ΣτΕ 1054/2006, Α τμ. 7μ.,ΕΝΔΙΚΟΦΑΝΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗ, ΑΙΤΗΑΣΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ, Επί της ενδικοφανούς απαντήσεως δεν ασκείται αίτηση θεραπείας (μειοψ.). Αυτή ασκείται μόνο όταν η διοίκηση για πρώτη φορά εκδίδει πράξη.

ΣΤΕ

Αριθμός 1054/2006
Περίληψη :   Επί της ενδικοφανούς απαντήσεως δεν ασκείται αίτηση θεραπείας. Αυτή ασκείται μόνο όταν η διοίκηση για πρώτη φορά εκδίδει πράξη (βλ.και 1299/2010).
 

Αριθμός 1054/2006
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Μαΐου 2005, με την εξής σύνθεση: Γ. Ανεμογιάννης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος, Δ. Μπριόλας, Ε. Δανδουλάκη, Ι. Μαντζουράνης, Γ. Σγουρόγλου, Σύμβουλοι, Β. Ανδρουλάκης, Στ. Κτιστάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ε. Κουμεντέρη, Γραμματέας του Α΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 14 Δεκεμβρίου 2000 αίτηση:
του Δημητρίου Ν. Παπαθανάση, κατοίκου Αθηνών (οδός Χαρ. Τρικούπη αριθ. 22), ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος,
κατά των : 1. Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ο οποίος παρέστη με την Αν. Ζαφειριάδου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και 2. Εθνικής Κτηματικής Τραπέζης της Ελλάδος Α.Ε. και ήδη συγχωνευθείσης μετά της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος Α.Ε., η οποία παρέστη με τη δικηγόρο Γ. Ιατρού – Νικητιάδη (Α.Μ. 9630), που τη διόρισε με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 1097/2000 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου, Β. Ανδρουλάκη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αναιρεσείοντα ως δικηγόρο, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, την πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης Τραπέζης, η οποία δήλωσε ότι παρίσταται για την Εθνική Τράπεζα ως καθολικός διάδοχος της Κτηματικής Τραπέζης και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίες ζήτησαν την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1.  Επειδή, με την κρινομένη αίτηση, για την άσκηση της οποίας έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (1031212/2000 Διπλότυπο Εισπράξεως της ΔΟΥ Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών και 2307500/2000 Ειδικό Έντυπο Γραμμάτιο Παραβόλου), ζητείται η αναίρεση της 1097/2000 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 8057/1998 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία απόφαση είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά της 34158/1997 πράξεως της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής του άρθρου 10 του ν. 1648/1986 (Α΄ 147).
2.  Επειδή, η υπόθεση εισάγεται ενώπιον του Α΄ Τμήματος υπό επταμελή σύνθεση, κατόπιν παραπομπής σ’ αυτήν με την 3517/2004 απόφαση του ιδίου Τμήματος λόγω της σπουδαιότητας του ζητήματος που τίθεται.
3.  Επειδή, στο άρθρο 1 του ν. 1648/1986, με τίτλο “Προστασία πολεμιστών, αναπήρων και θυμάτων πολέμου και μειονεκτούντων ατόμων”, όπως ο νόμος αυτός ίσχυε προ της καταργήσεώς του με τον ν. 2643/1998 (Α΄ 265), ορίζονται τα πρόσωπα τα οποία εμπίπτουν στις προστατευτικές του διατάξεις (πολεμιστές, ανάπηροι και θύματα πολέμου, πολύτεκνοι γονείς κ.λπ.) και στην παρ. 7 του άρθρου 2 προβλέπεται ότι: “Οι φορείς του δημόσιου τομέα κατά την έννοια της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982, εκτός από αυτούς που περιλαμβάνονται στις περιπτώσεις α’, γ’ και ζ’ υποχρεούνται να προσλαμβάνουν ένα δικηγόρο από τα προστατευόμενα πρόσωπα του νόμου αυτού, εφόσον απασχολούν περισσότερους από τρεις (3) δικηγόρους και οι λειτουργικές καθώς και οι οικονομικές τους δυνατότητες το επιτρέπουν. Οι υπόχρεοι φορείς της κατηγορίας αυτής ορίζονται με απόφαση του αρμόδιου νομάρχη.”. Περαιτέρω, στην παρ. 1 του άρθρου 4 ορίζεται ότι: “Η τοποθέτηση των προστατευόμενων προσώπων, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι δικηγόροι, γίνεται από την Επιτροπή του άρθρου 8, ισχύει για την περιφέρεια της νομαρχίας που τους τοποθέτησε και είναι υποχρεωτική για τον εργοδότη. …”. Εξ άλλου, στο άρθρο 8, όπως, τελικώς, αντικαταστάθηκε με την παρ. 16 του άρθρου 14 ν. 2307/1995 (Α΄ 113), προβλέπεται ότι: “1. Η τοποθέτηση ή διάθεση των προσώπων, που προστατεύονται από το νόμο αυτόν γίνεται από επιτροπές του Ο.Α.Ε.Δ., που εδρεύουν στην έδρα κάθε νομού. …”. Τέλος, στο άρθρο 10 του ίδιου νόμου 1648/1986 προβλέπεται ότι: “1. Στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας συνιστάται Δευτεροβάθμια Επιτροπή προστατευομένων του νόμου αυτού. 2. … 3. … 4. Κατά των αποφάσεων των Επιτροπών του άρθρου 8 χωρεί προσφυγή στη Δευτεροβάθμια Επιτροπή για τη νομιμότητα ή σκοπιμότητα των τοποθετήσεων ή των ανακλήσεων ή των διαθέσεων των προστατευομένων από το νόμο αυτόν προσώπων. Δικαίωμα προσφυγής έχουν οι υπόχρεοι εργοδότες, τα προστατευόμενα από το νόμο αυτόν πρόσωπα και κάθε τρίτος που έχει έννομο συμφέρον. Η προσφυγή ασκείται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός μήνα από την κοινοποίηση της απόφασης.”
4.  Επειδή, η τοποθέτηση των προστατευομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1648/1986, προσώπων, η οποία είναι υποχρεωτική για τον εργοδότη, γίνεται από την κατά το άρθρο 8 του νόμου Επιτροπή. Κατά των αποφάσεων της Επιτροπής αυτής χωρεί ενδικοφανής προσφυγή ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής που προβλέπεται στο άρθρο 10 του πιο πάνω νόμου (Σ.τ.Ε. 2313/2003, 1618/2001). Δικαίωμα δε να ασκήσουν ενδικοφανή προσφυγή έχουν τα προστατευόμενα από τον νόμο πρόσωπα, οι υπόχρεοι εργοδότες, καθώς και οι τρίτοι που έχουν έννομο συμφέρον. Περαιτέρω, από τις προαναφερθείσες διατάξεις του ν. 1648/1986 δεν προβλέπεται άσκηση αιτήσεως θεραπείας κατά των αποφάσεων της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής, τυχόν δε άσκησή της δεν υποχρεώνει το εν λόγω όργανο να αποφανθεί επ’ αυτής. Εξ άλλου, αν δεν υπάρχει ρητή διάταξη που επιτρέπει την άσκηση αιτήσεως θεραπείας, αυτή μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν η Διοίκηση για πρώτη φορά εκδίδει ατομική διοικητική πράξη για συγκεκριμένη υπόθεση. Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Ι. Μαντζουράνης, κατά την γνώμη του οποίου αν την ενδικοφανή προσφυγή ασκήσει ο εργοδότης ή τρίτος, το προστατευόμενο από τον νόμο πρόσωπο δικαιούται να ασκήσει αίτηση θεραπείας κατά της αποφάσεως που δέχθηκε την ενδικοφανή προσφυγή, μόνο εάν δεν είχε παραστεί ούτε είχε κληθεί να παραστεί για να διατυπώσει τις απόψεις του κατά την συζήτηση της ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής (πρβ. Σ.τ.Ε. 1111/2005 επταμ.).
5.  Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, ο αναιρεσείων με την 7/1996 απόφαση της κατ’ άρθρο 8 ν. 1648/1986 Πρωτοβάθμιας Επιτροπής του Ο.Α.Ε.Δ. της Νομαρχίας Αθηνών τοποθετήθηκε ως δικηγόρος στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία υπό την επωνυμία “Ανώνυμος Εταιρεία Εθνική Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδος” (Ε.Κ.Τ.Ε.), η οποία συγχωνεύθηκε με την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία υπό την επωνυμία “Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.”, δι’ απορροφήσεως της πρώτης εταιρείας από την δεύτερη. Κατά της αποφάσεως αυτής η Ε.Κ.Τ.Ε. άσκησε προσφυγή ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής του άρθρου 10 του ν. 1648/1986, η οποία με την 2/1997 απόφασή της ακύρωσε ως μη νόμιμη την προσβληθείσα απόφαση. Κατά της αποφάσεως της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής ο αναιρεσείων υπέβαλε ενώπιον της αυτής Επιτροπής, την από 10-10-1997 αίτηση για αναθεώρηση της 2/9-1-1997 αποφάσεώς της. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής κοινοποίησε στον αιτούντα το 34158/27-11-1997 έγγραφο, με τον οποίο τον πληροφορούσε ότι οι αποφάσεις της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής του άρθρου 10 του ν. 1648/1986 δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση από την ίδια Επιτροπή, αλλά σε δικαστικό έλεγχο από τα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια, και ότι, σύμφωνα με τα ανωτέρω, για τον έλεγχο της νομιμότητας της 2/9-1-1997 αποφάσεως της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής είχε δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία εξήντα ημερών από την κοινοποίηση της εν λόγω αποφάσεως, ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Προσφυγή κατά του πιο πάνω εγγράφου απερρίφθη ως απαράδεκτη με την 8057/1998 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατά της αποφάσεως αυτής ο αιτών άσκησε έφεση, η οποία απερρίφθη με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση. Ειδικότερα, το δικάσαν Δικαστήριο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, έκρινε ότι το προσβαλλόμενο έγγραφο είχε πληροφοριακό χαρακτήρα, γιατί με τούτο γνωστοποιήθηκαν στον αιτούντα οι λόγοι για τους οποίους η Δευτεροβάθμια Επιτροπή δεν μπορούσε να επιληφθεί και να εξετάσει το αίτημά του, και συνεπώς δεν αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη. Ορθώς λοιπόν, σύμφωνα με την αναιρεσιβαλλομένη, η προσφυγή του αναιρεσείοντος είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη.
6.  Επειδή, βάσει των όσων έχουν εκτεθεί στην τέταρτη σκέψη, ορθώς το δικάσαν Εφετείο έκρινε ότι το έγγραφο το οποίο ευθέως είχε προσβληθεί με την προσφυγή είχε πληροφοριακό χαρακτήρα, εφ’ όσον, όπως έγινε δεκτό, κατά της πράξεως της Επιτροπής, η οποία εκδόθηκε μετά την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής της Εθνικής Κτηματικής Τράπεζας της Ελλάδος, δεν προβλέπεται η άσκηση αιτήσεως θεραπείας. Εξ άλλου, σύμφωνα με την γνώμη της μειοψηφίας, ο λόγος αναιρέσεως σύμφωνα με τον οποίον ο αναιρεσείων εδικαιούτο να ασκήσει αίτηση θεραπείας κατά της 2/1997 αποφάσεως της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής του άρθρου 10 ν. 1648/1986, είναι απορριπτέος, εφ’ όσον ο αιτών δεν προβάλλει ότι είχε επικαλεσθεί ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας ότι δεν είχε κληθεί να εκθέσει τις απόψεις του ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής κατά την συζήτηση της ενδικοφανούς προσφυγής που άσκησε η Εθνική Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδος.  
7.   Επειδή, εν όψει των ανωτέρω η κρινομένη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
 
Διά ταύτα
Απορρίπτει την κρινομένη αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει