ΣτΕ 1088/2017, Στ τμ.παρ.7μ, ΑΝΑΙΡΕΣΗ, ΤΙΘΕΤΑΙ ΘΕΜΑ ΕΑΝ ΘΕΡΑΠΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΛΟΓΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ ΛΟΓΩ ΜΗ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΜΕ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΝΕΟΥ Ν.4446/2016

ΣΤΕ

Ζήτημα αν για το παραδεκτό της καταθέσεως δικογράφου προσθέτων λόγων αναιρέσεως κατά τον ν 3900/10, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 15 παρ 2 ν 4446/16, απαιτείται να προβάλλεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος αναιρέσεως, δηλαδή αναφορά τόσο στο νομικό ζήτημα, το οποίο τίθεται με τον λόγο αυτό, όσο και στις αποφάσεις, προς τις οποίες υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης.

Αριθμός 1088/2017

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Στ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2017, με την εξής σύνθεση: Χρ. Ράμμος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Στ΄ Τμήματος, Μ. Παπαδοπούλου, Ι. Σπερελάκης, Σύμβουλοι, Φρ. Γιαννακού, Κ. Κατρά, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα, Γραμματέας του Στ΄ Τμήματος.

Για να δικάσει την από 16 Ιανουαρίου 2012 αίτηση:

του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με την Ιωάννα Λεμπέση, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

κατά του Δημητρίου Αργυριάδη του Χαραλάμπους, κατοίκου Αθηνών (Σταδίου 48), ο οποίος δεν παρέστη.

Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 6239/2011 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

Η αντιπρόσωπος του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου δήλωσε, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσει.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Φρ. Γιαννακού.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

1. Επειδή, με την κρινομένη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά τον νόμο καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 6239/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία συνεκδικάσθηκαν αντίθετες εφέσεις των διαδίκων κατά της 2060/2005 αποφάσεως του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, απορρίφθηκε η έφεση του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, έγινε δεκτή η έφεση του αναιρεσιβλήτου, εξαφανίσθηκε η πρωτόδικη απόφαση, δικάστηκε και έγινε δεκτή η από 15.1.2001 ανακοπή του αναιρεσιβλήτου, κηρύχθηκε ανενεργός η 116/23.9.1997 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, με την οποία καταλογίσθηκε σε βάρος του αναιρεσιβλήτου συνολικό πρόστιμο ύψους 100.000.000 δραχμών (293.470,28 ευρώ) και ακυρώθηκε η 21/16.1.1998 πράξη του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Β΄ Ελευθερίων Επαγγελμάτων Αθηνών (ήδη Δ.Ο.Υ. Α΄ Αθηνών) περί ταμειακής βεβαιώσεως, σε βάρος του αναιρεσιβλήτου, του ανωτέρω ποσού.

2. Επειδή, με την παράγραφο 3 του άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και, περαιτέρω, με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016) -η ισχύς του οποίου άρχισε, σύμφωνα με το άρθρο 32 του νόμου αυτού, από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως-, ορίζονται τα εξής: «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. [η ως άνω διάταξη τέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 και επαναλήφθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 15 του ν. 4446/2016, με την οποία, κατ΄ ουσίαν, προστέθηκε εδάφιο β΄ στην ως άνω διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 53] Το απαράδεκτο του προηγούμενου εδαφίου καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση». Περαιτέρω, στη διάταξη της παραγράφου 4 του ως άνω άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, ορίζονται τα εξής: «4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ …». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, για το παραδεκτό της ασκήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων και των δύο ως άνω διατάξεων, ήτοι και του ελαχίστου ποσού της διαφοράς και των αναφερομένων στην παράγραφο 3 προϋποθέσεων (ενδεικτικώς, ΣτΕ 1873-75/2012 7μ., 4040/2015). Επομένως, επί διαφοράς, της οποίας το αντικείμενο υπερβαίνει το τιθέμενο εκ του νόμου όριο, η αίτηση αναιρέσεως ασκείται πλέον παραδεκτώς, μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, μεταξύ άλλων, ότι η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, ήτοι επί ζητήματος ερμηνείας διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία (ερμηνεία) είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, έρχεται σε αντίθεση προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ενδεικτικώς, ΣτΕ 4040/2015, 3969/2014). Η αντίθεση δε αυτή θα πρέπει να μην αναφέρεται σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της κρινομένης υποθέσεως, αλλά να αφορά αποκλειστικά στην ερμηνεία διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής, δυνάμενης να έχει γενικότερη εφαρμογή, ανεξαρτήτως εάν αυτή η ερμηνεία διατυπώνεται στη μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της αναιρεσιβαλλομένης και των λοιπών αποφάσεων, προς τις οποίες προβάλλεται ότι υφίσταται αντίθεση (ενδεικτικώς, ΣτΕ 2637/2016).

3. Επειδή, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, ο αναιρεσίβλητος ήταν βασικός μέτοχος και διευθύνων σύμβουλος της ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρείας ΔΕΛΤΑ ΑΧΕ. Στις 6.11.1996 η εν λόγω εταιρεία εκδήλωσε οικονομική αδυναμία να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της από την εκκαθάριση των χρηματιστηριακών της συναλλαγών, με συνέπεια την άρνηση των λοιπών χρηματιστηριακών εταιρειών, που συναλλάσσονταν με αυτήν, να διενεργήσουν συναλλαγές, και την επί τριήμερο αναστολή λειτουργίας του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ). Για την ακριβή διερεύνηση των περιστατικών που οδήγησαν στην οικονομική κατάρρευση της ΔΕΛΤΑ ΑΧΕ η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, μεταξύ άλλων, ανέθεσε σε τρεις διεθνείς ελεγκτικούς οργανισμούς τον έλεγχο όλων των χρηματιστηριακών εταιρειών, που διενεργούσαν συναλλαγές στο ΧΑΑ σε συγκεκριμένες μετοχές, στις οποίες εμπλεκόταν η ΔΕΛΤΑ ΑΧΕ για το χρονικό διάστημα από 1.5.1996 έως 30.11.1996 και σε συναλλαγές και πελάτες της ΔΕΛΤΑ ΑΧΕ κατά το χρονικό διάστημα από 24.10.1996 έως 7.11.1996. Τα αποτελέσματα των ελέγχων αυτών των τριών διεθνών ελεγκτικών οργανισμών περιελήφθησαν σε δύο εκθέσεις με τίτλους: ι) «Επισκόπηση όλων των συναλλαγών της ΔΕΛΤΑ ΑΧΕ για το διάστημα από 25 Οκτωβρίου έως 7 Νοεμβρίου 1996» (εφεξής, Επισκόπηση Α) και ιι) «Επισκόπηση των συναλλαγών της ΔΕΛΤΑ ΑΧΕ για το διάστημα 1 Μαΐου έως 7 Νοεμβρίου 1996 με τις συγκεκριμένες ΑΧΕ για τις επιλεγμένες μετοχές» (εφεξής, Επισκόπηση Β). Με βάση τα ευρήματα και τις διαπιστώσεις των δύο Επισκοπήσεων, το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, με την 101/14.3.1997 απόφασή του, δέχθηκε ότι η κατάρρευση της εταιρείας ΔΕΛΤΑ ΑΧΕ προκλήθηκε από το εγχείρημα της άτυπης προώθησης των μετοχών ΜΑΓΡΙΖΟΣ και ΠΑΡΝΑΣΟΣ, που επιχειρήθηκε με τη συστηματική διενέργεια, κατά το διάστημα από 1.5.1996 έως 7.11.1996, προσυμφωνημένων και εικονικών συναλλαγών, μέσω της ΔΕΛΤΑ ΑΧΕ, από συγκεκριμένη ομάδα προσώπων («ομάδα Τρύφωνα»). Με την ίδια πράξη η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφάσισε την υποβολή μήνυσης – έγκλησης κατά των Π. Τρύφωνα, Α. Ντίκου και Δ. Τζανή (μέλη της ομάδας Τρύφωνα) και επέβαλε σε βάρος τους διοικητικά πρόστιμα, καθώς επίσης επέβαλε πρόστιμα συνολικού ύψους 600.000.000 δρχ. σε βάρος της εταιρείας ΔΕΛΤΑ ΑΧΕ για παραβάσεις των άρθρων 34 του ν. 3632/1928, 72 παρ. 1 και 73 παρ. 1 του ν. 1969/1991 και 3, 4 και 5 του π.δ/τος 53/1992. Εν συνεχεία, με το 133/8.4.1997 έγγραφο του Προέδρου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κλήθηκε ο αναιρεσίβλητος να υποβάλει, εντός δεκαήμερης προθεσμίας, έγγραφο υπόμνημα επί των διαπιστωθεισών σε βάρος του παραβάσεων, για χρηματιστηριακές συναλλαγές, που είχαν καταρτισθεί στο όνομά του κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.1996 έως 30.11.1996, όπως οι διαπιστώσεις αυτές εκτενώς αναφέρονται στην προσβαλλομένη απόφαση. Εξάλλου, με το νεώτερο από 5.6.1997 έγγραφο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η αρχική προθεσμία για την υποβολή από τον αναιρεσίβλητο απαντητικού υπομνήματος παρατάθηκε έως 17.6.1997. Επ’ αυτών ο αναιρεσίβλητος απάντησε με τα από 10.6.1997 και 28.6.1997 έγγραφα υπομνήματά του, με τα οποία και αρνήθηκε τις αποδιδόμενες παράνομες δραστηριότητες. Ακολούθως, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατόπιν της σχετικής 26/9.5.1997 αποφάσεως της Εκτελεστικής της Επιτροπής, ανέθεσε στον διεθνή ελεγκτικό οίκο «Deloitte & Touche» την εκπόνηση «Ειδικής Επισκόπησης των συναλλαγών Μετοχής Μαγρίζος (Κ) για την Περίοδο από Σεπτέμβριο 1995 έως Απρίλιο 1996» (εφεξής, Επισκόπηση Γ). Κατόπιν τούτων, το Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, αφού έλαβε υπόψη τα ευρήματα της Επισκόπησης Γ, σε συνδυασμό με τα στοιχεία που είχαν προκύψει από τις δύο πρώτες επισκοπήσεις και περιέχονταν στην προμνημονευθείσα 101/14.3.1997 απόφασή της, καθώς και τα υπομνήματα του αναιρεσιβλήτου, εξέδωσε την επίδικη 116/23.9.1997 απόφασή του, με την οποία έγινε, μεταξύ άλλων, δεκτό ότι: α) από τα ευρήματα της Επισκόπησης Γ προκύπτει ότι: ι) η ΔΕΛΤΑ ΑΧΕ είχε κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση της τιμής της μετοχής ΜΑΓΡΙΖΟΣ κατά την περίοδο από αρχές Φεβρουαρίου 1996 έως τέλος Απριλίου 1996, ιι) ο αναιρεσίβλητος ανέλαβε στο τέλος του Ιανουαρίου 1996 την ανατίμηση της μετοχής ΜΑΓΡΙΖΟΣ (όπως εκτενώς αναλύεται στην προσβαλλομένη απόφαση) και ιιι) προκύπτει, επομένως, ότι ο αναιρεσίβλητος είναι κεντρικό πρόσωπο των μεθοδεύσεων κατά της αγοράς και ότι έχει απευθείας σχέση με κυρίως μετόχους της εκδότριας εταιρείας, αλλά και τον έλεγχο της ΔΕΛΤΑ ΑΧΕ, μέσω της οποίας επιχειρήθηκε η εξαπάτηση της αγοράς με συναλλαγές σε μετοχές ΜΑΓΡΙΖΟΣ. β) Από τον συνδυασμό των ευρημάτων της Επισκόπησης Γ και των πορισμάτων των Επισκοπήσεων Α και Β προέκυψε ότι ο αναιρεσίβλητος όχι μόνον γνώριζε, αλλά και συμμετείχε στις μεθοδεύσεις του Τρύφωνα κατά την περίοδο από 1.5.1996 έως 7.11.1996, είτε χρηματοδοτώντας τις μεθοδεύσεις είτε πιθανότατα και διενεργώντας για δικό του λογαριασμό συναλλαγές μέσω κωδικών που ήλεγχε, όπως αυτών του Σ. Γιασαφάκη και του Χατζάκη. γ) Ειδικότερα, από την ανάλυση των συναλλαγών, όπως έχει καταγραφεί στην Επισκόπηση (και αναφέρεται εκτενώς στην προσβαλλομένη απόφαση), προέκυψε ότι επιχειρήθηκε η τεχνητή διαμόρφωση της τιμής της μετοχής ΜΑΓΡΙΖΟΣ. Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δέχθηκε ότι τα ευρήματα της Επισκόπησης Γ αποδεικνύουν ότι ο αναιρεσίβλητος, είτε με την έμπρακτη συμμετοχή άλλων προσώπων είτε με τη χρησιμοποίηση των κωδικών τους εν αγνοία τους, ήταν ο ιθύνων νους και οργανωτής της προσπάθειας χειραγωγήσεως της μετοχής ΜΑΓΡΙΖΟΣ τουλάχιστον κατά την περίοδο από 22.2.1996 έως 30.4.1996, με τη συστηματική μεθόδευση προσυμφωνημένων και εικονικών συναλλαγών που καταρτίσθηκαν για λογαριασμό του από πρόσωπα απαρτίζοντα την «ομάδα Αργυριάδη», ήταν δε πρόσωπο που είχε αναπτύξει κύρια επενδυτική δραστηριότητα λήψεως και διαβιβάσεως εντολών για κατάρτιση χρηματιστηριακών συναλλαγών επί κινητών αξιών και, επομένως, ενέπιπτε στην έννοια του όρου «επιχείρηση» του άρθρου 76 παρ. 10 του ν. 1969/1991 και, συνακόλουθα, στην αρμοδιότητα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για την επιβολή προστίμων λόγω παραβάσεων διατάξεων της νομοθεσίας περί Κεφαλαιαγοράς. Με τα δεδομένα αυτά η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έκρινε τελικά ότι η εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου συστηματική μεθόδευση προσυμφωνημένων και εικονικών συναλλαγών που καταρτίστηκαν για λογαριασμό του, από τα ως άνω πρόσωπα, και απέβλεπαν στην τεχνητή διαμόρφωση της μετοχής ΜΑΓΡΙΖΟΣ συνιστά παράβαση του άρθρου 34 του ν. 3632/1928 και του άρθρου 72 παρ. 1 του ν. 1969/1991 και επέβαλε σε βάρος του πρόστιμο 50.000.000 δρχ. για καθεμία από τις δύο αυτές παραβάσεις και, συνολικά, πρόστιμο 100.000.000 δρχ.. Ακολούθως, μετά την αποστολή από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς του οικείου χρηματικού καταλόγου οικονομικού έτους 1997 στη Δ.Ο.Υ. Β΄ Ελευθερίων Επαγγελμάτων Αθηνών (ήδη Δ.Ο.Υ. Α΄ Αθηνών), το ως άνω καταλογισθέν ποσό βεβαιώθηκε και ταμειακά σε βάρος του αναιρεσιβλήτου με την 21/16.1.1998 πράξη της εν λόγω φορολογικής αρχής. Ενόψει αυτών ο αναιρεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών την από 15.1.2001 ανακοπή, σύμφωνα με το άρθρο 73 παρ. 1 του ν.δ/τος 356/1974, και ζήτησε την ακύρωση της ως άνω αποφάσεως της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της ταμειακής βεβαιώσεως της φορολογικής αρχής, προβάλλοντας ότι η επίμαχη καταλογιστική απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς είναι μη νόμιμη, μεταξύ άλλων, και διότι εκδόθηκε κατά παράβαση του επιβαλλομένου από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ουσιώδους τύπου της προηγούμενης ακροάσεως. Προέβαλε συναφώς, ότι αφενός μεν τα εμπεριεχόμενα στην 133/8.4.1997 κλήση προς παροχή εξηγήσεων πραγματικά περιστατικά αφορούσαν στην ΔΕΛΤΑ ΑΧΕ και όχι στον ίδιο ατομικά και αφετέρου ότι ουδέποτε γνωστοποιήθηκε στον ίδιο η «Ειδική Επισκόπηση των Συναλλαγών Μετοχής Μαγρίζος (Κ) για την περίοδο από Σεπτέμβριο 1996 έως Απρίλιο 1996», η οποία αποτελεί το βασικό αιτιολογικό έρεισμα των, σε βάρος του, αποδιδομένων παραβάσεων, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να προβάλει εγγράφως τις αντιρρήσεις του για τις αποδιδόμενες ατομικά, στον ίδιο, παραβάσεις, πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Αναφορικά δε με το ύψος των επιβληθέντων σε βάρος του προστίμων προέβαλε ότι το Δ.Σ. της Επιτροπής «υπερέβη καταφανώς τα όρια επιβολής προστίμων που του παρέχονται». Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε την 6605/2002 προδικαστική απόφαση, με την οποία διέταξε τη συμπλήρωση των στοιχείων του διοικητικού φακέλου από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με την προσκόμιση αντιγράφων της Επισκόπησης Α και της Επισκόπησης Β, καθώς και της 101/14.3.1997 αποφάσεως του Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Στη συνέχεια, εκδόθηκε η οριστική απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο, μεταξύ άλλων, και τον ως άνω λόγο ανακοπής περί παραβάσεως του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως του ανακόπτοντα, με την αιτιολογία ότι στην υπ’ αριθμ. πρωτ. 133/8.4.1997 κλήση προς παροχή εξηγήσεων εξειδικεύονται οι υπό στοιχ. α΄, β΄, δ΄ και στ΄ αναφερόμενες ως διαπιστωθείσες παραβάσεις και, περαιτέρω, το σύνολο των παραβάσεων, που φέρονται ότι ομολογήθηκαν από τον ίδιο τον ανακόπτοντα σε δικόγραφα και σε δηλώσεις του, οι οποίες (αναγραφόμενες στην κλήση παραβάσεις), περαιτέρω, αποτελούν εν μέρει το αιτιολογικό έρεισμα της προσβαλλομένης αποφάσεως πλέον του ότι υποβλήθηκε από αυτόν, ενώπιον της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, το από 10.6.1997 υπόμνημα, με το οποίο αρνήθηκε ατομικώς και όχι ως εκπρόσωπος της ΔΕΛΤΑ ΑΧΕ τις αποδιδόμενες στις αναφερόμενες στην εν λόγω κλήση παραβάσεις. Στη συνέχεια, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο και τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλομένη απόφαση προφανώς υπερέβη τα προβλεπόμενα εκ του νόμου όρια επιβολής των προστίμων, με την αιτιολογία ότι τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν δεν υπερβαίνουν το εκ του νόμου (άρθρο 76 παρ. 10 του ν. 1969/1991, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 9 του ν. 2166/1993) όριο των δραχμών εκατό εκατομμυρίων και δέχθηκε, τελικά, ότι, εφόσον δεν τηρήθηκε η διαδικασία της προηγούμενης ακροάσεως α) ως προς τα αναφερόμενα στην αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως περιστατικά της αγοράς εκ μέρους του ανακόπτοντος 1.800.000 μετοχών ΜΑΓΡΙΖΟΣ, με μεταχρονολογημένες επιταγές της ΔΕΛΤΑ ΑΧΕ, δηλαδή με παράνομες μεθοδεύσεις που συνάπτονται, με σκοπό τη χειραγώγηση της μετοχής ΜΑΓΡΙΖΟΣ, με τη δραστηριότητα του αναιρεσιβλήτου ως Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της ΔΕΛΤΑ και β) ως προς τις εικονικές συναλλαγές του ιδίου με τους Γκελεστάθη, Λοΐζο και Γάτσο, οι εν λόγω φερόμενες ως παράνομες μεθοδεύσεις δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά την επιμέτρηση των καταλογισθέντων προστίμων, τα οποία πρέπει για τον λόγο αυτό να περιοριστούν κατά ποσοστό 10%, ήτοι σε δρχ. 45.000.000 κάθε πρόστιμο και συνολικώς σε δρχ. 90.000.000. Με τις σκέψεις αυτές το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την ανακοπή, κήρυξε εν μέρει ανενεργό την προσβαλλομένη απόφαση του Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, κατά το ποσό των 10.000.000 δραχμών και τροποποίησε την προσβαλλομένη πράξη ταμειακής βεβαιώσεως, περιορίζοντας το ταμειακώς βεβαιωθέν ποσό σε 90.000.000 δρχ.. Με την έφεσή του ο αναιρεσίβλητος ζήτησε την εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως ως εσφαλμένης κατά το μέρος που απέρριψε την ανακοπή του, προβάλλοντας ότι ουδέποτε του παρασχέθηκε το δικαίωμα να υποβάλει τις απόψεις του και επαναλαμβάνοντας όσα είχε εκθέσει και με τον αντίστοιχο, προπαρατεθέντα λόγο της ανακοπής του. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, για τη διαμόρφωση της κρίσεώς του, έλαβε υπόψη ότι α) στο 133/8.4.1997 έγγραφο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, με το οποίο κλητεύθηκε ο αναιρεσίβλητος προς παροχή εξηγήσεων και το οποίο είχε συνταχθεί πριν από την εκπόνηση της «Ειδικής Επισκόπησης των Συναλλαγών Μετοχής Μαγρίζος (Κ) για την περίοδο από Σεπτέμβριο 1995 έως Απρίλιο 1996» (Επισκόπηση Γ), συνιστώσας το κύριο αιτιολογικό έρεισμα της επίμαχης 116/23.9.1997 καταλογιστικής αποφάσεως της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ι) δεν αναφέρονται οι προμνημονευθείσες συναλλαγές που διενεργήθηκαν στα ονόματα των Αν. Γκελεστάθη, Λοΐζου και Γάτσου και οι οποίες αποδίδονται στον αναιρεσίβλητο ως προσυμφωνημένες και εικονικές συναλλαγές, καθώς και τα λοιπά αναφερόμενα στην καταλογιστική απόφαση στοιχεία (αποδείξεις πληρωμής, καταβολές ή καταθέσεις χρημάτων, αποδείξεις παραλαβής τίτλων, υπομνήματα, δηλώσεις, μηνύσεις κ.λπ.), από τα οποία προκύπτει, κατά την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αφενός ο προσυμφωνημένος και εικονικός χαρακτήρας των συναλλαγών αυτών και αφετέρου ο βαθμός διασύνδεσης των ως άνω προσώπων με τον αναιρεσίβλητο, ιι) αναφορικά με τις συναλλαγές που διενεργήθηκαν στο όνομα του Σ. Γιασαφάκη και αποδίδονται στον αναιρεσίβλητο, αναφέρεται αορίστως ότι ο τελευταίος εμφανίζεται να έχει υπογράψει για λογαριασμό του Σ. Γιασαφάκη αποδείξεις είσπραξης και πληρωμής μεταξύ αυτού και της ΔΕΛΤΑ, χωρίς όμως να αναφέρονται ούτε οι συγκεκριμένες συναλλαγές που αφορούν οι αποδείξεις αυτές, και οι οποίες, μάλιστα, κατά την Επιτροπή, διενεργήθηκαν από τον ίδιο τον Γιασαφάκη τόσο ως παραγγελέα αγοράς όσο και ως παραγγελέα πώλησης ούτε και τα λοιπά στοιχεία (απόδειξη πληρωμής 20.000.000 δρχ. προς τον Γιασαφάκη με υπογραφή α/α του αναιρεσιβλήτου, οι 31.546/7.5.1996 και 31.618/13.5.1996 και 31.666/ 15.5.1996 αποδείξεις παράδοσης από την ΔΕΛΤΑ ΑΧΕ τίτλων που έχουν αγορασθεί στο όνομα Γιασαφάκη και φέρουν την υπογραφή α/α του αναιρεσιβλήτου, ο Γιασαφάκης φέρεται κατά το διάστημα από 1.5.1996 έως 7.11.1996 να έχει προβεί σε συνολικές αγορές 5.831.940 κοινών μετοχών ΜΑΓΡΙΖΟΣ και σε συνολικές πωλήσεις 915.220 τεμαχίων της ίδιας κατηγορίας μετοχών), από τα οποία προκύπτει, κατά την άποψη της Επιτροπής, η εικονικότητα των συναλλαγών αυτών και ο βαθμός διασύνδεσης του Γιασαφάκη με τον αναιρεσίβλητο και την ΔΕΛΤΑ ΑΧΕ β) ουδόλως γνωστοποιήθηκε στον αναιρεσίβλητο, όπως άλλωστε ρητώς ομολογεί και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στο έγγραφο απόψεών της ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, έστω, η μεταγενέστερη της επίμαχης 133/8.4.1997 κλήσης, «Ειδική Επισκόπηση των Συναλλαγών Μετοχής Μαγρίζος (Κ) για την περίοδο από Σεπτέμβριο 1995 έως Απρίλιο 1996», στα ευρήματα της οποίας ερείδεται κατά κύριο λόγο η επίμαχη καταλογιστική απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Με τα ως άνω δεδομένα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι κατά παράβαση του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος (βλ. ήδη και το άρθρο 6 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας) δεν γνωστοποιήθηκε στον αναιρεσίβλητο ουσιώδες μέρος της πραγματικής βάσεως των αποδιδομένων σε αυτόν παραβάσεων, που περιλαμβάνει την εκ μέρους του συστηματική μεθόδευση και εκτέλεση προσυμφωνημένων και εικονικών συναλλαγών μέσω της ΔΕΛΤΑ για την τεχνητή διαμόρφωση της τιμής της μετοχής ΜΑΓΡΙΖΟΣ, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει αυτός να προβάλει τις απόψεις του. Η έλλειψη δε αυτή, κρίθηκε ότι, ουδόλως καλύπτεται από το ότι αυτός δεν υπέβαλε αίτημα στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για να λάβει γνώση της εν λόγω Επισκόπησης Γ, όχι μόνο διότι, στην προκείμενη περίπτωση, δεν θα μπορούσε να αναζητήσει μία έκθεση ελέγχου, μεταγενέστερη της κλήσεώς του προς παροχή εξηγήσεων, αλλά, προεχόντως, διότι αποτελεί σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον νόμο υποχρέωση της Διοικήσεως, να γνωστοποιεί με πληρότητα την πραγματική βάση της ερευνώμενης παραβάσεως, προκειμένου να παρασχεθεί στον διοικούμενο η δυνατότητα να αναπτύξει λυσιτελώς τις απόψεις του (ΣτΕ 
3496/2006). Με τις σκέψεις αυτές το δικάσαν δικαστήριο έκρινε, κατ’ αποδοχή ως βασίμου του σχετικού λόγου εφέσεως του αναιρεσιβλήτου, ότι η πρωτόδικη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε τον νόμο, και απέρριψε ως αβάσιμες όλες τις αντίθετες αιτιάσεις της εφέσεως του Ελληνικού Δημοσίου.

4. Επειδή, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε στις 16.1.2012, υπό την ισχύ των διατάξεων του ν. 3900/2010, οι οποίες εφαρμόζονται σε αιτήσεις αναιρέσεως ασκούμενες μετά την 1.1.2011 (ενδεικτικώς, ΣτΕ 2177/2011 7μ.) και όχι του ν. 3772/2009, όπως αβασίμως προβάλλει το αναιρεσείον. Με την αίτηση αυτή άγεται προς κρίση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας διαφορά, η οποία, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, έχει χρηματικό αντικείμενο ανώτερο του προβλεπομένου ορίου των 40.000 ευρώ. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι με την 133/08.04.1997 κλήση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ο αναιρεσίβλητος κλήθηκε να παράσχει εξηγήσεις σχετικά με τις κρίσιμες εικονικές συναλλαγές και, επομένως, η προπαρατεθείσα κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως περί παραβάσεως του δικαιώματος ακροάσεως έχει εκδοθεί κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 20 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, διότι δεν υπήρχε κατά νόμον υποχρέωση της Διοικήσεως να προβεί σε ειδικότερο προσδιορισμό των πραγματικών δεδομένων, βάσει των οποίων επρόκειτο να επιβληθεί σε βάρος του διοικουμένου διοικητική κύρωση, εφόσον το περιεχόμενό τους ήταν πλήρως γνωστό σε αυτόν, ως εν προκειμένω, ενόψει, μάλιστα, και του ότι ο αναιρεσίβητος με το απαντητικό του υπόμνημα αρνήθηκε κατηγορηματικά οποιαδήποτε σχετική ενέργειά του. Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι η κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι κατά παράβαση των ως άνω διατάξεων δεν γνωστοποιήθηκε στον αναιρεσίβλητο ουσιώδες μέρος της πραγματικής βάσεως των αποδιδομένων σε αυτόν παραβάσεων, δεδομένου ότι βασικό αιτιολογικό έρεισμα των εν λόγω παραβάσεων είναι η Επισκόπηση Γ, είναι εσφαλμένη, άλλως πλημμελώς αιτιολογημένη, διότι η προσβληθείσα απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στηρίχθηκε και στις τρεις ως άνω Επισκοπήσεις (Α, Β και Γ). Εξάλλου, με το εισαγωγικό δικόγραφο προβάλλονται, ως προς το παραδεκτό της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως, τα εξής: «Επειδή η παρούσα αίτησή μας ασκείται παραδεκτώς κατ’ άρθρο 53 παρ. 3 του Π.Δ/τος 18/1989 … δεδομένης της αντίθεσης της νομολογίας του Δικαστηρίου Σας (ΣτΕ 
1380/2005253/2005554/20032544/1999) προς τα γινόμενα δεκτά από την προσβαλλόμενη». Όμως, ενόψει της προβολής πλειόνων λόγων αναιρέσεως, η ως άνω επίκληση της υπάρξεως αντίθετης νομολογίας δεν αρκεί, για να δικαιολογήσει την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως, εφόσον δεν προσδιορίζεται από το αναιρεσείον, για καθένα προβαλλόμενο λόγο αναιρέσεως, το συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, το οποίο τίθεται στην υπό κρίση υπόθεση και για το οποίο δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ενδεικτικώς, ΣτΕ 2174/2015). Σε κάθε δε περίπτωση, ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος, δεδομένου ότι οι ως άνω λόγοι αναιρέσεως αμφισβητούν την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις οικείες διατάξεις και όχι την ερμηνεία των διατάξεων αυτών και, κατ’ ακολουθία, δεν νοείται αντίθεση νομολογίας επί των εν λόγω ζητημάτων (ενδεικτικώς, ΣτΕ 4040/2015).

5. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 25 του π.δ/τος 18/1989 ορίζονται τα εξής: «1. Επιτρέπεται η υποβολή πρόσθετων λόγων με δικόγραφο που κατατίθεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 19 παρ. 1 και κοινοποιείται, επί ποινή απαραδέκτου, δεκαπέντε τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, με επιμέλεια εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Η κοινοποίηση γίνεται με επίδοση κυρωμένου αντιγράφου σε όσους κοινοποιείται το ένδικο μέσον κατά το άρθρο 21 και σε εκείνους που ήδη έχουν ασκήσει παρέμβαση. Η παράγραφος 6 του άρθρου 21 έχει εφαρμογή και στην περίπτωση αυτή…».

6. Επειδή, κατά τη γνώμη που κράτησε στο Τμήμα, η προπαρατεθείσα διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 25 του π.δ/τος 18/1989, η οποία επιτρέπει την υποβολή δικογράφου προσθέτων λόγων, εξακολουθεί να ισχύει και υπό την ισχύ των μνημονευομένων διατάξεων του ν. 3900/2010, εφόσον δεν καταργείται ρητώς από αυτές ούτε αντιβαίνει στο περιεχόμενό τους. Ενόψει δε της γραμματικής διατυπώσεως της διατάξεως του άρθρου 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 και του σκοπού αυτής (ο οποίος, σύμφωνα με την οικεία εισηγητική έκθεση, είναι η, στα μέτρα εξορθολογισμού των διαδικασιών, ελαστικοποίηση των προϋποθέσεων για την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως), και προκειμένου να μην καταστεί διάταξη κενή περιεχομένου η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 25 του π.δ/τος 18/1989, πρέπει να γίνει δεκτό ότι από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι, προκειμένου να κατατεθεί παραδεκτώς δικόγραφο προσθέτων λόγων, απαιτείται να προβάλλεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος αναιρέσεως, με ταυτόχρονη επίκληση συγκεκριμένων ισχυρισμών περί αντιθέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, με συγκεκριμένη, δηλαδή, αναφορά τόσο στο νομικό ζήτημα, το οποίο τίθεται με τον λόγο αυτό, όσο και στις αποφάσεις, προς τις οποίες υπάρχει, κατά την άποψη του αναιρεσείοντος, αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως (πρβλ. ΣτΕ 
4630/20123563/20103025/2006).Στην περίπτωση δε αυτή, εφόσον πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις των εν λόγω διατάξεων, η κατά τα ανωτέρω προβολή προσθέτου λόγου αναιρέσεως και συναφούς ισχυρισμού περί παραδεκτού θεραπεύει, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989, ερμηνευόμενο υπό το φως των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ, το, λόγω του αβασίμου των προβαλλομένων με το εισαγωγικό δικόγραφο λόγων και ισχυρισμών περί παραδεκτού, απαράδεκτο της αιτήσεως αναιρέσεως. Αν και κατά τη γνώμη του Συμβούλου Ιωάννη Σπερελάκη, με την οποία συνετάχθη η Πάρεδρος Καλλιόπη Κατρά, στην περίπτωση κατά την οποία στο εισαγωγικό δικόγραφο είτε δεν υπάρχουν είτε δεν προβάλλονται παραδεκτώς ισχυρισμοί προς άρση του απαραδέκτου των προβαλλομένων με το δικόγραφο αυτό λόγων αναιρέσεως, η έλλειψη αυτή δεν μπορεί, κατά την έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων του ν. 3900/2010, ως ισχύουν, να καλυφθεί με την εκ των υστέρων προβολή τέτοιων ισχυρισμών με άλλο δικόγραφο του αναιρεσείοντος (ΣτΕ 
2555/201699334/201431813734/20134093/2011), η δε αίτηση αναιρέσεως ασκείται απαραδέκτως, χωρίς να ασκεί επιρροή η δια δικογράφου προσθέτων λόγων τυχόν προβολή προσθέτων λόγων αναιρέσεως και ισχυρισμών προς άρση του απαραδέκτου των λόγων αυτών, δεδομένου ότι, κατά πάγια νομολογία, το απαράδεκτο του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως δεν μπορεί να θεραπευθεί με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων (ΣτΕ 167/2017 7μ., 745741568/2017, πρβλ. ΣτΕ 2555/20162221/2014), η κατάθεση του οποίου προϋποθέτει την καταρχήν παραδεκτή άσκηση του ενδίκου βοηθήματος (πρβλ. ΣτΕ 2637/20162574849/2015).

7. Επειδή, εν προκειμένω, με το κατατεθέν στις 17.9.2013 δικόγραφο προσθέτων λόγων το Ελληνικό Δημόσιο προβάλλει ότι η παράλειψη της Διοικήσεως να καλέσει τον ενδιαφερόμενο να εκφέρει τις απόψεις του δεν συνεπάγεται από μόνη της την ακυρότητα της βλαπτικής γι’ αυτόν διοικητικής πράξεως, παρά μόνον εάν χωρίς την πλημμέλεια αυτή αποδεδειγμένα η συγκεκριμένη διοικητική διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα, για τον λόγο δε αυτόν ο ενδιαφερόμενος πρέπει να επικαλεσθεί, κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο, την ύπαρξη κρίσιμων στοιχείων, τα οποία -κατά την κρίση του εκάστοτε δικάζοντος δικαστηρίου- αν τα έθετε υπόψη της Διοικήσεως θα οδηγούσαν σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Ενόψει αυτών προβάλλεται ότι η προπαρατεθείσα κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου, κατά την οποία «δεν γνωστοποιήθηκε στον εφεσίβλητο ουσιώδες μέρος της πραγματικής βάσης των αποδιδόμενων σ’ αυτόν παραβάσεων με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να προβάλει τις απόψεις του και να παραβιαστεί μ’ αυτόν τον τρόπο το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου», έχει εκδοθεί κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και 20 παρ. 2 του Συντάγματος, διότι το δικάσαν Δικαστήριο έπρεπε να απορρίψει τον σχετικό λόγο εφέσεως του αναιρεσιβλήτου ως αλυσιτελώς, άλλως ως αορίστως και απαραδέκτως προβαλλόμενο, εφόσον ο αναιρεσίβλητος δεν επικαλέσθηκε με την ανακοπή του ή με άλλο δικόγραφο, κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο (ούτε φυσικά απέδειξε), την ύπαρξη οιωνδήποτε κρισίμων και ουσιωδών στοιχείων ή ισχυρισμών, σε σχέση με τις αποδιδόμενες σ’ αυτόν παραβάσεις, τα οποία (στοιχεία) δεν μπόρεσε τυχόν να θέσει υπόψη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και τα οποία μπορούσαν (κατά την κρίση του δικαστηρίου) να οδηγήσουν σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Για το παραδεκτό του ως άνω δικογράφου αναφέρεται ότι «οι ως άνω πρόσθετοι λόγοι είναι παραδεκτοί κατ’ άρθρο 53 παρ. 3 Π.Δ. 18/1989 καθόσον η πληττόμενη κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης έρχεται σε αντίθεση προς την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. σχετικά αναφερόμενη νομολογία και δη την υπ’ αριθμ. 3382/2010 απόφαση ΣτΕ επταμελούς)».

8. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, σύμφωνα με τη γνώμη που εκράτησε στο Τμήμα, το ως άνω δικόγραφο προσθέτων λόγων δύναται καταρχήν, ενόψει του περιεχομένου του και του περιεχομένου του εισαγωγικού δικογράφου, να θεραπεύσει το απαράδεκτο της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989, που προστέθηκε με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016, η δε εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση των τελευταίων αυτών διατάξεων δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το εν λόγω δικόγραφο προσθέτων λόγων κατατέθηκε πριν από τη θέση τους σε ισχύ, διότι, ενόψει της αρχής της οικονομίας της δίκης, δεν νοείται να υποχρεώνεται ο διάδικος να επαναλάβει ήδη προβληθέντες (και μάλιστα, υπό τις προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 25 του π.δ/τος 18/1989, που διασφαλίζουν την αρχή της αντιμωλίας και την αποφυγή αιφνιδιασμού των διαδίκων) ισχυρισμούς. Αν και κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, το απαράδεκτο της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως δεν μπορεί να θεραπευθεί με το ως άνω δικόγραφο των προσθέτων λόγων και ο προβαλλόμενος με το δικόγραφο αυτό λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Λόγω, όμως, της μείζονος σπουδαιότητος του εν λόγω ζητήματος και ενόψει της αντίθετης νομολογίας επί των ως άνω διατάξεων (ΣτΕ 
167/2017 7μ., 745741568/2017), το Τμήμα κρίνει ότι πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση στην επταμελή σύνθεση, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ/τος 18/1989, ορίζει δε εισηγητή ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως την Πάρεδρο Φραντζέσκα Γιαννακού και δικάσιμο την 8.5.2017.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Απέχει να αποφανθεί οριστικώς.

Παραπέμπει την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση, κατά τα ειδικότερον εκτιθέμενα στο αιτιολογικό.

Ορίζει δικάσιμο στην επταμελή σύνθεση την 8η Μαΐου 2017 και εισηγητή την Πάρεδρο Φραντζέσκα Γιαννακού.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 23 Ιανουαρίου 2017 και στις 4 Απριλίου του ίδιου έτους.

Ο Πρόεδρος του Στ´ ΤμήματοςΗ Γραμματέας του Στ´ Τμήματος

 Χρ. Ράμμος Ελ. Γκίκα

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 10ης Απριλίου 2017.

Ο Πρόεδρος του Στ´ ΤμήματοςΗ Γραμματέας 

 Χρ. ΡάμμοςΔ. Κατσάνη