Με την 828/2010 και προηγούμενα με την 3841/2009 απόφαση της Ολομελείας επιβεβαιώθηκε προηγούμενη νομολογία του Δ΄ Τμήματος (3529/2001) ως προς το ότι από της θέσεως σε ισχύ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας οι μονομερείς εκτελεστές πράξεις της Διοικήσεως που συνιστούν νόμιμο τίτλο κατΆ άρθρ. 2 παρ. 1 και 2 του ΚΕΔΕ (και υπό την προϋπόθεση ότι κατά των πράξεων αυτών δεν προβλέπεται στο νόμο η άσκηση άλλου ενδίκου βοηθήματος, εκ της ασκήσεως του οποίου θα εγεννάτο διοικητική διαφορά ουσίας), δεν υπόκεινται πλέον σε ένδικο βοήθημα, ικανό να παράσχει ισοδύναμη προς την αίτηση ακυρώσεως δικαστική προστασία και, ως εκ τούτου, παραδεκτώς, από της απόψεως αυτής προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως. Η διάταξη του άρθρου 217 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας δεν προβλέπει πλέον τη δυνατότητα ασκήσεως, ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, ανακοπής κατά των μονομερών εκτελεστών πράξεων της Διοικήσεως που συνιστούν νόμιμο τίτλο υπό την έννοια του άρθρου 2 παράγραφοι 1 και 2 περίπτωση α’ του Κ.Ε.Δ.Ε. και κατά συνέπεια η ανακοπή αυτή δεν συνιστά παράλληλη προσφυγή καθιστώσα την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως απαράδεκτη κατΆ άρθρο 45 παρ. 1 του π.δ.18/1989.
828/2010 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Οργανισμός Βάμβακος. Η επίδικη εισφορά ποσοστού 1% επί της αξίας των τιμολογίων αγοράς συσπόρου βάμβακος, που είχε θεσπισθεί υπέρ του Οργανισμού Βάμβακος αποτελεί ήδη εισφορά υπέρ του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. και οι σχετικές δίκες διεξάγονται ή συνεχίζονται από αυτόν. Ο Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. νομιμοποιείται παθητικά ως κύριος διάδικος στην παρούσα δίκη. Παραδεκτά παρεμβαίνει, προς απόρριψη της αιτήσεως, ο Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Κατά το προϊσχύσαν καθεστώς του ν.δ.356/1974, είχε παγίως κριθεί ότι, όταν η συνιστώσα νόμιμο τίτλο διοικητική πράξη δεν κατέλειπε και άλλες συνέπειες, διοικητικής φύσεως, ειδικώς προβλεπόμενες στο διοικητικό νόμο, η άσκηση κατά αυτής ανακοπής παρείχε ισοδύναμη με την αίτηση ακυρώσεως δικαστική προστασία και συνιστούσε παράλληλη προσφυγή. Μετά τη θέση σε ισχύ του ΚΔΔ και εφεξής οι πράξεις αυτές παραδεκτά προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως. Αντίθετη μειοψηφία. Η προσβαλλόμενη πράξη, ήτοι ο χρηματικός κατάλογος του Οργανισμού Βάμβακος, εκδόθηκε μετά την έναρξη ισχύος του ΚΔΔ και δεν υπόκειται σε ανακοπή. Κατά της πράξεως αυτής, που αφορά είσπραξη φορολογικής επιβάρυνσης, η οποία επιβάλλεται υπέρ νπδδ, δεν προβλέπεται η άσκηση προσφυγής ουσίας ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και συνεπώς αυτή παραδεκτά προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως. Ορθά το υπό κρίση ένδικο βοήθημα παραπέμφθηκε στο ΣτΕ, για να εκδικαστεί ως αίτηση ακυρώσεως. Αντίθετη μειοψηφία. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του ΣτΕ με την 1860/2007 απόφαση του Β΄ Τμήματος υπό επταμελή σύνθεση.
Αριθμός 828/2010
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Μαΐου 2009, με την εξής σύνθεση: Μ. Βροντάκης, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου και των αρχαιοτέρων του Συμβούλων, που είχαν κώλυμα, Ε. Γαλανού, Ν. Σκλίας, Δ. Πετρούλιας, Ν. Ρόζος, Ε. Σαρπ, Ν. Μαρκουλάκης, Δ. Μαρινάκης, Μ. Καραμανώφ, Αικ. Σακελλαροπούλου, Α.-Γ. Βώρος, Ε. Αναγνωστοπούλου, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρης, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Ι. Ζόμπολας, Δ. Γρατσίας, Α. Ντέμσιας, Σ. Παραμυθιώτης, Φ. Ντζίμας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Ηρ. Τσακόπουλος, Μ. Σταματελάτου-Μπεριάτου, Σύμβουλοι, Π. Τσούκας, Ε. Σταυρουλάκη, Μ. Αθανασοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Β. Μανωλόπουλος.
Για να δικάσει την από 28 Μαρτίου 2001 αίτηση:
της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “………. ………. ………. & …… ……….. ……”, που εδρεύει στο ………. Σερρών, η οποία δεν παρέστη,
κατά: 1) του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος δεν παρέστη και 2) του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΒΑΜΒΑΚΟΣ” και ήδη «ΟΠΕΚΕΠΕ», που εδρεύει στην Αθήνα (Συγγρού 150), το οποίο παρέστη με τους δικηγόρους: α) Αλ. Γεωργίου (Α.Μ. 10897) και β) Επ. Μπέρδο (Α.Μ. 15721), που τους διόρισε με πληρεξούσιο,
και κατά του παρεμβαίνοντος Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ο οποίος παρέστη με τον Ιω. Χαλκιά, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ΄ αριθμ. 1860/2007 αποφάσεως του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια τα ζητήματα που αναφέρονται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρία επιδιώκει να ακυρωθούν: 1) η υπ’ αριθ. 325/28.02.2001 ατομική ειδοποίηση του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. Β` ΣΕΡΡΩΝ, 2) η υπ’ αριθ. 937/22.02.2001 ταμειακή βεβαίωση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Β` ΣΕΡΡΩΝ και 3) κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως από τον Εισηγητή, Σύμβουλο Α. Βώρο.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξούσιους του οργανισμού και τον εκπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (909521, 909522 και 1240185/2004 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, το κρινόμενο ένδικο βοήθημα, το οποίο επιγράφεται ως «ανακοπή» και κατατέθηκε στη γραμματεία του Διοικητικού Πρωτοδικείου Σερρών, στρέφεται κατά: α. της 937/22.2.2001 ταμειακής βεβαίωσης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Β΄ Σερρών, με την οποία βεβαιώθηκε σε βάρος της εταιρείας «……. …… …. ……. … …….. ……….. ……….» ποσό συνολικού ύψους 23.625.611 δραχμών ως εισφορά ποσοστού 1% επί της αξίας των τιμολογίων αγοράς συσπόρου βάμβακος για την εκκοκκιστική περίοδο 2000-2001, κατά το άρθρο 30 παρ.1 του Ν.2040/1992, υπέρ του Οργανισμού Βάμβακος, β. της 325/28.2.2001 ατομικής ειδοποίησης του ιδίου Προϊσταμένου, με την οποία κλήθηκε η εν λόγω εταιρεία να καταβάλει το ανωτέρω ποσό και γ. του οικείου χρηματικού καταλόγου του Οργανισμού Βάμβακος. Με την 52/2004 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Σερρών κρίθηκε ότι το κρινόμενο ένδικο βοήθημα, καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του οικείου χρηματικού καταλόγου, ο οποίος συνιστά τον νόμιμο τίτλο, βάσει του οποίου χωρεί η διαδικασία της είσπραξης της εν λόγω εισφοράς κατά τις διατάξεις περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων, συνιστά, ως εκ του χρόνου εκδόσεως της πράξεως αυτής (μετά την έναρξη ισχύος του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας), αίτηση ακυρώσεως και παραπέμφθηκε, κατά το μέρος αυτό, προς εκδίκαση στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ενώ κατά τα λοιπά εκδικάσθηκε ως ανακοπή και απορρίφθηκε.
3. Επειδή, με την 1860/2007 απόφαση του Β΄ Τμήματος υπό επταμελή σύνθεση παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 περ. β΄ του π.δ. 18/1989, τα ζητήματα: α) αν, καθ’ όσον αφορά την επιβολή της αναφερθείσης εισφοράς, διάδοχος του ήδη καταργηθέντος, με το άρθρο 1 του π.δ.153/2003 (Α΄126), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 28 παρ.3 και 4 του Ν.2637/1998 (Α΄200), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 παρ.16 και 17 του Ν.2732/1999 (Α΄154) και το άρθρο 24 παρ.16 και 17 του Ν.2945/2001 (Α΄223), Οργανισμού Βάμβακος είναι ο Οργανισμός Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε.), ο οποίος και μόνο νομιμοποιείται παθητικά σε δίκη που στρέφεται κατά πράξεως του Οργανισμού Βάμβακος περί επιβολής της εισφοράς του άρθρου 30 παρ.1 του Ν.2040/1992 (Α΄70) και β) αν, υπό τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν.2717/1999, Α’ 97/17.5.1999), εξακολουθεί να προβλέπεται η άσκηση ανακοπής κατά του νομίμου τίτλου, ως παράλληλης προσφυγής που κωλύει την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της αυτής πράξεως όταν, πέραν του προσδιορισμού του εισπρακτέου ποσού, δεν καταλείπονται από αυτήν άλλες, διοικητικής φύσεως, συνέπειες.
4. Επειδή, στο άρθρο 30 του Ν.2040/1992 (Α΄ 70) προβλέπονται τα εξής: «1. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου επιβάλλεται στις εκκοκκιστικές επιχειρήσεις ανταποδοτική εισφορά υπέρ του Οργανισμού Βάμβακος, ίση με το ένα στα εκατό (1%) στην καταβαλλόμενη στον παραγωγό τιμή κατά χιλιόγραμμο σύσπορου βαμβακιού. Το ποσό της εισφοράς αυτής κατατίθεται από τις υπόχρεες επιχειρήσεις στην ……. Τράπεζα της ……. σε λογαριασμό του Οργανισμού Βάμβακος. 2. Ειδικές διατάξεις, που ισχύουν για την είσπραξη των απαιτήσεων του Οργανισμού Βάμβακος, εφαρμόζονται και για την είσπραξη της ανταποδοτικής αυτής εισφοράς, σε περίπτωση καθυστέρησης της κατάθεσής της». Το άρθρο 2 του Ν.Δ.3853/1958 «Περί Οργανισμού Βάμβακος» (Α΄160), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν.194/1975 (Α΄230), προέβλεπε ότι στην αρμοδιότητα του Οργανισμού Βάμβακος, ο οποίος ιδρύθηκε, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, με τον αν.ν. της 19ης / 20ης Νοεμβρίου 1935 «περί Οργανισμού Ινστιτούτου Βάμβακος» (Ε.Κ.Φ. 575), «ανήκει η κατά τας γενικάς κατευθύνσεις του Υπουργείου Γεωργίας μελέτη, εφαρμογή και παρακολούθησις των εκάστοτε ενδεικνυομένων μέτρων δια την προαγωγήν των θεμάτων παραγωγής και εν γένει αξιοποιήσεως του βάμβακος», όπως αναλύεται ειδικότερα στις λοιπές διατάξεις του άρθρου αυτού. Στο άρθρο 10 του ίδιου Ν.Δ.3853/1958, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του Ν.675/1977 (Α’251), προβλεπόταν ότι «1…2. Οι πόροι του Οργανισμού κατατίθενται, κατά τας κειμένας διατάξεις, εις την …………. Τράπεζαν της …….., δι’ ης εκτελείται η χρηματική διαχείρισις αυτού. 3. Αι πάσης φύσεως και εξ οιασδήποτε αιτίας απαιτήσεις του Οργανισμού του Βάμβακος βεβαιούνται και εισπράττονται ως μέχρι τούδε κατά τας διατάξεις περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων». Εξάλλου, με το άρθρο 13 του Ν.2637/1998 (Α’200), το οποίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2732/1999 (Α’154), συνεστήθη ο Οργανισμός Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε.), ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που «….λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας και τελεί υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Υπουργού Γεωργίας», με σκοπό, κατά το άρθρο 14 του ίδιου νόμου (που τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν.2732/1999), τη διαχείριση των πιστώσεων του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων και την πρόληψη και πάταξη κάθε σχετικής ατασθαλίας. Με το άρθρο 28 παρ. 2 του Ν.2637/1998 ορίσθηκε ότι από την έναρξη των ελεγκτικών εργασιών του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. μεταφέρεται σε αυτόν, μεταξύ άλλων, η άσκηση των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων που είχαν ήδη μεταβιβασθεί στον Οργανισμό Βάμβακος με αποφάσεις του Υπουργού Γεωργίας, ενώ στο άρθρο 22 του ίδιου νόμου καθορίζονται οι πόροι του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε., μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι πόροι των καταργούμενων με την παρ.3 του άρθρου 28 του ίδιου νόμου Οργανισμών, που προβλέπονται από οποιαδήποτε διάταξη (παρ.6). Μεταξύ δε των καταργούμενων, με το άρθρο 28 παρ.3 του νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ.16 του Ν.2732/1999, οργανισμών περιλαμβάνεται και ο Οργανισμός Βάμβακος, ο οποίος ορίσθηκε ότι καταργείται από την ημερομηνία που επρόκειτο να καθορισθεί με προεδρικό διάταγμα εκδιδόμενο κατά την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου και με το οποίο επρόκειτο να καθορισθούν, επίσης, το θέμα της υποστήριξης του βάμβακος καθώς και τα θέματα απογραφής, εκκαθάρισης και μεταφοράς της κινητής και ακίνητης περιουσίας του καταργούμενου οργανισμού και τα των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αυτού. Περαιτέρω, με το π.δ.153/2003 (Α’ 126/28.5.2003), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 28 παρ.3 και 4 του Ν.2637/1998, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 παρ.16 και 17 του Ν.2732/1999 και το άρθρο 24 παρ.16 και 17 του Ν.2946/2001 (Α’ 223), προβλέπονται τα εξής: άρθρο 1. «Ο Οργανισμός Βάμβακος (Ο.Β.) καταργείται δύο (2) μήνες μετά τη δημοσίευση του παρόντος διατάγματος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». Άρθρο 2. «Από την κατάργηση του Οργανισμού Βάμβακος οι αρμοδιότητες αυτού που προβλέπονται από τις διατάξεις του π.δ.258/1988 «Οργάνωση των Υπηρεσιών του Οργανισμού Βάμβακος» (Α’110) μεταφέρονται στο Υπουργείο Γεωργίας και στα εποπτευόμενα από αυτό νομικά πρόσωπα ως εξής: 1… 6. Στον Οργανισμό Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε.), που συστήθηκε με τον Ν.2637/1998 … (Α’200), μεταφέρονται οι αρμοδιότητες της υποπερίπτωσης γγ της περίπτωσης γ της παρ.2 του άρθρου 4 και των υποπεριπτώσεων γγ, δδ, εε, ηη, θθ, ιι, ιαια, ιβιβ, ιγιγ, ιδιδ και ιειε της περίπτωσης δ της παρ.2 του άρθρου 4». Οι αρμοδιότητες αυτές του Οργανισμού Βάμβακος, που προβλέπονταν στο π.δ.258/1988, είναι κυρίως ο «έλεγχος των συμβολαίων εξαγωγής και εισαγωγής βάμβακος» (άρθρο 4 παρ.2 περ.γ υποπερ.γγ), «ο έλεγχος της εισαγόμενης ποσότητας συσπόρου βάμβακος στα εκκοκκιστήρια … προκειμένου να δικαιωθούν ενίσχυσης, καθώς και η εποπτεία των υπαλλήλων που ασχολούνται με την εφαρμογή των μέτρων ΕΟΚ» (περ.δ υποπερ. γγ), «ο σχεδιασμός των απαραίτητων εντύπων για την εφαρμογή κοινοτικού καθεστώτος» (περ.δ υποπερ.δδ), «η αναγνώριση της δαπάνης πληρωμής των δικαιούχων ενίσχυσης» (περ.δ υποπερ.ιι), «η εκκαθάριση των δικαιολογητικών, η υπογραφή των καταστάσεων και εντολών πληρωμής» (περ.δ υποπερ.ιαια). Εξάλλου, κατά το άρθρο 4 παρ. 2 του π.δ. 153/2003 «Από την κατάργηση του Οργανισμού Βάμβακος, οι απαιτήσεις και υποχρεώσεις αυτού που απορρέουν από την άσκηση αρμοδιοτήτων, οι οποίες έχουν μεταφερθεί στον Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε, περιέρχονται σ’ αυτόν αυτοδικαίως… [όμοια ρύθμιση περιέχεται και για τον Ο.Γ.Ε.Ε.Κ.Α. «………» και το ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε.]. Οι τυχόν κατά το χρόνο κατάργησης εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται αυτοδίκαια κατά την ανωτέρω διάκριση από τον αντίστοιχο φορέα.3…4. Εφόσον μετά την κατάργηση προκύψουν δικαστικές εκκρεμότητες με διάδικο τον Οργανισμό Βάμβακος, στη θέση του τελευταίου υπεισέρχεται αυτοδίκαια ως διάδικος κατά την ανωτέρω διάκριση ο αντίστοιχος φορέας. Σε κάθε περίπτωση το Υπουργείο Γεωργίας ενημερώνει για τις παραπάνω ρυθμίσεις τα αρμόδια δικαστήρια. 5…». Τέλος, κατά το άρθρο 5 του π.δ.153/2003 «Τα υφιστάμενα κατά το χρόνο κατάργησης του Οργανισμού Βάμβακος τυχόν χρηματικά διαθέσιμα μεταφέρονται στον κρατικό προϋπολογισμό».
5. Επειδή, με τις ανωτέρω διατάξεις του π.δ. 153/2003 ρυθμίζεται η τύχη των απαιτήσεων, υποχρεώσεων και εκκρεμών δικών, καθώς και των χρηματικών διαθεσίμων του Οργανισμού Βάμβακος και θεσπίζεται ως κανόνας ότι οι απαιτήσεις και υποχρεώσεις που απορρέουν από την άσκηση αρμοδιοτήτων που έχουν μεταφερθεί στον Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. (και στα λοιπά νομικά πρόσωπα) περιέρχονται σε αυτά αυτοδικαίως. Ορίζεται επίσης ότι τα υφιστάμενα κατά το χρόνο κατάργησης του Οργανισμού Βάμβακος χρηματικά διαθέσιμα μεταφέρονται στον κρατικό προϋπολογισμό. Η επίδικη εισφορά που είχε θεσπισθεί υπέρ του Οργανισμού Βάμβακος αποτελεί ήδη, κατά το άρθρο 22 του Ν.2637/1998, εισφορά υπέρ του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. Επομένως, τα ζητήματα που αφορούν την επιβολή της εισφοράς αυτής ανάγονται στην άσκηση αρμοδιοτήτων που έχουν περιέλθει στον Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. και οι σχετικές δίκες διεξάγονται (ή συνεχίζονται) από αυτόν. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 5 του π.δ./τος, περί χρηματικών διαθεσίμων, ως εκ του περιεχομένου της, αλλά και της θέσεώς της σε χωριστό άρθρο, δεν αποτελεί διάταξη που αφορά τη διεξαγωγή και τη συνέχιση εκκρεμών δικών, ζητήματα των οποίων η ρύθμιση εξαντλείται στις διατάξεις του άρθρου 4 του π.δ./τος.
6. Επειδή, εφόσον, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, διάδοχος του Οργανισμού Βάμβακος, του οποίου και μόνο πράξη προσβάλλεται στην παρούσα δίκη, είναι ο Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε., ο τελευταίος νομιμοποιείται παθητικά ως κύριος διάδικος στη δίκη. Εξάλλου, παραδεκτώς παρεμβαίνει προς απόρριψη της κρινομένης αιτήσεως, χωρίς να καταθέσει δικόγραφο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 21 παρ. 2 περιπτ. β’ του κωδ. π.δ/τος 18/1989 (ΦΕΚ Α΄ 8), ο Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (πρώην Υπουργός Γεωργίας, ο οποίος ασκεί κατά το νόμο (άρθρο 4 ν. 2732/1999) εποπτεία στον Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε..
7. Επειδή ο Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ), κυρωθείς με το Ν.Δ. 356/1974 (Α` 90), ορίζει στην παράγραφο 1 του άρθρου 2 ότι “Η είσπραξις των δημοσίων εσόδων ……..ενεργείται …δυνάμει νομίμου τίτλου” και στην παράγραφο 2 του αυτού άρθρου ότι “Νόμιμος τίτλος είναι: α) Η κατά τους κειμένους νόμους βεβαίωσις και ο υπό των αρμοδίων Διοικητικών ή ετέρων κατά νόμον Αρχών προσδιορισμός του εισπρακτέου ποσού, του είδους του εσόδου και της αιτίας δι` ην οφείλεται. β) Η εξ εγγράφων δημοσίων ή ιδιωτικών αποδεικνυομένη οφειλή. γ ) Η εξ εγγράφων δημοσίων ή ιδιωτικών πιθανολογουμένη κατά την έννοιαν του άρθρου 347 Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας ως προς την ύπαρξιν και το ποσόν αυτής οφειλή”. Με το άρθρο 73 του ΚΕΔΕ, τιτλοφορούμενο “Ανακοπαί υπό του οφειλέτου”, ορίσθηκαν, περαιτέρω, τα εξής: “1. Η προ της ενάρξεως της εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται: α) κατά της εκδοθείσης ατομικής ειδοποιήσεως, β) κατά του εκδοθέντος και μη εκτελεσθέντος εντάλματος προσωπικής κρατήσεως και γ) κατά του νομίμου τίτλου………Δια ταύτης επιτρέπεται η προβολή πάσης αντιρρήσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου ως και η αμφισβήτησις του κατ` ουσίαν βασίμου της απαιτήσεως του Δημοσίου εφ` όσον ο προσδιορισμός ταύτης δεν έχει ανατεθεί εις δικαστήρια ή εις διοικητικάς επιτροπάς αποφαινομένας μετά δυνάμεως δεδικασμένου. 2. Η κατά της αρξαμένης εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται…………..δια τους κάτωθι περιοριστικώς αναφερομένους λόγους: ………… 3……”. Ακολούθησε η κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, με το άρθρο πρώτο του Ν. 2717/1999 (Α` 97/17.5.1999), ο οποίος ισχύει, κατά το άρθρο δεύτερο τούτου, από 17.7.1999. Το Δεύτερο Μέρος του Κώδικα, τιτλοφορούμενο “Ειδικές Διαδικασίες”, περιλαμβάνει Τμήματα, εκ των οποίων το Πρώτο, τιτλοφορούμενο “Διαδικασία διαφορών διοικητικής εκτέλεσης”, περιλαμβάνει με τη σειρά του, Τίτλους, ο Πρώτος των οποίων επιγράφεται “Διαφορές που αναφύονται κατά την είσπραξη των δημόσιων εσόδων” και περιλαμβάνει επτά Κεφάλαια (Α` έως Ζ`). Εξ αυτών, το Κεφάλαιο Α` περιλαμβάνει μόνον το άρθρο 216, κατά το οποίο στον ως άνω Πρώτο Τίτλο “υπάγονται οι διαφορές που αναφύονται κατά τη σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.Δ. 356/1974 (ΚΕΔΕ) είσπραξη των δημόσιων εσόδων, εκτός αν τα έσοδα αυτά αναφέρονται σε απαιτήσεις ιδιωτικού δικαίου”. Το Κεφάλαιο Β` (άρθρα 217 – 225) επιγράφεται “Ανακοπή” και ορίζει στο άρθρο 217, υπό τον τίτλο “Προσβαλλόμενες πράξεις”, τα εξής: “1. Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου, β) της κατασχετήριας έκθεσης, γ) του προγράμματος πλειστηριασμού, δ) της έκθεσης πλειστηριασμού και ε) του πίνακα κατάταξης. 2. Ανακοπή, επίσης, χωρεί κατά: α) της αρνητικής δήλωσης νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ως τρίτου, σύμφωνα με το άρθρο 34 του ΚΕΔΕ, εφόσον και η υποχρέωση του τρίτου είναι δημοσίου δικαίου, β) της δήλωσης του προϊσταμένου της ΔΟΥ ή του τελωνείου, για την ύπαρξη απαίτησης δημοσίου δικαίου ή προνομίου του Δημοσίου, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 62 του ΚΕΔΕ. 3………”. Περαιτέρω, στο άρθρο 218 ορίζεται ότι “Καθ` ύλην αρμόδιο δικαστήριο προς εκδίκαση των κατά το άρθρο 216 διαφορών είναι, στον πρώτο βαθμό το μονομελές πρωτοδικείο, ενώ στο δεύτερο βαθμό το τριμελές πρωτοδικείο” (παράγραφος 1) και ότι “Κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο σε πρώτο βαθμό είναι, σε περίπτωση ανακοπής κατά πράξης ταμειακής βεβαίωσης, το δικαστήριο όπου εδρεύει η αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση ανακοπής, το δικαστήριο του τόπου της εκτέλεσης” (παράγραφος 2 ), στο άρθρο 220 ορίζεται ότι η ανακοπή ασκείται εντός τριακονθημέρου, κατ` αρχήν, προθεσμίας, κινουμένης από των χρονικών σημείων που καθορίζονται, ανάλογα με τη φύση της προσβαλλομένης πράξεως, στη ίδια διάταξη, ενώ στο άρθρο 224, τιτλοφορούμενο “Εξουσία του δικαστηρίου”, προβλέπονται τα εξής: “1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά το νόμο και την ουσία στα όρια της ανακοπής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. 2. Κατ` εξαίρεση, ο κατά το νόμο έλεγχος της προσβαλλόμενης πράξης χωρεί και αυτεπαγγέλτως, εκτεινόμενος στο σύνολό της, προκειμένου να διακριβωθεί: α) αν η πράξη έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο, ή β) αν υπάρχει παράβαση δεδικασμένου. 3. Κατά τον έλεγχο του κύρους των προσβαλλόμενων με την ανακοπή πράξεων της εκτέλεσης, δεν επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητας προηγούμενων πράξεων της εκτέλεσης. 4. Στην περίπτωση της ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαίωσης, επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος κατά το νόμο και τα πράγματα του τίτλου βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση, εφ` όσον δεν προβλέπεται κατ` αυτού ένδικο βοήθημα που επιτρέπει τον έλεγχό του κατά το νόμο και την ουσία ή δεν υφίσταται σχετικώς δεδικασμένο. 5……….”. Τέλος, στο άρθρο 225 του Κώδικα προβλέπεται ότι “Το δικαστήριο, αν διαπιστώσει παράβαση νόμου ή ουσιαστικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης πράξης, προβαίνει στην ολική ή μερική ακύρωση ή τροποποίησή της. Σε διαφορετική περίπτωση, προβαίνει στην απόρριψη της ανακοπής”, ενώ στην παράγραφο 1 του άρθρου 285 ορίζεται ότι “από την έναρξη της ισχύος του Κώδικα καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη η οποία αναφέρεται σε θέμα ρυθμιζόμενο από αυτόν”, πλην ορισμένων, απαριθμουμένων στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου διατάξεων.
8. Επειδή, υπό το προϊσχύσαν του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας καθεστώς, είχε κριθεί (βλ., ιδίως, ΣτΕ 105/1991 Ολομελείας και 486/1991 Ολομελείας) ότι : α) Ως διοικητικές διαφορές ουσίας, υπό την έννοια του άρθρου 94 παράγραφος 1 του Συντάγματος, νοούνται και οι διαφορές που γεννώνται από την άσκηση του ενδίκου μέσου της ανακοπής, όταν προβλέπεται από το νόμο κατά μονομερούς πράξεως ή ενεργείας διοικητικού οργάνου, η οποία απειλεί τα περιουσιακά συμφέροντα του ανακόπτοντος και η υποκειμένη σχέση είναι σχέση δημοσίου δικαίου, β) Η διάταξη του άρθρου 1 παράγραφος 2 περίπτωση ια` του Ν. 1406/1983 “Ολοκλήρωση της δικαιοδοσίας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων κ.λπ.” (Α` 182), κατά την οποία οι διαφορές εκ της εφαρμογής της νομοθεσίας περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων υπάγονται στα διοικητικά δικαστήρια, παρέπεμπε, κατά την έννοιά της, στο προβλεπόμενο στο άρθρο 73 παράγραφος 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. ένδικο βοήθημα της ανακοπής, γ) Η ως άνω διάταξη του Ν. 1406/1983 μετέφερε την αρμοδιότητα εκδικάσεως της κατά τον Κ.Ε.Δ.Ε. ανακοπής από τα πολιτικά στα διοικητικά δικαστήρια χωρίς να μεταβάλει την εξουσία του δικαστή και την έκταση του δικαστικού ελέγχου από ουσιαστικής και δικονομικής απόψεως, επομένως, τα διοικητικά δικαστήρια είχαν την εξουσία, κατά την εκδίκαση της ανακοπής αυτής, να εξετάσουν, μετά από ουσιαστική έρευνα του πραγματικού της υποθέσεως, την ύπαρξη και την έκταση της χρηματικής αξιώσεως του Δημοσίου που απέρρεε από το νόμιμο τίτλο ή την ανυπαρξία της αξιώσεως αυτής, όχι όμως και να ακυρώσουν τον τίτλο, δ) Παρά την αδυναμία ακυρώσεως του νομίμου τίτλου, η αναγνώριση της ανυπαρξίας της αξιώσεως του Δημοσίου είχε ως επακόλουθο να καθίσταται ανενεργός εν όλω ή εν μέρει ο τίτλος και να ματαιώνονται οι επαχθείς για τον οφειλέτη συνέπειες της διοικητικής εκτελέσεως. Εν όψει των ανωτέρω, είχε παγίως κριθεί ότι, όταν η συνιστώσα νόμιμο τίτλο, υπό την έννοια του άρθρου 2 παράγραφοι 1 και 2 περίπτωση α` του Κ.Ε.Δ.Ε., διοικητική πράξη δεν κατέλειπε, πλην του προσδιορισμού του εισπρακτέου ποσού, άλλες συνέπειες, διοικητικής φύσεως, ειδικώς προβλεπόμενες στο διοικητικό νόμο, η άσκηση, κατά της πράξεως αυτής, της ανακοπής που προβλεπόταν ρητώς στο άρθρο 73 παράγραφος 1 περίπτωση γ` του Κ.Ε.Δ.Ε. παρείχε ισοδύναμη με την αίτηση ακυρώσεως δικαστική προστασία και συνιστούσε, ως εκ τούτου, παράλληλη προσφυγή, κωλύουσα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 45 παράγραφος 1 του Π.Δ. 18/1989 “Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας” (Α` 8), την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της ανωτέρω πράξεως. Εν τούτοις, η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 217 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, η οποία, όπως ευθέως συνάγεται από τον τίτλο και το γράμμα της, αλλά και από την οικεία εισηγητική έκθεση, σκοπεί στην εξαντλητική ρύθμιση του σχετικού ζητήματος, δεν προβλέπει πλέον τη δυνατότητα ασκήσεως, ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, ανακοπής κατά των μονομερών εκτελεστών πράξεων της Διοικήσεως που συνιστούν νόμιμο τίτλο υπό την έννοια του άρθρου 2 παράγραφοι 1 και 2 περίπτωση α` του Κ.Ε.Δ.Ε. Κατά συνέπεια, από της θέσεως σε ισχύ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και εφεξής (και υπό την προϋπόθεση ότι κατά των πράξεων αυτών δεν προβλέπεται στο νόμο η άσκηση άλλου ενδίκου βοηθήματος, εκ της ασκήσεως του οποίου θα εγεννάτο διοικητική διαφορά ουσίας), οι εν λόγω πράξεις δεν υπόκεινται πλέον σε ένδικο βοήθημα, ικανό να παράσχει ισοδύναμη προς την αίτηση ακυρώσεως δικαστική προστασία και, ως εκ τούτου, παραδεκτώς, από της απόψεως αυτής, προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Ν. Σκλίας, Α.-Γ Βώρος, Γ. Ποταμιάς, Α. Ντέμσιας και Φ. Ντζίμας, οι οποίοι διετύπωσαν τη γνώμη ότι κατά την έννοια των διατάξεων του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που εκτίθενται στη σκέψη 7, η ανακοπή κατά του νομίμου τίτλου, η οποία αποτελεί παράλληλη προσφυγή, που κωλύει την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της αυτής πράξεως, όταν δεν καταλείπονται άλλες, διοικητικής φύσεως, συνέπειες, εξακολουθεί να προβλέπεται ως ένδικο βοήθημα, δοθέντος ότι με την εισαγωγή του εν λόγω Κώδικα δεν εσκοπήθη τέτοιας φύσεως και εκτάσεως νομοθετική μεταβολή, η οποία θα είχε ως συνέπεια την εκδίκαση εφεξής υποθέσεων αρμοδιότητας του διοικητικού πρωτοδικείου από το Συμβούλιο της Επικρατείας άλλωστε, κατά την αυτή γνώμη, τέτοια βούληση δεν προκύπτει ούτε από την αιτιολογική έκθεση. 9. Επειδή, η ως άνω προσβαλλόμενη πράξη (χρηματικός κατάλογος) του Οργανισμού Βάμβακος, η οποία εκδόθηκε μετά την έναρξη ισχύος του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, δεν υπόκειται, κατά τα ανωτέρω, σε ανακοπή. Εξ άλλου, κατά της πράξεως αυτής, που αφορά είσπραξη φορολογικής επιβάρυνσης, η οποία επιβάλλεται υπέρ νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, δεν προβλέπεται η άσκηση προσφυγής ουσίας ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον η εν λόγω πράξη δεν υπόκειται σε ένδικο βοήθημα, ικανό να παράσχει ισοδύναμη προς την αίτηση ακυρώσεως δικαστική προστασία, παραδεκτώς, από της απόψεως αυτής, προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως. Συνεπώς, ορθώς το υπό κρίση ένδικο βοήθημα παραπέμφθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του οικείου χρηματικού καταλόγου, με την προμνημονευθείσα 52/2004 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Σερρών, για να εκδικαστεί ως αίτηση ακυρώσεως. Κατά τη γνώμη, όμως, που μειοψήφησε, το υπό κρίση ένδικο βοήθημα θα έπρεπε να αναπεμφθεί στο πιο πάνω Διοικητικό Πρωτοδικείο, κατά το άρθρο 34 παρ.1 του Ν.1968/1991 (Α΄ 150), προκειμένου να εκδικασθεί ως ανακοπή στρεφόμενη κατά του νομίμου τίτλου.
10. Επειδή, κατά ταύτα, επιλυθέντων, ως άνω, των παραπεμφθέντων ζητημάτων, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο Β` Τμήμα για την περαιτέρω εκδίκασή της. Στο Τμήμα δε αυτό εναπόκειται να κρίνει και τα τυχόν τιθέμενα ζητήματα παραδεκτού της κρινόμενης αιτήσεως, συμπεριλαμβανομένου και του ζητήματος της προσηκούσης νομιμοποιήσεως της αιτούσης κατά την πρώτη επ’ ακροατηρίου συζήτηση.
Διά ταύτα
Επιλύει τα παραπεμφθέντα ζητήματα και αναπέμπει την υπόθεση στο Β` Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά το αιτιολογικό.