ΣτΕ (Τμ. Δ΄7μ) 3382/2010 ΑΚΡΟΑΣΗ ΚΑΙ ΑΛΥΣΙΤΕΛΕΙΑ, Δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης αλυσιτελώς προβαλλόμενο- Παραπομπή σε Ολομέλεια -.

ΣΤΕ

Παραπέμπεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου το ζήτημα αν προβάλλεται λυσιτελώς λόγος περί παραβάσεως του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος επί διακοπής επιχορηγήσεως από τον Ο.Α.Ε.Δ. προγράμματος εργοδοτών στο οποίο είχε υπαχθεί ο αιτών, χωρίς ο τελευταίος να κληθεί προηγουμένως να εκθέσει τις απόψεις του.

 Ειδικότερα, σύμφωνα με την κρατήσασα στο Τμήμα γνώμη, ο λόγος αυτός είναι οπωσδήποτε απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος. Και τούτο διότι ο αιτών δεν επικαλείται, κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο, την ύπαρξη οιωνδήποτε κρίσιμων στοιχείων σε σχέση προς τη διακοπή του προγράμματος επιχορηγήσεως, (στοιχεία) τα οποία δεν είχε τη δυνατότητα να θέσει υπόψη της διοικήσεως και θα οδηγούσαν σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Κατά τη γνώμη, όμως, της μειοψηφίας, η συμμόρφωση της διοικήσεως προς την ρητώς επιβαλλόμενη από τη σχετική κανονιστική απόφαση υποχρέωση κλήσεως του ενδιαφερόμενου να εκθέσει τις απόψεις του πριν την έκδοση της δυσμενούς γι’ αυτόν πράξεως διακοπής της επιχορηγήσεως, αποτελεί ουσιώδη τύπο της ένδικης διαδικασίας, η παράλειψη ή η πλημμελής τήρηση του οποίου καθιστά μη νόμιμη την πράξη αυτή, η οποία, μάλιστα, δεν θεραπεύεται ούτε με την άσκηση κατά της προσβαλλόμενης πράξεως των προβλεπόμενων από τη διάταξη αυτή ενστάσεων. Υπό την εκδοχή αυτή, αρκεί η προβολή εκ μέρους του αιτούντος της παραλείψεως της κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενης κλήσεώς του από τη διοίκηση προς παροχή εξηγήσεων, ως λόγου ακυρώσεως αυτοτελώς προβλεπόμενου από το άρθρο 48 περ. 2 του π.δ. 18/1989. Κατά την ειδικότερη, τέλος, γνώμη του Προέδρου του Τμήματος, αναφορικά με τη μη τήρηση προβλεπόμενου στο νόμο τύπου της προηγούμενης ακροάσεως του ενδιαφερόμενου, επιβάλλεται να γίνει διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων της επιβολής κυρώσεως και της ανακλήσεως ευμενούς διοικητικής πράξεως λόγω μη συμμορφώσεως του διοικουμένου, υπέρ του οποίου αυτή εξεδόθη, προς τεθέντα με αυτήν όρο, συνιστάμενο σε υποχρέωση τούτου προς ενέργεια ή αποχή από ενέργεια. Στη μεν πρώτη περίπτωση, η παράλειψη τηρήσεως του εν λόγω τύπου θεμελιώνει πάντοτε λόγο ακυρώσεως της πράξεως που επιβάλλει κύρωση. Στη δεύτερη περίπτωση, και εφόσον η ανακλητική πράξη προσδιορίζει την πραγματική βάση της ανακλήσεως ευμενούς διοικητικής πράξεως λόγω μη συμμορφώσεως προς τεθέντα με αυτήν όρο, ο σχετικός λόγος προβάλλεται λυσιτελώς και είναι ακουστός, εφόσον ο διοικούμενος διατείνεται ότι, καλούμενος προς παροχή εξηγήσεων, θα προέβαλε πραγματικούς ισχυρισμούς και θα επεκαλείτο στοιχεία, ενδεχόμενη βασιμότητα των οποίων θα μπορούσε να ασκήσει επιρροή στην κρίση του διοικητικού οργάνου που προέβη στην επίμαχη ανάκληση. Λόγω της μείζονος σπουδαιότητας του ανακύψαντος ζητήματος και των αντίθετων απόψεων που διατυπώθηκαν η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου.
——————–
Αριθμός 3382/2010
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Οκτωβρίου 2009 με την εξής σύνθεση: Μ. Βροντάκης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος, Ε. Σαρπ, Γ. Παπαγεωργίου, Ε. Αντωνόπουλος, Η. Τσακόπουλος, Σύμβουλοι, Χ. Μπολόφη, Ι. Μιχαλακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ν. Αθανασίου.
Για να δικάσει την από 23 Ιουνίου 1999 αίτηση:
του Χρήστου Κ. Κάτσου, κατοίκου Ιωαννίνων (Ανατολικής 11), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Παντελή Μήτση (Α.Μ. 8802) που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο,
κατά του Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Βασίλειο Γεωργάκη (Α.Μ. 13996), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθούν: 1) η υπ’ αριθμ. 1150/18-5-1999 απόφαση του Δ.Σ. του Ο.Α.Ε.Δ., 2) η υπ’ αριθ. 1398/27-4-98 απόφαση του Περιφερειακού Διευθυντού Πελοποννήσου του Ο.Α.Ε.Δ. και 3) η υπ’ αριθ. 7165/4-12-1997 απόφαση του Δ/ντού του Γ.Ε. Πατρών του Ο.Α.Ε.Δ.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Χ. Μπολόφη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο του ΟΑΕΔ, που ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1.  Επειδή, καταβλήθηκαν τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (8566068, 8566075/2003 διπλότυπα Δ.Ο.Υ. ΙΕ΄ Αθηνών και το νόμιμο παράβολο 297472, 994714/2003 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).
2.  Επειδή, με το υπό κρίση ένδικο βοήθημα, το οποίο είχε ασκηθεί ως προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πατρών και παραπέμφθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας με την 519/2003 απόφαση του δικαστηρίου αυτού, προκειμένου να εκδικασθεί ως αίτηση ακύρωσης, ζητείται, κατ’ ορθή ερμηνεία του δικογράφου, η ακύρωση της 1150/18.5.1999 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του καθ’ ου Οργανισμού, με την οποία διατάχθηκε το μεν η διακοπή του προγράμματος επιχορήγησης εργοδοτών, στο οποίο είχε υπαχθεί ο αιτών που διατηρεί ατομική επιχείρηση συνεργείου καθαρισμού, το δε η αναζήτηση του αναλογούντος ποσού της επιχορήγησης, ύψους 2.898.800 δρχ.
3.  Επειδή, η υπόθεση εισάγεται ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Τμήματος κατόπιν της 1785/2009 παραπεμπτικής αποφάσεως του Τμήματος σε πενταμελή σύνθεση, λόγω της σπουδαιότητας του ανακύψαντος ζητήματος σχετικά με το αν προβάλλεται λυσιτελώς λόγος ακυρώσεως περί παραβάσεως του δικαιώματος της προηγούμενης ακροάσεως.
4.  Επειδή, το άρθρο 29 του ν. 1262/1982 (Α΄70), που τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 του ν. 1836/1989 (Α΄89), και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 23 παρ. 13 του ν. 1892/1990 (Α΄101), όριζε, πριν την τροποποίησή του με το άρθο 6 του ν. 2436/1996 (Α΄188), τα εξής: «1. Για τον σκοπό της καταπολέμησης της ανεργίας με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, είναι δυνατό να επιχορηγούνται από τον Οργανισμό Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ) επιχειρήσεις και γενικά εργοδότες, βάσει προγραμμάτων απασχολήσεως που καταρτίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας μετά από γνώμη του Δ.Σ. του ΟΑΕΔ. 2. Με τα προγράμματα της προηγούμενης παραγράφου καθορίζονται : α) το ποσό της επιχορήγησης για κάθε προσλαμβανόμενο … β) Ο χρόνος διάρκειας της επιχορήγησης … γ) Οι κατηγορίες των επιχειρήσεων ή εργοδοτών που θα αφορά κάθε πρόγραμμα … 3 .. .4. Για την υπαγωγή στο πρόγραμμα απασχόλησης οι εργοδότες υποβάλλουν στον ΟΑΕΔ μαζί με την αίτησή τους τα προβλεπόμενα από κάθε πρόγραμμα στοιχεία. Για την ύπαρξη των προϋποθέσεων υπαγωγής των επιχειρήσεων στις διατάξεις του άρθρου αυτού αποφασίζει, μετά από εισήγηση της διεύθυνσης απασχόλησης του οργανισμού, το διοικητικό του συμβούλιο ή το όργανο που αυτό ορίζει σύμφωνα με τις οργανικές διατάξεις του ΟΑΕΔ …. 7. Εργοδότες, που οπωσδήποτε επιχορηγήθηκαν βάσει προγράμματος, και παραβαίνουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις των προγραμμάτων απασχόλησης, για την πρόσληψη, τη διατήρηση και τη μη απόλυση του υπόλοιπου προσωπικού και του προσωπικού που επιδοτείται και γενικά την εφαρμογή του κάθε προγράμματος έχουν την υποχρέωση της επιστροφής, του ανάλογoυ ποσού της επιχορήγησης που έχουν λάβει από τον ΟΑΕΔ και που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο χρονικό διάστημα του συνολικού χρόνου απασχόλησης (επιχορηγούμενης και μη) των μισθωτών που καθορίζει το πρόγραμμα. Για το ποσό που θα επιστραφεί στον ΟΑΕΔ αποφασίζει το διοικητικό του συμβούλιο ή το όργανο που αυτό ορίζει κάθε φορά σύμφωνα με τις οργανωτικές διατάξεις του ΟΑΕΔ. 8. …». Περαιτέρω, δυνάμει της παρ.1 του ανωτέρω άρθρου 29, εκδόθηκε η 33436/11.4.1995 απόφαση του Υπουργού Εργασίας με τον τίτλο «Επιχορήγηση εργοδοτών για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας έτους 1995 και 1996» (Β΄ 384), στην οποία ορίστηκαν τα εξής: «Άρθρο μόνο. 1. Καταρτίζουμε τέσσερα (4) προγράμματα επιχορήγησης ιδιωτικών επιχειρήσεων, επιχειρήσεων Τοπικής Αυτοδιοίκησης, Συνεταιρισμών, Επαγγελματικών Σωματείων και Ενώσεων αυτών, Σωματείων και γενικά εργοδοτών για τη δημιουργία είκοσι χιλιάδων οκτακοσίων (20.800) νέων θέσεων εργασίας για το έτος 1995 και δώδεκα χιλιάδων διακοσίων (12.200), για το έτος 1996, ως εξής: … 2 .. .3. Η επιχορήγηση για κάθε ημέρα εργασίας πλήρους απασχόλησης καθορίζεται ως εξής: … 6. α) Ο εργοδότης υποχρεούται να απασχολήσει τον νεοπροσλαμβανόμενο για δώδεκα (12) τουλάχιστον μήνες από τους οποίους τους εννέα (9) πρώτους με επιχορήγηση και τους τελευταίους τρεις (3) μήνες με δέσμευσn και χωρίς επιχορήγηση.β… γ…) Η επιχορήγηση θα υπολoγίζεται για κάθε εργάσιμη ημέρα πλήρους απασχόλησης και μέχρι 25 ημέρες για αμειβόμενους με μηνιαίο μισθό και μέχρι 26 για ημερομίσθιους κατ’ ανώτατο όριο για κάθε μήνα, εφόσον όμως υπάρχουν 15 τουλάχιστον ημερομίσθια το μήνα για κάθε επιχορηγούμενο εργαζόμενο…22. Σε περίπτωση παράβασης των όρων της απόφασης αυτής, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των παρ. 7 και 8 του άρθρου 29 του Ν. 1262/82 όπως συμπληρώθηκε από τον Ν. 1836/89. Ειδικότερα ο κατά τόπον αρμόδιος, Διευθυντής ΥΝ., ΤΥ ή Προϊστάμενος Γραφείου Εργασίας του Οργανισμού, αφού λάβει υπόψη του τις απόψεις του εργοδότη αποφασίζει τη διακοπή ή μη της επιχορήγησης, και την αναζήτηση του αναλογούντος ποσού της επιχορήγησης, που έχει λάβει από τον ΟΑΕΔ και που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο χρονικό διάστημα του συνολικού χρόνου απασχόλησης. Σε περίπτωση που μετά την έκδοση της απόφασης για αναζήτηση του αναλογούντος ποσού ο εργοδότης προσκομίσει δικαιολογητικά από τα οποία θα προκύπτει η τήρηση των όρων του προγράμματος, θα ανακαλείται η αρχικά εκδοθείσα απόφαση ως προς το σημείο που αναφέρεται στην αναζήτηση του αναλογούντος ποσού επιχορήγησης. Κατά της ανωτέρω απόφασης του Δ/ντή του Γ.Ε ., της ΤΥ και της ΥΝ ο εργοδότης έχει δικαίωμα να υποβάλει ένσταση εντός δέκα (10) ημερών από της κοινοποίησής της, επί της οποίας αποφαίνεται με αιτιολογημέvn απόφασή του ο αρμόδιος Περ/κός Δντής. Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης επιτρέπεται προσφυγή μόvο μετά από προσκόμιση νεώτερων αποδεικτικών στοιχείων εντός δέκα (10) ημερών από της κοινοποίησής της, επί της οποίας θα επιλαμβάνεται το Δ.Σ. του Οργανισμού μετά από εισήγηση της Δ/νσης Απασχόλησης…».
5.  Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την 3270/26.7.1995 απόφαση του Διευθυντή του Γραφείου Εργασίας Πατρών του ΟΑΕΔ ο αιτών, ο οποίος διατηρεί ατομική επιχείρηση συνεργείου καθαρισμού, υπήχθη στο πρόγραμμα επιχορήγησης εργοδοτών για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας κατά τις διατάξεις του άρθρου 29 του ν. 1262/1982 και επιχορηγήθηκε με το ποσό των 11.595.200 δρχ.. Εντούτοις, με την 7438/15.12.1997 απόφαση του ιδίου ως άνω Διευθυντή διεκόπη το πρόγραμμα επιχορήγησης και αναζητήθηκε η επιστροφή του αναλογούντος ποσού των 2.898.800 δρχ., επειδή «δεν τήρησε το πρόγραμμα». Κατά της απόφασης αυτής ο αιτών υπέβαλε την 7438/15.12.1998 ένσταση, παραπονούμενος ότι η απόφαση αυτή είναι παντελώς αόριστη και αναιτιολόγητη, καθόσον δεν εκτίθεται σε αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα σε τι συνίσταται η εκ μέρους του μη τήρηση των όρων του προγράμματος, πράγμα το οποίο του αποστέρησε τη δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του ενώπιον της διοίκησης. Η ένσταση απορρίφθηκε με την 1398/27.4.1998 απόφαση του Περιφερειακού Διευθυντή Πατρών του ΟΑΕΔ, κατ’ αποδοχή της σχετικής από 26.1.1998 εισήγησης της υπηρεσίας, στην οποία αναφέρονται επί του θέματος τα εξής: «… γνώριζε τους όρους του προγράμματος (…) και όφειλε να προσκομίσει τα απαραίτητα παραστατικά στοιχεία για να αποδείξει τη σωστή εκτέλεση του προγράμματος. Άλλωστε, ο συγκεκριμένος εργοδότης είχε κάμει χρήση και άλλων όμοιων προγραμμάτων στο παρελθόν και επομένως γνώριζε τη σχετική διαδικασία και τις υποχρεώσεις του έναντι της υπηρεσίας. Πέραν των ανωτέρω, σε επικοινωνία που είχαμε με τον αντίκλητο δικηγόρο του, τον πληροφορήσαμε ότι έπρεπε να μας προσκομίσει αντίγραφα μισθολογίου για τους μήνες Ιούλιο – Σεπτέμβριο 1996, προκειμένου να ελέγξουμε το τρίμηνο δέσμευσης της επιχείρησης. Η ενημέρωση αυτή έγινε την ημέρα κατάθεσης της ένστασης, δηλ. Την 15.12.1997 και μέχρι σήμερα δεν έχουν προσκομισθεί αυτές οι καταστάσεις…». Κατά της απόφασης αυτής ο αιτών άσκησε την 8530/11.5.1998 ένσταση, επαναλαμβάνοντας τους προβληθέντες με την 7438/15.12.1998 ένσταση ενώπιον Περιφερειακού Διευθυντή Πατρών του ΟΑΕΔ ισχυρισμούς. Και η ένσταση, όμως, αυτή απορρίφθηκε με τη ήδη προσβαλλόμενη 1150/18.5.1999 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΟΑΕΔ, με την ίδια εν πολλοίς αιτιολογία που διαλαμβάνεται στη ρηθείσα απορριπτική 1398/27.4.1998 απόφαση του Περιφερειακού Διευθυντή.
6.  Επειδή, προβάλλεται ότι ο Διευθυντής του ανωτέρω Γραφείου Εργασίας διέταξε τη διακοπή της επιχορήγησης του προγράμματος στο οποίο είχε υπαχθεί ο αιτών, χωρίς να τον καλέσει προηγουμένως να εκθέσει τις απόψεις του, κατά παράβαση του, κατά το άρθρο 20 παρ.2 του Συντάγματος δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης. Κατά την κρατήσασα στο Τμήμα γνώμη, ο λόγος αυτός είναι οπωσδήποτε απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος. Και τούτο διότι ο αιτών δεν επικαλείται με την υπό κρίση αίτηση, κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο, την ύπαρξη οιωνδήποτε κρίσιμων στοιχείων εν σχέσει προς την διακοπή του προγράμματος επιχορήγησης, τα οποία (στοιχεία) αποστερήθηκε της δυνατότητας να θέσει υπόψη της διοίκησης και θα οδηγούσαν σε διαφορετικό αποτέλεσμα (βλ. ΣτΕ 3546/1994, 879/1998, 2002/2000, βλ και ΔΕΚ απόφαση της 21.3.1990, C-142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλ. 1990, σελ. Ι-959, σκέψη 48, ΔΕΚ απόφαση της 5.10.2000, C-288/96 Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλ. 2000, σελ. Ι-8237, σκέψη 101, διάταξη του Προέδρου ΔΕΚ της 29.4.2005, C-404/04P-R, Technische Glaswerke Ilmenan κατά Επιτροπής, σκέψη 50, με τις οποίες κρίθηκε ότι η έκδοση της βλαπτικής για το πρόσωπο πράξης κατά παράβαση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης, δεν συνεπάγεται ακυρότητα της πράξης παρά μόνον εάν, χωρίς την πλημμέλεια αυτή, η οικεία διοικητική διαδικασία μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα). Μειοψήφησαν ο Σύμβουλος Επικρατείας Γ. Παπαγεωργίου και η Πάρεδρος Χ. Μπολόφη, οι οποίοι υποστήριξαν την εξής γνώμη: Η συμμόρφωση της διοικήσεως προς την ρητώς επιβαλλόμενη, κατά την παρ. 22 του άρθρου μόνου της ανωτέρω 33436/11.4.1995 υπουργικής αποφάσεως, υποχρέωση κλήσεως του ενδιαφερόμενου να εκθέσει τις απόψεις του πριν την έκδοση της δυσμενούς γι’ αυτόν πράξεως διακοπής της επιχορηγήσεως, αποτελεί ουσιώδη τύπο της ένδικης διαδικασίας, η παράλειψη ή η πλημμελής τήρηση του οποίου καθιστά μη νόμιμη την πράξη αυτή. Μάλιστα, η μη τήρηση του τύπου αυτού, που επιβάλλεται ως ουσιώδης δυνάμει ειδικής διάταξης νόμου, δεν θεραπεύεται ούτε με την άσκηση κατά της προσβαλλόμενης πράξεως των προβλεπομένων από τη διάταξη αυτή ενστάσεων (βλ. ΣτΕ 701/1990, 753/1991, 1287/1995, 2894/2004 πρβλ. και Ολ ΣτΕ 2371/2007). Υπό την έννοια αυτή, αρκεί η προβολή εκ μέρους του αιτούντος της παραλείψεως της κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενης κλήσεώς του από τη διοίκηση προς παροχή εξηγήσεων, ως λόγου ακυρώσεως αυτοτελώς προβλεπόμενου από το άρθρο 48 περ.2 του πδ/τος 18/89 (Α΄8, βλ. και άρθρο 95 του Συντάγματος). Ουδόλως δε υποχρεούται να ισχυρισθεί συγχρόνως προς την εξέταση του λόγου αυτού και ότι, συνεπεία της παραλείψεως κλήσεώς του, υπέστη συγκεκριμένη βλάβη, συνιστάμενη στη μη δυνατότητα επικλήσεως κρίσιμων στοιχείων και πραγματικών γεγονότων, τα οποία, αν είχαν τεθεί υπόψη της διοικήσεως, θα οδηγούσαν σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Αντίθετη παραδοχή, ότι, δηλαδή, για την εξέταση του λυσιτελούς του προβαλλόμενου λόγου ακυρώσεως απαιτείται η προβολή συγκεκριμένων ισχυρισμών και μάλιστα κρινομένων ως νόμω βασίμων, θα ήγε, εμμέσως, σε εξέταση αυτής ταύτης της αιτιολογίας της ένδικης πράξεως, ζήτημα το οποίο εξετάζεται στο πλαίσιο προβολής του αυτοτελούς λόγου ακυρώσεως για παράβαση νόμου κατ’ ουσίαν. Συνεπώς, κατά την μειοψηφήσασα γνώμη, ο ως άνω λόγος ακυρώσεως προβάλλεται λυσιτελώς και πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος. (πρβλ. Ολ ΣτΕ 2370-1/2007, βλ. επίσης ΣτΕ 1384/2009). Τέλος, ο Πρόεδρος του Τμήματος Μ. Βροντάκης διετύπωσε την εξής γνώμη: Αναφορικά με την μη τήρηση προβλεπομένου στο νόμο τύπου της προηγουμένης ακροάσεως του ενδιαφερομένου, επιβάλλεται να γίνει διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων της επιβολής κυρώσεως αφ’ ενός και της ανακλήσεως ευμενούς διοικητικής πράξεως λόγω μη συμμορφώσεως του διοικουμένου, υπέρ του οποίου αυτή εξεδόθη, προς τεθέντα με αυτήν όρο, συνιστάμενο σε υποχρέωση τούτου προς ενέργεια ή αποχή από ενέργεια. Στη μεν πρώτη περίπτωση, η παράλειψη τηρήσεως του εν λόγω τύπου θεμελιώνει πάντοτε λόγο ακυρώσεως της επιβαλλούσης κύρωση πράξεως. Στη δεύτερη περίπτωση, και εφ’ όσον η ανακλητική πράξη προσδιορίζει την πραγματική βάση της ανακλήσεως ευμενούς διοικητικής πράξεως λόγω μη συμμορφώσεως προς τεθέντα με αυτήν όρο ο σχετικός λόγος προβάλλεται λυσιτελώς και είναι ακουστά, εφ’ όσον ο διοικούμενος διατείνεται ότι, καλούμενος προς παροχή εξηγήσεων, θα προέβαλλε πραγματικούς ισχυρισμούς και θα επεκαλείτο στοιχεία, ενδεχόμενη βασιμότης των οποίων – που πάντως δεν είναι επιδεκτική δικαστικής διερευνήσεως στην εκκρεμή δίκη, αφού περί αυτής δεν έχει προηγηθή κρίση της Διοικήσεως – θα μπορούσε να ασκήσει επιρροή στην κρίση του διοικητικού οργάνου που προέβη στην επίμαχη ανάκληση.
7.  Επειδή, λόγω της μείζονος σπουδαιότητος του ανακύψαντος ζητήματος και των αντίθετων απόψεων που διατυπώθηκαν, το Τμήμα, υπό την παρούσα επταμελή σύνθεση, κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, ορίζει δε εισηγητή ενώπιον της Ολομέλειας τον Σύμβουλο E. Αντωνόπουλο.
Δ ι α τ α ύ τ α
Παραπέμπει την υπόθεση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, ενώπιον της οποίας ορίζει εισηγητή τον Σύμβουλο Ε. Αντωνόπουλο.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 13 Οκτωβρίου 2009
Ο Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος    Ο Γραμματέας