ΣτΕ 1/13, Μον., Η συναγόμενη από τα άρθρα 216 παρ. 1 του ΚωδΠολΔικονομίας και 73 παρ. 1 ΚωδΔιοικΔικονομίας αρχή κατά την οποία κάθε ένδικο βοήθημα, με το οποίο επιδιώκεται η επιδίκαση χρηματικής απαιτήσεως, ασκείται απαραδέκτως λόγω αοριστίας, εάν δεν ορί

ΣΤΕ

Αριθμός 1/2013
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄ (ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ)

ΠΕΡΙΛΗΨΗ :Η συναγόμενη από τα άρθρα 216 παρ. 1 του ΚωδΠολΔικονομίας και 73 παρ. 1 ΚωδΔιοικΔικονομίας αρχή κατά την οποία κάθε ένδικο βοήθημα, με το οποίο επιδιώκεται η επιδίκαση χρηματικής απαιτήσεως, ασκείται απαραδέκτως λόγω αοριστίας, εάν δεν ορίζεται το ποσόν της χρηματικής απαιτήσεως ως αντικείμενο της διαφοράς στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο διέπει και την αίτηση του άρθρου 53 του Ν. 4055/2012, εφ’ όσον ο αιτών επιδιώκει τη χρηματική ικανοποίησή του.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο στις 29 Νοεμβρίου 2012, συγκροτούμενο από το Σύμβουλο της Επικρατείας Κ. Πισπιρίγκο, ο οποίος ορίσθηκε με την από 18 Σεπτεμβρίου 2012 πράξη του Προέδρου του Δ΄ Τμήματος, βάσει του άρθρου 56 παρ. 1 του ν. 4055/2012, με την παρουσία της Μ. Παπαδοπούλου, Γραμματέως του Δ΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 7 Μαΐου 2012 αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας διοικητικής δίκης (άρθρο 53 του ν. 4055/2012),
των : 1) Νικολάου Ουσιτσένκο (NIKOLAY USICHENKO) του Γρηγορίου, 2) Ελένης Ουσιτσένκο (ELENA USICHENKO), 3) Μαρίνας Ουσιτσένκο (MARINA USICHENKO) του Νικολάου και 4) Αλεξάνδρου Ουσιτσένκο (ALEXANDER USICHENKO) του Νικολάου, κατοίκων Γλυφάδας Αττικής (Αγ. Νικολάου 93), οι οποίοι παρέστησαν με το δικηγόρο Νικόλαο Χριστόπουλο (Α.Μ. 20335), ο οποίος νομιμοποιήθηκε με τη συνυπογραφή του δικογράφου από τους αιτούντες,
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Σπυρίδωνα Μαυρογιάννη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως κατεβλήθη το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. 1248305, 1248307 / 2012 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση οι αιτούντες επικαλούνται τα άρθρα 53 επ. του ν. 4055 / 2012 και ζητούν δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης χρονικής διάρκειας της δίκης επί της από 16.4.2005 αιτήσεως ακυρώσεως που ασκήθηκε από τους ίδιους ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και απορρίφθηκε με την υπ’ αριθμ. 272 / 2012 απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία δημοσιεύθηκε στις 24.1.2012.
3. Επειδή, στο άρθρο 6 παρ. 1 της από 4.11.1950 Συμβάσεως της Ρώμης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) ορίζεται ότι: «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή, δικαίως … εντός λογικής προθεσμίας υπό … δικαστηρίου … το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως …». Περαιτέρω, το άρθρο 13 της Ε.Σ.Δ.Α. ορίζει ότι: «Παν πρόσωπον του οποίου τα αναγνωριζόμενα εν τη … Συμβάσει δικαιώματα και ελευθερίαι παρεβιάσθησαν, έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής, έστω και αν η παραβίασις διεπράχθη υπό προσώπων ενεργούντων εν τη εκτελέσει των δημοσίων καθηκόντων των». Εξ άλλου, στα άρθρα 53 έως 58 του ν. 4055/2012 «Δίκαιη δίκη και εύλογη διάρκεια αυτής» (Α΄ 51) ορίζονται τα εξής : Άρθρο 53: «1. Οποιοσδήποτε από τους διαδίκους, εκτός από το Δημόσιο και τα δημόσια νομικά πρόσωπα τα οποία συνιστούν κυβερνητικούς οργανισμούς κατά την έννοια του άρθρου 34 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που έλαβαν μέρος σε διοικητική δίκη, μπορεί να ζητήσει με αίτηση δίκαιη ικανοποίηση προβάλλοντας ότι η διαδικασία για την εκδίκαση της υπόθεσης καθυστέρησε αδικαιολόγητα και συγκεκριμένα ότι διήρκεσε πέραν του ευλόγου χρόνου που απαιτείται για τη διάγνωση των πραγματικών και νομικών ζητημάτων που ανέκυψαν στη δίκη. 2. Η αίτηση στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών». Άρθρο 54: «1. Η αρμοδιότητα προς εκδίκαση της αίτησης για δίκαιη ικανοποίηση, όταν αφορά καθυστέρηση εκδίκασης υπόθεσης ενώπιον: (α) του Συμβουλίου της Επικρατείας, ανατίθεται σε Σύμβουλο ή Πάρεδρο, (β) … (γ) … 2. …». Άρθρο 55: «1. Η αίτηση ασκείται ανά βαθμό δικαιοδοσίας και εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης του δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε μετά από δίκη για την οποία ο αιτών παραπονείται ότι υπήρξε υπέρβαση της εύλογης διάρκειας αυτής … 2. … 3. Η αίτηση υπογράφεται από δικηγόρο, για τη νομιμοποίηση του οποίου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του π.δ. 18/1989 και του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. 4. Για την άσκηση της αίτησης καταβάλλεται παράβολο, το οποίο ορίζεται σε διακόσια (200) ευρώ υπέρ του Δημοσίου … Η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη εάν δεν καταβληθεί παράβολο μέχρι τη λήξη της προθεσμίας της παραγράφου 1 του επόμενου άρθρου». Άρθρο 56: «1. Όταν η αίτηση κατατίθεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο πρόεδρος του σχηματισμού τμήματος, που εξέδωσε την απόφαση επί της δίκης, για την οποία ζητείται δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας αυτής, ορίζει, με πράξη του, σύμβουλο ή πάρεδρο για την εκδίκασή της. Με την πράξη αυτή, η οποία κοινοποιείται στον υπογράφοντα την αίτηση δικηγόρο και τον Υπουργό Οικονομικών, ορίζεται η ημέρα συζήτησης της αίτησης σε δημόσια συνεδρίαση, η οποία δεν μπορεί να απέχει πέραν των πέντε (5) μηνών από την κατάθεση της αίτησης. Η διοίκηση υποχρεούται να διαβιβάσει την έκθεση με τις απόψεις της και τα σχετικά στοιχεία τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ημέρες πριν από τη συζήτηση της αίτησης. Η αίτηση εκδικάζεται ακόμα και σε περίπτωση μη διαβίβασης της έκθεσης των απόψεων και των στοιχείων από τη διοίκηση. 2. … 3. Ο αιτών μνημονεύει στην αίτησή του το δικαστήριο ενώπιον του οποίου προβάλλει ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση, αναφέρει τις αναβολές που τυχόν δόθηκαν με πρωτοβουλία των διαδίκων ή του δικαστηρίου, περιγράφει συνοπτικά τα ανακύψαντα νομικά ή πραγματικά ζητήματα, λαμβάνει θέση επί της πολυπλοκότητας αυτών. 4. Το Ελληνικό Δημόσιο απαντά επί των προβαλλόμενων λόγων περί υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης προσκομίζοντας όλα τα απαραίτητα στοιχεία σχετικά με τη δικονομική συμπεριφορά του αιτούντος κατά την εξέλιξη της δίκης, την πολυπλοκότητα της υπόθεσης και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο κρίνει αναγκαίο για τη διάγνωση της υπόθεσης. 5. Η απόφαση δημοσιεύεται εντός δύο (2) μηνών από τη συζήτηση της αίτησης και κατ’ αυτής δεν ασκείται ένδικο μέσο». Άρθρο 57: «1. Το δικαστήριο αποφαίνεται για το αν συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης συνεκτιμώντας, ιδίως, τα εξής: α) τη συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης … β) την πολυπλοκότητα των τιθέμενων νομικών ζητημάτων, γ) τη στάση των αρμόδιων κρατικών αρχών, δ) το διακύβευμα της υπόθεσης για τον αιτούντα. 2. Όταν διαπιστώνεται ότι συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης και επομένως υπάρχει παραβίαση του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, το δικαστήριο αποφαίνεται για το αν πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση και σε καταφατική περίπτωση ορίζει το ύψος αυτής λαμβάνοντας υπόψη ιδίως την περίοδο που υπερέβη τον εύλογο χρόνο για την εκδίκαση της υπόθεσης κατά συνεκτίμηση των κριτηρίων της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και την ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία για την αποκατάσταση της βλάβης του, μεταξύ των οποίων και την επιδίκαση υπέρ αυτού αυξημένης δικαστικής δαπάνης κατά τα οριζόμενα στις οικείες διατάξεις. 3. Αν γίνει αποδεκτή η αίτηση, επιβάλλονται στο Δημόσιο τα έξοδα του αιτούντος για τη σύνταξη της αίτησης και την παράσταση του πληρεξουσίου δικηγόρου, τα οποία δεν μπορεί να υπερβαίνουν το εκάστοτε οριζόμενο ποσό για την άσκηση και συζήτηση της παρέμβασης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, μπορεί να επιβάλλεται δαπάνη υπέρ του Δημοσίου, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων …». Άρθρο 58: «1. Η απόφαση με την οποία επιδικάζεται το χρηματικό ποσό της δίκαιης ικανοποίησης εκτελείται κατά τις οικείες περί εντάλματος πληρωμής διατάξεις εντός έξι (6) μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης στον Υπουργό Οικονομικών … 2. …».
4. Επειδή, οι αναφερόμενες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις των άρθρων 53 έως 58 του ν. 4055 / 2012 θεσμοθετούν, ως νέο ένδικο βοήθημα, την αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας διοικητικής δίκης, η οποία (αίτηση) ασκείται ανά βαθμό δικαιοδοσίας από κάθε διάδικο – πλην του Δημοσίου και των δημοσίων νομικών προσώπων που συνιστούν κυβερνητικούς οργανισμούς κατά την έννοια του άρθρου 34 της Ε.Σ.Δ.Α. – και στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών. Στη σχετική με τις διατάξεις των άρθρων αυτών αιτιολογική έκθεση γίνεται αναφορά κυρίως στα άρθρα 6 παρ. 1 και 13 της Ε.Σ.Δ.Α. και στην «απόφαση – πιλότο» του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.) της 21.12.2010 «Αθανασίου κ.λπ. κατά Ελλάδος», με την οποία διαπιστώθηκε η ύπαρξη συστημικού προβλήματος στην Ελληνική Διοικητική Δικαιοσύνη λόγω του σημαντικού αριθμού των παραβιάσεων των ως άνω άρθρων της Συμβάσεως (ιδίως του άρθρου 6 παρ. 1 αυτής) με την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης. Αντικείμενο της αιτήσεως είναι η δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων με την επιδίκαση εύλογου χρηματικού ποσού για την αποκατάσταση της (ηθικής κατά κύριο λόγο) βλάβης που υπέστησαν λόγω της προσβολής του δικαιώματός τους για ταχεία απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης. Με τις επί μέρους διατάξεις των άρθρων 53 έως 58 του ν. 4055 / 2012 ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με το παραδεκτό της αιτήσεως, τον αρμόδιο κατά περίπτωση δικαστικό σχηματισμό για την εκδίκασή της, τη διαδικασία ενώπιον του αρμοδίου σχηματισμού και τα κριτήρια, σύμφωνα με τα οποία εκτιμάται η εύλογη χρονική διάρκεια της διοικητικής δίκης. Τα κριτήρια αυτά, τα οποία σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του νόμου είναι αντίστοιχα με εκείνα που έχει διαπλάσει η νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., απαριθμούνται στο άρθρο 57 παρ. 1 και αφορούν, ειδικότερα, τη συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της συγκεκριμένης δίκης, την πολυπλοκότητα της υποθέσεως από δικονομική και ουσιαστική άποψη, τη στάση των αρμοδίων κρατικών αρχών και τη σημασία της υποθέσεως για τον αιτούντα. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις του νόμου, η κρίση του δικαστηρίου, το οποίο επιλαμβάνεται αιτήσεως για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας διοικητικής δίκης, περιλαμβάνει τα εξής στάδια : Το δικαστήριο κρίνει, εν πρώτοις, αν η αίτηση έχει ασκηθεί παραδεκτώς και αν συντρέχει παραβίαση του δικαιώματος του αιτούντος για ταχεία απονομή της δικαιοσύνης λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της συγκεκριμένης διοικητικής δίκης. Εφ’ όσον συντρέχουν αυτές οι προϋποθέσεις, το δικαστήριο ακολούθως κρίνει, με ειδική αιτιολογία, αν πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσόν για τη δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος ή αν, αντιθέτως, μόνη η διαπίστωση της παραβιάσεως του ως άνω δικαιώματός του δύναται να θεωρηθεί επαρκής ικανοποίηση (πρβλ. αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. της 29.3.2006 «Cochiarella κατά Ιταλίας», της 23.9.2004 «Αγαθός κλπ. κατά Ελλάδος» και της 15.7.2004 «Θεοδωρόπουλος κατά Ελλάδος»). Εάν το δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί χρηματικό ποσόν για τη δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος, προβαίνει στον καθορισμό του ύψους του ποσού λαμβάνοντας υπ’ όψιν, ιδίως, τη χρονική περίοδο που συνιστά υπέρβαση του ευλόγου χρόνου κατά την εκδίκαση της υποθέσεως και την ενδεχόμενη ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα, προβλεπόμενα στην κειμένη νομοθεσία.
5. Επειδή, κατά γενική αρχή του δικονομικού δικαίου, που απορρέει ιδίως από τα άρθρα 216 παρ 1 γ΄ του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503 / 1985, Α΄ 182) και 73 παρ. 1 γ΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717 / 1999, Α΄ 97), κάθε ένδικο βοήθημα, με το οποίο επιδιώκεται η επιδίκαση χρηματικής απαιτήσεως, ασκείται απαραδέκτως, λόγω αοριστίας, εάν δεν ορίζεται το ποσόν της χρηματικής απαιτήσεως, ως αντικείμενο της διαφοράς, στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο (πρβλ. ΑΠ 2055 / 2006, 364 / 1988). Αυτή η γενική αρχή διέπει και την αίτηση των άρθρων 53 επ. του ν. 4055 / 2012 – για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης χρονικής διάρκειας διοικητικής δίκης – εφ’ όσον, βεβαίως, ο αιτών επιδιώκει τη χρηματική ικανοποίησή του και δεν αρκείται σε μόνη τη δικαστική διαπίστωση της παραβιάσεως του δικαιώματός του για ταχεία απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή δεν συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 2 του νόμου, στην οποία απλώς καθορίζονται τα κριτήρια που λαμβάνονται υπ’ όψιν από το δικαστήριο προκειμένου να προσδιορισθεί το ύψος του επιδικαζομένου χρηματικού ποσού προς δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος. Τέλος, ο νομοθέτης δεν συναρτά εν προκειμένω το ύψος του καταβαλλομένου για την άσκηση της αιτήσεως παραβόλου με το ύψος της χρηματικής απαιτήσεως του αιτούντος και, κατά συνέπεια, η εφαρμογή της ως άνω γενικής αρχής του δικονομικού δικαίου ουδόλως παρεμποδίζει την ικανοποίηση του σχετικού ουσιαστικού δικαιώματος του ενδιαφερομένου.
6. Επειδή, εξ άλλου, από τα αναφερόμενα στην τέταρτη σκέψη στοιχεία της αιτιολογικής εκθέσεως του ν. 4055 / 2012 συνάγεται ότι με τις διατάξεις του των άρθρων 53 επ. – για τη δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης χρονικής διάρκειας διοικητικής δίκης και για την αίτηση που υποβάλλεται συναφώς από τον ενδιαφερόμενο στο αρμόδιο δικαστήριο – επιδιώχθηκε η τήρηση υποχρεώσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας που απορρέουν από την Ε.Σ.Δ.Α. Συνεπώς, οι ως άνω διατάξεις του ν. 4055 / 2012 δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση υπερβάσεως της εύλογης χρονικής διάρκειας μιας διοικητικής δίκης που δεν συναρτάται με αστικής ή ποινικής φύσεως υποθέσεις κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., ήτοι μιας δίκης που θεσμοθετείται από την εθνική νομοθεσία χωρίς να υπάρχει σχετική υποχρέωση από την Ε.Σ.Δ.Α. Στην περίπτωση δε αυτή η αίτηση, η οποία τυχόν ασκείται κατ’ επίκληση των διατάξεων των άρθρων 53 επ. του ν. 4055 / 2012, απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
7. Επειδή, όπως ήδη εξετέθη στη δεύτερη σκέψη, με το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως οι αιτούντες επικαλούνται τα άρθρα 53 επ. του ν. 4055 / 2012 και ζητούν δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης χρονικής διάρκειας της δίκης επί της από 16.4.2005 αιτήσεως ακυρώσεως που ασκήθηκε από τους ίδιους ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και απορρίφθηκε με την υπ’ αριθμ. 272 / 2012 απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία δημοσιεύθηκε στις 24.1.2012. Συγκεκριμένα, οι αιτούντες ζητούν με το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως «να διαπιστωθεί η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας» της ως άνω ακυρωτικής δίκης και να επιδικασθεί «εύλογη χρηματική ικανοποίηση σε καθέναν», χωρίς όμως να ορίζουν τα συγκεκριμένα χρηματικά ποσά που απαιτούν για την ικανοποίησή τους. Συνεπώς, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην πέμπτη σκέψη, η κρινόμενη αίτηση είναι απαράδεκτη (εξεταζόμενη ως ένδικο βοήθημα που ασκείται με την επιδίωξη της επιδικάσεως χρηματικών απαιτήσεων στους αιτούντες) λόγω αοριστίας του δικογράφου. Το απαράδεκτο της αιτήσεως δεν αίρεται εκ του λόγου ότι οι αιτούντες κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 3.12.2012, μετά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, σχετικό υπόμνημα, με το οποίο ζητούν να ανέλθει η χρηματική ικανοποίηση ενός εκάστου εξ αυτών σε πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ. Τούτο, διότι η αοριστία του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου δεν θεραπεύεται με την υποβολή υπομνήματος και, πάντως, το εν λόγω υπόμνημα των αιτούντων κατετέθη μετά την εκπνοή της εξάμηνης αποκλειστικής προθεσμίας, την οποία προβλέπει το άρθρο 55 παρ. 1 του ν. 4055 / 2012 για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος. Υπό τα δεδομένα αυτά το Δικαστήριο αδυνατεί, εν πάση περιπτώσει, να επιδικάσει στους αιτούντες χρηματικές απαιτήσεις. Σύμφωνα δε με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, εάν η από 16.4.2005 αίτηση ακυρώσεως των αιτούντων δεν συναρτάται με υποθέσεις τους αστικής ή ποινικής φύσεως κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο αδυνατεί να προβεί ακόμη και σε απλή (μη συνοδευόμενη από επιδίκαση χρηματικών απαιτήσεων) διαπίστωση της τυχόν υπερβάσεως της εύλογης χρονικής διάρκειας της σχετικής ακυρωτικής δίκης, διότι στην περίπτωση αυτή η κρινόμενη αίτηση είναι στο σύνολό της απαράδεκτη.
8. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής : Οι δύο πρώτοι αιτούντες (Νικόλαος και Έλενα Ουσιτσένκο), οι οποίοι είναι σύζυγοι, κάτοχοι ρωσικών διαβατηρίων και γονείς των άλλων δύο αιτούντων (Μαρίνας και Αλεξάνδρου Ουσιτσένκο), το έτος 1999 ζήτησαν και έλαβαν από το ελληνικό Γενικό Προξενείο του Νοβοροσσίσκ θεωρήσεις εισόδου, προκειμένου να εισέλθουν στην Ελλάδα ως «παλιννοστούντες ομογενείς» και να υποβάλουν αιτήσεις και δικαιολογητικά προς αναγνώριση της ελληνικής ιθαγενείας βάσει του άρθρου 7 του ν. 2130 / 1993. Επί τη βάσει των υποβληθέντων δικαιολογητικών, τα οποία έχουν εκδοθεί από ρωσικές αρχές και εμφανίζουν όλους τους αιτούντες ως ελληνικής καταγωγής, εξεδόθη η 734 / 4.4.2001 πράξη του Νομάρχη Σερρών, με την οποία διαπιστώθηκε ότι οι δύο πρώτοι αιτούντες απέκτησαν την ελληνική ιθαγένεια από της γεννήσεώς τους (τα έτη 1953 και 1963 αντιστοίχως) βάσει των διατάξεων της ελληνικής νομοθεσίας (και, συγκεκριμένα, του άρθρου 14 εδ. α΄ του Αστικού Νόμου του έτους 1986 και του άρθρου 1 εδ. α΄ του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας αντιστοίχως), επειδή έκαστος εξ αυτών γεννήθηκε από πατέρα έλληνα, του οποίου ο πατέρας είχε γίνει έλληνας υπήκοος από 30.1.1923 κατά τις διατάξεις των άρθρων 1, 3 και 7 της κυρωθείσης με το ν.δ. της 25.8.1923 Συνθήκης τη Λωζάνης «Περί ανταλλαγής των Ελληνοτουρκικών Πληθυσμών». Με την ίδια πράξη διαπιστώθηκε ότι και οι άλλοι δύο αιτούντες απέκτησαν από της γεννήσεώς τους την ελληνική ιθαγένεια, βάσει του άρθρου 1 του ν. 1438 / 1984, ως γεννηθέντες από πατέρα έλληνα τα έτη 1986 και 1988. Ακολούθως, όμως, η 734 / 4.4.2001 πράξη του Νομάρχη Σερρών ανεκλήθη με την 869+405 / 18.2.2005 πράξη του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Στην πράξη αυτή αναφέρεται, ως αιτιολογία της ανακλήσεως, ότι η ανακληθείσα πράξη είχε εκδοθεί επί τη βάσει πλαστών δικαιολογητικών των ρωσικών αρχών. Τέλος, την ως άνω ανακλητική πράξη προσέβαλαν οι αιτούντες με την από 16.4.2005 αίτηση ακυρώσεως, η οποία απορρίφθηκε με την υπ’ αριθμ. 272 / 2012 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
9. Επειδή, η από 16.4.2005 αίτηση ακυρώσεως των αιτούντων δεν συναρτάται με υποθέσεις τους αστικής ή ποινικής φύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., για τους εξής λόγους : Α) Εν πρώτοις, η Ε.Σ.Δ.Α. δεν κατοχυρώνει δικαίωμα στην ιθαγένεια (βλ. μεταξύ άλλων Ε.Δ.Δ.Α. της 5.1.2006, επί του παραδεκτού, «Mikolenko κατά Εσθονίας») ούτε έχει πεδίο εφαρμογής το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. σε διαδικασίες καθορισμού ή απονομής ιθαγενείας, διότι η ιθαγένεια δεν αποτελεί δικαίωμα αστικής φύσεως κατά την έννοια της σχετικής διατάξεως αυτού του άρθρου (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. της 4.1.2005, ομοίως επί του παραδεκτού, «Naumov κατά Αλβανίας»). Β) Περαιτέρω, η προσβληθείσα με την ως άνω αίτηση ακυρώσεως των αιτούντων ανακλητική πράξη δεν συνιστά, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, κύρωση εις βάρος τους. Τούτο, διότι σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 272 / 2012 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, που απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως, η πράξη αυτή εξεδόθη λόγω μη αποδείξεως, κατά την κρίση της Διοικήσεως, της κατά νόμον αναγκαίας για τη διαπίστωση της ελληνικής ιθαγενείας ιδιότητας των «παλιννοστούντων ομογενών» στα πρόσωπα των αιτούντων, ασυνδέτως δε με ποινική καταδίκη τους ή με διαπίστωση υπαιτιότητας ή επίμεμπτης συμπεριφοράς τους κατά την έκδοση της ανακληθείσης πράξεως. Υπό τα δεδομένα αυτά η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη στο σύνολό της, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην έκτη και στην έβδομη σκέψη. Το Δικαστήριο, όμως, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι πρέπει να απαλλαγούν οι αιτούντες από τη δικαστική δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 39 παρ. 1 του π.δ. 18 / 1989, Α΄ 8).
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Απαλλάσσει τους αιτούντες από τη δικαστική δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2012 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 3ης Ιανουαρίου 2013.
 Ο Σύμβουλος της Επικρατείας  Η Γραμματέας του Δ’ Τμήματος
 
 
 Κων. Πισπιρίγκος  Μ. Παπαδοπούλου