Αριθμός 1013/2013
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 16 Απριλίου 2010, με την εξής σύνθεση: Π. Πικραμμένος, Πρόεδρος, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Ν. Ρόζος, Χρ. Ράμμος, Γ. Παπαγεωργίου, Ιω. Μαντζουράνης, Α.-Γ. Βώρος, Π. Ευστρατίου, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ευ. Νίκα, Ιω. Γράβαρης, Γ. Τσιμέκας, Π. Καρλή, Δ. Γρατσίας, Β. Γρατσίας, Αντ. Ντέμσιας, Σπ. Παραμυθιώτης, Φ. Ντζίμας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Ηρ. Τσακόπουλος, Β. Καλαντζή, Μ. Σταματελάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Ά. Καλογεροπούλου, Εμμ. Κουσιουρής, Σύμβουλοι, Ιω. Σύμπλης, Β. Ανδρουλάκης, Β. Μόσχου, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Φ. Ντζίμας και Εμμ. Κουσιουρής καθώς και ο Πάρεδρος Ιω. Σύμπλης μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Δ. Μουζάκη.
Για να δικάσει την από 14 Νοεμβρίου 2006 αίτηση:
του Πανεπιστημίου Πατρών, το οποίο παρέστη με το δικηγόρο Βασίλειο Κωστόπουλο (Α.Μ. 3840), που τον διόρισε με εξουσιοδότησή του ο Πρύτανης,
κατά του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο οποίος παρέστη με τον Κωνσταντίνο Χαραλαμπίδη, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.
Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 14 Μαΐου 2007 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδάφ. α, 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989.
Με την αίτηση αυτή το αιτούν Πανεπιστήμιο επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 67859/Β1/5.7.2006 απόφαση της Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Γ. Τσιμέκα.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος Πανεπιστημίου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκείται κατά νόμο χωρίς καταβολή παραβόλου από το αιτούν νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (άρθρο 28 παρ. 4 ν. 2579/1998, Α΄ 31).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία έχει εισαχθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου με την από 14.5.2007 πράξη του Προέδρου του λόγω μείζονος σπουδαιότητας, όπως συμπληρώθηκε παραδεκτώς με το από 12.12.2006 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθ. 67859/Β1/5.7.2006 απόφασης της Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, με τίτλο “Αντιστοιχίες Πανεπιστημιακών Τμημάτων” (Β΄ 874/10.7.2006), η οποία εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή της διάταξης της παραγράφου 6 (εδάφιο α΄) του άρθρου 1 του ν. 3282/2004 (Α΄ 208), όπως τελικά διαμορφώθηκε με την διάταξη του άρθρου 16 του ν. 3443/2006 (Α΄ 41), κατά το μέρος που με την απόφαση αυτή θεωρήθηκαν αντίστοιχα μεταξύ τους, για την διενέργεια των μετεγγραφών των φοιτητών εσωτερικού που προβλέπονται από τις πιο πάνω διατάξεις, το Τμήμα Μηχανολόγων και Αεροναυπηγών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών με το Τμήμα Μηχανικών Διαχείρισης Ενεργειακών Πόρων του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας (άρθρο 2 περ. λγ΄ της προσβαλλομένης απόφασης).
3. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση, με την οποία αμφισβητείται η αντιστοιχία Τμήματος του αιτούντος Πανεπιστημίου με το προαναφερόμενο Τμήμα του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, ασκείται με πρόδηλο έννομο συμφέρον και εμπροθέσμως, καθόσον από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης κανονιστικής (βλ. κατωτέρω σκέψη 10) υπουργικής απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (10.7.2006) μέχρι την άσκηση της αιτήσεως (14.11.2006 – κατάθεση στο Διοικητικό Εφετείο Πατρών) δεν παρήλθε το κατά το άρθρο 46 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989 εξηκονθήμερο, δεδομένου ότι η προθεσμία για την άσκηση της αιτήσεως είχε ανασταλεί κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών (από 1.7.2006 μέχρι 15.9.2006 – βλ. ΣτΕ Ολομ. 2807/2002).
4. Επειδή, με συμπληρωματικό έγγραφο απόψεων της Διοίκησης προς το Δικαστήριο (με αριθ. πρωτ. 7022/Β1/22.1.2010) προβάλλεται ότι η υπό κρίση αίτηση στερείται πλέον αντικειμένου, κατά το μέρος που αφορά τη διαπίστωση της αντιστοιχίας του Τμήματος Μηχανολόγων και Αεροναυπηγών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών με το Τμήμα Μηχανικών Διαχείρισης Ενεργειακών Πόρων του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας (περίπτωση λγ΄ του άρθρου 2 της προσβαλλομένης) και η δίκη πρέπει κατά το μέρος αυτό να καταργηθεί. Τούτο δε, λόγω της έκδοσης, μετά την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως και πριν τη συζήτηση αυτής στο ακροατήριο, του π.δ/τος 47/2009 (Α΄ 61), με το οποίο το ως άνω Τμήμα Μηχανικών Διαχείρισης Ενεργειακών Πόρων του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας μετονομάσθηκε, κατ’ άρθρο 6 παρ. 6 του ν. 1268/1982 (Α΄ 87), σε Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών και, περαιτέρω, ορίσθηκε ότι εξομοιώνεται πλήρως ως προς κάθε συνέπεια με τα Τμήματα Μηχανολόγων Μηχανικών.
5. Επειδή, στο άρθρο 6 παρ. 6 του ν. 1268/1982 «Για τη δομή και λειτουργία των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων», [όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε διαδοχικά με τα άρθρα 48 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 1404/1983 (Α΄ 173), 15 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 2640/1998 (Α΄ 206), και 3 παρ. 1 περ. β΄ του ν. 3027/2002 (Α΄ 152)], ορίζεται ότι: «Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Οικονομικών και Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, ύστερα από γνώμη της Συγκλήτου του οικείου Α.Ε.Ι. και του Σ.Α.Π., μπορεί να ιδρύονται, να καταργούνται, να συγχωνεύονται, να κατατέμνονται, να αλλάζουν γνωστικό αντικείμενο ή να μετονομάζονται Α.Ε.Ι., Σχολές ή Τμήματα: ι) Όταν είναι αναγκαίο για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων κοινωνικών αναγκών, για την περιφερειακή ανάπτυξη και αποκέντρωση της ανώτατης παιδείας ή για την καλλιέργεια νέων και τεχνικών πεδίων ή πεδίων διεπιστημονικού χαρακτήρα που κρίνονται απαραίτητα για την οικονομικοκοινωνική ανάπτυξη της χώρας και δεν καλύπτονται με επάρκεια από τα Α.Ε.Ι., Σχολές ή Τμήματα που λειτουργούν. ιι) Όταν το επιβάλλει ο δυσανάλογα μεγάλος αριθμός φοιτητών ανά μέλος του Διδακτικού-Ερευνητικού Προσωπικού ενός Α.Ε.Ι., μιας Σχολής ή ενός Τμήματος. ιιι) Όταν η λειτουργία μεμονωμένων Α.Ε.Ι., Σχολών ή Τμημάτων δεν δικαιολογείται επιστημονικά και δυσχεραίνει την έρευνα και τη διδασκαλία στα αντίστοιχα γνωστικά πεδία. . . . ». Βάσει της εξουσιοδοτικής αυτής διάταξης εκδόθηκε το π.δ/γμα 47/2009, στο άρθρο 1 του οποίου ορίσθηκε ότι: «1. Το Τμήμα Μηχανικών Διαχείρισης Ενεργειακών Πόρων του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας . . . μετονομάζεται σε Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών, χωρίς μεταβολή του γνωστικού του αντικειμένου. 2. Το μετονομαζόμενο τμήμα εξομοιώνεται πλήρως ως προς κάθε συνέπεια με τα τμήματα Μηχανολόγων Μηχανικών. 3. Όπου στις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας αναφέρεται το Τμήμα Μηχανικών Διαχείρισης Ενεργειακών Πόρων του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας εννοείται εφεξής το Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών του ίδιου Ιδρύματος. 4. Το πτυχίο, το οποίο χορηγείται από το Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών, είναι ισότιμο και αντίστοιχο ως προς όλες τις συνέπειες με το χορηγούμενο από το υφιστάμενο κατά τη δημοσίευση του παρόντος Τμήμα Μηχανικών Διαχείρισης Ενεργειακών Πόρων».
6. Επειδή, όπως εκτίθεται κατωτέρω (σκέψη 10), η αντιστοιχία των πανεπιστημιακών Τμημάτων ρυθμίζεται με υπουργική απόφαση η οποία εκδίδεται κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 6 (εδάφιο α΄) του άρθρου 1 του ν. 3282/2004, όπως τελικά διαμορφώθηκε με την διάταξη του άρθρου 16 του ν. 3443/2006, κατόπιν γνωμοδοτήσεων των Γενικών Συνελεύσεων των Τμημάτων και του Συμβουλίου Ανώτατης Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης. Η ανωτέρω διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 6 του ν. 1268/1982, με την οποία προβλέπεται η έκδοση διατάγματος, μεταξύ άλλων, και για την μετονομασία των πανεπιστημιακών Τμημάτων δεν παρέχει εξουσιοδότηση για τη ρύθμιση της αντιστοιχίας των Τμημάτων των Α.Ε.Ι. Ειδικότερα στην περίπτωση της μετονομασίας Τμήματος Α.Ε.Ι. χωρίς μάλιστα μεταβολή του γνωστικού του αντικειμένου, το σχετικό π.δ/γμα μετονομασίας που εκδίδεται μπορεί να περιλάβει διάταξη για την αντιστοιχία των Τμημάτων υπό τη νέα ονομασία, όπως η αντιστοιχία αυτή είχε ήδη καθορισθεί με την ως άνω, βάσει της ειδικής εξουσιοδότησης της παραγράφου 6 (εδάφιο α΄) του άρθρου 1 του ν. 3282/2004, εκδοθείσα υπουργική απόφαση για τα Τμήματα των Α.Ε.Ι. υπό την προηγούμενη ονομασία τους, όχι όμως και να προβεί το πρώτον στην αντιστοίχιση των εν λόγω Τμημάτων. Εν προκειμένω, η αντιστοιχία του Τμήματος Μηχανικών Διαχείρισης Ενεργειακών Πόρων του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας με το Τμήμα Μηχανολόγων και Αεροναυπηγών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών έχει καθορισθεί με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 67859/Β1/5.7.2006 υπουργική απόφαση, η δε αναφορά στο ως άνω π.δ/γμα 47/2009 ότι το μετονομαζόμενο τμήμα εξομοιώνεται πλήρως ως προς κάθε συνέπεια με τα τμήματα Μηχανολόγων Μηχανικών δεν θεσπίζει πρωτοτύπως το ζήτημα της αντιστοιχίας του μετονομαζόμενου Τμήματος με το Τμήμα Μηχανολόγων και Αεροναυπηγών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών, αλλά περιλαμβάνει, για την πληρότητα της ρύθμισης, διάταξη για την ήδη θεσπισθείσα με την προσβαλλόμενη απόφαση αντιστοιχία των Τμημάτων με το νέο τίτλο του Τμήματος Δυτικής Μακεδονίας («Μηχανολόγων Μηχανικών» αντί «Μηχανικών Διαχείρισης Ενεργειακών Πόρων»). Συνεπώς, η έκδοση του διατάγματος αυτού δεν ασκεί επιρροή στο αντικείμενο της δίκης, οι δε ανωτέρω προβαλλόμενοι αντίθετοι ισχυρισμοί του Δημοσίου είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
7. Επειδή, στο άρθρο 16 του Συντάγματος ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: “1. Η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες· η ανάπτυξη και η προαγωγή τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. Η ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελευθερία της διδασκαλίας δεν απαλλάσσουν από το καθήκον υπακοής στο Σύνταγμα. 2. … 5. Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Τα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Κράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους. …”.
8. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων η ανώτατη εκπαίδευση, σκοπός της οποίας είναι η προαγωγή και μετάδοση της επιστημονικής γνώσης με την έρευνα και τη διδασκαλία, παρέχεται από αυτοτελή ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, σύμφωνα αφενός με την αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας και αφετέρου την αρχή της πλήρους αυτοδιοίκησης των ιδρυμάτων αυτών. Ειδικότερα, η αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας, η οποία εγγυάται την αδέσμευτη επιστημονική έρευνα και διδασκαλία, αποτελεί ατομικό δικαίωμα του πανεπιστημιακού ερευνητή ή διδασκάλου, το οποίο ασκείται ως οργανωμένη δραστηριότητα μέσα στα πλαίσια της οργάνωσης και λειτουργίας των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Η αρχή της πλήρους αυτοδιοίκησης των Α.Ε.Ι. έχει ως περιεχόμενο την εξουσία των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων να αποφασίζουν για τις δικές τους υποθέσεις με δικά τους όργανα, της κρατικής εποπτείας περιοριζομένης στην άσκηση ελέγχου νομιμότητας επί των πράξεων των οργάνων αυτών. Η πιο πάνω εξουσία των Α.Ε.Ι. περιορίζεται στην εφαρμογή των κανόνων δικαίου που διέπουν την οργάνωση και τη λειτουργία τους, δεν περιλαμβάνει όμως και το δικαίωμα της θέσπισης των σχετικών κανόνων ή της σύμπραξης στην παραγωγή τους και, μάλιστα, κατά τρόπο δεσμευτικό για τα όργανα που θεσπίζουν κανόνες δικαίου, πράγμα που προϋποθέτει άλλωστε δηλαδή όχι απλώς αυτοδιοίκηση αλλά αυτονομία των εν λόγω ιδρυμάτων, η οποία δεν τους έχει παραχωρηθεί από το Σύνταγμα. Η παροχή στα Α.Ε.Ι. της εξουσίας να εκδίδουν κανονιστικές πράξεις είναι δυνατή μόνον ύστερα από χορήγηση ειδικής και ορισμένης νομοθετικής εξουσιοδότησης προς ρύθμιση ειδικότερων θεμάτων ή θεμάτων τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα, κατά τους όρους του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος. Με το συνταγματικό αυτό πλαίσιο, η θέσπιση των κανόνων που διέπουν την οργάνωση και τη λειτουργία των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ανήκει στην αρμοδιότητα της νομοθετικής λειτουργίας και ασκείται από τα όργανα και με τη διαδικασία που προβλέπει το Σύνταγμα. Κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του αυτής, ο νoμοθέτης διαθέτει ευρύτατα περιθώρια εξουσίας και δεν υποχρεούται να ακολουθήσει ορισμένο οργανωτικό και λειτουργικό πρότυπο, πρέπει, όμως, να οργανώνει τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα και να ορίζει τα πρόσωπα που μετέχουν στα πανεπιστημιακά όργανα ενόψει των εκάστοτε κρατουσών επιστημονικών, οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, διασφαλίζοντας, παράλληλα, την πλήρη αυτοδιοίκηση των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και την ακώλυτη άσκηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας και επιλέγοντας ρυθμίσεις πρόσφορες για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει κάθε φορά. Ενόψει αυτών και προκειμένου να συγκροτηθούν τα αρμόδια πανεπιστημιακά όργανα, επιβάλλεται πάντοτε η επιλογή των καταλληλότερων για την επιδίωξη του σκοπού τους προσώπων, ήτοι προσώπων τα οποία διαθέτουν τα απαραίτητα εφόδια ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στις αρμοδιότητες που ανατίθενται στα όργανα αυτά και, κατ’ επέκταση, στην πραγματοποίηση των σκοπών τους. Ειδικότερα δε, σε ό,τι αφορά τη συγκρότηση του οργάνου που έχει την αρμοδιότητα να καθορίζει την αντιστοιχία των τμημάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για τη διενέργεια των μετεγγραφών φοιτητών ή σπουδαστών εσωτερικού, για να είναι αυτή σύμφωνη με τους ειδικότερους όρους που απορρέουν από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις και πρόσφορη για την αποτελεσματική πραγματοποίηση του σκοπού του εν λόγω οργάνου, πρέπει τούτο να απαρτίζεται από πρόσωπα τα οποία έχουν τα απαραίτητα, κατά περίπτωση, επιστημονικά προσόντα προς λήψη της σχετικής απόφασης, να μην μετέχουν δε σ’ αυτό πρόσωπα τα οποία, όπως συνάγεται από την ιδιότητα βάσει της οποίας ορίζονται ως μέλη του, στερούνται των εν λόγω προσόντων. Τούτο, διότι πρόκειται για απόφαση επί του αμιγώς επιστημονικού ζητήματος κατά πόσον τμήματα των ΑΕΙ θεωρούνται, ενόψει των σπουδών που παρέχουν και του πτυχίου που χορηγούν, αντίστοιχα, ώστε να είναι δυνατή η μετεγγραφή στα εν λόγω τμήματα των εγγεγραμένων σ’ αυτά φοιτητών.
9. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 1 του ν. 3282/2004 περί μετεγγραφών φοιτητών και σπουδαστών εσωτερικού και άλλων διατάξεων (Α΄ 208) ορίζεται ότι από το ακαδημαϊκό έτος 2004-2005 δεν επιτρέπονται οι μετεγγραφές φοιτητών και σπουδαστών εσωτερικού (παρ. 1), περαιτέρω δε, καθορίζονται οι εξαιρέσεις από τον κανόνα αυτόν (περιπτ. α-δ της παρ. 1 και παρ. 2), καθώς και οι ειδικότεροι όροι, υπό τους οποίους πραγματοποιούνται οι κατ’ εξαίρεση επιτρεπόμενες μετεγγραφές (παρ. 3-5). Με την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου 1, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 16 του ν. 3443/2006 (Α΄ 41), ορίζετο, ως προς το αρμόδιο για τον καθορισμό της αντιστοιχίας όργανο, ότι: « . . . Η ύπαρξη αντιστοιχίας μεταξύ των Τμημάτων στα Πανεπιστήμια και τα Τ.Ε.Ι. πρέπει να προκύπτει με βάση το σύμφωνα με το νόμο πτυχίο που χορηγούν και το πρόγραμμα σπουδών, διαπιστώνεται δε με αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων των Τμημάτων, οι οποίες λαμβάνονται κατά την πρώτη συνεδρία κάθε ακαδημαϊκού έτους, βεβαιώνεται δε υποχρεωτικώς με την απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως του Τμήματος υποδοχής που πραγματοποιεί τις μετεγγραφές . . . Οι αποφάσεις αντιστοίχισης των Γενικών Συνελεύσεων υπόκεινται στον έλεγχο νομιμότητας που ασκείται από τον Πρύτανη και τον Πρόεδρο του οικείου Πανεπιστημίου και Τ.Ε.Ι. αντίστοιχα και το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων». Η ανωτέρω παράγραφος, μετά την αντικατάσταση, στο σύνολό της, με το άρθρο 16 του ν. 3443/2006 ορίζει τα εξής: “6. (α) Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των προηγούμενων παραγράφων, δικαίωμα μετεγγραφής υφίσταται μόνο για ένα από τα δύο τμήματα κατ’ επιλογή του ενδιαφερομένου, που είναι πλησιέστερο στον τόπο της κατοικίας των γονέων ή στην πόλη όπου φοιτά ένας τουλάχιστον αδελφός ή αδελφή και είναι αντίστοιχο με το τμήμα προέλευσης. Η αντιστοιχία μεταξύ των τμημάτων στα Πανεπιστήμια και στα Τ.Ε.Ι. πρέπει να προκύπτει με βάση το σύμφωνα με το νόμο πτυχίο που χορηγούν και το πρόγραμμα σπουδών. Στο πρώτο κριτήριο περιλαμβάνεται κυρίως ο τίτλος, η διάρκεια σπουδών και το επιστημονικό ή επιστημονικά αντικείμενα που καλλιεργούνται στα τμήματα, καθώς και τα ζητήματα επαγγελματικής κατοχύρωσης ή επαγγελματικών δικαιωμάτων. Η διαπίστωση της αντιστοιχίας μεταξύ των τμημάτων αποτελεί κατ’ αρχάς ευθύνη των Γενικών Συνελεύσεων των τμημάτων, τελικώς δε, των Συμβουλίων Ανώτατης Πανεπιστημιακής ή Τεχνολογικής Εκπαίδευσης. Οι αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων υποβάλλονται, δια των αρμοδίων υπηρεσιών του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων στο κατά περίπτωση Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει ύστερα από τεκμηριωμένη εισήγηση επιστημονικών επιτροπών που συγκροτούνται από την κατά περίπτωση Γραμματεία του οικείου Συμβουλίου. Για την αντιστοιχία ή μη, εκδίδεται διαπιστωτικού χαρακτήρα απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Τροποποίηση ή συμπλήρωση της απόφασης αυτής είναι δυνατή μόνο στις περιπτώσεις που ιδρύονται νέα τμήματα ή μεταβάλλεται το γνωστικό αντικείμενο υφισταμένων τμημάτων. (β) Η ύπαρξη ή μη αντιστοιχίας μεταξύ των τμημάτων ολοκληρώνεται κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος άρθρου το αργότερο μέσα σε δύο μήνες από τη δημοσίευση του νόμου αυτού. (γ) Ζητήματα που ανακύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου ρυθμίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ύστερα από εισήγηση του κατά περίπτωση Συμβουλίου Ανώτατης Πανεπιστημιακής ή Ανώτατης Τεχνολογικής Εκπαίδευσης.”. Εξάλλου, στο άρθρο 15 του ν. 2817/2000 (Α΄ 78) ορίζονται τα εξής: “1. … 2. α) Το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας (Ε.ΣΥ.Π.) αποτελεί γνωμοδοτικό όργανο προς τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων για ζητήματα εκπαιδευτικού σχεδιασμού και για μείζονος σημασίας ζητήματα εκπαιδευτικής πολιτικής. β) Στο πλαίσιο του Ε.ΣΥ.Π. λειτουργούν τα εξής επί μέρους Συμβούλια: (i) Συμβούλιο Τριτοβάθμιας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (Σ.Τ.Π.Ε.). (ii) Συμβούλιο Τριτοβάθμιας Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (Σ.Τ.Τ.Ε.). (iii) Συμβούλιο Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Σ.Π.Δ.Ε.). Τα ανωτέρω Συμβούλια αποτελούν γνωμοδοτικά όργανα προς τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων στους αντίστοιχους κατά περίπτωση τομείς. … δ) Οι Πρόεδροι των επί μέρους Συμβουλίων του Ε.ΣΥ.Π. είναι στελέχη αναγνωρισμένου κύρους του αντίστοιχου εκπαιδευτικού χώρου, με εμπειρία σε θέματα εκπαιδευτικού σχεδιασμού, εκπαιδευτικής πολιτικής και διοίκησης της εκπαίδευσης. … στ) Η επιστημονική υποστήριξη του Ε.ΣΥ.Π. και των επί μέρους Συμβουλίων του γίνεται από επιστημονικές επιτροπές, οι οποίες συγκροτούνται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων από επιστήμονες αναγνωρισμένου κύρους, εξειδικευμένους σε συναφή θέματα. … ζ) [όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο 15 παρ. 2 περ. ζ΄ και παρ. 3 περ. ζ΄ του ν. 2986/2002, (Α΄ 24)] Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και των κατά περίπτωση αρμόδιων Υπουργών καθορίζονται η έδρα και η συγκρότηση του Ε.ΣΥ.Π. και των επί μέρους Συμβουλίων του, αποτελουμένων από εκπροσώπους των συναρμόδιων Υπουργείων, των εκπαιδευτικών, επιστημονικών, επαγγελματικών και παραγωγικών φορέων της χώρας, και ακόμη από εκπροσώπους των πολιτικών κομμάτων και της αυτοδιοίκησης, καθώς και από προσωπικότητες από τον εκπαιδευτικό χώρο. …”. Με το άρθρο 13 παρ. 49 περ. α΄ και β΄ του ν. 3149/2003 (Α΄ 141) το “Συμβούλιο Τριτοβάθμιας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης” μετονομάστηκε σε “Συμβούλιο Ανώτατης Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης” (Σ.Α.Π.Ε.), το δε “Συμβούλιο Τριτοβάθμιας Τεχνολογικής Εκπαίδευσης” σε “Συμβούλιο Ανώτατης Τεχνολογικής Εκπαίδευσης”. Σε εκτέλεση της ανωτέρω εξουσιοδότησης του άρθρου 15 παρ. 2 περ. ζ΄ του ν. 2817/2000 εκδόθηκε το π.δ/γμα 127/2003 “Συγκρότηση, Οργάνωση, Λειτουργία, Διοικητική Υποστήριξη και έδρα του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας” (Α΄ 114), στο άρθρο 3 του οποίου, υπό τον τίτλο “Όργανα του Συμβουλίου Τριτοβάθμιας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης”, ορίζονται τα εξής: “1. Όργανα του ΣΤΠΕ [ήδη Σ.Α.Π.Ε.] είναι ο Πρόεδρος, η Γραμματεία και η Ολομέλεια. 2. Η Ολομέλεια του ΣΤΠΕ αποτελείται από τα εξής μέλη: α. Τον Πρόεδρο του ΣΤΠΕ. β. Ανά έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας. γ. Τους Πρυτάνεις όλων των Πανεπιστημίων, συμπεριλαμβανομένου και του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. δ. Τρεις εκπροσώπους των φοιτητών των Πανεπιστημίων, που ορίζονται από την Εθνική Φοιτητική Ένωση Ελλάδας (ΕΦΕΕ). ε. Έναν εκπρόσωπο του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) των Πανεπιστημίων, που ορίζεται από το αντίστοιχο συνδικαλιστικό όργανο που λειτουργεί πανελλαδικά και έναν κοινό εκπρόσωπο του κάθε είδους λοιπού προσωπικού που υπηρετεί στα Πανεπιστήμια, που ορίζεται από κοινού από τα αντίστοιχα συνδικαλιστικά όργανα που λειτουργούν πανελλαδικά. στ. Έναν Πρόεδρο ΤΕΙ, που ορίζεται από το σύνολο των Προέδρων ΤΕΙ που συμμετέχουν στην Ολομέλεια του ΣΤΤΕ. ζ. Έναν εκπρόσωπο της ΓΣΕΕ. η. Έναν εκπρόσωπο της ΠΑΣΕΓΕΣ. θ. Έναν εκπρόσωπο της ΑΔΕΔΥ. ι. Έναν εκπρόσωπο του ΣΕΒ. ια. Έναν εκπρόσωπο της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων. ιβ. Έναν κοινό εκπρόσωπο του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας, της Συντονιστικής Επιτροπής των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας, του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου, της Ελληνικής Οδοντιατρικής Ομοσπονδίας και του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου. ιγ. Έναν κοινό εκπρόσωπο των επιστημονικών οργανώσεων πανελλαδικής εμβέλειας στους τομείς των μαθηματικών, της φυσικής, της χημείας, της βιολογίας, της γεωλογίας, της πληροφορικής και της φιλολογίας. ιδ. Ανά έναν εκπρόσωπο κάθε πολιτικού κόμματος που συμμετέχει στο Ελληνικό ή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. ιε. Έναν εκπρόσωπο της τοπικής αυτοδιοίκησης, που ορίζεται από την Κεντρική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδας (ΚΕΔΚΕ). ιστ. Έναν εκπρόσωπο της νομαρχιακής αυτοδιοίκησης, που ορίζεται από την Ένωση Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων Ελλάδας (ΕΝΑΕ). … 3. α) Η Γραμματεία του ΣΤΠΕ αποτελείται από τα εξής μέλη: ι) Τον Πρόεδρο του ΣΤΠΕ. ιι) Τον εκπρόσωπο του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων στην Ολομέλεια του ΣΤΠΕ. ιιι) Τρεις Πρυτάνεις Πανεπιστημίων, που ορίζονται από το σύνολο των Πρυτάνεων που συμμετέχουν στην Ολομέλεια του ΣΤΠΕ. ιν) Έναν από τους τρεις εκπροσώπους των φοιτητών των Πανεπιστημίων στην Ολομέλεια του ΣΤΠΕ, που ορίζονται από τους ίδιους. ν. Τον εκπρόσωπο του ΔΕΠ των Πανεπιστημίων στην Ολομέλεια του ΣΤΠΕ. β) Η Γραμματεία έχει ως αρμοδιότητα την εξειδίκευση των αποφάσεων της Ολομέλειας όταν αυτό είναι αναγκαίο, όπως επίσης και την άρτια προετοιμασία των συνεδριάσεων της Ολομέλειας, με την ετοιμασία των απαιτούμενων εισηγήσεων και όλης της αναγκαίας τεκμηρίωσης. 4. …”. Περαιτέρω, σε εκτέλεση της νομοθετικής εξουσιοδότησης του ως άνω άρθρου 1 παρ. 6 περ. α΄ του ν. 3282/2004 εκδόθηκε, κατόπιν αποφάσεως της Ολομέλειας του Συμβουλίου Ανώτατης Εκπαίδευσης, η οποία ελήφθη στην 5η/21.6.2006 συνεδρίασή της, η προσβαλλόμενη ήδη υπ’ αριθ. 67859/Β1/5.7.2006 διαπιστωτική απόφαση περί αντιστοιχιών Πανεπιστημιακών Τμημάτων της Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, στο άρθρο 2 της οποίας (με τίτλο “Αντίστοιχα τμήματα”) ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι: “Αντίστοιχα θεωρούνται μεταξύ τους τα αναφερόμενα εντός της ίδιας παραγράφου πανεπιστημιακά τμήματα ως ακολούθως: α) … β) … λγ) … «Μηχανολόγων και Αεροναυπηγών Μηχανικών» του Πανεπιστημίου Πατρών … και «Μηχανικών Διαχείρισης Ενεργειακών Πόρων» του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. λδ) …”.
10. Επειδή, από τις παρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 3282/2004, όπως η διάταξη της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκε με το άρθρο 16 του ν. 3443/2006, σε συνδυασμό με την αιτιολογική έκθεση του τελευταίου αυτού νόμου και τις σχετικές συζητήσεις στην Ολομέλεια της Βουλής (βλ. Πρακτ. Συζητ. Βουλής, Συνεδρ. ΠΣΤ’ της 16.2.2006), προκύπτει ότι στον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ανατέθηκε η αρμοδιότητα για την έκδοση απόφασης, με την οποία γίνεται ο καθορισμός της αντιστοιχίας των τμημάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, προκειμένου να καταστεί δυνατή η εφαρμογή των σχετικών με τις μετεγγραφές των φοιτητών και σπουδαστών εσωτερικού διατάξεων. Η απόφαση αυτή εκδίδεται μετά από γνωμοδοτήσεις των Γενικών Συνελεύσεων των οικείων Τμημάτων και τελικώς, αναλόγως της περιπτώσεως, του Συμβουλίου Ανώτατης Πανεπιστημιακής ή Τεχνολογικής Εκπαίδευσης και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ως εκ της φύσεώς της δε, η εν λόγω απόφαση έχει κανονιστικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι με αυτήν ρυθμίζονται ζητήματα που ανάγονται στο περιεχόμενο των γενικών όρων και προϋποθέσεων εισαγωγής φοιτητών ή σπουδαστών σε ορισμένο τμήμα ή σχολή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με τη διαδικασία της μετεγγραφής από άλλο τμήμα ή σχολή της ίδιας εκπαιδευτικής βαθμίδας. Ο κανονιστικός της χαρακτήρας συνίσταται, ειδικότερα, στο ότι από τον γενόμενο με αυτήν καθορισμό των εν λόγω αντιστοιχιών εξαρτάται η θεμελίωση και η έκταση του δικαιώματος μετεγγραφής στα αντίστοιχα τμήματα ή σχολές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αορίστου αριθμού φοιτητών ή σπουδαστών, οι οποίοι εφόσον εκπληρώνουν και τις υπόλοιπες νόμιμες προϋποθέσεις μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμά τους αυτό και να μετεγγραφούν. Πρόκειται δηλαδή για ζήτημα που ανάγεται στη λειτουργία των ως άνω τμημάτων και σχολών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στους όρους ασκήσεως των σχετικών αρμοδιοτήτων τους σε ατομικές περιπτώσεις. Κατά τη γνώμη, όμως των Συμβούλων Ν. Ρόζου, Χρ. Ράμμου, Μ. Γκορτζολίδου και Δ. Γρατσία, πρόκειται για ατομική διοικητική πράξη. Και τούτο διότι, με τον καθορισμό της αντιστοιχίας διαφόρων Τμημάτων Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, δεν θεσπίζεται κάποιος κανόνας σχετικός με την όλη διαδικασία των μετεγγραφών των φοιτητών ή τις ουσιαστικές προϋποθέσεις αυτών, αλλά τίθεται μια ατομική ρύθμιση. Η ρύθμιση αυτή συνίσταται στην απλή διαπίστωση επί τη βάσει κριτηρίων που περιέχει ο νόμος, ότι ένα Τμήμα είναι αντίστοιχο με κάποιο άλλο, στην διαπίστωση δε αυτή εξαντλείται και το περιεχόμενό της, μη ούσα η εν λόγω ρύθμιση δεκτική, κατά τούτο, περαιτέρω εξειδικεύσεως με βάση ατομικές ρυθμίσεις. Είναι δε αδιάφορο για τον προσδιορισμό του χαρακτήρα της επίμαχης αποφάσεως ως ατομικής ή κανονιστικής, το ότι μετά την έκδοσή της και αφού έχουν προσδιορισθεί με βάση αυτήν οι αντιστοιχίες θα επακολουθήσουν οι μετεγγραφές των φοιτητών, εφόσον ο προσδιορισμός των Τμημάτων στα οποία μπορούν να χωρήσουν οι μετεγγραφές δεν συνιστά, κατά τα προεκτεθέντα κανονιστική ρύθμιση διέπουσα τις προϋποθέσεις πραγματοποιήσεώς τους.
11. Επειδή, εξάλλου, από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις, συνάγεται ότι οι αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων των Τμημάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σχετικά με τις αντιστοιχίες των Τμημάτων αυτών αποτελούν απλές γνωμοδοτήσεις, σε αντίθεση προς τη γνωμοδότηση του οικείου Ανωτάτου Συμβουλίου, η οποία, ενόψει του κατά το νόμο διαπιστωτικού απλώς χαρακτήρα της εκδιδόμενης εν συνεχεία υπουργικής απόφασης, αποτελεί σύμφωνη γνωμοδότηση. Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει και της γραμματικής διατύπωσης του άρθρου 16 του ν. 3443/2006 ότι η διαπίστωση της αντιστοιχίας μεταξύ των τμημάτων αποτελεί «τελικώς» ευθύνη των Συμβουλίων Ανώτατης Πανεπιστημιακής ή Τεχνολογικής Εκπαίδευσης, ο καθορισμός των αντιστοιχιών των πανεπιστημιακών Τμημάτων, προκειμένου για πραγματοποίηση μετεγγραφών φοιτητών, ανήκει στην αποφασιστική αρμοδιότητα του Συμβουλίου Ανώτατης Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης. Εξάλλου, το εν λόγω Συμβούλιο, σύμφωνα με τις εκτεθείσες περί αυτού διατάξεις, εντάσσεται στο πλαίσιο του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας, το οποίο αποτελεί γνωμοδοτικό όργανο προς τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων για ζητήματα εκπαιδευτικού σχεδιασμού και για μείζονος σημασίας ζητήματα εκπαιδευτικής πολιτικής. Το Συμβούλιο αυτό συγκροτείται όχι μόνον από μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας (πρυτάνεις των πανεπιστημίων, εκπροσώπους των μελών Δ.Ε.Π. και των φοιτητών), αλλά, κατά μεγάλο μέρος, και από άλλα μέλη άσχετα προς αυτήν (κρατικούς υπαλλήλους, εκπροσώπους επαγγελματικών οργανώσεων, Επιμελητηρίων και Συλλόγων, πολιτικών κομμάτων και των Ο.Τ.Α.). Ενόψει της μικτής αυτής σύνθεσης του ως άνω Συμβουλίου, η οποία οφείλεται εν πολλοίς στην κατά τα ανωτέρω άσκηση των διαφορετικών από την επίδικη (καθορισμός αντιστοιχιών πανεπιστημιακών Τμημάτων) αρμοδιοτήτων που του έχουν ανατεθεί, στις οποίες κυρίως απέβλεψε η ίδρυσή του, καθώς και του γεγονότος ότι η κρίση σχετικά με τον καθορισμό των αντιστοιχιών των πανεπιστημιακών Τμημάτων γίνεται κατά νόμο επί τη βάσει αμιγώς επιστημονικών κριτηρίων που αφορούν τον τίτλο, το πρόγραμμα σπουδών και τα επιστημονικά αντικείμενα που καλλιεργούνται στα Τμήματα αυτά, η ανάθεση στο εν λόγω Συμβούλιο αποφασιστικής αρμοδιότητας για τον καθορισμό των ως άνω αντιστοιχιών και, κατά συνέπεια, η κρίση από το Συμβούλιο αυτό της επιστημονικής ορθότητας των αποφάσεων των κατ’ εξοχήν αρμοδίων για το εν λόγω θέμα Γενικών Συνελεύσεων των τμημάτων των Πανεπιστημίων, ευρίσκεται σε αντίθεση με την εκτεθείσα ανωτέρω (σκέψη υπ’ αριθμ. 11) έννοια των διατάξεων του άρθρου 16 του Συντάγματος, καθώς δεν συνιστά ρύθμιση πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού. Τούτο δε, διότι στη σύνθεση του οργάνου αυτού περιλαμβάνονται πρόσωπα τα οποία στερούνται των σχετικών επιστημονικών προσόντων προς λήψη απόφασης επί του ως άνω καθαρώς επιστημονικού ζητήματος (εκπρόσωποι άλλων Υπουργείων, επαγγελματικών και παραγωγικών φορέων της χώρας, πολιτικών κομμάτων και της τοπικής και νομαρχιακής αυτοδιοίκησης – άρθρο 3 παρ. 1 εδ. β΄, ζ΄ – ιστ΄ του π.δ/τος 127/2003).
12. Επειδή, συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση για τον λόγο που εκτέθηκε ανωτέρω, ο οποίος βασίμως προβάλλεται και να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. 67859/Β1/5.7.2006 υπουργική απόφαση κατά το μέρος που προσβάλλεται (άρθρο 2 περ. λγ΄ αυτής), παρέλκει δε, ως αλυσιτελής, κατόπιν αυτών, η εξέταση των λοιπών προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως.
Διά ταύτα
Δέχεται την αίτηση ακυρώσεως.
Ακυρώνει ως προς το προσβαλλόμενο μέρος το άρθρο 2 περ. λγ΄ της υπ’ αριθ. 67859/Β1/5.7.2006 απόφασης της Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, με τίτλο “Αντιστοιχίες Πανεπιστημιακών Τμημάτων” (Β΄ 874/10.7.2006), κατά τα εκτιθέμενα στο σκεπτικό.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου, και
Επιβάλλει στο Δημόσιο, να καταβάλλει στο αιτούν Πανεπιστήμιο Πατρών, για τη δικαστική του δαπάνη, το ποσό των εννιακοσίων είκοσι (920) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Οκτωβρίου 2010
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας