ΣτΕ 1208/2012, Στ΄τμ. 7μ. παρ. Ολομ., ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ, αρθ.104παρ.1 πδ 696/74 η άπρακτη πάροδος της μηνιαίας προθεσμίας συνεπάγεται την άρνηση έγκρισης του λογαριασμού του μελετητή και ιδίως όταν είναι παράνομος , contra στη μέχρι τώρα νομολογία βλ. 12

ΣΤΕ

Αριθμός 1208/2012
Αριθμός 1208/2012, ΤΜΗΜΑ Στ΄, Επταμελής, παρ. στην Ολομέλεια.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ : Διοικητικές Συμβάσεις. Η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 104 του π.δ. 696/1974  ορίζει μεν προθεσμία ενός μηνός για τον έλεγχο και την έγκριση του λογαριασμού, δεν προβλέπει όμως ότι, με την άπρακτη πάροδο αυτής, ο λογαριασμός θεωρείται αυτοδικαίως εγκεκριμένος. Συνεπώς με βάση την Γενική αρχή του Διοικητικού Δικάιου και το  άρθρο 63 παρ. 1, 2 και 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αλλά και 45παρ.4 του πδ 18/89 η άπρακτη πάροδος συνεπάγεται σιωπηρά απόρριψη του αιτήματος και όχι αποδοχή. Η αποδοχη απαιτεί ΡΗΤΗ πρόβλεψη του νόμου. Συνεπώς  εφόσον η ως άνω τασσόμενη στη Διευθύνουσα Υπηρεσία μηνιαία από την υποβολή του λογαριασμού προθεσμία παρέλθει άπρακτη, ο λογαριασμός δεν θεωρείται ότι έγινε αποδεκτός, δηλαδή ότι έχει αυτοδικαίως εγκριθεί, αλλά ότι η Διευθύνουσα Υπηρεσία έχει σιωπηρώς αρνηθεί την έγκρισή του.ΠΡΟΣΟΧΗ ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΕΩΣ ΤΩΡΑ  ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ παρ. στην Ολομέλεια. –  Επειδή το ένδικο βοήθημα δεν είχε το χαρακτήρα αγωγής αφού δεν είχε εκδοθεί θετική-ευνοϊκή υπέρ του διοικουμένου πράξη , αλλά αποτελούσε προσφυγή  έπρεπε να προηγηθεί, επί ποινή απαραδέκτου, η τήρηση της ενδικοφανούς διαδικασίας.. Ενόψει όμως της ανωτέρω μεταστροφής, με την παρούσα απόφαση, της νομολογίας του Δικαστηρίου, όσον αφορά την σιωπηρή άρνηση έγκρισης του λογαριασμού, η προσφυγή της αναδόχου, κατά το μέρος που αφορά την αξίωσή της για την καταβολή της αμοιβής της, παραδεκτώς έχει ασκηθεί, μολονότι δεν έχει τηρηθεί, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη, η ενδικοφανής διαδικασία , αφού εξ΄άλλου δεν του έγινε και μνεία αυτής σε κάποια διοικητική πράξη. Στις διαφορές που ανακύπτουν κατά την εκπόνηση των μελετών,  ότι κρίσιμο στοιχείο για τον προσδιορισμό του αρμόδιου να αποφανθεί επί των αιτήσεων θεραπείας του μελετητή οργάνου, δεν αποτελεί ο αρχικός συμβατικός προϋπολογισμός κατασκευής του έργου, αλλά είναι η αμοιβή του μελετητή και συγκεκριμένα η αρχική, αντιστοίχως, συμβατική αμοιβή του μελετητή. Όταν  πρόκειται για την ανάθεση μελέτης με απ’ ευθείας επιλογή, κατ’ εφαρμογή της παρ. 7 του άρθρου 11 του ν. 716/1977, η συμβατική αμοιβή του μελετητή υπολογίζεται, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, με βάση τον εγκριθησόμενο προϋπολογισμό κατασκευής του έργου στο στάδιο της προμελέτης και καθορίζεται (η συμβατική αυτή αμοιβή του μελετητή) με την εγκριτική του σταδίου αυτού απόφαση του εργοδότη.

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Στ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του τη Δευτέρα, 20 Ιουνίου 2011, με την εξής σύνθεση: Δ. Πετρούλιας, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του ΣΤ’ Τμήματος, Δ. Αλεξανδρής, K. Ευστρατίου, Μ. Παπαδοπούλου, Κ. Φιλοπούλου, Σύμβουλοι, Β. Πλαπούτα, Μ. – Ε. Παπαδημήτρη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα, Γραμματέας του ΣΤ’ Τμήματος.
Α. Για να δικάσει την από 21 Μαρτίου 2007 αίτηση:
της Ευθυμίας συζ. Εμμανουήλ Γιαννακάκη, το γένος Δημητρίου Γοβδελά, κατοίκου Αθηνών, οδός Κάνιγγος αριθμ. 9, η οποία παρέστη με το δικηγόρο Εμμανουήλ Γιαννακάκη (Α.Μ. 3376), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.
κατά της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μαγνησίας, η οποία παρέστη με το δικηγόρο Χρήστο Φώτου (Α.Μ. 243 Δ.Σ. Βόλου), που τον διόρισε με απόφασή του ο Περιφερειάρχης Θεσσαλίας.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 600/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας.
Β. Για να δικάσει την από 19 Απριλίου 2007 αίτηση:
της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μαγνησίας, η οποία παρέστη με το δικηγόρο Χρήστο Φώτου (Α.Μ. 243 Δ.Σ. Βόλου), που τον διόρισε με απόφασή του ο Περιφερειάρχης Θεσσαλίας
κατά της Ευθυμίας συζ. Εμμανουήλ Γιαννακάκη, το γένος Δημητρίου Γοβδελά, κατοίκου Αθηνών, οδός Κάνιγγος αριθμ. 9, η οποία παρέστη με το δικηγόρο Εμμανουήλ Γιαννακάκη (Α.Μ. 3376), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Συμβούλου Κ. Φιλοπούλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε:
Α. τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της αναιρεσίβλητης Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Β. τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της αναιρεσίβλητης, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, με την πρώτη από τις κρινόμενες αιτήσεις, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1740675/2007 ειδικό έντυπο παραβόλου), ζητείται η αναίρεση της 600/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας, κατά το μέρος που με αυτή, κατόπιν αποδοχής προσφυγής της αναιρεσίβλητης Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μαγνησίας, : α) ακυρώθηκε η ΔΜΕΟ/α/0/1393/3.7.2002 απόφαση της Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, με την οποία είχε γίνει δεκτή αίτηση θεραπείας της ήδη αναιρεσείουσας, αναδόχου εκπόνησης της μελέτης «παράκαμψη Άλλης Μεριάς», κατά της σιωπηρής απόρριψης ένστασής της κατά της 3386/23.4.2001 πράξης της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών της αναιρεσίβλητης Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης περί μη εγκρίσεως μελέτης της αναιρεσείουσας, και β) αναπέμφθηκε η υπόθεση στη Διοίκηση προκειμένου να αποφανθεί το αρμόδιο όργανο επί της ανωτέρω αιτήσεως θεραπείας.
2. Επειδή, με τη δεύτερη από τις κρινόμενες αιτήσεις, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται, κατά το άρθρο 99 παρ. 1 του κωδικοποιητικού π.δ. 30/1996 (Α’ 21), καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της ίδιας ως άνω αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου, κατά το μέρος που με αυτή, κατόπιν μερικής αποδοχής αγωγής – προσφυγής της ήδη αναιρεσίβλητης αναδόχου, αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της αναιρεσείουσας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη, ως αμοιβή για αυτοδικαίως παραληφθείσες μελέτες της, το ποσό των 228.401,81 ευρώ με τόκο υπερημερίας από 7.10.2002 και έως την εξόφληση.
3. Επειδή, οι υπό κρίση αιτήσεις, οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να συνεκδικαστούν ως συναφείς.
4. Επειδή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 3 παράγραφοι 1 και 3 περίπτ. ε, 114 παρ. 5, 159 παρ. 1 περίπτ. δ και 283 παρ. 2 του ν. 3852/2010 (Α’ 87), από 1.1.2011 η αναιρεσίβλητη και αναιρεσείουσα Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Μαγνησίας καταργήθηκε και στη θέση της υπεισήλθε η Περιφέρεια Θεσσαλίας, η οποία και συνεχίζει αυτοδικαίως την παρούσα δίκη, εκπροσωπούμενη από τον Περιφερειάρχη.
5. Επειδή, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Με την από 24.5.1993 σύμβαση με το τότε Νομαρχιακό Ταμείο Μαγνησίας η ήδη αναιρεσείουσα – αναιρεσίβλητη Ευθυμία Γιαννακάκη ανέλαβε, με απευθείας επιλογή, την εκπόνηση της συγκοινωνιακής μελέτης «παράκαμψη Άλλης Μεριάς» με προεκτιμώμενη αμοιβή 10.000.000 δραχμών. Για την εκτέλεση του έργου εκπονήθηκαν μελέτες, τόσο κατά τα συμφωνηθέντα όσο και υπερσυμβατικώς, κατόπιν αντίστοιχων γραπτών εντολών της Νομαρχιακής Επιτροπής για επέκταση-συμπλήρωση του αντικειμένου. Με την 26/11.2.1997 απόφαση της Νομαρχιακής Επιτροπής εγκρίθηκαν συγκεκριμένες επιμέρους μελέτες που είχαν ήδη παραληφθεί. Στη συνέχεια, η ανάδοχος υπέβαλε στις 27.11.1997, προς έγκριση επιμέρους μελέτες του σταδίου της οριστικής μελέτης (οριστικές μελέτες ανατολικής παράκαμψης και κόμβων, μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων και κτηματολόγιο και κτηματολογικούς πίνακες με πράξεις αναλογισμού διαπλάτυνσης οδού) και, ακολούθως, λόγω καθυστέρησης της έγκρισής τους, ζήτησε και την παραλαβή αυτών με τα από 10.7.2000 και 24.7.2000 έγγραφά της προς τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Μαγνησίας. Η Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών, με την 3386/23.4.2001 πράξη της, γνωστοποίησε στην ανάδοχο ότι η υποβληθείσα οριστική μελέτη δεν είχε εγκριθεί και ότι δεν είχε εφαρμογή το άρθρο 22 του ν. 716/1977, το οποίο ορίζει τις προϋποθέσεις πραγματοποίησης της παραλαβής της μελέτης ή σταδίου αυτής καθώς και τις προϋποθέσεις συντέλεσης της αυτοδίκαιης παραλαβής. Κατά της εν λόγω πράξης η ανάδοχος υπέβαλε ένσταση και κατά της σιωπηρής απόρριψης αυτής αίτηση θεραπείας ενώπιον του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. Η αίτηση θεραπείας απορρίφθηκε σιωπηρώς και η αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας. Επακολούθησε η κοινοποίηση σ’ αυτήν της ΔΜΕΟ/α/0/1393/3.7.2002 απόφασης της Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., που εκδόθηκε μετά την πάροδο της προβλεπόμενης τρίμηνης προθεσμίας. Με την απόφαση αυτή έγινε μεν δεκτή η ως άνω αίτηση θεραπείας της αναδόχου ως προς το ζήτημα της αυτοδίκαιης έγκρισης και παραλαβής συγκεκριμένων, περιγραφόμενων στην απόφαση επιμέρους μελετών καθώς και ως προς την υποχρέωση σύνταξης από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία 2ου Συγκριτικού Πίνακα για τις ήδη προεγενεστέρως εγκριθείσες και παραληφθείσες μελέτες και για τις μελέτες, οι οποίες, σύμφωνα με την υπουργική αυτή απόφαση, είχαν, κατά το άρθρο 22 παρ. 2 του ν. 716/1977, αυτοδικαίως εγκριθεί και παραληφθεί, απορρίφθηκε δε η αίτηση αυτή ως προς το αίτημα της έντοκης καταβολής της αμοιβής για την εκπόνηση των μελετών. Ενόψει της ρητής αυτής υπουργικής πράξης, η ανάδοχος, κατ’ εφαρμογή των οριζομένων στο άρθρο 12 παρ. 9 του ν. 1418/1984, αφενός υπέβαλε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας έγγραφη δήλωση παραίτησης από την ασκηθείσα κατά τα άνω πρώτη προσφυγή της και αφετέρου επέδωσε στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Μαγνησίας την από 30.7.2002 δήλωσή της περί αποδοχής της υπουργικής απόφασης. Κατά της υπουργικής αυτής απόφασης άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Μαγνησίας. Στη συνέχεια, η ανάδοχος, επικαλούμενη την προαναφερθείσα υπουργική απόφαση, με την οποία, κατ’ αποδοχή της αίτησης θεραπείας της, είχε γίνει δεκτό ότι οι επίμαχες μελέτες είχαν αυτοδικαίως εγκριθεί και παραληφθεί, υπέβαλε στη Διευθύνουσα Υπηρεσία, στις 7.7.2002, σχέδιο του 2ου Συγκριτικού Πίνακα και το 15ο λογαριασμό για την καταβολή της αμοιβής της, ποσού 228.401,81 ευρώ. Με την από 16.7.2002 αίτησή της ζήτησε την επιστροφή των εγγυητικών επιστολών καλής εκτέλεσης της σύμβασης, που είχε καταθέσει, κατά της σιωπηρής δε απόρριψης αυτής άσκησε ένσταση ενώπιον της Νομαρχιακής Επιτροπής (Προϊσταμένη Αρχή) και, ακολούθως, κατά της επίσης σιωπηρής απόρριψης της τελευταίας, υπέβαλε αίτηση θεραπείας ενώπιον του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., ενώ, εξάλλου, με την από 17.12.2002 εξώδικη διαμαρτυρία της προς τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση καλούσε αυτήν να της καταβάλει, συμμορφούμενη προς την προαναφερθείσα υπουργική απόφαση (ΔΜΕΟ/α/0/1393/3.7.2002), τα οφειλόμενα ποσά σύμφωνα με τους υποβληθέντες ως άνω 2ο Συγκριτικό Πίνακα και 15ο λογαριασμό και να της επιστρέψει τις εγγυητικές επιστολές έως τις 24.12.2002. Κατόπιν αυτών, με την από 17.3.2004 «αγωγή-προσφυγή» της ενώπιον του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου, η ανάδοχος ζήτησε να αναγνωριστεί η υποχρέωση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μαγνησίας να καταβάλει σ’ αυτήν, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, το συνολικό ποσό των 830.426,14 ευρώ, από το οποίο α) ποσό 228.401,81 ευρώ αντιστοιχούσε σε αμοιβή της για τις μελέτες που θεωρήθηκαν με την προαναφερθείσα υπουργική απόφαση ως αυτοδικαίως παραληφθείσες από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, β) ποσό 2.024,33 ευρώ αντιστοιχούσε στις προμήθειες των κατατεθεισών κατά τα άνω επιστολών καλής εκτέλεσης της σύμβασης, των οποίων ζήτησε με την προσφυγή και την επιστροφή, και γ) ποσό 600.000 ευρώ αντιστοιχούσε σε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από τις, κατά τους ισχυρισμούς της, παράνομες πράξεις και παραλείψεις της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης. Το Διοικητικό Εφετείο, αφού συνεκδίκασε λόγω συνάφειας τις προσφυγές, έκρινε, μεταξύ άλλων, με την αναιρεσιβαλλόμενη 600/2006 απόφασή του, ότι, ενόψει του αρχικού χρηματικού αντικειμένου της επίδικης σύμβασης, ανερχομένου σε 10.000.000 δραχμές, δεν ήταν, κατά νόμο, αρμόδιος για την εξέταση των αιτήσεων θεραπείας της αναδόχου ο Υπουργός ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., και για το λόγο αυτό, προβαλλόμενο με την προσφυγή της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, έκρινε ακυρωτέα την προσβληθείσα ενώπιόν του ως άνω υπουργική απόφαση και ότι πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση, δηλαδή στο Νομάρχη Μαγνησίας, προκειμένου να αποφανθεί ως αρμόδιο όργανο επί της αιτήσεως θεραπείας της αναδόχου. Στη συνέχεια, το δικάσαν Εφετείο, μολονότι είχε ήδη κρίνει ότι η ανωτέρω απόφαση ΔΜΕΟ/α/0/1393/3.7.2002 της Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., η οποία υπήρξε το έρεισμα του εν λόγω λογαριασμού, ήταν ακυρωτέα ως αναρμοδίως εκδοθείσα, και ότι έπρεπε να αναπεμφθεί η υπόθεση στον αρμόδιο Νομάρχη για νέα κρίση επί της ασκηθείσας αιτήσεως θεραπείας της αναδόχου, έκρινε περαιτέρω, ακολουθώντας τη σχετική νομολογία, ότι η άπρακτη παρέλευση της, κατά το άρθρο 104 παρ. 1 του π.δ. 696/1974, μηνιαίας προθεσμίας για την έγκριση υποβληθέντος λογαριασμού, χωρίς την επιστροφή του, συνεπάγεται την αυτοδίκαιη έγκριση αυτού, χωρίς μετά ταύτα να έχει η Διευθύνουσα Υπηρεσία οποιαδήποτε αρμοδιότητα να τροποποιήσει τον εν λόγω λογαριασμό ή να προβεί σε οποιαδήποτε άλλη επέμβαση σ’ αυτόν, και ότι, συνεπώς, ο επίμαχος 15ος λογαριασμός είχε αυτοδικαίως εγκριθεί από 7.8.2002, όπως είχε υποβληθεί, δηλαδή για ποσό 228.401,81 ευρώ, αποτελώντας πλέον την πιστοποίηση για την πληρωμή της αναδόχου για τις αντίστοιχες εργασίες που είχε αυτή εκτελέσει. Με τις σκέψεις δε αυτές, το Διοικητικό Εφετείο, αποδεχόμενο κατά τούτο την ασκηθείσα «αγωγή – προσφυγή» της αναδόχου, αναγνώρισε την υποχρέωση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μαγνησίας να της καταβάλει το ως άνω ποσό του λογαριασμού.
6. Επειδή, ο ν. 716/1977 «Περί μητρώου μελετητών και αναθέσεως και εκπονήσεως μελετών» (Α’ 295) ορίζει, στο άρθρο 11 τα εξής: «1. Προκειμένης της αναθέσεως μελέτης, ο εργοδότης προβαίνει εις δημοσίαν πρόσκλησιν εκδηλώσεως ενδιαφέροντος εκ μέρους Γραφείων Μελετών δια την εκπόνησιν της υπό ανάθεσιν μελέτης … 2. … 3. … Αι τάξεις των πτυχίων προσδιορίζονται επί τη βάσει προσωρινής εκτιμήσεως της αμοιβής της μελέτης διενεργουμένης υπό του εργοδότου. 4. Αι μελέται ανατίθενται δι’ ητιολογημένης αποφάσεως του εργοδότου εις Γραφείον Μελετών, ή εις συμπράττοντα Γραφεία Μελετών … συμφώνως προς την κατά τας παραγράφους 5 έως 7 του παρόντος άρθρου διαδικασίαν. 5. Μεταξύ των Γραφείων Μελετών τα οποία εκδηλώνουν ενδιαφέρον, ο εργοδότης επιλέγει, κατά την κρίσιν αυτού, κατόπιν αξιολογήσεως των προσόντων αυτών, αριθμόν Γραφείων συγκεντρούντων τας προϋποθέσεις δια την ανάληψιν της μελέτης… Τα επιλεγόμενα ως άνω Γραφεία καλούνται όπως, εντός τακτής προθεσμίας, υποβάλουν είτε ειδικήν προκαταρκτικήν μελέτην, δια μείζονος σημασίας και ειδικά έργα, είτε απλάς προκαταρκτικάς εκθέσεις δια μικροτέρας σημασίας έργα, ως ορίζει εκάστοτε η πρόσκλησις, ώστε να είναι δυνατή η υπ’ αυτών εκτίμησις των προτεινομένων λύσεων και του προϋπολογισμού του έργου… Κατόπιν αξιολογήσεως των υποβαλλομένων κατά τα ανωτέρω προκαταρκτικών μελετών ή εκθέσεων η μελέτη ανατίθεται τελικώς εις τον υποβαλόντα την αρτιωτέραν από τεχνικοοικονομικής απόψεως λύσιν… Η συμβατική αμοιβή του μελετητού καθορίζεται βάσει του προϋπολογισμού δαπάνης, της προτεινομένης υπό του επιλεγέντος μελετητού λύσεως και των ισχυουσών οικείων διατάξεων περί καθορισμού αμοιβών. Εις περίπτωσιν καθ’ ην ο τελικός προϋπολογισμός δαπάνη του μελετηθέντος έργου, άνευ μεταβολής των αρχικών προϋποθέσεων συντάξεως της ειδικής προκαταρκτικής μελέτης ή εκθέσεως, προκύπτει εκ της οριστικής μελέτης μειωμένος ή ηυξημένος, η συμβατική αμοιβή του μελετητού αυξάνεται ή μειούται αντιστοίχως …. 6… 7. Εάν ο εργοδότης κρίνη ότι δεν υφίσταται δυνατότης εφαρμογής της εν παραγράφω 5 του παρόντος άρθρου διαδικασίας αναθέσεως δύναται, εφ’ όσον τούτο αναφέρεται εις την πρόσκλησιν εκδηλώσεως ενδιαφέροντος, η μελέτη να ανατίθεται δι’ απ’ ευθείας επιλογής, βάσει ητιολογημένης αποφάσεως του εργοδότου, μη τηρουμένων των διατάξεων των προηγουμένων παραγράφων 5 ή 6, εις Γραφείον Μελετών εκ των εκδηλωσάντων ενδιαφέρον, ανταποκρινόμενον εις τους όρους τους διαλαμβανομένους εις την πρόσκλησιν ενδιαφέροντος και τας διατάξεις του παρόντος. Η συμβατική αμοιβή του μελετητού υπολογίζεται βάσει του εγκριθησομένου προϋπολογισμού του σταδίου της προμελέτης και καθορίζεται δια της εγκριτικής του σταδίου τούτου αποφάσεως του εργοδότου. Η τελικώς καταβληθησομένη εις τον Μελετητήν αμοιβή, ήτις καθορίζεται βάσει των ισχυουσών διατάξεων περί αμοιβών μελετητών, δεν δύναται να είναι ανωτέρα της κατά τα ως άνω συμβατικώς καθορισθησομένης, ως αύτη διαμορφούται αναγομένη εις τον χρόνον υποβολής της μελέτης κατόπιν αναθεωρήσεως, κατά τας διατάξεις περί αναθεωρήσεως τιμών δημοσίων έργων, κατά ποσοστόν μεγαλύτερον του 40%, έστω και εάν συμφώνως προς τας διατάξεις περί αμοιβών η αμοιβή της οποίας δικαιούται ο μελετητής, βάσει του τελικού προϋπολογισμού της μελέτης, είναι ανωτέρα του ως άνω ποσοστού της διαφοράς θεωρουμένης ως ποινικής ρήτρας εις βάρος του αναδόχου δι’ εσφαλμένην εκτίμησιν του προϋπολογισμού του πρώτου σταδίου της μελέτης. 8… 9. Η καταβολή της αμοιβής του μελετητού κατανέμεται ανά στάδιον μελέτης εις προκαταβολήν, ενδιαμέσους πληρωμάς κατά την εκπόνησιν και την υποβολήν εκάστου σταδίου αυτής και εις πληρωμάς διενεργουμένας μετά την έγκρισιν του σταδίου κατά τα καθοριζόμενα δια Π. Δ/των, εκδιδομένων προτάσει των Υπουργών Συντονισμού και Δημ. Έργων εις ας περιπτώσεις δεν προβλέπονται ταύτα υπό του κατά τας κειμένας διατάξεις Κώδικος Αμοιβών Μηχανικών. 10. … 11. … 16. …». Εξάλλου, στην παράγραφο 1 του άρθρου 23 του ως άνω ν. 716/1977 ορίζεται ότι : «Δια τας υπό του αναδόχου της μελέτης υποβαλλομένας ενστάσεις και αιτήσεις θεραπείας, ως και την δικαστικήν επίλυσιν των μεταξύ των συμβαλλομένων μερών προκυπτουσών διαφορών, εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις των άρθρων 16 και 17 του Ν.Δ. 1266/72 «περί εκτελέσεως των δημοσίων έργων». Όπου εις τας διατάξεις ταύτας αναφέρεται ο «Υπουργός Δημοσίων Έργων» νοείται ο αρμόδιος, ως εκ της φύσεως της μελέτης Υπουργός, «τεχνικόν δε συμβούλιον», το παρ’ αυτώ αρμόδιον συμβούλιον…». Ήδη, όμως, μετά την κατάργηση του τελευταίου αυτού νομοθετικού διατάγματος, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 12 και 13 του νεώτερου ν. 1418/1984 (Α’ 23) (ΣτΕ 3806/2009, 3236/2008, 3210/2004), καθώς και οι κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου αυτού, θεσπιζόμενες σχετικές ρυθμίσεις, οι οποίες επίσης προβλέπουν ότι κατά των πράξεων της Διευθύνουσας Υπηρεσίας, που προσβάλλουν έννομο συμφέρον του αναδόχου της εκτέλεσης δημόσιου έργου, δικαιούται αυτός, μέσα σε τακτή προθεσμία, να ασκήσει ένσταση στην Προϊσταμένη Αρχή και, στη συνέχεια, αίτηση θεραπείας ενώπιον του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων. Τέλος, το π.δ. 186/1996 «Όργανα που αποφασίζουν ή γνωμοδοτούν και ειδικές ρυθμίσεις σε θέματα έργων αρμοδιότητας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων (Ν.Α.) και των Νομικών προσώπων και επιχειρήσεών τους» (Α’ 145), το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 19 παρ. 3 του ανωτέρω ν. 1418/1984, ορίζει, στο άρθρο 7 παρ. 1 τα εξής : «Στις αιτήσεις θεραπείας του αναδόχου που ασκούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 του Ν. 1418/1984 όπως αυτό ισχύει και αφορούν έργα της Ν.Α. και των νομικών προσώπων ή επιχειρήσεών της αποφασίζουν : α) για έργα αρχικού συμβατικού προϋπολογισμού μέχρι 100.000.000 δρχ. ο Νομάρχης μετά από γνώμη του Νομαρχιακού Συμβουλίου Δημοσίων Έργων. β) για έργα αρχικού συμβατικού προϋπολογισμού από 100.000.001 μέχρι και 500.000.000 δρχ. ο αρμόδιος Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας, μετά από γνώμη του Περιφερειακού Συμβουλίου Δημοσίων Έργων και αν δεν υπάρχει μετά από γνώμη του Νομαρχιακού Συμβουλίου Δημοσίων Έργων. γ) για έργα μεγαλύτερου προϋπολογισμού ο Υπουργός ΠΕΧΩΔΕ μετά από γνώμη του Συμβουλίου Δημοσίων Έργων της ΓΓΔΕ του ΥΠΕΧΩΔΕ».
7. Επειδή, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του ν. 716/1977 και των διατάξεων του άρθρου 7 παρ. 1 του π.δ. 186/1996, οι οποίες, διατάξεις του εν λόγω π. δ/τος, διέπουν μεν την κατασκευή των έργων των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων, έχουν όμως ανάλογη εφαρμογή, κατά το άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 716/1977, και στις διαφορές που ανακύπτουν κατά την εκπόνηση των σχετικών μελετών, συνάγεται ότι κρίσιμο στοιχείο για τον προσδιορισμό του αρμόδιου να αποφανθεί επί των αιτήσεων θεραπείας του μελετητή οργάνου, δεν αποτελεί ο αρχικός συμβατικός προϋπολογισμός κατασκευής του έργου, αλλά είναι η αμοιβή του μελετητή και συγκεκριμένα η αρχική, αντιστοίχως, συμβατική αμοιβή του μελετητή. Και τούτο διότι η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 23 του ν. 716/1977 ρητώς προβλέπει ότι οι σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας, που διέπει την κατασκευή των δημόσιων έργων, «εφαρμόζονται αναλόγως» και συνεπώς δεν έχουν ευθεία εφαρμογή. Άλλωστε, στο στάδιο εκπόνησης της μελέτης δεν υπάρχει «συμβατικός» προϋπολογισμός κατασκευής του έργου. Όταν δε πρόκειται για την ανάθεση μελέτης με απ’ ευθείας επιλογή, κατ’ εφαρμογή της παρ. 7 του άρθρου 11 του ν. 716/1977, η συμβατική αμοιβή του μελετητή υπολογίζεται, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, με βάση τον εγκριθησόμενο προϋπολογισμό κατασκευής του έργου στο στάδιο της προμελέτης και καθορίζεται (η συμβατική αυτή αμοιβή του μελετητή) με την εγκριτική του σταδίου αυτού απόφαση του εργοδότη (πρβλ. ΣτΕ 1581/2007, 2022/2006, 1267/2004, 1137/1999 επτ. , 4676/1998 κ.ά.). Κατά τη γνώμη, όμως, της Παρέδρου Β. Πλαπούτα, κρίσιμο στοιχείο προσδιορισμού του αρμόδιου για τις αιτήσεις θεραπείας του μελετητή οργάνου είναι ο προϋπολογισμός της δαπάνης κατασκευής του μελετηθέντος έργου, βάσει του οποίου υπολογίζεται η, κατά το ανωτέρω άρθρο 11 παρ. 7 του ν. 716/1977, αμοιβή που τελικώς καταβάλλεται στο μελετητή (πρβλ. ΣτΕ 2380/2009, 2107/2008, 4676/1998).
8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικάσαν Εφετείο, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του ανωτέρω άρθρου 7 παρ. 1 του π.δ. 186/1996 και αφού έλαβε υπόψη ότι με την υπογραφείσα σύμβαση η αμοιβή για την εκπόνηση του συνόλου των μελετών ορίστηκε σε 10.000.000 δραχμές, όπως είχε προεκτιμηθεί και αναφερόταν στην οικεία πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος, έκρινε ότι, ενόψει του αρχικού αυτού συμβατικού χρηματικού αντικειμένου, δεν ήταν αρμόδιος να αποφαίνεται επί των αιτήσεων θεραπείας της αναδόχου ο Υπουργός ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., και ότι, συνεπώς, για τον λόγο αυτόν βασίμως προβαλλόμενο με την προσφυγή της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μαγνησίας, η προσβληθείσα ως άνω υπουργική απόφαση ήταν ακυρωτέα. Περαιτέρω δε, τον ισχυρισμό της αναδόχου, κατά τον οποίο η αρμοδιότητα του Υπουργού θεμελιώνεται στο ότι ο συμβατικός προϋπολογισμός του έργου το οποίο αφορά η μελέτη είναι ανώτερος των 500.000.000 δραχμών, απέρριψε το δικάσαν Εφετείο ως ερειδόμενο επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, με την αιτιολογία ότι κρίσιμος εν προκειμένω είναι ο συμβατικός προϋπολογισμός της ίδιας της μελέτης του έργου και μάλιστα ο αρχικός, και ότι τα αριθμητικά στοιχεία των οποίων έγινε σχετικώς επίκληση, σύμφωνα με τα οποία ο προϋπολογισμός των εργασιών ανερχόταν σε 555.255.770 δραχμές και η συμβατική αμοιβή της μελέτης σε 141.179.247 δραχμές, αναφέρονται στον, εκ των υστέρων, βάσει της μελέτης προκύπτοντα προϋπολογισμό της δαπάνης κατασκευής του έργου, το οποίο αυτή αφορά, για την εξεύρεση της αμοιβής που τελικώς θα καταβληθεί στην ανάδοχο.
9. Επειδή, η ανωτέρω κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου, κατά την οποία νόμιμο κριτήριο για τον προσδιορισμό του αρμόδιου για την αίτηση θεραπείας της αναδόχου οργάνου αποτελεί η περιληφθείσα στη σύμβαση, ως αρχική αμοιβή της αναδόχου, προεκτιμηθείσα αμοιβή των 10.000.000 δραχμών, είναι εσφαλμένη. Και τούτο διότι αρχική συμβατική αμοιβή του μελετητή δεν αποτελεί, όπως βασίμως προβάλλεται, η, κατά το ανωτέρω άρθρο 11 παρ. 3 του ν. 716/1977, προσωρινή εκτίμηση (προεκτίμηση) της αμοιβής της μελέτης από μέρους του εργοδότη, βάσει της οποίας καθορίζονται, στη σχετική δημόσια πρόσκληση, οι τάξεις των πτυχίων, τα οποία πρέπει να έχουν τα γραφεία μελετών που θα εκδηλώσουν ενδιαφέρον για τη σύνταξη της μελέτης (βλ. ΣτΕ 2107/2008), αλλά είναι, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στη σκέψη 7, σε περίπτωση απ΄ ευθείας επιλογής μελετητή, η υπολογιζόμενη, κατά την παρ. 7 του άρθρου 11 του ν. 716/1977, συμβατική αμοιβή με βάση τον εγκριθησόμενο προϋπολογισμό κατασκευής του έργου στο στάδιο της προμελέτης και η οποία καθορίζεται με την εγκριτική του σταδίου αυτού απόφαση του εργοδότη. Συνεπώς, πρέπει, για τον λόγο αυτόν, να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση της αναδόχου και να αναιρεθεί, κατά το συγκεκριμένο κεφάλαιό της, η προσβαλλόμενη απόφαση, η δε υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί, κατά το αναιρούμενο μέρος, στο δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, προκειμένου αυτό να προσδιορίσει το καθ’ ύλην αρμόδιο για την εξέταση της αίτησης θεραπείας της αναδόχου όργανο, βάσει του ποσού της ανωτέρω συμβατικής αμοιβής της αναδόχου, η οποία καθορίζεται με την εγκριτική του σταδίου της προμελέτης απόφαση του εργοδότη.
10. Επειδή, στο άρθρο 63 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97), ο οποίος έχει εν προκειμένω εφαρμογή ως εκ του χρόνου υποβολής προς έγκριση του επίμαχου λογαριασμού (7.7.2002), ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής : «1. Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται σε ειδικές διατάξεις του Κώδικα, οι εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις, από τις οποίες δημιουργούνται κατά νόμο διοικητικές διαφορές ουσίας, υπόκεινται σε προσφυγή. 2. Παράλειψη υπάρχει, όταν η διοικητική αρχή, αν και υποχρεούται κατά νόμο, δεν εκδίδει εκτελεστή ατομική διοικητική πράξη για να ρυθμίσει ορισμένη έννομη σχέση. Η παράλειψη συντελείται με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας που τυχόν τάσσει ο νόμος για την έκδοση, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου, της πράξης αυτής. Στην τελευταία αυτήν περίπτωση (σιωπηρή άρνηση), αν από το νόμο δεν τάσσεται τέτοια προθεσμία, η παράλειψη συντελείται με την πάροδο άπρακτου τριμήνου από την υποβολή της σχετικής αίτησης στη Διοίκηση…6. Ρητή πράξη, η οποία εκδόθηκε μετά τη συντέλεση της παράλειψης ή της τεκμαιρόμενης απόρριψης ενδικοφανούς προσφυγής, και ως την πρώτη συζήτηση του ένδικου βοηθήματος της προσφυγής, λογίζεται ως συμπροσβαλλόμενη. Μπορεί όμως και να προσβληθεί αυτοτελώς.». Από τις διατάξεις αυτές, οι οποίες αποδίδουν ένα γενικό κανόνα, ο οποίος είχε ήδη θεσπισθεί με το άρθρο 45 παρ. 4 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) (βλ. και την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 2 του προϊσχύσαντος π.δ. 341/1978, Α΄ 71), προκύπτει ότι η άπρακτη πάροδος της τασσόμενης, από το νόμο, στη Διοίκηση, ειδικής προθεσμίας, προκειμένου να αποφανθεί, με την έκδοση ρητής πράξης, επί υποβληθέντος αιτήματος διοικουμένου, συνιστά σιωπηρή απόρριψη, άλλως σιωπηρή άρνηση ικανοποίησης του αιτήματος. Σύμφωνα δε με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όλως κατ’ εξαίρεση από τον ανωτέρω γενικό κανόνα, η άπρακτη πάροδος της τασσόμενης στο νόμο ειδικής προθεσμίας συνιστά όχι απόρριψη αλλά σιωπηρή αποδοχή του υποβληθέντος αιτήματος, μόνον εάν τούτο ορίζεται ρητώς σε ειδική διάταξη νόμου· δηλαδή μόνον εάν ο νομοθέτης (κοινός ή κανονιστικός) έχει, εκτιμώντας ότι τούτο υπαγορεύεται από λόγους δημόσιου συμφέροντος, εκδηλώσει ρητώς τη βούλησή του η άπρακτη πάροδος ορισμένης προθεσμίας να συνιστά αποδοχή του υποβληθέντος αιτήματος (βλ. ΣτΕ 1745/2001, 3550/2000, 4217/1998, 1291/1994, πρβλ. και 2771/2011 Ολομ., 3928/2008, 2074/2008 επτ., 1608/2008, 1327/2008 επτ., 1211/2007 Ολομ., 2177/2004 Ολομ., 2477/2003 επτ., 4516, 3123/2001, 3832/1995 επτ., 2786, 1960/1989). Επομένως, αν από τις ειδικές διατάξεις δεν ορίζεται ρητώς το αντίθετο, η άπρακτη πάροδος της τασσόμενης προθεσμίας, για την ρύθμιση ορισμένης σχέσης με την έκδοση πράξης, δεν συνιστά αποδοχή αλλά σιωπηρή απόρριψη του υποβληθέντος αιτήματος, υποκείμενη σε προσφυγή. Σε περίπτωση δε κατά την οποία ο νόμος προβλέπει την τήρηση ενδικοφανούς διαδικασίας, το ένδικο βοήθημα της προσφυγής ασκείται παραδεκτώς κατά της πράξης που εκδίδεται επί της ενδικοφανούς προσφυγής ή κατά της σιωπηρής απόρριψης αυτής. Η Διοίκηση πάντως μετά την σιωπηρή απόρριψη αιτήματος, λόγω της άπρακτης παρόδου της ανωτέρω τασσόμενης ειδικής προθεσμίας, μπορεί, εφ’ όσον η προθεσμία αυτή δεν χαρακτηρίζεται ως αποκλειστική, να εκδώσει ρητή πράξη η οποία, κατά την παραγρ. 6 του άρθρου 63 του Κ.Δ.Δ., λογίζεται συμπροσβαλλόμενη, εάν εκδοθεί έως την πρώτη συζήτηση της προσφυγής, μπορεί όμως και να προσβληθεί αυτοτελώς. Εξ άλλου, όπως έχει παγίως κριθεί, οι διοικητικές πράξεις ακόμη και όταν ρητώς χαρακτηρίζονται από το νόμο ως οριστικές ή αμετάκλητες, μπορεί πάντοτε να ανακαλούνται για λόγους αναγόμενους στη νομιμότητά τους, κατ’ εφαρμογή των αρχών που διέπουν την ανάκληση των διοικητικών πράξεων (ΣτΕ 2692/1999, 880/1998 επτ., 3507/1979 Ολομ., 1013/1934 Ολομ.).
11. Επειδή, στο άρθρο 11 παρ. 9 του ως άνω ν. 716/1977 ορίζεται ότι : «Η καταβολή της αμοιβής του μελετητού κατενέμεται ανά στάδιον μελέτης εις προκαταβολήν, ενδιαμέσους πληρωμάς κατά την εκπόνησιν και την υποβολήν εκάστου σταδίου αυτής και εις πληρωμάς διενεργουμένας μετά την έγκρισιν του σταδίου κατά τα καθοριζόμενα δια Π. Δ/των, εκδιδομένων προτάσει των Υπουργών Συντονισμού και Δημ. Έργων εις ας περιπτώσεις δεν προβλέπονται ταύτα υπό του κατά τας κειμένας διατάξεις Κώδικος Αμοιβών Μηχανικών». Εξάλλου, στο άρθρο 12 του π.δ. 194/1979 «Περί εκτελέσεως των άρθρων 11 και επόμενα του Ν. 716/1977…» (Α’ 53) ορίζονται τα εξής: «1. Δια πάσαν πληρωμήν εις τον ανάδοχον της αμοιβής του ή μέρους ταύτης συντάσσεται υπ’ αυτού και υποβάλλεται προς έλεγχον υπό του επιβλέποντος της μελέτης πιστοποίησις περιλαμβάνουσα ανάλυσιν των διαφορών πληρωτέων ποσών μνείαν των στοιχείων επί των οποίων στηρίζεται η πιστοποίησις των ποσών τούτων και το βάσει της πιστοποιήσεως πληρωτέον εις τον ανάδοχον ποσόν το προκύπτον μετ’ αφαίρεσιν των μέχρι της συντάξεως της πιστοποίησεως προγενεστέρων πληρωμών. 2. Αι πιστοποιήσεις συντάσσονται πάντοτε ανακεφαλαιωτικώς απ’ αρχής εκτελέσεως εκάστης συμβάσεως μελέτης, περιλαμβανομένων και των συμπληρωματικών τοιούτων. 3. … 4. Εις πιστοποιήσεις περιλαμβάνουσας και μερικάς έναντι σταδίων μελέτης πληρωμάς κατά τας κειμένας σχετικάς διατάξεις, γίνεται μνεία και της καταθέσεως υπό του αναδόχου των υπό των διατάξεων τούτων προβλεπομένων εγγυητικών επιστολών. 5. Αι πιστοποιήσεις θεωρούνται υπό του Προϊσταμένου της Διευθυνούσης Υπηρεσίας». Περαιτέρω, στο άρθρο 104 του εκδοθέντος κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 59 του ν.δ. από 17.7/16.8.1923 (Α’ 325) π.δ. 696/1974 «Περί αμοιβών μηχανικών διά σύνταξιν μελετών…» (Α’ 301) ορίζεται, στην παράγραφο 1 (όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 1 του άρθρου 52 του π.δ. 515/1989, Α’ 219) ότι : «Η αμοιβή μελέτης καταβάλλεται τμηματικά και με την έγκριση του οικείου σταδίου της μελέτης. Ο λογαριασμός για την πληρωμή της αμοιβής του μελετητή συντάσσεται από τον μελετητή και υποβάλλεται στην υπηρεσία, η οποία τον ελέγχει, τον διορθώνει όταν απαιτείται και τον εγκρίνει μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή του», στην παράγραφο 3 (όπως αριθμήθηκε και τροποποιήθηκε με την παρ. 2 του εν λόγω άρθρου 52 του π.δ. 515/1989) ότι: «Η πληρωμή εγκριθέντος κατά την παρ. 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού πρέπει να συντελείται εντός διμήνου από της εγκρίσεώς του, μετά την πάροδον του οποίου καταβάλλεται αυτοδίκαια ο τόκος υπερημερίας που ισχύει για τις οφειλές γενικά του Δημοσίου», και στην παράγραφο 4 (όπως αντικαταστάθηκε τελικώς από την παρ. 3 του ίδιου ως άνω άρθρου 52 του π.δ. 515/1989) ότι: «Για όλες τις περιπτώσεις μελετών … η αμοιβή της μελέτης καταβάλλεται τμηματικά κατά στάδια, ως εξής : α) …. β) … η) Οι λογαριασμοί συντάσσονται ανακεφαλαιωτικά, δηλαδή περιέχουν το σύνολο του οφειλόμενου μετά τη σύνταξη του λογαριασμού ποσού αμοιβής, αφαιρουμένων των μέχρι τότε σταδιακά καταβληθέντων από τον εργοδότη προηγουμένως ποσών …». Τέλος, στα άρθρα 12 και 13 του ν. 1418/1984, τα οποία, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη 6, έχουν ανάλογη εφαρμογή και επί των διαφορών που ανακύπτουν από την εκτέλεση συμβάσεων εκπόνησης μελετών, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής : Άρθρο 12: «1 (όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 2940/2001, Α’ 180/6.8.2001, το οποίο άρθρο, κατά την παρ. 4 αυτού, εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς διαφορές). Κατά των πράξεων ή παραλείψεων της διευθύνουσας υπηρεσίας που προσβάλλουν έννομο συμφέρον του αναδόχου χωρεί ένσταση, που ασκείται με κατάθεση στη διευθύνουσα υπηρεσία…μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δεκαπέντε ημερών από την κοινοποίηση της πράξης… 2. Η ένσταση απευθύνεται στην προϊσταμένη αρχή… Η αρμόδια αρχή υποχρεούται να εκδώσει την απόφασή της μέσα σε δύο μήνες από την κατάθεση της ένστασης. 3. Αν η ένσταση απορριφθεί στο σύνολό της ή μερικώς ή αν παρέλθει άπρακτη η δίμηνη προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου ο ανάδοχος μπορεί να ασκήσει αίτηση θεραπείας σε ανατρεπτική προθεσμία τριών μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης ή από την άπρακτη πάροδο του διμήνου… 4. Η αίτηση θεραπείας απευθύνεται στον Υπουργό Δημοσίων Έργων… 7. Σε κάθε αίτηση θεραπείας αποφασίζει ο Υπουργός Δημοσίων Έργων ύστερα από γνώμη του Τεχνικού Συμβουλίου μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από την επίδοση της αίτησης θεραπείας. 8 (όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 2229/1994, Α’ 138). Αν η αίτηση θεραπείας απορριφθεί με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων ή αν ο Υπουργός δεν εκδώσει και κοινοποιήσει την απόφασή του μέσα στην τρίμηνη προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου, δικαιούται αυτός που υπέβαλε την αίτηση θεραπείας να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του επόμενου άρθρου …». Άρθρο 13 (όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 3 του ως άνω ν. 2940/2001): «1. Κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από τη σύμβαση κατασκευής δημοσίου έργου επιλύεται με προσφυγή στο αρμόδιο δικαστήριο κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας … 2. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των διαφορών αυτών είναι το διοικητικό … εφετείο της περιφέρειας στην οποία εκτελείται το έργο …. 3. Της προσφυγής στο εφετείο προηγείται υποχρεωτικά αίτηση θεραπείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου, διαφορετικά η προσφυγή κηρύσσεται απαράδεκτη. Η προσφυγή στο εφετείο ασκείται μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δύο μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης που εκδόθηκε στην αίτηση θεραπείας ή από τη λήξη της τρίμηνης προθεσμίας της παραγράφου 7 του προηγούμενου άρθρου …».
 12. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ερμηνευόμενων σε συνδυασμό με τον γενικό κανόνα του άρθρου 63 παρ. 1, 2 και 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και ενόψει της παρατιθέμενης στη σκέψη 10 πάγιας συναφούς νομολογίας του Δικαστηρίου, αν η τασσόμενη στη Διευθύνουσα Υπηρεσία μηνιαία από την υποβολή του λογαριασμού προθεσμία παρέλθει άπρακτη, ο λογαριασμός δεν θεωρείται ότι έγινε αποδεκτός, δηλαδή ότι έχει αυτοδικαίως εγκριθεί, αλλά ότι η Διευθύνουσα Υπηρεσία έχει σιωπηρώς αρνηθεί την έγκρισή του. Και τούτο διότι στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 104 του π.δ. 696/1974 ορίζεται μεν προθεσμία ενός μηνός για τον έλεγχο και την έγκριση του λογαριασμού, δεν προβλέπεται όμως ότι, με την άπρακτη πάροδο αυτής, ο λογαριασμός θεωρείται αυτοδικαίως εγκεκριμένος. Ούτε βεβαίως θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι, μολονότι δεν ορίζεται τούτο ρητώς, η βούληση του νομοθέτη ήταν μόνη η άπρακτη πάροδος της μηνιαίας προθεσμίας, οφειλόμενη σε αδράνεια, για οποιονδήποτε λόγο, των αρμόδιων υπαλλήλων, να έχει ως συνέπεια την αμετάκλητη αυτοδίκαιη έγκριση του λογαριασμού και ακολούθως την υποχρέωση του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ. να καταβάλλουν δημόσιο χρήμα, ανεξάρτητα από τις τυχόν πλημμέλειες που αυτός έχει, δηλαδή ανεξάρτητα από το εάν το ποσό του λογαριασμού διεκδικείται παρανόμως ή αχρεωστήτως. Και μάλιστα χωρίς να παρέχεται καμία δυνατότητα πλέον στη Διοίκηση να προβεί, μετά την άπρακτη πάροδο της μηνιαίας προθεσμίας, στην έκδοση πράξης με την οποία ρητώς θα αρνείται την έγκριση του λογαριασμού ή θα τροποποιεί αυτόν για λόγους νομιμότητας, είτε διότι ο λογαριασμός είναι αντίθετος προς διατάξεις νόμου ή τη σύμβαση είτε διότι στηρίζεται σε στοιχεία ανύπαρκτα ή ανακριβή [πρβλ. και την Α.Π. 1127/2006, με την οποία ο Άρειος Πάγος, ερμηνεύοντας τις αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 8 (ήδη παρ. 10) του ν. 1418/1984 και του άρθρου 40 παρ. 7 του π.δ. 609/1985 (223Α’), έκρινε ότι η, λόγω της άπρακτης παρόδου της μηνιαίας προθεσμίας, σιωπηρή έγκριση του λογαριασμού ισχύει «μόνον επί λογαριασμών που, άσχετα από την ουσιαστική βασιμότητα των καθέκαστα στοιχείων τους, πληρούν τους όρους νομιμότητάς τους», ενώ δεν αφορά λογαριασμούς που δεν έχουν όλα τα απαιτούμενα για τη νομιμότητά τους στοιχεία]. Όπου άλλωστε ο νομοθέτης θέλησε η άπρακτη πάροδος της τασσόμενης με τη νομοθεσία για την εκπόνηση των μελετών στα διοικητικά όργανα προθεσμίας προς ενέργεια, να μην συνιστά σιωπηρή απόρριψη, αλλά να ισοδυναμεί με πράξη θετικού περιεχομένου για το μελετητή, δηλαδή με αποδοχή υποβαλλομένου αιτήματος, όρισε τούτο ρητώς. Συγκεκριμένα, πρόκειται για το άρθρο 22 παρ. 1 και 2 του ν. 716/1977, όπου ρητώς ορίζεται ότι η παραλαβή της μελέτης, η οποία πραγματοποιείται με την έκδοση αφενός βεβαίωσης της Διευθύνουσας Υπηρεσίας για συμμόρφωση του μελετητή προς τις συμβατικές του υποχρεώσεις και αφετέρου της εγκριτικής της μελέτης απόφασης του εργοδότη, συντελείται εντός προθεσμίας (που καθορίστηκε στη συνέχεια με το άρθρο 19 παρ. 1 του εκτελεστικού του νόμου αυτού π.δ. 194/1979) (παρ. 1), και ότι, αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, «η παραλαβή της μελέτης θεωρείται ως αυτοδικαίως συντελεσθείσα» μετά την πάροδο διμήνου από την υποβολή, μετά την εκπνοή της ανωτέρω προθεσμίας, ειδικής αίτησης του μελετητή για τη διενέργεια της παραλαβής (παρ. 2). Επίσης, και στη συναφή νομοθεσία για την ανάθεση της κατασκευής δημοσίων έργων, στην οποία προβλέπεται αντίστοιχη με εκείνη της παρ. 1 του άρθρου 104 του π.δ. 696/1974, ρύθμιση, δηλαδή τάσσεται μηνιαία προθεσμία για τον έλεγχο και την έγκριση των υποβαλλόμενων από τον ανάδοχο της κατασκευής δημόσιου έργου λογαριασμών [άρθρο 5 παρ. 8 (ήδη παρ. 10) ν. 1418/1984 και άρθρο 40 παρ. 7 π.δ. 609/1985], όπου ο νομοθέτης θέλησε η άπρακτη πάροδος της οριζόμενης στη Διοίκηση προθεσμίας να συνιστά αποδοχή και όχι απόρριψη του υποβαλλόμενου αιτήματος προέβλεψε τούτο ρητώς. (βλ., ως προς το ν. 1418/1984: βλ. άρθρο 11 παρ. 2, στο οποίο ρητώς ορίζεται ότι με την πάροδο άπρακτων των καθοριζόμενων κατ’ εξουσιοδότησή του ειδικών προθεσμιών και ύστερα από σχετική έγγραφη όχληση του αναδόχου, θεωρούνται ως αυτοδικαίως συντελεσθείσες η προσωρινή και η οριστική παραλαβή του έργου, ως προς το π.δ. 609/1985 : βλ. άρθρο 32 παρ. 2, στο οποίο ρητώς ορίζεται ότι με την πάροδο άπρακτης της εικοσαήμερης προθεσμίας από την υποβολή εκ μέρους του αναδόχου προς έγκριση του χρονοδιαγράμματος κατασκευής του έργου, θεωρείται ότι αυτό έχει εγκριθεί, άρθρο 47 παρ. 5, στο οποίο ρητώς ορίζεται ότι παρερχομένης άπρακτης της τασσόμενης δίμηνης προθεσμίας για την απόφανση επί της ενστάσεως του αναδόχου κατά απόφασης εκπτώσεώς του, τεκμαίρεται ματαιωθείσα η έκπτωση, άρθρο 48 παρ. 7, στο οποίο ρητώς ορίζεται ότι επί μη εκδόσεως απόφασης της διευθύνουσας υπηρεσίας εντός διμήνου από την επίδοση σ’ αυτήν αίτησης του αναδόχου για διάλυση της σύμβασης, θεωρείται ότι η αίτηση έγινε δεκτή, άρθρο 53 παρ. 4, στο οποίο ρητώς ορίζεται ότι, αν η προσωρινή παραλαβή του έργου δεν διενεργηθεί εντός εξαμήνου από την υποβολή της τελικής επιμέτρησης, θεωρείται η παραλαβή ως αυτοδικαίως συντελεσθείσα, και άρθρο 55 παρ. 2, στο οποίο ρητώς ορίζεται ότι, με την πάροδο άπρακτης δίμηνης προθεσμίας για τη διενέργεια της οριστικής παραλαβής του έργου, θεωρείται αυτή ως αυτοδικαίως συντελεσθείσα μετά τριακονθήμερο από της υποβολής σχετικής οχλήσεως του αναδόχου). Ούτε βεβαίως μπορεί να γίνει δεκτό ότι η αντίθετη ερμηνεία επιβάλλεται από την ανάγκη της ταχείας ολοκλήρωσης της εκπονούμενης μελέτης. Και τούτο διότι, πέραν του ότι η ίδια καθυστέρηση προκαλείται και με την εντός του μηνός ρητή άρνηση έγκρισης του λογαριασμού, η υιοθέτηση της άποψης ότι ο λογαριασμός θεωρείται αυτοδικαίως εγκεκριμένος, με την άπρακτη πάροδο της μηνιαίας προθεσμίας, ανεξαρτήτως του εάν αυτός είναι αντίθετος προς το νόμο ή τη σύμβαση ή εάν στηρίζεται σε ανύπαρκτα ή ανακριβή στοιχεία και ότι η Διοίκηση μάλιστα δεν μπορεί να επανέλθει για λόγους νομιμότητας, θα είχε ως συνέπεια την αχρεώστητη καταβολή χρηματικών ποσών και την, εξ αιτίας αυτής, υπέρβαση του προϋπολογισμού του έργου με σοβαρό κίνδυνο αδυναμίας ολοκλήρωσης της μελέτης και πραγματοποίησης του έργου, πέραν των προφανών δημοσιονομικών επιπτώσεων για το Δημόσιο και τα ν.π.δ.δ.. Εν όψει συνεπώς των προεκτεθέντων, η προβλεπόμενη μηνιαία προθεσμία του άρθρου 104 παρ. 1 του π.δ. 696/1974 έχει την έννοια της έντονης υπόδειξης προς την Διευθύνουσα Υπηρεσία για την ταχύτερη δυνατή διενέργεια του ελέγχου και της έγκρισης (με ή χωρίς διορθώσεις) του λογαριασμού, προκειμένου να μην προκαλούνται προσκόμματα στην ομαλή εκπόνηση της μελέτης. Δεδομένου δε ότι η προθεσμία αυτή δεν χαρακτηρίζεται από το νόμο ως αποκλειστική, η Διοίκηση και μετά την τεκμαιρόμενη, λόγω της άπρακτης παρόδου της προθεσμίας, σιωπηρή απόρριψη του λογαριασμού μπορεί, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στη σκέψη 10, να εκδώσει πράξη με την οποία είτε θα επιστρέφει το λογαριασμό για ανασύνταξη, είτε θα προβαίνει στην έγκριση αυτού με τροποποιήσεις [πρβλ. ΣτΕ 891/2007, 1920/2001 και Ε.Α. 554, 646 και 968/2008 κ.άλ. σχετικά με την τασσόμενη στο άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 2522/1997 (Α 178) δεκαήμερη προθεσμία για να αποφανθεί η αναθέτουσα αρχή επί της προδικαστικής προσφυγής]. Τέλος, ο μελετητής δεν στερείται προστασίας όσον αφορά την σιωπηρή απόρριψη του λογαριασμού. Πρώτον κατ’ αυτής (όπως και όταν πρόκειται για ρητή απόρριψη) μπορεί να ασκήσει ένσταση ενώπιον της Προϊσταμένης Αρχής (δεδομένου ότι ο ν. 1418/1984 στο άρθρο 12 παρ. 1, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 2940/2001, ρητώς πλέον προβλέπει την άσκηση ένστασης και κατά της παράλειψης της διευθύνουσας υπηρεσίας να εκδώσει απόφαση επί υποβληθέντος αιτήματος του αναδόχου), κατά δε της ρητής ή σιωπηρής απόρριψης της ένστασης, αίτηση θεραπείας στο αρμόδιο όργανο και επί μη αποδοχής αυτής προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου. Και δεύτερον, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 104 του π.δ. 696/1974, επί μη νόμιμης σιωπηρής άρνησης έγκρισης του λογαριασμού (όπως ακριβώς και επί ρητής μη έγκρισης του λογαριασμού) οφείλεται αυτοδικαίως τόκος υπερημερίας μετά την πάροδο διμήνου από την παρέλευση της μηνιαίας προθεσμίας της παρ. 1 του άρθρου 104 του π.δ.696/1974.
13. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως έχει ήδη εκτεθεί και στη σκέψη 5, η Υπουργός ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., αποδεχόμενη την από 27.7.2001 αίτηση θεραπείας της αναδόχου, με τη ΔΜΕΟ/α/0/ 1393/3.7.2002 απόφασή της έκρινε ότι οι επίμαχες μελέτες είχαν αυτοδικαίως εγκριθεί και παραληφθεί από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μαγνησίας, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 2 του ν. 716/1977. Ακολούθως, η ανάδοχος, επικαλούμενη την ανωτέρω υπουργική απόφαση, υπέβαλε στη Διευθύνουσα Υπηρεσία σχέδιο του 2ου Συγκριτικού Πίνακα και το 15ο λογαριασμό για την καταβολή της αμοιβής της ποσού 228.401,81 ευρώ. Το Διοικητικό Εφετείο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε ότι, ενόψει του αρχικού χρηματικού αντικειμένου της επίδικης σύμβασης, ανερχόμενου σε 10.000.000 δραχμές, δεν ήταν, κατά νόμο, αρμόδιος για την εξέταση των αιτήσεων θεραπείας της αναδόχου ο Υπουργός ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και για τον λόγο αυτό, προβαλλόμενο με την προσφυγή της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, έκρινε ακυρωτέα την προσβληθείσα ενώπιόν του ως άνω υπουργική απόφαση και ότι πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση, δηλαδή, ενόψει του ανωτέρω ποσού των 10.000.000 δραχμών, στο Νομάρχη Μαγνησίας, προκειμένου να αποφανθεί ως αρμόδιο όργανο επί της αιτήσεως θεραπείας της αναδόχου. Στη συνέχεια, το δικάσαν Εφετείο, μολονότι είχε ήδη κρίνει ότι η ανωτέρω απόφαση ΔΜΕΟ/α/0/ 1393/3.7.2002 της Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., η οποία υπήρξε το έρεισμα του εν λόγω λογαριασμού, ήταν ακυρωτέα ως αναρμοδίως εκδοθείσα και ότι έπρεπε να αναπεμφθεί η υπόθεση στον αρμόδιο Νομάρχη για νέα κρίση επί της αιτήσεως θεραπείας της αναδόχου, έκρινε, ωστόσο, περαιτέρω ότι με την άπρακτη παρέλευση της, κατά το άρθρο 104 παρ. 1 του π.δ. 696/1974, μηνιαίας προθεσμίας για την έγκριση υποβληθέντος λογαριασμού, χωρίς την επιστροφή αυτού στην ανάδοχο, ο επίμαχος 15ος λογαριασμός είχε αυτοδικαίως εγκριθεί από 7.8.2002, όπως είχε υποβληθεί, δηλαδή για ποσό 228.401,81 ευρώ, αποτελώντας πλέον την πιστοποίηση για την πληρωμή της αναδόχου για τις αντίστοιχες εργασίες που είχε αυτή εκτελέσει, χωρίς μετά ταύτα να έχει η Διευθύνουσα Υπηρεσία οποιαδήποτε αρμοδιότητα να τροποποιήσει τον εν λόγω λογαριασμό ή να προβεί σε οποιαδήποτε άλλη επέμβαση σ’ αυτόν. Το Διοικητικό Εφετείο προέβη στην ανωτέρω αντιφατική κρίση, (αφού είχε ήδη κρίνει μη νόμιμη και ακυρωτέα την ως άνω υπουργική απόφαση – έρεισμα του λογαριασμού), ακολουθώντας την πάγια νομολογία, η οποία έχει διαμορφωθεί καθ’ ερμηνεία των αντίστοιχου περιεχομένου διατάξεων περί υποβαλλόμενων λογαριασμών του μελετητή (άρθρα 12 παρ. 1 π.δ. 194/1979 και 104 παρ. 1 και 3 π.δ. 696/1974, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 52 παρ. 1 και 2 π.δ. 515/1989) και του αναδόχου της κατασκευής δημόσιου έργου [άρθρα 5 παρ. 8 (ήδη παρ. 10) ν. 1418/1984 και 40 παρ. 2, 6 και 7 π.δ. 609/1985]. Σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, αν η τασσόμενη στη Διευθύνουσα Υπηρεσία μηνιαία προθεσμία από την υποβολή λογαριασμού προς έλεγχο παρέλθει άπρακτη, αν δηλαδή η Διευθύνουσα Υπηρεσία δεν εγκρίνει με την έκδοση ρητής πράξης το λογαριασμό, όπως υποβλήθηκε, ούτε αρνηθεί επίσης ρητώς την έγκρισή του ούτε προβεί σε διόρθωση και στη συνέχεια σε έγκριση αυτού, ούτε, αν είναι δυσχερής η διόρθωση, τον επιστρέψει στο μελετητή ή τον ανάδοχο προς ανασύνταξη και επανυποβολή, ο υποβληθείς λογαριασμός θεωρείται αυτοδικαίως εγκεκριμένος και η Διοίκηση οφείλει να καταβάλει το προβλεπόμενο σ’ αυτόν ποσό ανεξάρτητα από τις τυχόν οποιεσδήποτε πλημμέλειές του. Τυχόν δε μεταγενεστέρως εκδιδόμενη απόφαση, αν μεν εγκρίνει απλώς το λογαριασμό, όπως αυτός υποβλήθηκε από το μελετητή, είναι επιβεβαιωτική αυτού, ενώ, αν τον τροποποιεί ή δεν τον εγκρίνει ή τον αναπέμπει προς διόρθωση, είναι μη νόμιμη ως αναρμοδίως κατά χρόνο εκδοθείσα [βλ. ΣτΕ, ως προς τις μελέτες, 865/2011, 566/2009, 3236/2008, 1497/2006, βλ. και, ως προς τα έργα, 865/2011, 4025/2010, 566/2009, 3615, 2747, 422/2008, 1153/2006, βλ. και 2227/2002, 1434/1999, βλ. και ΑΕΔ 8/2004, η οποία, ερμηνεύοντας τις αντίστοιχες για τα δημόσια έργα διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ν.δ. 1266/1972 (Α’ 198), έκρινε μεν ότι αν η προβλεπόμενη «μηνιαία προθεσμία παρέλθει άπρακτη θεωρείται η πιστοποίηση που υποβλήθηκε εγκεκριμένη», χωρίς ωστόσο να δέχεται περαιτέρω ότι η Διοίκηση, μετά την πάροδο της εν λόγω προθεσμίας, δεν έχει καμία δυνατότητα επανόδου, έστω και αν ο υποβληθείς λογαριασμός έχει οποιαδήποτε νομική πλημμέλεια, και ότι, ως εκ τούτου, τυχόν μεταγενεστέρως εκδιδόμενη απόφαση με την οποία δεν εγκρίνεται ή τροποποιείται ο λογαριασμός ή αναπέμπεται προς διόρθωση, είναι μη νόμιμη ως αναρμοδίως κατά χρόνο εκδοθείσα, πρβλ. όμως και την απόφαση 582/2010 του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία, κατ’ απόκλιση από τη συναφή πάγια νομολογία του Δικαστηρίου περί της αυτοδίκαιης έγκρισης από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία, χωρίς μετά ταύτα δυνατότητα τροποποίησής τους, των υποβαλλόμενων επιμετρήσεων του αναδόχου μετά την άπρακτη πάροδο τριμήνου από την υποβολή τους (βλ. άρθρο 38 παρ. 2 και 4 π.δ. 609/1985) (βλ. ΣτΕ 407/2010, 2178/2009 επτ., 3421, 1154/2006 κ.ά), έγινε δεκτό ότι, αν τα εποπτεύοντα τα δημόσια έργα όργανα διαπιστώσουν με οποιονδήποτε τρόπο ότι τα υποβληθέντα από τον ανάδοχο επιμετρητικά στοιχεία οδήγησαν σε παραπλάνησή τους, δεν κωλύονται να ανακαλέσουν τις σχετικές εγκριτικές πράξεις τους και να προβούν σε επανέλεγχο και έγκριση των επιμετρήσεων του έργου με βάση τα μεταγενεστέρως αποκαλυφθέντα πραγματικά δεδομένα].
14. Επειδή, σύμφωνα με τα γενόμενα ομοφώνως δεκτά στη σκέψη 12, η ανωτερω κρίση του δικάσαντος Εφετείου, κατά την οποία η πάροδος άπρακτης της μηνιαίας προθεσμίας από την υποβολή του επίμαχου λογαριασμού, χωρίς την επιστροφή του, είχε ως αποτέλεσμα την αυτοδίκαιη έγκριση αυτού, δεν είναι, κατά τον βασίμως προβαλλόμενο λόγο αναιρέσεως, ορθή, διότι η άπρακτη αυτή πάροδος δεν συνιστά έγκριση αλλά άρνηση έγκρισης του λογαριασμού, κατά μείζονα δε λόγο όταν, όπως εν προκειμένω, είχε ήδη ανατραπεί το νόμιμο έρεισμα στο οποίο στηρίχθηκε ο λογαριασμός, αφού με την ίδια την αναιρεσιβαλλομένη είχε ήδη κριθεί μη νόμιμη και ακυρωτέα η υπουργική απόφαση, κατ’ επίκληση και της οποίας συντάχθηκε και υποβλήθηκε προς έλεγχο ο λογαριασμός αυτός. Δεδομένου δε ότι, σύμφωνα με τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά, η άπρακτη πάροδος της τασσόμενης σχετικώς μηνιαίας προθεσμίας συνεπάγεται τη σιωπηρή άρνηση έγκρισης του λογαριασμού, το ασκηθέν ενώπιον του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου ένδικο βοήθημα της αναδόχου («αγωγή – προσφυγή»), κατά το μέρος που αφορούσε την καταβολή σ’ αυτήν της οφειλόμενης, βάσει του λογαριασμού, αμοιβής της, δεν είχε το χαρακτήρα αγωγής, αλλά αποτελούσε προσφυγή, της οποίας έπρεπε να προηγηθεί, επί ποινή απαραδέκτου, η τήρηση της ενδικοφανούς διαδικασίας. Και τούτο διότι η κατά το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 1406/1983 (Α’ 182) ευθεία αγωγή αποζημίωσης, εκδικαζόμενη σε πρώτο και τελευταίο βαθμό από το αρμόδιο διοικητικό εφετείο, ασκείται στην περίπτωση κατά την οποία έχει προηγηθεί η έκδοση ευνοϊκής για τον ενδιαφερόμενο διοικητικής πράξης και επιδιώκει πλέον αυτός την εκτέλεσή της, όπως συμβαίνει στην περίπτωση πράξης της Διευθύνουσας Υπηρεσίας με την οποία εγκρίνεται λογαριασμός μελέτης ή έργου και ο μελετητής ή ο ανάδοχος διεκδικεί δικαστικώς τα εγκριθέντα ποσά τα οποία η Διοίκηση αρνείται να του καταβάλει (βλ. ΣτΕ 865/2011, 2229, 1074/2009, 750, 566, 77/2209, 3681, 422/2008, 1591/2007). Ενόψει όμως της ανωτέρω μεταστροφής, με την παρούσα απόφαση, της νομολογίας του Δικαστηρίου, όσον αφορά την σιωπηρή άρνηση έγκρισης του λογαριασμού, η προσφυγή της αναδόχου, κατά το μέρος που αφορά την αξίωσή της για την καταβολή της αμοιβής της, παραδεκτώς έχει ασκηθεί, μολονότι δεν έχει τηρηθεί, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη, η ενδικοφανής διαδικασία (πρβλ. ΣτΕ 2892/1993 Ολομ.).
15. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω γενομένων δεκτών στις σκέψεις 12 έως 14, θα έπρεπε να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μαγνησίας και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, καθό μέρος έκρινε ότι ο υποβληθείς λογαριασμός είχε αυτοδικαίως εγκριθεί και ότι ανακύπτει υποχρέωση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης να καταβάλει στην ανάδοχο το ποσό αυτού των 228.401,81 ευρώ. Λόγω όμως της μείζονος σπουδαιότητας του ανωτέρω ζητήματος, εάν δηλαδή, κατά την έννοια των εφαρμοστέων εν προκειμένω διατάξεων του άρθρου 104 παρ. 1 του π.δ. 696/1974 και του άρθρου 63 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, η άπρακτη πάροδος της μηνιαίας προθεσμίας από την υποβολή του λογαριασμού του μελετητή συνεπάγεται τη σιωπηρή έγκριση αυτού και η Διοίκηση υποχρεούται να καταβάλει τα αναφερόμενα στον λογαριασμό χρηματικά ποσά, χωρίς να έχει καμία δυνατότητα επανόδου, ως αναρμόδια πλέον κατά χρόνον, ανεξαρτήτως των νομικών πλημμελειών του λογαριασμού, δηλαδή έστω και αν τα ανωτέρω ποσά ζητούνται παρανόμως ή αχρεωστήτως ή εάν, αντιθέτως, σύμφωνα με τα ομοφώνως γενόμενα δεκτά στις σκέψεις 12 έως 14, η άπρακτη πάροδος της μηνιαίας προθεσμίας συνεπάγεται την άρνηση έγκρισης του λογαριασμού και μάλιστα όταν ο λογαριασμός είναι μη νόμιμος, πρέπει το ζήτημα αυτό να παραπεμφθεί προς επίλυση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 περ. α’ του π.δ. 18/1989. Ορίζεται δε εισηγητής η Σύμβουλος Κ. Φιλοπούλου.
Δ ι ά τ α ύ τ α
 Συνεκδικάζει τις κρινόμενες αιτήσεις.
Παραπέμπει το ανωτέρω ζήτημα στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το αιτιολογικό, και
Ορίζει εισηγητή τη Σύμβουλο Κ. Φιλοπούλου.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 6 και 7 Ιουλίου 2011
Ο Πρόεδρος του Στ’ Τμήματος  Η Γραμματέας του Στ’ Τμήματος