διαχείριση επικινδύνων αποβλήτων σε συμμόρφωση με τις διατάξεις της οδηγίας 91/689/ΕΟΚ “για τα επικίνδυνα απόβλητα” του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 1991?»(Β΄ 383), για τις εργασίες αποθήκευσης, επεξεργασίας και τις άλλες εργασίες αξιοποίησης ή/και διάθεσης επικινδύνων αποβλήτων απαιτείται, κατ` αρχήν, έγκριση περιβαλλοντικών όρων, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τη χορήγηση της προβλεπόμενης στην παράγραφο Β του άρθρου αυτού άδειας. Δεν απαιτείται δε η έκδοση της ως άνω προβλεπόμενης απόφασης ε.π.ο. σε εγκαταστάσεις οι οποίες, όπως η επίδικη, αποθηκεύουν (προσωρινή αποθήκευση), επεξεργάζονται, αξιοποιούν ή και διαθέτουν οι ίδιες τα επικίνδυνα απόβλητά τους στους χώρους παραγωγής των αποβλήτων. Στην περίπτωση αυτή οι όροι για την πραγματοποίηση των σχετικών εργασιών περιλαμβάνονται στην απόφαση ε.π.ο. που χορηγείται για τη λειτουργία των εν λόγω εγκαταστάσεων ή δραστηριοτήτων. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του ίδιου άρθρου 7 (παρ. Β), για την επεξεργασία επικίνδυνων αποβλήτων απαιτείται, κατ` αρχήν, άδεια, για τη χορήγηση της οποίας προβλέπεται η υποβολή αίτησης, συνοδευόμενης, μεταξύ άλλων από (i) απόφαση ε.π.ο. «κατά τους όρους της ανωτέρω παρ. Α.1 του παρόντος άρθρου» και (ii) μελέτη της οργάνωσης της εγκατάστασης, σύμφωνη με τις Γενικές Τεχνικές Προδιαγραφές του άρθρου 5 της εν λόγω ΚΥΑ, καθώς και με την απόφαση ε.π.ο. Κατά τα ανωτέρω, η απαιτούμενη αναλυτική περιγραφή της διαδικασίας διαχείρισης των επικίνδυνων αποβλήτων αποτελεί αντικείμενο της προβλεπόμενης μελέτης της οργάνωσης του δικτύου συλλογής και μεταφοράς, ενώ στην σχετική απόφαση ε.π.ο που χορηγείται για τη λειτουργία των εν λόγω εγκαταστάσεων ή δραστηριοτήτων πρέπει απλώς να περιλαμβάνονται «οι όροι για την πραγματοποίηση των εργασιών» επεξεργασίας.   37. Επειδή, στην προσβαλλόμενη απόφαση ε.π.ο. μνημονεύεται (Προοίμιο αρ. 20) η Α3/21661/09.12.1991 Απόφαση της Δ/νσης Υγείας της Νομαρχίας Δυτικής Αττικής (οριστική άδεια διάθεσης λυμάτων ? βιομηχανικών αποβλήτων της υφιστάμενης εγκατάστασης. Εξάλλου, στο Κεφ. 5 αυτής (Διαχείριση Επικινδύνων και Μη Επικινδύνων Αποβλήτων, σελ. 37 επ.), παρ. 5.1 (Υφιστάμενο Σχήμα Διαχείρισης Υγρών Αποβλήτων») ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής (εδ. 5.1.21) : «Για την επεξεργασία (εργασίες R3, D8 και D9) των υγρών αποβλήτων του διυλιστηρίου, όπως περιγράφεται στα εδάφια 5.1.6 και 5.1.7 της παρούσας, απαιτείται σχετική άδεια από την αρμόδια Περιφερειακή Υπηρεσία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην Κ.Υ.Α. Η.Π. 13588/725/06, άρθρο 7 παρ. Β, εδάφιο 1 αii. Σε περίπτωση παραλαβής προς επεξεργασία υγρών αποβλήτων προερχόμενων από τρίτους η σχετική άδεια χορηγείται με απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., σύμφωνα με τα οριζόμενα στην Κ.Υ.Α. 13588/725/06, άρθρο 7 παρ. Β, εδάφιο 1 αi. Προθεσμία εφαρμογής: Εντός έξι μηνών από την έκδοση της παρούσας». Με αυτά τα δεδομένα, από την προσβαλλόμενη απόφαση ε.π.ο. συνάγεται ευθέως η επικινδυνότητα των υποβαλλόμενων σε επεξεργασία υγρών αποβλήτων, εφόσον για την επεξεργασία τους απαιτείται ρητώς η εν λόγω άδεια διαχείρισης επικίνδυνων αποβλήτων (πρβλ. και παρ. 5.3 «Διαχείριση Επικινδύνων Αποβλήτων). Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί των αιτούντων περί έλλειψης προηγούμενης άδειας διαχείρισης επικίνδυνων αποβλήτων καθώς και περί λήξης της προϋπάρχουσας αντίστοιχης άδειας πρέπει να απορριφθούν προεχόντως ως αλυσιτελείς, δεδομένου ότι η άδεια αυτή, κατά τα εκεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, δεν συνιστά προϋπόθεση για την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων ε.π.ο. και επέκτασης της άδειας εγκατάστασης του επίδικου έργου, η προσβαλλόμενη δε απόφαση ε.π.ο. (παρ. 5.1.21) ρητώς απαιτεί την εξασφάλιση από την παρεμβαίνουσα της ανωτέρω άδειας, θέτοντας μάλιστα ρητώς εξάμηνη προθεσμία από την έκδοσή της, ενώ, όπως σημειώνεται και στην απόφαση επέκτασης της άδειας εγκατάστασης (παρ. 11) «Η παρούσα άδεια δεν απαλλάσσει την “……. ……… …..” από την υποχρέωση να εφοδιασθεί με άλλη άδεια, αν από άλλες διατάξεις προκύπτει αντίστοιχη υποχρέωση». Εξάλλου, η μνεία της Α3/21661/ 09.12.1991 οριστικής άδειας διάθεσης λυμάτων- βιομηχανικών αποβλήτων της υφιστάμενης εγκατάστασης στο προοίμιο της προσβαλλόμενης πράξης ε.π.ο. (αρ. 20), δεν ανάγει την άδεια αυτή σε νόμιμο έρεισμα της έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνουν οι αιτούντες. Περαιτέρω, ο ειδικότερος ισχυρισμός των αιτούντων ότι δεν δύναται να εκδοθεί η εν λόγω άδεια, διότι στην Μ.Π.Ε. του ένδικου έργου «δεν αποτυπώνεται ρητά και ειδικά η προς αδειοδότηση διαδικασία επεξεργασίας και διαχείρισης/διάθεσης των εν λόγω επικινδύνων αποβλήτων με επισήμανση της επικινδυνότητάς τους και πλήρη αναφορά και ανάλυση των στοιχείων που απαιτεί η προαναφερόμενη νομοθεσία για τη διαχείρισή τους», πρέπει να απορριφθεί και ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης νομικής προϋπόθεσης, διότι οι όροι για την πραγματοποίηση των εργασιών επεξεργασίας περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση ε.π.ο. Εν όψει αυτών, ο προβαλλόμενος λόγος περί παραβίασης του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου για τη διαχείριση των υγρών επικίνδυνων αποβλήτων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.   38. Επειδή, στη Μ.Π.Ε. (Κεφ. 4, παρ. 4.2, σελ. 58-98), γίνεται αναλυτική αναφορά στην υφιστάμενη κατάσταση ρύπανσης (παρ. 4.2.1: υφιστάμενη κατάσταση αέριας ρύπανσης, παρ. 4.2.2: υφιστάμενη κατάσταση θαλάσσιας ρύπανσης, παρ. 4.2.3: θόρυβος), η οποία προφανώς επηρεάζεται από τις ήδη λειτουργούσες, παραλλήλως προς το διυλιστήριο της παρεμβαίνουσας, βιομηχανικές και λοιπές ρυπογόνες δραστηριότητες. Όσον αφορά ειδικότερα την υφιστάμενη κατάσταση αέριας ρύπανσης (παρ. 4.2.1, σελ. 58 επ.), σύμφωνα με τη Μ.Π.Ε., οι εκτιμήσεις της βασίστηκαν στις μετρήσεις του Αναπτυξιακού Συνδέσμου Δήμων και Κοινοτήτων του Θριασίου πεδίου και του ΥΠΕΧΩΔΕ κατά τα έτη 2001 έως 2006 για τους κυριότερους ρύπους (διοξείδιο του θείου, οξείδια του αζώτου, ολικοί υδρογονάνθρακες, όζον, αιωρούμενα σωματίδια). Περαιτέρω, όπως έχει ήδη εκτεθεί στη εικοστή τέταρτη σκέψη, το επίδικο έργο δεν αποτελεί νέο έργο, αλλά συνίσταται στον εκσυγχρονισμό ήδη υφιστάμενης βιομηχανικής εγκατάστασης, προβλέπεται δε σε περιοχή για την οποία έχουν καθορισθεί χρήσεις «οχλούσας βιομηχανίας-βιοτεχνίας (ΒΙΠΕ). Πέραν δε τούτων, σύμφωνα με τη Μ.Π.Ε., από το έργο εκσυγχρονισμού θα επέλθει μείωση των εκπεμπόμενων ρύπων. Εξάλλου, ειδικότερα ως προς τα λοιπά, πλην του επιδίκου, σχεδιαζόμενα στην περιοχή νέα έργα, εξυπακούεται ότι στις οικείες Μ.Π.Ε. και ε.π.ο. αυτών πρέπει να λαμβάνεται υπ` όψη η υφιστάμενη κατάσταση ρύπανσης, στην οποία συντελεί και η λειτουργία του υφιστάμενου μή εκσυγχρονισμένου ακόμη διυλιστηρίου της παρεμβαίνουσας, το οποίο, σύμφωνα με την Μ.Π.Ε., προβλέπεται να καταστεί λιγότερο ρυπογόνο μετά τον εκσυγχρονισμό του. Εν όψει των ανωτέρω, ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι στη ΜΠΕ δεν γίνεται σφαιρική εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την εγκατάσταση και λειτουργία του ένδικου έργου σε συνδυασμό με τη λειτουργία στην ίδια περιοχή μερικών από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες της χώρας καθώς και με τις ήδη σχεδιαζόμενες και εγκρινόμενες βιομηχανικές εγκαταστάσεις, όπως ο Σταθμός Παραγωγής Ηλεκτρικής Ενέργειας από φυσικό αέριο της Χαλυβουργικής στην Ελευσίνα και ο σχεδιαζόμενος χώρος υποδοχής και επεξεργασίας επικινδύνων και μη επικινδύνων αποβλήτων (ΧΥΤΕΑ) στη θέση Μελατάνι Μάνδρας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.   39. Επειδή, με την ΚΥΑ Η.Π. 54409/2632/27.12.2004 (Β΄ 1931), αποσκοπείται, σύμφωνα με το άρθρο 1 αυτής, «η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 8 του Ν. 1650/1986 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου τρίτου (παραγρ. 1) του Ν. 3017/2002 και συγχρόνως η συμμόρφωση με τις διατάξεις της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Οκτωβρίου 2003 “σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου”…(EEL 275/ 32/ 25.10.2003), ώστε με τον περιορισμό των εκπομπών των αερίων θερμοκηπίου κατά τρόπο αποδοτικό από πλευράς κόστους και οικονομικά αποτελεσματικό και παράλληλα με την ανάπτυξη ολοκληρωμένων πολιτικών με χρήση κατάλληλων τεχνολογιών, να συμβάλλει η χώρα στη συνολική μείωση των ανθρωπογενών εκπομπών των αερίων θερμοκηπίου σε Κοινοτικό επίπεδο για την αποτελεσματική προστασία του κλιματικού συστήματος». Μεταξύ άλλων, στο άρθρο 5 προβλέπεται η διαδικασία χορήγησης άδειας εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου (Ε.Α.Θ.), στα άρθρο 6-7 η κατάρτιση Εθνικού Σχεδίου Κατανομής, η έγκριση αυτού και η μέθοδος κατανομής και εκχώρησης δικαιωμάτων, ενώ στο άρθρο 10 προβλέπεται η υποχρέωση παρακολούθησης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από τον φορέα εκμετάλλευσης κάθε εγκατάστασης και η υποβολή επαληθευμένης (σύμφωνα με το άρθρο 11) έκθεσης στο Γ.Ε.Δ.Ε. μετά τη λήξη κάθε ημερολογιακού έτους. Περαιτέρω, στο άρθρο 21 («Ειδικές διατάξεις») της ανωτέρω ΚΥΑ ορίζονται τα εξής: «1. Στην απόφαση έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων που προβλέπεται στο άρθρο 2 της υπ` αριθμ. 11014/703/2003 ΚΥΑ (Β΄ 332), για τα έργα και τις δραστηριότητες που εμπίπτουν στις διατάξεις της παρούσας απόφασης α) δεν περιλαμβάνεται ο καθορισμός οριακών τιμών εκπομπών των αερίων θερμοκηπίου που αναφέρονται στο παράρτημα Ι του άρθρου 22 της παρούσας απόφασης, για άμεσες εκπομπές των αερίων αυτών εκτός αν αυτό κρίνεται αναγκαίο για να διασφαλισθεί ότι δεν προκαλείται κάποια σημαντική τοπική ρύπανση β) μπορεί να μην επιβάλλονται απαιτήσεις σχετικά με την ενεργειακή απόδοση των μονάδων καύσης ή άλλων μονάδων που εκπέμπουν διοξείδιο του άνθρακα στο χώρο της εγκατάστασης. 2. Η αρμόδια αρχή για την έκδοση της απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, τροποποιεί αναλόγως την εν λόγω απόφαση ώστε να είναι συμβατή με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης. 3. Οι προηγούμενες παράγραφοι δεν εφαρμόζονται σε εγκαταστάσεις που αποκλείονται προσωρινά από το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου της Ευρ. Κοινότητας σύμφωνα με το άρθρο 16 της παρούσας απόφασης». Στο δε Παράρτημα Ι («ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΑ ΑΡΘΡΑ 2, 3, 4, 5, 14 ΚΑΙ 21») του άρθρου 22 της ίδιας ΚΥΑ, περιλαμβάνεται η δραστηριότητα «Διυλιστήρια πετρελαίου», στην οποία αντιστοιχεί το αέριο του θερμοκηπίου «Διοξείδιο του άνθρακα».   40. Επειδή, στην προσβαλλόμενη απόφαση ε.π.ο. διαλαμβάνεται (παρ. 9.8, σελ. 58) ότι «οι παρόντες περιβαλλοντικοί όροι δεν καλύπτουν θέματα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου (ρυθμίζονται βάσει των διατάξεων της ΚΥΑ 54409/2632/04 ? ΦΕΚ 1931/Β] …». Σύμφωνα δε με το 100457 (σχ. 100459)/26.1.2009 έγγραφο των απόψεων του ΥΠΕΧΩΔΕ (Διεύθυνση Ε.Α.Ρ.Θ./Τμήμα Βιομηχανιών), το διοξείδιο του άνθρακα (CO2) «δεν θεωρείται τοπικός ρύπος (δεν αφορά τη ρύπανση του περιβάλλοντος αέρα της περιοχής) και κατά συνέπεια δεν μπορεί να αξιολογηθεί σημειακά αλλά αντίθετα καταγράφεται και αντιμετωπίζεται σε παγκόσμιο επίπεδο. Για το λόγο αυτό τα θέματα εκπομπών CO2 δεν άπτονται του περιεχομένου των Μ.Π.Ε. και δεν καλύπτονται από τις αποφάσεις έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, όπως ρητά αναφέρεται και στην προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά αντιμετωπίζονται με ανεξάρτητη διαδικασία βάσει ειδικότερης νομοθεσίας (ΚΥΑ 54409/2632/04 ? ΦΕΚ 1931/Β, περί εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου)» και η παρεμβαίνουσα «υποχρεούται βάσει της κείμενης νομοθεσίας να αγοράσει για το έργο εκσυγχρονισμού τα δικαιώματα εκπομπών CO2 από τη διεθνή ελεύθερη αγορά άνθρακα και κατά συνέπεια δεν επηρεάζεται η επίτευξη του στόχου της χώρας έναντι του πρωτοκόλλου του Κιότο». Εν όψει αυτών ο προβαλλόμενος από τους αιτούντες ισχυρισμός, με τον οποίο προσάπτεται στη Μ.Π.Ε. ως πλημμέλεια ότι δεν γίνεται καμία αναφορά στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2), πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος. Περαιτέρω, στις σελ. 180-186 (παρ. Δ) της Μ.Π.Ε. περιλαμβάνεται εκτίμηση των εκπομπών πτητικών οργανικών ενώσεων (VOC) ? υδρογονανθράκων, ενώ στις σελ. 180-181, παρατίθενται τα διεθνή πρότυπα, με βάση τα οποία έγιναν οι σχετικοί υπολογισμοί, και τα οποία προβλέπονται στα κείμενα του API (Αμερικανικό Ινστιτούτο Πετρελαίου) και του CONCAWE (Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διυλιστηρίων για Θέματα Περιβάλλοντος Υγιεινής και Ασφάλειας). Επίσης, στις σελ. 258 και 301 της Μ.Π.Ε. παρατίθενται τα εφαρμοζόμενα μέτρα και Β.Δ.Τ. [«καλύμματα επί του εξοπλισμού όπου είναι παρόν πετρέλαιο, όπως λεκάνες API, φρεάτιο ελαίου). Εν όψει αυτών, η Μ.Π.Ε. παρίσταται επαρκώς αιτιολογημένη, οι δε περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των αιτούντων περί υποεκτίμησης των σχετικών εκπομπών και εσφαλμένων μεθοδολογικά τρόπων υπολογισμού πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι, διότι πλήττουν ευθέως την ανέλεγκτη ακυρωτικώς, τεχνική κρίση της Διοίκησης (πρβλ. ΣτΕ 2240/1999 Ολ., καθώς και 3841/2006, 676/2005 Ολ., 2175/2004 Ολ., 3256/2000 κ.ά.). Εξάλλου, στην παρ. 4.2.2 (σελ. 90-98) της Μ.Π.Ε. γίνεται αναλυτική εκτίμηση της υφιστάμενης κατάστασης θαλάσσιας ρύπανσης, ενώ στο Κεφ. 6 παρ. Α 6.1.5 (σελ. 240) γίνεται αναφορά στα στερεά απόβλητα (μπάζα, ξύλα, γυαλί, καλώδια, μέταλλα κ.ά.) που θα προκύψουν κατά τη φάση κατασκευής των νέων έργων (εργασίες κατεδάφισης και εκσκαφών) και στο Κεφ. 7 (παρ. Α.7.3 σελ. 291-292) αναφέρονται τα σχετικά μέτρα αντιμετώπισης αυτών (εκκαθάριση εργοταξίων, αποθήκευση όλων των αποβλήτων σε ειδικούς υποδοχείς στο χώρο του εργοταξίου μέχρι τη στιγμή της ανακύκλωσής τους, αποστολή αποβλήτων μετάλλου, ξύλου και συσκευασίας για ανακύκλωση). Επίσης, γίνεται αναφορά στα στερεά απόβλητα κατά τη φάση λειτουργίας του έργου (Κεφ. 5 παρ. 5.3.8, σελ. 199- 214), ενώ στο Κεφ. 7 (παρ. παρ. Β2.7.3, σελ. 348-367) αναφέρονται τα σχετικά μέτρα και μέθοδοι διαχείρισης και διάθεσής τους (βλ. επίσης και σελ. 19 του Παραρτήματος της Μ.Π.Ε. για την περισυλλογή τυχόν στοιχείων αμιάντου από εξειδικευμένο προσωπικό εταιρείας διαχείρισης αποβλήτων, προς ορθή περιβαλλοντική διαχείριση). Αναφορά γίνεται στα αέρια και στα υγρά απόβλητα (παρ. 5.3.6 και 5.3.7), καθώς και στην αντιμετώπισή τους (παρ. Α.7.1, Α.7.2). Περαιτέρω, στην παρ. 6.1.1 (σελ. 45) της προσβαλλόμενης απόφασης ε.π.ο. προβλέπεται η λειτουργία με δαπάνη της παρεμβαίνουσας κινητού σταθμού παρακολούθησης/ καταγραφής και επεξεργασίας των τιμών ατμοσφαιρικών ρύπων για την ευρύτερη περιοχή. Ο σταθμός αυτός προβλέπεται, μεταξύ άλλων, (παρ. 6.1.3) να είναι εφοδιασμένος με αυτόματα όργανα συνεχούς μέτρησης/καταγραφής των συγκεντρώσεων SO2, H2S, NO, NO2, NOX, CH4, υδρογονανθράκων πλην CH4, συνολικών υδρογονανθράκων, βενζολίου, αιωρούμενων σωματιδίων (ΑΣ10), καθώς και βασικών μετεωρολογικών παραμέτρων, ο δε αναλυτής βενζολίου ορίζεται να εγκατασταθεί το αργότερο μέχρι 1.4.2009. Επίσης, στην παρ. 6.1.4 προβλέπεται η υποβολή σχετικής μελέτης, εντός εξαμήνου από την έκδοση της απόφασης ε.π.ο., «προκειμένου να οριστικοποιηθούν οι μετρούμενοι ρύποι, συχνότητα μέτρησης, θέσεις δειγματοληψίας κατ` εφαρμογή της ΚΥΑ 22306/1075/Ε103 (ΦΕΚ 920/Β/2007), περί “καθορισμού τιμών-στόχων και ορίων εκτίμησης των συγκεντρώσεων του αρσενικού, καδμίου, υδραργύρου και PAH», ενώ στην παρ. 5 (σελ. 37 επ.) προβλέπονται μέτρα για τη «Διαχείριση Επικινδύνων και Μη Επικινδύνων Αποβλήτων» και ειδικότερα γίνεται αναφορά στο υφιστάμενο σχήμα διαχείρισης υγρών αποβλήτων (παρ. 5.1) και στο νέο αντίστοιχο (παρ. 5.2, σελ. 40), καθώς και στη διαχείριση επικινδύνων αποβλήτων, πέραν των αναφερόμενων στις δύο προηγούμενες παραγράφους (παρ. 5.3, σελ. 41). Εν όψει αυτών, η Μ.Π.Ε. παρίσταται επαρκώς αιτιολογημένη, οι δε περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των αιτούντων περί υποεκτίμησης των σχετικών εκπομπών και εσφαλμένων μεθοδολογικά τρόπων υπολογισμού πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι, διότι πλήττουν ευθέως την ανέλεγκτη ακυρωτικώς, τεχνική κρίση της Διοίκησης (πρβλ. ΣτΕ 2240/1999 Ολ., καθώς και 3841/2006, 676/2005 Ολ., 2175/2004 Ολ., 3256/2000 κ.ά.). Τέλος, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, στα πλαίσια της διαδικασίας έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, η οποία κατέληξε στην έκδοση της κ.υ.α. Δ3/Α/1354/25.1.2001 για την κατασκευή και λειτουργία νέου λειτουργικού σχήματος του διυλιστηρίου, υποχρεώθηκε η παρεμβαίνουσα να εγκαταστήσει σύστημα συνεχούς ελέγχου (monitoring) του υπεδάφους και των υπογείων υδάτων και ανέθεσε στην εταιρεία ………. την εκπόνηση σχετικής μελέτης. Με το 94223/19.9.02 έγγραφό του Διευθυντή της Ειδικής Υπηρεσίας Επιθεωρητών Περιβάλλοντος (Ε.Α.Ρ.Θ.) του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. εγκρίθηκε η από 7.8.2002 μελέτη της ως άνω εταιρείας, και ορίστηκε ότι οι εργασίες απορρύπανσης πρέπει να προγραμματίζονται και να εκτελούνται σε συνεργασία με το ΥΠΕΧΩΔΕ και τις άλλες συναρμόδιες υπηρεσίες. Στο προοίμιο της προσβαλλομένης αποφάσεως (στοιχ. 45) γίνεται επίκληση της 9700/4.2.2008 έκθεσης μερικού ελέγχου τήρησης των περιβαλλοντικών όρων και της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της Ε.Α.Ρ.Θ., στην οποία αναφέρεται ότι από το 2003 η παρεμβαίνουσα προχώρησε σε εφαρμογή προγράμματος πρόληψης και ελέγχου της ρύπανσης του υπεδάφους και των υπογείων υδάτων από ενδεχόμενη διαρροή πετρελαιοειδών ουσιών και ότι απέστειλε στην αρμόδια υπηρεσία τα αποτελέσματα αναλύσεων των ετών 2003 έως και 2007, από τα οποία, όπως αναφέρεται στο έγγραφο αυτό, «προκύπτει ότι οι τιμές των μετρηθέντων οργανικών πτητικών και μη πτητικών οργανικών ουσιών καθώς και βαρέων μετάλλων βρίσκονται εντός των φυσιολογικών ορίων». Επομένως, από τα ως άνω έγγραφα του ΥΠΕΧΩΔΕ, στα οποία πραπέμπει η προσβαλλόμενη απόφαση έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων του επίδικου έργου, προκύπτει η ύπαρξη επικαιροποιημένων στοιχείων της υφιστάμενης μέχρι το 2007 κατάστασης του υπεδάφους και ότι οι μετρηθείσες τιμές βρίσκονται εντός των φυσιολογικών ορίων. Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι δεν υπήρξε εκτίμηση της υφιστάμενης κατάστασης του εδάφους και του υπεδάφους πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.   41. Επειδή, η προσβαλλόμενη απόφαση ε.π.ο. διαλαμβάνει στο Προοίμιό της (αρ. 14) ότι ελήφθησαν υπόψη τα Κείμενα Αναφοράς των Βέλτιστων Διαθέσιμων Τεχνικών για τις εγκαταστάσεις διύλισης αργού πετρελαίου και για τις λοιπές εγκαταστάσεις/συστήματα που βρίσκουν εφαρμογή σε διάφορους βιομηχανικούς κλάδους όπως: α) τα συστήματα ψύξης, β) η αποθήκευση υλικών, γ) οι εγκαταστάσεις διαχείρισης αποβλήτων, δ) τα συστήματα παρακολούθησης και ελέγχου. Εξάλλου, στο Κεφάλαιο 8 της Μ.Π.Ε. (σελ. 373 επ.) γίνεται αναλυτική αναφορά και θεματική ταξινόμηση των Β.Δ.Τ. σε πίνακες, σε συσχετισμό με τα Κείμενα Αναφοράς των Β.Δ.Τ. [βλ., ειδικότερα, – Πίνακα 8.15.2 «Όμβρια νερά», σελ. 392, όπου προβλέπεται «επεξεργασία ομβρίων υδάτων από ρυπασμένες περιοχές χρησιμοποιώντας τεχνικές που περιγράφηκαν στις Παραγράφους 3.3.4.1.1. ? 3.3.4.4.1 ? 3.4.4.4.2, προτού απορριφθούν στο υδάτινο σώμα υποδοχής υγρών αποβλήτων» – Πίνακα 8.13 «ΒΔΤ για τον έλεγχο Εκπομπών», σελ. 389, όπου γίνεται αναλυτική αναφορά στην καταγραφή και παρακολούθηση των ρύπων – Πίνακα 8.16 «ΒΔΤ για τα Βιομηχανικά Συστήματα Ψύξης», σελ. 397, όπου προβλέπεται, μεταξύ άλλων, «μείωση της προσθήκης χημικών προσθέτων και καταγραφή και έλεγχος της χημείας του νερού»). Στην παρ. 7.1.4 (σελ. 48) της απόφασης ε.π.ο. προβλέπονται τα εξής: «Οι ασυνεχείς μετρήσεις να πραγματοποιούνται ως εξής: … – Στις μονάδες Ανάκτησης Θείου θα γίνεται ανάλυση H2S στην έξοδο των αντιδραστήρων μετατροπής προς τον αποτεφρωτή. Οι αναλύσεις για τον υπολογισμό της απόδοσης να γίνονται μία φορά την εβδομάδα – Οι προαναφερόμενες μετρήσεις να πραγματοποιούνται κατά το δυνατόν σε συνθήκες πλήρους φορτίου και για χρονική διάρκεια ικανή για τον αξιόπιστο προσδιορισμό των εκπομπών». Τέλος, στην παρ. 7.2.5 (σελ. 52) της προσβαλλόμενης ε.π.ο. ορίζονται τα εξής: «Εντός των μονάδων που διακινείται υδρόθειο να υπάρχει μόνιμο σύστημα ανιχνευτών H2S για τον έγκαιρο εντοπισμό τυχόν διαρροής του». Με τα δεδομένα αυτά, οι περί παράλειψης τριών βασικών Β.Δ.Τ. ισχυρισμοί των αιτούντων δεν παρίστανται βάσιμοι. Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί των αιτούντων ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ε.π.ο., προβλέπει μεν την εφαρμογή συγκεκριμένων Β.Δ.Τ., «ωστόσο τις προσδιορίζει κατά τρόπο ουσιωδώς διαφορετικό (λ.χ. με αναφορά σε διαφορετικές τιμές, όρια κ.λπ.)», πρέπει, εν όψει και του ιδιαζόντως τεχνικού χαρακτήρα των ζητημάτων στα οποία αναφέρονται, να απορριφθούν προεχόντως ως αόριστοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης, καθόσον αναφέρονται σε διαφορές «κάποιων» χαρακτηριστικών στοιχείων «λ.χ. όρια εκπομπών» ορισμένων ουσιών «κ.λπ.»., χωρίς καμία συγκεκριμένη αντιπαραβολή, από την οποία να προκύπτει διάσταση των Β.Δ.Τ. της Μ.Π.Ε. (όπως αναφέρονται στο Κεφ. 8) ή της προσβαλλόμενης ε.π.ο. από τις Β.Δ.Τ. που προβλέπονται στα αντίστοιχα Κείμενα Αναφοράς (πρβλ. ΣτΕ 1535/1995).   42. Eπειδή, ο προβαλλόμενος με το από 21.10.2008 δικόγραφο προσθέτων λόγων λόγος ακυρώσεως, κατά τον οποίο είναι παράνομη ως προς το περιεχόμενό της η απόφαση καταχώρησης της μελέτης ασφαλείας διότι η Διοίκηση όφειλε να έχει θέσει πρόσθετους όρους ή μέτρα πρόληψης ατυχημάτων μεγάλης έκτασης και περιορισμού των συνεπειών τους, πέραν των ήδη προβλεπόμενων στην ίδια την καταχωρηθείσα μελέτη, πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως ως στρεφόμενος κατά απαραδέκτως προσβαλλόμενης πράξης.   43. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να γίνει δεκτή η ασκηθείσα παρέμβαση.

Διά ταύτα   Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.   Δέχεται την ασκηθείσα παρέμβαση και   Επιβάλλει στους αιτούντες Δήμους να καταβάλουν ως δικαστική δαπάνη στο Δημόσιο το ποσόν των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ και στην παρεμβαίνουσα εταιρεία το ποσόν των εξακοσίων τριάντα (630) ευρώ.   Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2009 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2009.

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος   Ο Γραμματέας     Μ. Βροντάκης     Β. Μανωλόπουλος     ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν την παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά τους και τους Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας Δύναμης να βοηθήσουν όταν τους ζητηθεί.

Η εντολή πιστοποιείται με την σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος.

Αθήνα, ……………………………………….

Ο Πρόεδρος           Ο Γραμματέας   Π.Β.