ΣτΕ 0/2012 ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΕΣ – ΜΝΗΜΕΙΑ

Νομολογία Διοικητική Δικαιοσύνη

1.    ΣτΕ 1402/1998 (Τμήμα Ε’)
4. Επειδή, εκ των άρθρων 2, 50 και 52 του κωδ. Νόμου 5351/ 32 προκύπτουν τα εξής: ότι τα έργα αρχιτεκτονικής και οιασδήποτε καθόλου τέχνης, κινητά και ακίνητα, τα καταγόμενα από τους αρχαιοτάτους χρόνους καθώς και από την αρχαιοτάτην εποχήν του χριστιανισμού και του μεσαιωνικού ελληνισμού, έχουν την ιδιότητα του κατά τον νόμον αυτόν “αρχαίου” ευθέως εξ αυτού, χωρίς να απαιτείται ο χαρακτηρισμός αυτών με ιδιαιτέραν πράξιν του αρμοδίου υπουργείου, ως προβλέπεται (υπ’ άρθρου 52) διά τα μεταγενέστερα έργα τέχνης (Σ.τ.Ε. 869/93, 3741/93, 4618/86 κ.α.) Οτι απαγορεύεται η άνευ αδείας του Υπουργείου Πολιτισμού επιχείρησις πλησίον αρχαίων οιουδήποτε έργου δυναμένου να βλάψη αυτά αμέσως ή εμμέσως. Ούτω διά την έναρξιν οικοδομικών εργασιών εντός η εγγύς αρχαιολογικού χώρου πρέπει να προηγείται η άδεια του Υπουργείου Πολιτισμού, επομένης της οικοδομικής αδείας. Περαιτέρω, η εκ μέρους του Υπουργείου Πολιτισμού απόρριψις του αιτήματος περί χορηγήσεως αδείας καθιστά υποχρεωτικήν την ανάκλησιν της οικοδομικής αδείας, η ανάκλησις δε αυτή, διά λόγους δημοσίου συμφέροντος αναγομένους εις την προστασίαν των αρχαίων, χωρεί ασχέτως του χρόνου ο οποίος παρήλθεν από της χορηγήσεως της οικοδομικής αδείας και ασχέτως προς την εν τω μεταξύ δημιουργηθείσαν, τυχόν, πραγματικήν κατάστασιν, δηλαδή την έναρξιν ή και αποπεράτωσιν των οικοδομικών εργασιών, γενομένων μη νομίμως, παρά την έλλειψιν αδείας του Υπουργείου Πολιτισμού, από μόνης της χορηγήσεως της οικοδομικής αδείας (ΣτΕ 2519/82). Εξ άλλου, συμφώνως προς τας διατάξεις των άρθρων 15 παρ.2 στ’ και 17 παρ. 1 του ν. 1337/83 (φ. 33), αι οποίαι στοιχούν προς την συνταγματικήν προστασίαν της πολιτιστικής κληρονομιάς (άρθρον 24 παρ. 1 του Συντάγματος), επιβάλλεται πάντοτε η κατεδάφισις αυθαιρέτων κτισμάτων ανεγερθέντων εντός αρχαιολογικών χώρων, ουδέποτε συγχωρουμένης της εξαιρέσεώς των από την κατεδάφισιν.

2.    ΣτΕ 3660/200 (Τμήμα Δ’)
Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ/2001 (1) Πολεοδομική νομοθεσία. Αρμόδιος για την έκδοση και την ανάκληση των οικοδομικών αδειών. Νομίμως εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη ο ανώτερος κατά βαθμό υπάλληλος του Τμήματος Πολεοδομίας και Πολεοδομικών Εφαρμογών. Αν ο Υπουργός Πολιτισμού έκρινε με πράξη του ότι οι οικοδομικές εργασίες που εκτελούνται βάσει οικοδομικής άδειας που εκδόθηκε χωρίς προηγούμενη άδεια της αρχαιολογικής υπηρεσίας, σε επαφή με κτίριο που έχει χαρακτηρισθεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο, βλάπτουν σοβαρά το μνημείο αυτό, η πολεοδομική υπηρεσία υποχρεούται να ανακαλέσει την οικοδομική άδεια, ανεξαρτήτως του χρόνου που παρήλθε από τη χορήγησή της και της πραγματικής κατάστασης που δημιουργήθηκε. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης.

6. Επειδή το άρθρο 5 του Ν. 1469/1950 “Περί προστασίας ειδικής κατηγορίας οικοδομημάτων και έργων τέχνης μεταγενεστέρων του 1830″ (Α 169) ορίζει ότι ” 1. Εις την κατηγορίαν των καλλιτεχνικών και ιστορικών μνημείων και οικοδομημάτων παλαιοτέρων του 1830 (άρθ. 52 του ….Νομ. 5351…) δύνανται να υπαχθώσι και κτίσματα έχοντα ιστορικήν σπουδαιότητα, νεώτερα του έτους 1830 και ιστορικοί τόποι. Προς τούτο δέον προηγουμένως να χαρακτηρισθώσιν ως ιστορικοί τόποι δια πράξεως του Υπουργού Πολιτισμού και Επιστημών…. 2. Επί των κατά τα ως άνω χαρακτηριζομένων ως ιστορικών οικοδομημάτων ή ως ιστορικών τόπων εφαρμόζονται άπασαι αι περί καλλιτεχνικών και ιστορικών μνημείων και οικοδομημάτων παλαιοτέρων του έτους 1830 διατάξεις του Νομ. 5351…”. Το άρθρο 52 του Ν. 5351/1932 “Περί αρχαιοτήτων” (όπως ο νόμος αυτός κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. της 9/24.8.1932, Α. 275) ορίζει ότι “Επισκευή ή καθ? οιονδήποτε τρόπον μετασκευή εκκλησιών ή άλλων καλλιτεχνικών και ιστορικών μνημείων και οικοδομημάτων παλαιοτέρων του 1830, γίνεται μόνον μετ? έγκρισιν του Υπουργείου της Εθν. Παιδείας…” (ήδη Πολιτισμού) και, περαιτέρω, ότι “Δια πράξεως του Υπουργείου Εθν. Παιδείας δημοσιευομένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως χαρακτηρίζονται τα μνημεία και οικοδομήματα όσα υπάγονται την διάταξιν ταύτην…” Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι σε περίπτωση, κατά την οποία ο Υπουργός Πολιτισμού έκρινε με πράξη του ότι οι οικοδομικές εργασίες που εκτελούνται ή έχουν εκτελεσθεί βάσει οικοδομικής αδείας, που εκδόθηκε χωρίς την προηγούμενη άδεια της αρχαιολογικής υπηρεσίας, εν επαφή προς κτίριο που έχει χαρακτηρισθεί με πράξη του ίδιου Υπουργού ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο, βλάπτουν σοβαρά την προβολή, ανάδειξη και αξιοποίηση του μνημείου αυτού, η πολεοδομική υπηρεσία υποχρεούται να ανακαλέσει την εν λόγω οικοδομική άδεια. Η ανάκληση επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος αναγομένους στην προστασία των ιστορικών διατηρητέων μνημείων και χωρεί, ως εκ τούτου, ανεξαρτήτως του χρόνου, ο οποίος παρήλθε από την χορήγηση της οικοδομικής αδείας και ασχέτως προς την εν των μεταξύ δημιουργηθείσα, τυχόν, πραγματική κατάσταση, δηλαδή την έναρξη ή και αποπεράτωση των οικοδομικών εργασιών, οι οποίες έγιναν μη νομίμως, παρά την έλλειψη αδείας του Υπουργείου Πολιτισμού (πρβε ΣτΕ 2519/1982, 3634/1987, 1402/1998).

3.    ΟλΣτΕ 3146/1986
ΑΡΜ/1986 (1107), ΝΟΒ/1987 (603) Αρχαιότητες. Συνταγματική προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Περιεχόμενο προστασίας. Αναγκαστική απαλλοτρίωση μνημείων και χώρων πολιστικού περιβάλλοντος. Υποχρέωση της Διοίκησης για απευθείας αποζημίωση του ιδιοκτήτη, αποζημίωση που δύναται να είναι και διάφορη από τη ρύθμιση του άρθρου 17 του Συντάγματος. Δυνατότητα προσφυγής του ιδιοκτήτη στα διοικητικά δικαστήρια. Απαγόρευση ανοικοδόμησης ακινήτου, λόγω υλικής ή αισθητικής βλάβης αρχαίου μνημείου. Συνταγματικώς σύμφωνη η απαγόρευση αυτή, εφόσον ο ιδιοκτήτης έχει την ευχέρεια να αξιώσει αποζημίωση ερειδόμενη στο άρθρο 24 παρ. 6 του Συντάγματος. Αντίθετη η μειοψηφία.

Με τις διατάξεις του Σ (αρθρ. 24 §§ 1 και 6) καθιερώνεται ειδικώς, το πρώτον, αυξημένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, ήτοι των μνημείων και λοιπών στοιχείων που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική, τεχνολογική και εν γένει πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας. Η προστασία αυτή περιλαμβάνει αφενός μεν την εις το διηνεκές διατήρηση των εν λόγω πολιτιστικών στοιχείων, αφετέρου δε τη δυνατότητα επιβολής γενικών περιορισμών ή ιδιαιτέρων μέτρων για την αποφυγή οποιασδήποτε βλάβης, αλλοιώσεως ή υποβαθμίσεως του περιβάλλοντος τα μνημεία χώρου. Οι περιορισμοί αυτοί, που ερείδονται αποκλειστικά στο άρθρο 24 Σ και δύνανται να έχουν καταρχήν ευρύτερο περιεχόμενο από τους γενικούς περιορισμούς της ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 17 Σ δημιουργούν υποχρέωση αποζημιώσεως του θιγομένου ιδιοκτήτη κατά την § 6 αρθρ. 24 Σ, όταν δεσμεύουν ουσιωδώς την ιδιοκτησία κατά τον προορισμό της χάριν της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Και ναι μεν προβλέπεται από την τελευταία συνταγματική διάταξη η έκδοση ειδικού νόμου, ο οποίος θα καθορίσει, μεταξύ άλλων, τον τρόπο και το είδος της αποζημιώσεως που δύναται να είναι και διάφορος από τη ρύθμιση του αρθρ. 17 Σ, αλλά, και όταν ελλείπει σχετική νομοθετική ρύθμιση, γεννάται ευθεία από το Σ υποχρέωση της Διοικήσεως να εξασφαλίσει τη διηνεκή προστασία του μνημείου και παράλληλα την αποζημίωση του πληττομένου ιδιοκτήτη. Πράγματι το άρθρο 24 § 6 Σ καθορίζει σαφώς τόσο την ανάγκη της χωρίς χρονικούς περιορισμούς προστασίας του εννόμου αγαθού του πολιτιστικού περιβάλλοντος, όσο και την αποζημίωση ως αντιστάθμισμα της επερχόμενης βλάβης στον ιδιοκτήτη, καταλείποντας στον κοινό νομοθέτη την ευχέρεια να προσδιορίσει τη διοικητική διαδικασία καθορισμού της αποζημιώσεως, υπό τον τελικό έλεγχο του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου, καθώς και το είδος της αποζημιώσεως ως χρηματικής ή άλλης φύσεως. Αν και, κατά τη γνώμη ενός μέλους του Δικαστηρίου με αποφασιστική ψήφο, το άρθρο 24 § 6 δεν δύναται να έχει άμεση εφαρμογή, πριν από την έκδοση του κατά περίπτωση ειδικού νόμου, στο μέτρο που η υποχρέωση του Κράτους για την προστασία του περιβάλλοντος πρέπει να εκδηλώνεται με θετικά νομοθετικά ή διοικητικά μέτρα, όπως είναι η καταβολή της αποζημιώσεως. Αντιθέτως, η εν λόγω συνταγματική διάταξη, κατά το μέρος που προστατεύει αρνητικά το πολιτιστικό περιβάλλον,είναι αυτάρκης και συνεπώς νομοθετικά ή διοικητικά μέτρα αντιτιθέμενα προς την προστασία αυτή δεν εφαρμόζονται, ως αντισυνταγματικά. Ετσι, κατά τη μειοψηφήσασα αυτή γνώμη, η προστασία των αρχαίων, υπό το ισχύον νομοθετικό καθεστώς, δεν δύναται να επεκταθεί πέραν των ορίων που προσδιόρισε η παραπεμπτική απόφαση. Επειδή, περαιτέρω, μέχρι της εκδόσεως του κατά το άρθρο 24 § 6 Σ ειδικού νόμου, εξακολουθούν ισχύοντες δυνάμει του άρθρου 112 § 1 Σ προϋφιστάμενοι νόμοι που προβλέπουν μέτρα προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος, εφόσον εναρμονίζονται κατά περιεχόμενο προς την κατά τα προλεχθέντα έννοια και έκταση της προστασίας του εννόμου αυτού αγαθού. Έτσι, ελλείψει ειδικότερης νομοθετικής πρόνοιας, εξακολουθεί καταρχήν να εφαρμόζεται και μετά την ισχύ του Σ η νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 50 κωδ. ν. 5351 “περί αρχαιοτήτων” (π.δ. 9/24 Αυγούστου 1932), που παρέχει στη Διοίκηση την ευχέρεια να επιβάλει περιορισμούς στην ανέγερση κτιρίου, όταν κρίνεται ότι βλάπτει κατά οποιοδήποτε τρόπο υλικώς ή αισθητικώς το αρχαίο μνημείο. Όταν οι περιορισμοί αυτοί είναι ουσιώδεις, όπως στην περίπτωση παντελούς απαγορεύσεως ανοικοδομήσεως ακινήτου, κειμένου εντός σχεδίου πόλεως, ανακύπτει ευθέως από το άρθρο 24 § 6 Σ υποχρέωση αποζημιώσεως του πληττομένου ιδιοκτήτη για την αποκατάσταση της ζημίας από την απαγόρευση ανοικοδομήσεως και εκμεταλλεύσεως του ακινήτου κατά τον προορισμό του. Η αποζημίωση αυτή καλύπτει τη βλάβη του θιγομένου ιδιοκτήτη και είναι άσχετη προς την προβλεπόμενη στο άρθρο 51 του κωδ. νόμου 5351 ευχέρεια του ιδιοκτήτη να ζητήσει από τη Διοίκηση την απαλλοτρίωση του ακινήτου, δεδομένου, άλλωστε, ότι η ευχέρεια αυτή, καταλήγουσα ενδεχομένως στην αποδέσμευση του ακινήτου (όταν παρέρχεται άπρακτη η διετία) αντίκειται κατά το σημείο τούτο στη συνταγματική υποχρέωση της διαρκούς προστασίας του μνημείου. Περαιτέρω η αξίωση προς αποζημίωση γεννάται, κατά την έννοια του άρθρου 24 § 6 Σ ελλείψει ειδικής νομοθετικής ρυθμίσεως, από την πάροδο ευλόγου χρόνου από την επιβολή του μέτρου της απαγορεύσεως ανοικοδομήσεως (άρνηση οικοδομικής αδείας), εφόσον βεβαίως ο ενδιαφερόμενος ιδιοκτήτης επιδιώξει με αίτηση του προς τη Διοίκηση ή ευθέως προς το αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο την αποκατάσταση της ζημίας, κατά τα προεκτεθέντα. Υπό την ερμηνεία αυτή είναι συνταγματικοί οι περιορισμοί του άρθρου 50 του κωδ. ν. 5351 “περί αρχαιοτήτων”, και όταν εξικνούνται μέχρι παντελούς απαγορεύσεως ανοικοδομήσεως ακινήτου εντός σχεδίου πόλεως εφόσον ο ιδιοκτήτης έχει οπωσδήποτε σε κάθε περίπτωση την ευχέρεια να αξιώσει αποζημίωση ερειδομένη αποκλειστικώς και ευθέως στο άρθρο 24 § 6 Σ αν και πέντε μέλη του Δικαστηρίου με αποφασιστική ψήφο και ένας Πάρεδρος έχουν διαφορετική γνώμη καθόσον αφορά το χρόνο γενέσεως της αξιώσεως προς αποζημίωση. Κατά τη μειοψηφήσασα αυτή γνώμη, προς την οποία ετάχθη και το μέλος που μειοψήφησε στο προηγούμενο ζήτημα, η γένεση αξιώσεως προς αποζημίωση δεν εξαρτάται από την πάροδο ευλόγου χρόνου από την επιβολή του περιορισμού, διότι τούτο δεν είναι απαραίτητη συνταγματική προϋπόθεση και μόνο δυνάμει του ειδικού νόμου θα μπορούσε να ορισθεί. Δεδομένου όμως ότι και η προβλεπόμενη από το άρθρο 51 του κωδ. ν. 5351 απαλλοτρίωση είναι, κατά την έννοια του άρθρου 24 § 6 Σ τρόπος αποζημιώσεως, ο πληττόμενος ιδιοκτήτης υποχρεούται, πριν αξιώσει την ευθέως από το Σ προβλεπόμενη αποζημίωση, -είτε να ζητήσει την κατά νόμο απαλλοτρίωση και να αναμένει άπρακτη την πάροδο της διετίας ή τη ρητή άρνηση της Διοικήσεως, είτε, εφόσον δεν επιθυμεί την απαλλοτρίωση, να ανεχθεί επί διετία τον περιορισμό της απαγορεύσεως της ανοικοδομήσεως και μόνο μετά την πάροδο αυτής να αξιώσει αποζημίωση.

4.    ΣτΕ 3963/1995 (Τμήμα Ε’)
Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ/1997 (1), Δ/ΝΗ/1998 (1088), ΝΟΒ/1998 (1534) Αίτηση ακυρώσεως κατά αποφάσεως της Υπουργού Πολιτισμού με την οποία καθορίστηκε ζώνη προστασίας Α ως και χρήσεις γης στον Αρχαιολογικό Χώρο Δωδώνης. Αβάσιμος ο λόγος ότι η προσβαλλομένη απόφαση έπρεπε να είχε την συνυπογραφή του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Εργων, καθόσον το άρθρο 91 του Ν. 1892/1990 θεσπίζει ιδία και αυτοτελή αρμοδιότητα του Υπουργού Πολιτισμού για τον καθορισμό της άνω ζώνης προστασίας. Σύμφωνο με την συνταγματική ρύθμιση της αυξημένης προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος το άνω άρθρο 91. Μη εφαρμογή εν προκειμένω του άρθρου 20 παρ. 1 Συντάγματος καθόσον ο καθορισμός αδομήτου Ζώνης Α για προστασία αρχαιολ. χώρου αποτελεί κανονιστική ρύθμιση.

4. Επειδή στο άρθρον 24 του Συντάγματος του 1975 ορίζονται τα εξής : “1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωσιν του Κράτους. Το Κράτος υποχρεούται να λαμβάνη ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα προς διαφύλαξιν αυτού … 6. Τα μνημεία και αι παραδοσιακαί περιοχαί και στοιχεία τελούν υπό την προστασία του Κράτους. Νόμος θέλει, ορίσει τα αναγκαία προς πραγματοποίησιν της προστασίας ταύτης περιοριστικά της ιδιοκτησίας μέτρα, ως και τον τρόπον και το είδος της αποζημιώσεως των ιδιοκτητών”. Διά των διατάξεων αυτών του Συντάγματος καθιερώνεται ειδικώς, το πρώτον ηυξημένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, ήτοι των μνημείων και λοιπών στοιχείων που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν την ιστορικήν, καλλιτεχνικήν, τεχνολογικήν και εν γένει πολιτιστικήν κληρονομίαν της Χώρας. Οι περιορισμοί αυτοί, ερειδόμενοι αποκλειστικά Η προστασία αυτή περιλαμβάνει αφενός μεν την εις το διηνεκές διατήρησιν των εν λόγω πολιτιστικών στοιχείων, αφετέρου δε τη δυνατότητα επιβολής γενικών περιορισμών ή ιδιαιτέρων μέτρων διά την αποφυγήν οιασδήποτε βλάβης, αλλοιώσεως ή υποβαθμίσεως του περιβάλλοντος τα μνημεία χώρου. Εις το άρθρον 24 του Συντάγματος δύνανται να έχουν καταρχήν ευρύτερον περιεχόμενον από τους γενικούς περιορισμούς της ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 17 του Συντάγματος, δημιουργούν όμως υποχρέωσιν αποζημιώσεως του θιγομένου ιδιοκτήτου κατά την παράγραφον 6 άρθρ. 24 του Συντάγματος, όταν δεσμεύουν ουσιωδώς την ιδιοκτησίαν κατά τον προορισμόν της χάριν της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Και ναι μεν προβλέπεται από την τελευταίαν συνταγματικήν διάταξιν η έκδοσις ειδικού νόμου, ο οποίος θα καθορίσει, μεταξύ άλλων, τον τρόπον και το είδος της αποζημιώσεως, που δύναται να είναι και διάφορος από την ρύθμισιν του άρθρ. 17 του Συντάγματος, αλλά, και όταν ελλείπει σχετική νομοθετική ρύθμισις, γεννάται ευθεία από το Σύνταγμα υποχρέωσις της Διοικήσεως να εξασφαλίσει τη διηνεκή προστασίαν του μνημείου και παραλλήλως την αποζημίωσιν του πληττομένου ιδιοκτήτου. 5. Επειδή η ανωτέρω διάταξις του άρθρου 91 του Ν. 1892/1990 προβλέπουσα τον δι` υπουργικής αποφάσεως καθορισμόν ζωνών απολύτου απαγορεύσεως της δομήσεως και υπό περιορισμούς δομήσεως προς προστασίαν αρχαιολογικών χώρων είναι σύμφωνος προς την συνταγματική ρύθμισιν της ηυξημένης προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Περαιτέρω εκ της σκοπουμένης υπό της διατάξεως ταύτης προστασίας των αρχαιολογικών χώρων συνάγεται δυνατότης επιβολής, κατ` εφαρμογήν αυτής, και περιορισμών εις πάσαν χρήσιν γης, εφ` όσον και καθ` ο μέτρον και η εν λόγω χρήσις δύναται να βλάψη τα αρχαία. Εφ` όσον δε, συνεπεία των περιορισμών τούτων επέρχεται ματαίωσις του πυρήνος του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, παρέχεται εις τον θιγόμενον ιδιοκτήτην δικαίωμα απο- ζημιώσεως. Περαιτέρω η αύξησις προς αποζημίωσιν γεννάται, κατά την έννοιαν του άρθρου 24 παρ. 6 του Συντάγματος, ελλείψει ειδικής νομοθετικής ρυθμίσεως, από της παρόδου ευλόγου χρόνου από της επιβολής των περιοριστικών μέτρων, εφόσον βεβαίως ο ενδιαφερόμενος ιδιοκτήτης επιδιώξει με αίτησίν του προς την Διοίκησιν ή ευθέως προς το αρμόδιον διοικητικόν δικαστήριον την αποκατάστασιν της ζημίας, διά τον καθορισμόν της οποίας ληπτέα υπ` όψιν είναι η φύσις της εκτός του σχεδίου της πόλεως γης προωρισμένης προς γεωργικήν εκμετάλλευσιν. (ΣΕ 1517/1993).

5.    ΣτΕ 3259/2003 (Τμήμα Ε’)
4. Επειδή το άρθρο 24 του Συντάγματος, όπως ίσχυε τον κρίσιμο χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης, όριζε τα εξής: “1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα …. 6. Τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το Κράτος. Νόμος θα ορίσει τα αναγκαία για την πραγματοποίηση της προστασίας αυτής περιοριστικά μέτρα της ιδιοκτησίας, καθώς και τον τρόπο και το είδος της αποζημίωσης των ιδιοκτητών”. Εξ άλλου στο μεν άρθρο 91 του Ν. 1892/1996 (ΦΕΚ 101 Α΄) ορίζεται ότι “Ο Υπουργός Πολιτισμού δύναται με απόφασή του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μετά γνώμη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, να καθορίζει εντός των αρχαιολογικών χώρων που βρίσκονται εκτός των ορίων των νομίμως υφισταμένων οικισμών ζώνες, στις οποίες, κατά περίπτωση, θα απαγορεύεται παντελώς η δόμηση (ζώνη Α΄) ή θα επιτρέπεται (ζώνη Β΄) υπό όρους και περιορισμούς που ορίζονται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων ΄Εργων κατά τις κείμενες πολεοδομικές διατάξεις, ύστερα από πρόταση του Υπουργού Πολιτισμού. Η διαδικασία της οριοθετήσεως των ζωνών και του καθορισμού των όρων και περιορισμών δόμησης, κατά τα ανωτέρω, πρέπει να ολοκληρούται εντός εξαμήνου από της υποβολής της σχετικής προτάσεως από την αρμόδια Αρχαιολογική Εφορεία”. Στο δε άρθρο 50 του κωδ. Ν. 5351/1932 (ΦΕΚ 275 Α΄) ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι απαγορεύεται χωρίς προηγούμενη άδεια του Υπουργού Παιδείας, και ήδη του Υπουργού Πολιτισμού, η επιχείρηση έργου πλησίον αρχαίων, που μπορεί να τα βλάψει αμέσως ή εμμέσως. Με τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος καθιερώνεται η αυξημένη προστασία των αρχαίων και των αρχαιολογικών χώρων, δηλαδή, μεταξύ άλλων, και εκτάσεων που περιέχουν αρχαία μνημεία καθώς και το απαραίτητο ελεύθερο περιβάλλον που επιτρέπει σε αυτά να αναδεικνύονται σε ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα. Ο νομοθέτης είχε ήδη προβλέψει, με το άρθρο 50 του Κ.Ν., για την προστασία του αρχαιολογικού χώρου, την αρμοδιότητα του Υπουργού Πολιτισμού να απαγορεύη, ύστερα από την υποβολή σχετικής αιτήσεως του ενδιαφερομένου να οικοδομήσει, τη δόμηση σε ορισμένο ακίνητο ευρισκόμενο εντός αυτού ή να την επιτρέπει με όρους και περιορισμούς που τίθενται κατά περίπτωση. Εξειδίκευσε δε εν συνεχεία με το άρθρο 91 του Ν. 1892/1990 την προαναφερόμενη συνταγματική επιταγή και προέβλεψε ότι είναι και εκ των προτέρων δυνατός ο καθορισμός της προστασίας ενός αρχαιολογικού χώρου. Στην περίπτωση αυτή, η μεν ένταση της προστασίας του διαβαθμίζεται από τη δυνατότητα της δομήσεως εντός αυτού υπό όρους και περιορισμούς έως την πλήρη απαγόρευσή της, η δε έκταση επί της οποίας ισχύει η διαβαθμισμένη προστασία καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού (ζώνη Β΄ και ζώνη Α΄ αντιστοίχως) αναλόγως της ιδιομορφίας κάθε αρχαιολογικού χώρου. Η απόφαση καθορισμού ζώνης Α΄ εντός αρχαιολογικού χώρου, όπου απαγορεύεται παντελώς η δόμηση, έχει κανονιστικό χαρακτήρα (ΣτΕ Ολομ.530/2003) και, συνεπώς, δεν ελέγχεται εξ απόψεως αιτιολογίας αλλά μόνο εξ απόψεως συνδρομής των όρων της εξουσιοδοτήσεως, επί τη βάσει της οποίας εκδίδεται, στους οποίους περιλαμβάνεται η ιδιότητα της εκτάσεως που καταλαμβάνει η Ζώνη Α΄ ως αρχαιολογικού χώρου, καθώς και της τυχόν υπερβάσεως των ορίων της (πρβλ. ΣτΕ 1474, 789/1991 κ.ά.). Οι λόγοι επομένως με τους οποίους προβάλλεται αναιτιολόγητο της προσβαλλομένης αποφάσεως, διότι δεν υφίστανται αρχαία στο τμήμα του ακινήτου τους που εμπίπτει στη Ζώνη Α΄ είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.

6.    ΣτΕ 3224/2009 (Τμήμα Α’)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος και τι περιλαμβάνει αυτή. Οι τιθέμενοι περιορισμοί δημιουργούν υποχρέωση αποζημιώσεως του θιγομένου ιδιοκτήτου κατά την παράγραφο 6 του άρθρ. 24 του Συντάγματος, όταν δεσμεύουν ουσιωδώς την ιδιοκτησία κατά τον προορισμό της χάριν της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Αν και προβλέπεται από το Σύνταγμα η έκδοση ειδικού νόμου, ο οποίος θα καθορίσει τον τρόπο και το είδος της αποζημιώσεως, και όταν ελλείπει σχετική νομοθετική ρύθμιση, γεννάται ευθεία από το Σύνταγμα υποχρέωση της Διοικήσεως να αποζημιώσει τον πληττόμενο ιδιοκτήτη. Η διάταξη του άρθρου 91 του ν. 1892/1990, που προβλέπει τον καθορισμό με υπουργική απόφαση ζωνών απόλυτης απαγορεύσεως της δομήσεως και υπό περιορισμούς δομήσεως προς προστασία αρχαιολογικών χώρων, είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα. Δυνατότητα επιβολής και περιορισμών σε κάθε χρήση γης και στη γεωργική εκμετάλλευση, για την προστασία των αρχαίων και υποχρέωση αποζημίωσης του θιγόμενου ιδιοκτήτη. Η αξίωση αυτή γεννάται, κατά την έννοια του άρθρου 24 παρ. 6 του Συντάγματος, από της παρόδου ευλόγου χρόνου από της επιβολής των περιοριστικών μέτρων, εφόσον αυτός επιδιώξει με αίτησή του προς τη Διοίκηση ή προς το δικαστήριο την αποκατάσταση της ζημίας. Ο ιδιοκτήτης δικαιούται να απαιτήσει αποζημίωση για την απομείωση της αξίας του ακινήτου του λόγω του περιορισμού των δυνατοτήτων αξιοποιήσεως και εκμεταλλεύσεώς του. Στοιχεία της αγωγής για τη θεμελίωση της απαίτησης αυτής. Αν ο ιδιοκτήτης του ακινήτου επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η κατά προορισμό χρήση του ακινήτου, καίτοι αυτό ευρίσκεται σε περιοχή εκτός σχεδίου πόλεως, ήταν η οικιστική του εκμετάλλευση, τότε αλυσιτελώς προβάλλονται από το Δημόσιο λόγοι που αφορούν στη δυνατότητα γεωργικής εκμεταλλεύσεως του ακινήτου. Η περιοχή που βρίσκεται το ακίνητο των αναιρεσιβλήτων, χαρακτηρίσθηκε ως περιοχή απόλυτης προστασίας τοπίου και αρχαιολογικών χώρων και απαγορεύθηκε σε αυτήν κάθε δόμηση. Το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι η ένδικη αξίωση προς αποζημίωση δεν παρεγράφη, διότι η αξίωση γεννήθηκε μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου από τη δημοσίευση στις της κανονιστικής αποφάσεως, με την οποία επιβλήθηκαν οι σχετικοί περιορισμοί και η επιβολή των επίμαχων περιορισμών δημιουργεί υποχρέωση αποζημιώσεως των αναιρεσιβλήτων ως θιγομένων ιδιοκτητών κατά την παράγραφο 6 του άρθρου 24 του Συντάγματος, αφού δεν είναι δυνατή η πλήρης γεωργική εκμετάλλευση του ακινήτου και απαγορεύεται και η δόμηση κατασκευών υποβοηθητικών της γεωργικής ή κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης. Υπολογισμός της αξίας του ακινήτου και συγκριτικά στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη. Δεν προέβη το δικάσαν εφετείο προέβη σε ανεπίτρεπτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, διότι οι απαγορεύσεις που θεσπίσθηκαν με το π.δ. της 17/27.2.1998 αποτέλεσαν περιεχόμενο και της απόφασης ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/ΦΟ2/61126/3407/1995 του Υπουργού Πολιτισμού. Απορρίπτεται η αναίρεση (επικυρώνει την αριθ. 4212/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών).

7.    ΟλΣτΕ 530/2003
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΕΔΚΑ 2003/429, ΑΡΜ 2003/558) Αρχαιότητες και όροι δόμησης. Η απόφαση καθορισμού ζώνης Α΄ εντός αρχαιολογικού χώρου, όπου απαγορεύεται παντελώς η δόμηση, έχει κανονιστικό χαρακτήρα. Αντίθετη μειοψηφία. Οταν προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως υποστατή διοικητική πράξη που έχει εκδοθεί κατά δεσμία αρμοδιότητα και έχει απορρίψει αίτημα διοικουμένου, είναι αλυσιτελής η έρευνα λόγω ακύρωσης αναγομένων στη νόμιμη συγκρότηση ή σύνθεση του οργάνου που την εξέδωσε ή γνωμοδότησε σχετικά, εφόσον ο αιτών δεν αμφισβητεί τα πραγματικά περιστατικά και το Δικαστήριο καταλήγει στην κρίση ότι δεν ήταν κατά νόμο επιτρεπτή η έκδοση της πράξης με το αιτούμενο περιεχόμενο. Η λύση αυτή δεν προσκρούει στο Σύνταγμα ή την ΕΣΔΑ. Αντίθετη μειοψηφία.

3. Επειδή το άρθρο 24 του Συντάγματος, όπως ίσχυε τον κρίσιμο χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης, όριζε τα εξής: “1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα… 6. Τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το Κράτος. Νόμος θα ορίσει τα αναγκαία για την πραγματοποίηση της προστασίας αυτής περιοριστικά μέτρα της ιδιοκτησίας, καθώς και τον τρόπο και το είδος της αποζημίωσης των ιδιοκτητών”. Εξ άλλου στο μεν άρθρο 91 του ν. 1982/90 (ΦΕΚ 101Α΄) ορίζεται ότι: “Ο Υπουργός Πολιτισμού δύναται με απόφασή του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μετά γνώμη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, να καθορίζει εντός των αρχαιολογικών χώρων που βρίσκονται εκτός των ορίων των νομίμως υφισταμένων οικισμών ζώνες, στις οποίες, κατά περίπτωση, θα απαγορεύεται παντελώς η δόμηση (ζώνη Α) ή θα επιτρέπεται (ζώνη Β΄) υπό όρους και περιορισμούς που ορίζονται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων κατά τις κείμενες πολεοδομικές διατάξεις, ύστερα από πρόταση του Υπουργού Πολιτισμού. Η διαδικασία της οριοθετήσεως των ζωνών και του καθορισμού των όρων και περιορισμών δόμησης, κατά τ΄ ανωτέρω, πρέπει να ολοκληρούται εντός εξαμήνου από της υποβολής της σχετικής προτάσεως από την αρμόδια Αρχαιολογική Εφορεία”. Στο δε άρθρο 50 του κωδ. Ν. 5351/1932 (ΦΕΚ 275 Α΄) ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι απαγορεύεται χωρίς προηγούμενη άδεια του Υπουργού Παιδείας, και ήδη του Υπουργού Πολιτισμού, η επιχείρηση έργου πλησίον αρχαίων, που μπορεί να τα βλάψει αμέσως ή εμμέσως. Με τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος καθιερώνεται η αυξημένη προστασία, μεταξύ άλλων, των αρχαίων μνημείων και του αναγκαίου περιβάλλοντος χώρου που επιτρέπει την ανάδειξη των μνημείων σε ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα. Ο νομοθέτης είχε ήδη προβλέψει, με το άρθρο 50 του Κ.Ν. για την προστασία του αρχαιολογικού χώρου, την αρμοδιότητα του Υπουργού Πολιτισμού να απαγορεύη, ύστερα από την υποβολή σχετικής αιτήσεως, του ενδιαφερομένου να οικοδομήσει, τη δόμηση σε ορισμένο ακίνητο ευρισκόμενο εντός αυτού ή να την επιτρέπει με όρους και περιορισμούς που τίθενται κατά περίπτωση. Εξειδίκευσε δε εν συνεχεία με το άρθρο 91 του Ν. 1892/1990 την προαναφερόμενη συνταγματική επιταγή και προέβλεψε ότι είναι και εκ των προτέρων δυνατός ο καθορισμός της προστασίας ενός αρχαιολογικού χώρου. Στην περίπτωση αυτή, η μεν ένταση της προστασίας του διαβαθμίζεται από τη δυνατότητα της δομήσεως εντός αυτού υπό όρους και περιορισμούς έως την πλήρη απαγόρευσή της, η δε έκταση επί της οποίας ισχύει η διαβαθμισμένη προστασία καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού (ζώνη Β΄ και ζώνη Α΄ αντιστοίχως) αναλόγως της ιδιομορφίας κάθε αρχαιολογικού χώρου. Η απόφαση καθορισμού ζώνης Α΄ εντός αρχαιολογικού χώρου, όπου απαγορεύεται παντελώς η δόμηση, έχει ως αποτέλεσμα τον καθορισμό για πρώτη φορά της διαβαθμίσεως της προστασίας της εκτάσεως αυτής και συνεπάγεται έτσι τον προσδιορισμό, για πρώτη επίσης φορά, της κατηγορίας των προσώπων που βαρύνονται με την απόλυτη αυτή απαγόρευση, δηλαδή εκείνων που είναι η θα καταστούν κύριοι ακινήτων εντός της ανωτέρω εκτάσεως. Συνεπώς η απόφαση αυτή έχει κανονιστικό χαρακτήρα. Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Γ. Παπαμεντζελόπουλου, Αν. Γκότση, Δημ. Μπριόλα, Ειρ. Σαρπ, Νικ. Μαρκουλάκη, Στ. Χαραλάμπους, Γ. Παπαγεωργίου, Ιω. Μαντζουράνη, Αικ. Χριστοφορίδου και Δημ. Αλεξανδρή, στην οποία προσχώρησαν και οι Πάρεδροι, η κατ΄ εφαρμογήν του άρθρου 91 του Ν. 1892/1990 εκδιδομένη απόφαση, καθ΄ ό μέρος καθορίζει απλώς τα όρια της ζώνης προστασίας εντός της οποίας απαγορεύεται η δόμηση, δεν θεσπίζει η ίδια απαγορευτικό κανόνα δικαίου αλλά έχει απλώς ως συνέπεια να υπαχθούν τα εντός της ζώνης αυτής ακίνητα στο ειδικό καθεστώς που ορίζει ο νόμος. Εν όψει τούτου, η απόφαση δεν έχει, κατά το μέρος αυτό, κανονιστικό χαρακτήρα αλλ΄ αποτελεί γενική ατομική πράξη. Κανονιστικό δε χαρακτήρα η ανωτέρω απόφαση έχει μόνο καθ΄ ο μέρος δι΄ αυτής εξειδικεύεται η επιταγή του νόμου για απαγόρευση δομήσεως, ήτοι όσον αφορά στο καθεστώς το οποίο επιβάλλει.

8.    ΟλΣτΕ 1645/2003
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΝΟΒ 2004/135) Αρχαιότητες. Η απόφαση καθορισμού ζώνης Α΄ εντός αρχαιολογικού χώρου έχει κανονιστικό χαρακτήρα και η προθεσμία για την άσκηση αίτησης ακύρωσης αρχίζει από τη δημοσίευση στο ΦΕΚ. Αντίθετη μειοψηφία.

3. Επειδή, όπως έχει ήδη κριθεί, η απόφαση καθορισμού ζώνης Α΄ εντός αρχαιολογικού χώρου, εκτάσεως δηλαδή του χώρου αυτού όπου απαγορεύεται παντελώς η δόμηση, έχει ως αποτέλεσμα τον καθορισμό για πρώτη φορά της διαβαθμίσεως της προστασίας της εκτάσεως αυτής και συνεπάγεται έτσι τον προσδιορισμό, για πρώτη επίσης φορά, της κατηγορίας των προσώπων που βαρύνονται με την απόλυτη αυτή απαγόρευση, δηλαδή εκείνων που είναι ή θα καταστούν κύριοι ακινήτων εντός της ανωτέρω εκτάσεως. Συνεπώς η απόφαση αυτή έχει κανονιστικό χαρακτήρα (ΣτΕ Ολομ. 530/2003). Κατά τη γνώμη όμως της Συμβούλου Αθ. Τσαμπάση, εν σχέσει με το ζήτημα της ενάρξεως της προθεσμίας της προσβολής της ανωτέρω πράξεως με αίτηση ακυρώσεως, ναι μεν λόγω του κανονιστικού της χαρακτήρα έχει ως αφετηρία κατ΄ αρχήν τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εάν όμως η απόφαση αφορά στη συγκεκριμένη περίπτωση όλως εντοπισμένη έκταση, τότε η προθεσμία ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως κατ΄ αυτής έχει ως αφετηρία την κοινοποίησή της στους ενδιαφερομένους ή τη γνώση τους από αυτούς.

9.    ΣτΕ 2149/2007 (Τμήμα Ε’)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αρχαιολογικοί χώροι και καθορισμός ζωνών προστασίας. Η σχετική απόφαση έχει κανονιστικό χαρακτήρα και η προθεσμία για την προσβολή της αρχίζει από τη δημοσίευση στο ΦΕΚ. Εκπρόθεσμη η ένδικη αίτηση ακύρωσης. Θάνατος διαδίκου πριν από την άσκηση της αίτησης ακύρωσης καθιστά αυτή απαράδεκτη. Δεν είναι δυνατή η συνέχιση της δίκης από τους κληρονόμους του αποβιώσαντος.

10.    ΣτΕ 2313/2004 (Τμήμα Ε’)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Κήρυξη χώρου ως αρχαιολογικού και καθορισμός αρχαιολογικών ζωνών. Πρόκειται για κανονιστικές διοικητικές πράξεις. Προθεσμία για την άσκηση αίτησης ακύρωσης. Εναρξή της από τη δημοσίευση της πράξης.

5. Επειδή, η πράξη με την οποία ένας χώρος κηρύσσεται ως αρχαιολογικός έχει ως συνέπεια την υπαγωγή του στο νομοθετικό καθεστώς που ισχύει για τους αρχαιολογικούς χώρους και φέρει επομένως κανονιστικό χαρακτήρα. Η προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως γα την προσβολή της πράξεως αυτής αρχίζει συνεπώς για τους τρίτους από της δημοσιεύσεώς της. (Ολομ. ΣτΕ 969/1998, 668/1982). Στην προκειμένη περίπτωση, η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 15.7.1997 (Β` 584) και η διόρθωση σφαλμάτων έγινε στο ΦΕΚ Β` 881/2.10.1997. Επομένως η κρινόμενη αίτηση που κατατέθηκε στις 16.3.1999 από τον αιτούντα Δήμο, ο οποίος δεν προβάλλει δικαίωμα κυριότητας στην επίμαχη έκταση, αλλά είναι τρίτος, ασκείται ως προς την πράξη αυτή εκπροθέσμως. Περαιτέρω, ως προς την δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη, ο κατά το άρθρο 91 ν. 1892/1990 (Α` 101) καθορισμός αρχαιολογικών ζωνών για την προστασία αρχαιολογικού χώρου, που βρίσκεται έξω από τα όρια οικισμού, διαβαθμίζεται ως προς την ένσταση της προστασίας από τη δυνατότητα δομήσεως εντός αυτού υπό όρους (ζώνη Β`) έως την πλήρη απαγόρευση δομήσεως (ζώνη Α`), οι ρυθμίσεις δε αυτές επιβάλλονται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού που φέρει επίσης κανονιστικό χαρακτήρα (Ολομ. ΣτΕ 530, 1645/2003, 3963/1995). Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη αίτηση (κατάθεση 16.3.1999) ασκείται εκπροθέσμως και ως προς την δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή περί καθορισμού αρχαιολογικών ζωνών (Α` και Β`) στην επίμαχη περιοχή, φέρουσα κανονιστικό χαρακτήρα, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 31.12.1998, και ίσχυσε έκτοτε, δεν ασκεί δε επιρροή η διόρθωση σφαλμάτων που έγινε μεταγενεστέρως (φ. Β` 199/9.3.1999). (πρβλ. ΣτΕ 3049/1993, 1319/1992).

11.    ΣτΕ 3742/2004 (Τμήμα Ε’)
(ΑΡΧΝ 2006/515) Αρχαιότητες. Αίτηση ακύρωσης της απόφασης του Υπουργού Πολιτισμού, με την οποία θεσμοθετήθηκαν ζώνες προστασίας σε αρχαιολογικό χώρο και της σχετικής γνωμοδότησης του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου. Απαράδεκτη η αίτηση ακύρωσης κατά της πρώτης πράξης, η οποία έχει κανονιστικό χαρακτήρα, λόγω εμπρόθεσμης άσκησης, αφού η προθεσμία αρχίζει από τη δημοσίευση στο ΦΕΚ και κατά της δεύτερης επειδή στερείται εκτελεστού χαρακτήρα.

12.    ΣτΕ 2182/1994 (Τμήμα Ε’)
Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ/1994 (1) Προστασία αρχαιολογικών χώρων. Νομοθετική εξουσιοδότηση του Υπουργού Πολιτισμού να καθορίζει ζώνες όπου απαγορεύεται η δόμηση και ζώνες όπου επιτρέπεται υπό όρους. Συνταγματική η εξουσιοδότηση, σαφής και ορισμένη. Καθορισμός ζωνών στον αρχαιολογικό χώρο των Δελφών. Δεν προϋποθέτει προηγούμενη κήρυξη του χώρου ως αρχαιολογικού.

7. Επειδή ο κατά το άρθρον 91 του Ν. 1892/90 καθορισμός των ενδεδειγμένων εκάστοτε ζωνών προς προστασίαν συγκεκριμένου αρχαιολογικού χώρου αποτελεί, ως προς τούτο, τεχνικόν ζήτημα συναρτώμενον αμέσως προς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και την φυσιογνωμίαν εκάστου αρχαιολογικού χώρου, το είδος των ευρημάτων, τας ειδικάς συνθήκας, υφ` ας τελεί ούτος, και τας ανάγκας αυτού. Κατά συνέπειαν νομίμως ο καθορισμός ούτος αποτελεί αντικείμενον Υπουργικής αποφάσεως και όχι Π.Δ/τος, είναι δ` απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί παραβάσεως του άρθρου 43 παρ.2 του Συντάγματος λόγος ακυρώσεως. 8. Επειδή η εξουσιοδοτική διάταξις του άρθρου 91 του Ν. 1892/90 είναι σαφής και ωρισμένην, διότι καθορίζει τόσον τον παρά του κατ` εξουσιοδότησιν ενεργούντος όργανου επιδιωκόμενον σκοπόν, ήτοι την προστασία αρχαιολογικού χώρου, όσον και τα προς επίτευξιν του σκοπού τούτου ληπτέα μέτρα, ήτοι τον καθορισμόν δύο κατηγοριών ζωνών πραστασίας, αδομήτου και με δόμησιν υπό περιορισμούς, αναθέτει δε εις την κανονιστικώς ενεργούσαν Διοίκησιν την περαιτέρω εξειδίκευσιν των μέτρων τούτων δια της επί τη βάσει επιστημονικών κριτηρίων χαράξεως των εν λόγω ζωνών κατά το εκάστοτε αναγκαίον προς επίτευξιν του ανωτέρω σκοπού μέτρον. Κατά συνέπειαν ο λόγος ακυρώσεως περί αοριστίας της εξουσιοδοτικής διατάξεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

13.    ΣτΕ 455/2010 (Τμήμα Ε’)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Προστασία πολιτιστικού περιβάλλοντος. Αίτηση ακύρωσης της απόφασης του Υπουργού Πολιτισμού, με την οποία καθορίστηκαν τα όρια των ζωνών προστασίας Α και Β εντός του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου Χώρας Πάτμου, Νήσου Πάτμου και της απόφασης του ίδιου Υπουργού, με την οποία εγκρίθηκε η ανέγερση οικοδομής σε οικόπεδο στη Χώρα Πάτμου. εγκρίθηκε η ανέγερση ισόγειας οικοδομής σε οικόπεδο στη Χώρα Πάτμου. Η απόφαση καθορισμού ζωνών προστασίας εντός αρχαιολογικού χώρου έχει κανονιστικό χαρακτήρα και δεν ελέγχεται εξ απόψεως αιτιολογίας αλλά μόνο εξ απόψεως συνδρομής των όρων της σχετικής εξουσιοδότησης, στους οποίους περιλαμβάνεται η ιδιότητα της έκτασης ως αρχαιολογικού χώρου, καθώς και της τυχόν υπέρβασης των ορίων της. Η ειδικότερη αξιολόγηση των κριτηρίων της εξουσιοδοτικής διάταξης ανήκει στην ουσιαστική κρίση της Διοίκησης, η οποία εκφεύγει κατ` αρχήν του ακυρωτικού ελέγχου. Όταν θεσπίζονται ευρύτερες ζώνες προστασίας ήδη κηρυχθέντων και οριοθετηθέντων αρχαιολογικών χώρων, οι οποίες καταλαμβάνουν περιοχές εντός και εκτός οικισμών, δεν είναι αναγκαία η προηγούμενη οριοθέτηση των οικισμών αυτών, αφού εφαρμοστέα είναι η αρχαιολογική νομοθεσία. Αντίθετη μειοψηφία. Εντός της Χώρας Πάτμου είναι δυνατή η ανοικοδόμηση οικοπέδων επί των οποίων υφίσταντο κατά τη θέση σε ισχύ της υπ` αριθ. 94262/5220/1959 απόφασης κτίσματα, καθώς και οικοπέδων, επί των οποίων αποδεικνύεται ότι προϋπήρξαν κτίσματα οποτεδήποτε. Η δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη με την οποία εγκρίθηκε η ανέγερση της οικοδομής, χωρίς προηγουμένως να έχει ερευνηθεί εάν στο οικόπεδο υφίστατο κτίσμα, είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα. Παραπομπή της υπόθεσης στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος. Ομοια η 456/2010 ΣτΕ.

14.    ΣτΕ 2403/2009 (Τμήμα Ε’)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αρχαιότητες. Η όλη έκταση των χερσαίων αρχαιολογικών χώρων υπόκειται σε καθεστώς ιδιαίτερης προστασίας. Παρέχεται στη Διοίκηση η δυνατότητα να διαβαθμίζει την προστασία των αρχαιολογικών χώρων κατά ζώνες, στην πρώτη από τις οποίες μπορεί να θεσπίζεται απόλυτη απαγόρευση της δόμησης (Ζώνη Προστασίας Α΄) και στη δεύτερη μπορεί να θεσπίζονται ειδικοί όροι δόμησης και περιορισμοί χρήσης γης (Ζώνη Προστασίας Β΄) βάσει κανονιστικής πράξης. Η παράλειψη της Διοίκησης να εκδώσει την κανονιστική απόφαση δεν συνεπάγεται την εφαρμογή σε ολόκληρη την έκταση της Ζώνης Προστασίας Β΄ των συνήθων όρων δόμησης για εκτός σχεδίου περιοχές ούτε και του καθεστώτος ελεύθερης χρήσης της γης. Στις περιπτώσεις αυτές η αρχαιολογική αρχή οφείλει κατά την άσκηση της αρμοδιότητας έγκρισης ορισμένης οικοδομικής δραστηριότητας να εκτιμά αν η οικοδομή θα εναρμονίζεται με το χαρακτήρα της περιοχής ως αρχαιολογικού χώρου και με την ένταξή της σε Ζώνη Προστασίας Β΄, δυναμένη με πλήρη και ειδική αιτιολογία είτε να ικανοποιήσει είτε να απορρίψει το σχετικό αίτημα. Με την προσβαλλόμενη πράξη δεν χορηγήθηκε η έγκριση για τις αιτούμενες οικοδομικές εργασίες, διότι η αρχαιολογική αρχή έκρινε ότι το ακίνητο του αιτούντος είναι όμορο με τη Ζώνη Α΄ και η ανέγερση των οικοδομών του θα επέφερε άμεση αλλοίωση του άμεσου περιβάλλοντος του προστατευομένου αρχαϊκού λατομείου της περιοχής. Η προσβαλλόμενη πράξη αρμοδίως εκδόθηκε από τη Διευθύντρια της ΚΑ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και όχι από τον Υπουργό Πολιτισμού, αφού ο τελευταίος είχε μεταβιβάσει τις σχετικές αρμοδιότητες. Η Διοίκηση είχε υποχρέωση να εκφέρει πλήρως αιτιολογημένη ουσιαστική κρίση ως προς το αν η ανέγερση των οικοδομών του αιτούντος θα εναρμονιζόταν με το χαρακτήρα της περιοχής ως αρχαιολογικού χώρου ή, αντιθέτως, αν αυτές θα παρέβλαπταν τη λειτουργική ή αισθητική ενότητα του χώρου. Πλημμελώς αιτιολογημένη η προσβαλλόμενη πράξη. Αντίθετη μειοψηφία. Δεκτή η αίτηση ακύρωσης.

15.    ΣτΕ 2500/2009 (Τμήμα Ε’)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Προστασία περιβάλλοντος. Αίτηση ακύρωσης της απόφασης, περί παραχωρήσεως στο Λιμενικό Ταμείο του δικαιώματος απλής χρήσεως τμήματος της χερσαίας ζώνης λιμένος για την τοποθέτηση σκιάστρων και της οικοδομικής άδειας, για την κατασκευή κινητών στεγάστρων. Οι πράξεις είναι συναφείς και προσβάλλονται με έννομο συμφέρον από τον αιτούντα, δημότη και κάτοικο του οικείου δήμου. Προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Σε τι συνίσταται η προστασία αυτή. Στους ενεργούς οικισμούς που έχουν χαρακτηρισθεί ιστορικοί τόποι απαγορεύονται επεμβάσεις που μπορεί να επιφέρουν καταστροφή, βλάβη ή αλλοίωση του χαρακτήρα και του πολεοδομικού τους ιστού. Για την εκτέλεση οποιουδήποτε έργου είτε στα κτίσματα είτε στους κοινόχρηστους χώρους ιστορικού τόπου, απαιτείται προηγούμενη έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού, ύστερα από γνώμη του οικείου συμβουλίου. Η αιτιολογία της αδείας πρέπει να περιέχει περιγραφή του προς εκτέλεση έργου και τεκμηριωμένη εκτίμηση των επιπτώσεων του έργου επί του ιστορικού τόπου. Ο Υπουργός Πολιτισμού μπορεί και να απαγορεύει κάθε έργο ή δραστηριότητα που μπορεί να βλάψει τον ιστορικό τόπο. Οφείλει η Διοίκηση, κατά την εξέταση σχετικού αιτήματος, να ερευνά περαιτέρω εάν τυχόν δυσμενείς επιπτώσεις μπορούν να εξουδετερωθούν με την επιβολή όρων και περιορισμών. Για την ανέγερση οικοδομημάτων ή για άλλες κατασκευές προς εκτέλεση των οποίων απαιτείται έκδοση οικοδομικής αδείας, σε τόπους οι οποίοι έχουν χαρακτηρισθεί ως ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους, απαιτείται, πριν από την έκδοση της οικοδομικής αδείας, έγκριση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ, μετά από προηγούμενη γνωμοδότηση της οικείας ΕΠΑΕ. Υποβάλλεται αιτιολογημένη έκθεση του μελετητή μηχανικού. Η διαφύλαξη των κοινόχρηστων χώρων αποτελεί πρωταρχικό όρο για την προστασία των πόλεων και των οικισμών και δεν επιτρέπεται η μείωσή τους ή η αναίρεση της πολεοδομικής λειτουργίας τους. Κατασκευές που επιτρέπονται σε κοινόχρηστους χώρους ή επάνω από αυτούς. Αυτές διακρίνονται σε προσωρινές και σε μόνιμες … Οι περιλαμβανόμενοι στη χερσαία ζώνη λιμένος χώροι αποτελούν κοινόχρηστους χώρους. Εργα που επιτρέπεται να εκτελεστούν σε αυτούς. Αυτά εκτελούνται από τον οικείο φορέα διοικήσεως του λιμένος, κατόπιν εγκρίσεως του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας. Η παραχώρηση της χρήσεως χώρων ευρισκομένων εντός της χερσαίας ζώνης λιμένος επιτρέπεται, πάντοτε για ορισμένο χρονικό διάστημα και μετά από σύμφωνη γνώμη του Υ.Ε.Ν. και του Γ.Ε.Ν., εκτός εάν η παραχώρηση είναι διάρκειας μικρότερης των τριών ετών και δεν συνοδεύεται από οποιοδήποτε έργο μόνιμης ή προσωρινής φύσης. Για την εκτέλεση έργου σε περιοχή που έχει χαρακτηρισθεί ως ιστορικός τόπος, αλλά και ως τοπίο ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους, απαιτείται έγκριση τόσο του Υπουργού Πολιτισμού, όσο και του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ. Η διαδικασία έκδοσης της σχετικής οικοδομικής αδείας κινείται μετά την έκδοση των ανωτέρω αποφάσεων και εντός των ορίων τους. Όταν το υπό εκτέλεση έργο ευρίσκεται, επιπλέον, εντός χερσαίας ζώνης λιμένος, πριν από την έκδοση της οικείας οικοδομικής αδείας απαιτείται και η ανωτέρω άδεια, η οποία ομοίως εκδίδεται εντός των ορίων των σχετικών αποφάσεων των Υπουργών Πολιτισμού και ΠΕΧΩΔΕ … Την ελλεπείουσα έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού δεν αναπληρώνει το έγγραφο της Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Οι γνωμοδοτήσεις της ΕΠΑΕ, καθώς και η βάσει αυτών εκδοθείσα οικοδομική άδεια, είναι μη νόμιμες και για τον πρόσθετο λόγο ότι αντίκεινται στις διατάξεις του Κ.Β.Π.Ν., σύμφωνα με τις οποίες σε κοινόχρηστους χώρους απαγορεύεται η κατασκευή κατακόρυφων στηριγμάτων για κινητά προστεγάσματα. Δεκτή η αίτηση ακύρωσης.

16.    ΣτΕ 3337/1999 (Τμήμα Ε’)
Προστασία πολιτιστικού περιβάλλοντος – Προστασία ιδιοκτησίας – Προστασία αρχαιολογικών χώρων – Καθορισμός ζωνών -. Από το άρθρο 91 του ν. 1892/1990 συνάγεται ότι ο Υπουργός Πολιτισμού δύναται να καθορίσει με απόφασή του ζώνες στις οποίες θα απαγορεύεται εντελώς η δόμηση (Ζώνη Α) ή θα επιτρέπεται αυτή υπό όρους και περιορισμούς καθοριζόμενους από το ΥΠΕΧΩΔΕ (Ζώνη Β) εντός των αρχαιολογικών χώρων που βρίσκονται εκτός των ορίων των νομίμως υφισταμένων οικισμών. Συνεπώς, δεν δύναται να περιλάβει στα όρια της ζώνης Β περιοχή που βρίσκεται εντός των ορίων οικισμού, ο οποίος μάλιστα έχει και εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο.

6. Επειδή, εξ άλλου στο άρθρο 24 του Συντάγματος του 1975 ορίζονται τα εξής: “1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωσιν του Κράτους. Το Κράτος υποχρεούται να λαμβάνη ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα προς διαφύλαξιν αυτού … 6. Τα μνημεία και αι παραδοσιακαί περιοχαί και στοιχεία τελούν υπό την προστασίαν του Κράτους. Νόμος θέλει ορίσει τα αναγκαία προς πραγματοποίησιν της προστασίας ταύτης περιοριστικά της ιδιοκτησίας μέτρα, ως και τον τρόπον και το είδος της αποζημιώσεως των ιδιοκτητών”. Με τις διατάξεις αυτές του Συντάγματος καθιερώνεται ειδικώς, το πρώτον αυξημένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή των μνημείων και λοιπών στοιχείων που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική, τεχνολογική και εν γένει πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας. Η προστασία αυτή περιλαμβάνει αφενός μεν την στο διηνεκές διατήρηση των εν λόγω πολιτιστικών στοιχείων, αφετέρου δε τη δυνατότητα επιβολής γενικών περιορισμών ή ιδιαίτερων μέτρων για την αποφυγή οποιασδήποτε βλάβης, αλλοιώσεως ή υποβαθμίσεως του περιβάλλοντος τα μνημεία χώρου. Οι περιορισμοί αυτοί, ερειδόμενοι αποκλειστικά στο άρθρον 24 του Συντάγματος δύνανται να έχουν καταρχήν ευρύτερο περιεχόμενο από τους γενικούς περιορισμούς της ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 17 Συντάγματος, δημιουργούν όμως υποχρέωση αποζημιώσεως του θιγομένου ιδιοκτήτου κατά την παράγραφον 6 άρθρ. 24 Συντάγματος, όταν δεσμεύουν ουσιωδώς την ιδιοκτησία κατά τον προορισμό της χάριν της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Και ναι μεν προβλέπεται από την τελευταία συνταγματική διάταξη η έκδοση ειδικού νόμου, ο οποίος θα καθορίσει, μεταξύ άλλων, τον τρόπο και το είδος της αποζημιώσεως που δύναται να είναι και διάφορος από τη ρύθμιση του άρθρ. 17 Συντάγματος, αλλά, και όταν ελλείπει σχετική νομοθετική ρύθμιση, γεννάται ευθεία από το Σύνταγμα υποχρέωση της Διοικήσεως να εξασφαλίσει τη διηνεκή προστασία του μνημείου και παραλλήλως την αποζημίωση του πληττόμενου ιδιοκτήτη.
7. Επειδή, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 91 του Ν. 1892/1990 που προβλέπει τον με υπουργική απόφαση καθορισμό ζωνών απολύτου απαγορεύσεως της δομήσεως και υπό περιορισμούς δομήσεως προς προστασίαν αρχαιολογικών χώρων, είναι σύμφωνη προς τη συνταγματική ρύθμιση της αυξημένης προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Περαιτέρω από τη σκοπουμένη από τη διάταξη αυτή προστασία των αρχαιολογικών χώρων συνάγεται δυνατότητα επιβολής, κατ’ εφαρμογήν αυτής, και περιορισμών σε κάθε χρήση γης και στη γεωργική εκμετάλλευση, εφ’ όσον και κατά το μέτρο που η εν λόγω εκμετάλλευση δύναται να βλάψει τα αρχαία. Εφ’ όσον δε, συνεπεία των περιορισμών τούτων επέρχεται ματαίωση του πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, παρέχεται στο θιγόμενο ιδιοκτήτη δικαίωμα αποζημιώσεως. Περαιτέρω η αξίωση για αποζημίωση γεννάται, κατά την έννοια του άρθρου 24 παρ. 6 Συντάγματος, ελλείψει ειδικής νομοθετικής ρυθμίσεως, από της παρόδου ευλόγου χρόνου από της επιβολής των περιοριστικών μέτρων, εφόσον βεβαίως ο ενδιαφερόμενος ιδιοκτήτης επιδιώξει με αίτησή του προς τη Διοίκηση ή ευθέως προς το αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο την αποκατάσταση της ζημιάς, για τον καθορισμό της οποίας ληπτέα υπ’ όψιν είναι η φύση της εκτός του σχεδίου της πόλεως γης προωρισμένης για γεωργική εκμετάλλευση (ΣτΕ 1517/1993, 3963/1995).

17.    ΣτΕ 5205/1996 (Τμήμα Ε’)
2. Επειδή συμφώνως προς το άρθρον 4 παρ. 1 και 2 του Ν. 1577/1985 “περί του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού”, “με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Εργων, που εκδίδεται ύστερα από αιτιολογημένη έκθεση της αρμοδίας υπηρεσίας του Υπουργείου και δημοσιεύεται εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μπορεί να χαρακτηρίζονται κτίρια ή τμήματά τους ως διατηρητέα, με σκοπό την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και την διατήρηση και ανάδειξη του ιδιαιτέρου πολεοδομικού, αισθητικού, ιστορικού, λαογραφικού και αρχιτεκτονικού χαρακτήρα τους, και να καθορίζωνται ειδικοί όροι προστασίας και περιορισμοί δόμησης και χρήσης, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του νόμου αυτού και από κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη. Κατά δε την διάταξιν της παρ.2α του άρθρου 4 του αυτού νόμου, ως αντικατεστάθη διά του άρθρου 1 παρ. 2α του Ν.1772/1988. “Η παραπάνω έκθεση αποστέλλεται στον οικείο δήμο ή κοινότητα ο οποίος εντός πέντε ημερών από τη λήψη της υποχρεούται να την αναρτήσει στο δημοτικό ή κοινοτικό κατάστημα. Για την ανάρτηση αυτή δημοσιεύεται από το δήμο ή κοινότητα σχετική πρόσκληση προς τους ενδιαφερόμενους σε μιαν τοπική εφημερίδα, αν εκδίδεται ή σε μια εφημερίδα της πρωτεύουσας του νομού. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να διατυπώσουν τυχόν αντιρρήσεις προς την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Εργων μέσα σε προθεσμία 20 ημερών από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της πρόσκλησης. Σε περίπτωση που ο δήμος δεν τηρήσει τα πιο πάνω, η περαιτέρω διαδικασία χαρακτηρισμού συνεχίζεται νόμιμα μετά την πάροδο ενός μήνα από της αποστολής της έκθεσης στο δήμο ή την κοινότητα. Η παραπάνω διαδικασία μπορεί να παραλείπεται εφ’ όσον η έκθεση κοινοποιηθεί απ’ ευθείας στον ενδιαφερόμενο. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο ενδιαφερόμενος δύναται να διατυπώσει τις αντιρρήσεις του μέσα σ’ ένα μήνα από την κοινοποίηση της έκθεσης”.

18.    ΟλΣτΕ 1682/2002
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΝΟΒ 2003/344) Ολυμπιακά έργα. Αίτηση ακύρωσης της αριθ. ΑΠ 109333/2000 ΚΥΑ με την οποία εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι για την κατασκευή και λειτουργία του κλειστού γυμναστηρίου Γαλατσίου. Προστασία του οικιστικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος κατά το άρθρο 24 του Συντάγματος. Απαγορεύονται χωρίς άδεια του Υπουργού Πολιτισμού εργασίες που συνεπάγονται καταστροφή ή οποιαδήποτε βλάβη αρχαίου μνημείου, εκτός αν πρόκειται για επέμβαση απολύτως αναγκαία για την κατασκευή σημαντικού έργου, με το οποίο εξυπηρετούνται σκοποί μείζονος δημοσίου συμφέροντος. Με την προσβαλλόμενη πράξη γίνεται μνεία στην ύπαρξη του μεσαιωνικού ναού του Αγίου Γεωργίου (ομορφοκκλησιά) και λαμβάνονται τα προσήκοντα μέτρα προστασίας του. Αντίθετη μειοψηφία. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης.

5. Επειδή, στο άρθρο 24 του Συντάγματος, όπως αυτό ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως, οριζόταν ότι “Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα …” (παρ. 1), ότι “Η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης” (παρ. 2) και ότι “Τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το Κράτος …” (παρ. 6). Με τις διατάξεις αυτές, το οικιστικό και το πολιτιστικό περιβάλλον έχουν αναχθή σε συνταγματικώς προστατευόμενα αγαθά. Ειδικότερα, ως προς το οικιστικό περιβάλλον, απορρέει από την ανωτέρω διάταξη της παρ. 2 υποχρέωση της Πολιτείας για την διαμόρφωση οικισμών με τους καλύτερους δυνατούς όρους διαβιώσεως, προς εξυπηρέτηση των επιδιωκομένων από το Σύνταγμα σκοπών της αναβαθμίσεως του οικιστικού περιβάλλοντος και της βελτιώσεως της ποιότητος ζωής (πρβλ. Ολομ. ΣτΕ 6070/1996, 173/1998). Εξ άλλου, ως προς το πολιτιστικό περιβάλλον, απορρέει από τις διατάξεις των παρ. 1 και 6 του ανωτέρω άρθρου υποχρέωση της Πολιτείας προς διάσωση και προστασία των μνημείων και άλλων στοιχείων προερχομένων από την ανθρώπινη δραστηριότητα, που συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική και γενικώς την πολιτιστική κληρονομία της Χώρας και συμβάλλουν στην διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Έτσι δεν επιτρέπονται καταρχήν επεμβάσεις, οι οποίες συνεπάγονται την καταστροφή, την αλλοίωση ή την με οποιονδήποτε τρόπο υποβάθμιση των στοιχείων της πολιτιστικής κληρονομίας. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 50 του ν. 5351 “περί αρχαιοτήτων”, όπως κωδικοποιήθηκε με το από 9/24.8.1932 π.δ/γμα (Α΄ 275) και τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ/τος 6/1968 (Α΄ 279), με το οποίο ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι απαγορεύεται άνευ αδείας του Υπουργείου Παιδείας (ήδη : Πολιτισμού), “η πλησίον αρχαίου επιχείρησις έργου δυναμένου να βλάψη αυτά αμέσως ή εμμέσως”, ερμηνευομένου εν όψει των ανωτέρω συνταγματικών επιταγών, εργασίες οι οποίες συνεπάγονται καταστροφή ή οποιαδήποτε βλάβη αρχαίου μνημείου δεν είναι επιτρεπτές, εκτός αν πρόκειται για επέμβαση απολύτως αναγκαία για την πραγματοποίηση σημαντικού έργου, με το οποίο εξυπηρετούνται σκοποί μείζονος δημοσίου συμφέροντος. Οι πράξεις δε των αρμοδίων οργάνων της Διοικήσεως με τις οποίες κρίνεται ότι από την εκτέλεση εργασιών δεν παραβλάπτεται ουσιωδώς το αρχαίο μνημείο ή παρέχεται η δυνατότητα επεμβάσεως σ’ αυτό πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένες (πρβλ. Ολομ. ΣτΕ 3478/ 2000).

19.    ΣτΕ 2983/2002 (Τμήμα Ε’)
7. Επειδή, με τις ανωτέρω διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 4 του Γ.Ο.Κ. παρέχεται στον Υπουργό ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., χάριν της συνταγματικώς επιβαλλομένης προστασίας και αναδείξεως της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, όπως αυτή υλοποιείται διά του θεσμού των διατηρητέων κτιρίων, η δυνατότητα όπως, πέραν του χαρακτηρισμού ενός κτιρίου ως διατηρητέου, θεσπίζει πρόσθετους όρους προστασίας και περιορισμούς δομήσεως και χρήσεως αυτού. Οι όροι αυτοί και περιορισμοί δομήσεως, οι οποίοι είναι κανονιστικοί (ΣΕ 1786/2000, 356/98 κ.ά.), δεν έχουν αποζημιωτικό χαρακτήρα, αλλά τίθενται και εξυπηρετούν αποκλειστικά τον σκοπό του θεσμού, δηλαδή την διατήρηση του κρινόμενου ως προστατευτέου κτιρίου, προσαρμόζουν δε τις επιτρεπόμενες επεμβάσεις επ’ αυτού και του περιβάλλοντος αυτό χώρου στον προστατευόμενο χαρακτήρα του, κατά τρόπον ώστε διατηρητέο κτίριο και επεμβάσεις να αποτελούν ένα αρμονικό σύνολο. Περαιτέρω, δεδομένου ότι η διατήρηση του κτιρίου δεν επιτάσσεται από τον νόμο, ερμηνευόμενο υπό το φως του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος, εις βάρος του οικιστικού περιβάλλοντος της περιοχής, το οποίο συνθέτουν οι γενικώς ισχύοντες όροι δομήσεως, δεν επιτρέπεται, κατ’ αρχήν, οι ειδικοί όροι και περιορισμοί δομήσεως του διατηρητέου να είναι ευνοϊκότεροι για τον ιδιοκτήτη από τους γενικώς ισχύοντες για την περιοχή όρους και περιορισμούς δομήσεως, δηλαδή να άγουν σε υπέρβαση αυτών (βλ. ΣΕ 2987/98), εκτός εάν η παρέκκλιση είναι αναγκαία για την πραγματοποίηση του σκοπού της κηρύξεως του κτιρίου ως διατηρητέου, όπως στην περίπτωση που επιδιώκεται η αποκατάσταση της αρχικής μορφής κτιρίου, το οποίο είχε ανεγερθεί υπό διαφορετικό καθεστώς όρων δομήσεως (πρβλ. ΣΕ 1786/2000). Τούτων παρέπεται ότι όροι δομήσεως διατηρητέου κτιρίου, θεσπιζόμενοι κατά παρέκκλιση από τους όρους δομήσεως που ισχύουν για τα ακίνητα της περιοχής του ακινήτου και μη αποβλέποντες ουδέ εξασφαλίζοντες την προστασία και την διατήρηση αναλλοίωτου του διατηρητέου κτιρίου, αλλά οδηγούντες στην υποβάθμιση και την αλλοίωσή του, είναι παράνομοι, ως τιθέμενοι εκτός της εξουσιοδοτήσεως του άρθρου 4 παρ. 2 του Γ.Ο.Κ. 1985 (βλ. ΣΕ 630/98, 1786/2000).

530/2003 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ) (327113)
 
 
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΕΔΚΑ 2003/429, ΑΡΜ 2003/558) Αρχαιότητες και όροι δόμησης. Η απόφαση καθορισμού ζώνης Α΄ εντός αρχαιολογικού χώρου, όπου απαγορεύεται παντελώς η δόμηση, έχει κανονιστικό χαρακτήρα. Αντίθετη μειοψηφία. Οταν προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως υποστατή διοικητική πράξη που έχει εκδοθεί κατά δεσμία αρμοδιότητα και έχει απορρίψει αίτημα διοικουμένου, είναι αλυσιτελής η έρευνα λόγω ακύρωσης αναγομένων στη νόμιμη συγκρότηση ή σύνθεση του οργάνου που την εξέδωσε ή γνωμοδότησε σχετικά, εφόσον ο αιτών δεν αμφισβητεί τα πραγματικά περιστατικά και το Δικαστήριο καταλήγει στην κρίση ότι δεν ήταν κατά νόμο επιτρεπτή η έκδοση της πράξης με το αιτούμενο περιεχόμενο. Η λύση αυτή δεν προσκρούει στο Σύνταγμα ή την ΕΣΔΑ. Αντίθετη μειοψηφία.