Αριθμός 3650/2010
Ο Ν 1338/83 παρ.1 περ.ζ παρέχει εξουσιοδότηση για την έκδοση κανονιστικής υπουργικής αποπφασης θεμα΄των ειδικότερων και τεχνικών που αποτελούν συμμορφωση σε ΟΔΗΓΙΑ πλήρη(εντελή) – Ο χαρακτηρισμός περιοχής ως ΠΟΤΑ και η οριοθέτηση τους είναι χωροταξικός σχεδιασμός και υπάγεται στην οδηφία 2001/42- υποβάλλεται προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ : «Η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 περ. β της οδηγίας 2001/42/ΕΚ “σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων”» (EE L 197, 30/21.7.2001), ορίζοντας ότι πραγματοποιείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων για όλα τα σχέδια και προγράμματα «για τα οποία, λόγω των συνεπειών που ενδέχεται να έχουν σε ορισμένους τόπους, απαιτείται εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ», έχει την έννοια ότι εξαρτά την υποχρέωση υπαγωγής συγκεκριμένου σχεδίου σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τη συνδρομή, για το σχέδιο αυτό, των προϋποθέσεων υπαγωγής σε περιβαλλοντική εκτίμηση κατά την οδηγία 92/43/ΕΟΚ, και ότι, επομένως, η εν λόγω διάταξη της οδηγίας 2001/42/ΕΚ προϋποθέτει και η ίδια, όπως και οι πιο πάνω διατάξεις της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, την κατάφαση του ενδεχομένου σημαντικής επιρροής του σχεδίου σε ορισμένη ειδική ζώνη διατήρησης, καταλείποντας τη σχετική ουσιαστική κρίση στα κράτη μέλη; Ή μήπως, κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 3 παρ. 2 περ. β της οδηγίας 2001/42, η απαίτηση πραγματοποίησης, κατά τη διάταξη αυτή, εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων δεν εξαρτάται από τη συνδρομή των προϋποθέσεων διενέργειας περιβαλλοντικής εκτίμησης κατά την οδηγία 92/43, από την κρίση δηλαδή περί του ενδεχομένου σημαντικών επιπτώσεων σε ειδική ζώνη διατήρησης, αλλά αρκεί η διάγνωση ότι ορισμένο σχέδιο συνδέεται οπωσδήποτε με τόπο προβλεπόμενο στην οδηγία 92/43, και μάλιστα όχι κατ΄ ανάγκην με ζώνη ειδικής διατήρησης, για να ενεργοποιηθεί η υποχρέωση διενέργειας τέτοιας εκτίμησης;».
————–
Αριθμός 3650/2010
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Ιουνίου 2007, με την εξής σύνθεση: Γ. Παναγιωτόπουλος, Πρόεδρος, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Ν. Σκλίας, Ν. Σακελλαρίου, Θ. Παπαευαγγέλου, Δ. Πετρούλιας, Ν. Ρόζος, Ε. Δανδουλάκη, Χ. Ράμμος, Ν. Μαρκουλάκης, Σ. Χαραλάμπους, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνης, Αικ. Σακελλαροπούλου, Δ. Αλεξανδρής, Κ. Βιολάρης, Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Α. Καραμιχαλέλης, Α.-Γ. Βώρος, Κ. Ευστρατίου, Ε. Αναγνωστοπούλου, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρης, Γ. Τσιμέκας, Ι. Ζόμπολας, Σ. Μαρκάτης, Δ. Γρατσίας, Β. Καμπίτση, Β. Γρατσίας, Α. Ντέμσιας, Σπ. Παραμυθιώτης, Φ. Ντζίμας, Σύμβουλοι, Ρ. Γιαννουλάτου, Μ. Τσακάλη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δ. Μουζάκη.
Για να δικάσει την από 30 Οκτωβρίου 2006 αίτηση:
του σωματείου με την επωνυμία “ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΟΛΕΟΔΟΜΩΝ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΚΤΩΝ”, που εδρεύει στην Αθήνα (Γαμβέττα 6), το οποίο παρέστη με τη δικηγόρο Γεωργία Γιαννακούρου (Α.Μ. 11891), που τη διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο,
κατά των Υπουργών: 1) Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, 2) Οικονομίας και Οικονομικών, 3) Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, οι οποίοι παρέστησαν με τον Φοίβο Ιατρέλλη, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.
Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 23 Νοεμβρίου 2006 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 εδάφ. α του Π.Δ. 18/1989.
Με την αίτηση αυτή το αιτούν σωματείο επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ΄ αριθμ. ΥΠΕΧΩΔΕ/ΕΥΠΕ/οικ.107017/28-8-2006 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και του Υφυπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Ι. Γράβαρη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια του αιτούντος σωματείου, η οποία δήλωσε ότι παρατείται του υπό στοιχ. 2.2 λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η υπαγωγή των ΠΟΛΠΔ και των ΠΕΡΠΟ στο πεδίο εφαρμογής της προσβαλλόμενης είναι μη νόμιμη και στη συνέχεια ανέπτυξε και προφορικά τους λοιπούς προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, και τον εκπρόσωπο των Υπουργών, που ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση, με την από 23.11.2006 πράξη τού Προέδρου τού Συμβουλίου τής Επικρατείας έχει εισαχθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου λόγω μείζονος σπουδαιότητας, έχει δε καταβληθεί γι αυτήν το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθ. 764160 και 764161/2006, σειράς Α΄, ειδικά γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώθηκε με το από 29.1.2007 δικόγραφο προσθέτων λόγων (αριθ. καταθ. ΣτΕ 122/29.1.07) ζητείται η ακύρωση της υπό στοιχεία ΥΠΕΧΩΔΕ/ΕΥΠΕ/οικ. 107017/28.8.2006 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, και (Υφυπουργού) Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, με τον τίτλο «Εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων, σε συμμόρφωση με τις διατάξεις της Οδηγίας 2001/42/ΕΚ “σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων” του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 2001» (Β΄1225/5.9.2006).
3. Επειδή, το αιτούν, με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου του στο ακροατήριο, που επαναλήφθηκε και με το από 19.6.2007, εμπροθέσμως κατατεθέν μετά τη συζήτηση υπόμνημά του, παραιτήθηκε από το λόγο ακυρώσεως που περιέχεται υπό στοιχεία 2.2. στο δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης και αφορά στην υπαγωγή στις επίδικες ρυθμίσεις των Περιοχών Ειδικά Ρυθμιζόμενης Πολεοδόμησης (ΠΕΡΠΟ) του άρθρου 24 του ν. 2508/1997 και των Περιοχών Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων (ΠΟΑΠΔ) του άρθρου 10 του ν. 2742/1999. Kατόπιν αυτού, δεν εξετάζεται η αίτηση, ως προς τον ανωτέρω λόγο.
4. Επειδή, σύμφωνα με το καταστατικό τού αιτούντος σωματείου, μέλη του μπορεί να είναι επιστήμονες τής χωροταξίας ή τής πολεοδομίας ή συναφών κλάδων, στους σκοπούς του δε συγκαταλέγονται «η ανάπτυξη στη χώρα μας του πολεοδομικού και χωροταξικού σχεδιασμού», «η βελτίωση των συνθηκών άσκησης του επαγγέλματος του πολεοδόμου και χωροτάκτη στους τομείς της εκπαίδευσης, της έρευνας, της μελέτης και της εφαρμογής», «η προώθηση της αντίληψης της ολοκληρωμένης διαχείρισης του χώρου με σεβασμό των αρχών της βιώσιμης – αειφόρου ανάπτυξης», καθώς και «η διατύπωση και προβολή τεκμηριωμένων προτάσεων και θέσεων για σημαντικά θέματα πολεοδομίας και χωροταξίας […] και για αντίστοιχα θέματα διαχείρισης και προστασίας περιβάλλοντος που συνδέονται με την άσκηση και εφαρμογή της πολεοδομικής και χωροταξικής πολιτικής». Ως εκ τούτου, το εν λόγω σωματείο έχει έννομο συμφέρον στην άσκηση της κρινόμενης αίτησης, ισχυριζόμενο ότι οι ρυθμίσεις τής προσβαλλόμενης απόφασης, με την οποίες υπάγεται σε περιβαλλοντική εκτίμηση ο χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός, παρουσιάζουν «σοβαρές νομικές πλημμέλειες που όχι μόνο αντιστρατεύονται το γράμμα και τον σκοπό της οδηγίας 2001/42/ΕΚ, αλλά προκαλούν επιπροσθέτως στρεβλώσεις και δυσλειτουργίες στη διαδικασία του σχεδιασμού και στην άσκηση του επαγγέλματος του πολεοδόμου – χωροτάκτη στη χώρα μας, ενώ παραλλήλως αντιτίθενται στις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης.».
5. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση, ως και οι πρόσθετοι λόγοι ασκούνται, κατά τα λοιπά, παραδεκτώς.
6. Επειδή, στην Οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου τής 27ης Ιουνίου 2001 «σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων» (ΕΕ L 197, 30/21.7.2001) ορίζονται τα εξής: «Άρθρο 1 [Στόχοι] Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η υψηλού επιπέδου προστασία του περιβάλλοντος και η ενσωμάτωση περιβαλλοντικών ζητημάτων στην προετοιμασία και θέσπιση σχεδίων και προγραμμάτων με σκοπό την προώθηση βιώσιμης ανάπτυξης, εξασφαλίζοντας ότι, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, θα γίνεται εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων για ορισμένα σχέδια και προγράμματα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Άρθρο 2 [Ορισμοί] Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας: α) ως «σχέδια και προγράμματα» νοούνται τα σχέδια και προγράμματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, καθώς και οι τροποποιήσεις τους: – που εκπονούνται ή/και εγκρίνονται από μια αρχή σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο ή που εκπονούνται από μια αρχή προκειμένου να εγκριθούν, μέσω νομοθετικής διαδικασίας, από το Κοινοβούλιο ή την Κυβέρνηση, και – που απαιτούνται βάσει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, β) ως «εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων» νοείται η εκπόνηση περιβαλλοντικής μελέτης, η διεξαγωγή διαβουλεύσεων, η συνεκτίμηση της περιβαλλοντικής μελέτης και των αποτελεσμάτων των διαβουλεύσεων κατά τη λήψη αποφάσεων καθώς και η παροχή πληροφοριών σχετικά με την απόφαση, σύμφωνα με τα άρθρα 4 έως 9, γ) ως «περιβαλλοντική μελέτη» νοείται το τμήμα του συνόλου των εγγράφων του σχεδίου ή προγράμματος, το οποίο περιέχει τις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει του άρθρου 5 και του παραρτήματος 1. δ) ως «κοινό» νοούνται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα και, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή πρακτική, οι ενώσεις, οργανώσεις ή ομάδες τους. Άρθρο 3 [Πεδίο εφαρμογής] 1. Πραγματοποιείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 4 έως 9, για σχέδια και προγράμματα που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 4, και τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. 2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, πραγματοποιείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων για όλα τα σχέδια και προγράμματα: α) τα οποία εκπονούνται για τη γεωργία, δασοπονία, αλιεία, ενέργεια, βιομηχανία, μεταφορές, διαχείριση αποβλήτων, διαχείριση υδάτινων πόρων, τηλεπικοινωνίες, τουρισμό, χωροταξία ή χρήση του εδάφους και τα οποία καθορίζουν το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων που απαριθμούνται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ, ή β) για τα οποία, λόγω των συνεπειών που ενδέχεται να έχουν σε ορισμένους τόπους, απαιτείται εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ. 3. Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2 σχέδια και προγράμματα που καθορίζουν τη χρήση μικρών περιοχών σε τοπικό επίπεδο και οι ήσσονες τροποποιήσεις των αναφερόμενων στην παράγραφο 2 σχεδίων και προγραμμάτων υποβάλλονται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων μόνον όταν τα κράτη μέλη αποφασίζουν ότι ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. 4. Τα κράτη μέλη αποφασίζουν εάν τα σχέδια και προγράμματα, πλην των αναφερόμενων στην παράγραφο 2, τα οποία καθορίζουν το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων, ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. 5. Τα κράτη μέλη αποφασίζουν κατά πόσον τα σχέδια και προγράμματα που αναφέρονται στις ανωτέρω παραγράφους 3 και 4, ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον είτε εξετάζοντας χωριστά κάθε περίπτωση είτε καθορίζοντας συγκεκριμένους τύπους σχεδίων και προγραμμάτων είτε συνδυάζοντας τις δύο αυτές προσεγγίσεις. Προς το σκοπό αυτό τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη σε κάθε περίπτωση τα κατάλληλα κριτήρια που εκτίθενται στο παράρτημα ΙΙ προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα σχέδια και προγράμματα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον καλύπτονται από την παρούσα οδηγία. 6. Κατά την εξέταση της κάθε περίπτωσης και κατά τον καθορισμό συγκεκριμένων τύπων σχεδίων και προγραμμάτων σύμφωνα με την παράγραφο 5, διεξάγονται διαβουλεύσεις με τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 3. 7. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα συμπεράσματά τους σύμφωνα με την παράγραφο 5, συμπεριλαμβανομένων των λόγων σχετικά με την μη απαίτηση διενέργειας περιβαλλοντικής εκτίμησης σύμφωνα με τα άρθρα 4 έως 9, είναι διαθέσιμα για το κοινό. 8. Τα ακόλουθα σχέδια και προγράμματα δεν υπόκεινται στην παρούσα οδηγία: – σχέδια και προγράμματα που εξυπηρετούν αποκλειστικά σκοπούς εθνικής άμυνας ή καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, – δημοσιονομικά σχέδια και προγράμματα ή σχέδια και προγράμματα που αφορούν τον προϋπολογισμό. 9. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται σε σχέδια και προγράμματα συγχρηματοδοτούμενα κατά τις αντίστοιχες τρέχουσες περιόδους προγραμματισμού για τους κανονισμούς του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 και (ΕΚ) αριθ. 1257/1999 […] Άρθρο 4 [Γενικές υποχρεώσεις] 1. Η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 3 πραγματοποιείται κατά την εκπόνηση ενός σχεδίου ή προγράμματος και πριν από την έγκρισή του ή την έναρξη της σχετικής νομοθετικής διαδικασίας. 2. Οι απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας είτε ενσωματώνονται στις υφιστάμενες διαδικασίες στα κράτη μέλη για την έγκριση σχεδίων και προγραμμάτων είτε συμπεριλαμβάνονται σε διαδικασίες που θεσπίζονται για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία. 3. Όταν τα σχέδια και προγράμματα αποτελούν μέρος ενός ιεραρχημένου συνόλου, τα κράτη μέλη, προκειμένου να αποφύγουν την επανάληψη της εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι η εκτίμηση θα γίνει, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, σε διάφορα επίπεδα του ιεραρχημένου συνόλου. Με σκοπό, μεταξύ άλλων, να αποφύγουν την επανάληψη της εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν το άρθρο 5 παράγραφοι 2 και 3. Άρθρο 5 [Περιβαλλοντική μελέτη] 1. Σε περίπτωση που απαιτείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1, εκπονείται περιβαλλοντική μελέτη στην οποία εντοπίζονται, περιγράφονται και αξιολογούνται οι ενδεχόμενες σημαντικές επιπτώσεις που θα έχει στο περιβάλλον η εφαρμογή του σχεδίου ή προγράμματος, καθώς και λογικές εναλλακτικές δυνατότητες λαμβανομένων υπόψη των στόχων και του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής του σχεδίου ή προγράμματος. Οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται γι αυτό το σκοπό περιέχονται στο παράρτημα Ι. 2. Η περιβαλλοντική μελέτη που εκπονείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 περιλαμβάνει τις πληροφορίες που ευλόγως μπορεί να απαιτηθούν λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες γνώσεις και μεθόδους εκτίμησης, το περιεχόμενο και το επίπεδο λεπτομερειών στο σχέδιο ή το πρόγραμμα, το στάδιο της διαδικασίας λήψης αποφάσεως και το βαθμό στον οποίο ορισμένα θέματα αξιολογούνται καλύτερα σε διαφορετικά επίπεδα της εν λόγω διαδικασίας ώστε να αποφεύγεται η επανάληψη της εκτίμησης. 3. Κάθε σχετική διαθέσιμη πληροφορία όσον αφορά τις επιπτώσεις των σχεδίων και προγραμμάτων στο περιβάλλον, η οποία προήλθε από κάποιο άλλο επίπεδο λήψης αποφάσεων ή από άλλη κοινοτική νομοθεσία, μπορεί να χρησιμοποιείται για την παροχή των πληροφοριών που περιέχονται στο παράρτημα Ι. 4. Κατά τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την έκταση και το επίπεδο λεπτομερειών των πληροφοριών που πρέπει να περιλαμβάνονται στην περιβαλλοντική μελέτη, διεξάγονται διαβουλεύσεις με τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 3. άρθρο 6 [Διαβουλεύσεις] 1. Το προκαταρκτικό σχέδιο ή πρόγραμμα και η περιβαλλοντική μελέτη που εκπονείται σύμφωνα με το άρθρο 5 τίθεται στη διάθεση των αρχών που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, και του κοινού. 2. Στις αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 3 και στο κοινό που αναφέρεται στην παράγραφο 4 δίδεται έγκαιρη και πραγματική ευκαιρία, εντός ευλόγων χρονικών περιθωρίων, να εκφράσουν τη γνώμη τους επί του προκαταρκτικού σχεδίου ή προγράμματος και της περιβαλλοντικής μελέτης που το συνοδεύει πριν το σχέδιο ή το πρόγραμμα εγκριθεί ή αρχίσει η σχετική νομοθετική διαδικασία. 3. Τα κράτη μέλη ορίζουν τις αρχές με τις οποίες πραγματοποιούνται διαβουλεύσεις και οι οποίες, ενόψει των ειδικών περιβαλλοντικών αρμοδιοτήτων τους, ενδέχεται να ενδιαφέρονται για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της εφαρμογής των σχεδίων και προγραμμάτων. 4. Τα κράτη μέλη ορίζουν το κοινό για τους σκοπούς της παραγράφου 2, συμπεριλαμβανομένου του κοινού που πλήττεται ή είναι πιθανόν να πληγεί από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων που εμπίπτει στην παρούσα οδηγία, ή που έχει συμφέρον απ’ αυτήν, συμπεριλαμβανομένων των αρμοδίων μη κυβερνητικών οργανισμών, όπως των οργανισμών που προωθούν την προστασία του περιβάλλοντος και άλλων ενδιαφερομένων οργανισμών. 5. Τα κράτη μέλη ρυθμίζουν τις λεπτομέρειες για την ενημέρωση και τις διαβουλεύσεις με τις αρχές και το κοινό.». Έπονται, στην ίδια οδηγία, διατάξεις περί «διασυνοριακών διαβουλεύσεων», όταν σχέδιο ή πρόγραμμα που αφορά σε ένα κράτος μέλος ενδέχεται να έχει σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις σ’ ένα άλλο (άρθρο 7), περαιτέρω δε ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «Άρθρο 8 [Λήψη αποφάσεων] Κατά την προετοιμασία και πριν από την έγκριση του σχεδίου ή προγράμματος, ή την έναρξη της σχετικής νομοθετικής διαδικασίας, λαμβάνονται υπόψη η περιβαλλοντική μελέτη που εκπονείται σύμφωνα με το άρθρο 5, οι γνώμες που εκφράζονται σύμφωνα με το άρθρο 6 και τα αποτελέσματα, ενδεχομένως, των διεξαγόμενων σύμφωνα με το άρθρο 7 διασυνοριακών διαβουλεύσεων. Άρθρο 9 [Ενημέρωση σχετικά με την απόφαση] 1. Όταν εγκρίνεται ένα σχέδιο ή πρόγραμμα, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ενημερώνονται οι αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 3, το κοινό και κάθε κράτος μέλος με το οποίο διεξήχθησαν διαβουλεύσεις σύμφωνα με το άρθρο 7 και ότι τίθενται στη διάθεση των ενημερωνόμενων τα ακόλουθα στοιχεία: α) το σχέδιο ή πρόγραμμα όπως εγκρίθηκε, β) συνοπτική δήλωση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο ενσωματώθηκαν τα περιβαλλοντικά ζητήματα στο σχέδιο ή πρόγραμμα και σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 8, ελήφθησαν υπόψη η περιβαλλοντική μελέτη που εκπονήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 5, τυχόν γνώμες που εκφράσθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 6 και τα αποτελέσματα των διενεργηθεισών σύμφωνα με το άρθρο 7 διαβουλεύσεων, καθώς και σχετικά με τους λόγους για τους οποίους επελέγη το σχέδιο ή πρόγραμμα όπως εγκρίθηκε, λαμβάνοντας υπόψη και τις άλλες λογικές εναλλακτικές δυνατότητες που εξετάστηκαν […] 2. Οι λεπτομέρειες σχετικά με τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ρυθμίζονται από τα κράτη μέλη.΄Αρθρο 10 [Έλεγχος] 1. Τα κράτη μέλη παρακολουθούν τις σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την εφαρμογή των σχεδίων και προγραμμάτων […] ΄Αρθρο 11 [Σχέση με την υπόλοιπη κοινοτική νομοθεσία] 1. Η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η οποία διεξάγεται βάσει της παρούσας οδηγίας, δεν θίγει οποιεσδήποτε απαιτήσεις της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ ούτε οποιεσδήποτε άλλες απαιτήσεις του κοινοτικού δικαίου. 2. Όσον αφορά σχέδια και προγράμματα για τα οποία η υποχρέωση διεξαγωγής εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων απορρέει ταυτοχρόνως από την παρούσα οδηγία και από άλλες διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν συντονισμένες ή κοινές διαδικασίες οι οποίες πληρούν τις απαιτήσεις της σχετικής κοινοτικής νομοθεσίας προκειμένου, μεταξύ άλλων, να αποφεύγεται η επανάληψη των εκτιμήσεων. 3. Για σχέδια και προγράμματα που συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, η περιβαλλοντική εκτίμηση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία διεξάγεται σε συμμόρφωση με τις ειδικότερες ρυθμίσεις της σχετικής κοινοτικής νομοθεσίας. Άρθρο 12 [Ενημέρωση, εκθέσεις και επανεξέταση] 1. Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με την κτηθείσα πείρα από την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. […] Άρθρο 13 [Εφαρμογή της οδηγίας] 1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία πριν από τις 21 Ιουλίου 2004. 2. Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομέρειες της αναφοράς αυτής καθορίζονται από τα κράτη μέλη. 3. Η υποχρέωση που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 εφαρμόζεται για τα σχέδια και προγράμματα των οποίων η πρώτη τυπική προπαρασκευαστική πράξη είναι μεταγενέστερη της αναφερόμενης στην παράγραφο 1 ημερομηνίας. Σχέδια και προγράμματα των οποίων η πρώτη τυπική προπαρασκευαστική πράξη είναι προγενέστερη της ημερομηνίας αυτής και τα οποία εγκρίνονται ή υποβάλλονται στη νομοθετική διαδικασία μετά την πάροδο περισσοτέρων από 24 μήνες από αυτήν, υπόκεινται στην υποχρέωση του άρθρου 4 παράγραφος 1, εκτός εάν τα κράτη μέλη αποφασίσουν σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση ότι αυτό δεν είναι εφικτό και ενημερώσουν το κοινό για την απόφασή τους. 4. Πριν από τις 21 Ιουλίου 2004 τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή, επί πλέον των μέτρων που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, χωριστές πληροφορίες για τους τύπους σχεδίων και προγραμμάτων τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 3, πρόκειται να υποβληθούν σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Η Επιτροπή θέτει στη διάθεση των κρατών μελών τις πληροφορίες αυτές. Οι πληροφορίες αυτές ενημερώνονται σε τακτική βάση. Άρθρο 14. [Έναρξη ισχύος] Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. […]».
7. Επειδή, προς συμμόρφωση με την πιο πάνω οδηγία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη ήδη κοινή υπουργική απόφαση, το κείμενο της οποίας έχει ως ακολούθως: «Άρθρο 1 [Σκοπός] Με την παρούσα απόφαση αποσκοπείται η συμμόρφωση με τις διατάξεις της οδηγίας 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 2001 των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων “σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων”, που έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕL 197/30/21.7.2001), ώστε, στο πλαίσιο μιας ισόρροπης ανάπτυξης, να ενσωματώνεται η περιβαλλοντική διάσταση πριν την υιοθέτηση σχεδίων και προγραμμάτων, με την θέσπιση των αναγκαίων μέτρων, όρων και διαδικασιών για την αξιολόγηση και εκτίμηση των επιπτώσεων που ενδέχεται να έχουν στο περιβάλλον και να προωθείται έτσι η αειφόρος ανάπτυξη και μία υψηλού επιπέδου προστασία του περιβάλλοντος. Άρθρο 2 [Ορισμοί] Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης νοούνται ως: α) “σχέδια και προγράμματα”: τα σχέδια και προγράμματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, καθώς και οι τροποποιήσεις τους: – που εκπονούνται ή/και εγκρίνονται από δημόσια αρχή σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο ή που εκπονούνται από μια δημόσια αρχή προκειμένου να εγκριθούν, μέσω νομοθετικής διαδικασίας, από το Κοινοβούλιο ή την Κυβέρνηση, και – που απαιτούνται βάσει νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων και ειδικότερα Νόμων, Π.Υ.Σ., Π.Δ., Υ.Α. και αποφάσεων των Γενικών Γραμματέων Περιφερειών καθώς και Πράξεων που εκδίδουν τα αρμόδια προς τούτο όργανα ΝΠΔΔ ή ΝΠΙΔ, συμπεριλαμβανομένων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. β) “στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση (Σ.Π.Ε.)”: η διαδικασία εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σχεδίου ή προγράμματος η οποία περιλαμβάνει την εκπόνηση στρατηγικής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων (Σ.Μ.Π.Ε.), τη διεξαγωγή διαβουλεύσεων, τη συνεκτίμηση της Σ.Μ.Π.Ε. και των αποτελεσμάτων των διαβουλεύσεων κατά τη λήψη απόφασης καθώς και την ενημέρωση σχετικά με την απόφαση αυτή. γ) “στρατηγική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων (Σ.Μ.Π.Ε.)”: τα έγγραφα σχετικά με το σχέδιο ή πρόγραμμα, τα οποία περιέχουν τις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει του άρθρου 6 και του Παραρτήματος ΙΙΙ του άρθρου 11 της παρούσας απόφασης, δ) “κοινό”: ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα καθώς και, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις ή πρακτικές, οι ενώσεις, οι οργανώσεις ή οι ομάδες εκπροσώπησής τους. ε) “ενδιαφερόμενο κοινό”: το κοινό που θίγεται ή ενδέχεται να θιγεί ή του οποίου διακυβεύονται συμφέροντα από τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων για την εφαρμογή του σχεδίου ή προγράμματος, συμπεριλαμβανομένων των μη κυβερνητικών οργανώσεων εφόσον προάγουν την προστασία του περιβάλλοντος. στ) “δημόσια αρχή”: α) η Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά όργανα, οι δημόσιες υπηρεσίες, οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, β) οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με αρμοδιότητες δημόσιας αρχής, ή άσκησης δημόσιων διοικητικών καθηκόντων. ζ) “αρχή σχεδιασμού”: η δημόσια αρχή που προβαίνει στην εκπόνηση σχεδίου ή προγράμματος. η) “αρμόδια αρχή”: η αρμόδια Υπηρεσία Περιβάλλοντος του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (ΕΥΠΕ/ΥΠΕΧΩΔΕ) ή η αρμόδια Υπηρεσία Περιβάλλοντος της οικείας Περιφέρειας όπως ειδικότερα προβλέπεται στο άρθρο 4 της παρούσας απόφασης. Άρθρο 3 [Πεδίο Εφαρμογής] 1. Η Στρατηγική Περιβαλλοντική Εκτίμηση (Σ.Π.Ε.) πραγματοποιείται πριν από την έγκριση ενός σχεδίου ή προγράμματος ή την έναρξη της σχετικής νομοθετικής διαδικασίας, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, για σχέδια ή προγράμματα εθνικού, περιφερειακού, νομαρχιακού ή τοπικού χαρακτήρα τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και ειδικότερα: α) για τα σχέδια και προγράμματα που εκπονούνται για έναν ή περισσότερους από τους τομείς γεωργίας, δασοπονίας, αλιείας, ενέργειας, βιομηχανίας, μεταφορών, διαχείρισης αποβλήτων, διαχείρισης υδάτινων πόρων, τηλεπικοινωνιών, τουρισμού, πολεοδομικού ή χωροταξικού σχεδιασμού ή χρήσης γης και τα οποία καθορίζουν το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων και δραστηριοτήτων της πρώτης (Α) κατηγορίας (υποκατηγορίες 1 και 2) του Παραρτήματος Ι (πίνακες 1-10) της υπ` αριθμ. 15393/2332/2002 κοινής υπουργικής απόφασης. Τα προαναφερόμενα σχέδια και προγράμματα περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι του άρθρου 11. Το παράρτημα αυτό μπορεί να συμπληρώνεται με αποφάσεις του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. μετά από εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας περιβάλλοντος του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (ΕΥΠΕ/Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.), όταν περιέρχονται σε γνώση της σχέδια και προγράμματα τα οποία εμπίπτουν στις ανωτέρω διατάξεις. β) για όλα τα σχέδια και προγράμματα τα οποία στο σύνολό τους ή εν μέρει εφαρμόζονται σε περιοχές του εθνικού σκέλους του Ευρωπαϊκού Οικολογικού Δικτύου Natura 2000 (Τόποι Κοινοτικής Σημασίας (Τ.Κ.Σ.) και Ζώνες Ειδικής Προστασίας (Ζ.Ε.Π.) και τα οποία ενδέχεται να τις επηρεάσουν σημαντικά. Εξαιρούνται τα σχέδια διαχείρισης και τα προγράμματα δράσης που συνδέονται άμεσα ή είναι απαραίτητα για τη διαχείριση και προστασία των περιοχών αυτών. Προκειμένου να κριθεί αν τα σχέδια και προγράμματα που αναφέρονται στην ανωτέρω παράγραφο, και δεν αφορούν σχέδια και προγράμματα της παραγράφου (α), ενδέχεται να επηρεάσουν σημαντικά περιοχές του εθνικού σκέλους του Ευρωπαϊκού Οικολογικού Δικτύου Natura 2000 (Τόποι Κοινοτικής Σημασίας (Τ.Κ.Σ.) και Ζώνες Ειδικής Προστασίας (Ζ.Ε.Π.)), και επομένως αν πρέπει να υποβληθούν σε διαδικασία Σ.Π.Ε., πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία περιβαλλοντικού προελέγχου του άρθρου 5. 2. Σε διαδικασία Σ.Π.Ε. υποβάλλονται επίσης τα σχέδια ή προγράμματα που αναφέρονται στο Παράρτημα ΙΙ του άρθρου 11, μόνον όταν η κατά περίπτωση αρμόδια αρχή κρίνει με γνωμοδότησή της, σύμφωνα με τη διαδικασία περιβαλλοντικού προελέγχου του άρθρου 5, ότι ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. 3. Τα ακόλουθα σχέδια και προγράμματα δεν υπόκεινται στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης: – σχέδια και προγράμματα που εξυπηρετούν αποκλειστικά σκοπούς εθνικής άμυνας ή καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, – δημοσιονομικά σχέδια και προγράμματα ή σχέδια και προγράμματα που αφορούν τον προϋπολογισμό. 4. Η παρούσα απόφαση δεν εφαρμόζεται σε σχέδια και προγράμματα συγχρηματοδοτούμενα κατά τις αντίστοιχες τρέχουσες περιό-
δους προγραμματισμού για τους κανονισμούς του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθμ. 1260/1999 και (ΕΚ) αριθμ. 1257/1999. Άρθρο 4 [Αρμόδια αρχή] Αρμόδια αρχή για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας απόφασης ορίζεται: 1) η αρμόδια Υπηρεσία Περιβάλλοντος του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (ΕΥΠΕ/Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.) για σχέδια και προγράμματα τα οποία: α) αναφέρονται σε Εθνικό, Δια-Περιφερειακό και Περιφερειακό επίπεδο, β) εμπίπτουν γεωγραφικά στο σύνολό τους ή εν μέρει σε περιοχές του εθνικού σκέλους του Ευρωπαϊκού Οικολογικού Δικτύου Natura 2000, γ) εγκρίνονται με νόμους, Π.Υ.Σ. ή υπουργικές αποφάσεις, δ) αφορούν τροποποιήσεις των σχεδίων και προγραμμάτων που αναφέρονται στα εδάφια (α), (β) και (γ) της παρούσας παραγράφου. 2) η αρμόδια υπηρεσία Περιβάλλοντος της οικείας Περιφέρειας για σχέδια και προγράμματα τα οποία αναφέρονται σε Δια-Νομαρχιακό, Νομαρχιακό ή τοπικό επίπεδο της ίδιας Περιφέρειας και δεν εμπίπτουν γεωγραφικά στο σύνολό τους ή εν μέρει σε περιοχές του εθνικού σκέλους του Ευρωπαϊκού Οικολογικού Δικτύου Natura 2000. Άρθρο 5 [Διαδικασία περιβαλλοντικού προελέγχου για την υποβολή σε Σ.Π.Ε. των σχεδίων και προγραμμάτων των παραγράφων 1β και 2 του άρθρου 3] 1. Κάθε σχέδιο ή πρόγραμμα από τα αναφερόμενα στις παραγράφους 1β και 2 του άρθρου 3, υποβάλλεται σε διαδικασία περιβαλλοντικού προελέγχου προκειμένου η αρμόδια αρχή που προβλέπεται στην παράγραφο 3 να κρίνει κατά τους ειδικότερους όρους του άρθρου αυτού, εάν το εν λόγω σχέδιο ή πρόγραμμα ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και πρέπει κατά συνέπεια να υποβληθεί σε ΣΠΕ. Για το σκοπό αυτό η αρχή σχεδιασμού υποβάλλει αίτηση στην αρμόδια αρχή, η οποία συνοδεύεται από φάκελο με τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα IV του άρθρου 11, σε οχτώ (8) τουλάχιστον αντίγραφα. 2. Σε περίπτωση που ο φάκελος της παραγράφου 1 δεν είναι πλήρης, η αρμόδια αρχή, το αργότερο εντός είκοσι (20) ημερών από την υποβολή του, ενημερώνει εγγράφως την αρχή σχεδιασμού για τις απαιτούμενες πληροφορίες, στοιχεία και τεκμηριώσεις, με τα οποία πρέπει να συμπληρωθεί ο φάκελος. 3. Η αρμόδια αρχή αφού εξετάσει το φάκελο και διαπιστώσει ότι είναι πλήρης, και πριν αξιολογήσει το περιεχόμενό του, τον διαβιβάζει εντός είκοσι (20) ημερών από την υποβολή του (ή την υποβολή των απαραίτητων συμπληρωματικών στοιχείων εφόσον απαιτούνται), στις κατά περίπτωση δημόσιες αρχές που αναφέρονται παρακάτω, για να διατυπώσουν τη γνώμη τους και ειδικότερα: α) Σε περίπτωση που αρμόδια αρχή είναι η προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 του άρθρου 4, ο φάκελος διαβιβάζεται: α.1) στα Υπουργεία Πολιτισμού, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Εμπορικής Ναυτιλίας κατά περίπτωση, α.2) στις αρμόδιες κατά περίπτωση Υπηρεσίες του ΥΠΕΧΩΔΕ, α.3) στους Οργανισμούς Αθήνας ή Θεσσαλονίκης κατά περίπτωση ή στους Οργανισμούς του άρθρου 3 του Ν. 2508/1997, εφόσον αυτοί έχουν συσταθεί. β) Σε περίπτωση που αρμόδια αρχή είναι η προβλεπόμενη στην παράγραφο 2 του άρθρου 4, ο φάκελος διαβιβάζεται στις αντίστοιχες με τις αρχές του εδαφίου α, αρμόδιες υπηρεσίες της οικείας Περιφέρειας και σε περίπτωση που δεν υφίστανται τέτοιες, στις αντίστοιχες κεντρικές ή Νομαρχιακές υπηρεσίες κατά την κρίση της αρμόδιας Περιφερειακής Υπηρεσίας. γ) Η ως άνω αρμόδια αρχή της παραγράφου α ή β μπορεί σε εξαιρετικές περιπτώσεις και εάν το κρίνει απαραίτητο, να ζητά τη γνώμη και άλλων δημόσιων αρχών. 4. Μέσα σε σαράντα (40) ημέρες από την παραλαβή του φακέλου οι δημόσιες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 3 διαβιβάζουν τη γνώμη τους στην αρμόδια αρχή. 5. Είναι δυνατόν κατά τη διαδικασία διαβούλευσης με τις κατά περίπτωση δημόσιες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 3, η αρμόδια αρχή να ζητά από τη αρχή σχεδιασμού πρόσθετες πληροφορίες, στοιχεία και τεκμηριώσεις για την αξιολόγηση της σημαντικότητας των ενδεχόμενων επιπτώσεων του σχεδίου ή προγράμματος στο περιβάλλον. 6. Η αρμόδια αρχή από την παραλαβή των γνωμοδοτήσεων από τις προαναφερόμενες δημόσιες αρχές ή άλλως από την παρέλευση της προθεσμίας των σαράντα (40) ημερών και ανεξάρτητα από το αν έχουν διαβιβασθεί ή όχι οι γνωμοδοτήσεις αυτές, αξιολογεί εάν το προτεινόμενο σχέδιο ή πρόγραμμα ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και πρέπει κατά συνέπεια να υποβληθεί σε Σ.Π.Ε. και εντός δεκαπέντε (15) ημερών προβαίνει σε θετική γνωμοδότηση ή αρνητική απόφαση ως προς την υποχρέωση υποβολής σε διαδικασία Σ.Π.Ε. 7. Η θετική γνωμοδότηση ή αρνητική απόφαση της αρμόδιας αρχής υπογράφεται από το Γενικό Διευθυντή Περιβάλλοντος Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. ή τον αρμόδιο Γενικό Διευθυντή της οικείας Περιφέρειας κατά περίπτωση. Η θετική γνωμοδότηση ισχύει για περιορισμένο χρονικό διάστημα που καθορίζεται σ` αυτήν. 8. Η αρμόδια αρχή διαβιβάζει στην αρχή σχεδιασμού αντίγραφο της θετικής γνωμοδότησης ή αρνητικής απόφασης συνοδευόμενο από σχετικό φάκελο. 9. Η αρχή σχεδιασμού προβαίνει εντός δέκα (10) ημερών από την παραλαβή της, σε δημοσιοποίηση της θετικής γνωμοδότησης ή αρνητικής απόφασης της αρμόδιας αρχής για την ενημέρωση του κοινού και ειδικότερα: α) Για σχέδια και προγράμματα εθνικού επιπέδου, με δημοσίευση σχετικής ανακοίνωσης σε δύο (2) τουλάχιστον ημερήσιες εφημερίδες εθνικής εμβέλειας και ενδεχομένως ηλεκτρονικά, εφόσον υπάρχει αυτή η δυνατότητα. β) Για σχέδια και προγράμματα Δια-Περιφερειακού και Περιφερειακού επιπέδου με διαβίβαση αντιγράφου της θετικής γνωμοδότησης ή αρνητικής απόφασης στο(α) οικείο(α) Περιφερειακό(ά) Συμβούλιο(α) για να λάβει(ουν) γνώση και με δημοσίευση σχετικής ανακοίνωσης σε δύο (2) τουλάχιστον ημερήσιες εφημερίδες περιφερειακής ή εθνικής εμβέλειας. γ) Για σχέδια και προγράμματα Δια-Νομαρχιακού, Νομαρχιακού ή τοπικού επιπέδου με τη διαβίβαση αντιγράφου της θετικής γνωμοδότησης ή αρνητικής απόφασης στο(α) οικείο(α) Νομαρχιακό(ά) Συμβούλιο(α), για να λάβει γνώση και με δημοσίευση σχετικής ανακοίνωσης στον τοπικό τύπο ή σε περίπτωση έλλειψής του σε μία εφημερίδα με ευρύτερη περιφερειακή ή εθνική εμβέλεια. Άρθρο 6 [Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Σ.Μ.Π.Ε.)] 1. Σε περίπτωση που απαιτείται Σ.Π.Ε., σύμφωνα με το άρθρο 3 (παρ.1 και 2), η αρχή σχεδιασμού εκπονεί Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Σ.Μ.Π.Ε.) για το προτεινόμενο σχέδιο ή πρόγραμμα, στην οποία εντοπίζονται, περιγράφονται και αξιολογούνται οι ενδεχόμενες σημαντικές επιπτώσεις που θα έχει στο περιβάλλον η εφαρμογή του σχεδίου ή προγράμματος, καθώς και λογικές εναλλακτικές δυνατότητες, σε περιεκτική μορφή, λαμβανομένων υπόψη των στόχων και του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής του σχεδίου ή προγράμματος. Το περιεχόμενο της Σ.Μ.Π.Ε. περιγράφεται αναλυτικά στο παράρτημα ΙΙΙ του άρθρου 11 της παρούσας απόφασης. 2. Η Σ.Μ.Π.Ε. περιλαμβάνει τις πληροφορίες που ευλόγως μπορεί να απαιτούνται για την εκτίμηση των ενδεχόμενων σημαντικών επιπτώσεων που θα έχει στο περιβάλλον η εφαρμογή του σχεδίου ή προγράμματος, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες γνώσεις και μεθόδους εκτίμησης, το περιεχόμενο και το επίπεδο λεπτομερειών του σχεδίου ή του προγράμματος, το στάδιο της διαδικασίας εκπόνησής του και το βαθμό στον οποίο οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις δύνανται να αξιολογηθούν καλύτερα σε διαφορετικά επίπεδα σχεδιασμού ώστε να αποφεύγεται η επανάληψη εκτίμησής τους. 3. Ως προς την έκταση και το βαθμό λεπτομέρειας των πληροφοριών που πρέπει να περιλαμβάνονται στην Σ.Μ.Π.Ε., η αρχή σχεδιασμού μπορεί, πριν ή κατά το στάδιο εκπόνησης της Σ.Μ.Π.Ε. να ζητήσει εγγράφως από την αρμόδια αρχή περαιτέρω διευκρινίσεις. Η αρμόδια αρχή εφόσον το κρίνει σκόπιμο και πριν απαντήσει εγγράφως στην αρχή σχεδιασμού, ζητά τη γνώμη των κατά περίπτωση δημόσιων αρχών που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 5 της παρούσας. 4. Κάθε σχετική διαθέσιμη πληροφορία όσον αφορά τις επιπτώσεις των σχεδίων και προγραμμάτων στο περιβάλλον, η οποία προήλθε από κάποιο άλλο επίπεδο λήψης αποφάσεων ή από άλλες διατάξεις της εθνικής ή κοινοτικής νομοθεσίας, μπορεί να χρησιμοποιείται για την παροχή των πληροφοριών που περιέχονται στο Παράρτημα ΙΙΙ του άρθρου 11 της παρούσας. 5. Το Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο που θα διασφαλίζει ότι το περιεχόμενο των Σ.Μ.Π.Ε. είναι ποιοτικά επαρκές ώστε να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της παρούσας απόφασης. Η αρμόδια Υπηρεσία του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. ανακοινώνει στην Επιτροπή Ε.Κ., τα τυχόν μέτρα που λαμβάνει όσον αφορά την ποιότητα αυτών των μελετών. Άρθρο 7 [Διαδικασία Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης (Σ.Π.Ε.)] 1. Τα σχέδια ή προγράμματα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 3 και τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, υποβάλλονται σε διαδικασία Σ.Π.Ε. H Σ.Π.Ε. αποτελεί προϋπόθεση για την έγκριση του εν λόγω σχεδίου ή προγράμματος ή για την έναρξη της σχετικής νομοθετικής διαδικασίας, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. 2. Για τη διενέργεια Σ.Π.Ε. η αρχή σχεδιασμού υποβάλλει αίτηση στην αρμόδια αρχή, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 4 της παρούσας, συνοδευόμενη από τον φάκελο της Σ.Μ.Π.Ε. σε δέκα (10) τουλάχιστον αντίτυπα. Το περιεχόμενο της Σ.Μ.Π.Ε., στην οποία περιλαμβάνεται και περιγραφή του προτεινόμενου σχεδίου ή προγράμματος, καθορίζεται στο Παράρτημα ΙΙΙ του άρθρου 11 της παρούσας. Στον φάκελο της ΣΜΠΕ περιλαμβάνονται επίσης: α) η θετική γνωμοδότηση μαζί με αντίγραφο του θεωρημένου χάρτη με σχηματική απεικόνιση του σχεδίου ή προγράμματος, εφόσον το σχέδιο ή πρόγραμμα είχε υποβληθεί σε διαδικασία περιβαλλοντικού προελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 5 της παρούσας, β) η απάντηση της αρμόδιας αρχής, εφόσον για το σχέδιο ή πρόγραμμα υποβλήθηκε ερώτημα σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 6 της παρούσας. 3. Σε περίπτωση που ο φάκελος της παραγράφου 2 δεν είναι πλήρης, η αρμόδια αρχή, το αργότερο εντός είκοσι (20) ημερών από την υποβολή του, ενημερώνει εγγράφως την αρχή σχεδιασμού για τις απαιτούμενες πληροφορίες, στοιχεία και τεκμηριώσεις με τα οποία πρέπει να συμπληρωθεί ο φάκελος ή, εφόσον οι συμπληρώσεις είναι μείζονος σημασίας, τον επιστρέφει. 4. Κατά τη διαδικασία της Σ.Π.Ε. του σχεδίου ή προγράμματος πραγματοποιείται η διαδικασία διαβούλευσης με τις δημόσιες αρχές και με το ενδιαφερόμενο κοινό. Προς τούτο η αρμόδια αρχή εφόσον εξετάσει τον φάκελο και διαπιστώσει ότι είναι πλήρης, τον διαβιβάζει εντός είκοσι (20) ημερών από την υποβολή του (ή την υποβολή των απαραίτητων συμπληρωματικών στοιχείων εφόσον απαιτούνται) α) στις κατά περίπτωση δημόσιες αρχές, που προβλέπονται παρακάτω για να εκφράσουν τη γνώμη τους και τις τυχόν παρατηρήσεις τους επί του περιεχομένου του και β) στην αρχή σχεδιασμού ώστε να προβεί αυτή στη δημοσιοποίησή του στο κοινό. Ειδικότερα: 4.1 Διαδικασία διαβούλευσης με τις δημόσιες αρχές: α) Σε περίπτωση που αρμόδια αρχή είναι η προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 του άρθρου 4, αυτή διαβιβάζει το φάκελο: α.1) στα Υπουργεία Πολιτισμού, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Εμπορικής Ναυτιλίας κατά περίπτωση, α.2) στις αρμόδιες κατά περίπτωση Υπηρεσίες του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., α.3) στους Οργανισμούς Αθήνας ή Θεσσαλονίκης κατά περίπτωση, ή στους Οργανισμούς του άρθρου 3 του ν. 2508/1997 εφόσον αυτοί έχουν συσταθεί, α.4) στο(α) οικείο(α) Περιφερειακό(ά) Συμβούλιο(α), το(α) οποίο(α) εκτός από τη διατύπωση σχετικής γνωμοδότησης, θέτει(ουν) και στη διάθεση του κοινού, όποτε του(ς) ζητούνται, τις πληροφορίες και τα στοιχεία του φακέλου Σ.Μ.Π.Ε. α.5) στο κατά τομέα αρμόδιο Υπουργείο. β) Σε περίπτωση που αρμόδια αρχή είναι η προβλεπόμενη στην παράγραφο 2 του άρθρου 4, αυτή διαβιβάζει το φάκελο: β1) στις αντίστοιχες με τις αρχές του εδαφίου α αρμόδιες υπηρεσίες της οικείας Περιφέρειας και σε περίπτωση που δεν υφίστανται τέτοιες, στις αντίστοιχες κεντρικές ή Νομαρχιακές υπηρεσίες, κατά την κρίση της αρμόδιας Περιφερειακής Υπηρεσίας β2) στο(α) οικείο(α) Νομαρχιακό(ά) Συμβούλιο(α), το(α) οποίο(α) εκτός από τη διατύπωση σχετικής γνωμοδότησης, θέτει(ουν) και στη διάθεση του κοινού, όποτε του(ς) ζητούνται, τις πληροφορίες και τα στοιχεία του φακέλου Σ.Μ.Π.Ε. γ) Η ως άνω αρμόδια αρχή της παραγράφου 4.1.α ή 4.1.β μπορεί σε εξαιρετικές περιπτώσεις και εάν το κρίνει απαραίτητο, να ζητά τη γνώμη και άλλων δημόσιων αρχών. δ) Οι προαναφερόμενες δημόσιες αρχές και το(α) Περιφερειακό(ά) Συμβούλιο(α) ή Νομαρχιακό(ά) Συμβούλιο(α) κατά περίπτωση, διαβιβάζουν εγγράφως και ενδεχομένως ηλεκτρονικά, τη γνώμη και τις τυχόν παρατηρήσεις τους στην αρμόδια αρχή μέσα σε προθεσμία σαράντα πέντε (45) ημερών από την παραλαβή του φακέλου. 4.2 Διαδικασία διαβούλευσης με το ενδιαφερόμενο κοινό: α) Η αρχή σχεδιασμού δημοσιοποιεί στο κοινό το φάκελο Σ.Μ.Π.Ε., ώστε να λάβει γνώση και δίνει στο ενδιαφερόμενο κοινό την ευκαιρία να διατυπώσει εγγράφως, και ενδεχομένως ηλεκτρονικά, τις απόψεις του εφόσον το επιθυμεί. Η δημοσιοποίηση, που πραγματοποιείται μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την παραλαβή του φακέλου από την αρμόδια αρχή, γίνεται με δημοσίευση σχετικής ανακοίνωσης σε δύο τουλάχιστον ημερήσιες εφημερίδες 1) εθνικής εμβέλειας για σχέδια και προγράμματα εθνικού ή δια-περιφερειακού επιπέδου, 2) περιφερειακής εμβέλειας για σχέδια και προγράμματα περιφερειακού ή δια-νομαρχιακού επιπέδου, 3) νομαρχιακής ή ευρύτερης χωρικής εμβέλειας για σχέδια και προγράμματα νομαρχιακού ή τοπικού επιπέδου. β) Η παραπάνω ανακοίνωση πρέπει να περιλαμβάνει: 1) τον τίτλο του σχεδίου ή προγράμματος 2) τη γνωστοποίηση ότι διαθέτουν τόσο η ίδια όσο και το(α) οικείο(α) Περιφερειακό(α) Συμβούλιο(α) ή το(α) οικείο(α) Νομαρχιακό(ά) Συμβούλιο(α) κατά περίπτωση, τις απαραίτητες πληροφορίες και στοιχεία του φακέλου προκειμένου να ενημερωθεί το κοινό και 3) πρόσκληση προς το ενδιαφερόμενο κοινό να διατυπώσει εγγράφως, και ενδεχομένως ηλεκτρονικά, και σε κάθε περίπτωση επαρκώς τεκμηριωμένα τις απόψεις του προς την αρμόδια αρχή, μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της ανακοίνωσης αυτής. γ) Μέσα σε δέκα (10) ημέρες από τη δημοσιοποίηση του φακέλου η αρχή σχεδιασμού αποστέλλει στην αρμόδια αρχή τα αποκόμματα εφημερίδων που αποδεικνύουν τη διενέργεια της ανωτέρω δημοσιοποίησης. δ) Η αρχή σχεδιασμού μπορεί να χρησιμοποιεί επιπροσθέτως και επιλεκτικά οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο μέσο όπως ηλεκτρονικά μέσα, δημόσιες ακροάσεις, συνεντεύξεις, ανοικτές συζητήσεις, διάλογο μέσω διαδικτύου, που κατά την κρίση της καθιστά ουσιαστική τη συμμετοχή του κοινού. Τα σχετικά συμπεράσματα ή αποτελέσματα αποστέλλονται στην αρμόδια αρχή μέσα σε προθεσμία σαράντα πέντε (45) ημερών από την παραλαβή του φακέλου. 5. Η αρμόδια αρχή μπορεί κατά τη διαδικασία διαβούλευσης, να ζητά από την αρχή σχεδιασμού πρόσθετες πληροφορίες, στοιχεία και τεκμηριώσεις για την καλύτερη εκτίμηση των ενδεχόμενων επιπτώσεων του σχεδίου ή προγράμματος στο περιβάλλον. 6. Σε περίπτωση που αρχή σχεδιασμού είναι το Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., η ως άνω προβλεπόμενη διαδικασία διαβούλευσης με τις γνωμοδοτούσες αρχές και το ενδιαφερόμενο κοινό μπορεί να ενσωματωθεί σε υφιστάμενες διαδικασίες για την έγκριση σχεδίων και προγραμμάτων, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, εφόσον όμως καλύπτονται οι απαιτήσεις της παρούσας απόφασης. 7. Η αρμόδια αρχή εφόσον για το σχέδιο ή πρόγραμμα ακολουθήσει διασυνοριακές διαβουλεύσεις σύμφωνα με το άρθρο 8 της παρούσας, πριν την έγκριση ή μη της Σ.Μ.Π.Ε. του σχεδίου ή προγράμματος, αναμένει τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων αυτών. 8. Η αρμόδια αρχή από την παραλαβή των ως άνω γνωμοδοτήσεων των δημόσιων αρχών, του(ων) Περιφερειακού(ών) Συμβουλίου(ων) ή του(ων) Νομαρχιακού(ών) Συμβουλίου (ων) κατά περίπτωση και του ενδιαφερόμενου κοινού, ή άλλως από την παρέλευση της προθεσμίας των σαράντα πέντε (45) ημερών και ανεξάρτητα από το αν έχουν διαβιβασθεί ή όχι οι γνωμοδοτήσεις αυτές, αξιολογεί τις ενδεχόμενες σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις του σχεδίου ή προγράμματος, λαμβάνοντας υπόψη το φάκελο της Σ.Μ.Π.Ε., τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων με τις δημόσιες αρχές και το ενδιαφερόμενο κοινό και των διασυνοριακών διαβουλεύσεων του άρθρου 8 στην περίπτωση που απαιτούνται και προβαίνει μέσα σε είκοσι (20) ημέρες στην εκπόνηση σχεδίου απόφασης έγκρισης ή μη της Σ.Μ.Π.Ε. 9. Η απόφαση αυτή για τα σχέδια και προγράμματα της παραγράφου 1 του άρθρου 4 υπογράφεται από τον Υπουργό ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. Συνυπογράφεται επίσης από τον αρμόδιο κατά τομέα Υπουργό, ο οποίος αποδέχεται την ενδεχόμενη τροποποίηση στο σχέδιο ή πρόγραμμα που πιθανόν να προκύψει κατά τη διαδικασία Σ.Π.Ε. και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την απόφαση περιβαλλοντικής έγκρισης του σχεδίου ή προγράμματος, καθώς και από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών για σχέδια ή προγράμματα εθνικού ή περιφερειακού επιπέδου που περιλαμβάνουν έργα και δραστηριότητες η υλοποίηση των οποίων γίνεται στο σύνολό τους ή εν μέρει από κοινοτικούς πόρους. Για τα σχέδια και προγράμματα της παραγράφου 2 του άρθρου 4 την απόφαση έγκρισης της Σ.Μ.Π.Ε. υπογράφει ο Γενικός Γραμματέας της οικείας Περιφέρειας. 10. Η απόφαση έγκρισης της Σ.Μ.Π.Ε. περιλαμβάνει πληροφορίες και στοιχεία: α) σχετικά με τη διαβούλευση με τις δημόσιες αρχές και το ενδιαφερόμενο κοινό, σύμφωνα με τις παραγράφους 4.1 και 4.2 του παρόντος άρθρου, β) σχετικά με τα αποτελέσματα των διασυνοριακών διαβουλεύσεων που ενδεχομένως διενεργήθηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 8 της παρούσας, γ) για τις διαφοροποιήσεις που τυχόν επιβάλλονται στο σχέδιο ή πρόγραμμα από την ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής διάστασης, δ) για τους όρους, περιορισμούς και κατευθύνσεις για την προστασία και διαχείριση του περιβάλλοντος που πρέπει να συνοδεύουν την έγκριση του σχεδίου ή προγράμματος, ε) για το προβλεπόμενο σύστημα παρακολούθησης των σημαντικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την εφαρμογή του σχεδίου ή προγράμματος, στ) για το χρονικό διάστημα ισχύος της απόφασης. Η Σ.Μ.Π.Ε. αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εν λόγω απόφασης. 11. Η απόφαση έγκρισης ή μη της Σ.Μ.Π.Ε. δημοσιοποιείται με αντίστοιχο τρόπο προς τα προβλεπόμενα στη παράγραφο 9 του άρθρου 5 της παρούσας απόφασης, για να ενημερωθεί το κοινό. 12. Το σχέδιο ή πρόγραμμα, όπως τελικά θα εγκριθεί, πρέπει να είναι πλήρως εναρμονισμένο με την απόφαση έγκρισης της Σ.Μ.Π.Ε. Στην πράξη ή απόφαση έγκρισης του σχεδίου ή προγράμματος πρέπει να αναφέρεται ρητά η απόφαση έγκρισης της Σ.Μ.Π.Ε. Άρθρο 8 [Διασυνοριακές διαβουλεύσεις] […] Άρθρο 9 [Παρακολούθηση των επιπτώσεων] […] Άρθρο 10 [Μεταβατικές και άλλες διατάξεις] 1. Η υποχρέωση που αναφέρεται στο άρθρο 7 εφαρμόζεται για τα σχέδια και προγράμματα των οποίων η πρώτη τυπική προπαρασκευαστική πράξη είναι μεταγενέστερη της 21ης Ιουλίου 2004. Σχέδια και προγράμματα των οποίων η πρώτη τυπική προπαρασκευαστική πράξη είναι προγενέστερη της ημερομηνίας αυτής και τα οποία εγκρίνονται ή υποβάλλονται στη νομοθετική διαδικασία μετά την πάροδο περισσοτέρων από 24 μήνες από αυτήν, υπόκεινται στην υποχρέωση του άρθρου 7, εκτός εάν η αρμόδια Υπηρεσία της Γενικής Δ/νσης Περιβάλλοντος του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. αποφασίσει σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση ότι αυτό δεν είναι εφικτό και ενημερώσει το κοινό για την απόφασή της. 2. Από την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης η αρμόδια Υπηρεσία της Γενικής Δ/νης Περιβάλλοντος του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. ανακοινώνει στην Επιτροπή Ε.Κ, πληροφορίες γενικά για τους τύπους σχεδίων και προγραμμάτων τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 3, πρόκειται να υποβληθούν σε Σ.Π.Ε. σύμφωνα με την παρούσα απόφαση. Οι πληροφορίες αυτές ενημερώνονται σε τακτική βάση. 3. Η υποβολή σε διαδικασία Σ.Π.Ε. ενός σχεδίου ή προγράμματος σύμφωνα με το άρθρο 7 της παρούσας απόφασης, δεν θίγει οποιεσδήποτε απαιτήσεις της με α.η.π. 11014/703/Φ104/20.3.2003 κοινής υπουργικής απόφασης για την υποβολή σε διαδικασία Π.Π.Ε.Α. και Ε.Π.Ο. έργων και δραστηριοτήτων της με α.η.π. 15393/2332/5.8.2002 κοινής υπουργικής απόφασης που ενδεχομένως να προκύψουν από την εφαρμογή του σχεδίου ή προγράμματος. 4. Με την εφαρμογή της παρούσας απόφασης ο πολεοδομικός και χωροταξικός σχεδιασμός και Π.Ο.Τ.Α. που συμπεριλαμβάνονται στον Πίνακα 6 του Παραρτήματος Ι της με α.η.π. 15393/2332/5.8.2002 κοινής υπουργικής απόφασης, εφεξής δεν υπόκεινται σε διαδικασία Π.Π.Ε.Α. και Ε.Π.Ο. σύμφωνα με τις διατάξεις της με α.η.π. 11014/703/Φ104/20.3.2003 κοινής υπουργικής απόφασης αλλά σε διαδικασία Σ.Π.Ε. σύμφωνα με την παρούσα απόφαση. 5. Εντός τριών ετών από την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης, το Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. θα εκπονήσει έκθεση για την πορεία εφαρμογής της. Η έκθεση αυτή δύναται να συνοδεύεται και από προτάσεις καλύτερης προσαρμογής με νεώτερα στοιχεία που μπορούν να προκύψουν από την εφαρμογή της Οδηγίας 2001/42/ΕΚ σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο, καθώς και σχετικές μελέτες που θα εκπονηθούν για το σκοπό αυτό. Άρθρο 11 [Παραρτήματα] Προσαρτώνται και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παρούσας απόφασης τα Παραρτήματα I έως IV που ακολουθούν. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι ΣΧΕΔΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΕΚΠΟΝΗΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ (Σ.Π.Ε.) • Επιχειρησιακά Προγράμματα του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης και λοιπά σχέδια και προγράμματα που συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα οποία αφορούν τους τομείς της παραγράφου 1 του άρθρου 3. • Ειδικά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης (όπως εκείνα για Α.Π.Ε., βιομηχανία, τουρισμό, ενέργεια, μεταφορές, οικιστικά δίκτυα). • Περιφερειακά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης. • Ρυθμιστικά Σχέδια. • Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια. • Σχέδια Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοιχτών Πόλεων (Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π.). • Περιοχές Οργανωμένης Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων (Π.Ο.Α.Π.Δ.). • Περιοχές Ειδικών Χωρικών Παρεμβάσεων (Π.Ε.Χ.Π.). • Σχέδια Ολοκληρωμένων Αστικών Παρεμβάσεων (Σ.Ο.Α.Π.). • Περιοχές Ειδικά Ρυθμιζόμενης Πολεοδόμησης (Π.Ε.Ρ.ΠΟ.). • Περιοχές Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (Π.Ο.Τ.Α.). • Σχέδια Διαχείρισης Υδάτινων Συστημάτων. • Περιφερειακά Σχέδια Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων (ΠΕΣΔΑ). Εθνικός Σχεδιασμός Διαχείρισης Επικινδύνων Αποβλήτων. • Σχέδια Εγγειοβελτιωτικών Έργων και Αξιοποίησης Εδαφοϋδατικών Πόρων. • Πρόγραμμα Ανάπτυξης Τουριστικών Λιμένων. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ ΣΧΕΔΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΟΥ ΥΠΟΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΣΕ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΥ ΠΡΟΕΛΕΓΧΟΥ Όλα τα σχέδια και προγράμματα για τα οποία απαντώνται θετικά τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα ερωτήματα: • Το σχέδιο ή πρόγραμμα είναι Επιχειρησιακό Πρόγραμμα του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης ή άλλο σχέδιο ή πρόγραμμα που συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ανεξαρτήτως τομέα, και θέτει το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων και δραστηριοτήτων της 1ης και 2ης Υποκατηγορίας των Πινάκων 1- 10 του Παραρτήματος Ι της με α.η.π. 15393/2332/5.8.2002 κοινής υπουργικής απόφασης; • Το σχέδιο ή πρόγραμμα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1 του άρθρου 3 αλλά καθορίζει τη χρήση μικρής περιοχής σε τοπικό επίπεδο (π.χ. τοπικά ρυμοτομικά σχέδια); • Το σχέδιο ή πρόγραμμα αποτελεί ήσσονα τροποποίηση των αναφερομένων στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1 του άρθρου 3 σχεδίων και προγραμμάτων; • Το σχέδιο ή πρόγραμμα καθορίζει το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων και δραστηριοτήτων της 1ης και 2ης Υποκατηγορίας των Πινάκων 1-10 του Παραρτήματος Ι της με α.η.π. 15393/2332/5.8.2002 κοινής υπουργικής απόφασης σε τομείς που δεν περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1 του άρθρου 3; • Το σχέδιο ή πρόγραμμα καθορίζει το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων και δραστηριοτήτων της 3ης & 4ης Υποκατηγορίας των Πινάκων 1-10 του Παραρτήματος Ι της με α.η.π. 15393/2332/5.8.2002 κοινής υπουργικής απόφασης σε τομείς που περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1 του άρθρου 3; ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ (Σ.Μ.Π.Ε.) Η Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Σ.Μ.Π.Ε.) περιλαμβάνει τουλάχιστον: Α. ΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΟΥ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ Στο κεφάλαιο αυτό δίνεται μία μη τεχνική περίληψη του συνόλου της μελέτης. Β. ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Δίνονται στοιχεία της αρχής σχεδιασμού του σχεδίου ή προγράμματος καθώς και του μελετητή της Σ.Μ.Π.Ε. Γ. ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ Ή ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ Αναλύονται η σκοπιμότητα και οι στόχοι του σχεδίου ή προγράμματος. Επίσης συμπεριλαμβάνονται: α) οι διεθνείς ή κοινοτικοί ή εθνικοί στόχοι περιβαλλοντικής προστασίας που αφορούν στο σχέδιο ή πρόγραμμα, β) ο τρόπος με τον οποίο οι στόχοι αυτοί και τα περιβαλλοντικά ζητήματα ελήφθησαν υπόψη κατά την προετοιμασία του, γ) η σχέση του με άλλα σχετικά σχέδια και προγράμματα. Δ. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ Ή ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ Στο κεφάλαιο αυτό γίνεται περιγραφή του σχεδίου ή προγράμματος με ιδιαίτερη αναφορά: α) στο γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής του, β) στο περιεχόμενό του, γ) στα έργα και στις δραστηριότητες που ενδεχομένως να προκύψουν από την εφαρμογή του. Ε. ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ Περιγράφονται οι εύλογες εναλλακτικές δυνατότητες, συμπεριλαμβανομένων α) της μηδενικής λύσης, β) των λόγων επιλογής των εναλλακτικών δυνατοτήτων που εξετάσθηκαν, γ) των περιβαλλοντικά τεκμηριωμένων λόγων επιλογής του προτεινόμενου σχεδίου ή προγράμματος έναντι των άλλων εναλλακτικών δυνατοτήτων. ΣΤ. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Περιγράφεται η υφιστάμενη κατάσταση του περιβάλλοντος και δίνονται πληροφορίες για: α) τα σχετικά στοιχεία της τρέχουσας κατάστασης του περιβάλλοντος στην περιοχή μελέτης και η βάσει αυτής πιθανή εξέλιξη εάν δεν εφαρμοσθεί το σχέδιο ή πρόγραμμα, β) τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά των περιοχών που ενδέχεται να επηρεασθούν σημαντικά εντός της περιοχής μελέτης, γ) τα τυχόν υφιστάμενα περιβαλλοντικά προβλήματα των περιοχών της παραγράφου β΄ ανωτέρω, κυρίως εάν πρόκειται για περιοχές ιδιαίτερης περιβαλλοντικής σημασίας, όπως εκείνες που περιλαμβάνονται στο εθνικό σκέλος του Ευρωπαϊκού Οικολογικού Δικτύου Natura 2000. Σημειώνεται ότι ως περιοχή μελέτης ορίζεται μια ευρύτερη περιοχή από εκείνη του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής του σχεδίου ή προγράμματος, στην οποία αναμένονται σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την εφαρμογή του. Η περιοχή αυτή ορίζεται κάθε φορά από το μελετητή της Σ.Μ.Π.Ε. σε συνεργασία με τη αρχή σχεδιασμού του σχεδίου ή προγράμματος. Ζ. ΕΚΤΙΜΗΣΗ, ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ Ή ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ Προσδιορίζονται, εκτιμώνται και αξιολογούνται οι ενδεχόμενες σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, και ειδικότερα οι πρωτογενείς και δευτερογενείς, σωρευτικές, συνεργιστικές, βραχυ- μεσο-, μακροπρόθεσμες, μόνιμες και προσωρινές, θετικές και αρνητικές επιπτώσεις σε τομείς όπως: η βιοποικιλότητα, ο πληθυσμός, η ανθρώπινη υγεία, η πανίδα, η χλωρίδα, το έδαφος, τα ύδατα, ο αέρας, οι κλιματικοί παράγοντες, τα υλικά περιουσιακά στοιχεία, η πολιτιστική κληρονομιά συμπεριλαμβανομένης της αρχιτεκτονικής και αρχαιολογικής κληρονομιάς, το τοπίο και οι σχέσεις μεταξύ των ανωτέρω παραγόντων, Στο κεφάλαιο αυτό περιγράφεται ο τρόπος διενέργειας της εκτίμησης των επιπτώσεων στο περιβάλλον. Επίσης περιγράφονται: α) οι προτάσεις / κατευθύνσεις / μέτρα για την πρόληψη, τον περιορισμό και την, κατά το δυνατόν, αντιμετώπιση οποιωνδήποτε σημαντικών δυσμενών επιπτώσεων στο περιβάλλον, και β) το σύστημα παρακολούθησης των σημαντικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την εφαρμογή του σχεδίου ή προγράμματος (monitoring). Η. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ Στο κεφάλαιο αυτό δίνονται στοιχεία της κανονιστικής πράξης περιβαλλοντικής έγκρισης του σχεδίου ή προγράμματος και περιλαμβάνει: α) τις προτάσεις / κατευθύνσεις / μέτρα για την πρόληψη, τον περιορισμό και την, κατά το δυνατόν, αντιμετώπιση οποιωνδήποτε σημαντικών δυσμενών επιπτώσεων στο περιβάλλον, β) το προβλεπόμενο σύστημα παρακολούθησης των σημαντικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την εφαρμογή του σχεδίου ή προγράμματος (monitoring). Θ. ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΠΟΥ ΑΝΕΚΥΨΑΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΠΟΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΜΠΕ Στο κεφάλαιο αυτό γίνεται μνεία των τυχόν δυσκολιών (όπως τεχνικά ελαττώματα ή έλλειψη τεχνογνωσίας ή έλλειψη στοιχείων ή πληροφοριών) που προέκυψαν κατά την εκπόνηση της μελέτης. Ι. ΒΑΣΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΕΣ Στο κεφάλαιο αυτό καταγράφονται οι απολύτως αναγκαίες πρόσθετες βασικές μελέτες και έρευνες, οι οποίες θα πρέπει να εκπονηθούν πριν την έγκριση των έργων και δραστηριοτήτων που προκύπτουν από την εφαρμογή του σχεδίου ή προγράμματος. Κ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ α) Κείμενα τεκμηρίωσης. β) Χάρτες – Σχέδια κατάλληλης κλίμακας, κατά την κρίση του μελετητή, ανάλογα με την χωρική διάσταση του σχεδίου ή προγράμματος. Το σύνολο της μελέτης και των χαρτών – σχεδίων παραδίδονται και σε ηλεκτρονική μορφή. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙV ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΦΑΚΕΛΟΥ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΥ ΠΡΟΕΛΕΓΧΟΥ Ο φάκελος που υποβάλλεται στα πλαίσια της διαδικασίας περιβαλλοντικού προελέγχου για την υποβολή σε διαδικασία Σ.Π.Ε. περιέχει τουλάχιστον: Α. ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Δίνονται στοιχεία της αρχής σχεδιασμού του σχεδίου ή προγράμματος. Β. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ Ή ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ Περιγράφονται τα χαρακτηριστικά του σχεδίου ή προγράμματος με ιδιαίτερη αναφορά: • στο βαθμό στον οποίο το σχέδιο ή πρόγραμμα θέτει ένα πλαίσιο για έργα και άλλες δραστηριότητες είτε όσον αφορά στην θέση, στο χαρακτήρα, το μέγεθος και τις συνθήκες λειτουργίας τους, είτε στη χρησιμοποίηση φυσικών πόρων, • στη σχέση του σχεδίου ή προγράμματος με την εφαρμογή της κοινοτικής και εθνικής νομοθεσίας για το περιβάλλον (π.χ. σχέδια ή πρόγραμμα σχετικά με τη διαχείριση αποβλήτων ή την προστασία των υδάτων), • στο βαθμό στον οποίο το σχέδιο ή πρόγραμμα επηρεάζει άλλα σχέδια ή προγράμματα συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ανήκουν στο ίδιο ιεραρχημένο σύνολο σχεδιασμού, • στη σημασία του σχεδίου ή προγράμματος για την ενσωμάτωση των περιβαλλοντικών ζητημάτων, κυρίως με σκοπό την προαγωγή της αειφόρου ανάπτυξης, • στα περιβαλλοντικά προβλήματα που συνδέονται με το σχέδιο ή πρόγραμμα. Γ. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Περιγράφεται η υφιστάμενη κατάσταση του περιβάλλοντος, ιδίως τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά της περιοχής που ενδέχεται να επηρεασθεί από την υλοποίηση του σχεδίου ή προγράμματος, με ιδιαίτερη έμφαση στη σπουδαιότητα και στην ευαισθησία της περιοχής που ενδέχεται να επηρεασθεί, λόγω: • ειδικών φυσικών χαρακτηριστικών ή πολιτιστικής κληρονομιάς, • υπέρβασης περιβαλλοντικών ποιοτικών προτύπων ή οριακών τιμών, • εντατικής χρήσης γης Δ. ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ Ή ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ Περιγράφονται τα χαρακτηριστικά των επιπτώσεων στο περιβάλλον ιδιαίτερα όσον αφορά: • την πιθανότητα, τη διάρκεια, τη συχνότητα και την αναστρεψιμότητα των επιπτώσεων, • το σωρευτικό χαρακτήρα των επιπτώσεων, • το διασυνοριακό χαρακτήρα των επιπτώσεων, • τους κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον (π.χ. λόγω ατυχημάτων), • το μέγεθος και την έκταση στο χώρο των επιπτώσεων (γεωγραφική περιοχή και μέγεθος πληθυσμού που ενδέχεται να θιγούν), • τις επιπτώσεις σε περιοχές ή τοπία τα οποία απολαύουν αναγνωρισμένου καθεστώτος προστασίας σε εθνικό, κοινοτικό ή διεθνές επίπεδο, και εκτιμάται η ενδεχόμενη σημαντικότητά των επιπτώσεων αυτών. Ε. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ • Χάρτες – Σχέδια κατάλληλης κλίμακας, κατά την κρίση του μελετητή, ανάλογα με την χωρική διάσταση του σχεδίου ή προγράμματος. Το σύνολο του φακέλου και των χαρτών – σχεδίων παραδίδονται και σε ηλεκτρονική μορφή. Άρθρο 12 [Καταργούμενες διατάξεις]. Κάθε διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις της παρούσας απόφασης ή ανάγεται σε θέματα που ρυθμίζονται από αυτήν, καταργείται. Άρθρο 13 [Έναρξη ισχύος] Με την επιφύλαξη του άρθρου 10 η ισχύς της παρούσας απόφασης αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. […]».
8. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 2 (εδάφιο δεύτερο) του Συντάγματος, νομοθετική εξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα, πλην του Προέδρου τής Δημοκρατίας, όργανα της Διοίκησης, επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμισθούν είτε «ειδικότερα» θέματα, με την έννοια των μερικότερων περιπτώσεων ρυθμίσεων που περιέχονται, κατά βάση, στο ίδιο το νομοθετικό κείμενο, είτε θέματα τοπικού ενδιαφέροντος ή τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα.
9. Επειδή, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1338/1983 («Εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου», Α΄34), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 παρ.1 του ν. 1440/1984 (Α΄70), «Για τη συμμόρφωση προς οδηγίες […] που εκδίδονται από τα κοινοτικά όργανα εφαρμόζονται αναλόγως οι ήδη υφιστάμενες ως και οι εκάστοτε παρεχόμενες νομοθετικές εξουσιοδοτήσεις προς κανονιστική ρύθμιση σχετικών θεμάτων υπό την επιφύλαξιν των οριζομένων στο άρθρο 2.». Κατά δε το εν λόγω άρθρο 2 (παρ. 1) του αυτού ν. 1338/1983, «Με απόφαση του αρμοδίου καθ’ ύλην Υπουργού και του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας ρυθμίζονται τα της εφαρμογής και συμμορφώσεως προς τις κοινοτικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 εφ’ όσον οι πράξεις αυτές ανάγονται στα παρακάτω αντικείμενα: α)[…] ζ) Προστασία του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων.».
10. Επειδή, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 περ. ζ του ν. 1338/1983, ερμηνευόμενη σύμφωνα με την προμνημονευθείσα διάταξη του άρθρου 43 παρ.2 εδ. δεύτερο του Συντάγματος, έχει την έννοια ότι, παρέχουσα εξουσιοδότηση προς ρύθμιση με κανονιστικές υπουργικές αποφάσεις των ζητημάτων συμμορφώσεως προς το κοινοτικό δίκαιο επί αντικειμένων «προστασίας του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων», καταλαμβάνει, από τα ζητήματα αυτά, μόνον εκείνα τα οποία πληρούν τις προϋποθέσεις τής εν λόγω συνταγματικής διατάξεως. Τέτοιο δε ζήτημα συνιστά και η επιχειρηθείσα με την προσβαλλόμενη απόφαση συμμόρφωση προς την οδηγία 2001/42/ΕΟΚ. Τούτο δε διότι, η οδηγία αυτή, όπως παρετέθη ανωτέρω (σκέψη 6), περιέχει η ίδια διατάξεις που ρυθμίζουν το αντικείμενο και τις προϋποθέσεις εφαρμογής της σε τέτοιο βαθμό εντελείας (επακριβής καθορισμός τού πεδίου εφαρμογής της με αναλυτική περιγραφή και περιπτωσιολογικές διακρίσεις των υποκειμένων σε εκτίμηση σχεδίων και προγραμμάτων και του αντίστοιχου βαθμού δεσμεύσεως των κρατών μελών, λεπτομερής ρύθμιση του περιεχομένου τής μελέτης, των σταδίων και της όλης διαδικασίας τής εκτίμησης και των συνεπειών της), ώστε οι εναπομένουσες ρυθμίσεις, περιοριζόμενες, κατά βάση, είτε σε μερικότερες περιπτώσεις, είτε σε επιστημονικές – τεχνικές εφαρμογές, να συνιστούν, κατά τ’ ανωτέρω, ειδικότερα, αλλά και τεχνικά ζητήματα, επιτρεπτώς ρυθμιζόμενα με υπουργική απόφαση. Eπομένως, επιτρεπτώς, κατά τούτο, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, κατ΄ επίκληση, στο προοίμιό της, της ως άνω εξουσιοδοτικής διάταξης του ν. 1338/1983, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με το δικόγραφο προσθέτων λόγων τού αιτούντος, ότι τα επίδικα ζητήματα, αναγόμενα στον, κατά το άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος, χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό, ούτε ειδικότερα, ούτε τεχνικά ήταν και ότι, ως εκ τούτου, η ρύθμισή τους με υπουργική απόφαση, όπως και η εξουσιοδοτική διάταξη που την προβλέπει, είναι αντισυνταγματική, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Μ. Καραμανώφ, Δ. Αλεξανδρής και Β. Καμπίτση, προς τη γνώμη των οποίων ετάχθη και η Πάρεδρος Ρ. Γιαννουλάτου, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: H με την προσβαλλόμενη πράξη ενσωμάτωση της Οδηγίας δεν δύναται να αποτελέσει αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως σε άλλο όργανο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Τούτο δε διότι ελλείπει εν προκειμένω η βασική ρύθμιση του εσωτερικού δικαίου, έναντι της οποίας η προσβαλλόμενη πράξη θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποτελεί ζήτημα ειδικότερο και τεχνικού χαρακτήρα. Την ελλείπουσα αυτή ρύθμιση δεν μπορεί να υποκαταστήσει η ίδια η Οδηγία, η οποία, ανεξαρτήτως της εντελείας των διατάξεών της, δεν είναι πάντως αμέσου εφαρμογής, αλλά προϋποθέτει, γι αυτήν ακριβώς την εφαρμογή της, τη μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο με πράξη τυπικής ισχύος, ανάλογης προς τη σημασία και το ουσιαστικό περιεχόμενο των ρυθμίσεών της, δηλαδή εν προκειμένω με προεδρικό διάταγμα.
11. Επειδή, με το δικόγραφο προσθέτων λόγων τού αιτούντος προβάλλεται περαιτέρω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, υπογραφόμενη από μόνους τους Υπουργούς Οικονομίας και Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και (τον Υφυπουργό) Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, παραβιάζει την ανωτέρω εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 του ν.1338/1983, κατά την οποία, πλην του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, απαιτείται υπογραφή και του «αρμοδίου καθ’ ύλην Υπουργού». Ως καθ’ ύλην δε αρμόδιοι εν προκειμένω έπρεπε, κατά το αιτούν, να έχουν συνυπογράψει την προσβαλλόμενη απόφαση και οι Υπουργοί Ανάπτυξης, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Τουριστικής Ανάπτυξης και Μεταφορών και Επικοινωνιών, στην αρμοδιότητα των οποίων ανήκει η εκπόνηση σχεδίων και προγραμμάτων που υπάγονται υποχρεωτικά σε διαδικασία «στρατηγικής» περιβαλλοντικής εκτίμησης, σύμφωνα με τα άρθρα 3 παρ.2 της οδηγίας 2001/42/ΕΚ και 3 παρ.1 της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο λόγος όμως αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο δε διότι, κατά την άσκηση εν προκειμένω της ευχέρειας που παρεσχέθη στα κράτη μέλη με την ανωτέρω οδηγία (άρθρο 4 παρ. 2, ανωτ. σκέψη 6), είτε να ενσωματωθούν οι ρυθμίσεις της σε υφιστάμενες για την έγκριση σχεδίων και προγραμμάτων επί μέρους διαδικασίες, είτε να συμπεριληφθούν σε διαδικασίες που θεσπίζονται ειδικώς σε συμμόρφωση με την οδηγία, επελέγη με την προσβαλλόμενη απόφαση η δεύτερη λύση, της «κεντρικής» διαδικασίας. Στο πλαίσιο δε της διαδικασίας αυτής ορίσθηκε, κατά τα προεκτεθέντα, με τα άρθρα 2 στοιχ. η, και 4 της προσβαλλόμενης απόφασης (ανωτ. σκέψη 7) ως αρμόδια αρχή για την εφαρμογή των διατάξεών της η Υπηρεσία Περιβάλλοντος του Υ.ΠΕ.ΧΩ. Δ.Ε. ή, κατά περίπτωση, η αντίστοιχη υπηρεσία τής οικείας περιφέρειας. Οι υπηρεσίες αυτές είναι που συντονίζουν την όλη διαδικασία, έναντι τόσον του κοινού, όσο και των λοιπών αρχών, oργανώνοντας, ελέγχοντας και αξιολογώντας τις σχετικές μελέτες και διαβουλεύσεις, και εκτιμώντας, εν τέλει, τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των υπό εκπόνηση σχεδίων. Ως εκ του βασικού, συνεπώς, αυτού ρόλου των εν λόγω υπηρεσιών στο καθιερούμενο με την προσβαλλόμενη απόφαση σύστημα ρυθμίσεων, αρμόδιοι καθ’ ύλην, κατά την έννοια της εξουσιοδοτικής διατάξεως, ήσαν πράγματι εν προκειμένω οι δύο μόνον ως άνω υπουργοί (Περιβάλλοντος και Εσωτερικών) στους οποίους υπάγονται οι υπηρεσίες αυτές. Αν και κατά τη γνώμη τού Προέδρου και των Συμβούλων Σ. Χαραλάμπους, Δ. Αλεξανδρή, Ι. Γράβαρη, Δ. Γρατσία και Σ. Παραμυθιώτη, εκτός από τις ανωτέρω «αρμόδιες» υπηρεσίες, οι επίδικες ρυθμίσεις αφορούν αμέσως και στις «αρχές σχεδιασμού», ιδρύοντας και γι αυτές ουσιώδεις αρμοδιότητες, ευθύνες και δεσμεύσεις [πρωτοβουλία για την κίνηση της διαδικασίας, τόσον του προελέγχου, όσο και της στρατηγικής εκτίμησης, κατάρτιση, αντιστοίχως, του φακέλου πληροφοριών και της στρατηγικής μελέτης, διενέργεια της διαβούλευσης με το κοινό, συνυπογραφή τής εγκριτικής τής στρατηγικής μελέτης απόφασης και ευθύνη για την εναρμόνιση του σχεδίου μ’ αυτήν κ.λπ. (Βλ. ιδίως άρθρα 5-7 της προσβαλλομένης απόφασης)]. Ως εκ τούτου, και δεδομένου ότι αρχή σχεδιασμού μπορεί να είναι κάθε δημόσια αρχή (βλ. και άρθρο 2 στοιχ. στ και ζ της προσβαλλομένης), καθ’ ύλην αρμόδιοι υπουργοί για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης σύμφωνα με την ως άνω εξουσιοδοτική διάταξη ήσαν, κατά τη γνώμη αυτή, όλα τα μέλη τού Υπουργικού Συμβουλίου, τα οποία και θα έπρεπε να τη συνυπογράψουν.
12. Επειδή, σύμφωνα με τις παρατεθείσες στη σκέψη 6 διατάξεις τού άρθρου 3 τής οδηγίας 2001/42/ΕΚ, εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων πραγματοποιείται (παρ.1) «για σχέδια και προγράμματα που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 4 και τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.». Από τα εν λόγω, εξ άλλου, σχέδια και προγράμματα, εκείνα που αναφέρονται στην περίπτωση α τής παραγράφου 2 του ως άνω άρθρου [τα εκπονούμενα δηλ. στους τομείς που ορίζονται στο εν λόγω εδάφιο (γεωργία, δασοπονία, αλιεία κ.λπ.) και καθορίζοντα το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων των παραρτημάτων Ι και ΙΙ της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ)] υπόκεινται, κατ’ αρχήν, σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων άνευ άλλου, τεκμαιρομένου από την ίδια την οδηγία τού ενδεχομένου να έχουν σημαντικές στο περιβάλλον επιπτώσεις. [Εκτός αν πρόκειται για τις «ήσσονες» περιπτώσεις τής παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου (καθορισμός χρήσεως μικρών περιοχών σε τοπικό επίπεδο και ήσσονες τροποποιήσεις), ως προς τις οποίες η αξιολόγηση του ενδεχομένου υπάρξεως σημαντικών επιπτώσεων στο περιβάλλον και, συνακόλουθα, η ανάγκη πραγματοποίησης στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης καταλείπεται στα κράτη μέλη]. Στο αντίστοιχο άρθρο 3 παρ. 1 της προσβαλλόμενης απόφασης ορίζεται, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 7, ότι πραγματοποιείται «στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση» για σχέδια ή προγράμματα «τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον», και, «ειδικότερα», μεταξύ άλλων, για τα αναφερόμενα στην περίπτωση α της εν λόγω παραγράφου. Στην περίπτωση αυτή, αφού, στο πρώτο εδάφιο, αναφέρονται τα σχέδια και προγράμματα που εκπονούνται στους προβλεπόμενους από την οδηγία ως άνω τομείς (γεωργία, δασοπονία, αλιεία κ.λπ.) και καθορίζουν το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων και δραστηριοτήτων που μνημονεύονται στην 15393/2332/2002 κοινή υπουργική απόφαση (πρόκειται για κατατάξεις σε συμμόρφωση με την οδηγία 85/337/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε), αναφέρεται περαιτέρω (δεύτερο εδάφιο) ότι «τα προαναφερόμενα σχέδια και προγράμματα περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι του άρθρου 11», που «μπορεί να συμπληρώνεται με αποφάσεις του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε μετά από εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας […] όταν περιέρχονται σε γνώση της σχέδια και προγράμματα τα οποία εμπίπτουν στις ανωτέρω διατάξεις.». Στο εν λόγω παράρτημα, όπως το περιεχόμενό του παρετέθη επίσης στην ανωτέρω σκέψη 7, καταγράφονται περιπτώσεις «σχεδίων και προγραμμάτων», μεταξύ των οποίων και τα «Επιχειρησιακά Προγράμματα του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης και λοιπά σχέδια και προγράμματα που συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα οποία αφορούν τους τομείς της παραγράφου 1 του άρθρου 3.». Όπως συνάγεται από τις πιο πάνω ρυθμίσεις τής προσβαλλόμενης απόφασης, με αυτές, προκειμένου περί των «αυτοδικαίως», κατά την οδηγία 2001/42, υποκειμένων σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων σχεδίων και προγραμμάτων, η απόφαση στοιχήθηκε με τα οριζόμενα στην οδηγία, υπάγοντας, όπως και εκείνη, σε περιβαλλοντική εκτίμηση όλα, κατ’ αρχήν, τα σχέδια και προγράμματα που εκπονούνται στους προαναφερθέντες τομείς και καθορίζουν το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων κατά τη σχετική νομοθεσία. (πρώτο εδάφιο της ανωτέρω περίπτωσης α). Το προβλεπόμενο περαιτέρω ως άνω παράρτημα, έχοντας το χαρακτήρα ενδεικτικής καταγραφής περιπτώσεων τέτοιων σχεδίων και προγραμμάτων, δεν μεταβάλλει την κανονιστική εμβέλεια της ρύθμισης. Ο ενδεικτικός δηλαδή κατάλογος του παραρτήματος δεν αναιρεί την υποχρέωση εφαρμογής των ουσιαστικών κριτηρίων της ρύθμισης προκειμένου να διαγνωσθεί αν το συγκεκριμένο εκάστοτε σχέδιο ή πρόγραμμα υπόκειται ή όχι σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Για το λόγο, άλλωστε, αυτό, η προβλεπόμενη, κατά τ’ ανωτέρω, αρμοδιότητα του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων να συμπληρώνει το σχετικό κατάλογο δεν αποτελεί υπεξουσιοδότηση προς έκδοση κανονιστικής πράξεως. Συνεπώς, είναι αβάσιμα και απορριπτέα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από το αιτούν σωματείο, ότι δηλαδή με το πιο πάνω παράρτημα καθορίζονται περιοριστικά ως υπαγόμενες σε περιβαλλοντική εκτίμηση ορισμένες μόνον περιπτώσεις σχεδίων και προγραμμάτων των πιο πάνω τομέων, συμπληρούμενες καθ’ υπεξουσιοδότηση, με υπουργικές αποφάσεις, και ότι με τον τρόπο αυτό συρρικνώνεται ανεπιτρέπτως το αντίστοιχο πεδίο εφαρμογής τής Οδηγίας 2001/42. Όπως αβάσιμη ομοίως είναι και η αιτίαση, κατά την οποία η αναφορά στο παράρτημα σχεδίων και προγραμμάτων συγχρηματοδοτουμένων από την Ευρωπαϊκή Ένωση [αναφορά, πάντως, που απαντά και στην ίδια την οδηγία – βλ. άρθρο 2 περ α] αποκλείει ανεπιτρέπτως τα χρηματοδοτούμενα αμιγώς από εθνικούς πόρους.
13. Επειδή, για τις «ήσσονες», κατά τα προεκτεθέντα, περιπτώσεις των κατηγοριών σχεδίων και προγραμμάτων τής παραγράφου 2 τού άρθρου 3 της Οδηγίας 2001/42, ανατίθεται στα κράτη μέλη να κρίνουν κατά πόσον ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, ώστε να πρέπει να υποβληθούν σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Το ίδιο, κατά την παράγραφο 4 της οδηγίας, προκειμένου και περί των σχεδίων και προγραμμάτων που καθορίζουν το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων, χωρίς να υπάγονται στις κατηγορίες τής παραγράφου. 2. Ορίζονται δε περαιτέρω (παρ. 5-7) κριτήρια και διαδικασία για τη συναγωγή τής πιο πάνω κρίσης (βλ. ανωτ. σκέψη 6). Με την προσβαλλόμενη απόφαση η συμμόρφωση προς τις διατάξεις αυτές επιχειρήθηκε με τη διαδικασία «περιβαλλοντικού προελέγχου» που προβλέπεται στα άρθρα 3 (παρ. 2) και 5 αναφορικά με τα σχέδια και προγράμματα που προσδιορίζονται στο Παράρτημα ΙΙ της απόφασης. Ο προσδιορισμός των εν λόγω σχεδίων γίνεται, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 7, με τη μέθοδο της θετικής απάντησης σε ορισμένα ερωτήματα, το πρώτο των οποίων συνίσταται στο εάν «το σχέδιο ή πρόγραμμα είναι Επιχειρησιακό Πρόγραμμα του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης ή άλλο σχέδιο ή πρόγραμμα που συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ανεξαρτήτως τομέα, και θέτει το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων […]». Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η ρύθμιση αυτή τού παραρτήματος παραβιάζει την οδηγία, αφ’ ενός μεν γιατί αφήνει εκτός προελέγχου σχέδια ή προγράμματα που χρηματοδοτούνται από εθνικούς πόρους, αφ’ ετέρου δε γιατί, με τη χρήση τής ρήτρας «ανεξαρτήτως τομέα», φαίνεται να εξαρτά από τη διαδικασία τού προελέγχου την υποχρεωτική, κατά την οδηγία, εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των σχεδίων και προγραμμάτων, για τα οποία η εκτίμηση αυτή, λόγω του τομέα τους (γεωργία, δασοπονία, αλιεία κ.λπ) είναι υποχρεωτική, επιφέροντας έτσι «ανεπίτρεπτη σύγχυση και κατ’ επέκταση περιορισμό του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας». Και ο λόγος όμως αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, και κατά τα δύο του σκέλη. Κατά το πρώτο, διότι η ειδική αναφορά στα συγχρηματοδοτούμενα σχέδια και προγράμματα (αναφορά που απαντά, όπως προελέχθη, και στην ίδια την οδηγία) δεν σημαίνει ότι εξαιρούνται τα χρηματοδοτούμενα από εθνικούς μόνον πόρους, δεδομένου ότι τα τελευταία αυτά υπάγονται στο αντίστοιχο, αδιάστικτα, ως προς τη χρηματοδότηση, διατυπωμένο, τέταρτο ερώτημα του ίδιου παραρτήματος («το σχέδιο ή πρόγραμμα καθορίζει το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων […] σε τομείς που δεν περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1 του άρθρου 3;»). Κατά το δεύτερο, εξ άλλου, σκέλος του, ο λόγος είναι αβάσιμος, διότι η κατά τ’ ανωτέρω έκφραση «ανεξαρτήτως τομέα», ερμηνευόμενη σύμφωνα με την οδηγία, αλλά και σε συνδυασμό με τις λοιπές ρυθμίσεις τής προσβαλλόμενης απόφασης , έχει προδήλως την έννοια ότι υποβάλλονται σε προέλεγχο τα πιο πάνω (συγχρηματοδοτούμενα) σχέδια και προγράμματα, εφ’ όσον δεν υπάγονται στους τομείς εκείνους, ως εκ των οποίων η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων θα ήταν υποχρεωτική.
14. Επειδή, η Οδηγία 2001/42/ΕΚ, αποβλέποντας στην ενσωμάτωση του περιβαλλοντικού προβληματισμού στον ίδιο το σχεδιασμό τής δημόσιας πολιτικής (βλ. άρθρο 1 αλλά και προοίμιο, ιδίως υπό στοιχ. 1, 4 και 5), προβλέπει περιβαλλοντική εκτίμηση ήδη στο υψηλότερο επίπεδο τού «σχεδιασμού ή προγραμματισμού», σε στάδιο δηλαδή προγενέστερο του σχεδιασμού συγκεκριμένων «έργων» κατά την έννοια της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ («για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον», ΕΕ L175/5.7.1985). Ειδικότερα, η τελευταία αυτή οδηγία, όπως ισχύει, προβλέπει εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων πριν από τη χορήγηση αδείας για την «υλοποίηση κατασκευαστικών εργασιών ή άλλων εγκαταστάσεων ή έργων», καθώς και «άλλων επεμβάσεων στο φυσικό περιβάλλον ή το τοπίο, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι επεμβάσεις που αφορούν την εκμετάλλευση των πόρων του εδάφους», όταν τα «έργα» αυτά «ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.». [Άρθρα 1 (παρ. 1 και 2) και 2 παρ.1]. Περιπτώσεις σχετικών έργων παρατίθενται στα παραρτήματα I και ΙΙ της εν λόγω οδηγίας κατά κατηγορίες, μεταξύ των οποίων η κατηγορία τού «τουρισμού και αναψυχής» (παράρτημα ΙΙ, κατηγορία 12) και εκείνη των «έργων υποδομής» (κατηγορία 10 του αυτού παραρτήματος). Στην πρώτη περιλαμβάνονται «α) χιονοδρομικές πίστες, μηχανισμοί ανάβασης και σχετικά έργα υποδομής β) μαρίνες σκαφών αναψυχής γ) παραθεριστικοί οικισμοί και ξενοδοχειακά συγκροτήματα εκτός αστικών περιοχών και σχετικά έργα υποδομής δ) μόνιμοι χώροι κάμπινγκ και στάθμευσης τροχόσπιτων και ε) θεματικά πάρκα.» στη δεύτερη, μεταξύ άλλων, τα «έργα αστικής ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένης της κατασκευής εμπορικών κέντρων και χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων.». Εξ άλλου, στο άρθρο 11 παρ. 1 της οδηγίας 2001/42 ορίζεται, κατά τα προεκτεθέντα, ότι «η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η οποία διεξάγεται βάσει της παρούσας οδηγίας, δεν θίγει οποιεσδήποτε απαιτήσεις της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ ούτε οποιεσδήποτε άλλες απαιτήσεις του κοινοτικού δικαίου.».
15. Επειδή, με το άρθρο 1 παρ. 3 περ. β΄του ν. 2234/1994 (Α΄142) προσετέθη παράγραφος 4 στο άρθρο 3 του ν. 1892/1990 (περί επιχορηγήσεως επενδύσεων), με την οποία ορίσθηκε ότι «με προεδρικά διατάγματα […] μπορεί να καθορίζονται για την τουριστική εν γένει ανάπτυξη της χώρας, Περιοχές Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (Π.Ο.Τ.Α.) για την εγκατάσταση σε αυτές ξενοδοχειακών μονάδων κάθε μορφής, καθώς και επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών του τουριστικού τομέα, εφόσον πρόκειται για περιοχές που είναι κατάλληλες για ολοκληρωμένη τουριστική ανάπτυξη και δεν διαθέτουν αναπτυγμένη τουριστική υποδομή», και ότι «για να εκδοθούν τα ως άνω προεδρικά διατάγματα είναι απαραίτητο προηγουμένως να εκπονηθεί από τον ΕΟΤ και να εγκριθεί από τον Υπουργό Τουρισμού μελέτη τουριστικής ανάπτυξης και αξιοποίησης της συγκεκριμένης περιοχής, στην οποία θα προβλέπεται το είδος και ο αριθμός των μονάδων, ο αριθμός των κλινών, οι ειδικές εγκαταστάσεις, καθώς και οι ελεύθεροι χώροι και οι χώροι πρασίνου που απαιτούνται για την ολοκληρωμένη αξιοποίηση της περιοχής. […]». Ακολούθως, με το άρθρο 29 του ν.2545/1997 («Βιομηχανικές και Επιχειρηματικές Περιοχές […]», Α΄ 254), και υπό τον τίτλο «Περιοχές Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (Π.Ο.Τ.Α.) ορίσθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής: 1. α. Ως Περιοχές Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (Π.Ο.Τ.Α.) κατά την έννοια των άρθρων […] του ν. 1892/1990 […], όπως συμπληρώθηκαν αντίστοιχα με τις παρ. […] του άρθρου 1 του ν. 2234/1994 […] χαρακτηρίζονται δημόσιες ή ιδιωτικές εκτάσεις εκτός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων, εκτός ορίων οικισμών προϋφιστάμενων του 1923 και εκτός ορίων οικισμών κάτω των 2.000 κατοίκων, όπου δημιουργείται ένα σύνολο τουριστικών εγκαταστάσεων αποτελούμενο από ξενοδοχεία διαφόρων λειτουργικών μορφών, εγκαταστάσεις ειδικής τουριστικής υποδομής της παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 2160/1993 (ΦΕΚ 118 Α`), καθώς και συμπληρωματικές εγκαταστάσεις αναψυχής, άθλησης και γενικά υπηρεσιών διάθεσης του ελεύθερου χρόνου των τουριστών. β. Κατ` εξαίρεση είναι δυνατή η δημιουργία Π.Ο.Τ.Α. και σε εκτάσεις ή τμήματα εκτάσεων, που βρίσκονται εντός ορίων του Γενικού Πολεοδομικού σχεδίου (Γ.Π.Σ.) ή του Σχεδίου Χωροταξικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης (Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π.), αλλά μόνο σε περιοχές, που καθορίζονται από τα παραπάνω σχέδια ως περιοχές τουρισμού – αναψυχής, σύμφωνα με το άρθρο 8 του από 23.2.1987 προεδρικού διατάγματος και εφόσον τηρείται η διαδικασία των παραγράφων 3. 4 και 6 του παρόντος άρθρου. 2. Στις Π.Ο.Τ.Α. επιτρέπεται να περιλαμβάνονται όλες οι χρήσεις του άρθρου 8 του από 23.2.1987 προεδρικού διατάγματος (ΦΕΚ 166 Δ`), όπως συμπληρώθηκε από την παρ. 18α του άρθρου 6 του ν. 2160/1993, πλην καζίνο. 3. Ο χαρακτηρισμός και η οριοθέτηση των Π.Ο.Τ.Α. γίνεται μετά από αίτηση φυσικών ή νομικών προσώπων του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων και ύστερα από γνώμη του οικείου νομαρχιακού συμβουλίου, σε εφαρμογή εγκεκριμένου χωροταξικού σχεδίου, εθνικού ή περιφερειακού επιπέδου, ή τομεακής αναπτυξιακής – χωροταξικής μελέτης και εναρμονίζεται με τις χρήσεις και λειτουργίες της ευρύτερης περιοχής και τους γενικότερους αναπτυξιακούς στόχους. Η παραπάνω γνώμη του νομαρχιακού συμβουλίου παρέχεται το αργότερο εντός τριάντα (30) ημερών από τη λήψη του σχετικού φακέλου. Παρερχομένης απράκτου της προθεσμίας αυτής, η ως άνω κοινή υπουργική απόφαση εκδίδεται χωρίς τη γνώμη του νομαρχιακού συμβουλίου. Εάν δεν υφίσταται εγκεκριμένο χωροτοξικό σχέδιο ή τομεακή αναπτυξιακή χωροταξική μελέτη πριν το χαρακτηρισμό και την οριοθέτηση με την παραπάνω κοινή υπουργική απόφαση μιας περιοχής ως Π.Ο.Τ.Α.. απαιτείται η σύνταξη και έγκριση γενικών κατευθύνσεων τουριστικής πολιτικής για τη δημιουργία Π.Ο.Τ.Α., σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο. Οι κατευθύνσεις αυτές συντάσσονται από τον Ε.Ο.Τ. και εγκρίνονται με απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Εργων. 4. Με την παραπάνω κοινή απόφαση χαρακτηρισμού και οριοθέτησης Π.Ο.Τ.Α. καθορίζονται και εγκρίνονται τα εξής: α. Οι επιτρεπόμενες χρήσεις γης στα πλαίσια εφαρμογής της διάταξης της παρ. 2 του παρόντος άρθρου, καθώς και οι τυχόν πρόσθετοι περιορισμοί που αποσκοπούν στον έλεγχο της έντασης κάθε χρήσης. β. Οι ειδικότεροι όροι και τα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος από την ίδρυση και λειτουργία της Π.Ο.Τ.Α. γ. Η Γενική Διάταξη των προβλεπόμενων εγκαταστάσεων και η μέγιστη ανά χρήση εκμετάλλευση και τα διαγράμματα των δικτύων υποδομής, εκτός εάν πρόκειται να ακολουθηθεί η διαδικασια της παρ. 6 του παρόντος. δ. Ο φορέας ίδρυσης και εκμετάλλευσης της Π.Ο.Τ.Α. Η μεταβολή της έκτασης των ορίων της Π.Ο.Τ.Α. επιτρέπεται μόνον εφόσον τηρηθούν αναλόγως οι διαδικασίες, που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου για την ίδρυση της. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Εργων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής. 5.α. [όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 51 παρ. 5 του ν. 3105/2003, Α΄29] Εάν η έκταση της Π.Ο.Τ.Α. δεν πολεοδομείται, επιτρέπεται η σύσταση διηρημένων ιδιοκτησιών (οριζοντίων και καθέτων) επί των τυχόν εγκρινόμενων μη αμιγώς τουριστικών εγκαταστάσεων, η σύσταση μόνο καθέτων ιδιοκτησιών επί των τουριστικών εγκαταστάσεων, καθώς και η δια συμβάσεων, καταρτιζόμενων μεταξύ του φορέα της Π.Ο.Τ.Α. και τρίτων, παραχώρηση σε τρίτους ενοχικών και εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί αυτών. Προϋπόθεση για τη σύσταση των αυτοτελών κατά τα παραπάνω διηρημένων ιδιοκτησιών ή την παραχώρηση σε τρίτους δικαιωμάτων επί αυτών αποτελεί η ολοκλήρωση των βασικών έργων υποδομής, την εκτέλεση των οποίων έχει αναλάβει ο φορέας της Π.Ο.Τ.Α. ΄Ολες οι επιτρεπόμενες να εγκατασταθούν σε αυτή χρήσεις υπόκεινται στους όρους και περιορισμούς της εκτός σχεδίου δόμησης τουριστικών εγκαταστάσεων του από 20.1.1988 προεδρικού διατάγματος (ΦΕΚ 61 Δ) με την επιφύλαξη όσων ορίζονται διαφορετικά παρακάτω. […] . Εάν η έκταση της Π.Ο.Τ.Α. πρόκειται να πολεοδομηθεί, ισχύουν οι όροι και οι περιορισμοί δόμησης της παρ. 6 του παρόντος άρθρου. γ. Σε περίπτωση που η Π.Ο.Τ.Α περιλαμβάνει εκτάσεις ή τμήματα εκτάσεων που υπάγονται σε ειδικό νομικό καθεστώς (π.χ. δασικές εκτάσεις, αρχαιολογικούς χώρους κ.λπ.) εφαρμόζονται επ` αυτών οι οικείες διατάξεις. 6. Στις περιπτώσεις των παρ. 1β και 5β αυτού του άρθρου, για τη δημιουργία της Π.Ο.Τ.Α. απαιτείται προηγούμενη έγκριση μελέτης πολεοδόμησης και καθορισμός των όρων και περιορισμών δόμησης κατά παρέκκλιση της παρ. 5α αυτού του άρθρου, που πραγματοποιείται με προεδρικό διάταγμα, ύστερα από πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων. Η μελέτη συντάσσεται από το φορέα ίδρυσης και εκμετάλλευαης της Π.Ο.Τ.Α., σύμφωνα με τα οριζόμενα στην οικεία απόφαση χαρακτηρισμού και οριοθέτησής της, και πρέπει να περιλαμβάνει. α. Τις χρήσεις γης και τις τυχόν πρόσθετες απαγορεύσεις ή υποχρεώσεις. β. Τα διαγράμματα των δικτύων υποδομής. γ. Τους προβλεπόμενους κοινόχρηστους ή κοινωφελείς χώρους, που καταλαμβάνουν το 50% τουλάχιστον της συνολικής προς πολεοδόμηση έκτασης, καθώς και τους οικοδομήσιμους χώρους. δ. Τους γενικούς και ειδικούς όρους και περιορισμούς δόμησης, οι οποίοι μπορεί να ορίζονται ανά οικοδομικό τετράγωνο ή και ανά τμήμα του οικοδομικού τετραγώνου, εφόσον αυτό επιβάλλεται από τη διαμόρφωση του εδάφους ή τις ανάγκες προστασίας του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος ή άλλες ειδικές πολεοδομικές ανάγκες. Ο επιτρεπόμενος συντελεστής δόμησης δεν μπορεί να υπερβαίνει σε καμία περίπτωση το 0.2 του συνόλου της έκτασης της Π.Ο.Τ.Α. Η μελέτη πολεοδόμησης συνοδεύεται από πολεοδομικό σχέδιο, συντασσόμενο σε οριζοντιογραφικά και υψομετρικό τοπογραφικό διάγραμμα και έχει τις συνέπειες έγκρισης σχεδίου πόλεως κατά τις διατάξεις του ν.δ/τος της 17.7.1923. Οι κοινόχρηστοι χώροι της έκτασης περιέρχονται κατά κυριότητα στον οικείο ή τους οικείους Ο.ΤΑ., ενώ η φροντίδα της συντήρησής τους ανήκει στους ιδιοκτήτες των ακινήτων της Π.Ο.Τ.Α. 7. Οι τυχόν εγκρινόμενες κατά τις διαδικασίες των προηγούμενων παραγράφων μη αμιγώς τουριστικές εγκαταστάσεις των Π.Ο.Τ.Α. δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν το 20% της συνολικής κατά περίπτωση νόμιμης εκμετάλλευσης. […]». Kατ’ εξουσιοδότηση της ανωτέρω παραγράφου 4 του ν. 2545/1997 εκδόθηκε η Τ/751/10.2.1998 απόφαση της Υπουργού Ανάπτυξης και του Υφυπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων («Απαιτούμενα δικαιολογητικά, διαδικασίες και ρύθμιση λοιπών λεπτομερειών για την εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρ. 29 του Ν. 2545/97 […]», Β΄149), στην οποία αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «1. ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΑ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΑ […] Προκειμένου να πραγματοποιηθεί ο χαρακτηρισμός και η οριοθέτηση έκτασης (ή εκτάσεων) ως Περιοχής Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (Π.Ο.Τ.Α.) […] απαιτείται η εκ μέρους των ενδιαφερομένων […] υποβολή σχετικής αίτησης, που να συνοδεύεται από τα ακόλουθα δικαιολογητικά: α. Παρουσίαση του φορέα […] β. Έκθεση συνοπτικής παρουσίασης της φυσιογνωμίας της περιοχής […] γ. Έκθεση αναλυτικής παρουσίασης της υφιστάμενης κατάστασης στον τομέα του Τουρισμού […] δ. Περιγραφή της προτεινόμενης για τη δημιουργία ΠΟΤΑ έκτασης (ή εκτάσεων) και της άμεσα ευρύτερης περιοχής. […] ε. Έκθεση παρουσίασης του προγράμματος τουριστικής αξιοποίησης […] στ. Έκθεση κατ’ αρχήν αξιολόγησης των χωροταξικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την ίδρυση και λειτουργία της Π.Ο.Τ.Α. […] ζ. Οικονομικά στοιχεία – χρηματοδότηση […] 2. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗΣ ΜΙΑΣ Π.Ο.Τ.Α. […] Οι αρμόδιες υπηρεσίες του ΕΟΤ (Δ/νσεις Α΄ Έρευνας- Ανάπτυξης και Β΄ Εφαρμογής Προγραμμάτων και Χωροταξίας) […] ορίζουν κοινή σύσκεψη […] κατά τη διάρκεια της οποίας συντάσσεται κοινό πρακτικό, στο οποίο βεβαιώνεται: η τυπική και ουσιαστική πληρότητα του φακέ[λ]ου σύμφωνα με τα υπό στοιχ. 1 (α έως ζ) της παρούσας. [/] Η συμβατότητα της πρότασης Π.Ο.Τ.Α. με το οικείο εγκεκριμένο χωροταξικό σχέδιο, εθνικού ή περιφερειακού επιπέδου ή με τομεακή αναπτυξιακή – χωροταξική μελέτη ή με τις γενικές κατευθύνσεις τουριστικής πολιτικής της κοινής υπουργικής απόφασης της παρ. 3 του Ν. 2545/97. […] 3. Διευκρινίζεται ότι ο χαρακτηρισμός και η οριοθέτηση έκτασης (ή εκτάσεων) ως Π.Ο.Τ.Α. υποκαθιστά εξ όλων των κατά νόμον προβλεπομένων διαδικασιών για την έγκριση της ίδρυσης των πάσης φύσεως τουριστικών εγκαταστάσεων μόνο την προέγκριση χωροθέτησης (αρμοδιότητας Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.) και την έγκριση καταλληλότητας γηπέδου ή οικοπέδου (αρμοδιότητας ΕΟΤ). Όλες οι άλλες κατά νόμον διαδικασίες (έγκριση αρχιτεκτονικής μελέτης εγκαταστάσεων από ΕΟΤ, έγκριση περιβαλλοντικών όρων από Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.και ΕΟΤ […] κ.λπ.) τηρούνται κανονικά και στην περίπτωση των Π.Ο.Τ.Α.». Εξ άλλου, σε συμμόρφωση, μεταξύ άλλων, προς την προμνημονευθείσα (βλ. προηγ. σκέψη) οδηγία 85/337/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11/ΕΚ, εκδόθηκε η κοινή απόφαση Η.Π. 15393/2332/5.8.2002 των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (Β΄ 1022/5.8.2002), με την οποία κατηγοριοποιούνται «έργα και δραστηριότητες που παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά ως προς την εκτίμηση και αξιολόγηση των περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων». Από τις προβλεπόμενες σχετικώς «ομάδες», στην 6η, που αφορά «τουριστικές εγκαταστάσεις» και «εργασίες πολεοδομίας», περιλαμβάνονται «ξενοδοχειακά καταλύματα (υπό στοιχ. 1-5), «εγκαταστάσεις ειδικής τουριστικής υποδομής» (υπό στοιχ. 6, όπως «χιονοδρομικά κέντρα», «γήπεδα golf», «συνεδριακά κέντρα»), «ξενώνες» (υπό στοιχ. 8), «νοσοκομειακές εγκαταστάσεις» (υπό στοιχ. 10), «υπεραγορές» (υπό στοιχ. 12), «κτίρια γραφείων» (στοιχ. 13), «αίθουσες θεάτρου» (υπό στοιχ. 14), «χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων» (στοιχ. 18) κ.ά. Μεταξύ δε αυτών, καταλέγονται και οι «Περιοχές Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (ΠΟΤΑ)» (στοιχ. 7), ο «πολεοδομικός σχεδιασμός» (στοιχ. 23) και ο «χωροταξικός σχεδιασμός» (στοιχ. 24). Για τα πιο πάνω «έργα και δραστηριότητες», με την Η.Π. 11014/703/Φ.104/14.3.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και Εσωτερικών, Δημόσιας Διοικήσεως και Αποκεντρώσεως προβλέπεται, υπό προϋποθέσεις, «Διαδικασία Προκαταρκτικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης και Αξιολόγησης (Π.Π.Ε.Α.) και Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων (Ε.Π.Ο.)».
16. Επειδή, κατά τα προεκτεθέντα (σκέψη 7), στο άρθρο 10 παρ. 4 της προσβαλλόμενης απόφασης ορίζεται ότι «με την εφαρμογή της παρούσας απόφασης ο πολεοδομικός και χωροταξικός σχεδιασμός και Π.Ο.Τ.Α. που συμπεριλαμβάνεται στον Πίνακα 6 του Παραρτήματος Ι της α.η.π. 15393/2335/5.8.2002 κοινής υπουργικής απόφασης, εφεξής δεν υπόκεινται σε διαδικασία Π.Π.Ε.Α. και Ε.Π.Ο., σύμφωνα με τις διατάξεις της α.η.π. 11014/703/Φ104/20.3.2003 κοινής υπουργικής απόφασης αλλά σε διαδικασία Σ.Π.Ε. σύμφωνα με την παρούσα απόφαση.». Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η εν λόγω διάταξη, υποβάλλοντας εφεξής τις Π.Ο.Τ.Α. σε περιβαλλοντική εκτίμηση κατά την οδηγία 2001/42 αντί της οδηγίας 85/337, παρόλο που αποτελούν, κατά το αιτούν, «προεχόντως έργο τουριστικής άλλως έργο αστικής ανάπτυξης» κατά την τελευταία αυτή οδηγία, παραβιάζει τόσο την ίδια την οδηγία 85/337, όσο και την επιβάλλουσα την εξακολούθηση της εφαρμογής της ως άνω διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 της οδηγίας 2001/42 (ανωτ. σκέψη 14). Ο λόγος όμως αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Η πράξη χαρακτηρισμού και οριοθέτησης περιοχής ως Π.Ο.Τ.Α., όπως, κατά τ’ ανωτέρω, προβλέπεται και ρυθμίζεται με τις σχετικές διατάξεις, δεν αποτελεί, καθ’ εαυτήν, έργο, εμπίπτον στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 85/337 και της αντίστοιχης εσωτερικής νομοθεσίας. Τέτοια έργα συνιστούν οι επί μέρους εγκαταστάσεις (ξενοδοχειακές, αθλητικές, αναψυχής κ.λπ.) που συναπαρτίζουν την υποδομή τής συγκεκριμένης τουριστικής επιχείρησης και τα οποία, στο πλαίσιο της αυτοτελούς, κατά τ’ ανωτέρω, αδειοδότησής τους, εξακολουθούν βεβαίως να υπόκεινται, ως τέτοια, σε περιβαλλοντική εκτίμηση κατά την οδηγία 85/337. Ο ίδιος ο χαρακτηρισμός όμως περιοχής ως Π.Ο.Τ.Α. και η οριοθέτησή της συνιστούν από τη φύση τους περίπτωση χωροταξικού σχεδιασμού. Στο σχεδιασμό ακριβώς αυτό (κι όχι στα επί μέρους έργα) αναφέρεται προδήλως η επίδικη διάταξη, και νομίμως, ως εκ τούτου, τον αποσπά από τις ρυθμίσεις τής οδηγίας 85/337 (μαζί με τον «πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό») υπάγοντάς τον ορθώς στην κατηγορία των υποκειμένων σε «στρατηγική εκτίμηση» κατά την οδηγία 2001/42 «σχεδίων και προγραμμάτων».
17. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ακόμη ότι η προσβαλλόμενη πράξη αντίκειται στα άρθρα 1, 4 (παρ. 2 και 3) και 5 (παρ. 2 και 3) της Οδηγίας 2001/42 (βλ. ανωτ. σκέψη 6), καθώς δεν διασφαλίζει, όπως «επιτάσσουν» οι εν λόγω διατάξεις, σε συνδυασμό και με το προοίμιο της οδηγίας, «την αναγκαία συνάρθρωση των διαδικασιών της στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης με τις ήδη ισχύουσες διαδικασίες του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, ενώ παραλλήλως αγνοεί παντελώς την ανάγκη να αποφευχθεί η επανάληψη της εκτίμησης μεταξύ των διαφόρων χωροταξικών και πολεοδομικών σχεδίων που εντάσσονται σε ένα ιεραρχημένο σύνολο, σύμφωνα με τους ν. 2742/1999 και 2508/1997». Ειδικότερα, προβάλλεται ότι η υφισταμένη νομοθεσία για τα χωροταξικά και πολεοδομικά σχέδια που, κατά το παράρτημα Ι της προσβαλλόμενης πράξης, υπάγονται σε στρατηγική εκτίμηση, θεσπίζει αντίστοιχες, ιεραρχικά διαρθρωμένες, διαδικασίες περιβαλλοντικών εκτιμήσεων, ότι αντί να ενσωματωθεί σ’ αυτές η στρατηγική εκτίμηση «επελέγη η μέθοδος της εισαγωγής ενός παράλληλου και εξωτερικού προς τα ανωτέρω σχέδια συστήματος […] που αναμένεται με βεβαιότητα να οδηγήσει σε μια τυπική και εν τέλει “μηχανιστική” ανταπόκριση στους σκοπούς της οδηγίας», ότι «η επιλογή αυτή, που επιβαρύνει αδικαιολόγητα τις ισχύουσες διοικητικές διαδικασίες […] και εισάγει χρονικές καθυστερήσεις, τριβές, ασάφειες και αλληλεπικαλύψεις εις βάρος της ευελιξίας και της αποτελεσματικότητας του σχεδιασμού, ευρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με τους σκοπούς της οδηγίας […]» και τις πιο πάνω διατάξεις της. Με τα ελαττώματα, άλλωστε, αυτά, συνεχίζει το αιτούν σωματείο, η προσβαλλόμενη απόφαση «[…] υποσκάπτει το ήδη νομοθετημένο σύστημα του ολοκληρωμένου χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της βιωσίμου αναπτύξεως», και είναι, ως εκ τούτου, κατά το μέρος που αφορά στη χωροταξία και πολεοδομία, αντίθετη προς τα άρθρα 24 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά και 2 και 174 της ΣυνθΕΚ. Και οι λόγοι όμως αυτοί, όπως προβάλλονται, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Πράγματι, κατά τα προεκτεθέντα (Σκέψη 6), αποτελεί μέριμνα της οδηγίας 2001/42 η υψηλού επιπέδου περιβαλλοντική προστασία, η αποφυγή των επαναλήψεων κατά τις εκτιμήσεις σε διάφορα στάδια και η εν γένει οικονομία και αποτελεσματικότητα των σχετικών διαδικασιών. Παράλληλα όμως παρέχεται στα κράτη μέλη ευρεία ευχέρεια για την επιλογή του κατάλληλου για την ικανοποίηση των σκοπών τής οδηγίας συστήματος. Και μάλιστα με ρητώς προβλεπόμενες εναλλακτικές δυνατότητες: Είτε με ένταξη των σχετικών ρυθμίσεων σε υφιστάμενες διαδικασίες, είτε με θέσπιση ειδικής προς τούτο διαδικασίας (εκτός από το ανωτέρω άρθρο 4 παρ. 2 της οδηγίας, βλ. και το σημείο 9 του προοιμίου της, κατά το οποίο «η παρούσα οδηγία είναι διαδικαστικής φύσεως και οι απαιτήσεις της θα πρέπει είτε να ενταχθούν σε υφιστάμενες διαδικασίες στα κράτη μέλη είτε να ενσωματωθούν σε διαδικασίες που θεσπίζονται συγκεκριμένα για το σκοπό αυτό» […]). Με την προσβαλλόμενη πράξη επελέγη, κατά τ’ ανωτέρω, η δεύτερη λύση, της «κεντρικής» ρυθμίσεως. Η επιλογή, συνεπώς, αυτή, ρητώς προβλεπόμενη στην οδηγία ως «εξωτερική» των υφισταμένων χωροταξικών και πολεοδομικών διαδικασιών, κατά τα προβαλλόμενα από το αιτούν, δεν είναι, καθ’ εαυτήν, ανεπίτρεπτη. Οι εγκείμενοι, άλλωστε, πράγματι στην εν λόγω επιλογή κίνδυνοι επαναλήψεως εκτιμήσεων άλλων σχετικών διαδικασιών και αλληλεπικαλύψεώς τους, αντιμετωπίζονται, κατ’ αρχήν, στην προσβαλλόμενη απόφαση με διατάξεις οι οποίες, στοιχούμενες με τις αντίστοιχες της οδηγίας, επιτάσσουν την ορθολογική εφαρμογή των ρυθμίσεών της, με αξιοποίηση, προκειμένου περί των περιβαλλοντικών μελετών, «κάθε σχετικής διαθέσιμης πληροφορίας […] η οποία προήλθε από κάποιο άλλο επίπεδο λήψης αποφάσεων ή από άλλες διατάξεις της εθνικής ή κοινοτικής νομοθεσίας» (άρθρο 6 παρ. 4), καθώς και με τη συνεκτίμηση «του σταδίου εκπόνησης του [σχεδίου ή προγράμματος] και του βαθμού στον οποίο οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις δύνανται να αξιολογηθούν καλύτερα σε διαφορετικά επίπεδα σχεδιασμού ώστε να αποφεύγεται η επανάληψη εκτίμησής τους.» (άρθρο 6 παρ. 2). (βλ. ομοίως, προκειμένου περί των διαβουλεύσεων κατά τη στρατηγική εκτίμηση, την πρόβλεψη της παραγράφου 6 του άρθρου 7 της απόφασης, κατά την οποία «σε περίπτωση που η αρχή σχεδιασμού είναι το Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., η ως άνω προβλεπόμενη διαδικασία διαβούλευσης με τις γνωμοδοτούσες αρχές και το ενδιαφερόμενο κοινό μπορεί να ενσωματωθεί σε υφιστάμενες διαδικασίες για την έγκριση σχεδίων και προγραμμάτων, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, εφόσον όμως καλύπτονται οι απαιτήσεις της παρούσας απόφασης.»). Mε τα δεδομένα, λοιπόν, αυτά, η επίδικη κανονιστική ρύθμιση, ανεξαρτήτως του ζητήματος της ουσιαστικής εν γένει αρτιότητάς της, δεν μπορεί, πάντως, να θεωρηθεί, από το μέρος που προβάλλει το αιτούν σωματείο, ότι συνιστά νομικά ελαττωματική συμμόρφωση προς την οδηγία ή ότι παραβιάζει την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης.
18. Επειδή, όπως προεξετέθη (ανωτ. σκέψη 7), στο άρθρο 3 παρ. 1 περ. β της προσβαλλόμενης απόφασης ορίζεται ότι σε στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση υπόκεινται «όλα τα σχέδια και προγράμματα τα οποία στο σύνολό τους ή εν μέρει εφαρμόζονται σε περιοχές του εθνικού σκέλους του Ευρωπαϊκού Οικολογικού Δικτύου Natura 2000 […] και τα οποία ενδέχεται να τις επηρεάσουν σημαντικά», με εξαίρεση των «σχεδίων διαχείρισης και των προγραμμάτων δράσης που συνδέονται άμεσα ή είναι απαραίτητα για τη διαχείριση και προστασία των περιοχών αυτών», κι ότι για να κριθεί αν τα σχέδια και προγράμματα αυτά (εκτός εκείνων της περιπτώσεως α) «ενδέχεται να επηρεάσουν σημαντικά τις πιο πάνω περιοχές και επομένως αν πρέπει να υποβληθούν σε διαδικασία Σ.Π.Ε., πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία περιβαλλοντικού προελέγχου του άρθρου 5.». Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η ρύθμιση αυτή, εξαρτώντας την στρατηγική εκτίμηση των πιο πάνω σχεδίων και προγραμμάτων από την διαδικασία του περιβαλλοντικού προελέγχου, αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 [περ. β] της οδηγίας 2001/42, σύμφωνα με την οποία, όπως υποστηρίζει το αιτούν, «στρατηγική εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων απαιτείται [υποχρεωτικά] (χωρίς περιθώριο εκτίμησης) για όλα τα σχέδια και προγράμματα τα οποία, σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, ενδέχεται να έχουν σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις σε ορισμένους τόπους, χωρίς να εξαρτάται η υπαγωγή τους [σε στρατηγική εκτίμηση] από την τήρηση προηγούμενης διαδικασίας επιλογής (screening)».
19. Επειδή, κατά τις παρατεθείσες στη σκέψη 6 διατάξεις της παραγράφου 2 περ. β του άρθρου 2 της οδηγίας 2001/42/ΕΚ, εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων πραγματοποιείται «για όλα τα σχέδια και προγράμματα για τα οποία, λόγω των συνεπειών που ενδέχεται να έχουν σε ορισμένους τόπους, απαιτείται εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ.». Εξ άλλου, στην τελευταία αυτή οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου («για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας», EE L 206/22.7.1992) ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «[…] Ορισμοί Άρθρο 1 Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως: […] β) “φυσικοί οικότοποι”: οι χερσαίες περιοχές ή υγρότοποι που διακρίνονται χάριν στα βιολογικά και μη βιολογικά χαρακτηριστικά τους, είτε είναι εξ ολοκλήρου φυσικές είτε ημιφυσικές […] ι) “τόπος” : μια γεωγραφικώς καθορισμένη περιοχή, η επιφάνεια της οποίας προσδιορίζεται σαφώς ια) “τόπος κοινοτικής σημασίας”: ένας τόπος ο οποίος, στη βιογεωγραφική περιοχή ή στις βιογεωγραφικές περιοχές στις οποίες ανήκει, συνεισφέρει σημαντικά στη διατήρηση ή την αποκατάσταση ενός τύπου φυσικού οικοτόπου του παραρτήματος Ι ή ενός είδους του παραρτήματος ΙΙ, σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης και ο οποίος μπορεί επί πλέον να συνεισφέρει σημαντικά στη συνοχή της «Φύσης 2000» (Natura 2000) που αναφέρεται στο άρθρο 3 ή/και να συνεισφέρει σημαντικά στη συντήρηση της βιολογικής πολλαπλότητας στις συγκεκριμένες βιογεωγραφικές περιοχές. […] ιβ) «ειδική ζώνη διατήρησης»: ένας τόπος κοινοτικής σημασίας ορισμένος από τα κράτη μέλη μέσω κανονιστικής, διοικητικής ή/και συμβατικής πράξης, στον οποίο εφαρμόζονται τα μέτρα διατήρησης που απαιτούνται για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση, σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των φυσικών οικοτόπων ή/και των πληθυσμών των ειδών για τα οποία ορίστηκε ο τόπος. ιγ) […] Διατήρηση των φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων των ειδών Άρθρο 3 Συνιστάται ένα συνεκτικό οικολογικό δίκτυο ειδικών ζωνών, επονομαζόμενο “Natura 2000”. Το δίκτυο αυτό, που αποτελείται από τους τόπους όπου ευρίσκονται τύποι φυσικών οικοτόπων που εμφαίνονται στο παράρτημα Ι […] πρέπει να διασφαλίζει τη διατήρηση ή, ενδεχομένως, την αποκατάσταση σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των τύπων φυσικών οικοτόπων […] Άρθρο 4 1. Κάθε κράτος μέλος […] προτείνει έναν κατάλογο τόπων, όπου υποδεικνύεται ποιοί τύποι φυσικών οικοτόπων […] απαντώνται […] 2. Η Επιτροπή […] καταρτίζει , σε συμφωνία με καθένα από τα κράτη μέλη […] σχέδιο καταλόγου τόπων κοινοτικής προστασίας […] 4. Όταν ένας τόπος κοινοτικής σημασίας, υπ’ αυτή του την ιδιότητα, επιλέχθηκε […] , το οικείο κράτος μέλος ορίζει τον εν λόγω τόπο ως ειδική ζώνη διατήρησης […] 5. Μόλις ένας τόπος εγγραφεί στον κατάλογο […] υπόκειται στις διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 6. […] Άρθρο 6 1. Για τις ειδικές ζώνες διατήρησης τα κράτη μέλη καθορίζουν τα αναγκαία μέτρα διατήρησης που ενδεχομένως συνεπάγονται ειδικά ενδεδειγμένα σχέδια διαχείρισης […] 3. Κάθε σχέδιο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση ενός τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, […] εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο […]». Άρθρο 7 Οι υποχρεώσεις που πηγάζουν από τις παραγράφους 2, 3 και 4 του άρθρου 6 της παρούσας οδηγίας αντικαθιστούν τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από την πρώτη πρόταση της παραγράφου 4 του άρθρου 4 της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ […]». Από τις ανωτέρω διατάξεις τής οδηγίας 92/43 προκύπτει ότι υπόκειται σε περιβαλλοντική, κατά την οδηγία αυτή, εκτίμηση («εκτιμάται δεόντως») κάθε σχέδιο που αφορά ειδική ζώνη διατήρησης, και που, χωρίς να συνδέεται με τη διαχείρησή της, είναι δυνατόν να την επηρεάζει σημαντικά, κατά την κρίση τού οικείου κράτους μέλους. Ως εκ τούτου, η προμνημονευθείσα διάταξη του άρθρου 3 παρ.2 περ. β της οδηγίας 2001/42, εξαρτώντας, κατά τα προεκτεθέντα, την πραγματοποίηση εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, ως προς συγκεκριμένο σχέδιο, από τη συνδρομή, για το σχέδιο αυτό, των προϋποθέσεων υπαγωγής σε περιβαλλοντική εκτίμηση κατά την οδηγία 92/43 «λόγω των συνεπειών που ενδέχεται να έχει σε ορισμένους τόπους», τάσσει ως προϋπόθεση και της δικής της περιβαλλοντικής εκτίμησης την κατάφαση του ενδεχομένου σημαντικής επιρροής του σχεδίου σε ορισμένη ειδική ζώνη διατήρησης. Συνεπώς, η διαδικασία του «περιβαλλοντικού προελέγχου», η οποία θεσπίζεται, κατά τα προεκτεθέντα, με την προσβαλλόμενη πράξη προκειμένου να διαγνωσθεί η συνδρομή τής εν λόγω προϋποθέσεως, συνιστά ορθή, κατά τούτο, συμμόρφωση προς την οδηγία 2001/42, ο δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενος ως άνω λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Ε. Δανδουλάκη, Χ. Ράμμου, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνη, Κ. Σακελλαροπούλου, Δ. Αλεξανδρή, Α.-Γ. Βώρου, Κ. Ευστρατίου, Ε. Αναγνωστοπούλου, Σ. Μαρκάτη και Β. Καμπίτση, προς την οποία ετάχθη και η Πάρεδρος Ρ. Γιαννουλάτου, η απαίτηση πραγματοποίησης εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 περ. β της οδηγίας 2001/42, δεν εξαρτάται από τη συνδρομή των προϋποθέσεων διενέργειας περιβαλλοντικής εκτίμησης, κατά την οδηγία 92/43, από την κρίση δηλαδή περί του ενδεχομένου σημαντικών επιπτώσεων σε ειδική ζώνη διατήρησης. Κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης, η οποία εντάσσεται στις περιπτώσεις όπου η ανάγκη εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων είναι δεδομένη, χωρίς περιθώριο σχετικής ουσιαστικής κρίσεως, αρκεί η διάγνωση ότι ορισμένο σχέδιο συνδέεται οπωσδήποτε με τόπο, προβλεπόμενο στην οδηγία 92/43, μάλιστα δε όχι κατ’ ανάγκην με ζώνη ειδικής διατήρησης, για να ενεργοποιηθεί η υποχρέωση διενέργειας τέτοιας εκτίμησης. Κατά την γνώμη, συνεπώς, αυτή, η πρόβλεψη, κατά τ’ ανωτέρω, με την προσβαλλόμενη απόφαση, περιβαλλοντικού προελέγχου για την εν λόγω περίπτωση δεν είναι σύμφωνη με την οδηγία 2001/42. Περαιτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι η υποστηριχθείσα ως άνω από την πλειοψηφία γνώμη ως προς την έννοια του άρθρου 3 παρ. 2 περ. β της οδηγίας 2001/42 εν όψει της διατυπωθείσης μειοψηφίας, δεν είναι απαλλαγμένη ευλόγων αμφιβολιών (πρβλ. ΔΕΚ απόφαση της 6.10.1982, 283/81 CILFIT, Συλλογή 1982 σ. 03415), ως και ότι, επομένως, πρέπει να διατυπωθεί προς το ΔΕΚ, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 234 παρ. 3 της Συνθήκης για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, προδικαστικό ερώτημα με το ακόλουθο περιεχόμενο: «Η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 περ. β της οδηγίας 2001/42/ΕΚ «σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων» (EE L 197, 30/21.7.2001), ορίζοντας ότι πραγματοποιείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων για όλα τα σχέδια και προγράμματα «για τα οποία, λόγω των συνεπειών που ενδέχεται να έχουν σε ορισμένους τόπους, απαιτείται εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ», έχει την έννοια ότι εξαρτά την υποχρέωση υπαγωγής συγκεκριμένου σχεδίου σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τη συνδρομή, για το σχέδιο αυτό, των προϋποθέσεων υπαγωγής σε περιβαλλοντική εκτίμηση κατά την οδηγία 92/43/ΕΟΚ, και ότι, επομένως, η εν λόγω διάταξη της οδηγίας 2001/42/ΕΚ προϋποθέτει και η ίδια, όπως και οι πιο πάνω διατάξεις της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, την κατάφαση του ενδεχομένου σημαντικής επιρροής του σχεδίου σε ορισμένη ειδική ζώνη διατήρησης, καταλείποντας τη σχετική ουσιαστική κρίση στα κράτη μέλη; Ή μήπως, κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 3 παρ. 2 περ. β της οδηγίας 2001/42, η απαίτηση πραγματοποίησης, κατά τη διάταξη αυτή, εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων δεν εξαρτάται από τη συνδρομή των προϋποθέσεων διενέργειας περιβαλλοντικής εκτίμησης κατά την οδηγία 92/43, από την κρίση δηλαδή περί του ενδεχομένου σημαντικών επιπτώσεων σε ειδική ζώνη διατήρησης, αλλά αρκεί η διάγνωση ότι ορισμένο σχέδιο συνδέεται οπωσδήποτε με τόπο προβλεπόμενο στην οδηγία 92/43, και μάλιστα όχι κατ΄ ανάγκην με ζώνη ειδικής διατήρησης, για να ενεργοποιηθεί η υποχρέωση διενέργειας τέτοιας εκτίμησης;». Ως προς το εν λόγω προδικαστικό ερώτημα, μειοψήφησαν, θεωρώντας ότι δεν συντρέχει λόγος υποβολής του, οι Σύμβουλοι Θ. Παπαευαγγέλου και Ν. Σακελλαρίου.
20. Eπειδή, δεν προβάλλεται άλλος λόγος ακυρώσεως. Κατόπιν αυτού, πρέπει να απορριφθούν όσα, κατά τ’ ανωτέρω, κρίθηκαν απορριπτέα, να αναβληθεί δε κατά τα λοιπά η οριστική κρίση επί της υποθέσεως, προκειμένου να υποβληθεί στο ΔΕΚ το πιο πάνω προδικαστικό ερώτημα.
Διά ταύτα
Απορρίπτει όσα κρίθηκαν απορριπτέα, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Αναβάλλει, κατά τα λοιπά, την οριστική κρίση της υποθέσεως.
Διατυπώνει προς το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το εξής προδικαστικό ερώτημα: «Η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 περ. β της οδηγίας 2001/42/ΕΚ “σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων”» (EE L 197, 30/21.7.2001), ορίζοντας ότι πραγματοποιείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων για όλα τα σχέδια και προγράμματα «για τα οποία, λόγω των συνεπειών που ενδέχεται να έχουν σε ορισμένους τόπους, απαιτείται εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ», έχει την έννοια ότι εξαρτά την υποχρέωση υπαγωγής συγκεκριμένου σχεδίου σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τη συνδρομή, για το σχέδιο αυτό, των προϋποθέσεων υπαγωγής σε περιβαλλοντική εκτίμηση κατά την οδηγία 92/43/ΕΟΚ, και ότι, επομένως, η εν λόγω διάταξη της οδηγίας 2001/42/ΕΚ προϋποθέτει και η ίδια, όπως και οι πιο πάνω διατάξεις της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, την κατάφαση του ενδεχομένου σημαντικής επιρροής του σχεδίου σε ορισμένη ειδική ζώνη διατήρησης, καταλείποντας τη σχετική ουσιαστική κρίση στα κράτη μέλη; Ή μήπως, κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 3 παρ. 2 περ. β της οδηγίας 2001/42, η απαίτηση πραγματοποίησης, κατά τη διάταξη αυτή, εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων δεν εξαρτάται από τη συνδρομή των προϋποθέσεων διενέργειας περιβαλλοντικής εκτίμησης κατά την οδηγία 92/43, από την κρίση δηλαδή περί του ενδεχομένου σημαντικών επιπτώσεων σε ειδική ζώνη διατήρησης, αλλά αρκεί η διάγνωση ότι ορισμένο σχέδιο συνδέεται οπωσδήποτε με τόπο προβλεπόμενο στην οδηγία 92/43, και μάλιστα όχι κατ΄ ανάγκην με ζώνη ειδικής διατήρησης, για να ενεργοποιηθεί η υποχρέωση διενέργειας τέτοιας εκτίμησης;».
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 12 Ιανουαρίου και στις 4 Μαρτίου 2009
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας
Γ. Παναγιωτόπουλος Δ. Μουζάκη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 5ης Νοεμβρίου 2010.
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας
Π. Πικραμμένος Ε. Κουμεντέρη