Αριθμός 1316/2011
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ ΣΤ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 26 Οκτωβρίου 2009, με την εξής σύνθεση: Ν. Σακελλαρίου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του ΣΤ’ Τμήματος, Μ. Καραμανώφ, Β. Αραβαντινός, Σύμβουλοι, Β. Ραφτοπούλου, Μ.–Ε. Παπαδημήτρη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Β. Ραφαηλάκη, Γραμματέας του ΣΤ’ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 15 Ιανουαρίου 2009 αίτηση :
της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “ΔΙΕΘΝΗΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ Α.Ε.”, που εδρεύει στο Λαύριο Αττικής (περιοχή Πούντα Ζέζα), η οποία παρέστη με το δικηγόρο Σπ. Νικολάου (Α.Μ. 13500), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο
κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Αθ. Αλεφάντη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 12701/2007 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου, Β. Αραβαντινού.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1 . Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ειδικά γραμμάτια παραβόλου 2381780-83/2009).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της 12701/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή έφεση του ήδη αναιρεσιβλήτου Δημοσίου κατά της 2531/2005 αποφάσεως του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και τελικά απερρίφθη ανακοπή της αναιρεσειούσης εταιρείας κατά της 7009/18-6-2003 πράξεως του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε.Ε. Αθηνών. Με την πράξη αυτή είχε βεβαιωθεί ταμειακά εις βάρος της αναιρεσειούσης χρέος 560.310 ευρώ, προερχόμενο από πρόστιμο ανεγέρσεως και διατηρήσεως αυθαιρέτων, το οποίο της είχε επιβληθεί κατόπιν εκθέσεως αυτοψίας υπαλλήλων του Πολεοδομικού Γραφείου Μαρκοπούλου.
3. Επειδή ο Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ), κυρωθείς με το Ν.Δ. 356/1974 (Α’ 90), ορίζει στην παράγραφο 1 του άρθρου 2 ότι «Η είσπραξις των δημοσίων εσόδων ……..ενεργείται …δυνάμει νομίμου τίτλου» και στην παράγραφο 2 του αυτού άρθρου ότι «Νόμιμος τίτλος είναι: α) Η κατά τους κειμένους νόμους βεβαίωσις και ο υπό των αρμοδίων Διοικητικών ή ετέρων κατά νόμον Αρχών προσδιορισμός του εισπρακτέου ποσού, του είδους του εσόδου και της αιτίας δι’ ην οφείλεται, β) Η εξ εγγράφων δημοσίων ή ιδιωτικών αποδεικνυομένη οφειλή, γ) Η εξ εγγράφων δημοσίων ή ιδιωτικών πιθανολογουμένη κατά την έννοιαν του άρθρου 347 Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας ως προς την ύπαρξιν και το ποσόν αυτής οφειλή». Περαιτέρω, με τον εφαρμοστέο, εν προκειμένω, Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ. – Ν. 2717/1999, Α’ 97), ο οποίος ισχύει, από 17-7-1999, ορίζεται στο άρθρο 216 ότι στις διατάξεις του εν λόγω Κώδικα υπάγονται οι διαφορές που αναφύονται κατά τη σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.Δ. 356/1974 (ΚΕΔΕ) είσπραξη των δημόσιων εσόδων, εκτός αν τα έσοδα αυτά αναφέρονται σε απαιτήσεις ιδιωτικού δικαίου. Επίσης, ορίζεται ότι: «1. Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου, β) της κατασχετήριας έκθεσης, γ) του προγράμματος πλειστηριασμού, δ) της έκθεσης πλειστηριασμού και ε) του πίνακα κατάταξης. 2. … 3. …» (άρθρο 217). Στο άρθρο 224, που τιτλοφορείται «Εξουσία του δικαστηρίου», προβλέπονται τα εξής: «1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά το νόμο και την ουσία στα όρια της ανακοπής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. 2. Κατ’ εξαίρεση, ο κατά το νόμο έλεγχος της προσβαλλόμενης πράξης χωρεί και αυτεπαγγέλτως, εκτεινόμενος στο σύνολό της, προκειμένου να διακριβωθεί: α) αν η πράξη έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο, ή β) αν υπάρχει παράβαση δεδικασμένου. 3. Κατά τον έλεγχο του κύρους των προσβαλλόμενων με την ανακοπή πράξεων της εκτέλεσης, δεν επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητας προηγούμενων πράξεων της εκτέλεσης. 4. Στην περίπτωση της ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαίωσης, επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος κατά το νόμο και τα πράγματα του τίτλου βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση, εφ’ όσον δεν προβλέπεται κατ’ αυτού ένδικο βοήθημα που επιτρέπει τον έλεγχό του κατά το νόμο και την ουσία ή δεν υφίσταται σχετικώς δεδικασμένο. 5. …». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, δεν προβλέπει πλέον η δυνατότητα ασκήσεως, ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, ανακοπής κατά των μονομερών εκτελεστών πράξεων της Διοικήσεως που συνιστούν νόμιμο τίτλο υπό την έννοια του άρθρου 2 παράγραφοι 1 και 2 περίπτωση α’ του Κ.Ε.Δ.Ε. Κατά συνέπεια, από της θέσεως σε ισχύ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και εφεξής (και υπό την προϋπόθεση ότι κατά των πράξεων αυτών δεν προβλέπεται στο νόμο η άσκηση άλλου ενδίκου βοηθήματος, εκ της ασκήσεως του οποίου θα εγεννάτο διοικητική διαφορά ουσίας), οι εν λόγω πράξεις δεν υπόκεινται πλέον σε ένδικο βοήθημα, ικανό να παράσχει ισοδύναμη προς την αίτηση ακυρώσεως δικαστική προστασία και, ως εκ τούτου, παραδεκτώς, από της απόψεως αυτής, προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως (βλ. Σ.Ε. 3841/2009 Ολομ, 828, 829, 3002/2010 Ολομ.).
5. Επειδή, ο Ν. 1577/1985 «Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός» (Α΄ 210), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο ορίζει, στο άρθρο 22 ότι, «1. Για την εκτέλεση οποιασδήποτε εργασίας δόμησης εντός ή εκτός οικισμού απαιτείται οικοδομική άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας. Τέτοιες εργασίες είναι ιδίως οι εκσκαφές και επιχώσεις, η εγκατάσταση ικριωμάτων, η ανέγερση, επισκευή, διαρρύθμιση και κατεδάφιση κτιρίων και των παραρτημάτων τους. … 2. … 3. Κάθε κατασκευή που εκτελείται α) χωρίς την άδεια της παρ. 1 ή β) καθ’ υπέρβαση της άδειας ή γ) με βάση άδεια που ανακλήθηκε ή δ) κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων είναι αυθαίρετη και υπάγεται στις σχετικές για τα αυθαίρετα διατάξεις του ν. 1337/1983 όπως ισχύουν… 4. Κάθε αλλαγή της χρήσης κτιρίου ή τμήματός του … είναι αυθαίρετη. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 1337/ 1983, όπως ισχύει, μόνο ως προς την επιβολή του προστίμου. Αν για την αλλαγή της χρήσης έχουν εκτελεστεί δομικές κατασκευές, εκτός από την επιβολή προστίμου διατάσσεται και η κατεδάφισή τους…». Περαιτέρω, στο άρθρο 17 του Ν. 1337/1983, (Α΄ 33), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, μετά την τροποποίηση αυτού με το άρθρο 8 παρ.10 του Ν. 1512/1985 (Α’ 4) και το άρθρο 5 παρ. 7 εδ. β’ του Ν. 2052/1992 (Α’ 94), ορίζεται ότι: «1. Τα αυθαίρετα κτίσματα ή κατασκευές εν γένει … κατεδαφίζονται υποχρεωτικά από τους κυρίους ή τους συγκυρίους τους, έστω και αν έχει αποπερατωθεί η κατασκευή ή αν το κτίσμα κατοικείται ή χρησιμοποιείται με οποιοδήποτε τρόπο … 2. Εκτός από την κατεδάφιση επιβάλλεται: α) πρόστιμο ανέγερσης αυθαιρέτου. β) πρόστιμο διατήρησης αυθαιρέτου. … 3. Το κατά την περίπτωση (α) της προηγούμενης παραγράφου πρόστιμο επιβάλλεται εφάπαξ. Το πρόστιμο αυτό, για μεν το πρώτο έτος κατά το οποίο λαμβάνει γνώση η αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία για την ύπαρξη αυθαιρέτου, καθώς και για τα τυχόν προηγούμενα έτη ύπαρξής του, υπολογίζεται και βεβαιώνεται με βάση την αξία του αυθαιρέτου, όπως αυτή προσδιορίζεται με τα προεδρικά διατάγματα της παρ. 8 του άρθρου 18 του νόμου αυτού, ενώ για καθένα από τα επόμενα έτη επαναβεβαιώνεται, αφού αναπροσδιοριστεί με προσαύξηση του προστίμου του εκάστοτε προηγούμενου έτους κατά 20% … 4. Υπόχρεοι για την καταβολή των προστίμων είναι οι κύριοι ή συγκύριοι του αυθαιρέτου που ευθύνονται ο καθένας για την καταβολή ολόκληρου του προστίμου …». Επίσης, στο άρθρο 1 του Π.Δ. 267/1998 «Διαδικασία χαρακτηρισμού και κατεδάφισης των αυθαιρέτων κατασκευών, τρόπος εκτίμησης της αξίας και καθορισμός του ύψους των προστίμων αυτών», (Α΄ 195), το οποίο εκδόθηκε, κατ’ επίκληση, μεταξύ άλλων, των άρθρων 17 παρ. 6 και 7 και 18 παρ. 8 και 9 του Ν. 1337/1983, ορίζεται ότι: «1. Η διαπίστωση και ο χαρακτηρισμός αυθαιρέτου με εξαίρεση τις περιπτώσεις του άρθρου 5 του παρόντος, γίνεται ύστερα από αυτοψία υπαλλήλου της κατά τόπο αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας, που συντάσσει επί τόπου σχετική έκθεση. Η έκθεση αυτή αφορά το αυθαίρετο και μόνο και όχι τον εκάστοτε ιδιοκτήτη, νομέα, κάτοχο ή κατασκευαστή του. Τα ονόματα των πιο πάνω προσώπων μπορεί ενδεικτικά και μόνο να αναφέρονται στην έκθεση. Η μη αναφορά τους ή η εσφαλμένη αναφορά τους δεν ασκεί επιρροή στην πρόοδο της διαδικασίας. 2. Στην έκθεση αναφέρεται η θέση του αυθαιρέτου με οδοιπορικό σκαρίφημα, όπου απαιτείται, συνοπτική περιγραφή με σκαρίφημα, οι διαστάσεις του καθώς και οι πολεοδομικές διατάξεις που παραβιάσθηκαν. Η ίδια έκθεση περιλαμβάνει υπολογισμό της αξίας του αυθαιρέτου και επιβολή των προστίμων της παρ. 2 του άρθρου 17 του Ν. 1337/83 όπως ισχύει. Περιλαμβάνεται επίσης σημείωση άτι κάθε ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία (30) ημερών από την ημερομηνία τοιχοκόλλησης της έκθεσης, να υποβάλλει ένσταση ή αίτηση και δήλωση ότι αποδέχεται ανεπιφύλακτα την έκθεση και τις τυχόν διορθώσεις που θα επιφέρει η υπηρεσία στον υπολογισμό του ύψους των προστίμων κατά τις διατάξεις της παρ. 6α του άρθρου 23 του Ν. 2300/90 στην κατά τόπο αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία. Αναφέρεται επίσης η ημερομηνία αυτοψίας και η ειδοποίηση ότι αν περάσει άπρακτη η προθεσμία, το αυθαίρετο θα κατεδαφισθεί, τα δε επιβληθέντα πρόστιμα θα καταστούν οριστικά και θα βεβαιωθούν στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Φορολογίας εισοδήματος των υποχρέων, κατά την έννοια του άρθρου 17 παρ. 4 του Ν. 1337/83 όπως ισχύει … 3. Η πιο πάνω έκθεση που υπογράφεται από τον υπάλληλο που διενεργεί την αυτοψία, τοιχοκολλείται την ίδια μέρα στο αυθαίρετο. Για την τοιχοκόλληση συντάσσεται πράξη κάτω από το πρωτότυπο της έκθεσης, σημειώνεται η ημερομηνια και υπογράφεται από τον υπάλληλο που έκανε την αυτοψία και από παριστάμενο τυχόν αστυνομικό όργανο ή δεύτερο υπάλληλο της πολεοδομικής υπηρεσίας. Αντίγραφο της έκθεσης αποστέλλεται με αποδεικτικό αμέσως στον οικείο δήμο η κοινοτητα και την αρμόδια Αστυνομική Αρχή». Στο δε άρθρο 4 του ιδίου διατάγματος ορίζεται ότι «1. Κατά της έκθεσης αυτοψίας μπορεί να κάνει ένσταση κάθε ενδιαφερόμενος. 2. Η ένσταση, που ασκείται μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την τοιχοκόλληση της έκθεσης στο αυθαίρετο, κατατίθεται στην αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία. Μαζί με την ένσταση πρέπει να κατατεθούν και αντίγραφα των στοιχείων που αποδεικνύουν τις απόψεις, που υποστηρίζει αυτός που υποβάλλει την ένσταση, και αφορούν την νομιμότητα του κτίσματος ή την εξαίρεσή του από την κατεδάφιση. Επιπλέον δύνανται να εκτίθενται απόψεις και στοιχεια που αμφισβητούν την ορθότητα της εκτίμησης της αξίας του αυθαιρέτου και υπολογισμού των προστίμων, που αναφέρονται στην έκθεση αυτοψίας. 3. … 4. Η ένσταση εξετάζεται από τετραμελή επιτροπή … Η επιτροπή, αφού εξετάσει τις απόψεις του ενδιαφερομένου, αποφαίνεται οριστικά επί της ένστασης, με αιτιολογημένη απόφαση, η οποία αναγράφεται πάνω στην ένσταση… Η απόφαση της επιτροπής είναι οριστική. Αν απορριφθεί η ένσταση το αυθαίρετο κατεδαφίζεται μέσα σε 10 ημέρες από την έκδοση της απόφασης είτε από τον κύριο ή τους συγκυρίους του αυθαιρέτου είτε από την αρμόδια πολεοδομική αρχή, τα δε πρόστιμα όπως τελικά οριστικοποιήθηκαν από την επιτροπή, βεβαιώνονται στην αρμόδια οικονομική υπηρεσία, εισπράττονται ως δημόσιο έσοδο και αποδίδονται εξ ολοκλήρου στο Ειδικό Ταμείο Εφαρμογής Ρυθμιστικών και Πολεοδομικών Σχεδίων (Ε.Τ.Ε.Ρ.Π.Σ.)».
6. Επειδή, εν προκειμένω, από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση προκύπτουν τα εξής. Με τις 1 και 2/2-4-1999 εκθέσεις αυτοψίας υπαλλήλων του Πολεοδομικού Γραφείου Μαρκοπούλου, διαπιστώθηκε ότι στο επίδικο κτιριακό συγκρότημα της αναιρεσειούσης εταιρείας υφίσταντο αυθαίρετες κατασκευές και επιβλήθηκαν τα σχετικά πρόστιμα (ανεγέρσεως και διατηρήσεως αυθαιρέτου). Επί σχετικής ενστάσεως της εταιρείας εκδόθηκε η 4/30-6-1999 απόφαση της οικείας Επιτροπής Κρίσεως Αυθαιρέτων και απορρίφθηκαν οι αιτιάσεις της εν λόγω εταιρείας ως προς τον χαρακτηρισμό των κατασκευών ως αυθαιρέτων. Όμως, ως προς την επιβολή των προστίμων αποφασίσθηκε ότι «προ της επιβολής των προστίμων να γίνει επανέλεγχος των διαστάσεων με νεότερη αυτοψία σε όσες εκθέσεις αυτοψιών αναγράφεται ότι οι διαστάσεις ελήφθησαν εξωτερικά». Η απόφαση αυτή της Επιτροπής Κρίσεως Αυθαιρέτων ακυρώθηκε μεταγενεστέρως με την 2594/2003 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών ως εκδοθείσα κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Εν τω μεταξύ, είχαν εκδοθεί οι 3 και 4 /1-3-2002 εκθέσεις αυτοψίας υπαλλήλων του ιδίου Πολεοδομικού Γραφείου, οι οποίες χαρακτηρίζονται «ορθή επανάληψη και συμπλήρωση» των προγενεστέρων 1 και 2/2-4-1999 εκθέσεων αυτοψίας, με τις οποίες διαπιστώθηκε η ύπαρξη των ιδίων αυθαιρέτων κατασκευών, με τις ίδιες διαστάσεις των αρχικών εκθέσεων και τα ίδια πρόστιμα. Οι εν λόγω νέες εκθέσεις, όπως βεβαιώνει η αναιρεσιβαλλομένη, κοινοποιήθηκαν νομοτύπως στην ήδη αναιρεσείουσα εταιρεία με τοιχοκόλληση στο αυθαίρετο αυθημερόν (1-3-2002), δεν υπεβλήθη αυτή τη φορά ένσταση εκ μέρους της, με αποτέλεσμα να καταστούν οριστικές. Ακολούθως, συντάχθηκε ο 173/17-3-2003 χρηματικός κατάλογος του Πολεοδομικού Γραφείου Μαρκοπούλου και με την 7009/18-6-2003 πράξη του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε.Ε. Αθηνών βεβαιώθηκε ταμειακά το ποσό των προστίμων. Η ήδη αναιρεσείουσα άσκησε ανακοπή και τελικά εξεδόθη η ήδη αναιρεσιβαλλομένη απόφαση. Με αυτήν εκρίθη ότι οι νέες εκθέσεις αυτοψίας (3 και 4/1-3-2002) είχαν οριστικοποιηθεί, ως νόμιμοι τίτλοι, αφού δεν είχε ασκηθεί σχετική ένσταση, με αποτέλεσμα, με την ασκηθείσα ανακοπή κατά της ταμειακής βεβαιώσεως να μην είναι επιτρεπτός κατά το άρθρο 224 του Κ.Δ.Δ. ο παρεμπίπτων έλεγχος των νομίμων τίτλων, κατά των οποίων προβλέπεται ένδικο βοήθημα που επιτρέπει τον σχετικό έλεγχο κατά το νόμο και την ουσία. Και με το σκεπτικό αυτό εδέχθη την έφεση του Δημοσίου και απέρριψε τελικά την ανακοπή της αναιρεσειούσης.
7. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι με την επακολουθήσασα ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής Κρίσεως Αυθαιρέτων από το Διοικητικό Εφετείο, στερήθηκαν αναδρομικά το νόμιμο έρεισμά τους όλες οι πράξεις που είχαν εν τω μεταξύ εκδοθεί σε συμμόρφωση προς την ακυρωθείσα, όπως είναι οι 3 και 4/1-3-2002 εκθέσεις αυτοψίας, οι οποίες εκτός από το ταυτόσημο περιεχόμενο με τις αρχικές 1 και 2/2-4-1999 εκθέσεις αυτοψίας, αυτοαποκαλούνται, όπως βεβαιώνει και η αναιρεσιβαλλομένη, ορθές επαναλήψεις. Επομένως, οι 3 και 4/1-3-2002 εκθέσεις αυτοψίας, αποτελούσες ουσιαστικά βεβαιωτικές των αρχικών εκθέσεων πράξεις, είχαν καταστεί ανενεργείς και δεν ήτο δυνατόν να αποτελέσουν νόμιμο τίτλο εισπράξεως των προστίμων, με αποτέλεσμα, και η επακολουθήσασα 7009/18-6-2003 ταμειακή βεβαίωση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε.Ε. Αθηνών, κατά της οποίας είχε ασκηθεί η ανακοπή, να έχει καταστεί ακυρωτέα κατ’ άμεση συνέπεια του ακυρωτικού αποτελέσματος της αποφάσεως της Επιτροπής Κρίσεως Αυθαιρέτων. Ο λόγος, όμως, αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι κατά τα ήδη εκτεθέντα, με το άρθρο 224 παρ. 4 του Κ.Δ.Δ., στην περίπτωση της ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαιώσες, η εξουσία του δικαστηρίου που εκδικάζει την ανακοπή είναι περιορισμένη, υπό την έννοια ότι επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος του τίτλου βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση, μόνον εφ’ όσον δεν προβλέπεται κατ’ αυτού ένδικο βοήθημα που επιτρέπει τον έλεγχό του κατά το νόμο και την ουσία ή δεν υφίσταται σχετικώς δεδικασμένο. Στην προκειμένη δε περίπτωση, κατά του νομίμου τίτλου (3 και 4/1-3-2002 εκθέσεων αυτοψίας και επιβολής προστίμου) προβλέπεται, όπως ήδη έχει εκτεθεί, ειδική ενδικοφανής διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής Κρίσεων Αυθαιρέτων και, εν συνεχεία, αίτηση ακυρώσεως, δεδομένου ότι. οι εν λόγω πράξεις δεν υπόκεινται (πλέον) σε ένδικο βοήθημα, ικανό να παράσχει ισοδύναμη προς την αίτηση ακυρώσεως δικαστική προστασία.
8. Επειδή, με τον δεύτερο και τρίτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι και στην περίπτωση που οι 3 και 4/1-3-2002 εκθέσεις αυτοψίας αποτελούσαν, όπως εδέχθη η αναιρεσιβαλλομένη, νέες αυτοτελείς εκτελεστές πράξεις, ήτοι νέους νομίμους τίτλους, θα έπρεπε το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών που ακύρωσε, με την 2594/2003 απόφασή του την 4/30-6-1999 απόφαση της Επιτροπής Κρίσεως Αυθαιρέτων, να είχε κηρύξει καταργημένη τη δίκη, με το σκεπτικό ότι με ουσιαστικά νέα εξ υπαρχής διαδικασία είχαν εκδοθεί νέες πράξεις (οι 3 και 4/1-3-2002 εκθέσεις αυτοψίας) και οι οποίες αντικαθιστούσαν τις παλαιές αφού αφορούσαν στο ίδιο αυθαίρετο και τις ίδιες αυθαίρετες κατασκευές, και είχαν ήδη καταστεί οριστικές. Επίσης, προβάλλεται ότι η αίτηση ακυρώσεως κατά της τυχόν αποφάσεως της Επιτροπής Κρίσεως Αυθαιρέτων δεν συνιστά το ένδικο βοήθημα που επιτρέπει τον έλεγχο «κατά το νόμο και την ουσία» των συγκεκριμμένων νομίμων τίτλων και, συνεπώς, το προαναφερθέν άρθρο 224 παρ.4 το Κ.Δ.Δ. δεν εκώλυε το δικάσαν την ανακοπή κατά της ταμειακής βεβαιώσεως δικαστήριο να ασκήσει παρεμπίπτοντα έλεγχο «κατά το νόμο και τα πράγματα» του (νομίμου) τίτλου βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση. Υπό τα δεδομένα αυτά, σύμφωνα με τον λόγο αναιρέσεως, παραβιάζεται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας της αναιρεσειούσης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος και το άρθρο 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.). Ο λόγος αυτός, κατά το μέρος που γίνεται αναφορά στην προαναφερθείσα ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού εν προκειμένω ελέγχεται αναιρετικά άλλη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, κατά δε τα λοιπά ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, κατά τα ήδη εκτεθέντα, κατά της εκθέσεως αυτοψίας αυθαιρέτου χωρεί ενδικοφανής προσφυγή ενώπιον της οικείας Επιτροπής Κρίσεως Αυθαιρέτου. Κατά δε της αποφάσεως αυτής της επιτροπής χωρεί αίτηση ακυρώσεως, η οποία, σε αντίθεση με την αίτηση αναιρέσεως, επιτρέπει στον ακυρωτικό δικαστή να εκτιμήσει και αυτός τα στοιχεία του φακέλλου (την ουσία) της υποθέσεως, πολλώ δε μάλλον όταν έχει προηγηθεί ενδικοφανής προσφυγή (ένσταση) του ενδιαφερομένου και έχει δοθεί εις αυτόν η δυνατότητα να αναπτύξει κάθε πραγματικό ή νομικό του ισχυρισμό και ενώπιον της Διοικήσεως, απαιτώντας από αυτήν να αιτιολογήσει νομίμως την κρίση της. Με τα δεδομένα αυτά, δεν συντρέχει από την άποψη αυτή παράβαση του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας της αναιρεσειούσης κατά άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος και το άρθρο 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) και ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
9. Επειδή, προβάλλεται περαιτέρω ότι ο νόμιμος τίτλος με τον οποίο καταλογίζεται το επίδικο πρόστιμο (οι εκθέσεις αυτοψίας) έπρεπε να είχε κοινοποιηθεί στο πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, που αφορά, ως κατ’ εξοχήν προσωποπαγής πράξη, προκειμένου να μην στερηθεί αυτό της δυνατότητος να τον προσβάλει και να έχει επαρκή δικαστική προστασία. Στην προκειμένη δε περίπτωση, όπως βεβαιώνει και η αναιρεσιβαλλομένη, έλαβε χώρα τοιχοκόλληση, η οποία, ως προς την επιβολή τουλάχιστον του προστίμου, είναι, κατά την αναιρεσείουσα, τελείως απρόσφορος τρόπος κοινοποιήσεως, και είναι άκυρη, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι, εκτός του ότι δεν αναφέρει σε ποίο από τα δύο αυθαίρετα τοιχοκολλήθηκε, έλαβε χώρα όταν το ξενοδοχείο ήταν κλειστό (Μάρτιος 2002) και απροσπέλαστο. Και ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι κατά τα ήδη εκτεθέντα, το ένδικο βοήθημα της ανακοπής κατά του χρηματικού καταλόγου ήταν δικονομικά απρόσφορο για την προβολή ισχυρισμών σχετικών με το νόμω και ουσία βάσιμο του νομίμου τίτλου, ενόψει του άρθρου 224 παρ.4 του Κ.Δ.Δ. που δεσμεύει το δικαστήριο της ανακοπής.
10. Επειδή, κατά την γνώμη που επικράτησε στο Τμήμα, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί ανωτέρω. Πλην, λόγω της μείζονος σπουδαιότητος των τιθεμένων με αυτή ζητημάτων, το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει, κατ’ άρθρο 14 παρ. 5 εδάφ. β΄ του Π.Δ. 18/1989 (Α’ 8), να παραπεμφθεί στην επταμελή του σύνθεση, να ορισθεί εισηγητής ο Σύμβουλος Βασίλειος Αραβαντινός και δικάσιμος η 10η Οκτωβρίου 2011.
Δια ταύτα
Παραπέμπει την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος, κατά τα εις το αιτιολογικό.
Ορίζει δικάσιμο την 10η Οκτωβρίου 2011 και εισηγητή το Σύμβουλο Βασίλειο Αραβαντινό.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 16 Σεπτεμβρίου 2010 και στις 10 Φεβρουαρίου 2011
Ο Πρόεδρος του Στ’ Τμήματος Η Γραμματέας του Στ’ Τμήματος
Ν. Σακελλαρίου Β. Ραφαηλάκη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 9 Μαΐου
2011.
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Ο Γραμματέας