Αριθμός 1346/2017
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Νοεμβρίου 2016, με την εξής σύνθεση: Ν. Μαρκουλάκης, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Δ. Κυριλλόπουλος, Ηλ. Μάζος, Σύμβουλοι, Χρ. Σιταρά, Μ. Αθανασοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ν. Αθανασίου.
Για να δικάσει την από 12 Νοεμβρίου 2012 αίτηση:
της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΙΣ ΑΝΑΨΥΚΤΗΡΙΩΝ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΩΝ ΜΟΥΡΙΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ Α.Ε.”, που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Τσάμη Καρατάση αρ. 2), η οποία παρέστη με το δικηγόρο Σωτήριο Μπρέγιαννο (Α.Μ. 8917), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και ήδη Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, ο οποίος παρέστη με τον Νικόλαο Αμιραλή, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ακυρωθούν οι υπ’ αριθ. : α) Α4-442/30.8.2012 και β) Α2-3391/2.7.2009 αποφάσεις του Υφυπουργού Ανάπτυξης καθώς και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Δ. Κυριλλόπουλου.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθ. 1288532, 3500664/2012 ειδικά έντυπα παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή η αιτούσα, φερόμενη ως μισθώτρια του αναψυκτηρίου-κυλικείου που ευρίσκεται στη δυτική κλιτύ του αρχαιολογικού χώρου της Ακροπόλεως των Αθηνών, κατόπιν συμβάσεως που συνήψε με την εταιρεία με την επωνυμία «Οργανισμός Προβολής Ελληνικού Πολιτισμού ΑΕ», ζητεί την ακύρωση α) της υπ’ αριθ. Α2-3391/13.7.2009 αποφάσεως του Υφυπουργού Ανάπτυξης με τον τίτλο «Τροποποίηση και νέα κωδικοποίηση Αγορανομικών Διατάξεων, εκδοθεισών μέχρι και την 14 Μαΐου 2009» (Αγορανομική Διάταξη αριθμ. 7 – ΦΕΚ Β΄ 1388) κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 6 και 66 αυτής και β) της υπ’ αριθ. Α4-442/4.9.2012 αποφάσεως του Υφυπουργού Ανάπτυξης με τον τίτλο «Τροποποίηση των παρ. 1 και 2 του άρθρου 66 της Αγορανομικής Διάταξης 7/2009 (Β΄ 2432).
3. Επειδή, στο άρθρο 32 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8) ορίζεται ότι : «1. … 2. Καταργείται … η δίκη αν μετά την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως και έως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης η προσβαλλόμενη πράξη έπαυσε για οποιονδήποτε λόγο να ισχύει, εκτός αν ο αιτών επικαλείται ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης. 3. Αν η κατά την προηγούμενη παράγραφο παύση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξεως οφείλεται στο ότι αυτή ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος και μετά τη λήξη της εκδόθηκε νεότερη πράξη ομοίου περιεχομένου ή στο ότι αυτή τροποποιήθηκε ή αντικαταστάθηκε με πράξη η οποία εξακολουθεί να είναι δυσμενής για τον αιτούντα, η δίκη δεν καταργείται αν ο αιτών προβάλει με δικόγραφο κατατιθέμενο έξι (6) πλήρεις ημέρες πριν από την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, σχετικό ισχυρισμό και ζητήσει τη συνέχιση της δίκης. Με το δικόγραφο αυτό, ο αιτών μπορεί να προβάλει και νέους λόγους ακυρώσεως, στρεφόμενους κατά της νέας πράξεως. Μπορεί επίσης με το ίδιο δικόγραφο να παραιτείται από την προσβολή πράξεων ή από λόγους ακυρώσεως που δεν έχουν αντικείμενο. Με αίτημα του διαδίκου, που υποβάλλεται και προφορικώς στο ακροατήριο, η συζήτηση αναβάλλεται για σύντομο χρονικό διάστημα προκειμένου να κατατεθεί και να κοινοποιηθεί στον αντίδικο το δικόγραφο αυτό, μέσα στην ίδια προθεσμία πριν από τη νέα δικάσιμο».
4. Επειδή, με την υπ’ αριθ. Α2-3391/13.7.2009 απόφαση του Υφυπουργού Ανάπτυξης (Αγορανομική Διάταξη Αριθμ. 7), που αναφέρθηκε στη σκέψη 2, η οποία εκδόθηκε, μεταξύ άλλων, και κατ’ επίκληση του ν.δ/τος 136/1946 «Περί Αγορανομικού Κώδικος», όπως ισχύει, και η οποία προσβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση, κωδικοποιήθηκαν όλες οι ισχύουσες μέχρι και την 14.5.2009 αγορανομικές διατάξεις (άρθρο πρώτο). Στο άρθρο 1 της ανωτέρω υπουργικής αποφάσεως ορίσθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα : «1. Κατατάσσουμε τα παρακάτω αντικείμενα, είδη βιοτικών αναγκών και παροχές υπηρεσιών, σε ελεγχόμενα για υπερβολικό κέρδος και σε διατιμημένα ή ελεγχόμενου κέρδους. 2. … 6. Κατατάσσονται στην αγορανομική κατηγορία των διατιμημένων ή ελεγχομένου κέρδους ειδών, τα διαλαμβανόμενα στον παρατιθέμενο ΠΙΝΑΚΑ 1 είδη, που διατίθενται ή παρέχονται από επιχειρήσεις (κυλικεία, αναψυκτήρια, μπαρ, καφέ μπαρ, εστιατόρια και άλλα καταστήματα) και λοιπούς πωλητές, που δραστηριοποιούνται εντός των χώρων-σημείων, όπως διαλαμβάνονται στον παρατιθέμενο ΠΙΝΑΚΑ 2». Στον ΠΙΝΑΚΑ 1 του άρθρου αυτού προσδιορίζονται τα είδη στα οποία αναφέρεται η ανωτέρω παρ. 6 (εμφιαλωμένο νερό, καφές, τοστ, τσάϊ), ενώ στον ΠΙΝΑΚΑ 2 προσδιορίζονται οι χώροι στους οποίους αναφέρεται η ίδια ως άνω παρ. 6, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται «η ζώνη δικαιοδοσίας αρχαιολογικών χώρων, ανεξαρτήτως αν στους χώρους αυτούς λειτουργεί ή όχι μουσείο αρχαιοτήτων» (περ. γ΄). Με τη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 1 της ως άνω υπουργικής αποφάσεως, καθορίσθηκαν οι ανώτατες τιμές πώλησης των προαναφερθέντων ειδών που προσφέρονται από επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται, μεταξύ άλλων, και εντός αρχαιολογικών χώρων, ανεξαρτήτως αν σε αυτούς λειτουργεί ή όχι μουσείο αρχαιοτήτων. Στη συνέχεια, με την υπ’ αριθ. Α4-442/4.9.2012 απόφαση του Υφυπουργού Ανάπτυξης, η οποία επίσης προσβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, καταργήθηκε η ανωτέρω διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 66 της υπ’ αριθ. 7 Αγορανομικής Διάταξης και ορίσθηκαν νέες ανώτατες τιμές πώλησης των ως άνω ειδών. Ακολούθως, στη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 4177/2013 (Α΄ 173) ορίσθηκε ότι : «Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, κατόπιν γνώμης της Επιτροπής Ανταγωνισμού και εφόσον αυτό επιβάλλεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος μπορεί να καθορίζονται για συγκεκριμένες περιπτώσεις ανώτατες τιμές πώλησης προϊόντων σε επίπεδο χονδρικής ή λιανικής και παροχής υπηρεσιών, όταν εξ αντικειμένου δεν είναι εφικτό να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός», ενώ στη διάταξη του άρθρου 48 παρ. 1 του ανωτέρω νόμου ορίζεται ότι : «Έως την έκδοση των υπουργικών αποφάσεων των παραγράφων … 3 του άρθρου 24 του παρόντος νόμου, εξακολουθούν να ισχύουν η ΑΔ 7/2009 (Β΄ 1388) …». Κατ’ επίκληση της προαναφερθείσης εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 4177/1993 εκδόθηκε η υπ’ αριθ. Α2-861/22.8.2013 απόφαση του Υφυπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας με τον τίτλο «Κανόνες Διακίνησης και Εμπορίας Προϊόντων και Παροχής Υπηρεσιών (ΔΙ.Ε.Π.Π.Υ.)» (Β΄ 2044), στο άρθρο 137 της οποίας ορίσθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα : «1. Για λόγους δημοσίου συμφέροντος καθορίζονται ανώτατες τιμές πώλησης για τα συγκεκριμένα προϊόντα, τα οποία αναφέρονται στον Πίνακα 1, καθώς και τα συγκεκριμένα σημεία πώλησης των προϊόντων αυτών (κυλικεία, αναψυκτήρια, μπαρ, καφέ μπαρ, εστιατόρια και άλλα καταστήματα) και λοιποί πωλητές, που δραστηριο-ποιούνται εντός των συγκεκριμένων χώρων-σημείων, που κατατάσσονται στον Πίνακα 2, δεδομένου ότι, στα σημεία αυτά, εξ αντικειμένου δεν είναι εφικτό να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός». Στον πίνακα 1 του άρθρου αυτού προσδιορίζονται τα είδη στα οποία αναφέρεται η παρ. 1 (εμφιαλωμένο νερό, καφές, τοστ, τσάϊ), ενώ στον πίνακα 2 προσδιορίζονται οι χώροι στους οποίους αναφέρεται η ίδια παρ. 1, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται «η ζώνη δικαιοδοσίας αρχαιολογικών χώρων, ανεξαρτήτως αν στους χώρους αυτούς λειτουργεί ή όχι μουσείο αρχαιοτήτων», με τη δε παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου καθορίσθηκαν οι ανώτατες τιμές πώλησης των προαναφερθέντων ειδών που προσφέρονται από επιχειρήσεις δραστηριοποιούμενες στους χώρους αυτούς. Περαιτέ-ρω, με τη διάταξη του άρθρου 140 παρ. 1 της ανωτέρω υπουργικής αποφάσεως καταργήθηκαν όλα τα άρθρα της προαναφερθείσης υπ’ αριθ. 7/2009 Αγορανομικής Διατάξεως, εξαιρουμένων των άρθρων 116 και 170 αυτής. Η τελευταία αυτή υπουργική απόφαση καταργήθηκε με το άρθρο 144 παρ. 2 της υπ’ αριθ. Α2-718/31.7.2014 αποφάσεως του Υφυπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας «Κωδικοποίηση Κανόνων Διακίνησης και Εμπορίας Προϊόντων και Παροχής Υπηρεσιών» (Β΄ 2090), η οποία εκδόθηκε κατ’ επίκληση της προαναφερθείσης εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 4177/2013. Με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 137 της υπουργικής αυτής αποφάσεως επανελήφθη η ρύθμιση της παρ. 1 του άρθρου 137 της υπ’ αριθ. Α2-861/22.8.2013 αποφάσεως του Υφυπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, ενώ με τη διάταξη της παρ. 2 αυτής καθορίσθηκαν νέες ανώτατες τιμές πώλησης των ίδιων ως άνω ειδών που προσφέρονται από επιχειρήσεις δραστηριοποιούμενες, μεταξύ άλλων, σε αρχαιολογικούς χώρους, ανεξαρτήτως αν σε αυτούς λειτουργεί ή όχι μουσείο αρχαιοτήτων, ορίσθηκε δε ότι, για τον καθορισμό των τιμών αυτών, ελήφθησαν υπόψη, μετά από έρευνα, τα κόστη κτήσης των εν λόγω ειδών, τα λειτουργικά έξοδα των επιχειρήσεων, καθώς και η επίτευξη ενός ικανοποιητικού καθαρού κέρδους από αυτές. Τέλος, με την υπ’ αριθ. 70776/7.7.2016 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού καθορίσθηκαν νέες ανώτατες τιμές πώλησης για τα ως άνω είδη (με τον συνυπολογισμό ΦΠΑ επί των σχετικών τιμών), μετά την κατάργηση με την ίδια απόφαση της προγενέστερης υπ’ αριθ. 78649/28.7.2015 απόφασης του ίδιου ως άνω Υπουργού, με την οποία είχε ρυθμισθεί το εν λόγω ζήτημα (καθορισμός των ανώτατων τιμών πωλήσεως με τον συνυπολογισμό ΦΠΑ επ’ αυτών).
5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου (3.3.2015) οι προσβαλλόμενες με την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως αποφάσεις του Υφυπουργού Ανάπτυξης είχαν παύσει να ισχύουν. Η αιτούσα με αίτημα που υπέβαλε προφορικώς στο ακροατήριο ισχυρίσθηκε ότι, μετά τη λήξη της ισχύος των ανωτέρω αποφάσεων, έχουν εκδοθεί πράξεις ομοίου περιεχομένου, για το λόγο δε αυτόν ζήτησε την αναβολή της συζήτησης, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 32 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, όπως αυτή προσετέθη με το άρθρο 31 του ν. 3772/2009 (Α΄ 112). Το αίτημα αυτό έγινε δεκτό από το Δικαστήριο (βλ. το υπ’ αριθ. 74/2015 πρακτικό συνεδρίασης του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας) και η υπόθεση ανεβλήθη για τη δικάσιμο της 9.6.2015, έκτοτε δε, μετά από διαδοχικές αναβολές, για τη δικάσιμο αυτή (8.11.2016). Με δικόγραφο που κατέθεσε η αιτούσα την 24.10.2016 ζήτησε τη συνέχιση της δίκης για το λόγο ότι μετά τη λήξη της ισχύος των προσβαλλομένων αποφάσεων εκδόθηκε η υπ’ αριθ. Α2-718/31.17.2014 απόφαση του Υφυπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστι-κότητας, όπως ισχύει μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 70776/7.7.2016 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, με την οποία καθορίσθηκαν νέες ανώτατες τιμές πώλησης των ειδών που προσφέρονται από τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται εντός αρχαιολογικών χώρων. Εν όψει τούτου, εφ’ όσον δηλαδή έχει εκδοθεί απόφαση ομοίου, κατά τα ουσιώδη στοιχεία, περιεχομένου με τις αρχικώς προσβληθείσες, η δίκη πρέπει να συνεχισθεί, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 32 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, η νεότερη δε αυτή απόφαση (υπ’ αριθ. Α2-718/31.7.2014, όπως ισχύει μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 70776/7.7.2016), είναι πλέον η απόφαση κατά της οποίας στρέφονται οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως.
6. Επειδή, από το προσκομιζόμενο καταστατικό της αιτούσας εταιρείας προκύπτει ότι μεταξύ των σκοπών αυτής περιλαμβάνεται και η εκμετάλλευση αναψυκτηρίων και εστιατορίων, η ίδια δε είναι μισθώτρια του ευρισκομένου στη δυτική κλιτή του αρχαιολογικού χώρου της Ακροπόλεως Αθηνών αναψυκτηρίου-κυλικείου για χρονική περίοδο πέντε (5) ετών, δυνάμει συμβάσεως μισθώσεως που συνήψε με την εταιρεία με την επωνυμία «Οργανισμός Προβολής Ελληνικού Πολιτισμού ΑΕ». Εν όψει τούτου, και δοθέντος ότι η εισαγόμενη με την προσβαλλόμενη απόφαση κανονιστική ρύθμιση αφορά τους όρους διαθέσεως στο καταναλωτικό κοινό ορισμένων τροφίμων και ποτών από επιχειρήσεις εστίασης που λειτουργούν εντός αρχαιολογικών χώρων, η αιτούσα με έννομο συμφέρον ασκεί την κρινόμενη αίτηση. Και ναι μεν η προαναφερθείσα μίσθωση έληξε την 27.4.2014, όπως δε προκύπτει από το υπ’ αριθ. ΔΙΟΙΚ/Β/13749/26.9.2016 έγγραφο του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, το αίτημα της αιτούσας για παράταση της ανωτέρω μισθώσεως απερρίφθη με την υπ’ αριθ. 10/14.4.2014 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Ταμείο Αρχαιολο-γικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων», το οποίο έχει υπεισέλθει στη θέση της εταιρείας με την επωνυμία «Οργανισμός Προβολής Ελληνικού Πολιτισμού ΑΕ», πλην το εν λόγω γεγονός δεν αποστερεί την αιτούσα από το έννομο συμφέρον ασκήσεως της κρινομένης αιτήσεως ακυρώσεως. Τούτο δε διότι αυτή έχει ασκήσει την από 20.6.2014 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με αίτημα την αναγνώριση της ακυρότητος της ανωτέρω υπ’ αριθ. 10/14.4.2014 αποφάσεως του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων και την παράταση της προαναφερθείσης μισθώσεως για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών (ήτοι για το χρονικό διάστημα από 29.4.2014 έως 28.4.2017), από δε τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως δεν προκύπτει ότι έχει εκδοθεί σε βάρος της αιτούσας πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής από τον κατά τα ανωτέρω χώρο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 9 περ. β΄ του ν. 2557/1997.
7. Επειδή, η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 4177/2013, που αναφέρθηκε στη σκέψη 4, επιτρέπει τον καθορισμό, με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, εκδιδόμενη κατόπιν γνώμης της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ανώτατων τιμών πώλησης προϊόντων εστίασης και ροφημάτων σε σημεία στα οποία εξ αντικειμένου δεν είναι δυνατό να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός, ήτοι σε σημεία στα οποία οι καταναλωτές των εν λόγω προϊόντων δεν έχουν εναλλακτική πηγή προμήθειας αυτών, λόγω του ότι οι επιχειρήσεις που δραστηριο-ποιούνται στα σημεία αυτά αποτελούν τον μοναδικό πωλητή των ανωτέρω προϊόντων. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται, για λόγους προστασίας του καταναλωτικού κοινού, ρυθμιστική επέμβαση του Κράτους, η οποία αποβλέπει, δια του καθορισμού ανώτατων τιμών πώλησης των ευρείας κατανάλωσης προϊόντων εστίασης και ροφημάτων στους προανα-φερθέντες χώρους, στην αποτροπή υπέρμετρης επιβάρυνσης των καταναλωτών.
8. Επειδή, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 4, με την ήδη προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 4177/2013, καθορίσθηκαν, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, ανώτατες τιμές πώλησης των ανωτέρω ειδών που προσφέρονται από επιχειρήσεις δραστηριοποιούμενες εντός χώρων στους οποίους εξ αντικειμένου δεν είναι εφικτό να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός, στους οποίους συγκαταλέγονται και οι αρχαιολογικοί χώροι, ανεξαρτήτως αν σε αυτούς λειτουργεί ή όχι μουσείο αρχαιοτήτων. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε αφού ελήφθη υπόψη η υπ’ αριθ. 6912/21.9.2012 γνωμοδότηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, στην οποία αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα : «Η παρέμβαση του κράτους στις τιμές πώλησης των καταναλωτικών προϊόντων, μέσω του καθορισμού ανώτατης τιμής πώλησης, όταν η τιμή ισορροπίας στην αγορά του συγκεκριμένου προϊόντος κρίνεται ότι βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, αποσκοπεί στην προστασία του κατανα-λωτή. Θα πρέπει, ωστόσο, να γίνεται σε εξαιρετικές περιεπτώσεις, όπως σε περιπτώσεις όπου είναι αντικειμενικά ανέφικτο να λειτουργήσει ο υγιής ανταγωνισμός (π.χ. καντίνες και κυλικεία πλοίων, σχολείων, σταθμών λεωφορείων, αρχαιολογικοί και αθλητικοί χώροι κ.τ.λ.) και συντρέχουν υπέρτεροι λόγοι δημοσίου συμφέροντος».
9. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι μη νόμιμη, διότι δεν προηγήθηκε της εκδόσεως αυτής, η έκδοση υπουργικής απόφασης με την οποία να καθορίζονται τα κριτήρια, οι προϋποθέσεις και οι λοιποί όροι που θα διέπουν τη μετάταξη των ένδικων ειδών στην κατηγορία των «ελεγχόμενων». Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 4177/2013, κατ’ επίκληση της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν προβλέπει την προηγούμενη έκδοση υπουργικής απόφασης με το περιεχόμενο που επικαλείται η αιτούσα.
10. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, με τις οποίες προστατεύεται η ελευθερία της οικονομικής δραστηριότητος, για το λόγο ότι με αυτήν θεσπίζονται ανώτατες τιμές πώλησης των προαναφερθέντων ειδών σε όλα τα κυλικεία και αναψυκτήρια που δραστηριοποιούνται σε ζώνη δικαιοδοσίας αρχαιολογικών χώρων, «χωρίς να εξαιρούνται τα κυλικεία-αναψυκτήρια, που δραστηριοποιούνται μεν σε ζώνη δικαιοδοσίας αρχαιολογικών χώρων, αλλά εγγύς αυτών λειτουργούν δεκάδες όμοιες επιχειρήσεις, οι οποίες επιτρέπουν την ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού και διασφαλίζουν τα συμφέροντα των καταναλωτών, όπως λ.χ. το κυλικείο-αναψυκτήριο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών ή το κυλικείο-αναψυκτήριο της Ακρόπολης Αθηνών ή τα κυλικεία-αναψυκτήρια άλλων αρχαιολογικών χώρων, πέριξ των οποίων λειτουργούν δεκάδες κυλικεία-αναψυκτήρια». Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι τα κυλικεία που τυχόν λειτουργούν εντός των ευρισκομένων στους αρχαιολογικούς χώρους μουσείων (όπως το κυλικείο που λειτουργεί εντός του μουσείου της Ακρόπολης), και στα οποία η πρόσβαση συνδέεται με την επίσκεψη στο μουσείο, δεν δύνανται να ληφθούν υπόψη για την κρίση περί αναπτύξεως ή όχι υγιούς ανταγωνισμού στους ελεύθερους αρχαιολογικούς χώρους. Περαιτέρω, η αιτούσα αορίστως ισχυρίζεται ότι πέριξ του αρχαιολογικού χώρου της Ακρόπολης λειτουργούν δεκάδες, όμοιες με τη δική της, επιχειρήσεις, λαμβανομένου υπόψη ότι, όπως αναφέρεται στο υπ’ αριθ. 73655/9.7.2015 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού προς το Συμβούλιο της Επικρατείας, στον αρχαιολογικό χώρο της Ακρόπολης το πλησιέστερο κυλικείο σε σχέση με το κυλικείο της αιτούσας απέχει «πλέον του ενός χιλιομέτρου». Τέλος, ο ανωτέρω ισχυρισμός, κατά το μέρος που με αυτόν προσάπτεται πλημμέλεια στην προσβαλλόμενη απόφαση για το λόγο ότι δεν εξαιρούνται τα κυλικεία που λειτουργούν μεν σε αρχαιολογικούς χώρους, αλλά εγγύς αυτών λειτουργούν πολλές όμοιες επιχειρήσεις, πέραν της αοριστίας του, είναι απορριπτέος ως προβαλλόμενος άνευ εννόμου συμφέροντος εκ μέρους της αιτούσας.
11. Επειδή, οι προαναφερθείσες ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης απόφασης δεν παραβιάζουν τη συνταγματική προστασία της ελευθερίας της οικονομικής δράσης που προστατεύεται από τα άρθρα 5 και 106 του Συντάγματος, διότι η προστασία αυτή δεν αποκλείει στον κοινό νομοθέτη ή, κατ’ εξουσιοδότηση αυτού, στη Διοίκηση να θεσπίζει περιορισμούς της ελευθερίας αυτής για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Ειδικότερα, ο καθορισμός ανώτατων τιμών πώλησης προϊόντων εστίασης στους προαναφερθέντες χώρους, εφόσον εντός ή εγγύς αυτών δεν λειτουργούν ομοειδείς επιχειρήσεις, συνιστά θεμιτό, κατ’ αρχήν, περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητος των ανωτέρω επιχειρήσεων, οι οποίες απολαύουν του προνομίου να πωλούν τα ως άνω είδη στους εν λόγω χώρους, κατ’ αποκλεισμό παντός άλλου, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εμποδίζεται ουσιωδώς η οικονομική λειτουργία τους. Περαιτέρω, λαμβανομένου υπόψη αφενός μεν ότι οι κανονιστικές πράξεις της Διοικήσεως που εκδίδονται βάσει ειδικής εξουσιοδότησης νόμου δεν χρήζουν, κατ’ αρχήν, ως εκ της φύσεως αυτών, αιτιολογίας,αλλά ελέγχονται μόνον από της άποψης της τήρησης των προϋποθέσεων που τάσσονται από την εξουσιοδοτική διάταξη για την έκδοσή τους και της τυχόν υπέρβασης των ορίων της εξουσιοδότησης, αφετέρου δε ότι στη διάταξη του άρθρου 137 παρ. 2 της προσβαλλόμενης απόφασης υπάρχει μία γενική, έστω, αναφορά ότι για τον καθορισμό των ανώτατων τιμών πώλησης των ενδίκων ειδών ελήφθησαν υπόψη, μετά από έρευνα, τα κόστη κτήσης των ειδών αυτών, τα λειτουργικά έξοδα των επιχειρήσεων που διαθέτουν τα εν λόγω είδη, καθώς και η επίτευξη ενός ικανοποιητικού καθαρού κέρδους από αυτές, η αιτούσα φέρει το βάρος να αποδείξει με συγκεκριμένα στοιχεία ότι οι καθορισθείσες ανώτατες τιμές πώλησης των προαναφερθέντων ειδών είναι κατώτερες του αντίστοιχου κόστους παραγωγής και διάθεσης των ειδών αυτών ή ότι δεν περιλαμβάνεται σε αυτές και ένα εύλογο ποσοστό κέρδους, ορθολογικά οργανωμένης οικονομικής μονάδας, το οποίο διαμορφώνεται υπό συγκεκριμένες κατά τόπο και χρόνο οικονομικές και τεχνικές συνθήκες, την ύπαρξη των οποίων οφείλει, όχι μόνο να επικαλεσθεί, αλλά και να αποδείξει. Εν όψει τούτων, αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αιτιολογείται νομίμως, καθόσον ούτε στο σώμα αυτής ούτε στις προπαρασκευαστικές πράξεις αναφέρονται τα ως άνω στοιχεία.
12. Επειδή, περαιτέρω, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις προαναφερθείσες συνταγμα-τικές διατάξεις, με τις οποίες προστατεύεται η ελευθερία της οικονομικής δραστηριότητος. Τούτο δε διότι οι καθοριζόμενες ανώτατες τιμές πώλησης των αναφερόμενων σε αυτήν ειδών είναι κατώτερες του κόστους παραγωγής τους, όπως αυτό διαμορφώνεται από τις κρατούσες οικονομικοτεχνικές συνθήκες της αγοράς και λειτουργίας της επιχείρησής της, «προεχόντως δε από το κόστος κτήσης και παρασκευής κάθε είδους και από την αναλογία του λειτουργικού κόστους της επιχείρησης (μισθωμάτων, αμοιβών προσωπικού, ασφαλιστικών εισφορών προσω-πικού, λειτουργικών δαπανών των κυλικείων κ.λ.π.), σε κάθε δε περίπτωση δεν προκύπτει εύλογο περιθώριο κέρδους». Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στην προηγούμενη σκέψη. Τούτο δε διότι τόσο στο δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως ακυρώσεως, όσο και στο δικόγραφο της αιτήσεως για τη συνέχιση της δίκης, σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, η αιτούσα αναφέρει μεν την τιμή που κατά την άποψή της, ανέρχεται το κόστος κτήσης και παρασκευής καθενός από τα είδη που διαθέτει, πλην, όμως, δεν επικαλείται, ούτε προσκομίζει συγκεκριμένα στοιχεία (π.χ. τιμολόγια) από τα οποία να αποδεικνύονται οι εν λόγω τιμές, ενώ, εξ άλλου, δεν αναφέρει κατά τρόπο ειδικό, τις λειτουργικές δαπάνες της επιχείρησής της, ώστε να τεκμηριωθεί ο ισχυρισμός της ότι η άσκηση της οικονομικής δραστηριότητος της επιχείρησής της στο συγκεκριμένο χώρο, όπου, κατά τα γενόμενα δεκτά στη σκέψη 10, δεν λειτουργεί ο ελεύθερος ανταγωνισμός, και, συνεπώς, υφίσταται η δυνατότητα ευχερέστερης επίτευξης κέρδους, αποβαίνει γι’ αυτήν ζημιογόνος ή, πάντως, δεν αποφέρει ικανοποιητικό κέρδος.
13. Επειδή, με το άρθρο πρώτο του ν. 3671/2008 (Α΄ 129) κυρώθηκε από την Ελλάδα η Συνθήκη της Λισσαβώνας, που είχε υπογραφεί στις 13.12.2007 και ισχύει από την 1.12.2009, οπότε κυρώθηκε από όλα τα συμβληθέντα Κράτη. Με τη Συνθήκη αυτή τροποποιήθηκαν η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ορισμένες συναφείς διατάξεις. Με το άρθρο 1 (σημείο 8) της εν λόγω Συνθήκης αντικαταστάθηκε το άρθρο 6 παρ. 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και ορίσθηκε ότι: «Η Ένωση αναγνωρίζει τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που περιέχονται στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Δεκεμβρίου 2000, όπως προσαρμόσθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2007, στο Στρασβούργο, ο οποίος έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες. Οι διατάξεις του Χάρτη δεν συνεπάγονται καμία επέκταση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, όπως αυτές ορίζονται στις Συνθήκες …». Στο άρθρο 15 παρ. 1 του εν λόγω Χάρτη ορίζεται ότι : «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να εργάζεται και να ασκεί το επάγγελμα, το οποίο επιλέγει ή αποδέχεται ελεύθερα», ενώ στο άρθρο 16 αυτού ορίζεται ότι : «Η επιχειρηματική ελευθερία αναγνωρίζεται σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές». Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 51 του ίδιου ως άνω Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι διατάξεις του διέπουν τις δράσεις των κρατών-μελών μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης (βλ. ΣτΕ 1286/2012 Ολομ., 2004/2012, 2764/2013). Συνεπώς, οι προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 15 παρ. 1 και 16 του Χάρτη δεν έχουν εφαρμογή εν προκειμένω, διότι με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν θεσπίζεται ρύθμιση σε εφαρμογή διατάξεως του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατ’ ακολουθίαν, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι οι επίμαχες διατάξεις της προσβαλλόμενης απόφασης είναι αντίθετες προς τα άρθρα 15 παρ. 1 και 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανεξάρτητα από την αοριστία του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
14. Επειδή, συνεπώς, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση το παραβόλου και
Επιβάλλει στην αιτούσα τη δικαστική δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Νοεμβρίου 2016
Ο Προεδρεύων ΑντιπρόεδροςΟ Γραμματέας
Ν. Μαρκουλάκης Ν. Αθανασίου
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 16ης Μαΐου 2017.
Η Προεδρεύουσα ΣύμβουλοςΗ Γραμματέας
Αικ. Χριστοφορίδου Μ. Τσαπαρδώνη
./.