ΣτΕ 1001/07, Ολομ., Απαλλοτρίωση εφόσον η κατάθεση της προσωρινής αποζημίωσης έγινε μετά την δημοσίευση της απόφαση περί οριστικής δεν συντελέστηκε η απαλλοτρίωση διότει πλέον πρέπει να καταβληθεί η πλήρης αποζημιώση που όρισε η απόφαση της οριστικής .

ΣΤΕ ΟΛΟΜ.

ΣτΕ Ολ 1001/2007
(παρατ. Σ. Γιακουμής)
Πρόεδρος: Γ. Παναγιωτόπουλος, Πρόεδρος ΣτΕ

Εισηγητής: Σ. Χαραλάμπους, Σύμβουλος ΣτΕ

Δικηγόροι: Α. Βαρδακούλιας,
Μ. Ανδροβιτσανέα, Πάρεδρος ΝΣΚ,
Γ. Κροκίδας, Κ. Χρυσόγονος, Μ. Ντότσικας

Στην περίπτωση, κατά την οποία πριν από την παρακατάθεση της προσωρινής αποζημίωσης, έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση που προβαίνει στον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, δεν μπορεί πια να επέλθει συντέλεση της απαλλοτρίωσης με παρακατάθεση της προσωρινής μόνο αποζημίωσης, γιατί έτσι θα καταστρατηγείτο η συνταγματική επιταγή για καταβολή πλήρους αποζημίωσης που να ανταποκρίνεται στην πραγματική αξία του απαλλοτριωθέντος (αντίθ. μειοψ).

Διατάξεις: άρθρα 17 [παρ. 2 και 4] Συντ., 7 [παρ. 1] ΝΔ 797/1971 , 7 [παρ. 1], 11, 29 Ν 2882/2001 

[…] 2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της υπ΄ αριθμ. 1658/2002 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη αίτηση της αναιρεσειούσης, φερομένης ως ιδιοκτήτριας απαλλοτριωθέντος ακινήτου επί της οδού Θ. της Πετρούπολης, περί ακυρώσεως της παραλείψεως των Υπουργών Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων να εκδώσουν βεβαιωτική πράξη για αυτοδίκαιη άρση της εν λόγω απαλλοτριώσεως.

3. Επειδή, με την υπ’ αριθ. 1466/2005 απόφαση του ΣΤ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας παραπέμφθηκε προς επίλυση ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας το ζήτημα αν επέρχεται, κατά το Σύνταγμα (άρθρο 17  παρ. 2 και 4), συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ακινήτου, στην περίπτωση που εντός του προβλεπομένου διαστήματος του ενός και ημίσεος έτους από τη δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημιώσεως, καταβάλλεται μόνον η προσωρινώς προσδιορισθείσα, παρά το ότι κατά το χρόνο της καταβολής (ή της δημοσιεύσεως της σχετικής παρακαταθέσεως της προσωρινής αποζημιώσεως) είχε ήδη εκδοθεί δικαστική απόφαση που καθόρισε την οριστική αποζημίωση σε ύψος μεγαλύτερο της προσωρινώς προσδιορισθείσης.

4. Επειδή, η κρινομένη αίτηση ασκήθηκε παραδεκτώς και είναι περαιτέρω, ερευνητέα.

5. Επειδή, το άρθρο 17 του Συντάγματος  (όπως ίσχυε πριν την αναθεώρηση της 6.4.2001), στις παρ. 2 και 4 όριζε τα εξής: «2. Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης. Αν ζητηθεί απευθείας ο οριστικός προσδιορισμός της αποζημίωσης, λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της σχετικής συζήτησης στο δικαστήριο. 3. … 4. Η αποζημίωση ορίζεται πάντοτε από τα πολιτικά δικαστήρια. Mπορεί να οριστεί και προσωρινά δικαστικώς, ύστερα από ακρόαση ή πρόσκληση του δικαιούχου … . Πριν καταβληθεί η οριστική ή προσωρινή αποζημίωση διατηρούνται ακέραια όλα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη και δεν επιτρέπεται η κατάληψη. Η αποζημίωση που ορίστηκε καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου, διαφορετικά η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως …». Εξ άλλου το άρθρο 7 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΝΔ/τος 797/1971 (φ. 1) όριζε ότι συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως επέρχεται από την καταβολή στο δικαιούχο της αποζημίωσης που προσδιορίσθηκε προσωρινά ή οριστικά ή από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της γενομένης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων καταθέσεως της αποζημιώσεως. Όμοια ρύθμιση περιέλαβε στο άρθρο 7 παρ. 1 και ο ισχύων Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (Ν 2882/2001  ΦΕΚ 17/6.2.2001, έναρξη ισχύος κατά το άρθρο δεύτερο αυτού η 6.5.2001). Περαιτέρω, το άρθρο 11 του εν λόγω Κώδικα ορίζει τα ακόλουθα: «1. Η αρχή που κήρυξε την αναγκαστική απαλλοτρίωση δύναται με απόφασή της να την ανακαλέσει, ολικώς ή μερικώς, πριν συντελεσθεί, τηρώντας τη διαδικασία που ορίζεται από το άρθρο 1 για την κήρυξη αυτής. 2. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ανακαλείται υποχρεωτικά με πράξη της αρχής η οποία την έχει κηρύξει, ύστερα από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου που πιθανολογεί εμπράγματο δικαίωμα στο απαλλοτριωμένο ακίνητο, εάν μέσα σε τέσσερα έτη από την κήρυξή της δεν ασκηθεί αίτηση για το δικαστικό καθορισμό της αποζημίωσης ή δεν καθορισθεί αυτή εξωδίκως. Η αίτηση είναι απαράδεκτη εάν ασκηθεί μετά την πάροδο έτους από την παρέλευση της τετραετίας αυτής, σε κάθε δε περίπτωση μετά τη δημοσίευση της απόφασης καθορισμού της αποζημίωσης. Η πράξη ανάκλησης της απαλλοτρίωσης εκδίδεται μέσα σε τέσσερις μήνες από την υποβολή της σχετικής αίτησης και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν ισχύουν προκειμένου περί απαλλοτριώσεων προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων, ανάπτυξη οικιστικών περιοχών και για αρχαιολογικούς σκοπούς. 3. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας οριστικού καθορισμού αυτής, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης. Η αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή υποχρεούται να εκδώσει μέσα σε τέσσερις μήνες από τη λήξη της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 4. Εάν περάσουν άπρακτες οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους 2 και 3 προθεσμίες ή εκδοθεί πράξη αρνητική, κάθε ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία να ακυρώνεται η προσβληθείσα πράξη ή παράλειψη και να βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία που ορίζεται από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν 2717/1999 ), πλην του άρθρου 66 αυτού. Στη δίκη καλείται ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση και το Δημόσιο. Η εκδιδόμενη απόφαση είναι ανέκκλητη …». Τέλος, το άρθρο 29 του ίδιου Ν 2882/2001  ορίζει ότι: «1. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται επί των απαλλοτριώσεων που κηρύσσονται από την έναρξη ισχύος του και εφεξής. 2. Απαλλοτριώσεις που κηρύχθηκαν από 1ης Φεβρουαρίου 1971 και εφεξής διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος από το σημείο στο οποίο βρίσκονται κατά την έναρξη της ισχύος αυτού. Εξαιρούνται τα θέματα εκείνα για τα οποία κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος έχει κοινοποιηθεί εισαγωγικό δικόγραφο της σχετικής δίκης ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου ή έχει εκδοθεί σχετική διοικητική πράξη, ως προς τα οποία εφαρμόζονται μόνον οι διαδικαστικές διατάξεις του παρόντος …. 8. Με την επιφύλαξη των οριζομένων από τις λοιπές διατάξεις του παρόντος Κώδικα, από την έναρξη ισχύος αυτού καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη η οποία αφορά θέματα που ρυθμίζονται από αυτόν ή αντίκειται στις διατάξεις τούτου. Κάθε παραπομπή στον ΑΝ 1731/1939  ή στο ΝΔ 797/1971  ή γενικά στη νομοθεσία περί απαλλοτριώσεων νοείται από την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα ότι γίνεται στις αντίστοιχες διατάξεις αυτού … ».

6. Επειδή, ο συνταγματικός νομοθέτης, αποβλέποντας στην ταχεία και έγκαιρη πραγμάτωση του σκοπού της απαλλοτριώσεως, αρκέσθηκε στην καταβολή της προσωρινής αποζημιώσεως μέσα στην προθεσμία του ενός και ημίσεος έτους από την δημοσίευση της σχετικής δικαστικής αποφάσεως. Τούτο δε διότι η απόφαση για τον προσωρινό προσδιορισμό, εν όψει της φύσεως της σχετικής διαδικασίας, εκδίδεται σε σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ η απόφαση που προβαίνει στον οριστικό καθορισμό απαιτεί μακρότερη, σύμφωνα με όσα συνήθως συμβαίνουν στην πράξη, χρονική διαδρομή. ΄Ετσι, εφ’ όσον εκείνος υπέρ του οποίου κηρύχθηκε η αναγκαστική απαλλοτρίωση προβεί στην παρακατάθεση της προσωρινής αποζημιώσεως, σύμφωνα με τους όρους του νόμου, μέσα στην δεκαοκτάμηνη προθεσμία από την δημοσίευση της σχετικής αποφάσεως, επιτυγχάνει την συντέλεση της απαλλοτριώσεως. Είναι δε, ως προς τούτο, αδιάφορο αν μετά την ως άνω παρακατάθεση εκδοθεί δικαστική απόφαση για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημιώσεως. Η συγκατάβαση όμως αυτή του συνταγματικού νομοθέτη παρίσταται αλυσιτελής, όταν, πριν από την παρακατάθεση της προσωρινής αποζημιώσεως, έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση που προβαίνει στον οριστικό προσδιορισμό της αποζημιώσεως. Στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί πιά να επέλθει συντέλεση της απαλλοτριώσεως με παρακατάθεση της προσωρινής μόνο αποζημιώσεως, γιατί έτσι θα κατεστρατηγείτο η συνταγματική επιταγή για καταβολή πλήρους αποζημιώσεως που να ανταποκρίνεται στην πραγματική αξία του απαλλοτριωθέντος. Άλλωστε, η αντίθετη εκδοχή θα είχε ως συνέπεια να μπορεί να αναπτύσσει έννομες συνέπειες – και μάλιστα στον χώρο συνταγματικά προστατευόμενου δικαιώματος – δικαστική απόφαση που έπαυσε πιά να ισχύει ύστερα από την ευδοκίμηση ενδίκου μέσου, στρεφόμενου κατ’ αυτής. Συνεπώς, εάν πριν από την παρακατάθεση της προσωρινής αποζημιώσεως έχει εκδοθεί οριστική απόφαση, η συντέλεση της απαλλοτριώσεως επέρχεται μόνο με την καταβολή της οριστικής αποζημιώσεως. Αν και κατά τη γνώμη των Συμβούλων Α. Θεοφιλοπούλου, Δ. Πετρούλια, Αικ. Συγγούνα, Α. Γκότση, Ν. Μαρκουλάκη, Γ. Παπαγεωργίου, Ι. Μαντζουράνη, Δ. Σκαλτσούνη, Κ. Βιολάρη, Ι. Γράβαρη και Γ. Τσιμέκα, προς τη γνώμη των οποίων συνετάχθη ο Πάρεδρος Β. Ανδρουλάκης, από τις παρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις προκύπτει ότι, εάν χωρήσει προσωρινός προσδιορισμός της αποζημιώσεως και όχι απ΄ ευθείας οριστικός προσδιορισμός αυτής, η συντέλεση της απαλλοτριώσεως επέρχεται με την καταβολή του ποσού της προσωρινής αποζημιώσεως ή τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της καταθέσεως στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων του ποσού αυτής μέσα σε ενάμισυ έτος από την δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημιώσεως. Ως εκ τούτου, η μη καταβολή ή μη κατάθεση της διαφοράς μεταξύ της προσωρινής και της οριστικής αποζημιώσεως (με την προβλεπόμενη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως) και μάλιστα εντός ορισμένης προθεσμίας, δεν επηρεάζει την, κατά τα ανωτέρω, συντέλεση της απαλλοτριώσεως, έστω και αν η δικαστική απόφαση για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημιώσεως εκδόθηκε πριν από την, εντός της προθεσμίας των 18 μηνών, καταβολή ή δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της ειδοποιήσεως καταθέσεως στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων της προσωρινής αποζημιώσεως.

7. Επειδή, εν προκειμένω, όπως εκτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, με την υπ’ αριθμ. 1058131/4008/0010/2.9.1991 (ΦΕΚ Δ΄ 644) κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κηρύχθηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση, υπέρ και με δαπάνη του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων, έκτασης 578 τμ, που βρίσκεται στον Δήμο Π., με πρόσοψη επί της οδού Θ. Με την υπ’ αριθμ. 2225/30.10.1998 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών προσδιορίστηκε η προσωρινή αποζημίωση των δικαιούχων, το ποσό της οποίας κατέθεσε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ο Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων (…/29.3.2000 γραμμάτιο σύστασης παρακαταθήκης), στη συνέχεια δε, πριν από την πάροδο δεκαοκταμήνου από τη δημοσίευση της παραπάνω αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Δ΄ 206/6.4.2000) η πράξη ειδοποίησης για την κατάθεση της προσωρινής αποζημίωσης. Πριν όμως από την εν λόγω δημοσίευση της γενομένης καταθέσεως της προσωρινής αποζημιώσεως, δημοσιεύθηκε η υπ’ αριθμ. 2212/21.3.2000 απόφαση του Εφετείου Αθηνών με την οποία καθορίσθηκε η οριστική αποζημίωση για την επίμαχη απαλλοτρίωση, σε ύψος μεγαλύτερο της προσωρινώς προσδιορισθείσης. Η αναιρεσείουσα, φερόμενη ως ιδιοκτήτρια ακινήτου αποτελούντος μέρος της απαλλοτριουμένης εκτάσεως, ζήτησε με αίτησή της προς το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών να ακυρωθεί η παράλειψη των Υπουργών Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων να εκδώσουν βεβαιωτική πράξη για την αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτριώσεως, προβάλλοντας ότι έπρεπε μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου να είχε κατατεθεί η οριστική αποζημίωση που καθορίσθηκε με την κατά τα άνω, εντός του διαστήματος του ενός και ημίσεος έτους, δημοσιευθείσα απόφαση του Εφετείου Αθηνών και ότι η παρακατάθεση της προσωρινώς ορισθείσης αποζημιώσεως σε χρόνο, κατά τον οποίο είχε δημοσιευθεί η δικαστική απόφαση για τον οριστικό προσδιορισμό αυτής, δεν συνιστά πλήρη αποζημίωση κατά την έννοια του άρθρου 17 παρ. 4 του Συντάγματος  και, συνεπώς, δεν επήλθε συντέλεση της ως άνω απαλλοτριώσεως. Την αίτηση αυτή της αναιρεσειούσης απέρριψε με την προσβαλλόμενη απόφασή του το Διοικητικό Πρωτοδικείο, κριθέντος ότι η μη καταβολή της διαφοράς μεταξύ της προσωρινής και οριστικής αποζημίωσης για την αναγκαστική απαλλοτρίωση του επιδίκου ακινήτου δεν επηρεάζει τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως, η οποία επήλθε με την εμπρόθεσμη κατάθεση της προσωρινώς προσδιορισθείσης αποζημιώσεως, ανεξαρτήτως αν στο μεταξύ είχε δημοσιευθεί η απόφαση του Εφετείου για τον οριστικό προσδιορισμό αυτής. […]

[Δέχεται την κρινόμενη αίτηση και αναιρεί την υπ’ αριθ. 1658/2002 απόφαση του τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.]

Παρατηρήσεις

Σχετικά με τη 1001/2007 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, νομίζω ότι αξίζει την επικρότηση η άποψη της πλειοψηφίας. Η προσωρινή αποζημίωση (και η κατάθεσή της) λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης έχει εντελώς συγκεκριμένη δικαιολογητική βάση και συνάπτεται με εντελώς εξειδικευμένες προϋποθέσεις σε σχέση με την οριστική αποζημίωση. Η πρώτη υποδηλώνει απλά τη σοβαρότητα των προθέσεων του υπερού η απαλλοτρίωση να προχωρήσει σ’ αυτήν, αποτελεί διευκόλυνση του συνταγματικού νομοθέτη προς τη δημοσία αρχή («συγκατάβαση» κατά την προσφυή έκφραση της αποφάσεως) και εκδήλωση εύνοιας προς τον κρατικό σχεδιασμό, δια τούτο αρκεί για να θεωρηθεί η απαλλοτρίωση συντελεσμένη, μόνο αν εν τω μεταξύ δεν έχει εκδοθεί η απόφαση περί καθορισμού της οριστικής αποζημίωσης. Αντίθετα, η οριστική, πλήρης αποζημίωση αποτελεί τη δικαιολογητική βάση για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης και, μόνη αυτή, κάμπτει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας του άρθρου 17 του Συντάγματος , δια τούτο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συρρικνώνεται ή να καταστρατηγείται.

Το Σύνταγμα δεν ορίζει τον ανώτατο χρόνο μεταξύ κηρύξεως της απαλλοτριώσεως και προσδιορισμού της αποζημιώσεως μολονότι η κήρυξη της ιδιοκτησίας ως αναγκαστικώς απαλλοτριωτέας δεσμεύει στην πράξη την ιδιοκτησία. Έτσι, ο Κώδικας Απαλλοτριώσεων προβλέπει στην παρ. 2 του άρθρου 11 ότι η απαλλοτρίωση ανακαλείται, αν εντός τεσσάρων ετών η διοίκηση δεν κάνει καθόλου αίτηση για καθορισμό αποζημίωσης. Αντίθετα, τόσο το Σύνταγμα όσο και ο Κώδικας στην παρ. 3 του άρθρου 11 ορίζουν αποσβεστική προθεσμία ενός και ημίσεος έτους, εντός της οποίας πρέπει να καταβληθεί η προσδιοριζόμενη αποζημίωση, είτε προσωρινή είτε οριστική, άλλως η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως. Η έννοια της διατάξεως είναι πως πρέπει να καταβληθεί εντός ενός και ημίσεος έτους τουλάχιστον η προσωρινή αποζημίωση, κατά παραχώρηση και κατ’ ευνοϊκή μεταχείριση της δημοσίας αρχής, αλλιώς η απαλλοτρίωση δεν συντελείται. Τούτο δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι μόνο με την κατάθεση της προσωρινής αποζημίωσης, η απαλλοτρίωση συντελείται, διότι με την ερμηνεία αυτή η απαίτηση του άρθρου 17 του Συντάγματος  περί «πλήρους αποζημιώσεως» θα καταστρατηγούνταν και θα ήταν πλέον προαιρετική η καταβολή της διαφοράς μεταξύ προσωρινής και οριστικής απαλλοτριώσεως ή θα ήγειρε μόνο ενοχικές αξιώσεις.

Καταλυτικό παρίσταται και το επιχείρημα της πλειοψηφίας ότι, σε περίπτωση που η απαλλοτρίωση θεωρηθεί συντελεσμένη μόνο με την καταβολή της προσωρινής αποζημίωσης, ενώ έχει ήδη λάβει χώρα καθορισμός οριστικής αποζημίωσης, θα οδηγούμασταν στο άτοπο να αναπτύσσει έννομες συνέπειες μια απόφαση, που έπαυσε να ισχύει μετά από ευδοκίμηση ένδικου μέσου κατ’ αυτής, αφού πάντοτε ο καθορισμός οριστικής αποζημίωσης επέχει θέση διαδικασίας ένδικου μέσου έναντι του καθορισμού προσωρινής αποζημίωσης.

Ο θεσμός της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης έχει δεχθεί πολλά πλήγματα κυρίως λόγω του τρόπου, με τον οποίο ασκείται από τη διοίκηση (επιβολές και επανεπιβολές άνευ αιτήσεων προσδιορισμού αποζημίωσης)· τουλάχιστον πρέπει να είναι σε κάθε περίπτωση νομικά σαφές και πρακτικά συνεπές και επαληθεύσιμο ότι συνάπτεται και συναρτάται με την καταβολή πλήρους αποζημιώσεως προς τον ιδιοκτήτη. Κανένας κρατικός σχεδιασμός, αν δεν είναι άριστα καταστρωμένος και εξοπλισμένος από νομικής επόψεως, δεν επιτρέπεται να θίγει την ατομική ιδιοκτησία, που είναι η βάση των πολιτειακών θεσμών.

Σταμάτης Γιακουμής,
δ.φ., LLM, Πρωτοδίκης ΔΔ