Η μετάδοση πληροφοριών σχετικά με δραστηριότητα που αφορά την ερωτική ζωή και τις ερωτικές προτιμήσεις προσώπου που κατέχει δημόσιο αξίωμα πρέπει να γίνεται με τρόπο λιτό και όχι δραματοποιημένο, με την απλή μετάδοση της σχετικής ειδήσεως ή πληροφορίας, να αποβλέπει δε στην ενημέρωση του κοινού και όχι στον σκανδαλισμό της κοινής γνώμης και στον εξευτελισμό και διασυρμό της προσωπικότητας και στην προσβολή της αξιοπρέπειας του προσώπου.
Αριθμός 1337/2013
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Οκτωβρίου 2012, με την εξής σύνθεση: Σωτ. Ρίζος, Aντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος, Γ. Παπαγεωργίου, Σ. Χρυσικοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Κ. Κουσούλης, Σύμβουλοι, Ι. Μιχαλακόπουλος, Ν. Μαρκόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Παπαδοπούλου, Γραμματέας του Δ΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 7 Σεπτεμβρίου 2005 αίτηση:
των: 1) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Α.Ε.» και το διακριτικό τίτλο «ALTER CHANNEL», που εδρεύει στο Περιστέρι Αττικής (Αγίας Παρασκευής 36-38), η οποία δεν παρέστη, αλλά ο νόμιμος εκπρόσωπός της Ευστάθιος Γκότσης εμφανίσθηκε στο ακροατήριο και δήλωσε ότι εγκρίνει την άσκηση του ενδίκου μέσου και 2) Κωνσταντίνου Γιαννίκου του Ανδρέα, κατοίκου Βούλας Αττικής (Παπανδρέου 1), ο οποίος δεν παρέστη,
κατά του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, που εδρεύει στην Αθήνα (Αμερικής 5), το οποίο παρέστη με την Αθηνά Αλεφάντη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ΄ αριθμ. 238/28.6.2005 απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η αντιπρόσωπος του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης δήλωσε, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσει.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Δ. Κυριλλόπουλου.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ άριθ. 2501687, 1816372/2005 ειδικά έντυπα παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθ. 238/28-6-2005 αποφάσεως του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, με την οποία απερρίφθη η από 16-5-2005 αίτηση θεραπείας που άσκησε η πρώτη εκ των αιτούντων κατά της υπ’ αριθ. 73/1-3-2005 αποφάσεως του ανωτέρω Συμβουλίου. Με την τελευταία αυτή απόφαση έχει επιβληθεί στην ανωτέρω, ιδιοκτήτρια του τηλεοπτικού σταθμού με το διακριτικό τίτλο “ALTER CHANNEL” η διοικητική κύρωση του προστίμου ύψους εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ για παράβαση των διατάξεων της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας, ορίσθηκε δε ότι η κύρωση αυτή είναι εκτελεστή και κατά του δευτέρου εκ των αιτούντων, Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου, Διευθύνοντος Συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εκ των αιτούντων ανωνύμου εταιρείας.
3. Επειδή, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου της κρινομένης αιτήσεως, αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως στρεφόμενη παραδεκτώς κατά της ανωτέρω υπ’ αριθ. 73/1-3-2005 αποφάσεως του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης με την οποία επεβλήθη το ένδικο πρόστιμο. Τούτο δε διότι η ρητώς προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 238/28-6-2005 απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα, και, συνεπώς προσβάλλεται απαραδέκτως, εφόσον, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της, εκδόθηκε χωρίς το ανωτέρω Συμβούλιο να προβεί σε νέα κατ’ ουσία έρευνα της υποθέσεως.
4. Επειδή, οι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλονται πλημμέλειες της ανωτέρω υπ’ αριθ. 238/28-6-2005 αποφάσεως του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (παραβίαση των άρθρων 15 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, 16 παρ. 6 του Κανονισμού Εσωτερικής Λειτουργίας του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, 5 παρ. 6 εδ’ γ’ και 7 του ν. 2863/2000) είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, καθόσον στρέφονται κατά πράξεως, η οποία, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, δεν προσβάλλεται παραδεκτώς με την κρινόμενη αίτηση.
5. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι στην προκειμένη περίπτωση ετηρήθη πλημμελώς ο τύπος της προηγουμένης ακροάσεως που επιβάλλεται από το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος και το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 2328/1995 διότι, ενώ στην από 15-2-2005 κλήση της πρώτης εκ των αιτούντων αυτή εκλήθη να παράσχει διευκρινίσεις για ενδεχόμενη παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 3 παρ. 1 του ν. 2328/1995 και 6 παρ. 1 του π.δ./τος 77/2003 περί απαραβίαστου της ιδιωτικής ζωής, τελικώς, με την προσβαλλόμενη απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, απεδόθη επί πλέον σε αυτή παραβίαση των άρθρων 8 παρ. 1 του π.δ/τος 100/2000 περί προστασίας των ανηλίκων, 4 παρ. 1 του π.δ./τος 77/2003 περί απαγορεύσεως παρουσιάσεως προσώπων με τρόπο που μπορεί να ενθαρρύνει τον εξευτελισμό και κοινωνική απομόνωση τους βάσει του γενετήσιου προσανατολισμού τους και 14 παρ. 2 του π.δ/τος 77/2003 περί απαγορεύσεως της δραματοποιημένης αναπαράστασης των γεγονότων. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δοθέντος ότι το γεγονός ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση μνημονεύονται διαφορετικές διατάξεις σε σχέση με τις αναφερόμενες στην κλήση προς ακρόαση δεν συνιστά ούτε μεταβολή, και μάλιστα ανεπίτρεπη, των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν την παράβαση στην οποία υπέπεσε ο επίμαχος τηλεοπτικός σταθμός και για την οποία επεβλήθη το ένδικο πρόστιμο, ούτε παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας αναφορικά με την άσκηση του δικαιώματος της προηγούμενης ακροάσεως εκ μέρους της ανωτέρω αιτούσας. Τούτο δε διότι με την προσβαλλόμενη απόφαση εκρίθη ότι αυτή υπέπεσε σε παράβαση της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά για τα οποία εκλήθη σε ακρόαση και επί των οποίων άσκησε το σχετικό δικαίωμά της. Πράγματι, η ανωτέρω εκλήθη, με την υπ’ αριθ. 8177/15-2-2005 πράξη του Προέδρου του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, προς παροχή εξηγήσεων σχετικά με τα προβληθέντα την 1-2-2005 στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού “ALTER CHANNEL”, ανέπτυξε τις απόψεις της τόσο κατά τη συνεδρίαση του Εθνικού Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου την 22-2-2005, όσο και με το από 25-2-2005 υπόμνημά της σχετικά με το περιεχόμενο του προαναφερθέντος δελτίου, το οποίο ήταν εξ ορισμού πλήρως γνωστό σε αυτή, και το οποίο εκρίθη με την ήδη προσβαλλόμενη απόφαση ότι παρεβίασε τους θεσπιζόμενους από τη ραδιοτηλεοπτική νομοθεσία κανόνες δεοντολογίας.
6. Επειδή, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι ενώπιον άλλης συνθέσεως του Εθνικού Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου παρεσχέθησαν οι εξηγήσεις της πρώτης εκ των αιτούντων και με άλλη σύνθεση το εν λόγω Συμβούλιο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφασή του, καθόσον στην τελευταία αυτή σύνθεση μετείχε ο Ι. Λασκαρίδης , ο οποίος δεν είχε μετάσχει στην πρώτη σύνθεση, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, όπως ρητώς αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβουλίου κατά τη συνεδρίαση κατά την οποία ελήφθη η προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε το ρηθέν από 25-2-2005 υπόμνημα της ανωτέρω και, επομένως, όλα τα μέλη του είχαν ενημερωθεί επί της αχθείσης ενώπιον αυτού υποθέσεως.
7. Επειδή, το Σύνταγμα στο μεν άρθρο 2 παρ. 1 ορίζει ότι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρεωτική της Πολιτείας, στο δε άρθρο 5 Α παρ. 1 ορίζει ότι: “Καθένας έχει δικαίωμα στην πληροφόρηση όπως νόμος ορίζει. Περιορισμοί στο δικαίωμα αυτό είναι δυνατόν να επιβληθούν με νόμο μόνο εφόσον είναι απολύτως αναγκαίοι και δικαιολογούνται για λόγους εθνικής ασφάλειας, καταπολέμησης του εγκλήματος ή προστασίας δικαιωμάτων και συμφερόντων τρίτων”, ενώ στο άρθρο 9 παρ.1 ορίζει ότι η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Περαιτέρω, το άρθρο 14 του Συντάγματος ορίζει ότι ο καθένας μπορεί να εκφράζεται και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και διά του τύπου τους στοχασμούς του τηρώντας τους νόμους του κράτους (παρ. 1), καθώς και ότι ο τύπος είναι ελεύθερος, η δε λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο απαγορεύονται (παρ. 2) , ενώ στο άρθρο 15 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Οι προστατευτικές για τον τύπο διατάξεις του προηγούμενου άρθρου δεν εφαρμόζονται στον κινηματογράφο, την φωνογραφία, την ραδιοφωνία, την τηλεόραση και κάθε άλλο παρεμφερές μέσο μετάδοσης λόγου ή παράστασης. 2. Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους. Ο έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, που είναι ανεξάρτητη αρχή, όπως νόμος ορίζει. Ο άμεσος έλεγχος του Κράτους … έχει ως σκοπό την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων … την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας, καθώς και το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητος…” Τέλος, στο μεν άρθρο 8 της Συμβάσεως της Ρώμης της 4.11.1950 για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α΄254) ορίζεται ότι: «1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του … 2. …», στο δε άρθρο 10 της ανωτέρω Συμβάσεως ορίζεται ότι: «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων. Το παρόν άρθρον δεν κωλύει τα Κράτη από του να υποβάλωσι τας επιχειρήσεις ραδιοφωνίας, κινηματογράφου ή τηλεοράσεως εις κανονισμούς εκδόσεως αδειών λειτουργίας. 2. Η άσκησις των ελευθεριών τούτων, συνεπαγομένων καθήκοντα και ευθύνας, δύναται να υπαχθή εις ωρισμένας διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις, προβλεπομένους υπό του νόμου και αποτελούντα αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία δια… την προστασίαν της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων των τρίτων…».
8. Επειδή, με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 14 του Συντάγματος, καθώς και με τις διατάξεις του άρθρου 10 της Συμβάσεως της Ρώμης της 4.11.1950, κατοχυρώνεται αφενός μεν το δικαίωμα του τύπου (δυνάμει δε του άρθρου 15 του Συντάγματος και της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης) να πληροφορεί το κοινό, αφετέρου δε , εν όψει και του άρθρου 5 Α παρ. 1 του Συντάγματος, το δικαίωμα κάθε πολίτη να πληροφορείται και να ενημερώνεται τακτικά και ελεύθερα για κάθε πολιτικό και κοινωνικό εν γένει θέμα που τον ενδιαφέρει, συμπεριλαμβανομένης της δραστηριότητας των κρατικών αρχών και οργάνων. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού τελεί υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως των γενικών ισχυόντων κανόνων δικαίου της κειμένης νομοθεσίας, στους οποίους περιλαμβάνονται και εκείνοι που κατοχυρώνουν δικαιώματα και ελευθερίες άλλων προσώπων. Η εφαρμογή των τελευταίων αυτών κανόνων μπορεί, επομένως, να δικαιολογήσει την επιβολή των περιορισμών στην άσκηση των ανωτέρω δικαιωμάτων, τούτο όμως υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί παρίστανται, ενόψει και της αρχής της αναλογικότητος, η οποία κατοχυρώνεται από τη διάταξη του άρθρου 25 παρ.1 του Συντάγματος, ως απολύτως αναγκαίοι για την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των τρίτων. Ενόψει των ανωτέρω, περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος του πληροφορείν και του δικαιώματος στην πληροφόρηση μπορούν να δικαιολογηθούν προδήλως για την προστασία της αξίας των ανθρώπων, της προσωπικότητας των ατόμων και της ερωτικής τους ζωής και δη της επιλογής του γενετήσιου προσανατολισμού τους, η οποία ανήκει στον πυρήνα της απαραβίαστης σφαίρας της ιδιωτικής ζωής των προσώπων. Εξ άλλου, σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 15 του Συντάγματος, η λειτουργία των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, αποτελούσα αντικείμενο εντόνου κρατικού ενδιαφέροντος, ανάγεται σε θέμα γενικωτέρου δημοσίου συμφέροντος, το οποίο συνθέτουν οι αναγραφόμενοι στη διάταξη αυτή στόχοι, όπως είναι η αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων και η διασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των εκπομπών προς την κατεύθυνση της κοινωνικής και πολιτιστικής αναπτύξεως της Χώρας. Εκδήλωση αυτού του ενδιαφέροντος αποτελεί η περιλαμβανόμενη στη διάταξη αυτή ρήτρα ότι η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους. Ο έλεγχος αυτός υπερβαίνει, ως προς την έκταση και το περιεχόμενο, την έννοια της κρατικής εποπτείας και επιτρέπει την επέμβαση του Κράτους στη λειτουργία των σταθμών (βλ. 553/2003, 1386/2004, 253/2006, 3335/2007, 113/2009, 1213/2010 Ολομ.).
9. Επειδή, εξ άλλου, με το ν. 2328/1995 (Α΄159) ρυθμίζεται το νομικό καθεστώς και καθορίζεται το πλαίσιο λειτουργίας της ιδιωτικής τηλεοράσεως και της τοπικής ραδιοφωνίας. Με το νόμο αυτόν επιδιώκεται η εκπλήρωση της επιταγής του άρθρου 15 παρ. 2 του Συντάγματος για την άνοδο της ποιοτικής στάθμης των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών. Στο άρθρο 1 παρ. 1 του νόμου αυτού ορίζεται ότι οι άδειες λειτουργίας των τηλεοπτικών σταθμών χορηγούνται για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και ότι οι τηλεοπτικοί σταθμοί υποχρεούνται να μεριμνούν για την ποιότητα του προγράμματος, ενώ στο άρθρο 3 του ίδιου νόμου περιλαμβάνονται ρυθμίσεις που περιέχουν αρχές δεοντολογίας των εκπομπών και διαφημίσεων, προκειμένου να διασφαλισθεί, μεταξύ άλλων, η προστασία της προσωπικότητος των ατόμων και του ιδιωτικού τους βίου. Ειδικότερα, στη διάταξη της παρ. 1 εδ. β΄ του ανωτέρω άρθρου ορίζεται ότι: «Οι κάθε είδους εκπομπές (συμπεριλαμβανομένων και των διαφημίσεων) που μεταδίδουν οι ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί πρέπει να σέβονται την προσωπικότητα, την επαγγελματική, κοινωνική, επιστημονική, καλλιτεχνική, πολιτική και άλλη συναφή δραστηριότητα κάθε προσώπου, η εικόνα του οποίου εμφανίζεται στην οθόνη ή το όνομα του οποίου ή επαρκή στοιχεία για τον προσδιορισμό του οποίου μεταδίδονται». Στη συνέχεια, με τη διάταξη της παρ. 15 του ως άνω άρθρου 3 του ν.2328/1995 προβλέπεται η κύρωση με προεδρικό διάταγμα κωδίκων δεοντολογίας που καταρτίζονται με απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης. Βάσει της εξουσιοδοτικής αυτής διατάξεως καταρτίσθηκε από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης ο Κώδικας Δεοντολογίας ειδησεογραφικών και άλλων δημοσιογραφικών και πολιτικών εκπομπών, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ/τος 77/2003 (Α΄75). Το προεδρικό αυτό διάταγμα στο μεν άρθρο 4 παρ.1 ορίζει ότι: “Δεν επιτρέπεται η παρουσίαση προσώπων με τρόπο ο οποίος, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, μπορεί να ενθαρρύνει τον εξευτελισμό, την κοινωνική απομόνωση ή τις δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος τους από μέρος του κοινού βάσει ιδίως του φύλου, της φυλής, της εθνικότητας, της γλώσσας, της θρησκείας, της ιδεολογίας, της ηλικίας, της ασθένειας ή αναπηρίας, του γενετήσιου προσανατολισμού ή του επαγγέλματος”, στο δε άρθρο 6 ορίζει ότι: “1. H ιδιωτική ζωή όλων, συμπεριλαμβανομένων και των δημοσίων προσώπων και των προσώπων της επικαιρότητας είναι σεβαστή και απαραβίαστη. 2. Δεν επιτρέπεται να καταγράφονται, να απεικονίζονται και να δημοσιοποιούνται ιδιωτικές στιγμές ή συνομιλίες πολιτών χωρίς την άδειά τους 3. Δεν επιτρέπεται η μετάδοση εικόνων οι οποίες έχουν ληφθεί χωρίς προειδοποίηση, με χρήση κάμερας ή μαγνητοφώνου για την καταγραφή απεικόνιση ή δημοσιοποίηση μαρτυρίας ή συνεντεύξεως ή των κινήσεων οποιουδήποτε προσώπου». Στη συνέχεια, το ανωτέρω προεδρικό διάταγμα στο άρθρο 8 παρ.1 ορίζει ότι: “Δεν επιτρέπεται να μεταδίδονται πληροφορίες χωρίς να έχουν ελεγχθεί. Η συλλογή στοιχείων και πληροφοριών πρέπει να γίνεται με θεμιτά μέσα. Ιδίως δεν επιτρέπεται η μετάδοση πληροφοριών που υποκλάπησαν με παράνομες παρακολουθήσεις τηλεφώνων, κρυφά μικρόφωνα ή κάμερες ή οποιοδήποτε άλλο συναφές μέσο». Το ίδιο ως άνω προεδρικό διάταγμα ορίζει στο μεν άρθρο 14 παρ 2 ότι: “Απαγορεύεται η δραματοποιημένη αναπαράσταση των γεγονότων κατά τη μετάδοση των δελτίων ειδήσεων ή άλλων ενημερωτικών εκπομπών”, στο δε άρθρο δεύτερο παρ. 2 ότι: «Κατά την εφαρμογή του Κώδικα που κυρώνεται με το παρόν διάταγμα ισχύει η απορρέουσα από το Σύνταγμα και γενόμενη δεκτή από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας αρχή της στάθμισης κατά περίπτωση του τυχόν διακυβευόμενου δημοσίου συμφέροντος». Περαιτέρω, στο άρθρο 8 παρ. 1 του π.δ/τος 100/2000 (Α΄98) ορίζεται ότι: “Οι τηλεοπτικοί φορείς οφείλουν να μη μεταδίδουν προγράμματα τα οποία ενδέχεται να βλάψουν σοβαρά τη σωματική, πνευματική ή ηθική ανάπτυξη των ανηλίκων.” Τέλος στη διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 του ανωτέρω ν. 2328/1995, όπως αντικαταστάθηκε με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 2644/1998 (Α΄233), ορίζεται ότι: «Σε περίπτωση παραβίασης: α) των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του διεθνούς δικαίου που διέπουν άμεσα ή έμμεσα τους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς και γενικότερα τη λειτουργία της ιδιωτικής τηλεόρασης, β) … γ) των κανόνων δεοντολογίας , όπως αυτοί προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3 του νόμου αυτού, το Ε.Σ.Ρ. αποφασίζει αυτεπαγγέλτως ή μετά από ερώτημα του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης ή καταγγελία παντός έχοντος έννομο συμφέρον, την επιβολή μίας ή περισσοτέρων από τις παρακάτω κυρώσεις : αα) … ββ) πρόστιμο από πέντε έως πεντακόσια εκατομμύρια (5.000.000 έως 500.000.000) δραχμές που εισπράττεται κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ γγ) … στστ) … Η επιλογή του είδους και η επιμέτρηση των διοικητικών κυρώσεων του άρθρου αυτού γίνεται ανάλογα με τη βαρύτητα της παραβίασης, την τηλεθέαση που συγκεντρώνει το πρόγραμμα στο πλαίσιο του οποίου τελέσθηκε η παραβίαση, το μερίδιο της αγοράς ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών υπηρεσιών που έχει τυχόν αποκτήσει η κάτοχος της άδειας, το ύψος της επένδυσης που έχει πραγματοποιηθεί ή σχεδιαστεί και την τυχόν έλλειψη υποτροπών…».
10. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης επέβαλε με την ήδη προσβαλλόμενη απόφαση του πρόστιμο ύψους 150.000 ευρώ σε βάρος της πρώτης εκ των αιτούντων για παράβαση των διατάξεων των άρθρων 9 παρ. 1 του Συντάγματος 3 παρ.1 περ. β΄ του ν. 2328/1995, 8 παρ. 1 του π.δ/τος 100/2000, 4 παρ.1, 6 παρ. 1, 9 παρ. 2 και 14 παρ. 2 του π.δ/τος 77/2003, ορίσθηκε δε ότι η κύρωση αυτή είναι εκτελεστή και κατά του δευτέρου εκ των αιτούντων. Ειδικότερα, η κύρωση αυτή επεβλήθη διότι, την 1-2-2005, κατά τη διάρκεια προβολής του κεντρικού δελτίου ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού “ALTER CHANNEL”, ο παρουσιαστής αναφέρθηκε σε «σκάνδαλο που συντάραξε την Εκκλησία όταν ο πρώην Μητροπολίτης Αττικής Νικόδημος είχε παρουσιάσει στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος μαγνητοταινία με προκλητικά ερωτικούς διαλόγους προ διετίας, μεταξύ του τότε Μητροπολίτου Αττικής και ενός 20χρόνου νεαρού». Επακολούθησε ηχητική και εικονική παράσταση ενός εκ των διαλόγων, στην οποία δεν ακούγονται οι φωνές των ως άνω δύο προσώπων, αλλά αναπαράγεται η συνομιλία αυτή με συμμετοχή δύο άλλων προσώπων στη θέση των προαναφερθέντων με ταυτόχρονη απεικόνιση ασαφούς εικόνος ενός κληρικού και ενός νεαρού ανδρός. Τέλος δε, μετεδόθη αυτούσιος ο διάλογος αυτός, ο οποίος, εστιαζόμενος στην επιθυμία του ανωτέρω Μητροπολίτη να συνάψει ερωτική σχέση με το νεαρό άνδρα, είχε αισχρό περιεχόμενο.
11. Επειδή, η προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 3 παρ. 15 του ν. 2328/1995, κατ’ εξουσιοδότηση της οποίας θεσπίσθηκαν με το π.δ. 77/2003 οι προβλεπόμενες στα άρθρα 4 παρ. 1, 6 παρ. 1, 9 παρ. 2 και 14 παρ. 2 αυτού ρυθμίσεις, οι οποίες απετέλεσαν, μεταξύ άλλων, το έρεισμα της επιβολής του ενδίκου προστίμου δεν αντίκειται στο άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος. Τούτο δε διότι η διάταξη αυτή είναι ειδική, εφόσον καθορίζονται με αυτήν, κατά συγκεκριμένο τρόπο, τα θέματα τα οποία είναι δυνατόν να ρυθμίσει ο κανονιστικός νομοθέτης (οι κανόνες δεοντολογίας των τηλεοπτικών εκπομπών) και ορισμένη, αφενός μεν διότι στον ίδιο το ν. 2328/1995 περιέχεται ήδη η ουσιαστική ρύθμιση των θεμάτων που ρυθμίζονται με τα άρθρα 6 και 8 του π.δ/τος 77/2003 (βλ. άρθρο 3 παρ. 1 περ. β’ του νόμου αυτού) αφετέρου δε διότι, ανεξαρτήτως του ότι για το συνταγματικό κύρος της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως δεν απαιτείται, οπωσδήποτε, να διαγράφει η ίδια ή με παραπομπή σε άλλη διάταξη νόμου τις βασικές αρχές στο πλαίσιο των οποίων οφείλει να κινηθεί η Διοίκηση κατά την κανονιστική ρύθμιση των ρυθμιζομένων θεμάτων, πάντως, εν προκειμένω, με τη διάταξη αυτή αλλά και το ν. 2328/1995 στο σύνολο του, παρέχονται οι γενικές κατευθύνσεις και αρχές για το περιεχόμενο των κανονιστικών ρυθμίσεων που θεσπίζονται προς εκπλήρωση των σκοπών του άρθρου 15 παρ. 2 του Συντάγματος για εξασφάλιση, πλήν άλλων, της προστασίας της προσωπικότητας των ατόμων και του ιδιωτικού τους βίου. Ενόψει τούτων, οι προβλεπόμενες στα ανωτέρω άρθρα ρυθμίσεις του π.δ/τος 77/2003 κείνται εντός των ορίων της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 3 παρ. 15 του ν. 2328/1995, ο δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
12. Επειδή, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη χωρίς την παράθεση των απόψεων των μελών που διαμόρφωσαν την πλειοψηφία ως προς τη διάπραξη ή μη της ενδίκου παραβάσεως και την επιβολή της προαναφερθείσης κυρώσεως, κατά παράβαση των οριζομένων στα άρθρα 5 παρ. 6 και 7 του ν. 2863/2000 και 17 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ποιά μέλη του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης έκριναν ότι η πρώτη εκ των αιτούντων υπέπεσε στην αποδοθείσα σε αυτή παράβαση της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας και ψήφισαν υπέρ της επιβολής του συγκεκριμένου ύψους προστίμου, δεν απητείτο δε, σύμφωνα με τις προναφερθείσες διατάξεις, ειδικότερη αιτιολογία της ψήφου τους και αναλυτική παράθεση των απόψεων τους.
13. Επειδή, η προβολή σε τηλεοπτική εκπομπή μαγνητοφωνημένης τηλεφωνικής συνδιάλεξης με αντικείμενο την ερωτική ζωή προσώπου τίνος και δή την επιλογή του γενετήσιου προσανατολισμού του συνιστά παραβίαση της ιδιωτικής ζωής, ο σεβασμός της οποίας κατοχυρώνεται από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του Συντάγματος (βλ. και άρθρο 8 παρ.1 της ΕΣΔΑ), και στην οποία εμπεριέχεται και το δικαίωμα του κάθε ατόμου να επιλέγει τον γενετήσιο προσανατολισμό του. Εξ’ άλλου, όπως προναφέρθηκε, η ελευθερία του πληροφορείν και του πληροφορείσθαι δεν περιλαμβάνει και την ελευθερία μεταδόσεως πληροφοριών που ανάγονται στις ερωτικές προτιμήσεις των προσώπων, πεδίο το οποίο περιλαμβάνεται στον πυρήνα της προστατευόμενης και απαραβίαστης από τον οποιονδήποτε τρίτο, σφαίρας της ιδιωτικής τους ζωής. Τούτο δε εν όψει και του ότι, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος, η λειτουργία των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους, ο οποίος σκοπεί, μεταξύ άλλων, στην εξασφάλιση ποιοτικής στάθμης των μεταδιδόμενων εκπομπών, προς την οποία είναι προδήλως ασυμβίβαστες εκπομπές με αντικείμενο τη μετάδοση πληροφοριών σχετικών με τον απαραβίαστο πυρήνα της ιδιωτικής ζωής των ανθρώπων και, ειδικότερα, των εκδηλώσεων της ερωτικής τους ζωής. Ζήτημα υποχωρήσεως της προστασίας της προσωπικότητος και της ιδιωτικής ζωής σε σχέση με την ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης του κοινού τίθεται μόνον στην περίπτωση που υφίσταται δικαιολογημένο δημόσιο συμφέρον το οποίο επιβάλλει τη δημοσιοποίηση των σχετικών πληροφοριών, εν όψει και της ρητώς προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου δευτέρου του π.δ/τος 77/2003 αρχής της σταθμίσεως, η οποία επιβάλλει την έρευνα από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης και τελικώς, από τον ακυρωτικό δικαστή περί του εάν το αντικείμενο της δημοσιογραφικής έρευνας αφορούσε θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος το οποίο απασχόλησε σοβαρώς το ευρύ κοινό, η δε μετάδοση των συγκεκριμένων πληροφοριών συνέβαλε σημαντικά στη σχετική δημόσια συζήτηση. Τούτο δε διότι η προστασία του ιδιωτικού βίου των προσώπων που κατέχουν δημόσιο αξίωμα, όπως είναι οι Μητροπολίτες, δεν μπορεί να κατοχυρώνεται σε απόλυτο βαθμό, όπως ισχύει για τους ιδιώτες, τα δε όρια της κριτικής και, αντίστοιχα, η ανοχή που πρέπει να επιδεικνύουν τα ανωτέρω πρόσωπα στην κριτική αυτή πρέπει να είναι μεγαλύτερη από αυτή που πρέπει να απαιτείται από τους απλούς πολίτες. Όμως, και στην τελευταία αυτή περίπτωση, η μετάδοση πληροφοριών σχετικά με δραστηριότητα σχετιζόμενη με την ερωτική ζωή και τις ερωτικές προτιμήσεις προσώπου κατέχοντος δημόσιο αξίωμα πρέπει να γίνεται με τρόπο λιτό (και όχι δραματοποιημένο), με την απλή μετάδοση της σχετικής ειδήσεως ή πληροφορίας, να αποβλέπει δε στην ενημέρωση του κοινού και όχι στο σκανδαλισμό της κοινής γνώμης και στον εξευτελισμό και διασυρμό της προσωπικότητος, καθώς και στην προσβολή της αξιοπρέπειας του ανωτέρω προσώπου, η προστασία της οποίας αποτελεί υποχρέωση της Πολιτείας που υλοποιείται με την επιβολή από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης των προβλεπομένων από το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 2328/1995 διοικητικών κυρώσεων.
14. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενη σκέψη, κατά τη διάρκεια του κεντρικού δελτίου ειδήσεων της 1-2-2005 του τηλεοπτικού σταθμού “ALTER CHANNEL”, μετεδόθη μαγνητοταινία με περιεχόμενο διάλογο αισχρού περιεχομένου που διημείφθη μεταξύ του τότε Μητροπολίτη Αττικής και ενός εικοσάχρονου νεαρού άνδρα και ο οποίος είχε ως αντικείμενο τις ερωτικές προτιμήσεις του ανωτέρω Μητροπολίτη και την επιθυμία του να συνάψει σεξουαλικές σχέσεις με το νεαρό άνδρα. Η αυτούσια παρουσίαση της ως άνω αισχράς συνομιλίας καθώς και ο δραματοποιημένος τρόπος μεταδόσεως της, όπως αυτός περιγράφεται σε προηγούμενη σκέψη (ηχητική αναπαραγωγή και οπτική απεικόνιση), υπερέβη προδήλως το αναγκαίο για την ενημέρωση της κοινής γνώμης μέτρο σε ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος όπως ενδεχομένως θα ήταν αφενός μεν η ανάδειξη της διαφθοράς που τυχόν επικρατεί στους κόλπους της Εκκλησίας, αφετέρου δε η αποκάλυψη του τρόπου με τον οποίο οι ανώτατοι κληρικοί εκμεταλλεύονται τα προνόμια που τους παρέχει η θέση τους προκειμένου να επιτύχουν την προαγωγή του ερωτικού τους βίου. Τούτο δε διότι η μετάδοση αυτούσιας της ως άνω αισχράς συνομιλίας δεν παρίστατο ως αναγκαία για την παρουσίαση της ειδήσεως περί της επιλογής του ανωτέρω Μητροπολίτη, ο ιδιωτικός βίος του οποίου, ως ερρέθη, δεν κατοχυρώνεται σε απόλυτο βαθμό, να ακολουθήσει τον συγκεκριμένο γενετήσιο προσανατολισμό, καθόσον προς τούτο θα αρκούσε η απλή μετάδοση της ως άνω πληροφορίας. Συνεπώς, η μετάδοση αυτή απέβλεπε πρωτίστως στον εξευτελισμό της προσωπικότητας του ανωτέρω Μητροπολίτη και στο σκανδαλισμό της κοινής γνώμης και, κατ’ ακολουθία, συνιστά αφενός μεν ευθεία προσβολή της αξιοπρέπειας του ατόμου της οποίας η προστασία αποτελεί σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας, αφετέρου δε παραβίαση της υποχρεώσεως σεβασμού της ιδιωτικής ζωής του ανωτέρω και ειδικότερα, της ερωτικής του ζωής στον πυρήνα της οποίας ουδείς επιτρέπεται να διεισδύσει, ενώ με τη μετάδοση αυτούσιου του ανωτέρω διαλόγου σε απογευματινή ώρα κατά τη διάρκεια του κεντρικού δελτίου ειδήσεων του σταθμού, υφίστατο σφοδρή πιθανότητα να προκληθεί σοβαρή βλάβη στην πνευματική και ηθική ανάπτυξη των ανηλίκων, οι οποίοι τυχόν θα παρακολουθούσαν την ένδικη εκπομπή. Επομένως, με σύννομη και επαρκή αιτιολογία το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης εδέχθη εν προκειμένω ότι η πρώτη εκ των αιτούντων υπέπεσε στις αποδοθείσες σε αυτή παραβάσεις της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας, οι δε λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, ενώ, περαιτέρω, δεν είναι αναγκαία για την επάρκεια της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως η ειδική απάντηση σε καθένα από τους ισχυρισμούς που προέβαλε η πρώτη εκ των αιτούντων με το από 25-2-2005 υπόμνημά της ενώπιον του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, εφόσον όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, οι ισχυρισμοί αυτοί ελήφθησαν υπόψη και εκτιμήθηκαν συνολικά από το Συμβούλιο αυτό. Περαιτέρω, ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι στην προκειμένη περίπτωση το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης δεν προέβη σε ορθή στάθμιση των εκατέρωθεν διακυβευομένων αγαθών, όπως επιβάλλεται από το άρθρο δεύτερο του π.δ. 77/2003, καθόσον ο επίμαχος διάλογος μετεδόθη προκειμένου να εξυπηρετηθεί υπέρτερο της προστασίας της ιδιωτικής ζωής δημόσιο συμφέρον, πρέπει σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, να απορριφθεί ως αβάσιμος, δοθέντος ότι με την κρινόμενη αίτηση δεν προβάλλεται κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο ότι η μετάδοση της προαναφερθείσης ειδήσεως ήταν απολύτως αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερής χωρίς την ταυτόχρονη μετάδοση του κατά τα ανωτέρω αισχρού διαλόγου.
15. Επειδή, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης εσφαλμένως ερείδεται επί της διατάξεως του άρθρου 3 παρ. 1 περ. β΄ του ν. 2328/1995, η εφαρμογή της οποίας προϋποθέτει την προηγούμενη παράλειψη επανόρθωσης η την πλημμελή επανόρθωση του θιγομένου από τηλεοπτική εκπομπή προσώπου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο δε διότι, όπως προεξετέθη, η ένδικη κύρωση επεβλήθη σε βάρος του ανωτέρω τηλεοπτικού σταθμού για παράβαση των κανόνων δεοντολογίας, όπως αυτοί διαγράφονται στο π.δ. 77/2003, και, συνεπώς, δεν απητείτο, κατά νόμο, ούτε η προηγούμενη σχετική καταγγελία του θιγόμενου προσώπου στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, ούτε η προηγούμενη άσκηση του δικαιώματος επανορθώσεως και η άρνηση ικανοποιήσεως αυτού.
16. Επειδή για τον προσδιορισμό του ύψους του ένδικου προστίμου συνεκτιμήθηκαν, κατά τα εκτιθέμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση, τα προβλεπόμενα από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 2328/1995 κριτήρια, ήτοι η βαρύτητα της παραβάσεως, το μερίδιο τηλεθέασης που συγκέντρωσε το πρόγραμμα, στο πλαίσιο του οποίου τελέσθηκε η επίμαχη παράβαση κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους 2003 (10,6%), το ύψος της διαφημιστικής δαπάνης του έτους 2003, ανερχόμενο στο ποσό των 61.354.439 ευρώ, το ύψος της επένδυσης που έχει πραγματοποιηθεί από το σταθμό, ανερχόμενο σε 7.965.450,40 ευρώ και το γεγονός ότι έχουν επιβληθεί στο σταθμό διάφορες, αναφερόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση, κυρώσεις για παραβάσεις της τηλεοπτικής δεοντολογίας. Με τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλόμενη απόφαση παρίσταται νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη ως προς την επιβληθείσα κύρωση του προστίμου, οι δε λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλεται το αντίθετο πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Ειδικότερα, εφόσον στην προσβαλλόμενη απόφαση μνημονεύονται και εξειδικεύονται τα κριτήρια του νόμου που ελήφθησαν υπόψη για την επιβολή της ενδίκου κυρώσεως, το γεγονός ότι στα πρακτικά που ετηρήθησαν κατά τη συνεδρίαση της 1-3-2005 δεν γίνεται μνεία των κριτηρίων για την επιλογή του είδους και την επιμέτρηση της κυρώσεως δεν καθιστά μη νόμιμη την προσβαλλόμενη απόφαση από της απόψεως αυτής, όπως αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση. Ούτε, βεβαίως, τίθεται ζήτημα αναντιστοιχίας του περιεχομένου των πρακτικών της εν λόγω συνεδριάσεως προς εκείνο της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά παράβαση του άρθρου 5 παρ. 7 του ν. 2863/2000, αφού, πάντως, από τα πρακτικά αυτά δεν προκύπτει ότι ελήφθησαν υπόψη άλλα κριτήρια για την επιβολή του ενδίκου προστίμου. Περαιτέρω, νομίμως ελήφθησαν υπόψη κατά την επιμέτρηση του ένδικου προστίμου τα έσοδα του τηλεοπτικού σταθμού από διαφήμιση, ως στοιχείο ενδεικτικό του μεριδίου που έχει αποκτήσει ο σταθμός αυτός στην αγορά των τηλεοπτικών υπηρεσιών, ο δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ενόψει δε της βαρύτητος της διαπραχθείσης εκ μέρους του ως άνω τηλεοπτικού σταθμού παραβάσεως των κανόνων της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας, η προσβαλλόμενη απόφαση παρίσταται νομίμως αιτιολογημένη και από την άποψη της επιμετρήσεως του επιβληθέντος προστίμου των 150.000 ευρώ. Για το λόγο δε αυτόν, είναι οπωσδήποτε απορριπτέος και ο ειδικότερος προβαλλόμενος ισχυρισμός ότι μη νομίμως ελήφθη για τον προσδιορισμό του ύψους του προστίμου το ποσοστό 10,6% του μεριδίου τηλεθέασης κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους 2003, μολονότι η ως άνω επίμαχη εκπομπή προεβλήθη σε μεταγενέστερο χρόνο (1-2-2005). Τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι με το λόγο αυτό δεν προβάλλεται ότι κατά τη διάρκεια του κρισίμου κατά την αιτούσα χρόνου η τηλεθέαση είχε μειωθεί, έτσι, ώστε, σε κάθε περίπτωση το σχετικό μερίδιο τηλεθέασης που συνεκτιμήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση να είναι μεγαλύτερο από το πραγματικό. Εξ άλλου, αβασίμως προβάλλεται ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρονται αορίστως προηγούμενες αποφάσεις του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης περί επιβολής στο σταθμό διαφόρων κυρώσεων, χωρίς να εξειδικεύεται εάν και ποιές από αυτές έχουν σχέση με την κρινόμενη περίπτωση, ώστε να δύναται να αιτιολογηθεί η τυχόν ύπαρξη υποτροπών. Τούτο δε διότι η ύπαρξη υποτροπών ως νομίμου κριτηρίου για την επιβολή του είδους της κυρώσεως και της επιμετρήσεως αυτής δεν συνδέεται με την τέλεση παραβάσεως όμοιας ή συναφούς με εκείνη για την οποία επιβάλλεται η κύρωση, αλλά αφορά στην εν γένει επιβολή σε βάρος του τηλεοπτικού σταθμού διαφόρων κυρώσεων για παράβαση των διατάξεων της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας. Περαιτέρω, κάθε περίπτωση παραβάσεως της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας εξετάζεται αυτοτελώς και, συνεπώς, είναι απορριπτέος ο ισχυρισμός ότι στην περίπτωση άλλων τηλεοπτικών σταθμών (ANTENNA και ALPHA) επεβλήθη μικρότερο ύψους πρόστιμο για την ίδια παράβαση. Τέλος, ενόψει της βαρύτητος της παραβάσεως, η οποία απεδόθη στο σταθμό της πρώτης εκ των αιτούντων, του είδους της επιβληθείσης κυρώσεως (πρόστιμο), αλλά και του ύψους αυτού, το οποίο απέχει πολύ από το ανώτατο όριο των πεντακοσίων εκατομμυρίων (500.000.000) δραχμών (ήδη 1.467.351 ευρώ) του προστίμου που μπορεί να επιβληθεί σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 του ν. 2328/1995 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 16 παρ.1 του 2644/1998) στους παραβάτες των διατάξεων περί ραδιοτηλεοπτικής δεοντολογίας, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάσθηκε η αρχή της αναλογικότητος, ο δε λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται το αντίθετο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
17. Επειδή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου και
Επιβάλλει στους αιτούντες τη δικαστική δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 17 Οκτωβρίου 2012 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 3ης Απριλίου 2013.
Ο Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος Η Γραμματέας του Δ΄ Τμήματος