ΣτΕ 1253/2006, ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΞΗ, ΕΝΝΟΜΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ, ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΔΙΑΔΟΧΙΚΕΣ, Έννομο συμφέρον επι κανονιστικών πράξεων προσωπικό αλλά οχι αποκλειστικό- συμμετοχή σε μελλοντικό διαγωνισμό

ΣΤΕ

 
1253/2006 ΣΤΕ  
  Αίτηση ακύρωσης του άρθρου 11 του ΠΔ 164/2004, με το οποίο προβλέφθηκε η μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που συνήφθησαν στο παρελθόν με το Δημόσιο ή νπδδ, σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Το έννομο συμφέρον για την άσκηση του αιτήματος ακύρωσης πρέπει να είναι άμεσο, ενεστώς και προσωπικό. Η αιτούσα παραδεκτά ασκεί την αίτηση ακύρωσης, διότι, άν εφαρμοστούν οι διατάξεις του προσβαλλόμενου διατάγματος, οργανικές θέσεις ήδη συνιστάμενες δεν θα προκηρυχθούν προς πλήρωση, αλλά θα πληρωθούν αποκλειστικά με τα πρόσωπα που αναφέρονται στο διάταγμα. Αντίθετη μειοψηφία. Το ΠΔ 164/2004 εκδόθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 1999/70/ΕΟΚ και επεβάλλετο αναδρομική ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, οπωσδήποτε από 10-7-2002, οπότε έληξε η προθεσμία συμμόρφωσης. Ελεγχος των σχετικών διατάξεων από το ΣτΕ. Πρόσωπα στα οποία αναφέρεται η επίμαχη ρύθμιση και μέτρα που πρέπει να ληφθούν κατά τις ρυθμίσεις της συμφωνίας πλαισίου. Ευχέρεια του εθνικού νομοθέτη να προβλέπει και άλλες πρόσφορες κυρώσεις, πλην του χαρακτηρισμού των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Οι διαδικασίες τακτοποίησης προσωπικού ήταν εκκρεμείς κατά το χρόνο αναθεώρησης του Συντάγματος, ο αναθεωρητικός νομοθέτης πρόσθεσε στο άρθρο 118 του Συντάγματος την παρ. 7, προκειμένου οι διαδικασίες αυτές να ολοκληρωθούν και οι σχετικές διατάξεις δεν είναι αντισυνταγματικές. Αντίθετη μειοψηφία. Η πρόβλεψη της μετατροπής των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου στις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 του ΠΔ 164/2004, δεν αντίκειται στην παρ. 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος. Αντίθετη μειοψηφία. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης.

 

Αριθμός 1253/2006

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Απριλίου 2005, με την εξής σύνθεση : Γ. Σταυρόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ` Τμήματος, Π.Ζ. Φλώρος, Ν. Σακελλαρίου, Α. Γκότσης, Γ. Τσιμέκας, Σύμβουλοι, Π. Καρλή, Κ. Πισπιρίγκος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δ. Μουζάκη, Γραμματέας του Γ’ Τμήματος.

Για να δικάσει την από 25 Αυγούστου 2004 αίτηση :

Της ………………, κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής, οδός ……… αρ. .., η οποία παρέστη με τη δικηγόρο Αικ. Ψάλτη (Α.Μ. 15040) που τη διόρισε στο ακροατήριο,

κατά των Υπουργών : 1) Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, 2) Οικονομίας και Οικονομικών, 3) Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και 4) Δικαιοσύνης, οι οποίοι παρέστησαν με το Ν. Δασκαλαντωνάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

και κατά των παρεμβαινόντων : 1) …………….. του ……….., κατοίκου Καλλιθέας Αττικής, οδός ………… αρ. …., 2) …………… του …………., κατοίκου Περάματος Αττικής, οδός ……….. αρ. …., 3) ……………. του ……….., κατοίκου Ιλίου Αττικής, οδός ……… αρ. ….., 4) …………… του ……….., κατοίκου Αγίων Αναργύρων Αττικής, οδός ……… αρ. .. και 5) …………… του ……….., κατοίκου Παλαιού Φαλήρου Αττικής, οδός ……….. αρ. …., οι οποίοι παραιτήθηκαν με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Φ. Χατζηφώτη (Α.Μ. 12571), 6) …………………. (……………), η οποία δεν παρέστη, αλλά η δικηγόρος που υπογράφει την παρέμβαση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, 7) ……………. του ………, κατοίκου Αθηνών, οδός …………. αρ. ….., 8) ……………. του ………., κατοίκου Περάματος Αττικής, οδός………… αρ. ….., 9) ………… του ……….., κατοίκου Μεταμόρφωσης Αττικής, οδός ………… αρ. .., 10) …………… του ………., κατοίκου Αγίας Παρασκευής, οδός ……….. αρ. …., οι οποίοι παρέστησαν με το δικηγόρο Φ. Χατζηφώτη (Α.Μ. 12571) που τον διόρισαν με πληρεξούσιο, 11) …………. του …………, κατοίκου Παλ. Φαλήρου Αττικής, οδός ……….. αρ. ., 12) ………….. του ………., κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής, οδός …………. αρ. …, οι οποίοι παραιτήθηκαν με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Φ. Χατζηφώτη (Α.Μ. 12571), 13) …………….. του …….., κατοίκου Αθηνών, οδός ………… αρ. …, η οποία παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Φ. Χατζηφώτη (Α.Μ. 12571) που τον διόρισε με πληρεξούσιο, 14) …………… του ………, κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής, οδός ………… αρ. …, η οποία παραιτήθηκε με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου Φ. Χατζηφώτη (Α.Μ. 12571), 15) ………….. του ………, κατοίκου Χολαργού Αττικής, οδός ……. αρ. .. και 16) …………… του ………, κατοίκου Γαλατσίου Αττικής, οδός ……. αρ. …, οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Φ. Χατζηφώτη (Α.Μ. 12571) που τον διόρισαν με πληρεξούσιο.

Με την αίτηση αυτή η αιτούσα επιδιώκει να ακυρωθούν οι διατάξεις του άρθρου 11 του υπ’ αριθμ. 164/2004 Π.Δ/τος των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών, Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και Δικαιοσύνης, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α’ 134/19.7.2004.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Κ. Πισπιρίγκου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξουσία της αιτούσας, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο των παρεμβαινόντων που παρέστησαν και τον αντιπρόσωπο των Υπουργών, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την κρινόμενη αίτηση κατεβλήθη το παράβολο (υπ’ αριθμ. Α. 570771, 1055693/2004 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 11 του κανονιστικού Π.Δ/τος 164/2004 (ΦΕΚ 134 Α’/19.7.2004 και διορθώσεις σφαλμάτων στο ΦΕΚ 135 Α’/19.7.2004), με τις οποίες προβλέφθηκε, υπό προϋποθέσεις, η μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που συνήφθησαν στο παρελθόν με το Δημόσιο ή με άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα, σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, σε αντίθεση με τις πάγιες διατάξεις του ιδίου Π.Δ/τος, δυνάμει των οποίων θεσπίσθηκε ο κανόνας της αυτοδίκαιης ακυρότητας των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που συνάπτονται εφεξής με το Δημόσιο ή με άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα.

3. Επειδή, στην Γραμματεία του Δικαστηρίου κατετέθη το από 12.4.2005 δικόγραφο παρεμβάσεως, με το οποίο ζητεί την απόρριψη της κρινομένης αιτήσεως η ……………………. (………….), που αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου δυνάμει καταστατικού εγκεκριμένου δια των υπ’ αριθμ. 3097/1981 και 5497/2001 αποφάσεων του Πρωτοδικείου Αθηνών, συνιστά δε δευτεροβάθμια ένωση επαγγελματικών σωματείων του με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικού του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ. και αποτελεί μέλος της …………….. (……….). Η εν λόγω παρεμβαίνουσα συνδικαλιστική οργάνωση δεν παρέστη κατά την συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προσκόμισε συμβολαιογραφική πράξη με την οποία ο Πρόεδρος και ο Γενικός Γραμματέας της, ως νόμιμοι εκπρόσωποί της, ενέκριναν την άσκηση της παρεμβάσεως από την υπογράφουσα το δικόγραφο δικηγόρο. Περαιτέρω, στην Γραμματεία του Δικαστηρίου κατετέθη το από 13.4.2005 δικόγραφο παρεμβάσεως, με το οποίο ζητούν την απόρριψη της κρινομένης αιτήσεως οι …………… του …………, …………. του ……….., …………… του …………, …………… του …………. και ………….. του ……….. Οι ως άνω, όμως, παραιτήθηκαν από το εν λόγω δικόγραφο με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου. Τέλος, στην Γραμματεία του Δικαστηρίου κατετέθη και το από 14.4.2005 δικόγραφο παρεμβάσεως, με το οποίο ζητούν την απόρριψη της κρινομένης αιτήσεως οι ……………. του …………., ………….. του ………, …………… του ………., ………….. του ………, ………….. του ……………, …………… του ……….., …………… του ………., ………….. του ……….., …………….. του ………… και …………… του ………… Εκ των ως άνω παραιτήθηκαν από το εν λόγω δικόγραφο οι ……………. του …………., …………… του ………. και ………….. του …………. με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, ενώ οι λοιποί παρέστησαν κατά την συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου με πληρεξούσιο δικηγόρο, τον οποίο νομιμοποίησαν με συμβολαιογραφική πράξη παροχής πληρεξουσιότητας.

4. Επειδή, στο άρθρο 95 παρ. 1 περιπτ. α’ του Συντάγματος ορίζεται ότι στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκει «η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή παράβαση νόμου». Στο δε άρθρο 45 παρ. 1 του Π.Δ/τος 18/1989 (Α’ 8) ορίζεται ότι «η αίτηση ακυρώσεως για υπέρβαση εξουσίας ή παράβαση νόμου επιτρέπεται μόνο κατά των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που δεν υπόκεινται σε άλλο ένδικο μέσο ενώπιον δικαστηρίου».

Όπως συνάγεται από τις διατάξεις αυτές, σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας υπόκεινται όλες οι εκτελεστές πράξεις που εκδίδονται από τα διάφορα όργανα της Εκτελεστικής Εξουσίας, ήτοι τόσον αυτές που έχουν κανονιστικό όσο και αυτές που έχουν ατομικό χαρακτήρα. Ειδικότερα, η ευθεία προσβολή των κανονιστικών πράξεων με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει κατοχυρωθεί συνταγματικά ως το αναγκαίο αντιστάθμισμα του μεγάλου περιορισμού του ρόλου του Κοινοβουλίου, που είναι συνέπεια της διογκώσεως της κανονιστικής δράσεως της Εκτελεστικής Εξουσίας με χρήση αθρόων νομοθετικών εξουσιοδοτήσεων ακόμη και σε τομείς που άπτονται άμεσα των ελευθεριών και των δικαιωμάτων του ατόμου. Αποτελεί δε η αίτηση ακυρώσεως κατά των κανονιστικών διοικητικών πράξεων αποτελεσματικό μέσο αποκατάστασης του Κράτους Δικαίου σε περιπτώσεις αντισυνταγματικής ή παράνομης κανονιστικής δράσης των οργάνων της Εκτελεστικής Εξουσίας, εν όψει του ότι η ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας παράγει τα έννομα αποτελέσματά της ……….. Περαιτέρω, στο άρθρο 47 παρ. 1 του Π.Δ/τος 18/1989 ορίζεται ότι : «Αίτηση ακυρώσεως δικαιούται να ασκήσει ο ιδιώτης ή το νομικό πρόσωπο, τους οποίους αφορά η διοικητική πράξη ή των οποίων τα έννομα συμφέροντα, έστω και μη χρηματικά, προσβάλλονται από αυτήν». Όπως παγίως γίνεται δεκτό, το έννομο συμφέρον για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά διοικητικής πράξεως, κανονιστικής ή ατομικής, πρέπει να είναι άμεσο, ενεστώς και προσωπικό. Ειδικότερα, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον για την προσβολή κανονιστικής πράξεως με αίτηση ακυρώσεως γεννάται, κατ’ αρχήν, από την έναρξη της ισχύος της, από την οποία επέρχεται η μεταβολή στην έννομη τάξη. Η δε προϋπόθεση του προσωπικού εννόμου συμφέροντος συντρέχει, όταν η προσβαλλόμενη κανονιστική ρύθμιση θίγει συγκεκριμένες ελευθερίες ή δικαιώματα του αιτούντος, τα οποία κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα και τους νόμους και των οποίων την πραγμάτωση επιδιώκει να αποκαταστήσει ο αιτών με την έκδοση της ακυρωτικής αποφάσεως. Περαιτέρω, όμως, σε καμιά περίπτωση δεν απαιτείται να είναι το προσωπικό έννομο συμφέρον του αιτούντος και αποκλειστικό. Προσωπικό έννομο συμφέρον για την προσβολή μιας πράξεως, κανονιστικής ή ατομικής, είναι δυνατόν να έχει ένας κύκλος προσώπων, στενός ή ευρύς, που εντάσσεται σε μια κατηγορία σαφώς προσδιοριζόμενη με συγκεκριμένα εννοιολογικά στοιχεία. Αυτός ο κύκλος προσώπων είναι συνήθως ευρύς στην περίπτωση της προσβολής κανονιστικών πράξεων, οι οποίες, ως ουσιαστικοί νόμοι, καταλαμβάνουν αφηρημένα τα υποκείμενα του δικαίου φυσικά ή νομικά πρόσωπα, χωρίς δηλαδή προσδιορισμό της ταυτότητάς τους. Εφ’ όσον συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, η αίτηση ακυρώσεως ασκείται παραδεκτώς από την άποψη του εννόμου συμφέροντος και δεν αποτελεί λαϊκή αγωγή, η οποία διαφέρει ριζικά από την αίτηση ακυρώσεως, διότι δι’ αυτής δεν επιδιώκεται η αποκατάσταση της πραγμάτωσης των ελευθεριών ή δικαιωμάτων του αιτούντος, αλλά εκδηλώνεται απλώς το ενδιαφέρον του για την αποκατάσταση της νομιμότητας (βλ. ΣτΕ 1051/1959 Ολομ., 810/1977 Ολομ.). Αντίθετες απόψεις, οι οποίες θα αξίωναν την συνδρομή πρόσθετων προϋποθέσεων για την αναγνώριση του εννόμου συμφέροντος, με αποτέλεσμα να μετατρέψουν, κατ’ ουσίαν, την αίτηση ακυρώσεως σε ένδικο βοήθημα προσβολής ατομικών μόνον πράξεων, θα επέβαλλαν στον ενδιαφερόμενο να καταφεύγει συχνά σε ατέρμονες δικαστικούς αγώνες και θα συρρίκνωναν την λειτουργική αποστολή του Συμβουλίου της Επικρατείας σε παρεμπίπτοντα μόνον έλεγχο νομιμότητας της κανονιστικής δράσεως της Εκτελεστικής Εξουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, η αιτούσα βασίμως προβάλλει, για την θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός της προς άσκηση της κρινομένης αιτήσεως, ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις του άρθρου 11 του Π.Δ/τος 164/2004 περιορίζουν ουσιωδώς το δικαίωμά της να διεκδικήσει τον διορισμό της στο Δημόσιο ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα κατόπιν διαγωνισμού ή επιλογής των υποψηφίων με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια, όπως προβλέπεται ήδη στην διάταξη της παραγράφου 7 του άρθρου 103 του Συντάγματος, η οποία προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής. Τούτο δε διότι, αν εφαρμοσθούν οι προσβαλλόμενες διατάξεις του Π.Δ/τος αυτού, οργανικές θέσεις ήδη συνεστημένες, στις οποίες προδήλως περιλαμβάνονται και θέσεις του ενδιαφέροντος της αιτούσας, δεν θα προκηρυχθούν προς πλήρωση κατόπιν διαγωνισμού ή επιλογής, αλλά θα πληρωθούν αποκλειστικώς και μόνον από πρόσωπα που απασχολήθηκαν στο παρελθόν με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο Δημόσιο ή σε άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα, κατ’ αποκλεισμό όλων των λοιπών ενδιαφερομένων που έχουν τα σχετικά προσόντα βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας περί προσλήψεων. Η δε αιτούσα αποδεικνύει το έννομο συμφέρον της για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως με τα έγγραφα που έχει προσκομίσει νομίμως και εμπροθέσμως, από τα οποία προκύπτει ότι έχει γεννηθεί το έτος 1980 από γονείς πολύτεκνους, είναι κάτοχος πτυχίου του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών καθώς και πιστοποιητικού Proficiency στην αγγλική γλώσσα του Πανεπιστημίου …………. του Ηνωμένου Βασιλείου και βάσει των προσόντων αυτών επιδιώκει να διορισθεί στο Υπουργείο Πολιτισμού ή σε άλλη υπηρεσία του Δημοσίου, έχοντας ήδη υποβάλει υποψηφιότητα στους διαγωνισμούς που διενεργήθηκαν από το Α.Σ.Ε.Π. δυνάμει των προκηρύξεων υπ’ αριθμ. 22/1Γ/2003, 1/497 Μ/2003, Δ 16β/015/9/Φ. 4.1.7 και 11/9κ/2004 (βλ. ΦΕΚ υπ’ αριθμ. 556/2003, 756/2003, 1/2004 και 36/2004, τεύχος Προκηρύξεων Α.Σ.Ε.Π.), στους οποίους έγινε δεκτή ως έχουσα τα τυπικά προσόντα συμμετοχής, χωρίς όμως να συμπεριληφθεί σε κάποιο οριστικό πίνακα διοριστέων (πρβλ. ΣτΕ 7/1999 επτ. 716/1998 επτ.). Κατά την γνώμη, όμως, των Συμβούλων Αν. Γκότση, Γ. Τσιμέκα και της Παρέδρου Π. Καρλή, η αιτούσα δεν έχει το έννομο συμφέρον που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 1 του Π.Δ. 18/1989 (Α’ 8) για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως ακυρώσεως. Διότι, όπως έχει παγίως κριθεί, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για την άσκηση του ενδίκου μέσου της αιτήσεως ακυρώσεως δεν αρκεί το γενικό ενδιαφέρον κάθε πολίτη για την τήρηση του Συντάγματος και των νόμων, αλλά απαιτείται ιδιαίτερο, προσωπικό, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον, η ύπαρξη του οποίου κρίνεται, όταν η διοικητική πράξη δεν απευθύνεται ευθέως προς τον αιτούντα, από τον σύνδεσμο που υπάρχει μεταξύ των εννόμων αποτελεσμάτων που επέρχονται από την προσβαλλόμενη πράξη και του περιεχομένου μιας συγκεκριμένης νομικής κατάστασης ή ιδιότητας, στην οποία βρίσκεται ή την οποία έχει και επικαλείται ο αιτών (βλ. ενδ. Σ.τ.Ε. 2990/2002, 3720/2000, 5041/1997 επτ., 2855-6/1985 Ολ.). Στην προκειμένη δε περίπτωση, η ιδιότητα την οποία επικαλείται η αιτούσα προς άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως, αυτή δηλαδή της ελληνίδας πολίτη που επιδιώκει να διορισθεί στο Δημόσιο, σε θέση ανάλογη προς τα προσόντα της, μετέχοντας σε σχετικούς διαγωνισμούς, δεν θεμελιώνει το ιδιαίτερο, προσωπικό, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον που απαιτείται, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως. Και τούτο αφ’ ενός μεν διότι, υπό την αντίθετη εκδοχή, έννομο συμφέρον προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως ομοίας προς την κρινομένη θα έπρεπε να αναγνωρισθεί σε όλους τους έλληνες πολίτες οι οποίοι επιδιώκουν και αυτοί, λαμβάνοντας μέρος σε οποιονδήποτε διαγωνισμό διενεργείται στο Δημόσιο, να καταλάβουν θέση αντίστοιχη προς τα προσόντα τους, με αποτέλεσμα να μη θεμελιώνεται στην προκειμένη περίπτωση προσωπικό έννομο συμφέρον της αιτούσας προς ακύρωση των προσβαλλόμενων διατάξεων και η υπό κρίση αίτηση να προσλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, τον χαρακτήρα λαϊκής αγωγής, κατά παραγνώριση του Συντάγματος και της ανωτέρω διατάξεως του Π.Δ/τος 18/1989 (πρβλ. ΣτΕ 151/1993, 3608/1980 Ολ., 2189/1977). Αφ’ ετέρου δε, διότι μόνη η επιδίωξη της αιτούσας να διορισθεί στο Δημόσιο και η, κατ’ αρχήν, δυνατότητά της προς τούτο δεν αρκεί για να επέλθει η βλάβη την οποία αυτή ισχυρίζεται ότι υφίσταται από τις προσβαλλόμενες μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 του Π.Δ/τος 164/2004. Τούτο δε, διότι πρόκειται για βλάβη μέλλουσα και ενδεχόμενη, εφ’ όσον δεν προβάλλεται ούτε προκύπτει ότι συγκεκριμένη θέση την κατάληψη της οποίας επιδιώκει η αιτούσα, πληρούσα προς τούτο τα νόμιμα προσόντα, δεν θα προκηρυχθεί προς πλήρωση με διαγωνισμό, αλλά θα καλυφθεί από άλλο πρόσωπο με μετατροπή των συμβάσεων εργασίας του ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου κατ’ εφαρμογή των προσβαλλόμενων μεταβατικών διατάξεων του Π.Δ/τος 164/2004 – με πράξη την ακύρωση της οποίας θα νομιμοποιείται να ζητήσει η αιτούσα (πρβλ. ΣτΕ 1217/1988, 2222/1991) – ή, τουλάχιστον, δεν προβάλλεται συγκεκριμένα από την αιτούσα για ποια θέση ενδιαφέρεται και αν τα προαναφερόμενα προσόντα της αρκούν για την θέση αυτή.

Επομένως, κατά την γνώμη αυτή, η κρινόμενη αίτηση πρέπει, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο 47 παρ. 1 του Π.Δ. 18/1989, να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

5. Επειδή, η παρέμβαση της ………………… (…………..) έχει ασκηθεί με έννομο συμφέρον, καθ’ όσον στους σκοπούς της συνδικαλιστικής αυτής οργάνωσης περιλαμβάνεται, σύμφωνα με το καταστατικό της που προσκομίσθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, μεταξύ άλλων και η μέριμνα για την βελτίωση της νομοθεσίας που αφορά τους εργαζόμενους στο Δημόσιο με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου. Ομοίως, με έννομο συμφέρον έχει ασκηθεί η παρέμβαση των ……………. του …………, ………….. του …………, ………….. του …….., …………. του ………, …………… του ………., …………… του ………… και …………… του ………., καθ’ όσον όλοι οι ως άνω, όπως προκύπτει από τα έγγραφα που προσκόμισαν νομίμως και εμπροθέσμως, είχαν στο παρελθόν συνδεθεί είτε με το Δημόσιο είτε με άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με διαδοχικές συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου και έχουν ήδη υποβάλει αιτήσεις για την μετατροπή των συμβάσεών τους σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου κατ’ εφαρμογήν των προσβαλλομένων διατάξεων του άρθρου 11 του Π.Δ/τος 164/2004.

6. Επειδή, στις 18.3.1999 συνήφθη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου μεταξύ τριών διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα που λειτουργούν σε κοινοτικό επίπεδο ως εκπρόσωποι των «κοινωνικών εταίρων» (εργαζομένων και εργοδοτών), ήτοι της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων (CES, στην οποία μετέχει η Γενική ………………), της Ένωσης των …………………….. (…….., στην οποία μετέχει ο Σύνδεσμος …………….) και του …………… (….). Οι εν λόγω διεπαγγελματικές οργανώσεις διεβίβασαν στην ………….. το κείμενο της συμφωνίας τους και υπέβαλαν κοινό αίτημα να «υλοποιηθεί» η συμφωνία αυτή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 139 παρ. 2 της Συνθήκης ΕΚ. Το αίτημά τους προωθήθηκε αρμοδίως με πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και, τελικά, έγινε δεκτό από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εξέδωσε σχετικά την Οδηγία 1999/70/ΕΚ (ΕΕ L 175/10.7.1999). Η εν λόγω Οδηγία περιέλαβε προοίμιο και τέσσερα (4) άρθρα, περαιτέρω δε ενσωμάτωσε, ως Παράρτημα, την από 18.3.1999 συμφωνία πλαίσιο των διεπαγγελματικών οργανώσεων, που περιλαμβάνει προοίμιο, δώδεκα (12) γενικές παρατηρήσεις και οκτώ (8) ρήτρες.

7. Επειδή, στο άρθρο 2 της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου ορίζεται ότι στα κράτη μέλη παρέχεται προθεσμία συμμορφώσεως προς το περιεχόμενο της Οδηγίας αυτής μέχρι την 10.7.2001, με δυνατότητα παρατάσεως της εν λόγω προθεσμίας μέχρι την 10.7.2002. Η Ελλάδα έκαμε χρήση της ευχερείας παρατάσεως της προθεσμίας συμμορφώσεως. Τελικά, για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία εκδόθηκαν, κατ’ επίκληση των διατάξεων των άρθρων 3, 4 και 5 του Ν. 1338/1983 (Α’ 34), όπως ισχύουν, το Π.Δ. 81/2003 «Ρυθμίσεις για τους εργαζόμενους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου» (ΦΕΚ 77 Α’/2.4.2003), το οποίο τροποποιήθηκε με το Π.Δ. 180/2004 (ΦΕΚ 160 Α’/23.8.2004), και το Π.Δ. 164/2004 «Ρυθμίσεις για τους εργαζόμενους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα» (ΦΕΚ 134 Α’/19.7.2004 και διορθώσεις σφαλμάτων στο ΦΕΚ 135 Α’ 19.7.2004). Το Π.Δ. 81/2003, παρά την γενικότητα του τίτλου του, περιέλαβε ρυθμίσεις που δεν αφορούν τους εργαζόμενους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα. Συγκεκριμένα, όπως συνάγεται από το άρθρο 5 παρ. 1 εδαφ. α’ του Π.Δ/τος αυτού, εξαιρέθηκαν από τις απαγορεύσεις σχετικά με την ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που θεσπίσθηκαν με το ίδιο Π.Δ/γμα σε συμμόρφωση προς την Οδηγία, οι περιπτώσεις όπου «η σύναψη σύμβασης για ορισμένο χρόνο επιβάλλεται από διάταξη νόμου ή κανονιστική διάταξη» και «ο εργαζόμενος αμείβεται από πιστώσεις του κρατικού προϋπολογισμού ή προϋπολογισμού νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που προορίζονται σύμφωνα με τον προϋπολογισμό για εργασία ορισμένου χρόνου». Το Π.Δ. 164/2004, του οποίου διατάξεις προσβάλλονται με την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως, αφορά αποκλειστικά την εργασία ορισμένου χρόνου στο Δημόσιο και στα άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα, όπως προκύπτει τόσο από τον τίτλο του, όσο και από τις διατάξεις των άρθρων του 2 παρ. 1 και 3γ’ που αναφέρονται στο πεδίο εφαρμογής του. Μετά την θέση σε ισχύ του Π.Δ/τος 164/2004 εκδόθηκε το Π.Δ. 180/2004, με το οποίο ορίσθηκε ότι οι διατάξεις του Π.Δ/τος 81/2003 εφαρμόζονται στους εργαζόμενους με σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίοι απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα (βλ. άρθρο 1 του Π.Δ. 180/2004 που αντικατέστησε το άρθρο 2 παρ. 1 του Π.Δ. 81/2003, βλ. επίσης άρθρο 3 του Π.Δ. 180/2004 που αντικατέστησε το άρθρο 5 του Π.Δ. 81/2003).

8. Επειδή, όπως προκύπτει από τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, το Π.Δ. 164/2004 εκδόθηκε μετά την λήξη της προθεσμίας προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου. Ως εκ τούτου, για να είναι πλήρης η συμμόρφωση της Ελλάδας στην ως άνω Οδηγία, επεβάλλετο να ρυθμισθούν οι εργασιακές σχέσεις ορισμένου χρόνου με το Δημόσιο και τα άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα όχι μόνο για το μέλλον, αλλά και αναδρομικώς, οπωσδήποτε από τον χρόνο λήξεως της προθεσμίας συμμορφώσεως (10.7.2002).

9. Επειδή, εξ άλλου, οι εργασιακές σχέσεις με το Δημόσιο και τα άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα αποτελούν αντικείμενο ενδιαφέροντος του συνταγματικού νομοθέτη (βλ. άρθρο 103 του Συντάγματος). Οι δε διατάξεις του Π.Δ/τος 164/2004, με τις οποίες ρυθμίζονται αυτές οι σχέσεις, ελέγχονται από το Συμβούλιο της Επικρατείας τόσο από την άποψη της συμφωνίας αυτών με τις διατάξεις του Συντάγματος, όσο και από την άποψη της επιτεύξεως του επιδιωκόμενου δι’ αυτών σκοπού της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στο περιεχόμενο της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου.

10. Επειδή, η από 18.3.1999 συμφωνία για την εργασία ορισμένου χρόνου των διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα ……, ……. και …… που ενσωματώθηκε, σύμφωνα με τα εκτεθέντα, ως Παράρτημα στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου και προσέλαβε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την ισχύ παράγωγου κοινοτικού δικαίου, ορίζει στην ρήτρα 1 αυτής ότι σκοπός της είναι «α) η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της μη διάκρισης, β) η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου». Περαιτέρω, στην ρήτρα 2 της συμφωνίας πλαισίου ορίζεται ότι αυτή «εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος» (παρ. 1) και ότι «τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να αποφασίσουν ότι η παρούσα συμφωνία δεν εφαρμόζεται : α) στις σχέσεις βασικής επαγγελματικής κατάρτισης και τα συστήματα μαθητείας ? β) στις συμβάσεις ή τις σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού δημόσιου ή από το δημόσιο υποστηριζόμενου προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης». Στην ρήτρα 3 δίδονται ορισμοί, για τους σκοπούς της συμφωνίας, του «εργαζόμενου ορισμένου χρόνου» και του «αντίστοιχου εργαζόμενου αορίστου χρόνου». Με τις ρήτρες 4 και 5 καθορίζεται το ρυθμιστικό πλαίσιο εντός του οποίου δύναται να κινηθεί ο εθνικός νομοθέτης για την επίτευξη των προαναφερθέντων σκοπών της συμφωνίας. Ειδικότερα, στην ρήτρα 4 καθιερώνεται η αρχή της μη διάκρισης, σύμφωνα με την οποία «όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζόμενους αορίστου χρόνου μόνον επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους» (παρ. 1), περαιτέρω δε προβλέπεται ότι «οι λεπτομέρειες εφαρμογής της παρούσας ρήτρας καθορίζονται από τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και από τους κοινωνικούς εταίρους, λαμβάνοντας υπόψη την κοινοτική νομοθεσία και τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις και την πρακτική σε εθνικό επίπεδο» (παρ. 3). Στην δε ρήτρα 5 της συμφωνίας, υπό τον τίτλο «Μέτρα για την αποφυγή κατάχρησης», ορίζεται ότι : «Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, για την πρόληψη των καταχρήσεων λαμβάνουν κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα : α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ? β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ? γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. 2. Τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου : α) θεωρούνται “διαδοχικές” ? β) χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου». Από τις ανωτέρω διατάξεις της συμφωνίας πλασίου συνάγεται, κατ’ αρχάς, ότι οι ρυθμίσεις της, εφ’ όσον δεν γίνεται σχετική διάκριση (βλ. ρήτρα 2 παρ. 1), αναφέρονται σε όλους τους εργαζόμενους με σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν απασχολούνται στον ιδιωτικό ή στον δημόσιο τομέα κατά την νομοθεσία ενός εκάστου κράτους μέλους. Περαιτέρω, ο σκοπός της συμφωνίας πλαισίου είναι διττός και συνίσταται αφ’ ενός μεν στην διασφάλιση της αρχής της μη διάκρισης, όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου έναντι των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, αφ’ ετέρου δε στην καθιέρωση ενός ελάχιστου αναγκαίου ρυθμιστικού πλαισίου για την αποτροπή της κατάχρησης που προκαλείται από την χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Οι ρυθμίσεις του εθνικού νομοθέτη πρέπει, για να είναι σύμφωνες με τον δεύτερο σκοπό της συμφωνίας πλαισίου, να περιλαμβάνουν ένα τουλάχιστον από τα περιοριστικά μέτρα που υποδεικνύονται στην παρ. 1 της ρήτρας 5 της συμφωνίας πλαισίου για την αποτροπή της κατάχρησης που είναι δυνατόν να προκύψει από την σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (δηλαδή αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, μέγιστη επιτρεπτή συνολική διάρκειά τους και μέγιστο επιτρεπτό αριθμό ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας). Για την περίπτωση δε της παραβάσεως των ως άνω περιορισμών, ο εθνικός νομοθέτης δύναται να καθορίζει, «όταν χρειάζεται», υπό ποιες συνθήκες οι διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου. Με τις ως άνω ρυθμίσεις δεν τίθενται κανόνες παράγωγου κοινοτικού δικαίου άμεσης εφαρμογής, τα δε κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία ευχέρεια επιλογής μεταξύ περισσοτέρων λύσεων για να αποτρέπουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να επιβάλλεται, σε περίπτωση συνάψεως τέτοιων συμβάσεων, ο χαρακτηρισμός αυτών ως συμβάσεων ή σχέσεων αορίστου χρόνου, καθ’ όσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό («όταν χρειάζεται»). Συνεπώς, δεν αποκλείεται η πρόβλεψη άλλων, πρόσφορων κατά την κρίση του εθνικού νομοθέτη, κυρώσεων εις βάρος του εργοδότη για την αποτελεσματική προστασία του εργαζόμενου που, ως οικονομικά ασθενέστερος, συχνά υποχρεώνεται αδικαιολόγητα στην σύναψη ασύμφορων για τον ίδιο διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου αντί της συνάψεως συμβάσεως αορίστου χρόνου, όπως είναι η ακυρότητα των συναπτομένων συμβάσεων, με παράλληλη εξασφάλιση για τον εργαζόμενο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε και αποζημίωσης. Η ευχέρεια του νομοθέτη να προβλέπει άλλες πρόσφορες κυρώσεις, πλην του χαρακτηρισμού των ανεπίτρεπτων διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ως συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας αορίστου χρόνου, συνάγεται και από την παρ. 3 του προοιμίου της συμφωνίας πλαισίου, στην οποία ορίζεται ότι «η παρούσα συμφωνία καθορίζει τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με την εργασία ορισμένου χρόνου, αναγνωρίζοντας ότι για τις λεπτομέρειες της εφαρμογής της πρέπει να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά στοιχεία των συγκεκριμένων εθνικών, τομεακών και εποχιακών καταστάσεων», καθώς και από την υπ’ αριθμ. 10 γενική παρατήρηση αυτής, όπου ορίζεται ότι «η παρούσα συμφωνία παραπέμπει στα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των γενικών αρχών της, των ελάχιστων απαιτήσεων και διατάξεων, ώστε να ληφθεί υπόψη η κατάσταση σε κάθε κράτος μέλος και οι ιδιαίτερες συνθήκες ορισμένων τομέων και επαγγελμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εποχικής φύσης».

11. Επειδή, στο άρθρο 103 παρ. 1 έως 6 του Συντάγματος ορίζονται τα εξής :

«1. Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του Κράτους και υπηρετούν το Λαό ? οφείλουν πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην πατρίδα. Τα προσόντα και ο τρόπος του διορισμού τους ορίζονται από το νόμο. 2. Κανένας δεν μπορεί να διορισθεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου. 3. Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού και τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται. 4. Οι δημόσιοι υπάλληλοι που κατέχουν οργανικές θέσεις είναι μόνιμοι εφ’ όσον αυτές οι θέσεις υπάρχουν. Αυτοί εξελίσσονται μισθολογικά σύμφωνα με τους όρους του νόμου και, εκτός από τις περιπτώσεις που αποχωρούν λόγω ορίου ηλικίας ή παύονται με δικαστική απόφαση, δεν μπορούν να μετατεθούν χωρίς γνωμοδότηση ούτε να υποβιβασθούν ή να παυθούν χωρίς απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου, που αποτελείται τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα από μόνιμους δημόσιους υπαλλήλους. Κατά των αποφάσεων των συμβουλίων αυτών επιτρέπεται προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως νόμος ορίζει. 5. Με νόμο μπορεί να εξαιρούνται από τη μονιμότητα ανώτατοι διοικητικοί υπάλληλοι που κατέχουν θέσεις εκτός της υπαλληλικής ιεραρχίας, οι διοριζόμενοι απ’ ευθείας με πρεσβευτικό βαθμό, οι υπάλληλοι της Προεδρίας της Δημοκρατίας και των γραφείων του Πρωθυπουργού, των Υπουργών και Υφυπουργών. 6. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων έχουν εφαρμογή και στους υπαλλήλους της Βουλής, οι οποίοι κατά τα λοιπά διέπονται από τον Κανονισμό της, καθώς και στους υπαλλήλους των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου». Περαιτέρω, με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ 84 Α’/17.4.2001) συμπληρώθηκε το άρθρο 103 του Συντάγματος με τις παραγράφους 7 και 8, που έχουν το εξής περιεχόμενο : «7. Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, πλην των περιπτώσεων της παραγράφου 5, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει. Νόμος μπορεί να προβλέπει ειδικές διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας ή ειδικές διαδικασίες επιλογής προσωπικού για θέσεις το αντικείμενο των οποίων περιβάλλεται από ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις ή προσιδιάζει σε σχέση εντολής. 8. Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου.

Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου». Τέλος, με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, εν όψει της κατά τα ως άνω συμπληρώσεως του άρθρου 103 με τις διατάξεις των παραγράφων 7 και 8, προστέθηκε στο άρθρο 118 του Συντάγματος, που περιλαμβάνει μεταβατικές διατάξεις, παράγραφος 7 με το εξής περιεχόμενο :

«7. Νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν την τακτοποίηση της υπηρεσιακής κατάστασης προσωπικού που υπάγεται στην παράγραφο 8 του άρθρου 103 εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών».

12. Επειδή, με την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος η Ζ’ Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στην Διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και των άλλων νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα, με σκοπό την μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της διαφάνειας, της ισότητας ενώπιον του νόμου και της αξιοκρατίας. Ο υφιστάμενος κανόνας των παραγράφων 2 και 3 αυτού του άρθρου, ο οποίος επιβάλλει την νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των παγίων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των άλλων ν.π.δ.δ., ενισχύθηκε με τους νέους κανόνες της παραγράφου 7, σύμφωνα με τους οποίους η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στα άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα γίνεται με διαγωνισμό ή επιλογή βάσει προκαθορισμένων και αντικειμενικών κριτηρίων και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής (με την επιφύλαξη των ειδικών ρυθμίσεων του δευτέρου εδαφίου της παρ. 7 του άρθρου 103 και της παρ. 6 του άρθρου 118). Στους κανόνες αυτούς, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις διατάξεις του Ν. 2190/1994 (Α’ 28) και οι οποίοι κατέστησαν ήδη συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται εν όψει της αδιάστικτης διατύπωσης της παραγράφου 7 του άρθρου 103 του Συντάγματος τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α. και τα άλλα ν.π.δ.δ. με υπαλληλική σχέση δημοσίου δικαίου και έχει την συνταγματική εγγύηση της μονιμότητας, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες για την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001, ο αναθεωρητικός νομοθέτης θέλησε να αποτρέψει την συνέχιση μιας συνήθους πρακτικής του παρελθόντος, η οποία συνίστατο στην πρόσληψη προσωπικού με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου για την κάλυψη, τύποις, απρόβλεπτων ή επειγουσών ή παροδικών αναγκών (κατά τις διατάξεις των άρθρων 103 παρ. 2 του Συντάγματος και 56 έως 82 του Π.Δ. 410/1988, Α’ 191), στην εκ των υστέρων διαπίστωση ότι οι ανάγκες αυτές είναι πάγιες και διαρκείς και, τελικά, στην «τακτοποίηση» του προσληφθέντος κατά τα ως άνω με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου προσωπικού δια της συστάσεως οργανικών θέσεων για την κάλυψη των εν λόγω παγίων και διαρκών αναγκών και δια της πληρώσεως των οργανικών αυτών θέσεων από το ίδιο προσωπικό, είτε με τον διορισμό του ως μόνιμου δημοσιοϋπαλληλικού είτε με την μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, κατ’ αποκλεισμό όλων των λοιπών ενδιαφερομένων που θα ηδύναντο να διεκδικήσουν τις θέσεις αυτές βάσει των παγίων διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας (βλ. Πρακτικά Συνεδριάσεων Βουλής ΡΜΔ’/21.3.2001, σελ. 731, 744, 754, 755 και ΡΜΕ’/21.3.2001, σελ. 768, 771, 772, 782). Για να αποτρέψει την συνέχιση της εν λόγω πρακτικής, ο αναθεωρητικός νομοθέτης προσέθεσε στο άρθρο 103 την αναφερόμενη στην προηγούμενη σκέψη διάταξη της παρ. 8, η οποία απαγορεύει την μονιμοποίηση και την μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Δεδομένου, όμως, ότι διαδικασίες «τακτοποίησης» προσωπικού με τον ως άνω τρόπο ήσαν ακόμη εκκρεμείς κατά τον χρόνο της αναθεώρησης του Συντάγματος (βλ. ιδίως τις διατάξεις του άρθρου 17 του Ν. 2839/2000, Α’ 196, που ακολούθησαν την πρακτική των ρυθμίσεων των άρθρων 32 του Ν. 2508/1997, Α’ 124, 10 επ. του Ν. 2266/1994, Α’ 218, όπως συμπληρώθηκαν με το άρθρο 21 παρ. 2 του Ν. 2738/1999, Α’ 180, και της Υ.Α. ΔΙΠΙΔ/Φ. 24/11.440/1986, Β’ 921, που κυρώθηκε με το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1735/1987, Α’ 195), ο αναθεωρητικός νομοθέτης προσέθεσε στο άρθρο 118 του Συντάγματος την παρ. 7, που παρατίθεται στην προηγούμενη σκέψη, προκειμένου οι διαδικασίες αυτές να ολοκληρωθούν, χωρίς να «προσκρούσουν σε οψιγενή αντισυνταγματικότητα» οι σχετικές διατάξεις του κοινού νομοθέτη (βλ. Πρακτικά Συνεδριάσεων της Βουλής ΡΜΕ’/21.3.2001, σελ. 783). Κατά την γνώμη δε του Προέδρου του Τμήματος, Αντιπροέδρου Γ. Σταυρόπουλου, του Συμβούλου Γ. Τσιμέκα και των Παρέδρων Π. Καρλή και Κ. Πισπιρίγκου, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες για την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001 (βλ. ιδίως Πρακτικά Συνεδριάσεων της Βουλής ΡΜΔ’/21.3.2001, σελ. 731, ΡΜΕ’/21.3.2001, σελ. 768, 771) συνάγεται ότι η απαγόρευση, ειδικά, της μετατροπής των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου θεσπίσθηκε και για τον λόγο ότι η νομοθεσία που διέπει τις συμβατικές σχέσεις εργασίας με το Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α. και τα άλλα ν.π.δ.δ. επιβάλλει στην Διοίκηση να επικαλείται σπουδαίο λόγο για την λύση της υπαλληλικής σχέσεως με καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου (άρθρα 46 περ. δ’ και 53 του Π.Δ. 410/1988), εξασφαλίζοντας στον εργαζόμενο με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μείζονα προστασία, οιονεί μονιμότητα, σε αντίθεση με την νομοθεσία που διέπει τις σχέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, όπου ισχύει ο κανόνας της αναιτιώδους καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου δυνάμει των διατάξεων του Ν. 2112/1920 (Α’ 67) και οι υποχρεώσεις του εργοδότη για την λύση της συμβατικής σχέσεως περιορίζονται, κατά βάση, στην καταβολή αποζημιώσεως.

13. Επειδή, για την αποτροπή της κατάχρησης της μισθωτής εργασίας που προκαλείται από την χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και δη σε συμμόρφωση, καθ’ όσον αφορά το Δημόσιο και τα άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα, με τις ρήτρες 2 και 5 της από 18.3.1999 συμφωνίας πλαισίου των διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα …., ……. και ……. που ενσωματώθηκε στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, το Π.Δ. 164/2004 περιέλαβε τις διατάξεις των άρθρων 5,6 και 7. Οι διατάξεις αυτές, των οποίων η ισχύς αρχίζει από την δημοσίευση του Π.Δ/τος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως σύμφωνα με το άρθρο 12 αυτού, ορίζουν τα εξής : «Άρθρο 5. Διαδοχικές συμβάσεις. 1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφ’ όσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, εφ’ όσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης. 3. Η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων γίνεται εγγράφως και οι λόγοι που την δικαιολογούν αναφέρονται ρητώς στη σύμβαση, εφ’ όσον δεν προκύπτουν ευθέως από αυτήν. Κατ’ εξαίρεση, ο έγγραφος τύπος δεν απαιτείται, όταν η ανανέωση της σύμβασης, λόγω του ευκαιριακού χαρακτήρα της απασχόλησης, δεν έχει διάρκεια μεγαλύτερη του ενός μηνός, εκτός αν ο έγγραφος τύπος προβλέπεται ρητά από άλλη διάταξη. Αντίγραφο της σύμβασης παραδίδεται στον εργαζόμενο εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από την έναρξη της απασχόλησής του. 4. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου. Άρθρο 6. Ανώτατη διάρκεια συμβάσεων. 1. Συμβάσεις που καταρτίζονται διαδοχικώς και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, απαγορεύεται να υπερβαίνουν τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες σε συνολικό χρόνο διάρκειας της απασχόλησης, είτε συνάπτονται κατ’ εφαρμογήν του προηγούμενου άρθρου είτε συνάπτονται κατ’ εφαρμογήν άλλων διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας. 2. Συνολικός χρόνος διάρκειας απασχόλησης άνω των είκοσι τεσσάρων (24) μηνών επιτρέπεται μόνον σε περιπτώσεις ειδικών, από τη φύση και το είδος της εργασίας τους, κατηγοριών εργαζομένων που προβλέπονται από την κειμένη νομοθεσία, όπως, ιδίως, διευθυντικά στελέχη, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται στο πλαίσιο συγκεκριμένου ερευνητικού ή οιουδήποτε επιδοτούμενου ή χρηματοδοτούμενου προγράμματος, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται για την πραγματοποίηση έργου σχετικού με την εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από συμβάσεις με διεθνείς οργανισμούς. Άρθρο 7. Συνέπειες παραβάσεων. 1. Οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος είναι αυτοδικαίως άκυρη. 2. Σε περίπτωση που η άκυρη σύμβαση εκτελέσθηκε εν όλω ή εν μέρει, καταβάλλονται στον εργαζόμενο τα οφειλόμενα βάσει αυτής χρηματικά ποσά, τυχόν δε καταβληθέντα δεν αναζητούνται. Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα, για το χρόνο που εκτελέσθηκε η άκυρη σύμβαση εργασίας, να λάβει ως αποζημίωση το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του. Εάν οι άκυρες συμβάσεις είναι περισσότερες, ως χρόνος για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται η συνολική διάρκεια απασχόλησης με βάση τις άκυρες συμβάσεις. Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο καταλογίζονται στον υπαίτιο. 3. Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος τιμωρείται με φυλάκιση (άρθρο 5 Ν. 1338/1983, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 5 του Ν. 1440/1984). Αν το αδίκημα διαπράχθηκε από αμέλεια, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Η ίδια παράβαση στοιχειοθετεί παράλληλα και σοβαρό πειθαρχικό αδίκημα». Με τις διατάξεις αυτές του Π.Δ/τος 164/2004 προσαρμόσθηκε, από 19.7.2004, η ελληνική νομοθεσία στο κοινοτικό δίκαιο, καθ’ όσον αφορά την λήψη μέτρων για την αποτροπή της κατάχρησης της μισθωτής εργασίας που είναι δυνατόν να προκαλείται σε περιπτώσεις χρησιμοποίησης, από το Δημόσιο και τα άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα, διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Συγκεκριμένα, απαγορεύθηκαν, κατ’ αρχήν, οι «διαδοχικές» συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, ήτοι οι συμβάσεις μεταξύ των οποίων μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών, καθορίσθηκαν οι περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση, η σύναψη μέχρι τριών διαδοχικών, κατά την ως άνω έννοια, συμβάσεων με συνολική διάρκεια απασχόλησης μέχρι είκοσι τεσσάρων μηνών, καθώς και οι ειδικές περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται η υπέρβαση των ως άνω ορίων στην σύναψη διαδοχικών συμβάσεων, όλως κατ’ εξαίρεση και για αντικειμενικούς λόγους, που συνδέονται με την φύση και το είδος της εργασίας κατηγοριών εργαζομένων. Ως κύρωση για την περίπτωση της παράνομης, ήτοι κατά παράβαση των ως άνω κανόνων, κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων, προβλέφθηκε η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε, εφ’ όσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέσθηκαν εν όλω ή εν μέρει, όσο και αποζημίωσης ίσης με το ποσόν που δικαιούται ο «αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου» σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του, τέλος δε θεσπίσθηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών.

Με τα δεδομένα αυτά, η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στο κοινοτικό δίκαιο έγινε, δυνάμει των ως άνω διατάξεων, με σεβασμό της απαγόρευσης μετατροπής συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, που θεσπίσθηκε με την παράγραφο 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, καθ’ όσον δεν προβλέφθηκε, ως κύρωση για την χρησιμοποίηση από το Δημόσιο και τα άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, η μετατροπή αυτών σε συμβάσεις αορίστου χρόνου.

14. Επειδή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην έβδομη και στην όγδοη σκέψη, το Π.Δ. 164/2004 έπρεπε να περιλάβει ρυθμίσεις που να εξασφαλίζουν οπωσδήποτε από 10.7.2002 την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου. Δεδομένου ότι οι διατάξεις των άρθρων 5, 6 και 7 του Π.Δ/τος ισχύουν από 19.7.2004, όπως εκτέθηκε στην προηγούμενη σκέψη, για την κάλυψη του προγενέστερου χρονικού διαστήματος τουλάχιστον μέχρι την 10.7.2002 προστέθηκαν στο Π.Δ/γμα οι διατάξεις του άρθρου 11, ως μεταβατικές, οι οποίες ορίζουν τα εξής : «Αρθρο 11. Μεταβατικές διατάξεις. 1. Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφ’ όσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις : α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρείς τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δεκαοκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση. β) Ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου (α) να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση. Προκειμένου περί συμβάσεων που έχουν συναφθεί με την ……………… (……….), στο πλαίσιο εφαρμογής συγκεκριμένου προγράμματος, ως φορέας νοείται ο οικείος Ο.Τ.Α. στον οποίο ο εργαζόμενος προσέφερε πραγματικά τις υπηρεσίες του. γ) Το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον το οποίο υπηρετεί ο φορέας αυτός. δ) Ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση. Οι διαδοχικές συμβάσεις μειωμένου ωραρίου εργασίας συνιστούν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, συμβάσεις αορίστου χρόνου μειωμένης απασχόλησης αντίστοιχης με την αναγραφόμενη στην αρχική σύμβαση. 2. Για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγούμενη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Αρμόδιο όργανο να κρίνει αιτιολογημένα εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγουμένης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό και όπου δεν υπάρχει, το Διοικητικό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία. Στις δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις αρμόδιο όργανο είναι, σε κάθε περίπτωση, το Δημοτικό ή Κοινοτικό Συμβούλιο του οικείου Ο.Τ.Α., ύστερα από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου ή του διοικούντος οργάνου της επιχείρησης. Το κατά τα ανωτέρω αρμόδιο όργανο κρίνει περαιτέρω εάν στις συμβάσεις έργου ή άλλες συμβάσεις ή σχέσεις υποκρύπτεται σχέση εξαρτημένης εργασίας. Η κατά τις ως άνω διατάξεις κρίση του αρμόδιου οργάνου ολοκληρώνεται το αργότερο εντός πέντε (5) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος. 3. Οι κατά την παρ. 2 κρίσεις των αρμόδιων οργάνων, θετικές ή αρνητικές, διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη διαβίβαση σε αυτό των σχετικών κρίσεων. 4. Στις διατάξεις αυτού του άρθρου υπάγονται οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 3 περ. γ’ του παρόντος διατάγματος, καθώς και στις δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις, αποκλειομένων σε κάθε περίπτωση των εργαζομένων σε ανώνυμες εταιρείες που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Οι διατάξεις αυτού του άρθρου δεν εφαρμόζονται στα απ’ ευθείας διοριζόμενα διευθυντικά στελέχη, το καθεστώς των οποίων, λόγω του είδους των καθηκόντων τους και των προνομίων που απολαμβάνουν, ρυθμίζεται από ειδικές κάθε φορά διατάξεις, καθώς και στο προσωπικό των εκτός Ελλάδος υπηρεσιών του Υπουργείου Εξωτερικών και στο προσωπικό των Γραφείων Τύπου και Επικοινωνίας στο εξωτερικό της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης, που προσλαμβάνεται επιτοπίως. 5. Στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ώς την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η προϋπόθεση του εδ. α της παρ. 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης. 6. Κατ’ εξαίρεση, και για λόγους κοινωνικής πρόνοιας που αφορούν στην επαγγελματική ένταξη των ατόμων με αναπηρίες κατ’ εφαρμογή της παρ. 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, για τα άτομα με ποσοστό αναπηρίας 50% τουλάχιστον, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που εργάζονται στο πλαίσιο προγράμματος ένταξης του Ο.Α.Ε.Δ., αρκεί ο συνολικός χρόνος απασχόλησης του εδαφίου (α) της παρ. 1 του παρόντος άρθρου να είναι τουλάχιστον δεκαοκτώ (18) μήνες, ανεξαρτήτως ενδιάμεσων χρονικών διαστημάτων μεταξύ των συμβάσεων, εφ’ όσον πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις κατά τα ανωτέρω».

15. Επειδή, όπως εκτέθηκε ήδη στην δέκατη σκέψη, η μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου είναι ένα από τα μέτρα που θα μπορούσε, κατ’ αρχήν, να θεσπίσει ο εθνικός νομοθέτης για την προστασία των εργαζομένων σε συμμόρφωση προς την από 18.3.1999 συμφωνία των διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα ……, ….. και …. που ενσωματώθηκε στην Οδηγία 1999/70 ΕΚ του Συμβουλίου και προσέλαβε ισχύ παράγωγου κοινοτικού δικαίου. Η τυχόν πρόβλεψη, όμως, του μέτρου αυτού στις πάγιες διατάξεις των άρθρων 5, 6 και 7 του Π. Δ/τος 164/2004 θα ήταν, οπωσδήποτε, ανεπίτρεπτη εν όψει της κατηγορηματικής απαγόρευσης μετατροπής των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, η οποία θεσπίζεται με τη διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος που προστέθηκε, κατά τα ήδη εκτεθέντα, με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής. Πλην, η πρόβλεψη του εν λόγω μέτρου της μετατροπής των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου στις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 του Π. Δ/τος 164/2004, δεν αντίκειται στο παρ. 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος. Τούτο δε, διότι από τις συζητήσεις στην Ζ’ Αναθεωρητική Βουλή κατά την, μετά την έναρξη της ισχύος της Οδηγίας, αναθεώρηση του Συντάγματος, δεν συνάγεται ότι βούληση του αναθεωρητικού νομοθέτη ήταν, σε περίπτωση προσαρμογής της ελληνικής έννομης τάξεως στην Οδηγία μετά την λήξη της προβλεπομένης από αυτήν προθεσμίας, να απαγορεύσει στον κοινό νομοθέτη ή στην κατ’ εξουσιοδότηση τούτου κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση να μετατρέψουν συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου των απασχολουμένων στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, εφ’ όσον οι συμβάσεις αυτές, έστω και αν συνήφθησαν το πρώτον μετά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, ανανεώθηκαν εν πάση περιπτώσει στη συνέχεια αλληλοδιαδόχως, με σκοπό να καλυφθούν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Άλλωστε, το γεγονός ότι ο αναθεωρητικός νομοθέτης δεν είχε ως σκοπό να αποκλείσει τη δυνατότητα μετατροπής των συμβάσεων ορισμένου χρόνου που συνέδεαν τους εργαζομένους με φορείς του δημόσιου τομέα σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου συνάγεται και από την προστεθείσα κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001 διάταξη της παραγράφου 7 του άρθρου 118 του Συντάγματος. Και ναι μεν η συνταγματική αυτή διάταξη, η οποία αναφέρεται σε διατάξεις νόμων που ίσχυαν κατά την έναρξη ισχύος των αναθεωρημένων διατάξεων (όπως π.χ. του άρθρου 17 του Ν. 2839/2000), δεν μπορεί να εφαρμοσθεί ευθέως στην υπό κρίση περίπτωση, αφού η επίμαχη Οδηγία δεν θεσπίζει διατάξεις άμεσης εφαρμογής και δεν είχε μεταφερθεί στην ελληνική έννομη τάξη κατά την έναρξη ισχύος των αναθεωρημένων διατάξεων, πλην όμως εκδηλώνει τη σαφή βούληση του αναθεωρητικού νομοθέτη να ανεχθεί την τακτοποίηση εκκρεμών συμβασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου και, ειδικότερα, τη μετατροπή τους σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, όταν, μάλιστα, η μετατροπή αυτή προβλέπεται, κατά τα εκτεθέντα, από υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις (της πιο πάνω Οδηγίας) και αποβλέπει, κατά κοινή πείρα, στην αποτελεσματικότερη προστασία των εργαζομένων, οι οποίοι, εν αγνοία των δυναμένων να αντληθούν από την Οδηγία δικαιωμάτων τους, συνέχισαν και μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής να συνάπτουν, διαδοχικώς, συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου. Κατόπιν των ανωτέρω και για την ταυτότητα της νομικής αιτίας, η εν λόγω συνταγματική διάταξη καταλαμβάνει και τις περιπτώσεις καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου από το Δημόσιο και τα άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα μέχρι τον χρόνο της θέσπισης των παγίων διατάξεων των άρθρων 5, 6 και 7 του Π. Δ/τος 164/2004 και την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου δυνάμει των διατάξεων αυτών για το μέλλον, εν όψει του ότι, πάντως, με τις πιο πάνω διατάξεις ορίσθηκε ρητά ότι τέτοιες διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου με το Δημόσιο και τα άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα είναι πλέον απαγορευμένες και αυτοδικαίως άκυρες και προβλέφθηκε η επιβολή ποινικών και πειθαρχικών κυρώσεων για την αποτροπή σύναψης τέτοιων συμβάσεων.

Επομένως, επιτρεπτώς, από απόψεως συμφωνίας με τη διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, προβλέπεται, με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 του Π. Δ/τος 164/2004, προς αντιμετώπιση της καταστάσεως που δημιουργήθηκε από το γεγονός ότι η προσαρμογή της ελληνικής έννομης τάξεως στην Οδηγία συντελείται μετά την λήξη του προβλεπομένου χρόνου προσαρμογής, η μετατροπή για το μέλλον των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, εφ’ όσον, μετά την τήρηση της διαγραφομένης στο εν λόγω άρθρο 11 διαδικασίας και υπό τον τελικό έλεγχο του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), διαπιστωθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου αυτού. Κατά την γνώμη, όμως, του Προέδρου του Τμήματος, Αντιπροέδρου Γ. Σταυρόπουλου, του Συμβούλου Γ. Τσιμέκα και του Παρέδρου Κ. Πισπιρίγκου, οι διατάξεις του άρθρου 11 του Π. Δ/τος 164/2004 είναι αντισυνταγματικές. Τούτο δε, διότι η προστεθείσα κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος μεταβατική διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 118 αναφέρεται σαφώς, όπως συνάγεται τόσο από τη γραμματική όσο και από την ιστορική της ερμηνεία, σε νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν τακτοποίηση υπηρεσιακής κατάστασης προσωπικού, οι οποίες είχαν ήδη θεσπισθεί κατά το χρόνο της αναθεώρησης (17-4-2001). Επομένως, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου δεν εμπίπτει στη εξαιρετική αυτή συνταγματική διάταξη, αφού δεν θεσπίζει διατάξεις άμεσης εφαρμογής και δεν είχε μεταφερθεί στην ελληνική έννομη τάξη κατά την έναρξη ισχύος των αναθεωρημένων διατάξεων, ούτε ήταν επιβεβλημένη βάσει αυτής η μετατροπή συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Η εν λόγω μετατροπή δεν μπορεί δε να θεωρηθεί, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως αυτής (118 παρ. 7), ως νομοθετικό μέτρο τακτοποιήσεως προσωπικού «εν ευρεία εννοία», δεδομένου ότι δεν μπορεί να χωρήσει ανάλογη και μάλιστα επεκτατική εφαρμογή εξαιρετικών διατάξεων του Συντάγματος, οι οποίες είναι, ως εκ της φύσεως και του σκοπού τους, στενώς ερμηνευτέες, εφ’ όσον, πάντως, δεν υπάρχει σαφής περί του αντιθέτου βούληση του αναθεωρητικού νομοθέτη. Αντιθέτως, μάλιστα, όπως ήδη σημειώθηκε, ο αναθεωρητικός νομοθέτης αποδοκίμασε έντονα την πρακτική προσλήψεων που είχε ακολουθηθεί κατά το παρελθόν, με την προπεριγραφείσα διαδικασία μονιμοποιήσεως ή μετατροπής συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου (σκέψη 12), ως αντίθετη προς τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας ενώπιον του νόμου και της αξιοκρατίας, για τον λόγο δε αυτό θωράκισε τις συνταγματικές αυτές αρχές με τις διατάξεις περί προσλήψεων που προσέθεσε με την παρ. 7 στο άρθρο 103 του Συντάγματος και περί απαγόρευσης μονιμοποίησης και μετατροπής συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου που θέσπισε με την προσθήκη της παρ. 8 στο ίδιο άρθρο. Ανέχθηκε δε, όπως συνάγεται και από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της αναθεωρήσεως του Συντάγματος (βλ. Πρακτικά Ολομέλειας της Βουλής Συνεδρίαση ΡΜΕ’/21.3.2001, σελ. 783, όπου γίνεται λόγος για «ισχύουσες νωπές ρυθμίσεις που τακτοποιούν κάποιους από τους υπηρετούντες με σύμβαση έργου ή με σύμβαση ορισμένου χρόνου. Οι διαδικασίες αυτές βρίσκονται σε εξέλιξη . . .»), τη συνέχιση, μέχρις ολοκληρώσεώς τους, μόνον των ευρισκομένων ήδη σε εξέλιξη κατά το χρόνο εκείνο (δηλ. στις 17.4.2001) διαδικασιών τακτοποίησης συγκεκριμένων κατηγοριών εργαζομένων και όχι ενός αορίστου εν γένει κύκλου ενδιαφερομένων προσώπων (και μάλιστα ανεξάρτητα από το χρόνο σύναψης της αρχικής τους σύμβασης), η πρόθεσή του δε αυτή συνδεόταν, προδήλως, με την ανάγκη σταθερότητας των νομικών καταστάσεων εκείνων και μόνον από τους εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου οι οποίοι είχαν ήδη υπαχθεί σε νομοθετικές ρυθμίσεις και, επομένως, είχαν – αυτοί και μόνο – την δικαιολογημένη πράγματι πεποίθηση ότι οι εν λόγω νομοθετικές ρυθμίσεις δεν θα ανατραπούν λόγω του γενικού απαγορευτικού κανόνα της μετατροπής των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου τον οποίο εισήγαγε με την αναθεώρηση (τέτοιες ρυθμίσεις αποτελούν τα άρθρα 17 του Ν. 2839/2000, 21 παρ. 2 του Ν. 2738/1999, 32 του Ν. 2508/1997 κ.α.). Συνεπώς, κατά την γνώμη αυτή, ούτε τα ιστορικά δεδομένα της συνταγματικής αναθεώρησης του 2001 συνηγορούν για μια διασταλτική ερμηνεία της εξαιρετικής διατάξεως του άρθρου 118 παρ. 7 του Συντάγματος, ώστε να καταλάβει και νομοθετικές ή κανονιστικές εν γένει ρυθμίσεις τακτοποίησης προσωπικού που δεν είχαν καν προβλεφθεί κατά την θέση σε ισχύ του από 6.4.2001 Ψηφίσματος της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, όπως οι επίμαχες ρυθμίσεις των μεταβατικών διατάξεων του Π. Δ/τος 164/2004. Κατ’ ακολουθίαν, σύμφωνα με την γνώμη που μειοψήφησε, η μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, η οποία προβλέπεται στις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 του Π. Δ/τος 164/2004, δεν δύναται να στεγασθεί στην εξαίρεση που απορρέει από την ειδική μεταβατική διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 118 του Συντάγματος και, επομένως, παραβιάζει την γενική απαγορευτική διάταξη του άρθρου 103 παρ. 8 αυτού, εν όψει μάλιστα και του ότι για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 1999/70 ΕΚ του Συμβουλίου, λόγω της καθυστερημένης μεταφοράς της στην εθνική έννομη τάξη, ο εθνικός νομοθέτης είχε, αναμφιβόλως, την ευχέρεια να προβλέψει αποζημίωση υπέρ των καταχρηστικώς απασχοληθέντων με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου με το Δημόσιο και τα άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα, θεσπίζοντας διατάξεις ανάλογες με τις πάγιες ρυθμίσεις των άρθρων 5, 6 και 7 του Π. Δ/τος 164/2004 ή να λάβει άλλα, κατά την κρίση του, πρόσφορα μέτρα. Τέλος, κατά την γνώμη της Παρέδρου Π. Καρλή, δεν υφίσταται συνταγματική ανοχή για την τακτοποίηση εργασιακών σχέσεων που προέκυψαν από σύναψη με το Δημόσιο και τα άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα αρχικής συμβάσεως ορισμένου χρόνου μετά την θέση σε ισχύ του από 6.4.2001 Ψηφίσματος της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής (17.4.2001). Περαιτέρω, κατά την ίδια γνώμη, δεν δύναται να στεγασθεί στις εξουσιοδοτικές διατάξεις περί προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στο κοινοτικό δίκαιο, κατ’ επίκληση των οποίων εκδόθηκε το Π.Δ. 164/2004, η τακτοποίηση εργασιακών σχέσεων που δεν είχαν ακόμη προκύψει με σύναψη αρχικής συμβάσεως ορισμένου χρόνου κατά τον χρόνο λήξεως της προθεσμίας συμμορφώσεως προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου (10.7.2002). Με τα δεδομένα αυτά, το Π.Δ. 164/2004 θα ήταν δυνατόν να προβλέψει, κατά συνταγματική ανοχή, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 118 παρ. 7 του Συντάγματος, την μετατροπή σε συμβάσεις αορίστου χρόνου μόνον εκείνων των εργασιακών σχέσεων που είχαν προκύψει από σύναψη αρχικής συμβάσεως ορισμένου χρόνου πριν από την 17.4.2001, υπό την περαιτέρω προϋπόθεση ότι η σχέση ήταν ενεργός κατά την 10.7.2002, ανεξαρτήτως δε του ζητήματος αν η σχέση διατηρήθηκε περαιτέρω μέχρι και την θέση σε ισχύ του εν λόγω Π.Δ/τος (19.7.2004) που είναι χρόνος τυχαίος, διότι έπεται της λήξεως της προθεσμίας συμμορφώσεως προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου.

16. Επειδή, σύμφωνα με την ερμηνεία που δόθηκε στο άρθρο 118 παρ. 7 του Συντάγματος από την κρατήσασα γνώμη, όλοι οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 11 του Π.Δ/τος 164/2004 είναι απορριπτέοι, ως αβάσιμοι, όπως και η αίτηση στο σύνολό της. Απορριπτομένης δε της αιτήσεως, πρέπει να γίνουν δεκτές οι παρεμβάσεις.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Απορρίπτει την αίτηση.

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

Δέχεται τις παρεμβάσεις. Και,