ΣτΕ 147/2011 Τμ. Γ΄ επταμ.
Πρόεδρος: Γ. Σταυρόπουλος, Αντιπρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Γ. Ποταμιάς, Σύμβουλος Επικρατείας
Δικηγόροι: Ι. Καραχοντζίτης, Χρ. Νικολουτσόπουλος,
Νικ. Δημητρακόπουλος, Πάρεδρος ΝΣΚ
Το συμφέρον του τρίτου που βλάπτεται από ακυρωτική απόφαση, το οποίο τον νομιμοποιεί να ασκήσει τριτανακοπή, πρέπει να τελεί σε άμεσο νομικό σύνδεσμο με την έννομη διοικητική σχέση που ρυθμίστηκε με την απόφαση αυτή. Δηλαδή, ο ανακόπτων πρέπει να υφίσταται και να επικαλείται βλάβη, η οποία τελεί σε άμεση αιτιώδη νομική σχέση με την ανακοπτόμενη απόφαση και η επέλευση της οποίας είναι βεβαία, αν δεν ανατραπεί η ακυρωτική απόφαση και όχι απλώς ενδεχόμενη, όπως συμβαίνει όταν η βλάβη δεν επέρχεται αμέσως από την ακυρωτική απόφαση αλλά θα επέλθει, ενδεχομένως, από τη νέα διοικητική πράξη, η οποία θα εκδοθεί
σε συμμόρφωση προς την απόφαση αυτή σύμφωνα με το άρθρο 50 παρ. 4 του ΠΔ 18/1989 . Η νομιμοποίηση για την άσκηση τριτανακοπής από την άποψη εννόμου συμφέροντος συνάπτεται στενά με το δικαίωμα για παρέμβαση, υπό την έννοια ότι κατά ακυρωτικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας δικαιούται να ασκήσει τριτανακοπή ο τρίτος, ο οποίος εδικαιούτο να παρέμβει στην ακυρωτική δίκη. Για το παραδεκτό της παρέμβασης ή της τριτανακοπής το έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει όχι μόνον κατά τον χρόνο άσκησης της παρέμβασης ή της τριτανακοπής και της συζήτησής τους στο ακροατήριο αλλά και κατά τον χρόνο έκδοσης της διοικητικής πράξης που έχει προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως, από την οποία ωφελείται τρίτος, δικαιούμενος για το λόγο αυτό να ασκήσει παρέμβαση ή τριτανακοπή για να διατηρήσει σε ισχύ την πράξη αυτή.
Διατάξεις: άρθρα 50 [παρ. 4], 51 ΠΔ 18/1989
[…] 4. Επειδή, στην παρ. 1 του άρθρου 50 του ΠΔ 18/1989 (ΦΕΚ Α΄ 8) ορίζεται ότι: «Η απόφαση που δέχεται την αίτηση ακυρώσεως απαγγέλλει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και συνεπάγεται νόμιμη κατάργησή της έναντι όλων, είτε πρόκειται για κανονιστική είτε πρόκειται για ατομική πράξη», στην δε παρ. 5 ότι: «Οι αποφάσεις της Ολομελείας, ακυρωτικές και απορριπτικές, καθώς και των Τμημάτων, αποτελούν μεταξύ των διαδίκων δεδικασμένο που ισχύει και σε κάθε υπόθεση ή διαφορά ενώπιον δικαστικής ή άλλης αρχής, κατά την οποία προέχει το διοικητικής φύσεως ζήτημα που κρίθηκε από το Συμβούλιο». Εξάλλου, στο άρθρο 51 του ίδιου ΠΔ ορίζεται ότι: «1. Τρίτος που βλάπτεται από την ακυρωτική απόφαση, δικαιούται να την ανακόψει μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών, η οποία αρχίζει από την κοινοποίηση της απόφασης προς αυτόν ή αφότου έλαβε γνώση της απόφασης με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. 2. Στερείται το δικαίωμα ανακοπής ο τρίτος, στον οποίο με επιμέλεια του εισηγητή κοινοποιήθηκε αντίγραφο της αίτησης ακυρώσεως, με σημείωση της δικασίμου, είκοσι πλήρεις ημέρες πριν από αυτήν, καθώς και οποιοσδήποτε άσκησε παρέμβαση κατά τη συζήτηση. 3. Οι διατάξεις του παρόντος που αφορούν την προδικασία, τη συζήτηση και την έκδοση απόφασης επί της αιτήσεως ακυρώσεως, εφαρμόζονται αναλόγως και για την τριτανακοπή».
5. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, το συμφέρον του τρίτου που βλάπτεται από ακυρωτική απόφαση, το οποίο τον νομιμοποιεί να ασκήσει τριτανακοπή, πρέπει να τελεί σε άμεσο νομικό σύνδεσμο με την έννομη διοικητική σχέση που ρυθμίστηκε με την απόφαση αυτή. Δηλαδή, ο ανακόπτων πρέπει να υφίσταται και να επικαλείται βλάβη, η οποία τελεί σε άμεση αιτιώδη νομική σχέση με την ανακοπτόμενη απόφαση και η επέλευση της οποίας είναι βεβαία, αν δεν ανατραπεί η ακυρωτική απόφαση και όχι απλώς ενδεχόμενη, όπως συμβαίνει όταν η βλάβη δεν επέρχεται αμέσως από την ακυρωτική απόφαση αλλά θα επέλθει, ενδεχομένως, από την νέα διοικητική πράξη, η οποία θα εκδοθεί σε συμμόρφωση προς την απόφαση αυτή σύμφωνα με το άρθρο 50 παρ. 4 του ΠΔ 18/1989 (ΣτΕ 866/1971 , 1574/1976). Εξάλλου, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι, η νομιμοποίηση για την άσκηση τριτανακοπής από την άποψη εννόμου συμφέροντος συνάπτεται στενά με το δικαίωμα για παρέμβαση, υπό την έννοια ότι κατά ακυρωτικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας δικαιούται να ασκήσει τριτανακοπή ο τρίτος ο οποίος εδικαιούτο να παρέμβει στην ακυρωτική δίκη, ως έχων έννομο συμφέρον να διατηρήσει την ισχύ της προσβαλλόμενης πράξης. Από την άποψη αυτή, για το παραδεκτό της παρέμβασης ή της τριτανακοπής το έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει όχι μόνο κατά το χρόνο άσκησης της παρέμβασης ή της τριτανακοπής και της συζήτησής τους στο ακροατήριο αλλά και κατά το χρόνο έκδοσης της διοικητικής πράξης, που έχει προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως, από την οποία ωφελείται τρίτος, δικαιούμενος για το λόγο αυτό να ασκήσει παρέμβαση ή τριτανακοπή για να διατηρήσει σε ισχύ την πράξη αυτή (ΣτΕ 1574/76 , 731/81, 856-7/09, 2597/05 κ.ά.).
6. Επειδή, όπως προκύπτει από την τριτανακοπτόμενη απόφαση και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου η … δεν παρενέβη στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, επί της οποίας εκδόθηκε η τριανακοπτόμενη απόφαση, ούτε προκύπτει κοινοποίηση αντιγράφου της αιτήσεως ακυρώσεως των καθ’ ων στην εν λόγω ανώνυμη τραπεζική εταιρεία. Περαιτέρω, η κρινόμενη τριτανακοπή ασκείται με προφανές έννομο συμφέρον δεδομένου ότι με την υπ’ αριθμ. …/15.3.2005 απόφαση του ΑΣΕΠ, η οποία ακυρώθηκε με την τριτανακοπτόμενη απόφαση, είχε διαπιστωθεί ότι οι συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου των καθ’ ων έπρεπε να είναι μειωμένης και όχι πλήρους απασχόλησης. Εξάλλου, από τον φάκελο της υποθέσεως δεν προκύπτει κοινοποίηση της τριτανακοπτόμενης απόφασης στην εν λόγω εταιρεία ή γνώση αυτής σε χρόνο που να καθιστά εκπρόθεσμη την κρινόμενη τριτανακοπή. Επομένως, η κρινόμενη τριτανακοπή ασκείται παραδεκτώς.
7. Eπειδή, με τις διατάξεις των άρθρων 11 του ΠΔ 164/2004 (ΦΕΚ Α΄ 134) και 4 του ΠΔ 180/2004 (ΦΕΚ Α΄ 160), την εφαρμογή των οποίων ζήτησαν οι καθ’ ων η τριτανακοπή, προβλέπεται, υπό προϋποθέσεις, η δυνατότητα μετατροπής διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Ειδικότερα, με τα ως άνω ΠΔ/τα (καθώς και με το ΠΔ 81/2003 – ΦΕΚ Α΄ 77) έγινε η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 175/10.7.1999), η οποία ενσωμάτωσε την από 18.3.1999 συμφωνία πλαίσιο των τριών διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα που λειτουργούν σε κοινοτικό επίπεδο ως εκπρόσωποι των «κοινωνικών εταίρων» (εργαζομένων και εργοδοτών), ήτοι της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων (CES, στην οποία μετέχει η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος), της Ένωσης των Συνομοσπονδιών της Βιομηχανίας και των Εργοδοτών (UNICE, στην οποία μετέχει ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών) και του Ευρωπαϊκού Κέντρου Επιχειρήσεων (CEEP) και καθιέρωσε ένα πλαίσιο για την αποτροπή της κατάχρησης της μισθωτής εργασίας που προκαλείται από την χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 του ΠΔ 164/2004 ορίσθηκαν τα εξής: «Άρθρο 11. Μεταβατικές διατάξεις.
1. Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφ’ όσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρείς τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δεκαοκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση. β) Ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου (α) να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση…. γ) Το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον το οποίο υπηρετεί ο φορέας αυτός. δ) Ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση. Οι διαδοχικές συμβάσεις μειωμένου ωραρίου εργασίας συνιστούν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, συμβάσεις αορίστου χρόνου μειωμένης απασχόλησης αντίστοιχης με την αναγραφόμενη στην αρχική σύμβαση. 2. Για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγούμενη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Αρμόδιο όργανο να κρίνει αιτιολογημένα εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγουμένης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό και όπου δεν υπάρχει, το Διοικητικό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία…. 3. Οι κατά την παρ. 2 κρίσεις των αρμόδιων οργάνων, θετικές ή αρνητικές, διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη διαβίβαση σε αυτό των σχετικών κρίσεων. 4. Στις διατάξεις αυτού του άρθρου υπάγονται οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 3 περ. γ’ του παρόντος διατάγματος, καθώς και στις δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις, αποκλειομένων σε κάθε περίπτωση των εργαζομένων σε ανώνυμες εταιρείες που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών…. 5. Στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η προϋπόθεση του εδ. α της παρ. 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης. 6…».
8. Eπειδή, εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 4 του ΠΔ 180/2004 , προστέθηκε ως μεταβατική διάταξη το άρθρο 8Α στο ΠΔ 81/2003 , προκειμένου να αντιμετωπισθεί η περίπτωση των απασχολουμένων με διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου σε φορείς που ανήκαν ή ανήκουν στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός οριοθετείται από τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ. 1 του Ν 1892/1990 (ΦΕΚ Α΄ 101) και οι οποίοι, κατά την έναρξη ισχύος του ΠΔ 164/2004 (ΦΕΚ Α΄ 134), ήταν εισηγμένοι στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας, δεδομένου ότι οι φορείς αυτοί είχαν εξαιρεθεί από το πεδίο εφαρμογής του ΠΔ 164/2004 με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. γ΄ του ιδίου ΠΔ/τος. Ειδικότερα, με την ως άνω διάταξη, ορίστηκε ότι: «Μετά το άρθρο 8 του ΠΔ 81/2003 προστίθεται νέο άρθρο με αριθμό 8Α που έχει ως εξής: «1. Στις διαδοχικές συμβάσεις, που είναι ενεργές ως την έναρξη ισχύος του παρόντος Διατάγματος και έχουν συναφθεί με φορείς που ανήκαν ή ανήκουν στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός οριοθετείται από τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ. 1 του Ν 1892/1990 (ΦΕΚ Α΄ 101) ή από άλλες ειδικές διατάξεις, όπως εκάστοτε ισχύουν και οι οποίοι, κατά την έναρξη ισχύος του ΠΔ 164/2004 (ΦΕΚ Α΄ 134), ήταν εισηγμένοι στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 11 του ως άνω ΠΔ.
2. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου ως «υπηρεσιακό συμβούλιο» νοείται το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας. 3. Διαδοχικές συμβάσεις, για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, θεωρούνται οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίζονται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και ίδιου εργαζόμενου, με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών (3) μηνών». Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 2 του Ν 3302/2004 (ΦΕΚ Α΄ 267) ορίστηκε ότι: «Κατά την αληθή έννοια του άρθρου 8Α του ΠΔ 81/2003 (ΦΕΚ Α΄ 77), όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 4 του ΠΔ 180/2004 (ΦΕΚ Α΄ 160), επί των κρίσεων των διοικητικών συμβουλίων των κατά περίπτωση ανωνύμων εταιρειών, με τις οποίες κρίνονται οι αιτήσεις των ενδιαφερομένων αναφορικά με τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων της υπαγωγής τους στη διάταξη αυτή, έχει εφαρμογή και η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 11 του ΠΔ 164/2004 (ΦΕΚ Α΄ 134)».
9. Eπειδή, όπως έχει κριθεί, οι παρατιθέμενες ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 11 του ΠΔ 164/2004 είναι συνταγματικώς ανεκτές όλως ειδικώς, ως μεταβατικές διατάξεις «τακτοποίησης» εκκρεμών εργασιακών σχέσεων του Δημοσίου και των άλλων νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα με εργαζόμενους που συνέχισαν, ακόμη και μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, να απασχολούνται με διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου (ΣτΕ 441, 2228/2007). Περαιτέρω, όπως συνάγεται από τις ίδιες ως άνω διατάξεις του άρθρου 11, για την σύσταση εφεξής συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου βάσει των διατάξεων αυτών υποβάλλεται σχετική αίτηση από τον ενδιαφερόμενο στον οικείο φορέα απασχόλησης εντός καθοριζομένης αποκλειστικής προθεσμίας. Επί της αιτήσεως του ενδιαφερομένου, στην οποία πρέπει να αναφέρονται όλα τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων για την σύσταση εφεξής της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, εκφέρει αρχικά αιτιολογημένη κρίση, θετική ή αρνητική, το κατά περίπτωση αρμόδιο όργανο του οικείου φορέα απασχόλησης. Σε τελευταίο στάδιο η αίτηση του ενδιαφερομένου, μαζί με την θετική ή αρνητική κρίση του οργάνου του φορέα απασχόλησης και όλο τον σχετικό φάκελο, διαβιβάζεται στο ΑΣΕΠ, στο οποίο ανήκει η αποφασιστική αρμοδιότητα για την αποδοχή ή την απόρριψη της αιτήσεως, η σχετική δε πράξη του ΑΣΕΠ που απορρίπτει το αίτημα ή που αποδέχεται τη σύσταση σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου μειωμένης και όχι πλήρους απασχόλησης πρέπει να στηρίζεται σε νόμιμη και επαρκή αιτιολογία που να ανταποκρίνεται στα στοιχεία του φακέλου.
10. Eπειδή, οι καθ’ ων η τριτανακοπή, οι οποίες απασχολούνταν σε διάφορα Υποκαταστήματα της … με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ως προσωπικό καθαριότητας, υπέβαλαν στην ως άνω ανώνυμη εταιρεία αντίστοιχες αιτήσεις, με τις οποίες ζητούσαν να υπαχθούν στις διατάξεις του άρθρου 4 του ΠΔ 180/2004 και άρθρου 11 του ΠΔ 164/2004 και να συσταθούν εφεξής σχέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου μεταξύ των ιδίων και της …. Επί των ως άνω αιτήσεων εξέφρασε εν μέρει θετική κρίση το Διοικητικό Συμβούλιο της … με το πρακτικό υπ’ αριθμ. …/20.12.2004. Ειδικότερα, με το πρακτικό αυτό διαπιστώθηκε ότι 578 καθαρίστριες, μεταξύ των οποίων και οι καθ’ ων η τριτανακοπή, είχαν μεν απασχοληθεί με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και συγκέντρωναν τις προϋποθέσεις για να υπαχθούν στις επίμαχες διατάξεις του άρθρου 11 του ΠΔ 164/2004 , η απασχόλησή τους όμως αυτή παρείχετο με μειωμένο ωράριο εργασίας, και, επομένως, η εφεξής σύσταση συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου έπρεπε να είναι, αντίστοιχα, μειωμένης και όχι πλήρους απασχόλησης (βλ. διάταξη άρθρου 11 παρ. 1 περ. δ΄ του ΠΔ 164/2004 ). Με την ακυρωθείσα απόφασή του το ΑΣΕΠ, αφού έλαβε υπόψη το πρακτικό αυτό του ΔΣ της … και τα αντίστοιχα δελτία που είχε συντάξει η Τράπεζα για την υπαγωγή των καθ’ ων συμβασιούχων στις επίμαχες διατάξεις, δέχθηκε ως ορθή τη κρίση αυτή του ΔΣ της … και συνέταξε σχετικό πίνακα.
11. Επειδή, με την τριτανακοπτόμενη απόφαση κρίθηκε ότι όπως προέκυπτε από τα δελτία υπαγωγής των καθ’ ων η τριτανακοπή συμβασιούχων στις διατάξεις του άρθρου 4 του ΠΔ 180/2004 που είχε συντάξει η … και έλαβε υπόψη του το ΑΣΕΠ με την ακυρωθείσα απόφαση, πλην της 9ης και 13ης (… και … αντίστοιχα), που απασχολούντο με μειωμένο ωράριο, όλες οι υπόλοιπες, κατά των οποίων στρέφεται η κρινόμενη τριτανακοπή, απασχολούνταν με πλήρες ωράριο και, συνεπώς, χωρίς νόμιμη και επαρκή αιτιολογία μετατράπηκαν, με την ακυρωθείσα απόφαση, οι εργασιακές σχέσεις αυτών σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου μειωμένης και όχι πλήρους απασχόλησης.
12. Επειδή, με την κρινόμενη τριτανακοπή προβάλλεται ότι ορθώς είχε κρίνει το ΑΣΕΠ ότι οι συμβάσεις των καθ’ ων η τριτανακοπή έπρεπε να συσταθούν ως συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου μερικής απασχόλησης διότι οι εν λόγω εργαζόμενοι απασχολούνταν στην … μήνα παρά μήνα, δηλαδή, με μειωμένη ετήσια απασχόληση και επομένως η εργασία τους παρείχετο με μειωμένο ωράριο εργασίας σύμφωνα με τις ανάγκες της Τράπεζας, το δε πλήρες ωράριο το οποίο επικαλέστηκαν οι καθ’ ων με την αίτηση ακυρώσεως αφορούσε μόνο έξι (6) μήνες και όχι δώδεκα (12) μέσα σε ένα έτος. Ο λόγος όμως αυτός τριτανακοπής είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 11 παρ. 1 περ. δ’ του ΠΔ/τος 164/2004 για να συσταθούν εφεξής συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου μειωμένης απασχόλησης έπρεπε οι διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου να έχουν καταρτισθεί εγκύρως μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου ως συμβάσεις μερικής απασχόλησης. Για να είναι όμως έγκυρη η συμφωνία μερικής απασχόλησης έπρεπε να έχει καταρτισθεί εγγράφως και να έχει γνωστοποιηθεί το έγγραφο της συμφωνίας στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας εντός 15 ημερών από την κατάρτισή της (βλ. άρθρο 38 Ν 1892/1993 , ΦΕΚ Α΄, 101, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 του Ν 2639/1998 , ΦΕΚ Α΄ 205). Ο δε κατά νόμο απαιτούμενος έγγραφος τύπος, για την κατάρτιση της συμβάσεως μερικής απασχόλησης, είναι συστατικός, η μη τήρηση δε αυτού συνεπάγεται την ακυρότητα του συγκεκριμένου όρου της σχετικής συμβάσεως (βλ. ΑΠ 465/2010, 1583/2009). Εν προκειμένω, ούτε στο πρακτικό (υπ’ αριθμ. 20/20.12.2004) του ΔΣ της … γίνεται επίκληση καταρτίσεως συμβάσεως μερικής απασχόλησης μεταξύ Τράπεζας και καθ’ ων η τριτανακοπή και γνωστοποίησής της στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας εντός της νόμιμης προθεσμίας, ούτε το ΑΣΕΠ με την ακυρωθείσα απόφασή του (υπ’ αριθμ. …/15.3.2005) διαπίστωσε την τήρηση έγγραφου τύπου για την κατάρτιση συμβάσεως μερικής απασχόλησης. Αντιθέτως, στα δελτία υπαγωγής των καθ’ ων η τριτανακοπή στο ΠΔ/μα 180/2004, τα οποία συνέταξε η ίδια η … και τα ενσωμάτωσε στην κρινόμενη τριτανακοπή, ρητώς αναφέρεται ότι είχαν απασχοληθεί με πλήρες ωράριο εργασίας κατά τη διάρκεια των συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Ενόψει των ανωτέρω, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 11 παρ. 1 περ. δ΄ του ΠΔ 164/2004 κρίθηκε με την υπ’ αριθμ. 3379/2008 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ήδη τριτανακοπτόμενη απόφαση, ότι η απόφαση του ΑΣΕΠ με την οποία αποφασίστηκε η σύσταση συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου μειωμένης και όχι πλήρους απασχόλησης δεν περιείχε νόμιμη και επαρκή αιτιολογία και ορθώς ακυρώθηκε. Όσα αντίθετα ισχυρίζεται η τριτανακόπτουσα Τράπεζα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα καθώς και η τριτανακοπή στο σύνολό της.