Αριθμός 1327/2008 ,
ΠΕΡΙΛΗΨΗ : κρίθηκε ότι αίτηση ακυρώσεως κατά παραλείψεως απαραδέκτως ασκείται προ της παρόδου τριμήνου και είναι, κατΆ αρχήν απορριπτέα εξ αυτού του λόγου, άνευ ετέρου, έστω, δηλαδή και αν κατά το χρόνο της συζητήσεως έχει παρέλθει το τρίμηνο.
(παρόμοια ΣτΕ,Ε’τμ. 1608/08)(μειοψ). ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 63 ΤΟΥ ΚΔΔ.
Αριθμός 1327/2008
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄ ,7Μ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 27 Φεβρουαρίου 2007, με την εξής σύνθεση: Αθ. Τσαμπάση, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Δ. Πετρούλιας, Ε. Σαρπ, Ευαγγ. Νίκα, Δ. Γρατσίας, Σύμβουλοι, Η. Τσακόπουλος, Η. Μάζος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ι. Παπαχαραλάμπους.
Για να δικάσει την από 20 Οκτωβρίου 2003 αίτηση:
του Αθανασίου Ελευθεριάδη, κατοίκου Χαλκίδας (Β. Νοταρά 42), ο οποίος δεν παρέστη, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε στην πρώτη επ’ ακροατηρίου συζήτηση,
κατά του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, το οποίο παρέστη με τον δικηγόρο Παναγ. Μακαρίτη (Α.Μ. 2313), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η σιωπηρά απόρριψη από το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος της από 28.7.2003 αιτήσεως του αιτούντος περί εγγραφής του στο Μητρώο Μελών και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Συμβούλου Ευαγγ. Νίκα.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. 549650 και 597446/2003 ειδικά έντυπα παραβόλου).
2. Επειδή, ο αιτών, κάτοχος πτυχίου της Fachhochschule του Άαχεν της Γερμανίας (Τμήμα Μηχανολόγων-Μηχανικών/Κατεύθυνση Τεχνική Αεροπορίας και Διαστημικής Πτήσεως), ζητεί την ακύρωση της σιωπηράς απορρίψεως της υποβληθείσης στις 28.7.2003 αιτήσεως εγγραφής του στα μητρώα του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (Τ.Ε.Ε.).
3. Επειδή, η υπόθεση αυτή εισάγεται προς συζήτηση στην επταμελή σύνθεση του Δ΄ Τμήματος μετά την υπ’ αριθμ. 3281/2006 παραπεμπτική απόφαση του ιδίου Τμήματος υπό πενταμελή σύνθεση λόγω σπουδαιότητας.
4. Επειδή, νομίμως χωρεί η συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία του αιτούντος, εφ’ όσον, όπως προκύπτει από το αποδεικτικό επιδόσεως της επιμελητρίας του Δικαστηρίου Ειρήνης Γιαννούτσου με ημερομηνία 5.2.2007, αντίγραφο της ως άνω παραπεμπτικής αποφάσεως, με σημείωση της παρούσης μετ΄ αναβολή δικασίμου, του έχει επιδοθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως.
5. Eπειδή, το άρθρο 45 παρ. 4 του π.δ. 18/1989 με τίτλο «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας» (ΦΕΚ Α΄8), ορίζει ότι «Στις περιπτώσεις που ο νόμος επιβάλλει σε κάποια αρχή να ρυθμίσει συγκεκριμένη σχέση με την έκδοση εκτελεστής πράξης, η οποία υπάγεται στους όρους της παραγράφου 1, η αίτηση ακυρώσεως είναι δεκτή και κατά της παράλειψης της αρχής να προβεί σε οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια. Η αρχή θεωρείται ότι αρνείται την ενέργεια αυτή όταν παρέλθει άπρακτη η ειδική προθεσμία που τυχόν τάσσει ο νόμος, διαφορετικά όταν παρέλθει τρίμηνο από την υποβολή της σχετικής αιτήσεως στη Διοίκηση,…. Αίτηση ακυρώσεως που ασκείται πριν παρέλθουν οι παραπάνω προθεσμίες είναι απαράδεκτη. Με την αίτηση ακυρώσεως που ασκείται παραδεκτώς κατά της ανωτέρω αρνήσεως λογίζεται ότι συμπροσβάλλεται και η τυχόν μεταγενέστερη ρητή αρνητική πράξη της Διοίκησης, η οποία μπορεί πάντως να προσβάλλεται και αυτοτελώς». Εξ άλλου, το άρθρο 4 του κυρωθέντος, με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 (ΦΕΚ Α΄45), Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, όπως αυτό ίσχυε κατά τον κρίσιμο στην προκειμένη περίπτωση χρόνο, πριν από την αντικατάστασή του από τα άρθρα 11 του ν. 3230/2004 (ΦΕΚ Α΄44) και 6 και 7 του ν. 3242/2004 (ΦΕΚ Α΄102), όριζε υπό τον τίτλο «Διεκπεραίωση υποθέσεων από τη Διοίκηση» τα εξής: «1. Οι διοικητικές αρχές, όταν υποβάλλονται αιτήσεις, οφείλουν να διεκπεραιώνουν τις υποθέσεις των ενδιαφερομένων και να αποφαίνονται για τα αιτήματά τους μέσα στην προθεσμία που τυχόν καθορίζεται από τις σχετικές ειδικές διατάξεις, αλλιώς μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών. Η προθεσμία αρχίζει από την υποβολή της αίτησης στην αρμόδια υπηρεσία…». Κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων, εκτελεστή παράλειψη οφειλομένης νόμιμης ενέργειας της Διοικήσεως προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως συντελείται, εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλη ειδική προθεσμία από τον νόμο, δια της παρόδου τριμήνου από της υποβολής σχετικής αιτήσεως του ενδιαφερομένου. Το τρίμηνο δε αυτό, διά της παρόδου του οποίου συντελείται εκτελεστή παράλειψη, δεν μεταβάλλεται από την εκ του μεταγενεστέρου άρθρου 4 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας απορρέουσα γενική υποχρέωση της Διοικήσεως να διεκπεραιώνει ταχέως εντός 60νθημέρου τις υποθέσεις των πολιτών. Τούτο διότι με την εν λόγω διάταξη, αλλά και τις λοιπές ρυθμίσεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας που, όπως προκύπτει και από την εισηγητική έκθεση του Κώδικα αυτού, σκοπόν έχουν απλώς την δραστηριοποίηση των διοικητικών υπηρεσιών για την ταχεία και αποτελεσματική εξυπηρέτηση των πολιτών, δεν εισάγεται νέος δικονομικός κανόνας δικαίου και δεν τροποποιούνται οι προαναφερθείσες δικονομικής φύσεως διατάξεις του άρθρου 45 του π.δ/τος 18/1989 ούτε, συνεπώς, καθιερώνεται νέα 60νθήμερη προθεσμία, για την συντέλεση εκτελεστής παραλείψεως της Διοικήσεως. Κατά συνέπεια και μετά τον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας εκτελεστή παράλειψη προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως συντελείται, εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλη ειδικώτερη προθεσμία από τον νόμο, δια της παρόδου απράκτου τριμήνου από της σχετικής αιτήσεως. Κατά την έννοια δε περαιτέρω του εν λόγω άρθρου 45 του π.δ/τος 18/1989, η πάροδος του τριμήνου αποτελεί αναγκαία διαδικαστική προϋπόθεση για το παραδεκτό της αιτήσεως ακυρώσεως, εξ αυτού δε παρέπεται ότι αίτηση ακυρώσεως κατά παραλείψεως απαραδέκτως ασκείται προ της παρόδου τριμήνου και είναι, κατ’ αρχήν, απορριπτέα εξ αυτού του λόγου, άνευ ετέρου, έστω, δηλαδή, και αν, κατά τον χρόνο της συζητήσεως έχει παρέλθει το τρίμηνο. Κατά την άποψη, όμως, της Προέδρου Αθ. Τσαμπάση, η πρόδηλη, αλλά και μόνη σύμφωνη προς τις αρχές της δικονομικής εννόμου τάξεως περί οικονομίας της δίκης και αποτελεσματικότητας της εννόμου προστασίας, αρχές που κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, έννοια είναι ότι η αίτηση ακυρώσεως κατά παραλείψεως παραδεκτώς ασκείται προ της συμπληρώσεως του τριμήνου και είναι περαιτέρω εξεταστέα εφ’ όσον, πάντως, κατά τον χρόνο της συζητήσεως έχει συμπληρωθεί το τρίμηνο. Τούτο, εξ άλλου, ότι δηλαδή παραδεκτώς ασκείται αίτηση ακυρώσεως κατά σιωπηράς παραλείψεως και προ της παρόδου τριμήνου, εφ’ όσον η συντέλεση της παραλείψεως έχει επέλθει μέχρι της συζητήσεως, το προβλέπει ρητώς και ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας με τις γενικές του διατάξεις.
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλλου, ο αιτών, κάτοχος πτυχίου της Fachhochschule του Άαχεν (Τμήμα Μηχανολόγων – Μηχανικών / Κατεύθυνση Τεχνική Αεροπορίας και Διαστημικής Πτήσεως) στον οποίο είχε αναγνωρισθεί με το υπ’ αριθμ. 12/14.5.2001 πρακτικό του Συμβουλίου Αναγνώρισης Επαγγελματικής Ισοτιμίας Τίτλων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης το δικαίωμα να ασκεί στην Ελλάδα το επάγγελμα του Μηχανολόγου και Αεροναυπηγού Μηχανικού (Α.Ε.Ι.) υπέβαλε στις 28.7.2003 αίτηση στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος περί εγγραφής του στα μητρώα του εν λόγω Επιμελητηρίου, επισυνάπτοντας την ανωτέρω απόφαση του Συμβουλίου Αναγνώρισης Επαγγελματικής Ισοτιμίας και, εν συνεχεία, στις 20.10.2003, πριν παρέλθει το αναγκαίο άπρακτο τρίμηνο για την συντέλεση της παραλείψεως, άσκησε την υπό κρίση αίτηση κατά της παραλείψεως εγγραφής του. Υπό τα δεδομένα συνεπώς αυτά, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η αίτηση ακυρώσεως ασκείται απαραδέκτως, διότι κατά τον ως άνω χρόνο ασκήσεώς της (20.10.2003) δεν είχε συντελεσθεί παράλειψη οφειλομένης νομίμου ενεργείας, προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως (ΣτΕ 3501/2004, 3573/2003, 2004, 1409/2002, 1447/1998, 3942/1995 κ.ά.). Ωστόσο, το απαράδεκτο αυτό, στην προκειμένη περίπτωση, λόγω των ευλόγων αμφιβολιών που γεννώνται ως προς την έννοια των συνδυασμένων άρθρων 4 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και 45 του π.δ. 18/1989 από την εξεταζόμενη άποψη, θα πρέπει να συγχωρηθεί και η αίτηση ακυρώσεως να εξεταστεί περαιτέρω, σύμφωνα και με τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το εφαρμοστέο εν προκειμένω κοινοτικό δίκαιο, που κατοχυρώνουν το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (πρβλ. ΣτΕ 9/1988). Και τούτο διότι : α) Ούτε στο άρθρο 4 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, ούτε σε άλλο άρθρο του επαναλαμβάνεται η διάταξη της παρ. 15 του άρθρου 5 του ν. 1943/1991 (ΦΕΚ Α’ 50), η οποία ρητώς προέβλεπε ότι οι διατάξεις των παρ. 1 και 6 του τελευταίου τούτου (αντίστοιχες προς εκείνες του άρθρου 4 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας) «δεν επηρεάζουν τις οικείες προθεσμίες της ακυρωτικής διαδικασίας του άρθρου 45 του π.δ. 18/1989» και β) Οι κρίσιμες διατάξεις του άρθρου 4 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας ερμηνεύονται, σε συνδυασμό με το άρθρο 45 παρ. 4 του π.δ. 18/1989, για πρώτη φορά με την παρούσα απόφαση. Άλλωστε, για το συγγνωστόν της πρόωρης ασκήσεως, ληπτέο υπ’ όψη είναι και το γεγονός ότι ο νεώτερος νομοθέτης του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999), οι διατάξεις του οποίου βεβαίως δεν έχουν στην προκειμένη περίπτωση εφαρμογή, αποβλέποντας στην πληρέστερη διασφάλιση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, προβλέπει ειδικώς ότι η προσφυγή ασκείται παραδεκτώς και πριν από την συντέλεση της παράλειψης, δηλαδή και πριν από την πάροδο του τριμήνου, εφ’ όσον, όμως, η συντέλεση έχει επέλθει κατά την πρώτη συζήτηση της προσφυγής. Κατά την άποψη, όμως, της Συμβούλου Ε. Νίκα, η κρινομένη αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 45 παρ. 4 του π.δ. 18/1989, που ορίζει ρητώς ότι αίτηση ακυρώσεως που ασκείται προώρως είναι απαράδεκτη, δεν συντρέχει δε, κατά την άποψη αυτή, εν προκειμένω, περίπτωση άρσεως του απαραδέκτου εκ λόγων νομικής ασφαλείας και προστατευτέας εν σχέσει προς αυτήν εμπιστοσύνης. Τούτο διότι άγνοια περί την ύπαρξη ή την ισχύ κανόνων δικαίου και μάλιστα βασικών, παγίων και γενικών δικονομικών κανόνων δεν συγχωρείται, κατά μείζονα δε λόγο υπό τις συνθήκες της παρούσης υποθέσεως, όπου η αίτηση ακυρώσεως υπογράφεται από δικηγόρο, το δε άρθρο 6 της Συμβάσεως της Ρώμης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως και το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνουν το δικαίωμα δικαστικής προστασίας δεν αποκλείουν την θέσπιση δικονομικών προϋποθέσεων παραδεκτού για την άσκηση των ενδίκων μέσων (πρβλ. ΣτΕ 3393/2005, 776/2000, 5817/1995). Εξ άλλου, κατά την ελάσσονα αυτή άποψη, η παράλληλη συνύπαρξη των δύο ρυθμίσεων, ήτοι της δικονομικής διατάξεως του άρθρου 45 παρ.4 του π.δ. 18/1989 και της θεσπίσεως 60νθήμερης (ήδη 50νθήμερης) προθεσμίας διεκπεραιώσεως των υποθέσεων από μέρους της Διοικήσεως, χρονολογείται ήδη από του έτους 1991 (πρβλ. ΣτΕ 3393/2005, 4476/1995), η δε διάταξη της παρ.15 του άρθρου 5 του ν. 1943/1991 εξακολουθεί να ισχύει, εφαρμοζομένη πλέον, βάσει του άρθρου 33 παρ.2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, στις ρυθμίσεις του άρθρου 4 του Κώδικα.
7. Επειδή, περαιτέρω, από τις διατάξεις της Οδηγίας 89/48/ΕΟΚ (EE L 19) και τις διατάξεις του π.δ. 165/2000 περί μεταφοράς της ανωτέρω Οδηγίας στην ελληνική έννομη τάξη (ΦΕΚ Α’ 149), συνάγεται, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις της νομοθεσίας περί Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, ότι από της εκδόσεως αποφάσεως του Συμβουλίου Αναγνώρισης Επαγγελματικής Ισοτιμίας Τίτλων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, με την οποία αναγνωρίζεται, κατ’ εφαρμογή της Οδηγίας 89/48/ΕΟΚ και των κανόνων μεταφοράς της στην ελληνική έννομη τάξη, ότι ο κάτοχος τίτλου, κτηθέντος σε άλλο κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει δικαίωμα να ασκεί στην Ελλάδα επάγγελμα εξ εκείνων που απαριθμούνται στο άρθρο 2 παράγραφος 5 του π.δ. της 27.11/14.12.1926 «περί κωδικοποιήσεως των περί συστάσεως Τεχνικού Επιμελητηρίου κειμένων διατάξεων» (ΦΕΚ Α’ 430), ο μεν ενδιαφερόμενος αποκτά το δικαίωμα να ασκεί το αντίστοιχο επάγγελμα στην Ελλάδα, το δε Τ.Ε.Ε. υποχρεούται, κατόπιν σχετικής αιτήσεως του ενδιαφερομένου να τον εγγράψει. Εν προκειμένω, συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση, παραδεκτώς, κατά τα ανωτέρω, ασκουμένη, πρέπει να γίνει δεκτή, διότι, εν όψει των εκτεθέντων, εφ’ όσον ο αιτών υπέβαλε προς το Τ.Ε.Ε. αίτημα περί εγγραφής του στα μητρώα, επισυνάπτοντας και την προαναφερθείσα υπ’ αριθ. 12/14.5.2001 απόφαση του Συμβουλίου Αναγνώρισης Επαγγελματικής Ισοτιμίας Τίτλων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης που του αναγνωρίζει δικαίωμα να ασκεί στην Ελλάδα το επάγγελμα του Μηχανολόγου και Αεροναυπηγού Μηχανικού (Α.Ε.Ι.), το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος ήταν υποχρεωμένο να προχωρήσει πάραυτα στην εγγραφή του στα μητρώα του, δοθέντος, μάλιστα, ότι, σύμφωνα με θεμελιώδη αρχή του διοικητικού δικαίου, η νομιμότητα της ανωτέρω, ατομικού χαρακτήρα, υπ’ αριθμ. 12/14.5.2001 αποφάσεως του Συμβουλίου επαγγελματικής ισοτιμίας, δεν ήταν επ’ ουδενί δυνατόν να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως από το Τ.Ε.Ε. κατά την εξέταση του υποβληθέντος ενώπιόν του αιτήματος εγγραφής του στα μητρώα του ούτε, άλλωστε, είναι δυνατόν να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως από το Συμβούλιο της Επικρατείας στο πλαίσιο της παρούσης δίκης. Κατά συνέπεια, η προσβαλλομένη σιωπηρά απόρριψη από το Τ.Ε.Ε., της κατατεθείσης ενώπιόν του, στις 28.7.2003, αιτήσεως του αιτούντος, συναγομένη από την πάροδο απράκτου τριμήνου από της υποβολής της, πρέπει να ακυρωθεί, κατ’ αποδοχήν της κρινομένης αιτήσεως ακυρώσεως, παραδεκτώς, κατά τα ως άνω, κατατεθείσης στις 20.10.2003, η δε υπόθεση πρέπει, κατόπιν τούτου, να αναπεμφθεί στο Τ.Ε.Ε., προκειμένου να εγγράψει τον αιτούντα στα μητρώα του.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Δέχεται την κρινομένη αίτηση.
Ακυρώνει, κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό, την παράλειψη εγγραφής από το Τ.Ε.Ε. του αιτούντος στα μητρώα του.
Αναπέμπει την υπόθεση στο Τ.Ε.Ε., προκειμένου να εγγράψει τον αιτούντα στα μητρώα του.
Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου.
Επιβάλλει στο Τ.Ε.Ε. τη δικαστική δαπάνη του αιτούντος, η οποία ανέρχεται στο ποσό των εννεακοσίων είκοσι (920) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 20.9.2007.
Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας
Αθ. Τσαμπάση Ι. Παπαχαραλάμπους
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 23ης Απριλίου 2008.
Ο Πρόεδρος