ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Φεβρουαρίου 2011, με την εξής σύνθεση: Σωτ. Ρίζος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος, Ειρ. Σαρπ, Ευθ. Αντωνόπουλος, Ηρ. Τσακόπουλος, Κ. Πισπιρίγκος, Σύμβουλοι, Β. Κίντζιου, Ουρ. Νικολαράκου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Αικ. Ρίπη.
Για να δικάσει την από 29 Φεβρουαρίου 2000 αίτηση:
της σε εκκαθάριση και ήδη σε πτώχευση τελούσης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (Μνησικλέους 2), η οποία παρέστη με τη δικηγόρο Αικατερίνη Βοσνιάκου (Α.Μ. 14541), που τη διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά των: 1) Υπουργού Οικονομικών και 2) Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Αθηνών, οι οποίοι παρέστησαν με τον Αντώνιο Αντωνίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 1499/1999 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Συμβούλου Ειρ. Σαρπ.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξουσία της αναιρεσείουσας εταιρείας, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, και τον αντιπρόσωπο του αναιρεσιβλήτου Προϊσταμένου και του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (υπ’ αριθ. 2702668, 2702669/2000 διπλότυπα εισπράξεως της Δ.Ο.Υ. Δικαστικών Ενσήμων και Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών και υπ’ αριθ. 1865261, 1865262/2000 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα του φακέλου προκύπτουν τα εξής : Εις βάρος της αναιρεσείουσας εταιρείας, η οποία είχε ως αντικείμενο εργασιών την εκμετάλλευση του ξενοδοχείου «KING GEORGE» στην πλατεία Συντάγματος, είχαν βεβαιωθεί ταμειακώς στο οικείο Δημόσιο Ταμείο διάφορες οφειλές από φόρο εισοδήματος, παρακρατούμενους φόρους, πρόστιμα, κ.λπ., οι οποίες ανήρχοντο, κατά την 11.1.1988, στο ποσό των δρχ. 285.865.458, πλέον προσαυξήσεων ύψους 151.615.948 δρχ. (και συνολικώς στο ποσό των 437.481.406 δρχ.). Για την εξασφάλιση δε των απαιτήσεών του αυτών το Δημόσιο είχε εγγράψει υποθήκες επί του ανωτέρω ξενοδοχείου. Κατόπιν της δοθείσης, κατ’ επίκληση του άρθρου 85 του ν.δ/τος 321/1969, υπ’ αριθμ. 114/30.12.1987 από τον Υπουργό Οικονομικών εντολής και εξουσιοδοτήσεως προς τον Διευθυντή του Δημοσίου Ταμείου Φορολογίας Ανωνύμων Εμπορικών Εταιρειών Αθηνών, συνήφθη στις 11.1.1988 μεταξύ του Δημοσίου, εκπροσωπουμένου από τον εν λόγω Διευθυντή, και της αναιρεσείουσας εταιρείας σύμβαση, με την οποία συμφωνήθηκε η ρύθμιση των βεβαιωμένων χρεών της εταιρείας, με τους εξής όρους : 1) Τα βεβαιωμένα χρέη της εταιρείας προς το Ελληνικό Δημόσιο, συνολικού ύψους 437.734.042 δραχμών (βασικό χρέος και προσαυξήσεις μέχρι την ημερομηνία υπογραφής της συμβάσεως 437.481.406 δρχ. συν τέλος χαρτοσήμου και εισφορά υπέρ Ο.Γ.Α. ύψους 252.636 δρχ.), θα εξοφληθούν σε 60 μηνιαίες και ισόποσες δόσεις, αρχής γενομένης από 1.2.1988, 2) η καταβολή του ανωτέρω χρέους εξασφαλίζεται με εγγυητική επιστολή της Τραπέζης Κρήτης, 3) θα αρθούν όλες οι ασφαλίζουσες την ανωτέρω απαίτηση υποθήκες, προσημειώσεις ή κατασχέσεις, που είχαν εγγραφεί ή επιβληθεί μέχρι τότε επί του ξενοδοχείου της εταιρείας, 4) σε περίπτωση καθυστερήσεως δύο δόσεων: α) θα ανατρέπεται η σύμβαση EX TUNC (αναδρομικά), β) οι δόσεις, που θα έχουν εισπραχθεί, θα καταπίπτουν υπέρ του Δημοσίου ως ποινική ρήτρα, γ) θα αναβιώνει ολόκληρο το χρέος στο σύνολό του και θα υπολογίζονται επ’ αυτού προσαυξήσεις προς 4% και δ) θα αναβιώνουν οι υποθήκες και οι προσημειώσεις και 5) για κάθε μεταγενέστερη της συμβάσεως βεβαίωση χρέους τα συμβαλλόμενα μέρη διατηρούν ρητή επιφύλαξη να την ρυθμίσουν με τους όρους της εν λόγω συμβάσεως ανά μήνα και για κάθε μήνα. Μετά την υπογραφή της ανωτέρω συμβάσεως και έως τις 31.7.1990 η αναιρεσείουσα κατέβαλε το ήμισυ της οφειλής της, ανερχόμενο στο ποσό των 218.867.010 δραχμών. Εν τω μεταξύ, όμως, ο Υπουργός Οικονομικών είχε αποστείλει στις νομικές υπηρεσίες της Διοικήσεως το υπ’ αριθ. 63/20.9.1989 έγγραφο. Με το έγγραφο αυτό, στο οποίο αναφερόταν ότι η ανωτέρω σύμβαση είχε καταρτισθεί κατά παράβαση των κειμένων διατάξεων, εζητείτο να ερευνηθούν οι ζημιογόνες για το Δημόσιο επιπτώσεις από την σύναψή της και οι ενδεικνυόμενες νόμιμες ενέργειες για την διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου. Στην συνέχεια εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 48/1990 γνωμοδότηση της Συνελεύσεως των Προϊσταμένων Νομικών Διευθύνσεων των Νομικών Υπηρεσιών της Διοικήσεως. Εν όψει της διατυπωθείσης από την πλειοψηφία των μελών του εν λόγω οργάνου γνώμης περί ακυρότητος της ανωτέρω συμβάσεως, ως εκ του ότι δεν καταρτίσθηκε σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 15 του π.δ/τος 671/1982 διαδικασία, με πράξη του επί του περιέχοντος την γνωμοδότηση πρακτικού ο Υπουργός Οικονομικών δέχθηκε ότι η σύμβαση ήταν άκυρη και ενέκρινε την επαναβεβαίωση του χρέους της αναιρεσείουσας εταιρείας. Κατόπιν τούτου, το Δημόσιο κοινοποίησε στις 24.7.1990 στην αναιρεσείουσα εταιρεία την από 23.7.1990 εξώδικη πρόσκληση και δήλωση, με την οποία της γνωστοποίησε ότι η ανωτέρω σύμβαση ήταν αρχήθεν άκυρη και την κάλεσε να συμμορφωθεί προς τις προ της εν λόγω συμβάσεως υφιστάμενες υποχρεώσεις της προς το Δημόσιο. Με την από 20.8.1990 αγωγή της ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών η αναιρεσείουσα ζήτησε την αναγνώριση της ανωτέρω συμβάσεως ως έγκυρης. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο, με την υπ’ αριθ. 251/1992 απόφασή του, έκρινε ότι η αχθείσα ενώπιόν του διαφορά ανάγεται στο κύρος της ανωτέρω συμβάσεως και ότι η σύμβαση αυτή είναι διοικητική. Eν όψει δε τούτου, το Διοικητικό Πρωτοδικείο έκρινε ότι το ασκηθέν ενώπιόν του ένδικο βοήθημα είχε τον χαρακτήρα προσφυγής επί διαφοράς από διοικητική σύμβαση και ότι, ως εκ τούτου, αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο για την εκδίκασή του ήταν το Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς, στο οποίο και το παρέπεμψε. Το Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς, το οποίο επιλήφθηκε στην συνέχεια της υποθέσεως, δέχθηκε με την υπ’ αριθ. 1499/1999 απόφασή του, ότι από τις διατάξεις του ν. 1406/1983, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του π.δ/τος 341/1978, προκύπτει ότι στις διαφορές από διοικητικές συμβάσεις, αλλά και σε κάθε άλλη διοικητική διαφορά ουσίας, στην οποία είναι δυνατή η έγερση αγωγής, προβλέπεται μόνον η έγερση είτε καταψηφιστικής αγωγής είτε αναγνωριστικής αγωγής αποζημιώσεως, όχι δε και αναγνωριστικής αγωγής περί της εγκυρότητος της συμβάσεως. Εν όψει τούτου, το Διοικητικό Εφετείο δέχθηκε ότι το αίτημα της ένδικης αγωγής να αναγνωρισθεί η εγκυρότητα της επίμαχης συμβάσεως είναι απαράδεκτο και ότι, ως εκ τούτου, η αγωγή είναι απορριπτέα. Περαιτέρω, το Διοικητικό Εφετείο δέχθηκε ότι, με τέτοιο αίτημα, ούτε ως προσφυγή, στρεφομένη κατά εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξεως, είναι παραδεκτό το αχθέν προς κρίση ενώπιόν του ένδικο βοήθημα, και τούτο ανεξαρτήτως του αν η ανωτέρω σύμβαση είναι διοικητική. Στην συνέχεια, το Διοικητικό Εφετείο δέχθηκε ότι, και υπό την εκδοχή ότι η επίμαχη σύμβαση εντάσσεται στο πλαίσιο των διοικητικών συμβάσεων και ότι το ενώπιόν του αχθέν ένδικο βοήθημα αποτελεί προσφυγή κατά της πράξεως του Υπουργού Οικονομικών, που σημειώθηκε επί του προαναφερθέντος υπ’ αριθ. 48/1990 πρακτικού γνωμοδοτήσεως, δεν έχει δικαιοδοσία να αποφανθεί επί του εν λόγω ενδίκου βοηθήματος. Και τούτο διότι η διαφορά προέκυψε από την μονομερή εκ μέρους του Δημοσίου διάλυση της επίδικης συμβάσεως με πράξη, η οποία εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή των ειδικών διατάξεων των άρθρων 4, 15 και 17 του π.δ/τος 671/1982, που ρυθμίζουν την διαδικασία σχηματισμού της δηλώσεως βουλήσεως του Δημοσίου, και όχι κατ’ εφαρμογήν των όρων της συμβάσεως. Εν όψει δε τούτων το Διοικητικό Εφετείο, με την προαναφερθείσα υπ’ αριθ. 1499/1999 απόφασή του, απέρριψε την από 20.8.1990 αγωγή της αναιρεσείουσας εταιρείας. Κατά της αποφάσεως αυτής η αναιρεσείουσα άσκησε την κρινόμενη αίτηση, η οποία εισήχθη προς εκδίκαση αρχικώς στο Α΄ Τμήμα και στην συνέχεια, κατόπιν διαγραφής από το πινάκιο του εν λόγω Τμήματος, στο ΣΤ΄ Τμήμα του Δικαστηρίου. Το τελευταίο αυτό Τμήμα, με την υπ’ αριθ. 736/2009 απόφασή του, έκρινε ότι η ασκηθείσα από την αναιρεσείουσα αγωγή δεν είχε τον χαρακτήρα αγωγής αποζημιώσεως για ζημία προκληθείσα σε αυτήν από την ανώμαλη εξέλιξη διοικητικής συμβάσεως, αλλά τον χαρακτήρα αναγνωριστικής αγωγής της εγκυρότητας της μεταξύ του Δημοσίου και της αναιρεσείουσας συναφθείσης συμφωνίας, και ότι, ως εκ τούτου, η κρινόμενη αίτηση υπάγεται στην αρμοδιότητα του Δ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου. Μετά την απόφαση αυτή και κατόπιν της από 21.12.2009 πράξεως του Προέδρου του Δ΄ Τμήματος η υπόθεση εισάγεται, λόγω σπουδαιότητος, στο Δ΄ Τμήμα υπό επταμελή σύνθεση.
3. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, η εκδίκαση των διαφορών, που ανακύπτουν από σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπομένη της συμβάσεως αξίωση, υπάγεται στην δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, αν η σύμβαση είναι διοικητική. Άλλως, δηλαδή αν πρόκειται περί συμβάσεως ιδιωτικού δικαίου, δικαιοδοσία για την επίλυση της διαφοράς έχουν τα πολιτικά δικαστήρια. Θεωρείται δε η σύμβαση διοικητική, εάν πληρούνται, σωρευτικώς, οι εξής προϋποθέσεις : α) ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, β) με την σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε σκοπό δημοσίου συμφέροντος, γ) ο συμβατικός δεσμός διέπεται από εξαιρετικές ρήτρες, δηλαδή όρους αποκλίνοντες από το κοινό δίκαιο, οι οποίοι εξασφαλίζουν στο Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υπερέχουσα, έναντι του αντισυμβαλλομένου, θέση, δηλαδή θέση που δεν προσιδιάζει σε συμβαλλόμενο σε σύμβαση, η οποία συνάπτεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου (βλ. Α.Ε.Δ.10/1992, 21/1997, 3/1999, 10/2003, 6, 12, 14/2007, 18, 21/2009, Σ.τ.Ε. 1031/1995 Ολομ.,3602/2005, 3193/2006, 324/2007, 3536, 3683/2008, 72, 1383, 1664 Ολομ., 3745/2009).
4. Επειδή, κατά τον χρόνο συνάψεως της επίμαχης από 11.1.1988 συμβάσεως μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της αναιρεσείουσας εταιρείας δεν υπήρχαν διατάξεις, οι οποίες να προβλέπουν την σύναψη συμβάσεως μεταξύ του Δημοσίου και οφειλέτη αυτού για την ρύθμιση του τρόπου καταβολής ληξιπροθέσμων οφειλών, την κεφαλαιοποίηση οφειλομένων προσαυξήσεων λόγω εκπροθέσμου καταβολής, την απαλλαγή από περαιτέρω προσαυξήσεις και την παραίτηση του Δημοσίου από υπάρχουσες υπέρ αυτού εμπράγματες ασφάλειες προς εξασφάλιση των οφειλομένων σε αυτό ληξιπροθέσμων χρεών (όπως δέχεται, άλλωστε, όχι μόνον το Δημόσιο, με τα κατατεθέντα ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών στις 26.9.1991 και 30.9.1991 υπομνήματα, αλλά και η αναιρεσείουσα εταιρεία με το από 18.2.2011 υπόμνημα, το οποίο κατέθεσε μετά την συζήτηση ενώπιον του Δ΄ Τμήματος και εντός της ταχθείσης από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου προθεσμίας και στο οποίο αναφέρεται ότι «η σύμβαση δεν προβλεπόταν από ειδικές διατάξεις»). Από τις διατάξεις δε του ν.δ/τος 356/1974 «περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων» (ΦΕΚ Α΄ 90) προκύπτει ότι τα ζητήματα, που αφορούσαν την καταβολή των προς το Δημόσιο χρεών, τις προσαυξήσεις σε περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής αυτών και τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες επιτρεπόταν η διαγραφή χρεών προς το Δημόσιο, ερυθμίζοντο από τον νόμο, στις περιπτώσεις δε που προβλεπόταν από τον νόμο παροχή διευκολύνσεων ως προς την καταβολή ληξιπροθέσμων χρεών απαιτείτο, για την παροχή αυτών των διευκολύνσεων στην συγκεκριμένη περίπτωση, η έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξεως, κατόπιν τηρήσεως της θεσπιζομένης σχετικώς από τον νόμο διαδικασίας. Ειδικώτερα, το προαναφερθέν ν.δ. 356/1974, όπως ίσχυε κατά την σύναψη της επίμαχης συμβάσεως, όριζε στο άρθρο 3 ότι «1. Τα εξ οιασδήποτε αιτίας χρέη προς το Δημόσιον καταβάλλονται εφ’ άπαξ, εις δόσεις δε εφ’ όσον ίδιαι διατάξεις περί τούτου ορίζουν. 2. … 4. Η διαδικασία, τα όργανα και η αρμοδιότης τούτων δια την πέραν των νομίμων προθεσμιών τμηματικήν καταβολήν ή αναστολήν πληρωμής των παρά τοις Δημοσίοις Ταμείοις … βεβαιουμένων χρεών προς το Δημόσιον και την αναστολήν της επισπευδομένης αναγκαστικής εκτελέσεως, διέπονται υπό των διατάξεων του Ν.Δ. 532/70 και των κατ’ εξουσιοδότηση τούτου εκδοθέντων ή εκδοθησομένων Π. Διαταγμάτων. 5. …», στο άρθρο 6 ότι «1. Από της επομένης της ημέρας, αφ’ ης … καθίστανται ληξιπρόθεσμα τα χρέη προς το Δημόσιον, επιβάλλονται επ’ αυτών προσαυξήσεις εκπροθέσμου καταβολής. … 2. Κατά την εκάστοτε είσπραξιν των δημοσίων εσόδων εισπράττεται υποχρεωτικώς και η επί του καταβαλλομένου ποσού της οφειλής αναλογούσα προσαύξησις λόγω εκπροθέσμου καταβολής. 3. … 6. Επιτρέπεται εις τον Υπουργόν των Οικονομικών ή, εις το κατά περίπτωσιν αρμόδιον κατά τας κειμένας διατάξεις όργανον, ίνα δι’ αποφάσεώς των, εκδιδομένης μετ’ ητιολογημένην γνώμην των Επιτροπών του άρθρου 17 του Ν. 5940/33 και του άρθρου 15 του Ν. 3200/55, απαλλάσσουν εν όλω ή εν μέρει των ανωτέρω προσαυξήσεων οφειλάς προς το Δημόσιον εφ’ όσον η εκπρόθεσμος καταβολή οφείλεται ουχί εις υπαιτιότητα του υποχρέου αλλά εις υπαιτιότητα των αρμοδίων Δημοσίων οργάνων αποδεικνυομένην εξ επισήμων εγγράφων. … 7. …» και στο άρθρο 82 παρ. 1 ότι «Χρέη εν γένει προς το Δημόσιον δύνανται να διαγραφούν εν όλω ή εν μέρει αποφάσει του Υπουργού των Οικονομικών, ή κατά περίπτωσιν του αρμοδίου οργάνου αποκεντρώσεως, μετά σύμφωνον γνώμην των Επιτροπών του άρθρου 17 του Ν. 5940/33 και του άρθρου 15 του Ν. 3200/55 κατά τας διακρίσεις των άρθρων 1 παρ. 15 και 2 παρ. 13 του 705/1970 Β. Διατάγματος, …». Συνεπώς, ζητήματα όπως τα ανωτέρω δεν μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο συμβάσεως μεταξύ του Δημοσίου και οφειλέτη του. Εξάλλου, και το άρθρο 83 του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο για την προκειμένη υπόθεση χρόνο Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού (ν.δ. 321/1969, ΦΕΚ Α΄ 205) όριζε ότι «Συμβάσεις, διά των οποίων δημιουργούνται υποχρεώσεις εις βάρος του Δημοσίου, δεν δύναται να συνομολογηθούν εφ’ όσον δεν προβλέπονται υπό γενικών ή ειδικών διατάξεων», κατά την έννοια δε της διατάξεως αυτής η σύναψη τέτοιων συμβάσεων δεν επιτρεπόταν, έστω και αν από αυτές απέρρεαν ενδεχομένως, εκτός από υποχρεώσεις, και δικαιώματα υπέρ του Δημοσίου. Το δε άρθρο 15 του π.δ/τος 671/1982 «Οργάνωση των Νομικών Υπηρεσιών της Διοίκησης» (ΦΕΚ Α΄ 140), το οποίο, όπως ίσχυε κατά την σύναψη της επίμαχης συμβάσεως, θέσπιζε διαδικασία, η οποία έπρεπε να ακολουθηθεί σε περίπτωση, μεταξύ άλλων, συμβιβασμού επί διαφορών του Δημοσίου, δεν επέτρεπε στην Διοίκηση να συνάπτει σύμβαση συμβιβασμού εν σχέσει με οποιανδήποτε διαφορά, αλλά προϋπέθετε την ύπαρξη άλλων διατάξεων, οι οποίες να επιτρέπουν την σύναψη τέτοιας συμβάσεως εκ μέρους του Δημοσίου, εν όψει της απορρεούσης από το Σύνταγμα (βλ. άρθρα 26 παρ. 1 και 2 και 50) και διεπούσης το σύνολο της διοικητικής δράσεως αρχής της νομιμότητος της Διοικήσεως, εν αντιθέσει με την διέπουσα τις μεταξύ ιδιωτών σχέσεις και απορρέουσα από το άρθρο 361 του Αστικού Κώδικα αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων. Περαιτέρω, και η διάταξη του άρθρου 85 του ανωτέρω Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού, η οποία όριζε ότι «νόμιμος εκπρόσωπος του Δημοσίου δια την συνομολόγησιν συμβάσεων, εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλως, είναι ο οικείος Υπουργός ή ο υπ’ αυτού γενικώς ή ειδικώς εξουσιοδοτούμενος», είχε την έννοια ότι ο οικείος Υπουργός ή ο υπ’ αυτού εξουσιοδοτηθείς ήταν ο νόμιμος εκπρόσωπος του Δημοσίου για την συνομολόγηση συμβάσεων, εφ’ όσον, όμως, η σύναψη αυτών επιτρεπόταν από την κείμενη νομοθεσία. Εν όψει δε, προφανώς, του ότι ο νόμος δεν προέβλεπε την δυνατότητα συνάψεως συμβάσεως όπως η επίμαχη από 11.1.1988 σύμβαση, οι περιληφθέντες σε αυτήν όροι, όπως περιγράφονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και παρατίθενται στην δεύτερη σκέψη της παρούσης αποφάσεως, δεν εξασφαλίζουν στο Δημόσιο υπερέχουσα θέση έναντι της αντισυμβαλλομένης αναιρεσείουσας εταιρείας, μη προσιδιάζουσα σε συμβαλλόμενο σε σύμβαση διεπομένη από το ιδιωτικό δίκαιο. Δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ότι αποτελούν τέτοιους όρους η πρόβλεψη στην ανωτέρω σύμβαση ότι η καταβολή του χρέους εξασφαλίζεται με εγγυητική επιστολή τραπέζης και ότι, σε περίπτωση καθυστερήσεως δύο δόσεων, α) θα ανατρέπεται η σύμβαση αναδρομικά, β) οι δόσεις, που θα έχουν εισπραχθεί, θα καταπίπτουν υπέρ του Δημοσίου ως ποινική ρήτρα, γ) θα αναβιώνει ολόκληρο το χρέος στο σύνολό του και θα υπολογίζονται επ’ αυτού προσαυξήσεις και δ) θα αναβιώνουν οι εμπράγματες ασφάλειες, που υπήρχαν πριν από την σύναψη της συμβάσεως προς εξασφάλιση του χρέους. Και τούτο διότι οι όροι αυτοί, οι οποίοι αποβλέπουν στην εξασφάλιση του έχοντος εν προκειμένω την θέση του δανειστή Δημοσίου σε περίπτωση αθετήσεως των υποχρεώσεων, που ανέλαβε με την σύμβαση η οφειλέτις αναιρεσείουσα, δεν δύνανται να θεωρηθούν ότι δεν προσιδιάζουν σε σύμβαση συμβιβασμού διεπομένη από το ιδιωτικό δίκαιο (άρθρο 871 του Αστικού Κώδικα). Ενέργειες δε του Δημοσίου, μεταγενέστερες από την κοινοποίηση προς την αναιρεσείουσα της προαναφερθείσης από 23.7.1990 εξώδικης προσκλήσεως και δηλώσεως, όπως τυχόν «επαναπροσδιορισμός» των οφειλομένων από την αναιρεσείουσα χρεών και κοινοποίηση σε αυτήν προγραμμάτων πλειστηριασμού ακινήτων της, δεν προσδίδουν υπερέχουσα θέση στο Δημόσιο στο πλαίσιο της επίδικης συμβάσεως, διότι οι ενέργειες αυτές δεν ερείδονται σε όρους της εν λόγω συμβάσεως, αλλά σε διατάξεις της νομοθεσίας, που ρυθμίζει την είσπραξη των δημοσίων εσόδων. Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός, που προβάλλεται με το προαναφερθέν από 18.2.2011 υπόμνημα της αναιρεσείουσας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξ άλλου, το γεγονός ότι το Δημόσιο θεώρησε ότι η επίμαχη σύμβαση είναι άκυρη δεν επηρεάζει τον χαρακτήρα της συμβάσεως, για τον καθορισμό του οποίου λαμβάνονται υπόψη τα εκτεθέντα στην τρίτη σκέψη κριτήρια. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος με το ίδιο ως άνω υπόμνημα ισχυρισμός της αναιρεσείουσας. Εν όψει των ανωτέρω, η συναφθείσα μεταξύ του Δημοσίου και της αναιρεσείουσας εταιρείας από 11.1.1988 σύμβαση δεν είχε τον χαρακτήρα διοικητικής συμβάσεως, και τούτο αδιαφόρως αν θα μπορούσε ή όχι να θεωρηθεί ότι με αυτήν επιδιώκετο πράγματι η ικανοποίηση δημοσίου σκοπού. Εξ άλλου, η άποψη αυτή ενισχύεται και από την υπ’ αριθ. 550/2005 απόφαση του Αρείου Πάγου, την οποία προσκόμισε η αναιρεσείουσα με το προαναφερθέν από 18.2.2011 υπόμνημά της. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι η επίμαχη σύμβαση αποτελεί ιδιωτικού δικαίου σύμβαση συμβιβασμού και, ότι, ως εκ τούτου, η διαφορά, που γεννήθηκε από την από 20.8.1990 αγωγή, την οποία είχε ασκήσει η αναιρεσείουσα ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για την αναγνώριση του κύρους της εν λόγω συμβάσεως, αποτελεί διαφορά ιδιωτικού δικαίου, για την επίλυση της οποίας είναι αρμόδια τα πολιτικά δικαστήρια. Εν όψει δε τούτου ο Άρειος Πάγος με την ανωτέρω απόφασή του, απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως, που είχε ασκήσει η αναιρεσείουσα κατά της υπ’ αριθ. 5130/1993 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών (αντίγραφο της οποίας επίσης προσκόμισε η αναιρεσείουσα με το προαναφερθέν υπόμνημα) και με την οποία προέβαλε (όπως αναφέρεται στην απόφαση του Αρείου Πάγου) για πρώτη φορά, και αντιθέτως προς όσα είχε υποστηρίξει στα πολιτικά δικαστήρια της ουσίας, ότι η γεννηθείσα με την ανωτέρω αγωγή της διαφορά είναι διοικητική, αφορώσα το κύρος διοικητικής συμβάσεως. Συνεπώς, η προκειμένη διαφορά, που αφορά την αναγνώριση του κύρους της ανωτέρω από 11.1.1988 συμβάσεως, υπάγεται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και, ως εκ τούτου, η από 20.8.1990 αγωγή, που άσκησε ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων η αναιρεσείουσα, έπρεπε να απορριφθεί λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας. Εν όψει τούτου, νομίμως απερρίφθη η εν λόγω αγωγή με την προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και με άλλη αιτιολογία, ο δε λόγος αναιρέσεως ότι η προκειμένη διαφορά είναι διοικητική διαφορά ουσίας απορρέουσα από διοικητική σύμβαση και ότι εσφαλμένως το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι δεν έχει δικαιοδοσία να αποφανθεί επ’ αυτής είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
5. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί, το Δικαστήριο, όμως, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι η αναιρεσείουσα εταιρεία πρέπει να απαλλαγεί από την δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου Δημοσίου (άρθρο 39 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989, ΦΕΚ Α΄ 8 ).
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου.
Απαλλάσσει την αναιρεσείουσα εταιρεία από την καταβολή δικαστικής δαπάνης.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 22 Μαρτίου 2011 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 2ας Μαΐου 2011.
Ο Πρόεδρος του Δ’ Τμήματος Η Γραμματέας
. Επειδή, λόγω κωλύματος, κατά την έννοια του άρθρου 26 παρ. 2 (με την οποία παράγραφο 2 προστέθηκαν τέσσερα εδάφια στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του π.δ/τος 18/1989, Α΄ 8) του ν. 3719/2008 (Α΄ 241. Βλ. Πρακτικό Διασκέψεως της Ολομελείας του Δικαστηρίου 248/1009, Σ.τ.Ε. Ολομ. 3500/2009, 169/2010), της Παρέδρου Βασιλικής Κίντζιου, τακτικού μέλους της συνθέσεως που εκδίκασε την ανωτέρω υπόθεση, λαμβάνει μέρος αντ’ αυτής στην διάσκεψη ως τακτικό μέλος ο Πάρεδρος Δημήτριος Εμμανουηλίδης, αναπληρωματικό μέχρι τώρα μέλος της συνθέσεως.
2. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθ. 3228411, 4198999/2008 ειδικά γραμμάτια παραβόλου Α΄ σειράς).
3. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής : Με το από 11.3.1955 βασιλικό διάταγμα (Α΄ 78) και την υπ’ αριθ. Π.18394/8991/16.2.1973 κοινή απόφαση των Υπουργών παρά τω Πρωθυπουργώ, Οικονομικών και Δημοσίων Έργων (Δ΄ 64), όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθ. Π. 4449/2739/Ν.12299/7.7.1973 κοινή απόφαση των ίδιων Υπουργών (Δ΄ 224), κηρύχθηκαν, υπέρ και με δαπάνη του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου «Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων» (το οποίο μετονομάσθηκε με το άρθρο 37 παρ. 1 του ν. 2725/1999, Α΄ 121, σε «Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή»), αναγκαστικές απαλλοτριώσεις εκτάσεων κειμένων εντός των ορίων του Δήμου Αμαρουσίου, με σκοπό η μεν πρώτη την ίδρυση Πανελληνίου Ολυμπιακού Σταδίου και η δεύτερη την επέκταση του χώρου του εν λόγω Σταδίου. Στην μείζονα έκταση, που προέκυψε από τις ανωτέρω απαλλοτριώσεις, κατασκευάσθηκαν αρχικώς το Ολυμπιακό Στάδιο και στην συνέχεια και άλλες αθλητικές εγκαταστάσεις. Προς διαχείριση δε και εκμετάλλευση όλων των κυρίων και βοηθητικών χώρων και εγκαταστάσεων του Ολυμπιακού Σταδίου συνεστήθη, με το άρθρο 12 του ν. 1646/1986 (Α΄ 138), νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Ολυμπιακό Αθλητικό Κέντρο Αθήνας (Ο.Α.Κ.Α.) Σπύρος Λούης». Στο ανατολικό τμήμα της ανωτέρω εκτάσεως, το οποίο έχει πρόσωπο επί των Λεωφόρων Κηφισίας και Σπύρου Λούη και εμβαδόν 63.127 τ.μ., κατασκευάσθηκε, με βάση την χορηγηθείσα με την υπ’ αριθ. 22156/29.4.2003 απόφαση της Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων υπ’ αριθ. 75/2003 οικοδομική άδεια, η οποία αναθεωρήθηκε με την υπ’ αριθ. 38274/27.11.2003 απόφαση της ίδιας Υπουργού, το Ολυμπιακό Κέντρο Ραδιοτηλεόρασης (ή Διεθνές Κέντρο Ραδιοτηλεόρασης – INTERNATIONAL BROADCASTING CENTER) για την στέγαση των κυρίων και βοηθητικών εγκαταστάσεων (ραδιοτηλεοπτικών θαλάμων (studios), γραφείων, καταστημάτων προς εξυπηρέτηση των εργαζομένων στο κτίριο, χώρων εστιάσεως, σταθμεύσεως και αποθηκεύσεως) των ραδιοτηλεοπτικών μέσων μαζικής ενημερώσεως κατά την διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Με την άδεια αυτή, όπως αναθεωρήθηκε, επετράπησαν κάλυψη 30.760 τ.μ., δόμηση 68.695 τ.μ., ύψος 28,50 μ. και κατασκευή υπογείου, ημιυπογείου, ισογείου και τεσσάρων ορόφων, αφού ελήφθησαν υπόψη οι ανάγκες που επρόκειτο να καλύψει το ανωτέρω κτίριο κατά την διάρκεια των Αγώνων (λειτουργία επί εικοσιτετραώρου βάσεως καθ’ όλη την διάρκεια των Αγώνων και για κάποιο χρονικό διάστημα πριν και μετά από αυτούς και στέγαση καθημερινώς περί τις 8.000-10.000 εργαζομένους). Μετά την λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων με το άρθρο 35 παρ. 1 του ν. 3342/2005 ανατέθηκε στην εταιρεία «ΟΛΥΜΠΙΑΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.» η αξιοποίηση, η χρήση, η διαχείριση και η εκμετάλλευση ορισμένων εγκαταστάσεων, που είχαν χρησιμοποιηθεί για τις ανάγκες των Αγώνων, μεταξύ των οποίων και του ανωτέρω Κέντρου, το οποίο παραδόθηκε στην προαναφερθείσα εταιρεία, κατ’ εφαρμογήν σχετικής προβλέψεως στην ανωτέρω διάταξη του νόμου, με την υπ’ αριθ. πρωτ. ΕΥΔΕ/ Φ950/105/264/1.2.2007 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού. Με το παρατιθέμενο κατωτέρω στην σκέψη 15 άρθρο 21 του ανωτέρω ν. 3342/2005 αφενός μεν ορίσθηκε ότι χωροθετούνται σε τμήμα του κτιρίου του εν λόγω Κέντρου δύο μουσεία (παρ. 1) και ότι στο υπόλοιπο τμήμα αυτού επιτρέπονται, πέραν των χρήσεων που δόθηκαν για την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων, οι χρήσεις εμπορικών καταστημάτων, χώρων εστίασης κοινού, γραφείων και ιατρείων (παρ. 2), αφετέρου δε επετράπη η, σύμφωνα με τους υφιστάμενους όρους δομήσεως, κατασκευή οποιωνδήποτε πρόσθετων διαμερισματώσεων, καθ’ ύψος ή κατά πλάτος, εντός του όγκου του κτιρίου για την εξυπηρέτηση όλων των ανωτέρω χρήσεων (παρ. 3). Μετά την δημοσίευση του ανωτέρω νόμου, η εταιρεία «ΟΛΥΜΠΙΑΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.» δημοσίευσε πρόσκληση για την εκδήλωση ενδιαφέροντος, σχετικά με την παραχώρηση του δικαιώματος μακροχρόνιας χρήσεως – εκμισθώσεως του κυρίου τμήματος του Διεθνούς Κέντρου Ραδιοτηλεόρασης, δηλαδή του τμήματος αυτού που προορίζεται για εμπορικές και επιχειρηματικές χρήσεις. Από την διαδικασία του διεξαχθέντος, με βάση την πρόσκληση αυτή, διαγωνισμού ανακηρύχθηκε ανάδοχος η εταιρεία «LAMDA DEVELOPMENT Ανώνυμη Εταιρεία Συμμετοχών και Αξιοποίησης Ακινήτων» με την από 30.5.2006 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ανωτέρω εταιρείας «ΟΛΥΜΠΙΑΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.». Κατόπιν της από 31.5.2006 προτάσεως της ανακηρυχθείσης ως αναδόχου εταιρείας και της αποδοχής της με τις από 9.6.2006 και 17.7.2006 αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας «ΟΛΥΜΠΙΑΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.», συνήφθη στις 29.8.2006 σύμβαση εκμισθώσεως για χρονική περίοδο 40 ετών του ανωτέρω τμήματος του Διεθνούς Κέντρου Ραδιοτηλεόρασης προς την εταιρεία «LAMDA ΔΟΜΗ Ανώνυμη Εταιρεία Υπηρεσιών και Αξιοποίησης Ακινήτων», θυγατρική της ανακηρυχθείσης ως αναδόχου εταιρείας, με εγγυήτρια την τελευταία αυτή εταιρεία. Αντικείμενο της συμβάσεως είναι συγκεκριμένα το κύριο τμήμα του Διεθνούς Κέντρου Ραδιοτηλεόρασης, το οποίο περιλαμβάνεται από τον άξονα 11 έως το Ν.Α. άκρο του εν λόγω κτιρίου και περιγράφεται αναλυτικά στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 1 της συμβάσεως, αποτελείται δε από δύο υπόγεια, ισόγειο και τέσσερις ορόφους. Μετά την σύναψη της ανωτέρω συμβάσεως με την υπ’ αριθ. πρωτ. ΔΜΕΟ/2147/στ-ζ/752/Φ.915/27.3.2007 πράξη του Διευθυντή της Διευθύνσεως Μελετών Έργων Οδοποιΐας της Γενικής Διευθύνσεως Συγκοινωνιακών Έργων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων γνωστοποιήθηκε στην εταιρεία «ΟΛΥΜΠΙΑΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.» ότι, ενόψει της συνταχθείσης σχετικής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η ανωτέρω υπηρεσία δεν έχει αντίρρηση, από κυκλοφοριακή άποψη, για την σύνδεση του σταθμού αυτοκινήτων, που θα λειτουργήσει στο εμπορικό και επιχειρηματικό συγκρότημα, το οποίο πρόκειται να στεγασθεί στο ανωτέρω κτίριο, με το παρακείμενο οδικό δίκτυο. Στην συνέχεια χορηγήθηκε στην εταιρεία «ΟΛΥΜΠΙΑΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.», με πράξη της Προϊσταμένης της Διευθύνσεως Οικοδομικών και Κτιριοδομικών Κανονισμών (Ο.Κ.Κ.) της Γενικής Διευθύνσεως Πολεοδομίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, η υπ’ αριθ. 5/11.5.2007 άδεια καθαιρέσεων και ενισχύσεως του φέροντος οργανισμού του κυρίου τμήματος του ανωτέρω κτιρίου για την μετασκευή του σε εμπορικό και επιχειρηματικό συγκρότημα. Κατόπιν εκδόθηκε η υπ’ αριθ. Α.Π. οικ. 101576/22.2.2008 κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Πολιτισμού, με την οποία εγκρίθηκαν περιβαλλοντικοί όροι για την μετατροπή και την αλλαγή χρήσεως του Διεθνούς Κέντρου Ραδιοτηλεόρασης εν μέρει σε εμπορικό και επιχειρηματικό συγκρότημα με υπόγειο σταθμό αυτοκινήτων και εν μέρει σε μουσεία. Τέλος, χορηγήθηκε στην εταιρεία «ΟΛΥΜΠΙΑΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.», με πράξη της Προϊσταμένης της προαναφερθείσης Διευθύνσεως Ο.Κ.Κ., η υπ’ αριθ. 8/7.3.2008 άδεια οικοδομής, με την οποία επετράπη η μετασκευή του κυρίου τμήματος του Διεθνούς Κέντρου Ραδιοτηλεόρασης σε εμπορικό και επιχειρηματικό συγκρότημα με υπόγειο σταθμό αυτοκινήτων (1377 θέσεων), με επιπλέον δόμηση, μέσω της κατασκευής διαμερισματώσεων εντός του υπάρχοντος κελύφους του κτιρίου (του οποίου η συνολικώς δομημένη επιφάνεια ανέρχεται σε 68.695 τ.μ. και η δομημένη επιφάνεια του κυρίου τμήματος αυτού σε 49.326 τ.μ.), 23.802 τ.μ. [με συνέπεια η συνολικώς δομούμενη επιφάνεια στο κύριο τμήμα του κτιρίου, όπου θα στεγασθεί το ανωτέρω συγκρότημα, να ανέρχεται σε 73.128 τ.μ. (49.326 τ.μ. ήδη δομημένη επιφάνεια + 23.802 τ.μ. επιπλέον δομούμενη επιφάνεια)]. Με την κρινόμενη αίτηση οι αιτούντες ζητούν την ακύρωση α) της υπ’ αριθ. 75/29.4.2003 οικοδομικής άδειας, με βάση την οποία ανηγέρθη το επίδικο κτίριο, β) της υπ’ αριθ. 5/11.5.2007 άδειας καθαιρέσεων και ενισχύσεως του φέροντος οργανισμού του κυρίου τμήματος του εν λόγω κτιρίου, γ) της υπ’ αριθ. Α.Π. οικ. 101576/22.2.2008 κοινής υπουργικής αποφάσεως περί εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων και δ) της υπ’ αριθ. 8/7.3.2008 οικοδομικής άδειας για την μετασκευή του ανωτέρω τμήματος του επιδίκου κτιρίου σε εμπορικό και επιχειρηματικό συγκρότημα με υπόγειο σταθμό αυτοκινήτων.
4. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου λόγω της σπουδαιότητάς της, κατόπιν της από 6.5.2008 πράξεως του Προέδρου του, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14 παρ. 2 εδ. α του π.δ/τος 18/1989.
5. Επειδή, ενόψει των εκτεθέντων στην τρίτη σκέψη, στην δίκη παραδεκτώς παρεμβαίνουν υπέρ του κύρους των προσβαλλομένων πράξεων αφενός μεν η εταιρεία «ΟΛΥΜΠΙΑΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε» και αφετέρου, με κοινό δικόγραφο, οι εταιρείες «LAMDA ΔΟΜΗ Ανώνυμη Εταιρεία Υπηρεσιών και Αξιοποίησης Ακινήτων» και «LAMDA DEVELOPMENT Ανώνυμη Εταιρεία Συμμετοχών και Αξιοποίησης Ακινήτων».
6. Επειδή, η εκδίκαση της κρινομένης αιτήσεως, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 5/11.5.2007 άδειας καθαιρέσεων και ενισχύσεως του φέροντος οργανισμού του κυρίου τμήματος του επιδίκου κτιρίου, της υπ’ αριθ. 8/7.3.2008 οικοδομικής άδειας μετασκευής του εν λόγω τμήματος σε εμπορικό και επιχειρηματικό συγκρότημα και της υπ’ αριθ. 75/29.4.2003 οικοδομικής άδειας, με βάση την οποία έχει ανεγερθεί το κτίριο αυτό, ανήκει στην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 περ. θ΄ του ν. 702/1977 (Α΄ 268), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2944/2001 (Α΄ 222). Δεδομένου, όμως, ότι η εκδίκαση της κρινομένης αιτήσεως, κατά το μέρος που στρέφεται κατά των λοιπών προσβαλλομένων, και συναφών με τις ανωτέρω άδειες, πράξεων, ανήκει στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, συντρέχει νόμιμος λόγος, συνιστάμενος στην οικονομία της δίκης, να κρατηθεί, ως προς τις άδειες αυτές, η υπόθεση και να δικασθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 67 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989 (βλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 3059/2009).
7. Επειδή, ο δεύτερος αιτών παραιτήθηκε από την κρινόμενη αίτηση με δήλωση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως της υπογράφουσας το δικόγραφο της αιτήσεως πληρεξουσίας του δικηγόρου. Συνεπώς, ως προς αυτόν, η δίκη πρέπει να κηρυχθεί κατηργημένη, συμφώνως προς το άρθρο 30 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989, και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς τον πρώτο αιτούντα.
8. Επειδή, ο πρώτος αιτών, ως προς τον οποίο χωρεί η συζήτηση της υποθέσεως, φερόμενος ως κάτοικος του Δήμου Αμαρουσίου, με έννομο συμφέρον ασκεί την κρινόμενη αίτηση.
9. Επειδή, η υπ’ αριθ. Α.Π. οικ. 101576/22.2.2008 κοινή υπουργική απόφαση περί εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων και η υπ’ αριθ. 8/7.3.2008 οικοδομική άδεια εκδόθηκαν σε χρόνο που απέχει λιγότερο από εξήντα ημέρες από την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως (21.4.2008). Από τα στοιχεία δε του φακέλου δεν προκύπτει ότι ο αιτών είχε λάβει πλήρη γνώση της υπ’ αριθ. 5/11.5.2007 άδειας καθαιρέσεων και ενισχύσεως του φέροντος οργανισμού του επιδίκου κτιρίου σε χρόνο απέχοντα πλέον των εξήντα ημερών από την άσκηση της εν λόγω αιτήσεως. Συνεπώς, ως προς τις πράξεις αυτές η κρινόμενη αίτηση ασκείται εμπροθέσμως. Αντιθέτως, η κρινόμενη αίτηση ασκείται εκπροθέσμως κατά το μέρος που στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 75/29.4.2003 οικοδομικής άδειας, με την οποία επετράπη η ανέγερση του επιδίκου κτιρίου. Και τούτο διότι η ανέγερση αυτού ολοκληρώθηκε το έτος 2004, από την θέση του δε εντός του χώρου των εγκαταστάσεων του Ο.Α.Κ.Α., την χρησιμοποίησή του για τις ανάγκες των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 και το γεγονός ότι ο αιτών φέρεται ως κάτοικος του Δήμου Αμαρουσίου τεκμαίρεται πλήρης γνώση εκ μέρους του της εν λόγω άδειας σε χρόνο απέχοντα πλέον των εξήντα ημερών από την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως. Κατόπιν τούτων, όλοι οι αφορώντες το κύρος της εν λόγω άδειας λόγοι ακυρώσεως είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. Εξάλλου, η προσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση υπ’ αριθ. 8/7.3.2008 άδεια μετασκευής του επιδίκου κτιρίου δεν αποτελεί αναθεώρηση της αρχικώς εκδοθείσης για την ανέγερση του εν λόγω κτιρίου οικοδομικής άδειας, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο αιτών με το υπογραφόμενο από την εκ των πληρεξουσίων δικηγόρων του Αικ. Ψάλτη από 4.2.2010 υπόμνημά του, το οποίο υπεβλήθη μετά την συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, εντός της ταχθείσης από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου σχετικής προθεσμίας. Αλλά και αν ακόμη ήθελε θεωρηθεί ότι η ήδη προσβαλλόμενη άδεια μετασκευής αποτελεί αναθεώρηση της αρχικής οικοδομικής άδειας, με την οποία επετράπη η ανέγερση του κτιρίου, και πάλι με την έκδοσή της δεν ανεβίωσε η προθεσμία για την προσβολή της αρχικής άδειας με αίτηση ακυρώσεως, ούτε είναι δυνατή, στα πλαίσια της παρούσης δίκης, η έρευνα ζητημάτων, που αφορούν την αρχική αυτή άδεια, όπως είναι το κατ’ αρχήν επιτρεπτόν της ανεγέρσεως του επιδίκου κτιρίου ή η συμφωνία ή μη προς το Σύνταγμα των εφαρμοσθέντων κατά την ανέγερσή του όρων δομήσεως (π.χ. συντελεστού δομήσεως, ύψους), διότι τούτο θα οδηγούσε σε ανεπίτρεπτο παρεμπίπτοντα έλεγχο ατομικής διοικητικής πράξεως, η οποία έχει το τεκμήριο της νομιμότητας. Το γεγονός δε ότι δεν είναι δυνατή η έρευνα των ζητημάτων αυτών παρεμπιπτόντως στα πλαίσια της παρούσης δίκης δεν συνεπάγεται την στέρηση του αιτούντος από το δικαίωμα παροχής εννόμου δικαστικής προστασίας ως προς την ανωτέρω αρχική οικοδομική άδεια, εφόσον είχε την δυνατότητα να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως κατ’ αυτής. Περαιτέρω, με το υπογραφόμενο από τον εκ των πληρεξουσίων δικηγόρων του αιτούντος Παν. Θεοδωρόπουλο από 4.2.2010 υπόμνημα, το οποίο επίσης υπεβλήθη μετά την συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, εντός της ταχθείσης από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου σχετικής προθεσμίας, ο αιτών προβάλλει ότι το επίδικο κτίριο ήταν εκ κατασκευής αποδομητέο και, ως εκ τούτου, η αρχική υπ’ αριθ. 75/2003 άδεια δεν ήταν προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως ως αυστηρώς προσωρινή, ισχύουσα έως την λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων, και, συνεπώς, ανύπαρκτη μετά την λήξη αυτών. Ο ισχυρισμός αυτός, με τον οποίο ο αιτών επιδιώκει να θεωρηθεί ότι η ανέγερση του επιδίκου κτιρίου πραγματοποιείται πράγματι με βάση την νεώτερη και εμπροθέσμως προσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση υπ’ αριθ. 8/2008 οικοδομική άδεια, ώστε να ελεγχθεί το κατ’ αρχήν επιτρεπτόν της ανεγέρσεως του κτιρίου και η συμφωνία ή μη προς το Σύνταγμα των εφαρμοσθέντων κατά την ανέγερσή του όρων δομήσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο δε διότι, ανεξαρτήτως του ότι και οι περιορισμένης χρονικής ισχύος διοικητικές πράξεις είναι προσβλητές με αίτηση ακυρώσεως, το επίδικο κτίριο, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 2730/1999 με τα άρθρα 1 παρ. 1 και 4 παρ. 1.1 της υπ’ αριθ. Α.Π. οικ. 49882/8.8.2001 αποφάσεως του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Α΄ 1044), εξ αρχής προβλέφθηκε ως μόνιμη κατασκευή, προορισμένη να παραμείνει και μετά την λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων και να καλύψει συμβατές με την μορφή και τον τρόπο κατασκευής του μεταολυμπιακές χρήσεις από εκείνες που επετράπησαν για τις ολυμπιακές εγκαταστάσεις με το αναφερόμενο κατωτέρω στην σκέψη 13 άρθρο 1 παρ. 2 περ. γ΄ του ως άνω ν. 2730/1999.
10. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση, ασκουμένη κατά τα λοιπά παραδεκτώς από τον ανωτέρω αιτούντα, είναι περαιτέρω εξεταστέα ως προς αυτόν.
11. Επειδή, στο άρθρο 24 του Συντάγματος (όπως αναθεωρήθηκε με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων) ορίζεται ότι «1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στα πλαίσια της αρχής της αειφορίας. … 2. Η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης. Οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις γίνονται κατά τους κανόνες της επιστήμης». Με τις διατάξεις αυτές έχει αναχθεί σε συνταγματικά προστατευόμενη αξία το οικιστικό, φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, από το οποίο εξαρτάται η ποιότητα ζωής και η υγεία των κατοίκων των πόλεων και των οικισμών. Οι συνταγματικές αυτές διατάξεις απευθύνουν επιταγές στο νομοθέτη (κοινό ή κανονιστικό) να ρυθμίσει την χωροταξική ανάπτυξη και πολεοδομική διαμόρφωση της χώρας με βάση ορθολογικό σχεδιασμό, υπαγορευόμενο από πολεοδομικά κριτήρια, σύμφωνα με τη φυσιογνωμία, τις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες κάθε περιοχής. Κριτήρια για την χωροταξική αναδιάρθρωση και την πολεοδομική ανάπτυξη των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών είναι η εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας και της αναπτύξεως των οικισμών και η εξασφάλιση των καλυτέρων δυνατών όρων διαβιώσεως των κατοίκων. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, απαγορεύεται, καταρχήν, η λήψη μέτρων που επιφέρουν επιδείνωση των όρων διαβιώσεως και υποβάθμιση του υπάρχοντος φυσικού ή του διαγραφομένου από την ισχύουσα πολεοδομική νομοθεσία οικιστικού περιβάλλοντος. Η τήρηση της συνταγματικής αυτής επιταγής υπόκειται στον οριακό έλεγχο του ακυρωτικού δικαστή, ο οποίος οφείλει, βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας, να σταθμίσει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, κατά πόσο υποβαθμίζεται το περιβάλλον. Ειδικότερα, κατά τον καθορισμό ή την τροποποίηση χρήσεων γης, οι οποίες αποτελούν ουσιώδες στοιχείο της κατά το άρθρο 24 του Συντάγματος επιβαλλομένης, κατά τα ανωτέρω, ορθολογικής χωροταξίας και πολεοδομίας και καθορίζουν την πολεοδομική φυσιογνωμία κάθε οικισμού, από την οποία, ενόψει και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, εξαρτάται η λειτουργικότητά του, πρέπει να αναζητείται ο πλέον πρόσφορος τρόπος θεραπείας των πολεοδομικών αναγκών, δυνάμει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων, συναπτομένων προς τον σεβασμό του περιβάλλοντος, την ασφάλεια, υγιεινή και αισθητική, αλλά και την λειτουργικότητα των πόλεων και οικισμών, την ικανότητά τους, δηλαδή, να επιτελούν την κύρια λειτουργία τους. Λόγοι δε αναγόμενοι στην υφιστάμενη πραγματική κατάσταση και στην εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων λαμβάνονται υπόψη μόνον επιβοηθητικώς (βλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 3059/2009, 123/2007). Εξάλλου, κατά την θέσπιση χωροταξικών και πολεοδομικών ρυθμίσεων τόσο η Διοίκηση, όσο και ο κοινός νομοθέτης οφείλουν, προκειμένου να επιτευχθεί ο ανωτέρω σκοπός της εξυπηρετήσεως της λειτουργικότητας και της αναπτύξεως των οικισμών και της εξασφαλίσεως των καλυτέρων όρων διαβιώσεως, να λαμβάνουν υπόψη τα πορίσματα και τις εφαρμογές των επιστημών της χωροταξίας και της πολεοδομίας, αλλά και κάθε άλλης επιστήμης που αφορά στην συγκεκριμένη ρύθμιση. Επομένως, νομοθετική ρύθμιση με τέτοιο περιεχόμενο είναι συνταγματικώς επιτρεπτή, μόνον εφόσον έχει ψηφισθεί μετά από εκτίμηση ειδικής για την προτεινόμενη ρύθμιση επιστημονικής μελέτης (βλ. Σ.τ.Ε. 123/2007, 3838/2009).
12. Επειδή, με την υπ’ αριθ. 103571/7467/17/31.12.1991 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Δ΄ 968) εγκρίθηκε το Γενικό Πολεοδομικό Σχεδίου (Γ.Π.Σ.) του Δήμου Αμαρουσίου (Νομού Αττικής) και ορίσθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής : «1. Εγκρίνεται το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο του Δήμου Αμαρουσίου (ν. Αττικής), …. Κυρίως το ως άνω σχέδιο περιλαμβάνει : Α. Την πολεοδομική οργάνωση του παραπάνω δήμου … με : α) … β) Την ένταξη στο σχέδιο των περιοχών που γειτνιάζουν με τις εγκαταστάσεις του ΟΑΚΑ σε επαφή με τη Λεωφόρο Κύμης με χρήση αθλητικά και μέσο Σ.Δ. 0.2. … Στα Ο.Τ. του δήμου που έχουν πρόσωπο επί των αξόνων του βασικού οδικού δικτύου (62556/5073/9.10.1990 απόφαση Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ) (Δ΄ 561) επιτρέπονται οι χρήσεις της γενικής κατοικίας όπως αυτές προσδιορίζονται στο άρθρο 3 του παραπάνω Π.Δ/τος και ειδικότερα : – Κατοικία, εμπορικά καταστήματα με εξαίρεση υπεραγορές, πολυκαταστήματα εφόσον εξυπηρετούνται από παράπλευρη οδό, ξενώνες και ξενοδοχεία, εκθεσιακοί χώροι, γραφεία, τράπεζες, ασφάλειες, κοινωφελείς οργανισμοί, κτίρια εκπαίδευσης, εστιατόρια, αναψυκτήρια, θρησκευτικοί χώροι, κτίρια κοινωνικής πρόνοιας, αθλητικές εγκαταστάσεις, κτίρια, γήπεδα στάθμευσης, πολιτιστικά κέντρα (και εν γένει πολιτιστικές εγκαταστάσεις). – Τον καθορισμό χρήσεων κέντρου υπερτοπικής σημασίας όπως αυτές προσδιορίζονται στο άρθρο 4 του ιδίου ως άνω Π.Δ/τος (Δ΄ 166) στην ζώνη επιρροής των αξόνων Κηφισίας και Σταυρού Ελευσίνας … Επίσης στο πολεοδομικό αυτό κέντρο ανήκουν όλες οι ιδιοκτησίες με πρόσωπο εκατέρωθεν της Λεωφόρου Κηφισίας από το ύψος του Ολυμπιακού Σταδίου έως τον Κόμβο με την Λεωφόρο Σταυρού Ελευσίνας. Σε όλες τις ιδιοκτησίες που εντάσσονται στο κέντρο υπερτοπικής σημασίας είναι απαραίτητη η εξασφάλιση των απαιτουμένων χώρων στάθμευσης στην ίδια την ιδιοκτησία. …». Εξάλλου, στον χάρτη Π-1 που συνοδεύει το Γ.Π.Σ. χαρακτηρίζεται όλη η περιοχή του Ο.Α.Κ.Α. ως χώρος αθλητισμού. Στην συνέχεια, με την υπ’ αριθ. 6939/1283/22.2/7.7.1993 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Δ’ 744) τροποποιήθηκε το Γ.Π.Σ. του Δήμου Αμαρουσίου και ορίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι : «Η. Στη Ζώνη Ειδικών Χρήσεων (αθλητικές εγκαταστάσεις του Ο.Α.Κ.Α.) επιτρέπονται επίσης συναφείς χρήσεις όπως Αθλητικό Μουσείο και κτίριο Γραφείων της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού (Γ.Γ.Α.)». Το ίδιο Γ.Π.Σ. τροποποιήθηκε εκ νέου με την υπ’ αριθ. 72228/4579/20.7.1994 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Δ΄ 734), ως εξής: «Β. Την τροποποίηση των χρήσεων γης, … και ειδικότερα: α. Τον καθορισμό υπερτοπικού κέντρου του Δήμου με χρήση πολεοδομικού Κέντρου σύμφωνα με το άρθρο 4 του από 23.2.1987 π.δ/τος (Δ΄ 166) και ειδικότερα : … iii. στα οικοδομικά τετράγωνα που έχουν πρόσωπο επί του δυτικού ορίου της Λεωφόρου Κηφισίας από την οδό Καποδιστρίου έως την οδό Αγίου Θωμά, συμπεριλαμβανομένου του χώρου του υφισταμένου Μαιευτηρίου ΙΑΣΩ, εξαιρουμένου του χώρου στάθμευσης του ΟΑΚΑ (Ολυμπιακό στάδιο)». Με την υπ’ αριθ. 31477/6487/27.10.1997 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Δ΄ 977) τροποποιήθηκε και πάλι το Γ.Π.Σ. του Δήμου Αμαρουσίου και, μεταξύ άλλων, καθορίσθηκε ο μέσος συντελεστής δομήσεως σε 0,3 στην περιοχή αθλητικών εγκαταστάσεων του Ο.Α.Κ.Α., που εκτείνεται από τη Λεωφόρο Κύμης έως τη Λεωφόρο Κηφισίας, και προβλέφθηκε σύνδεση της Λεωφόρου Σπύρου Λούη μέσω του χώρου σταθμεύσεως του Ο.Α.Κ.Α. με την πολεοδομική ενότητα 6 του Αγίου Θωμά. Η διάταξη της τελευταίας αυτής αποφάσεως, που προέβλεπε αύξηση του μέσου συντελεστή δομήσεως σε 0,3 στην περιοχή των αθλητικών εγκαταστάσεων του Ο.Α.Κ.Α., ακυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 1027/1999 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την αιτιολογία ότι η αύξηση αυτή του συντελεστή δομήσεως συνιστά συνταγματικώς ανεπίτρεπτη επιδείνωση των υφισταμένων και συνταγματικώς προστατευομένων όρων διαβιώσεως. Εξάλλου, με το από 26.7.1996 π.δ/γμα (Δ΄ 825) εγκρίθηκε πολεοδομική μελέτη τμήματος της πολεοδομικής ενότητας 6 του Δήμου Αμαρουσίου και καθορίσθηκε ότι στους οικοδομήσιμους χώρους, που εμπίπτουν στον τομέα ΙΙΙ του εν λόγω τμήματος και στους οποίους περιλαμβάνονται οικοδομικά τετράγωνα με πρόσωπο επί της Λεωφόρου Κηφισίας, παρακείμενα των χώρων του Ο.Α.Κ.Α., μεταξύ των οποίων και το κατωτέρω αναφερόμενο οικοδομικό τετράγωνο Γ1082 (το οποίο με το από 19.6.1992 π.δ/γμα, Δ΄ 643, είχε καθορισθεί ως χώρος για την ανέγερση του εκθεσιακού κέντρου της HELEXPO – ΔΕΘ Α.Ε.), επιτρέπονται οι χρήσεις πολεοδομικού κέντρου, όπως προσδιορίζονται από το άρθρο 4 του από 23.2.1987 π.δ/τος. Τέλος, η υπ’ αριθ. 26401/15.6.2005 απόφαση του Υφυπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Δ΄ 683), με τίτλο «Τροποποίηση των χρήσεων γης και όρων και περιορισμών δόμησης των οικοπέδων του ρυμοτομικού σχεδίου Δήμου Αμαρουσίου (ν. Αττικής) που βρίσκονται στα οικοδομικά τετράγωνα επί του βασικού οδικού δικτύου», με την οποία, μεταξύ άλλων, επαναλήφθηκε η ρύθμιση περί καθορισμού ως επιτρεπομένης χρήσεως σε ορισμένα οικοδομικά τετράγωνα με πρόσωπο επί της Λεωφόρου Κηφισίας του πολεοδομικού κέντρου, ακυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 1155/2007 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, για το λόγο ότι οι θεσπισθείσες με την εν λόγω απόφαση κανονιστικές ρυθμίσεις μπορούσαν να γίνουν μόνο με προεδρικό διάταγμα.
13. Επειδή, ο ν. 1515/1985 (ΦΕΚ Α’ 18) καθόρισε το ρυθμιστικό σχέδιο και πρόγραμμα προστασίας περιβάλλοντος της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας (Ρ.Σ.Α.), το οποίο περιλαμβάνει το ηπειρωτικό τμήμα του νομού Αττικής και το νησιωτικό τμήμα, πλην των Κυθήρων. Το Ρ.Σ.Α. ορίζεται ως το «σύνολο των στόχων, των κατευθύνσεων, των προγραμμάτων και των μέτρων που προβλέπονται … ως αναγκαία για τη χωροταξική και πολεοδομική οργάνωσή της στα πλαίσια των πενταετών προγραμμάτων οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης» (άρθρ. 1 παρ. 1). Το Ρ.Σ.Α. αποβλέπει, μεταξύ άλλων, «στο σχεδιασμό και προγραμματισμό της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας μέσα στα πλαίσια της εθνικής χωροταξικής πολιτικής, στη χωροταξική δομή και οργάνωσή της σε επίπεδο περιφέρειας, … στη λήψη μέτρων και στο σχεδιασμό για τη χωροταξική και τη νέα πολεοδομική δομή της πρωτεύουσας καθώς και στο σχεδιασμό περιοχών ή ζωνών ειδικού ενδιαφέροντος ή ειδικών προβλημάτων, στη λήψη μέτρων, όρων και περιορισμών για την εξασφάλιση της προστασίας του περιβάλλοντος, στο συντονισμό των προγραμμάτων και των μελετών που έχουν σχέση με το Ρ.Σ.Α. …» (άρθρο 1 παρ. 2). Το πρόγραμμα προστασίας περιβάλλοντος περιλαμβάνει μέτρα και κατευθύνσεις για την αναβάθμιση και προστασία του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας, όπως οικολογική ανασυγκρότηση της Αθήνας, προστασία του τοπίου και των ακτών, προστασία της ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, αναβάθμιση υποβαθμισμένων περιοχών κλπ. (άρθρο 2). Το Ρ.Σ.Α. καθορίζει στο άρθρο 3 τους γενικότερους και ειδικότερους στόχους, ενώ στο άρθρο 4 προβλέπει ότι το ρυθμιστικό και το πρόγραμμα προστασίας περιβάλλοντος πραγματοποιούνται με τα μέτρα που προβλέπονται στο παράρτημα και τα διαγράμματα του άρθρου 15. Το εν λόγω άρθρο 15, με τίτλο «Παράρτημα – Διαγράμματα», περιέχει αφενός μεν στην ενότητα Α το παράρτημα με «τις ειδικότερες κατευθύνσεις και μέτρα για τη χωροταξική και την πολεοδομική ανασυγκρότηση της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας και για την αντιμετώπιση της ρύπανσης του περιβάλλοντός της», αφετέρου δε στην ενότητα Β τα διαγράμματα. Στο παράρτημα της ενότητας Α, που περιλαμβάνει τις ειδικότερες κατευθύνσεις για την πολεοδομική ανασυγκρότηση της πρωτεύουσας, και ειδικότερα στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 2.3. αυτής, προβλέπονται μέτρα «για την αναψυχή – ψυχαγωγία υπερτοπικής σημασίας». Τα μέτρα αυτά συνίστανται, μεταξύ άλλων, στην «δημιουργία συστήματος μεγάλων υπερτοπικών πόλων αναψυχής, αθλητισμού και πολιτιστικών λειτουργιών που εξυπηρετούν ολόκληρη την έκταση της πόλης», καθώς και στην «δημιουργία ενιαίου δικτύου σε ολόκληρη την έκταση του ηπειρωτικού τμήματος της περιοχής της Αθήνας με κατά το δυνατό σύνδεση και ενοποίηση των χώρων αναψυχής και ψυχαγωγίας, των ελεύθερων χώρων και πεζοδρόμων, των ιστορικών και αρχαιολογικών τόπων, του περιαστικού πρασίνου, των ορεινών όγκων και των ακτών». Με το άρθρο 1 παρ. 2 περ. γ΄ του ν. 2730/1999 (Α΄ 130), ο οποίος έχει τον τίτλο «Σχεδιασμός, ολοκληρωμένη ανάπτυξη και εκτέλεση Ολυμπιακών Έργων …», προστέθηκε περίπτωση ε΄ στην προαναφερθείσα παράγραφο 2.3. του παραρτήματος της ενότητας Α του άρθρου 15 του ν. 1515/1985. Με την νέα αυτή διάταξη της περιπτώσεως ε΄, η οποία έχει τον τίτλο «Για τα Ολυμπιακά Έργα», προβλέφθηκε «δημιουργία συστήματος πόλων υπερτοπικής σημασίας, στους οποίους χωροθετούνται Ολυμπιακά Έργα, καθώς και συμπληρωματικές αθλητικές εγκαταστάσεις», μεταξύ άλλων, και στην περιοχή του Ολυμπιακού Αθλητικού Κέντρου Αθήνας (Ο.Α.Κ.Α.) και ορίσθηκε ότι «οι πόλοι αυτοί θα εξυπηρετούν μετά την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων συνδυασμένες λειτουργίες αθλητισμού, τουρισμού – αναψυχής, κοινωνικών εξυπηρετήσεων και πολιτισμού της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας». Εξάλλου, με το άρθρο 20 του ανωτέρω ν. 2730/1999, στην μεν παρ. 1 εγκρίθηκε η τροποποίηση του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου Αμαρουσίου στο οικοδομικό τετράγωνο Γ 1082 με τον καθορισμό χώρων για την ανέγερση, μεταξύ άλλων, κτιρίου του Ολυμπιακού Κέντρου Ραδιοτηλεόρασης (IBC – Ιnternational Broadcasting Center), στην δε παρ. 2 καθορίσθηκε συντελεστής δομήσεως, για την ανοικοδόμηση του ανωτέρω οικοδομικού τετραγώνου, 3,00 και ορίσθηκε ότι για την ανέγερση, μεταξύ άλλων, και του ανωτέρω κτιρίου δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παρ. 8 του άρθρου 9 του ν. 1577/1985 (Γ.Ο.Κ.), ενώ στην παρ. 3 ορίσθηκε ότι «στους παραπάνω χώρους μετά την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων, πέραν των ανωτέρω χρήσεων, καθορίζεται και η χρήση εγκαταστάσεων εξυπηρέτησης των υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού». Με το άρθρο 4 παρ. 8 του ν. 2819/2000 (Α΄ 84), όμως, προστέθηκε εδάφιο στο τέλος του προαναφερθέντος άρθρου 20 του ν. 2730/1999, με το οποίο ορίσθηκε ότι «Όπου στο άρθρο αυτό αναφέρεται το Ολυμπιακό Κέντρο Ραδιοτηλεόρασης (IBC – Ιnternational Broadcasting Center) νοείται και το Ολυμπιακό Κέντρο Τύπου (MPC – Main Press Center)», ενώ με το άρθρο 10 παρ. 10 περ. β΄ του ν. 2947/2001 (Α΄ 228) διεγράφη η λέξη «και» μετά την λέξη «νοείται» στην προηγούμενη διάταξη, με συνέπεια το άρθρο 20 του ν. 2730/1999 να αναφέρεται πλέον αποκλειστικώς και μόνον στο Ολυμπιακό Κέντρο Τύπου και όχι στο Ολυμπιακό Κέντρο Ραδιοτηλεόρασης (IBC – Ιnternational Broadcasting Center). Για το τελευταίο αυτό Κέντρο προέβλεψε το ίδιο ως άνω άρθρο 10 του ν. 2947/2001 στην αμέσως επόμενη περ. γ΄ της παρ. 10 αυτού, με την οποία προστέθηκε παράγραφος 2 στο άρθρο 9 του ν. 2833/2000 (Α΄ 150), η οποία όρισε τα εξής : «Στο χώρο των εγκαταστάσεων του Ο.Α.Κ.Α. … επιτρέπεται η ανέγερση κτιρίου του Ολυμπιακού Κέντρου Ραδιοτηλεόρασης (IBC – Ιnternational Broadcasting Center)». Μετά την πρόβλεψη αυτή, για την ανέγερση του Ολυμπιακού Κέντρου Ραδιοτηλεόρασης εφαρμοστέοι κατέστησαν οι όροι δομήσεως, που είχαν ορισθεί με το άρθρο 9 του ν. 2833/2000, τα αρχικώς υπάρχοντα εδάφια του οποίου αριθμήθηκαν ως παράγραφος 1 με την προαναφερθείσα περ. γ΄ της παρ. 10 του άρθρου 10 του ν. 2947/2001. Η εν λόγω παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 2833/2000 ορίζει τα εξής : «Στο χώρο των εγκαταστάσεων του Ολυμπιακού Αθλητικού Κέντρου Αθήνας (Ο.Α.Κ.Α.) … καθορίζονται οι ακόλουθοι ειδικοί όροι δόμησης : α. Μέγιστος επιτρεπόμενος συντελεστής δόμησης : 0,4 β. Μέγιστη επιτρεπόμενη κάλυψη : 20% γ. Μέγιστος συντελεστής κατ’ όγκον εκμετάλλευσης : 2,0 δ. Μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος κτιρίων : 35,0 μ. ε. Μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος για τους πυλώνες φωτισμού των αθλητικών χώρων : 70,0 μ. στ. Επιτρέπεται η τοποθέτηση των κτιρίων σε απόσταση τουλάχιστον 12,0 μ. από τη γραμμή ΑΒ στη Λεωφόρο Κηφισίας, …».
14. Επειδή, όπως προκύπτει από τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, με το Ρ.Σ.Α., που ψηφίσθηκε με τον ν. 1515/1985, προβλέφθηκε η δημιουργία υπερτοπικών πόλων ως περιοχών προοριζομένων για αναψυχή, αθλητισμό και πολιτιστικές λειτουργίες, δηλαδή περιοχών, οι οποίες διαμορφώνονται, κατ’ αρχήν, σε ελεύθερους χώρους με υπαίθριες εγκαταστάσεις και στις οποίες δεν αποκλείεται η κατασκευή στεγασμένων κτιριακών εγκαταστάσεων, υπό τον όρο ότι είναι τέτοιες (ιδίως ως προς την έκταση και το μέγεθος) που να υπηρετούν τις ανωτέρω λειτουργίες χωρίς να αναιρούν τον κοινόχρηστο χαρακτήρα της περιοχής (βλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 3059/2009, 2403/1997). Με το άρθρο 1 παρ. 2 περ. γ΄ του ν. 2730/1999 συμπληρώθηκε το Ρ.Σ.Α. και στην κατηγορία των υπερτοπικών πόλων αναψυχής, αθλητισμού και πολιτιστικών λειτουργιών, που προέβλεπε αρχικώς ο ν. 1515/1985, προστέθηκε νέα κατηγορία υπερτοπικών πόλων, που περιλαμβάνουν περιοχές, στις οποίες έχουν χωροθετηθεί έργα, η κατασκευή και η λειτουργία των οποίων είχε κριθεί αναγκαία από τον νομοθέτη για την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, προς εκπλήρωση των σχετικών διεθνών υποχρεώσεων, τις οποίες είχε αναλάβει η χώρα. Με την ανωτέρω δε διάταξη του ν. 2730/1999 προβλέφθηκε περαιτέρω ότι, μετά την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων, οι πόλοι αυτοί θα εξυπηρετούν χρήσεις όχι μόνον αναψυχής, αθλητισμού και πολιτιστικές, όπως οι αρχικώς προβλεφθέντες με τον ν. 1515/1985 υπερτοπικοί πόλοι, αλλά και χρήσεις τουρισμού – αναψυχής και κοινωνικών εξυπηρετήσεων. Η διαφορετική αυτή ρύθμιση για την θεσπισθείσα με τον ν. 2730/1999 νέα κατηγορία υπερτοπικών πόλων δικαιολογείται ως εκ της ανάγκης να καταστεί δυνατόν να εξευρεθεί μετά την λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων η κατάλληλη για καθεμία από τις ολυμπιακές εγκαταστάσεις χρήση, ενόψει του είδους της συγκεκριμένης εγκαταστάσεως, της λειτουργίας, που ήταν προορισμένη να επιτελέσει κατά την διάρκεια των Αγώνων, και των ιδιαιτέρων συνθηκών της ευρύτερης περιοχής, στην οποία ευρίσκεται. Με τα δεδομένα αυτά, η ανωτέρω διάταξη του ν. 2730/1999, με την οποία συμπληρώθηκε το Ρ.Σ.Α., δεν έρχεται σε αντίθεση προς το άρθρο 24 του Συντάγματος. Εξάλλου, ως προς την χρήση τουρισμού – αναψυχής πρέπει να θεωρηθεί ότι ο ανωτέρω ν. 2730/1999 παραπέμπει, για τον προσδιορισμό του περιεχομένου της, στο άρθρο 8 του από 23.2.1987 π.δ/τος περί κατηγοριών και περιεχομένου χρήσεων γης στις περιοχές των γενικών πολεοδομικών σχεδίων (Δ΄ 166). Στο εν λόγω δε άρθρο 8 προβλέπεται ότι στις περιοχές τουρισμού – αναψυχής επιτρέπονται, μεταξύ άλλων, εμπορικά καταστήματα, εστιατόρια, αναψυκτήρια, χώροι συνάθροισης κοινού, πολιτιστικά κτίρια και εν γένει πολιτιστικές λειτουργίες, κτίρια κοινωνικής πρόνοιας, κτίρια στάθμευσης, αθλητικές εγκαταστάσεις.
15. Επειδή, μετά την λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων και προς διαφύλαξη και αξιοποίηση της υλικής κληρονομιάς, που κατέλιπαν οι αγώνες αυτοί στην Χώρα, ο νομοθέτης αποφάσισε να καθορίσει τις επιτρεπόμενες χρήσεις σε ορισμένες από τις εγκαταστάσεις που είχαν κατασκευασθεί για τις ανάγκες των Αγώνων, σύμφωνα και με τις προβλέψεις του Ρ.Σ.Α., όπως αυτό είχε συμπληρωθεί με τον ν. 2730/1999, προέβλεψε δε και εμπορικές χρήσεις για ορισμένες από τις εγκαταστάσεις αυτές, προκειμένου να εξασφαλισθούν οι αναγκαίοι πόροι για την συντήρηση, την λειτουργία και την φύλαξη τόσο των εγκαταστάσεων αυτών, όσο και των λοιπών ολυμπιακών εγκαταστάσεων, που έχουν αμιγώς αθλητική χρήση (βλ. εισηγητική έκθεση επί του εν συνεχεία αναφερομένου ν. 3342/2005). Προς τον σκοπό αυτόν, με τον ν. 3342/2005 (Α΄ 131/6.6.2005), ο οποίος έχει τον τίτλο «Βιώσιμη ανάπτυξη και κοινωνική αξιοποίηση των Ολυμπιακών εγκαταστάσεων, αδειοδότηση, χρήσεις, λειτουργίες τους. Διάρθρωση, οργάνωση και λειτουργία Γενικής Γραμματείας Ολυμπιακής Αξιοποίησης», καθορίσθηκαν, κατά εξειδίκευση των θεσπισθεισών με το άρθρο 1 παρ. 2 περ. γ΄ του ν. 2730/1999 κατευθύνσεων ως προς τους υπερτοπικούς πόλους, στους οποίους είχαν χωροθετηθεί ολυμπιακά έργα, οι μεταολυμπιακές χρήσεις των αναφερομένων στο άρθρο 9 παρ. 1 του εν λόγω νόμου Ολυμπιακών Εγκαταστάσεων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται (περ. ια΄) το ανωτέρω Διεθνές Κέντρο Ραδιοτηλεόρασης. Με το αφορών ειδικώς το εν λόγω Κέντρο άρθρο 21 του ανωτέρω ν. 3342/2005, ο οποίος συνοδεύεται από το «Στρατηγικό Σχέδιο Αξιοποίησης των Ολυμπιακών Εγκαταστάσεων», καθώς και από την από Απριλίου 2005 Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για το συγκεκριμένο κτίριο με τίτλο «Μεταολυμπιακή χρήση Διεθνούς Ραδιοτηλεοπτικού Κέντρου IBC» (βλ. Πρακτικά της Ολομέλειας της Βουλής της συνεδριάσεως ΡΞΕ΄ της 18ης Μαΐου 2005, σελ. 8599, 8602, 8666), ορίζονται τα εξής, ενόψει του ότι, όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση του νόμου, στο Κέντρο αυτό δεν υπήρχαν αθλητικές χρήσεις, αφού πρόκειται για κτιριακές εγκαταστάσεις : «1. Στο Διεθνές Κέντρο Ραδιοτηλεόρασης, … χωροθετούνται: α. Το Μουσείο Ελληνικών Ολυμπιακών Αγώνων … β. Το Παγκόσμιο Μουσείο Κλασικού Αθλητισμού … 2. Στο Διεθνές Κέντρο Ραδιοτηλεόρασης επιτρέπονται, πέραν των χρήσεων που δόθηκαν για την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων, οι εξής λειτουργίες και χρήσεις : α. Εμπορικά καταστήματα, χώροι εστίασης κοινού. β. Γραφεία, ιατρεία. 3. Επιτρέπεται η, σύμφωνα με τους υφιστάμενους όρους δόμησης, κατασκευή οποιωνδήποτε πρόσθετων διαμερισματώσεων, καθ’ ύψος ή κατά πλάτος, εντός του όγκου του κτιρίου για την εξυπηρέτηση των χρήσεων των παραγράφων 1 και 2. 4. Η ίδρυση, οργάνωση και λειτουργία των Μουσείων των εδαφίων α΄ και β΄ του άρθρου 1 θα καθοριστούν με προεδρικό διάταγμα». Στην προαναφερθείσα δε από Απριλίου 2005 Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής (βλ. σελ. 2-2, 3-11, 3-12, 3-13, 4-2, 5-5, 5-18) : «Οι απαιτήσεις ενός τέτοιου κέντρου (εννοείται : Διεθνούς Κέντρου Ραδιοτηλεόρασης) ήταν πολύ μεγάλες τόσο από πλευράς κτιριακών εγκαταστάσεων και χώρων, όσο και από πλευράς απαιτουμένων ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων σε ηλεκτρική ισχύ, σε κλιματισμό και σε τηλεπικοινωνιακό δίκτυο. Η εικόνα που παρουσίαζε ένα τέτοιο κέντρο κατά τη διάρκεια της πλήρους λειτουργίας του ήταν η εικόνα μιας πολύβουης μικρής πόλης με πληθυσμό 10.000 κατοίκων με εκείνα τα χαρακτηριστικά που έχει το εμπορικό και διοικητικό κέντρο μιας μεγαλούπολης. … Στην εγγύτερη περιοχή του έργου απαντάται αστική περιοχή με μικτή χρήση, εμπορική και αστική. … Κατά μήκος της Κηφισίας, όπου έχει πρόσωπο το κτίριο του IBC, έχουν αναπτυχθεί … χρήσεις εκθεσιακού κέντρου (Hellexpo), κλινικών (ΙΑΣΩ), χονδροεμπορίου (αντιπροσωπείες αυτοκινήτων), υπεραγορών (Carrefour) και σχολικών κτιρίων (Γερμανική Σχολή Αθηνών). … το οικόπεδο έχει πρόσβαση επί της Κηφισίας, άμεση πρόσβαση στην Αττική Οδό, σύνδεση με λεωφορεία. … η ύπαρξη ενός σωστά οργανωμένου κτιρίου με τις προβλεπόμενες χρήσεις (μουσεία, χώροι γραφείων, studios, χώροι εστίασης, εμπορικά καταστήματα κλπ) με την λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων κατά τη φάση λειτουργίας του, όχι μόνο συμβιβάζεται με τις οικονομικές δραστηριότητες και τις χρήσεις γης της ευρύτερης περιοχής, αλλά επιπλέον θα προσφέρει και μια προστιθέμενη αξία στα ολυμπιακά έργα, με την δυνατότητα προβολής τους. … Η στέγαση των Μουσείων και των εμπορικών χρήσεων αναμένεται να αποφέρει τα μέγιστα για την αξιοποίηση των εγκαταστάσεων, των οποίων το κόστος έχει επωμισθεί το Ελληνικό Δημόσιο. Οι προαναφερθείσες χρήσεις αναμένεται να προσδώσουν τα ακόλουθα οφέλη – πλεονεκτήματα : … – Εισροή οικονομικών πόρων από τις χρήσεις των χώρων για εμπορικές δραστηριότητες (μισθώματα) – Δυνατότητα μελλοντικής χρήσης χώρων στάθμευσης προς μίσθωση – Δυνατότητα δημιουργίας πρόσθετου χώρου πρασίνου σε μια επιβαρυμένη περιοχή μέσω δενδροφυτεύσεων στον περιβάλλοντα χώρο. … το κτίριο δεν αναμένεται να προκαλέσει κυκλοφοριακά προβλήματα σε οποιαδήποτε περίοδο και να λειτουργήσει και η αύξηση των κυκλοφοριακών φόρτων που θα προκαλέσει δεν είναι τέτοια που να ξεπερνούν την κυκλοφοριακή ικανότητα των οδικών αξόνων. … το έργο είναι μελετημένο και σχεδιασμένο έτσι ώστε να μην επιφέρει καμία δυσμενή επίπτωση στο περιβάλλον». Εξάλλου, στην ανωτέρω μελέτη επισυνάπτεται κυκλοφοριακή μελέτη για την λειτουργία του Διεθνούς Κέντρου Ραδιοτηλεόρασης κατά την διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του πολιτικού μηχανικού – συγκοινωνιολόγου Ε. Καρεκλά. Στην μελέτη αυτή εξετάζονται και οι κυκλοφοριακές επιπτώσεις στην περιοχή από την ενδεχόμενη λειτουργία μετά τους Αγώνες στο επίδικο κτίριο εμπορικού – εκθεσιακού κέντρου και εκτιμάται ότι με την λειτουργία της Αττικής Οδού, την επέκταση της Λεωφόρου Κύμης και τα υπόλοιπα οδικά έργα, που επρόκειτο, κατά τον χρόνο συντάξεως της μελέτης, να γίνουν στην περιοχή, ο κυκλοφοριακός φόρτος στις Λεωφόρους Κηφισίας και Σπύρου Λούη, ακόμη και αν το Διεθνές Κέντρο Ραδιοτηλεόρασης λειτουργήσει ως εμπορικός – εκθεσιακός χώρος, δεν θα είναι μεγαλύτερος από τον φόρτο που είχαν οι άξονες αυτοί πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
16. Επειδή, από την παρατεθείσα ανωτέρω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 21 του ν. 3342/2005, που αφορά το κτίριο του Διεθνούς Κέντρου Ραδιοτηλεόρασης, προκύπτει ότι με αυτήν δεν θεσπίζεται ατομική ρύθμιση χωροταξικού ή πολεοδομικού σχεδιασμού, αλλά κανονιστική ρύθμιση, διότι με αυτήν καθορίζονται οι επιτρεπόμενες χρήσεις στο κύριο τμήμα του εν λόγω κτιρίου (πρβλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 3976-3982/2009). Είναι δε αδιάφορο από την άποψη αυτή ότι η θεσπιζόμενη ρύθμιση αφορά συγκεκριμένο κτίριο. Συνεπώς, είναι απορριπτέοι οι λόγοι ακυρώσεως, οι οποίοι στηρίζονται επί της εκδοχής ότι η ρύθμιση, που έχει θεσπισθεί με την παρ. 2 του άρθρο 21 του ν. 3342/2005, είναι ατομική ρύθμιση χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού και με τους οποίους προβάλλεται ότι, ως εκ τούτου, η θέσπιση της εν λόγω ρυθμίσεως με τυπικό νόμο αντίκειται στα άρθρα 4, 24 και 26 του Συντάγματος. Κατά την γνώμη, όμως, της Συμβούλου Μ. Καραμανώφ, ο καθορισμός του χαρακτήρα του επιμάχου ακινήτου ως χώρου προς κατασκευή Ολυμπιακού Σταδίου μετά των συναφών εγκαταστάσεων δεν έλαβε χώρα με κανονιστικού χαρακτήρα χωροταξική ή πολεοδομική ρύθμιση περί καθορισμού χρήσεων γης, αλλά με τις προμνησθείσες ατομικού χαρακτήρα απαλλοτριωτικές αποφάσεις (από 11.3.1955 β.δ/γμα, υπ’ αριθ. Π.18394/8991/16.2.1973 και υπ’ αριθ. Π.4449/2739/Ν.12299/7.7.1973 κοινές υπουργικές αποφάσεις), οι οποίες είχαν ως αντικείμενο αφ’ ενός μεν τον αφορισμό του χώρου προς εκπλήρωση του δημοσίου κοινωφελούς σκοπού της απαλλοτριώσεως, αφ’ ετέρου δε την μετάθεση της κυριότητας αυτού στο υπέρ ου η απαλλοτρίωση νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου «Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων» (μετονομασθέν στην συνέχεια σε «Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή»), στο οποίο είχε ανατεθεί η υλοποίηση του σκοπού αυτού. Κατά συνέπεια, η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 21 του ν. 3342/2005, με την οποία καταργείται ο κοινωφελής χαρακτήρας του χώρου και μετατρέπεται αυτός σε χώρο ασκήσεως επιχειρηματικής δραστηριότητας, δεν θεσπίζει κανονιστική ρύθμιση χωροταξικού ή πολεοδομικού σχεδιασμού περί καθορισμού χρήσεων γης, αλλά συνιστά μερική άρση του αφορισμού, η οποία είναι προδήλως, όπως και ο αφορισμός, ρύθμιση ατομικού χαρακτήρα. Με τα δεδομένα αυτά, η ρύθμιση αυτή, θεσπισθείσα χωρίς να προκύπτει η συνδρομή των κατά την σχετική νομολογία του Δικαστηρίου απαιτουμένων προϋποθέσεων (πρβλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 3976-3982/2009), αντίκειται στα άρθρα 4 και 26 του Συντάγματος, καθώς και στην οδηγία 85/337/ΕΟΚ, και είναι, για τον λόγο τούτο, ανίσχυρη ως αντισυνταγματική.
17. Επειδή, ο περαιτέρω προβαλλόμενος λόγος ότι με την θέσπιση των επιδίκων ρυθμίσεων με τον ν. 3342/2005, δηλαδή με τυπικό νόμο, αποφεύγεται ο δικαστικός έλεγχος κατά παράβαση του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος και των άρθρων 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, είναι απορριπτέος, διότι εν προκειμένω με το άρθρο 21 του ανωτέρω ν. 3342/2005 θεσπίζονται κανόνες, για την εφαρμογή των οποίων απαιτείται η έκδοση ατομικών διοικητικών πράξεων, οι οποίες υπόκεινται στον δικαστικό έλεγχο. Τέτοιες δε πράξεις είναι ακριβώς οι προσβαλλόμενες με την κρινόμενη αίτηση. Απορριπτέος επίσης ως ερειδόμενος επί της εσφαλμένης προϋποθέσεως ότι με το άρθρο 21 του ν. 3342/2005 τροποποιήθηκε ρυμοτομικό σχέδιο, με μείωση μάλιστα κοινοχρήστων χώρων, είναι και ο λόγος ακυρώσεως ότι με το άρθρο αυτό καταργήθηκαν οι διατάξεις περί υποχρεωτικής εισφοράς για την δημιουργία κοινοχρήστων χώρων και η εισφορά σε γη και χρήμα του ν. 1337/1983, με συνέπεια να μην εξασφαλίζεται η διατήρηση των υπαρχόντων κοινοχρήστων χώρων καθώς και το εκ του νόμου προβλεπόμενο ποσοστό κοινοχρήστων χώρων. Αν θεωρηθεί ότι με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι το επίδικο κτίριο καταλαμβάνει χώρο, που αποτελούσε στο παρελθόν υπαίθριο χώρο σταθμεύσεως του Ο.Α.Κ.Α., τούτο και αληθές υποτιθέμενο, δεν επηρεάζει την νομιμότητα των προσβαλλομένων πράξεων, διότι, εκτός του ότι ο υπαίθριος χώρος σταθμεύσεως δεν αποτελεί κοινόχρηστο χώρο, η ανοικοδόμησή του, και αν έγινε παρανόμως, αποτελεί πλημμέλεια της αρχικής άδειας, η οποία προσβάλλεται εκπροθέσμως και το κύρος της οποίας, ως ατομικής πράξεως, δεν μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως.
18. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ενόψει του σκοπού, προς εξυπηρέτηση του οποίου η αφορώσα τα ολυμπιακά έργα νομοθεσία (η οποία παρατίθεται στην 13η σκέψη) προέβλεψε την κατασκευή του επιδίκου κτιρίου (στέγαση των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών λειτουργιών κατά την διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων, ώστε να εξασφαλισθεί η μετάδοση αυτών με τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα), καθορίσθηκε τόσο η θέση του με την εν λόγω νομοθεσία, πλησίον των αθλητικών εγκαταστάσεων του Ο.Α.Κ.Α., καθώς και του Κέντρου Γραπτού Τύπου στο παρακείμενο οικοδομικό τετράγωνο Γ 1082 του ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Αμαρουσίου, όσο και το μέγεθός του με την εκδοθείσα για την ανέγερσή του οικοδομική άδεια (το κύρος, άλλωστε, της οποίας δεν αμφισβητήθηκε με την άσκηση εμπροθέσμως αιτήσεως ακυρώσεως κατ’ αυτής) και οι επιτραπείσες σε αυτό χρήσεις κατά την διάρκεια των Αγώνων (γραφεία, ραδιοτηλεοπτικοί θάλαμοι, καταστήματα προς εξυπηρέτηση των εργαζομένων στο κτίριο, χώροι εστιάσεως, σταθμεύσεως και αποθηκεύσεως). Εξάλλου, ενόψει του ανωτέρω σκοπού το επίδικο κτίριο, όπως εκτέθηκε ήδη στην ένατη σκέψη, προβλέφθηκε εξ αρχής ως μόνιμη κατασκευή προορισμένη να παραμείνει και μετά την λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων και να εξυπηρετήσει συμβατές με την κατασκευή του χρήσεις και όχι ως προσωρινή κατασκευή, προορισμένη να απομακρυνθεί μετά την λήξη των Αγώνων. [Βλ. άρθρο 2 παρ. 4 του ν. 2730/1999 και άρθρα 1 περ. ε΄ και 4 παρ. 1.1 της υπ’ αριθ. Α.Π. οικ. 49882/24.7/8.8.2001 αποφάσεως του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι το Ολυμπιακό Κέντρο Ραδιοτηλεόρασης περιλαμβανόταν ρητώς μεταξύ των εγκαταστάσεων εκείνων, που προεβλέποντο εξ αρχής ως μόνιμες κατασκευές και για την ανέγερση των οποίων απαιτείτο, ως εκ τούτου, η έκδοση οικοδομικής άδειας, ενώ για την κατασκευή των προβλεπομένων ως προσωρινών εγκαταστάσεων, των οποίων δηλαδή προεβλέπετο κατ΄ αρχήν η απομάκρυνση μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αρκούσε η έκδοση πράξεως εγκρίσεως εργασιών]. Ενόψει δε του ότι το επίδικο κτίριο προεβλέπετο εξ αρχής ως μόνιμη κατασκευή, η οποία θα παρέμενε και μετά την λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων, στην μνημονευθείσα ανωτέρω στην σκέψη 15 κυκλοφοριακή μελέτη για την λειτουργία του επιδίκου κτιρίου κατά την διάρκεια των Αγώνων εξετάσθηκαν και οι κυκλοφοριακές επιπτώσεις στην περιοχή από την λειτουργία του και μετά τους Αγώνες. Με τα δεδομένα αυτά και λαμβανομένου υπόψη ότι στα παρακείμενα οικοδομικά τετράγωνα με πρόσωπο επί της Λεωφόρου Κηφισίας προβλέπονται από το ισχύον, για τα οικοδομικά αυτά τετράγωνα, πολεοδομικό καθεστώς χρήσεις πολεοδομικού κέντρου, όπως προκύπτει από τα εκτεθέντα ανωτέρω στην σκέψη 12 (βλ. και την αναφερόμενη κατωτέρω στην σκέψη 21 υπ’ αριθ. 45/2007 πράξη της Νομαρχιακής Επιτροπής Ανάπτυξης – Α.Ε. – Περιβάλλοντος – Εμπορίου – Τουρισμού και Αθλητισμού της Νομαρχίας Αθηνών, η οποία δέχεται ότι στην παρακείμενη περιοχή προβλέπεται και χρήση πολεοδομικού κέντρου), οι καθορισθείσες με το άρθρο 21 του ν. 3342/2005 (το σχέδιο του οποίου συνοδευόταν, όπως εκτέθηκε στην σκέψη 15, με μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων για το συγκεκριμένο κτίριο) μεταολυμπιακές χρήσεις του επιδίκου κτιρίου δεν συνιστούν επιδείνωση του οικιστικού περιβάλλοντος και των όρων διαβιώσεως των κατοίκων, ενόψει μάλιστα του οριακού ελέγχου, που μπορεί να ασκήσει, ως προς το ζήτημα αυτό, ο ακυρωτικός δικαστής. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι επήλθε επιδείνωση των συνθηκών διαβιώσεως στην περιοχή εκ του λόγου ότι στο Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο του Δήμου Αμαρουσίου ο χώρος του Ο.Α.Κ.Α. εμφανιζόταν ως χώρος αθλητισμού και ο χώρος, τον οποίο ήδη καταλαμβάνει το Διεθνές Κέντρο Ραδιοτηλεόρασης, ως χώρος σταθμεύσεως για τις ανάγκες του Ο.Α.Κ.Α. ή εκ του ότι ενδεχομένως στην άδεια ανεγέρσεως του Ολυμπιακού Σταδίου ο χώρος αυτός εμφανιζόταν ως χώρος σταθμεύσεως. Και τούτο διότι, εφόσον με την διέπουσα τα ολυμπιακά έργα νομοθεσία, με την οποία συμπληρώθηκε το Ρ.Σ.Α., το Διεθνές Κέντρο Ραδιοτηλεόρασης, ως εγκατάσταση συμπληρωματική των αθλητικών εγκαταστάσεων του Ο.Α.ΚΑ., χωροθετήθηκε στο συγκεκριμένο τμήμα της ευρύτερης περιοχής του Ο.Α.Κ.Α. και η χωροθέτηση αυτή, μάλιστα, υλοποιήθηκε στην συνέχεια με την ανέγερση του προοριζομένου για την στέγαση του εν λόγω Κέντρου κτιρίου, η συμφωνία ή μη προς το Σύνταγμα των χρήσεων, που θεσπίσθηκαν για το εν λόγω κτίριο με το άρθρο 21 παρ. 2 του ν. 3342/2005, κρίνεται ενόψει των προβλέψεων και κατευθύνσεων του Ρ.Σ.Α., όπως αυτό συμπληρώθηκε, και όχι ενόψει των προβλέψεων χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού κατωτέρου επιπέδου από το Ρ.Σ.Α. (πρβλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 3059/2009 σκέψη 18), ο οποίος μάλιστα προηγήθηκε του εν λόγω Σχεδίου και, ενόψει του χρόνου πραγματοποιήσεώς του, έλαβε υπόψη τις ανάγκες του Δήμου Αμαρουσίου και όχι τις ανάγκες που προέκυψαν εκ των υστέρων εν όψει της εκ μέρους της Ελλάδος αναλήψεως της υποχρεώσεως διοργανώσεως των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα εκτεθέντα στην σκέψη 15, για τον καθορισμό των επιτρεπομένων χρήσεων ειδικώς στο επίδικο κτίριο, ο νομοθέτης έλαβε υπόψη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, στην οποία παρατίθενται στοιχεία ως προς την υφιστάμενη κατάσταση στην παρακείμενη του κτιρίου περιοχή και εκτιμώνται οι κυκλοφοριακές και λοιπές επιπτώσεις στο περιβάλλον από την λειτουργία τμήματος του κτιρίου ως εμπορικού και επιχειρηματικού συγκροτήματος. Συνεπώς, η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 21 του ν. 3342/2005, με την οποία επιτρέπονται στο επίμαχο κτίριο χρήσεις εμπορικών καταστημάτων, χώρων εστίασης κοινού, γραφείων και ιατρείων, δεν αντίκειται στο άρθρο 24 του Συντάγματος και οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Οι Σύμβουλοι, όμως, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνης και Μ. Σταματελάτου – Μπεριάτου υπεστήριξαν την εξής γνώμη : Το επίμαχο ακίνητο, το οποίο ευρίσκεται εντός εκτάσεως απαλλοτριωθείσης χάριν δημοσίου κοινωφελούς σκοπού (κατασκευή Ολυμπιακού Σταδίου), έχει ανεγερθεί σε περιοχή για την οποία το Γ.Π.Σ. Αμαρουσίου (υπ’ αριθ. 103571/7467/17/31.12.1991 απόφαση Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Δ΄ 968) προβλέπει χρήση «αθλητικά», λόγω γειτνιάσεως με το Ο.Α.Κ.Α., στον δε συνοδεύοντα το Γ.Π.Σ. χάρτη ολόκληρη η περιοχή του Ο.Α.Κ.Α. χαρακτηρίζεται ως χώρος αθλητισμού. Η χρήση αυτή διατηρήθηκε με την μεταγενέστερη τροποποίηση του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου Αμαρουσίου (υπ’ αριθ. 6939/1283/ 22.2/7.7.1993 απόφαση Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Δ΄ 744) με την προσθήκη ότι στη Ζώνη Ειδικών Χρήσεων (αθλητικές εγκαταστάσεις Ο.Α.Κ.Α.) επιτρέπονται συναφείς χρήσεις, όπως Αθλητικό Μουσείο και κτίριο Γραφείων της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού, καθώς επίσης και με νεώτερη τροποποίηση του Γ.Π.Σ. (υπ’ αριθ. 72228/4579/20.7.1994 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Δ΄ 34), με την οποία ο χώρος σταθμεύσεως του Ο.Α.Κ.Α. εξαιρέθηκε από τις θεσπισθείσες για την λοιπή περιοχή χρήσεις υπερτοπικού κέντρου του Δήμου Αμαρουσίου. Οι ως άνω ρυθμίσεις του Γ.Π.Σ. Αμαρουσίου βρίσκονται σε αρμονία με τις κατευθύνσεις του Ρ.Σ.Α. (ν. 1515/1985) για την αναβάθμιση και προστασία του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος της Αθήνας και την πρόβλεψη ζωνών ειδικού ενδιαφέροντος, είναι δε χαρακτηριστικό ότι ο ευρύτερος χώρος του Ο.Α.Κ.Α. δεν περιελήφθη μεταξύ των μεγάλων υπερτοπικών πόλων αναψυχής, αθλητισμού και πολιτιστικών λειτουργιών που χωροθετήθηκαν με το Ρ.Σ.Α. σε ολόκληρη την έκταση της πόλης. Και ναι μεν εν όψει της τελέσεως των Ολυμπιακών Αγώνων τροποποιήθηκε το Ρ.Σ.Α. (ν. 2730/1999, Α΄ 130) και χωροθετήθηκε σύστημα πόλων υπερτοπικής σημασίας για την κατασκευή ολυμπιακών έργων και συμπληρωματικών αθλητικών εγκαταστάσεων, με την πρόβλεψη ότι «οι πόλοι αυτοί θα εξυπηρετούν μετά την τέλεση των αγώνων συνδυασμένες λειτουργίες αθλητισμού, τουρισμού – αναψυχής, κοινωνικών εξυπηρετήσεων και πολιτισμού της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας», πλην όμως η εν λόγω ρύθμιση, κατά σύμφωνη προς το Σύνταγμα ερμηνεία αυτής, δεν μπορεί παρά να έχει την έννοια ότι οι επιλεγόμενες για κάθε συγκεκριμένο ολυμπιακό έργο μεταολυμπιακές χρήσεις δεν δύνανται να συνιστούν επιδείνωση του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος της αντίστοιχης περιοχής, άλλως θα ήταν αντισυνταγματική. Με τα δεδομένα αυτά, μόνες συμβατές με τις ρυθμίσεις του ισχύοντος Γ.Π.Σ. Αμαρουσίου μεταολυμπιακές χρήσεις του Διεθνούς Κέντρου Ραδιοτηλεόρασης, ανεγερθέντος χάριν εξυπηρετήσεως προσωρινής ανάγκης σχετικής με την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων, είναι οι αθλητικές και συναφείς προς αυτές χρήσεις (Μουσεία Αθλητισμού, κ.λπ.), αφού δεν είναι επιτρεπτή η επιδείνωση των όρων του αστικού περιβάλλοντος όχι μόνο με διοικητική πράξη, αλλά ούτε και με το νόμο (πρβλ. Σ.τ.Ε. 185/1999, 135/1997, 700/1995). Κατά συνέπεια η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 21 του ν. 3342/2005, με την οποία επιτρέπονται στο εν λόγω Κέντρο χρήσεις εμπορικών καταστημάτων, χώρων εστίασης κοινού, γραφείων και ιατρείων, συνιστά επιδείνωση του οικιστικού περιβάλλοντος της περιοχής και των όρων διαβιώσεως των κατοίκων και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρη ως αντικείμενη στο άρθρο 24 του Συντάγματος. Κατ’ ακολουθία η προσβαλλόμενη έγκριση περιβαλλοντικών όρων για την μετατροπή και αλλαγή χρήσεως του Διεθνούς Κέντρου Ραδιοτηλεόρασης εν μέρει σε εμπορικό και επιχειρηματικό συγκρότημα με υπόγειο σταθμό αυτοκινήτων, καθώς και οι συμπροσβαλλόμενες οικοδομικές άδειες, ερειδόμενες επί ανισχύρου διατάξεως του ν. 3342/2005, είναι μη νόμιμες και ακυρωτέες.
19. Επειδή, εξάλλου, η πρόβλεψη του άρθρου 21 παρ. 3 του ν. 3342/2005 περί δυνατότητας κατασκευής προσθέτων διαμερισματώσεων, καθ’ ύψος ή κατά πλάτος, εντός του υπάρχοντος ήδη όγκου του επιδίκου κτιρίου δεν συνιστά επιδείνωση των όρων διαβιώσεως, εφόσον η αύξηση της δομήσιμης επιφάνειας με την κατασκευή των εν λόγω διαμερισματώσεων τελεί υπό την, θεσπιζόμενη με την ίδια την ως άνω διάταξη, προϋπόθεση ότι δεν θα έχει ως συνέπεια την εν τοις πράγμασι αύξηση του προβλεπομένου από το άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 2833/2001 συντελεστή δομήσεως. Δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ότι συνιστά επιδείνωση των όρων διαβιώσεως, αντικείμενη στο άρθρο 24 του Συντάγματος, η επί πλέον δόμηση, όταν δεν έχει εξαντληθεί ο προβλεπόμενος από τον νόμο συντελεστής δομήσεως. Συνεπώς, αν θεωρηθεί ότι με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η ανωτέρω διάταξη συνεπάγεται επιδείνωση των όρων διαβιώσεως και, ως εκ τούτου, αντίκειται στο άρθρο 24 του Συντάγματος, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
20. Επειδή, προβάλλεται στην συνέχεια ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις παραβιάζουν το δεδικασμένο, που απορρέει από την υπ’ αριθ. 1155/2007 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία ακυρώθηκε η υπ’ αριθ. 26401/15.6.2005 απόφαση του Υφυπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, με την οποία είχαν τροποποιηθεί οι χρήσεις γης και οι όροι και περιορισμοί δομήσεως των οικοπέδων του ρυμοτομικού σχεδίου Δήμου Αμαρουσίου, που βρίσκονται στα οικοδομικά τετράγωνα επί του βασικού οδικού δικτύου, και συγκεκριμένα, κατά τον αιτούντα, μεταξύ άλλων, στο ένδικο, κατ’ αυτόν, οικοδομικό τετράγωνο 1082, μετέπειτα τροποποιηθέν σε 1082α και 1082β. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι απορριπτέος προεχόντως, διότι, ανεξαρτήτως του ότι η ανωτέρω υπουργική απόφαση ακυρώθηκε με την αιτιολογία ότι οι θεσπισθείσες με αυτήν κανονιστικές ρυθμίσεις δεν μπορούσαν να θεσπισθούν με υπουργική απόφαση, αλλά έπρεπε να θεσπισθούν με προεδρικό διάταγμα, στηρίζεται στην εσφαλμένη εκδοχή ότι το επίδικο κτίριο ευρίσκεται στο ανωτέρω 1082 οικοδομικό τετράγωνο του ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Αμαρουσίου, ενώ από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει, όπως ήδη έχει αναφερθεί, ότι, ναι μεν αρχικώς με το άρθρο 20 του ν. 2730/1999 προεβλέπετο η ανέγερση του Διεθνούς Κέντρου Ραδιοτηλεοράσεως στο οικοδομικό αυτό τετράγωνο, τελικώς, όμως, μετά την τροποποίηση του εν λόγω άρθρου 20 με τα άρθρα 4 παρ. 8 του ν. 2819/2000 και 10 παρ. 10 περ. β΄ του ν. 2947/2001, στο εν λόγω τετράγωνο χωροθετήθηκε το Ολυμπιακό Κέντρο Τύπου και το Διεθνές Κέντρο Ραδιοτηλεόρασης χωροθετήθηκε, με την διάταξη της περ. γ΄ της παρ. 10 του εν λόγω άρθρου 10 του ν. 2947/2001, στο χώρο των εγκαταστάσεων του Ο.Α.Κ.Α., δηλαδή σε χώρο εκτός του ρυμοτομικού σχεδίου του ανωτέρω Δήμου, στον οποίο και ανηγέρθη. Εξάλλου, από την διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 20 του ν. 2730/1999, με την οποία, εκτός των άλλων, εγκρίνεται η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου Αμαρουσίου «με την κατάργηση της χρήσης πεζοδρόμου μεταξύ του χώρου του Ο.Α.Κ.Α. και του Ο.Τ. Γ 1082 κατά το τμήμα που αντιστοιχεί στο Ο.Τ. Γ 1082», δεν προκύπτει, όπως υπολαμβάνει ο αιτών, ότι με την κατάργηση του εν λόγω πεζοδρόμου, ο χώρος του Ο.Α.Κ.Α., εντός του οποίου έχει ανεγερθεί το επίδικο κτίριο, εντάχθηκε στο ρυμοτομικό σχέδιο του Δήμου Αμαρουσίου και απετέλεσε ένα ενιαίο οικοδομικό τετράγωνο με το οικοδομικό τετράγωνο Γ 1082. Στο σχεδιάγραμμα δε, στο οποίο παραπέμπει η αφορώσα το επίδικο κτίριο περ. ια΄ της παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 3342/2005 και το οποίο έχει συνδημοσιευθεί με τον νόμο αυτόν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ο αριθμός 1082 αναγράφεται στο χώρο, στον οποίο έχει ανεγερθεί το Ολυμπιακό Κέντρο Τύπου (ή Κέντρο Γραπτού Τύπου).
21. Επειδή, όπως προκύπτει από την από Μαρτίου 2007 μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων (κεφάλαιο 8, σελ. 8-1 έως 8-7), την οποία έλαβε υπόψη η προσβαλλόμενη πράξη περί εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων, κατά τον σχεδιασμό του έργου εξετάσθηκε κατ’ αρχάς η μηδενική λύση, δηλαδή η μη αξιοποίηση του επιδίκου κτιρίου με την λειτουργία εντός αυτού εμπορικού και επιχειρηματικού συγκροτήματος και η διατήρηση των χαρακτηριστικών, που είχε το κτίριο αυτό κατά την λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων, η λύση δε αυτή αποκλείσθηκε, με την εξής αιτιολογία : «Σε περίπτωση μη κατασκευής του Εμπορικού και Επιχειρηματικού Συγκροτήματος δεν δίνεται πλέον η δυνατότητα για την ενίσχυση … του υπερτοπικού χαρακτήρα του Ο.Α.Κ.Α. ως αθλητικού και πολιτιστικού πόλου, σύμφωνα με το Ν. 2730/1999, … η μηδενική λύση δεν αποτρέπει την ανοικοδόμηση μεγαλύτερου όγκου κτισμάτων για την υλοποίηση του υπολειπόμενου συντελεστή δόμησης του οικοπέδου του Ο.Α.Κ.Α. Η αξιοποίηση του υφιστάμενου κτιρίου, για τη χωροθέτηση των προτεινόμενων χρήσεων, αξιοποιεί βέλτιστα τον όγκο του υφιστάμενου κτιρίου με την περιορισμένη πρόσθετη δόμησή του. Στην περίπτωση της διατήρησης των χαρακτηριστικών του κτιρίου όπως αυτά εμφανίζονται σήμερα, τα Ολυμπιακά Ακίνητα Α.Ε. θα επιφορτιστούν με ένα κόστος της τάξης των € 2.258.249,27 ευρώ το χρόνο, εκ των οποίων τα € 1.500.000,00 αφορούν τη συντήρηση και λειτουργία του κτιρίου, ενώ τα υπόλοιπα αφορούν υπηρεσίες φύλαξης και καθαρισμού. Το παραπάνω κόστος αναμένεται να αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου καθώς το κτίριο υπόκειται στις αναμενόμενες φθορές. Αντίθετα, με την υλοποίηση του Εμπορικού και Επιχειρηματικού Συγκροτήματος αναμένονται σημαντικά οικονομικά οφέλη … από την καταβολή του μισθώματος από το φορέα του Έργου στην εταιρία Ολυμπιακά Ακίνητα Α.Ε. Δηλαδή, όσον αφορά το Εμπορικό και Επιχειρηματικό Συγκρότημα, η μηδενική λύση … στερεί ιδιαίτερα σημαντικά έσοδα που υπερκαλύπτουν τα έξοδα συντήρησης των Ολυμπιακών Ακινήτων, στην μεταολυμπιακή περίοδο. … Η μη αξιοποίηση του κτιρίου θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στο οικιστικό περιβάλλον της περιοχής λόγω της παρουσίας ενός εγκαταλειμμένου κτιρίου με πρόσοψη σε έναν από τους κυριότερους οδικούς άξονες της πόλης». Περαιτέρω, εξετάσθηκαν εναλλακτικές λύσεις ως προς τις χρήσεις του κτιρίου και ως προς αυτές αναφέρονται στην ανωτέρω μελέτη τα εξής : «Η επιλεγείσα από το Φορέα Ανάπτυξης χρήση περιλαμβάνει συνδυασμό ενός αριθμού από τις επιτρεπόμενες χρήσεις που προβλέπονται στο Ν. 3342/2005 (Εμπορικά καταστήματα, χώροι εστίασης κοινού, γραφεία) και όχι μοναδική χρήση κάποιας εκ των προβλεπομένων. Η τελική λύση προέκυψε μέσα από μια διαδικασία αξιολόγησης περιβαλλοντικών κριτηρίων, κατά κύριο λόγο και κριτηρίων βιωσιμότητας κατά δεύτερο, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τις χρήσεις και τις ανάγκες της περιοχής του Έργου. Οι εναλλακτικές χρήσεις που εκτιμήθηκαν αλλά δεν υιοθετήθηκαν περιελάμβαναν χρήσεις όπως αθλητική ή ιατρεία, διατήρηση των χρήσεων των Ολυμπιακών Αγώνων και εξυπηρέτηση των υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού. Η εναλλακτική «αθλητική» χρήση του συγκεκριμένου κτιρίου κρίνεται ως μη αναγκαία ιδιαίτερα σε μια περιοχή (Ο.Α.Κ.Α.) που χωροθετήθηκαν, λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων, πληθώρα αθλητικών εγκαταστάσεων. Από περιβαλλοντικής απόψεως μια τέτοια εναλλακτική λύση δεν θα επέφερε διαφοροποίηση στις επιπτώσεις είναι όμως δυνατό να έθετε σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα του Σχεδίου. … Η διατήρηση των χρήσεων που είχε το κτίριο κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών αγώνων (Ραδιοτηλεοπτικό Κέντρο, γραφεία, στούντιο ΜΜΕ, υποστηρικτικοί χώροι αποθήκευσης, εστίασης και στάθμευσης αυτοκινήτων) θεωρείται ανέφικτη, καθώς αφορούν αποκλειστικά ένα Ραδιοτηλεοπτικό Κέντρο για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, με αυξημένες ειδικές προδιαγραφές και μεγέθη. Άλλωστε, η κατάσταση του κτιρίου σήμερα, … είναι τέτοια που δεν θα επέτρεπε ανάλογη χρήση, … Η εναλλακτική χρήση της χωροθέτησης των εγκαταστάσεων εξυπηρέτησης των υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού δεν εξετάστηκε από το Φορέα του έργου καθώς δεν είναι δυνατή η υλοποίησή του από αυτόν». Στην συνέχεια απερρίφθη από την μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων αρχιτεκτονική λύση για την μετασκευή του κτιρίου, που θα εξυπηρετούσε περισσότερο τη λειτουργία του ως εμπορικού και επιχειρηματικού συγκροτήματος, για το λόγο ότι η εφαρμογή της θα είχε ως συνέπεια να δημιουργηθούν περισσότερα απορρίμματα από τα υλικά κατεδαφίσεως. Με την ανωτέρω μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων προτάθηκε επίσης η κάλυψη του προτεινόμενου εμπορικού και επιχειρηματικού συγκροτήματος κατά 75% από συγκρότημα καταστημάτων, 12% από χώρους εστίασης και 10% από χώρους γραφείου. Μεγαλύτερη κάλυψη με χώρους εστίασης και γραφεία αποκλείσθηκε, για το λόγο ότι οι χώροι εστίασης παρουσιάζουν σημαντικότερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τα εμπορικά καταστήματα ή τα γραφεία, ενώ υπάρχει ήδη σημαντικός αριθμός γραφείων στην ευρύτερη περιοχή, ιδιαίτερα στον άξονα της Λεωφόρου Κηφισίας. Στην συνέχεια στην ανωτέρω μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων αναφέρονται τα εξής ως προς τις επιλεγείσες εμπορικές χρήσεις : «Η εμπορική δραστηριότητα που προτείνεται να φιλοξενηθεί στο Εμπορικό Κέντρο είναι αυτή του ποιοτικού εμπορίου. Η επιλογή των καταστημάτων έγινε αρχικά έχοντας ως στόχο την στέγαση εμπορικών σημάτων τα οποία δεν εκπροσωπούνται στις γειτονικές αγορές, … Στο Εμπορικό Κέντρο θα μπορούσαν να χωροθετηθούν χρήσεις όπως «υπεραγορές – super market» ή κινηματογράφοι ή «αλυσίδες ταχυφαγείων – food courts». Οι συγκεκριμένες όμως χρήσεις χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερες απαιτήσεις σε θέσεις στάθμευσης και αύξηση των κυκλοφοριακών φόρτων της περιοχής. Η περαιτέρω αύξηση των κυκλοφοριακών φόρτων θα είχε πρόσθετες αρνητικές επιπτώσεις τόσο στη λειτουργία του οδικού δικτύου όσο και στην ποιότητα του ατμοσφαιρικού περιβάλλοντος. Θέτοντας επομένως ως κριτήριο την περιβαλλοντική επίπτωση της κάθε χρήσης, οι προαναφερόμενες πιθανές χρήσεις δεν επελέγησαν τελικά για το προτεινόμενο Έργο». Εξάλλου, ως προς τις επιπτώσεις στην κυκλοφορία από την λειτουργία εμπορικού και επιχειρηματικού συγκροτήματος και σταθμού αυτοκινήτων στο επίδικο κτίριο αναφέρονται στην ανωτέρω μελέτη τα εξής : «Οι επιπτώσεις στην κυκλοφορία από τους πρόσθετους φόρτους λόγω της λειτουργίας του σταθμού δεν κρίνεται ότι είναι τέτοιας τάξης μεγέθους ώστε να επιφέρουν μεγάλες επιβαρύνσεις … στο παρακείμενο οδικό δίκτυο. Οι στάθμες εξυπηρέτησης σε όλες τις προσβάσεις των κόμβων, … που επηρεάζονται από τη λειτουργία του σταθμού, θα κυμαίνονται και μετά τη λειτουργία του στα ίδια επίπεδα εξυπηρέτησης με σήμερα. Σε όσους κόμβους παρουσιάζονται και με τις υφιστάμενες συνθήκες προβλήματα, αυτά αμβλύνονται με την εφαρμογή των προτεινόμενων παρεμβάσεων στη λειτουργία της φωτεινής σηματοδότησης. Μετά την ολοκλήρωση όλων των μεγάλων έργων στην περιοχή η βελτίωση στις κυκλοφοριακές συνθήκες της περιοχής ήταν σημαντική. … Από τη λειτουργία του σταθμού αυτοκινήτων και από το σύστημα εισόδων – εξόδων του δεν επηρεάζεται η λειτουργία των δημόσιων συγκοινωνιών. … όλοι οι υπολογισμοί για τη μετά τη λειτουργία του σταθμού κατάσταση έγιναν με παραδοχή υψηλών πρόσθετων φόρτων». Στην δε από Νοεμβρίου 2006 μελέτη κυκλοφοριακών επιπτώσεων του υπόγειου και εν μέρει υπαίθριου σταθμού αυτοκινήτων του ένδικου έργου, η οποία επισυνάπτεται ως Παράρτημα ΙΙΙ στην ανωτέρω μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, παρατίθενται αναλυτικά τόσο η αναμενόμενη ζήτηση στις διαδρομές εισόδου και εξόδου στον σταθμό αυτοκινήτων (σελ. 10 επ.), ο υπολογισμός του καθοριστικού φόρτου εισόδου – εξόδου στην ώρα αιχμής (σελ. 18 επ.), η χωροθέτηση εισόδου – εξόδου και ο υπολογισμός του απαιτούμενου χώρου αναμονής (σελ. 31 επ.), όσο και οι κυκλοφοριακές επιπτώσεις από την λειτουργία του σταθμού αυτοκινήτων (σελ. 33 επ.), η ανάλυση της ικανότητας των κόμβων και ο υπολογισμός της στάθμης εξυπηρετήσεως (σελ. 39 επ.). Η ανωτέρω δε μελέτη κυκλοφοριακών επιπτώσεων, αφού έλαβε υπόψη ότι στην ευρύτερη περιοχή του επιδίκου κτιρίου «έχουν ολοκληρωθεί και λειτουργούν σημαντικά συγκοινωνιακά και οδικά έργα (Αττική Οδός, ανισόπεδοι κόμβοι Κηφισίας – Παραδείσου και Λ. Κύμης – Σπύρου Λούη, προαστιακός σιδηρόδρομος, έργα περιοχής ΟΑΚΑ, διάνοιξη οδού Αρτέμιδος κλπ) που με τη λειτουργία τους άλλαξαν θεαματικά τις κυκλοφοριακές συνθήκες στην περιοχή» και ότι «αναμένεται σημαντική βελτίωση των κυκλοφοριακών συνθηκών στην περιοχή με την σχεδιασμένη αλλά όχι ακόμη υλοποιημένη επέκταση της Λ. Κύμης πέραν της Αττικής Οδού μέχρι την Ε.Ο. Αθηνών – Θεσσαλονίκης και την μελλοντική επέκταση του Μετρό κατά μήκος του άξονα της Λ. Κηφισίας, μέχρι τον κυκλικό κόμβο … της Αττικής Οδού με τη Λ. Κηφισίας» (σελ. 45 – 46), παραθέτει (σελ. 47- 48) συγκριτικούς πίνακες ως προς την στάθμη εξυπηρέτησης και την μέση καθυστέρηση στην πρόσβαση σε σηματοδοτούμενους κόμβους για την πριν και μετά την λειτουργία του σταθμού αυτοκινήτων κατάσταση και καταλήγει, μεταξύ άλλων, στα εξής συμπεράσματα (σελ. 53) : «·Οι επιπτώσεις στην κυκλοφορία από τους πρόσθετους φόρτους λόγω της λειτουργίας του σταθμού δεν κρίνεται ότι είναι τέτοιας τάξης μεγέθους ώστε να επιφέρουν μεγάλες επιβαρύνσεις και σημαντική δυσμενοποίηση της λειτουργίας στο παρακείμενο οδικό δίκτυο. ·Οι στάθμες εξυπηρέτησης σε όλες τις προσβάσεις των κόμβων, … που επηρεάζονται από τη λειτουργία του σταθμού, θα κυμαίνονται και μετά τη λειτουργία του στα ίδια επίπεδα εξυπηρέτησης με σήμερα. Σε όσους κόμβους παρουσιάζονται και με τις υφιστάμενες συνθήκες προβλήματα, αυτά αμβλύνονται με την εφαρμογή των προτεινόμενων παρεμβάσεων στη λειτουργία της φωτεινής σηματοδότησης. … όλοι οι υπολογισμοί για τη μετά τη λειτουργία του σταθμού κατάσταση έγιναν με παραδοχή υψηλών πρόσθετων φόρτων». Στην δε μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων αναφέρεται (κεφάλαιο 5 παρ. 5.3.5.3, σελ. 5-68) ότι «στην εκτίμηση των επιπτώσεων από τη λειτουργία του Έργου στους κυκλοφοριακούς άξονες της περιοχής έχουν συνυπολογισθεί οι υφιστάμενοι κυκλοφοριακοί φόρτοι των ήδη λειτουργούντων εμπορικών κέντρων και δραστηριοτήτων στην περιοχή, των επιχειρηματικών συγκροτημάτων (κτίρια γραφείων), των νοσοκομείων και των κέντρων ψυχαγωγίας, των αθλητικών και πολιτιστικών κέντρων της περιοχής (Ο.Α.Κ.Α., πολυχώρος κινηματογράφων κ.λπ.). Στην εκτίμηση δηλαδή των επιπτώσεων του Έργου στην κυκλοφορία και το οδικό δίκτυο έχουν εξ αρχής συμπεριληφθεί οι συσσωρευτικές επιπτώσεις από τη λειτουργία των άλλων συναφών δραστηριοτήτων στην περιοχή», προτείνονται δε μέτρα προστασίας του οδικού δικτύου από τις επιπτώσεις από την λειτουργία του εμπορικού και επιχειρηματικού συγκροτήματος (κεφάλαιο 6, παρ. 6.2.3.7, σελ. 6-19). Εξάλλου, με την προσβαλλόμενη πράξη εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων για την μετατροπή και την αλλαγή χρήσεως του επιδίκου κτιρίου, και ειδικότερα με την παρ. 14 εδάφια 14.1-14.4 αυτής, θεσπίζονται όροι για την ελαχιστοποίηση των τοπικών επιβαρύνσεων της Λεωφόρου Κηφισίας και του οδικού δικτύου, που διέρχεται από περιοχές όπου κυριαρχεί η κατοικία, από την κυκλοφορία των οχημάτων από και προς το επίδικο κτίριο, αναφερόμενοι σε κυκλοφοριακές ρυθμίσεις για την είσοδο και έξοδο των οχημάτων από τον σταθμό αυτοκινήτων. Από το παρατεθέν ανωτέρω περιεχόμενο της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων και της αποφάσεως περί εγκρίσεως περιβαλλοντικών προκύπτει ότι η απόφαση αυτή εκδόθηκε, αφού ελήφθη υπόψη η επικρατούσα στην ευρύτερη περιοχή κατάσταση, εξετάσθηκαν εναλλακτικές λύσεις ως προς την κατ’ αρχήν αξιοποίηση και στην συνέχεια ως προς τον ειδικώτερο τρόπο αξιοποιήσεως του επιδίκου κτιρίου, εντός του πλαισίου των επιτρεπομένων με βάση το άρθρο 21 του ν. 3342/2005 χρήσεων, και αξιολογήθηκαν οι επιπτώσεις στο περιβάλλον από την λειτουργία στο κτίριο αυτό εμπορικού και επιχειρηματικού συγκροτήματος, με την απόφαση δε αυτή ελήφθησαν μέτρα για την μείωση των επιπτώσεων αυτών. Ενόψει των ανωτέρω, οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους αμφισβητείται η νομιμότητα και η επάρκεια της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων και κατ’ επέκταση η νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως περί εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Εξάλλου, το γεγονός ότι με την υπ’ αριθ. 171/11.12.2007 πράξη του το Νομαρχιακό Συμβούλιο της Νομαρχίας Αθηνών γνωμοδότησε υπέρ της απορρίψεως της προαναφερθείσης μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων δεν επηρεάζει την νομιμότητα και επάρκεια της αιτιολογίας της προσβαλλομένης πράξεως εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων, ενόψει των λόγων για τους οποίους το Νομαρχιακό Συμβούλιο κατέληξε στην γνώμη αυτή. Ειδικώτερα, το Νομαρχιακό Συμβούλιο γνωμοδότησε υπέρ της απορρίψεως της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, με την αιτιολογία ότι «η προτεινόμενη αλλαγή χρήσης δεν είναι απολύτως σύμφωνη με τις διατάξεις του Νόμου 3342/2005 και επιβαρύνει με πρόσθετη δόμηση και χρήσεις τον πολεοδομικό ιστό της γειτονιάς». Όπως δε αναφέρεται στην παρατιθέμενη στην ανωτέρω γνωμοδότησή του εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας, την οποία υιοθέτησε και η Νομαρχιακή Επιτροπή Ανάπτυξης – Α.Ε. – Περιβάλλοντος – Εμπορίου – Τουρισμού και Αθλητισμού, με την υπ’ αριθ. 45/2007 πράξη της, «οι προτεινόμενες χρήσεις της εγκατάστασης και η υλοποίηση των δύο Μουσείων είναι εν μέρει σύμφωνες με τις διατάξεις του άρθρου 21 παρ. 3 του Ν. 3342/2005 … διότι – Οι διατάξεις του νόμου αναφέρονται σε διαμερισματοποίηση του υπάρχοντος κτιρίου και η επιπλέον δόμηση δεν αναφέρεται στις διατάξεις του Ν. 3342/2005 – Η προτεινόμενη χρήση Κέντρου ομορφιάς δεν προβλέπεται στον ίδιο Νόμο – Δεν διευκρινίζεται στην μελέτη αν μέσα στις υποχρεώσεις της εταιρείας διαχείρισης, από την σύμβασή της, είναι η διαμόρφωση των χώρων των δύο μουσείων μέσα στο υπάρχον κτίριο, όπως προβλέπεται από τον Ν. 3342/2005 – Η περιοχή είναι στην επέκταση του Πολεοδομικού Σχεδίου του Δήμου Αμαρουσίου, όπου επικρατεί χαμηλή δόμηση (Άγιος Θωμάς, Ψαλίδι, κ.λπ.), με συντελεστή δόμησης από 0,6 έως 1,0 και χρήση κυρίως κατοικία και πολεοδομικό κέντρο. Κατ’ εξαίρεση, είχαν δοθεί για τις ανάγκες των Ολυμπιακών Αγώνων μεγαλύτεροι συντελεστές και ύψη, για τα κτίρια που εξυπηρετούσαν υπηρεσίες υποστήριξής τους». Η εισήγηση, όμως, αυτή, η οποία στηρίζει την, διατυπωθείσα με την προαναφερθείσα υπ’ αριθ. 171/2007 πράξη, γνώμη του Νομαρχιακού Συμβουλίου, α) κατά το πρώτο σκέλος της, ερείδεται στην εσφαλμένη, ενόψει των εκτεθέντων σε προηγούμενες σκέψεις, εκδοχή ότι με το άρθρο 21 του ν. 3342/2005 δεν επιτρέπεται επιπλέον δόμηση στο επίδικο κτίριο εντός των ορίων του προβλεφθέντος με το άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 2833/2000 συντελεστού δομήσεως, β) κατά το δεύτερο σκέλος της, λαμβάνει υπόψη ότι στην μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων προβλεπόταν στο επίδικο κτίριο η χρήση κέντρου αισθητικής, η χρήση, όμως, αυτή ρητώς απαγορεύθηκε με την παρ. 15 της προσβαλλομένης πράξεως περί εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων, γ) κατά το τρίτο σκέλος της, φαίνεται να υπολαμβάνει ότι η επιχείρηση, η οποία θα ανελάμβανε την διαχείριση του κυρίου τμήματος του επιδίκου κτιρίου, ήταν υποχρεωμένη, κατά τον ν. 3342/2005, να προβλέψει και για την διαμόρφωση των χώρων των δύο μουσείων και μάλιστα ταυτοχρόνως, πράγμα που δεν απαιτείται από το άρθρο 21 του εν λόγω νόμου, και δ) κατά το τέταρτο σκέλος της, ανεξαρτήτως του ότι δέχεται ότι στην παρακείμενη του επιδίκου κτιρίου περιοχή ισχύει συντελεστής δομήσεως μεγαλύτερος από εκείνον που προβλέπεται με το άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 2833/2000 για το εν λόγω κτίριο, καθώς και χρήση πολεοδομικού κέντρου, εν πάση περιπτώσει φαίνεται να αμφισβητεί αφενός μεν την νομιμότητα της υπ’ αριθ. 75/2003 άδειας για την κατ’ αρχήν ανέγερση του επιδίκου κτιρίου με βάση τους θεσπισθέντες με το ανωτέρω άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 2833/2000 όρους δομήσεως και αφετέρου το κύρος του άρθρου 21 του ν. 3342/2005, με το οποίο προβλέφθηκαν οι μεταολυμπιακές χρήσεις του επιδίκου κτιρίου. Με τα δεδομένα αυτά, η αρνητική γνώμη του Νομαρχιακού Συμβουλίου της Νομαρχίας Αθηνών ως προς την έγκριση της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων δεν επηρεάζει, κατά τα προαναφερθέντα, την νομιμότητα και επάρκεια της αιτιολογίας της προσβαλλομένης πράξεως περί εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων.
22. Επειδή, περαιτέρω, ο λόγος ακυρώσεως ότι, κατά παράβαση του Συντάγματος, ο προβλεπόμενος από το Γ.Π.Σ. Αμαρουσίου συντελεστής δομήσεως για τον χώρο των εγκαταστάσεων του Ο.Α.Κ.Α. από 0,2 αυξήθηκε σε 3,00, είναι απορριπτέος. Τούτο δε διότι, όπως προκύπτει από τα εκτεθέντα στην 13η σκέψη, για τον χώρο των εγκαταστάσεων του Ο.Α.Κ.Α. θεσπίσθηκε συντελεστής δομήσεως 0,4 με το άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 2833/2000, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 παρ. 10 περ. γ΄ του ν. 2947/2001, και όχι 3,00, όπως υπολαμβάνει ο αιτών, με την αντίληψη, προφανώς, ότι κατά την ανέγερση του κτιρίου εφαρμόσθηκε ο θεσπισθείς με το άρθρο 20 παρ. 2 του ν. 2730/1999 για το Ο.Τ. Γ 1082 συντελεστής δομήσεως. Ο συντελεστής δε αυτός δομήσεως (0,4) δεν αυξήθηκε με το άρθρο 21 του ν. 3342/2005, στο οποίο ερείδεται η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 8/2008 οικοδομική άδεια. Ο αιτών, άλλωστε, δεν προβάλλει ότι με την οικοδομική αυτή άδεια επιτρέπεται δόμηση μεγαλύτερη από την επιτρεπόμενη με βάση τον ισχύοντα συντελεστή δομήσεως. Αν δε θεωρηθεί ότι με τον ανωτέρω λόγο προβάλλεται ότι ο εφαρμοσθείς κατά την ανέγερση του επιδίκου κτιρίου συντελεστής δομήσεως είναι μεγαλύτερος από προβλεπόμενο με προηγούμενες διατάξεις, τότε ο λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι πλήσσει την νομιμότητα της υπ’ αριθ. 75/2003 οικοδομικής άδειας, με βάση την οποία ανηγέρθη το κτίριο και η οποία, όπως έχει ήδη εκτεθεί, προσβάλλεται απαραδέκτως και δεν μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως.
23. Επειδή, προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ότι οι προσβαλλόμενες οικοδομικές άδειες είναι ακυρωτέες, διότι αφορούν ακίνητο απαλλοτριωθέν για δημιουργία αθλητικών χώρων και χρησιμοποιηθέν για διαφορετικό σκοπό. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι εν πάση περιπτώσει απορριπτέος, διότι, εφόσον στο ακίνητο αυτό ανηγέρθη το επίδικο κτίριο, το οποίο αποτελούσε εγκατάσταση υποστηρικτική των αθλητικών εγκαταστάσεων του Ο.Α.Κ.Α. προς εξυπηρέτηση των αναγκών των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, το εν λόγω ακίνητο χρησιμοποιήθηκε για σκοπό, που εμπίπτει στον σκοπό, για τον οποίο είχε απαλλοτριωθεί, κατά τα εκτεθέντα στην τρίτη σκέψη, και δύναται πλέον να διατεθεί ελευθέρως προς εξυπηρέτηση των υπό του νόμου προβλεπομένων για την μεταολυμπιακή εποχή χρήσεων.
24. Επειδή, τέλος, προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ότι οι προσβαλλόμενες οικοδομικές άδειες εκδόθηκαν αναρμοδίως από την Διεύθυνση Οικοδομικών και Κτιριοδομικών Κανονισμών (Ο.Κ.Κ.) του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του ν. 3342/2005 (όπως η παρ. 1 συμπληρώθηκε με το άρθρο 33 του ν. 3492/2006, Α΄ 210), οι άδειες για την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών σχετικών, μεταξύ άλλων, με την μετασκευή των ολυμπιακών συγκροτημάτων, που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 9 του εν λόγω νόμου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το επίδικο κτίριο, εκδίδονται από την ανωτέρω υπηρεσία.
25. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, η ανοιγείσα με την κρινόμενη αίτηση δίκη πρέπει να κηρυχθεί κατηργημένη ως προς τον δεύτερο αιτούντα και η εν λόγω αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως προς τον πρώτο αιτούντα, πρέπει δε να γίνουν δεκτές οι ασκηθείσες παρεμβάσεις.
Δια ταύτα
Κηρύσσει την δίκη κατηργημένη ως προς τον δεύτερο αιτούντα.
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση ως προς τον πρώτο αιτούντα.
Δέχεται τις ασκηθείσες παρεμβάσεις.
Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου στον δεύτερο αιτούντα.
Επιβάλλει στον πρώτο αιτούντα την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ, και των παρεμβαινουσών εταιρειών, η οποία ανέρχεται σε εξακόσια σαράντα (640) ευρώ για την εταιρεία «ΟΛΥΜΠΙΑΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.» και σε εξακόσια σαράντα (640) ευρώ για τις εταιρείες «LAMDA ΔΟΜΗ Ανώνυμη Εταιρεία Υπηρεσιών και Αξιοποίησης Ακινήτων» και «LAMDA DEVELOPMENT Ανώνυμη Εταιρεία Συμμετοχών και Αξιοποίησης Ακινήτων».
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Μαΐου 2010
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας
Π. Πικραμμένος Ε. Κουμεντέρη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 4ης Φεβρουαρίου 2011.
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας