1004/2002 ΣΤΕ
Δημοτική και κοινοτική φορολογία. Επιβολή τέλους υπέρ των δήμων και κοινοτήτων στην περιφέρεια των οποίων λειτουργούν λιμάνια, για κάθε είδους όχημα που επιβιβάζεται σε οχηματαγωγό πλοίο που προορίζεται για λιμάνι του εξωτερικού, με απόφαση του δημοτικού και κοινοτικού συμβουλίου. Η υπό κρίση αίτηση ακύρωσης ασκείται εμπροθέσμως, αφού η σχετική προθεσμία ανεστάλλη από 1 έως 31 Αυγούστου. Η διάταξη του άρθρου 26 παρ. 13 του ν. 1820/1989 αντίκειται στο άρθρο 59 της Συνθήκης ΕΚ και είναι ανίσχυρη, ενώ η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 14 του ίδιου νόμου αντίκειται στο άρθρο 78 του Συντάγματος, αφού το οικονομικό βάρος δεν έχει χαρακτήρα ανταποδοτικού τέλους. Αντίθετη μειοψηφία. Δεκτή η αίτηση ακύρωσης.
Αριθμός 1004/2002 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΣΤ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Νοεμβρίου 2001, με την εξής σύνθεση : Θ. Χατζηπαύλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του ΣΤ΄ Τμήματος, Φ. Αρναούτογλου, Ε. Δαρζέντας, Αικ. Συγγούνα, Στ. Χαραλάμπους, Σύμβουλοι, Α. Σταθάκης, Β. Ραφτοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Β. Μανωλόπουλος, Γραμματέας του ΣΤ΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 6 Οκτωβρίου 2000 αίτηση :
των : ……….. οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Γεώργιο Ησαΐα (Α.Μ. 1250), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο,
κατά του ………. ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Ανδρέα Στρουγγάρη (Α.Μ. 4681), που τον διόρισε με απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής.
Στη δίκη παρεμβαίνει με προφορική δήλωση στο ακροατήριο, υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης πράξεως, ο ……… ο οποίος παρέστη με τον Ηλία Δροσογιάννη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 151/2000 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Ηγουμενίτσας.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Α. Σταθάκη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο του Δήμου και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη (υπ’ αρ. 4115029/2000 διπλότυπο Δ.Ο.Υ. Ενσήμων και Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών) και το παράβολο (υπ’ αριθμ. 2151144/2000 ειδικό γραμμάτιο παραβόλου).
2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, η οποία εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Τμήματος κατόπιν παραπομπής της, με την υπ’ αριθμ. 2482/2001 απόφαση του Τμήματος με πενταμελή σύνθεση, ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθμ. 151/31.7.2000 αποφάσεως του Δημοτικού Συμβουλίου Ηγουμενίτσας. Με την προσβαλλομένη απόφαση επεβλήθη, κατ’ επίκληση της διατάξεως του άρθρου 25 παρ. 14 του ν. 1828/1989, τέλος υπέρ του Δήμου Ηγουμενίτσας, επί παντός είδους οχημάτων που επιβιβάζονται σε οχηματαγωγά πλοία στον λιμένα της Ηγουμενίτσας και έχουν προορισμό λιμένα του εσωτερικού ή του εξωτερικού.
3. Επειδή, ο ν. 1828/1989, με τίτλο “Αναμόρφωση της φορολογίας εισοδήματος και άλλες διατάξεις”, (Φ.Ε.Κ. Α΄ 2), ορίζει στην μεν παρ. 14 του άρθρου 25 αυτού ότι : “Με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου μπορεί να επιβάλλονται τέλη ή εισφορές για υπηρεσίες ή τοπικά έργα της περιοχής τους, που συμβάλλουν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής στην ανάπτυξη της περιοχής και στην καλύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών. Τα τέλη αυτά ή οι εισφορές αυτές έχουν ανταποδοτικό χαρακτήρα. Το ύψος των τελών ή εισφορών, οι υπόχρεοι στην καταβολή τους και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια ορίζονται με την ίδια απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου . . .”, στην δε παρ. 13 του άρθρου 26 αυτού τα εξής : “Επιτρέπεται η επιβολή τέλους υπέρ των δήμων και κοινοτήτων, στην περιφέρεια των οποίων λειτουργούν λιμάνια, για κάθε είδους όχημα που επιβιβάζεται σε οχηματαγωγό πλοίο που προορίζεται για λιμάνι του εξωτερικού. Το τέλος που επιβάλλεται με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και το οποίο μπορεί να αυξάνεται με την όμοια απόφαση μέχρι 10% ετησίως ορίζεται ως εξής για κάθε κατηγορία οχημάτων : α. Για φορτηγά αυτοκίνητα κάθε κατηγορίας από 500 μέχρι 1000 δραχμές. β. Για επιβατηγά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης από 300 μέχρι 600 δραχμές. γ. Για επιβατηγά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης (Ι.Χ.) από 100 μέχρι 300 δραχμές. δ. Για δίκυκλα από 50 μέχρι 200 δραχμές. Το ανωτέρω τέλος βαρύνει αυτόν που καταβάλλει το ναύλο και αναγράφεται πάνω στο παραστατικό που εκδίδεται γι’ αυτόν. Το τέλος εισπράττεται από αυτόν που εκδίδει το παραστατικό και αποδίδεται από τον ίδιο στο δικαιούχο δήμο ή κοινότητα . . .”.
4. Επειδή, το πρώτο και το δεύτερο εκ των αιτούντων, επαγγελματικά σωματεία υπό την επωνυμία “΄Ενωσις Εφοπλιστών Επιβατηγών Πλοίων” το πρώτο και “΄Ενωσις Εφοπλιστών Ακτοπλοΐας” το δεύτερο, έχουν, σύμφωνα με τα καταστατικά των, ως μέλη μεν ναυτιλιακές εταιρείες και φυσικά πρόσωπα που εκμεταλλεύονται, υπό την ιδιότητα του πλοιοκτήτου ή του εφοπλιστού, επιβατηγά πλοία, τα οποία διενεργούν δρομολόγια, μεταξύ άλλων και από τον λιμένα της Ηγουμενίτσας προς λιμένες της Ελλάδος και της Ιταλίας, ως σκοπό δε, μεταξύ άλλων, την προστασία και προαγωγή των οικονομικών και επαγγελματικών συμφερόντων των μελών των. Εξ άλλου, η τρίτη εκ των αιτούντων, εταιρεία υπό την επωνυμία “Μινωϊκές Γραμμές Ανώνυμη Ναυτιλιακή Εταιρεία” έχει ως αντικείμενο εργασιών την διενέργεια θαλασσίων μεταφορών, μεταξύ των οποίων και την εκτέλεση δρομολογίων με επιβατηγά/οχηματαγωγά πλοία από λιμένες της Ελλάδος, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο λιμένας της Ηγουμενίτσας, προς λιμένες της Ιταλίας. Τέλος, ο τέταρτος εκ των αιτούντων φέρεται ιδιοκτήτης φορτηγών αυτοκινήτων διεθνών μεταφορών, τα οποία επιβιβάζονται τακτικά σε οχηματαγωγά πλοία που εκτελούν το δρομολόγιο μεταξύ Ηγουμενίτσας και λιμένων της Ιταλίας. Επομένως, εφ’ όσον, λόγω της ιδιότητός των, τα μέλη των αιτούντων σωματείων και η αιτούσα εταιρεία αφ’ ενός μεν βαρύνονται με την είσπραξη και απόδοση του τέλους το οποίο επιβάλλεται με την προσβαλλομένη απόφαση, περαιτέρω δε προβάλλουν ότι το επίδικο τέλος αυξάνει το κόστος των παρεχομένων από αυτούς υπηρεσιών, ο δε τέταρτος των αιτούντων είναι υπόχρεος προς καταβολή του επιδίκου τέλους, με έννομο συμφέρον αυτοί ασκούν την υπό κρίση αίτηση, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με το από 15.3.2001 υπόμνημα του καθ’ ου η υπό κρίση αίτηση Δήμου Ηγουμενίτσας πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2227, 2228/2000).
5. Επειδή, περαιτέρω, οι αιτούντες παραδεκτώς ομοδικούν κατά την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως, εφ’ όσον αυτή θεμελιώνεται επί της αυτής νομικής βάσεως, η δε προσβαλλομένη πράξη, λόγω της κανονιστικής της φύσεως, δεν αφορά κεχωρισμένως και ιδιαιτέρως κάθε έναν από τους αιτούντες (βλ. ΣτΕ 2227, 2228/2000, 3699/1995).
6. Επειδή, στο άρθρο 4 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 2479/1997 (ΦΕΚ Α΄ 67) ορίζεται ότι : “Οι προθεσμίες για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων και μέσων ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αναστέλλονται για το χρονικό διάστημα από 1ης έως 31ης Αυγούστου. Δεν θίγεται η ισχύουσα νομοθεσία που αφορά τις προθεσμίες του Δημοσίου και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης”. Εν όψει της ανωτέρω διατάξεως, η υπό κρίση αίτηση, κατατεθείσα στην Γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας στις 11.10.2000 και στρεφομένη κατά της υπ’ αριθμ. 151/31.7.2000 αποφάσεως του Δημοτικού Συμβουλίου Ηγουμενίτσας, η οποία, όπως προκύπτει από το οικείο αποδεικτικό του υπαλλήλου του ανωτέρω Δήμου Σωτηρίου Τσώτου, δημοσιεύθηκε στις 4.8.2000, ασκείται εμπροθέσμως, καθ’ όσον, εν όψει του χρόνου δημοσιεύσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η εξηκονθήμερη προθεσμία του άρθρου 46 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989 προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατ’ αυτής άρχισε την 1.9.2000. Επομένως, ο ισχυρισμός του Δήμου Ηγουμενίτσας ότι η υπό κρίση αίτηση ασκείται εκπροθέσμως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
7. Επειδή, παραδεκτώς, σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 2 περ. β΄ του π.δ/τος 18/1989, παρεμβαίνει στη δίκη, υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης πράξεως, με προφορική δήλωση στο ακροατήριο, ο Υπουργός Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, ο οποίος ασκεί εποπτεία επί των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως.
8. Επειδή, με την υπ’ αριθμ. 2227/2000 απόφαση του Δικαστηρίου, εκδοθείσα επί αιτήσεως ακυρώσεως του δευτέρου και της τρίτης εκ των ήδη αιτούντων κατά της υπ’ αριθμ. 183/1997 αποφάσεως του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Ηγουμενίτσας, με την οποία είχε επιβληθεί, κατ’ επίκληση του άρθρου 26 παρ. 13 του ν. 1828/1989, το προβλεπόμενο στην διάταξη αυτή τέλος επί παντός οχήματος που επιβιβάζεται σε οχηματαγωγό πλοίο στον λιμένα της Ηγουμενίτσας με προορισμό λιμένα του εξωτερικού, εκρίθη αφ’ ενός μεν ότι το κατ’ άρθρο 26 παρ. 13 του ν. 1828/1989 οικονομικό βάρος, υπό την ονομασία “τέλος”, επιβαλλόμενο για την εκτέλεση έργων δυναμένων να ωφελήσουν εντελώς αόριστο κύκλο προσώπων και όχι ειδικώς τους βαρυνομένους με την καταβολή του, δηλ. τους κατόχους οχημάτων που επιβιβάζονται σε οχηματαγωγά πλοία με προορισμό λιμένα του εξωτερικού, δεν έχει τον χαρακτήρα ανταποδοτικού τέλους, αλλά αποτελεί φόρο, αφ’ ετέρου δε ότι το φορολογικό αυτό βάρος, επιβαλλόμενο μόνον στους κατόχους οχημάτων με προορισμό λιμένα του εξωτερικού, εισάγει διάκριση ανάλογα με το εάν τα πλοία εκτελούν εσωτερικές μεταφορές ή μεταφορές προς άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και πλήττει αποκλειστικώς τους παρέχοντες υπηρεσίες θαλασσίων μεταφορών από λιμένες της Ελλάδας προς λιμένες άλλων κρατών μελών, τους οποίους θέτει, από της απόψεως του κόστους των παρεχομένων υπηρεσιών, σε μειονεκτικότερη θέση σε σχέση προς τους παρέχοντες υπηρεσίες εσωτερικών θαλασσίων μεταφορών και επομένως, συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στον τομέα των θαλασσίων μεταφορών μεταξύ κρατών μελών, απαγορευόμενο από τα άρθρα 59 της Συνθήκης ΕΚ και 1 παρ. 1 του κανονισμού (Ε.Ο.Κ.) 4055/86. Με τις σκέψεις αυτές το Δικαστήριο έκρινε, με την ανωτέρω υπ’ αριθμ. 2227/2000 απόφασή του, ότι η διάταξη του άρθρου 26 παρ. 13 του ν. 1828/1989 αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 59 της Συνθήκης ΕΚ, ότι για τον λόγο αυτόν είναι ανίσχυρη και δεν δύναται να παράσχει έρεισμα για την έκδοση αποφάσεως δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου με αντικείμενο την επιβολή του προβλεπομένου σε αυτήν φόρου, ακύρωσε δε την προσβληθείσα πράξη επιβολής του τέλους.
9. Επειδή, με την προσβαλλομένη, υπ’ αριθμ. 151/31.7.2000 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Ηγουμενίτσας, εκδοθείσα μετά την δημοσίευση της υπ’ αριθμ. 2227/2000 αποφάσεως του Δικαστηρίου και, όπως ρητώς αναφέρεται στην προσβαλλομένη απόφαση, προς τον σκοπό της συμμορφώσεως προς την ακυρωτική απόφαση επιβάλλεται, κατ’ επίκληση της διατάξεως του άρθρου 25 παρ. 14 του ν. 1828/1989, τέλος επί παντός οχήματος που επιβιβάζεται σε πλοίο από τον λιμένα της Ηγουμενίτσας με προορισμό οιονδήποτε λιμένα του εσωτερικού ή του εξωτερικού. Εφ’ όσον, επομένως, νόμιμο έρεισμα της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι η διάταξη του άρθρου 26 παρ. 13 του ν. 1828/1989, η οποία εκρίθη ανίσχυρη με την υπ’ αριθμ. 2227/2000 απόφαση, περαιτέρω δε, το επίδικο τέλος επιβάλλεται επί παντός οχήματος επιβιβαζομένου σε πλοίο ανεξαρτήτως του προορισμού του (εσωτερικό ή εξωτερικό) και όχι αποκλειστικώς επί των οχημάτων που έχουν προορισμό λιμένα του εξωτερικού, η προσβαλλομένη απόφαση δεν παραβιάζει το δεδικασμένο, το οποίο απορρέει από την υπ’ αριθμ. 2227/2000 απόφαση του Δικαστηρίου, ο δε λόγος ακυρώσεως με τον οποίον υποστηρίζεται το αντίθετο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
10. Επειδή, με την προσβαλλομένη απόφαση του Δήμου Ηγουμενίτσας επιβάλλεται τέλος επί όλων των οχημάτων, τα οποία επιβιβάζονται σε πλοία από τον λιμένα της Ηγουμενίτσας, ανεξαρτήτως του προορισμού των (εσωτερικό ή εξωτερικό). Το τέλος, το ύψος του οποίου προσδιορίζεται, κατά κατηγορία οχημάτων, σε 2.500 δραχμές για φορτηγά αυτοκίνητα, σε 1.000 δραχμές για λεωφορεία, σε 300 δραχμές για επιβατηγά αυτοκίνητα και σε 100 δραχμές για δίκυκλα, επιβάλλεται για την κατασκευή έργων αντιμετωπίσεως των κυκλοφοριακών προβλημάτων που προκαλεί στην πόλη η διακίνηση από τον λιμένα ετησίως, σύμφωνα με τα στοιχεία του Λιμεναρχείου Ηγουμενίτσας, 93.520 φορτηγών οχημάτων, 6.680 λεωφορείων, 227.000 επιβατηγών αυτοκινήτων και 117.700 δικύκλων. Ειδικότερα το τέλος επιβάλλεται για την εκτέλεση των εξής εγγεγραμμένων στον προϋπολογισμό του έτους 2000 έργων του Δήμου : α) διάνοιξη νέων οδών προσπελάσεως προς τον λιμένα της Ηγουμενίτσας και συντήρηση του οδοστρώματος των υφισταμένων οδών, το οποίο επιβαρύνεται υπέρμετρα από την διέλευση πολλών και κυρίως βαρέων οχημάτων, προϋπολογισμού 120.000.000 δραχμών, β) ηλεκτροφωτισμό και καθαριότητα των οδών προσπελάσεως και έργα υποδομής πέριξ αυτών, προϋπολογισμού 50.000.000 δραχμών, γ) κατασκευή χώρων σταθμεύσεως οχημάτων, προϋπολογισμού 30.000.000 δραχμών, δ) πρόσληψη προσωπικού για την αντιμετώπιση των αυξημένων λόγω της λειτουργίας του λιμένος αναγκών της πόλεως, προϋπολογισμού 40.000.000 δραχμών, ε) δημιουργία Κέντρου Πληροφοριών για την εξυπηρέτηση των οδηγών των διερχομένων οχημάτων προϋπολογισμού 40.000.000 δραχμών, στ) τοποθέτηση φωτεινών πινακίδων για την διευκόλυνση των κατευθυνομένων προς τον λιμένα οχημάτων, προϋπολογισμού 10.000.000 δραχμών και ζ) εκπόνηση και εφαρμογή κυκλοφοριακής μελέτης της πόλεως, προϋπολογισμού 30.000.000 δραχμών.
11. Επειδή, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, εφ’ όσον τα αναφερόμενα στην προσβαλλομένη απόφαση έργα δεν θα χρησιμοποιούνται αποκλειστικώς από τους βαρυνομένους με την καταβολή του επιδίκου τέλους οδηγούς των οχημάτων που διακινούνται από τον λιμένα της πόλεως, αλλά από εντελώς αόριστο κύκλο προσώπων, το επιβαλλόμενο με την προσβαλλομένη απόφαση οικονομικό βάρος δεν έχει χαρακτήρα ανταποδοτικού τέλους, αλλά αποτελεί φόρο (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2227, 2228/2000 7μ.) και, συνεπώς, η επιβολή του δεν δύναται να εύρει έρεισμα στην διάταξη του άρθρου 25 παρ. 14 του ν. 1828/1989, την οποία επικαλείται η προσβαλλομένη απόφαση, διότι η διάταξη αυτή, σύμφωνη άλλωστε και με την ρητή επιταγή του άρθρου 78 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, παρέχει στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως εξουσιοδότηση για την επιβολή οικονομικών βαρών που συγκεντρώνουν τα χαρακτηριστικά ανταποδοτικού τέλους (βλ. Σ.τ.Ε. 3938/2000), δεδομένου δε ότι η διάταξη του άρθρου 26 παρ. 13 του ν. 1828/1989, η οποία θα ηδύνατο να αποτελέσει, εν μέρει μόνον, έρεισμα για την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι ανίσχυρη, ως αντικειμένη στο άρθρο 59 Συνθ. ΕΚ (βλ. Σ.τ.Ε. 2227, 2228/2000 7μ.), η προσβαλλομένη απόφαση, με την οποία επιβάλλεται φόρος του οποίου τα ουσιώδη στοιχεία (υποκείμενο, αντικείμενο, συντελεστής) δεν προβλέπονται από διάταξη τυπικού νόμου, αντίκειται στο άρθρο 78 του Συντάγματος και πρέπει για τον λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, να ακυρωθεί. Κατά την γνώμη όμως του Συμβούλου Ε. Δαρζέντα, η κατασκευή των αναφερομένων στην προσβαλλομένη απόφαση έργων, εν όψει της εκτάσεως και του πληθυσμού του Δήμου Ηγουμενίτσας, επιβάλλεται, όχι από τις ανάγκες των κατοίκων ή άλλων διερχομένων από την πόλη προσώπων, αλλά από τον μεγάλο αριθμό των διακινουμένων από τον λιμένα της Ηγουμενίτσας, και δη βαρέων, οχημάτων, τα οποία, πρωτίστως και κυρίως, θα εξυπηρετηθούν από την κατασκευή των έργων αυτών. Επομένως, κατά τη γνώμη αυτή, το οικονομικό βάρος που επιβάλλεται με την προσβαλλομένη απόφαση έχει χαρακτήρα ανταποδοτικού τέλους για τους οδηγούς των οχημάτων που επιβιβάζονται σε πλοία από τον λιμένα της πόλεως, οι οποίοι βαρύνονται με την καταβολή του, τον ανταποδοτικό δε ως προς αυτούς χαρακτήρα του επιδίκου τέλους δεν αναιρεί το γεγονός ότι και οι κάτοικοι της πόλεως ή άλλα διερχόμενα από την πόλη πρόσωπα θα ωφελούνται, εξ αντανακλάσεως, από τα έργα αυτά και συνεπώς, η προσβαλλομένη απόφαση ευρίσκει νόμιμο έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 14 του ν. 1828/1989.
12. Επειδή, μετά την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως για τον λόγο, ο οποίος αναπτύσσεται στην προηγούμενη σκέψη, παρέλκει ως αλυσιτελής η έρευνα των λοιπών προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Δέχεται την υπό κρίση αίτηση.