Αριθμός 147/2013
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Σεπτεμβρίου 2012, με την εξής σύνθεση: Κων. Μενουδάκος, Πρόεδρος, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Νικ. Ρόζος, Νικ. Μαρκουλάκης, Γ. Παπαγεωργίου, Ι. Μαντζουράνης, Αικ. Χριστοφορίδου, Δημ. Σκαλτσούνης, Α.-Γ. Βώρος, Γ. Ποταμιάς, Ε. Νίκα, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Π. Καρλή, Φ. Ντζίμας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Εμμ. Κουσιουρής, Ο. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Κ. Πισπιρίγκος, Αντ. Χλαμπέα, Δ. Μακρής, Τ. Κόμβου, Β. Αναγνωστοπούλου-Σαρρή, Σύμβουλοι, Δ. Εμμανουηλίδης, Χρ. Σιταρά, Δ. Βανδώρος, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Δ. Μακρής και Β. Αναγνωστοπούλου-Σαρρή καθώς και η Πάρεδρος Χρ. Σιταρά μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.
Για να δικάσει την από 17 Αυγούστου 2007 έφεση :
του Ανέστη Μωϋσίδη του Σοφοκλή, κατοίκου Βεροίας (Τηλεμάχου 3), ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Θαλή Μέλφο (Α.Μ. 4870 Δ.Σ. Θεσσαλονίκης), που τον διόρισε στο ακροατήριο,
κατά των : 1) Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, ο οποίος παρέστη με τον Κωνσταντίνο Χαραλαμπίδη, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και 2) Δήμου Νέας Ζίχνης Σερρών, ο οποίος δεν παρέστη,
και κατά της υπ’ αριθμ. 2168/2006 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ’ αριθμ. 406/2012 απόφασης του Γ´ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από τον εισηγητή Σύμβουλο Φ. Ντζίμα.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του εκκαλούντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους εφέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, λόγω κωλύματος, κατά την έννοια του άρθρου 26 παρ. 2 του Ν. 3719/2008 (Α´ 241), του μετασχόντος της συνθέσεως στη δικάσιμο της 21.9.2012, ως τακτικού μέλους, Συμβούλου Ν. Μαρκουλάκη κατά τη διάσκεψη της υποθέσεως στις 30.11.2012, έλαβε μέρος και εψήφισε αντ’ αυτού ο Σύμβουλος Δ. Μακρής, ως αρχαιότερο αναπληρωματικό μέλος (βλεπ. και πρακτικό διασκέψεως 197/30.11.2012).
2. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση εφέσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (2878852, 3922780/2007 ειδικά έντυπα).
3. Επειδή, με την έφεση αυτή και το από 22.9.2008 δικόγραφο προσθέτων λόγων ζητείται εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς η εξαφάνιση της 2168/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με την εκκαλουμένη απόφαση απορρίφθηκε ως αβάσιμη αίτηση ακυρώσεως του ήδη εκκαλούντος κατά της παραλείψεως της Διοικήσεως να τον συμπεριλάβει στους επιτυχόντες του διαγωνισμού, που προκηρύχθηκε με την 1/17146/2004 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας για την πρόσληψη ειδικού ένστολου προσωπικού, κλάδου ΔΕ 23, της Δημοτικής Αστυνομίας, στο Δήμο Νέας Ζίχνης Ν. Σερρών, συνεπεία μη εφαρμογής της ποσοστώσεως του 15% για τις γυναίκες υποψήφιες κατά τη διάταξη του άρθρου 27 παρ. 7 του Ν. 3013/2002. Η ανωτέρω παράλειψη εκδηλώθηκε με την κατάρτιση από την ειδική Επιτροπή, που συγκρότησε ο ως άνω Γενικός Γραμματέας, του από 23.2.2005 τελικού πίνακα κατατάξεως επιτυχόντων υποψηφίων, βάσει του οποίου ο Δήμαρχος Νέας Ζίχνης προέβη με πράξεις του στην πλήρωση των θέσεων, κατά παράλειψη του αιτούντος – εκκαλούντος.
4. Επειδή, με την υπ’ αριθ. 406/2012 απόφαση του Γ´ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας παραπέμφθηκε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 100 παρ. 5 του Συντάγματος, στην Ολομέλεια προς επίλυση, το ζήτημα που ανέκυψε ως προς την τυχόν αντίθεση προς το Σύνταγμα, της διατάξεως της παρ. 7 του άρθρου 27 του Ν. 3013/2002.
5. Επειδή, νομίμως το Δικαστήριο προχώρησε στη συζήτηση της υποθέσεως και απολειπομένου του εκ των εφεσιβλήτων Δήμου Νέας Ζίχνης Σερρών, δεδομένου ότι νομοτύπως και εμπροθέσμως κοινοποιήθηκαν σ’ αυτόν αντίγραφο της ως άνω παραπεμπτικής αποφάσεως και η από 5.4.2012 πράξη του Προέδρου του Δικαστηρίου περί ορισμού δικασίμου (άρθρο 21 παρ. 5 Π.Δ. 18/1989, Α´ 8).
6. Επειδή, στο άρθρο 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. 2. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις 3 . . .». Εξ άλλου, στην παρ. 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζονται τα εξής : «2. Δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το Κράτος μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως σε βάρος των γυναικών». Η παράγραφος αυτή, πριν από την αναθεώρησή της, όριζε ότι : «Αποκλίσεις από τους ορισμούς της παραγράφου 2 του άρθρου 4 επιτρέπονται μόνο για σοβαρούς λόγους, στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος». Επίσης, η παράγραφος 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το παραπάνω Ψήφισμα, ορίζει τα εξής : «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Εξ άλλου, η Οδηγία 76/207/ΕΟΚ «Περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας» (Ε.Ε. αριθ. Ν 39/40 της 14.2.1976) ορίζει, μεταξύ άλλων, στην παρ. 1 του άρθρου 2 ότι « . . . η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο είτε άμεσα είτε έμμεσα . . .» και στην παρ. 1 του άρθρου 3 ότι «η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, όσον αφορά τους όρους, συμπεριλαμβανομένων και των κριτηρίων επιλογής, προσβάσεως σε απασχολήσεις, σε θέσεις εργασίας, ανεξάρτητα από τομέα ή κλάδο δραστηριότητος, και για όλες τις βαθμίδες της επαγγελματικής ιεραρχίας». Τέλος, στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 2 της ίδιας οδηγίας ορίζεται ότι «η παρούσα Οδηγία δεν θίγει την ευχέρεια που έχουν τα Κράτη μέλη να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της τις επαγγελματικές δραστηριότητες, και ενδεχομένως, την εκπαίδευση που απαιτείται για την πρόσβαση σ’ αυτές, εφ’ όσον λόγω της φύσεως ή των συνθηκών ασκήσεώς τους, το φύλο συνιστά παράγοντα αποφασιστικής σημασίας» (παρ. 2) και ότι «η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις διατάξεις που αφορούν την προστασία της γυναίκας, ιδίως όσον αφορά την εγκυμοσύνη και την μητρότητα» (παρ. 3).
7. Επειδή, η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 4 του Συντάγματος θεσπίζει, μεταξύ άλλων, και την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα καθώς και στην εκπαίδευση που είναι αναγκαία για την άσκηση των επαγγελμάτων αυτών. Για την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής αυτής, η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος με την οποία, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το παραπάνω Ψήφισμα, προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση των ατομικών και των κοινωνικών δικαιωμάτων, επιβάλλεται στο νομοθέτη, κοινό ή κανονιστικό, αλλά και στα λοιπά όργανα του Κράτους, η υποχρέωση, όταν διαπιστώνουν ότι εις βάρος ενός φύλου έχουν αναμφισβήτητα δημιουργηθεί στην πράξη τέτοιες διακρίσεις ώστε η απαρέγκλιτη εφαρμογή της αρχής της ισότητας κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα και στην εκπαίδευση που είναι αναγκαία για την άσκηση των επαγγελμάτων αυτών να καταλήγει σε μία κατ’ επίφαση μόνον ισότητα ενώ, ουσιαστικά, παγιώνει και διαιωνίζει μια υφιστάμενη άνιση κατάσταση υπέρ του ενός φύλου, να θεσπίζουν υπέρ του υποαντιπροσωπευομένου φύλου και ιδίως των γυναικών θετικά μέτρα που είναι πρόσφορα και αναγκαία, για ορισμένο χρονικό διάστημα, ώστε να μειώνονται οι ανισότητες εωσότου εγκαθιδρυθεί πραγματική ισότητα μεταξύ των δύο φύλων στη συγκεκριμένη επαγγελματική δραστηριότητα καθώς και στην εκπαίδευση που είναι αναγκαία για την πρόσβαση σ’ αυτή. Εξ άλλου, με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή της, ο συντακτικός νομοθέτης παρέχει ρητώς τη δυνατότητα λήψεως θετικών μέτρων υπέρ των γυναικών με σκοπό να καταστήσει ακόμη ευνοϊκότερο, σε σχέση με το διασφαλιζόμενο από το αναθεωρηθέν Σύνταγμα, το νομικό καθεστώς προστασίας τους και προσβάσεώς τους στα διάφορα επαγγέλματα και, συνεπώς, αυστηρότερες τις προϋποθέσεις αποκλίσεων από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων, προκειμένου να εξασφαλιστεί πραγματική ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών. Περαιτέρω όμως ο συντακτικός νομοθέτης, όπως συνάγεται από την πιο πάνω διάταξη, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 4 του Συντάγματος, δεν απαγόρευσε απολύτως, σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από τη συνδρομή συγκεκριμένων και σοβαρών (αποχρώντων) λόγων, που ανάγονται στη φύση ή τις συνθήκες ασκήσεως της συγκεκριμένης επαγγελματικής δραστηριότητας, οποιαδήποτε απόκλιση από την πιο πάνω αρχή της ισότητας των φύλων. Εξάλλου, δικαιολογημένες αποκλίσεις δεν απαγορεύονται, κατ΄ αρχήν, ούτε από τις προεκτεθείσες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου. Ενόψει των ανωτέρω, αποκλίσεις από την ως άνω αρχή, πέρα από την περίπτωση των θετικών μέτρων υπέρ των γυναικών, είναι, κατ’ εξαίρεση, συνταγματικά θεμιτές, μόνον αν προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου και δικαιολογούνται πλήρως από τη φύση ή τις συνθήκες ασκήσεως της εργασίας και είναι απολύτως αναγκαίες και πρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών πρέπει να προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας (Ολομ. ΣτΕ 1988/2005).
8. Επειδή, στο άρθρο 1 του Π.Δ/τος 23/2002 «Αρμοδιότητες, σύστημα πρόσληψης, προσόντα, καθήκοντα, δικαιώματα και υποχρεώσεις του προσωπικού της Δημοτικής Αστυνομίας» (Α´ 19/7.2.2002) ορίζοταν ότι: «1. Το προσωπικό της Δημοτικής Αστυνομίας διακρίνεται σε α) ειδικό ένστολο και β) σε επιστημονικό και υποστηρικτικό προσωπικό, το οποίο απαρτίζεται κυρίως από μηχανικούς, επόπτες υγείας, προσωπικό διοικητικής υποστήριξης και βοηθητικό προσωπικό. 2. … 3. Το ειδικό ένστολο προσωπικό της Δημοτικής Αστυνομίας κατατάσσεται σε κατηγορίες και κλάδους ΠΕ 23, ΤΕ 23 και ΔΕ 23… 4… 5…». Εξάλλου, με την παρ. 7 του άρθρου 27 του Ν. 3013/2002 (Α´ 102/1.5.2002) (η οποία ως διάταξη εισήχθη με τροπολογία) ορίσθηκε ότι : «7. Το ποσοστό των γυναικών, οι οποίες προσλαμβάνονται στη Δημοτική Αστυνομία, καθορίζεται σε 15% επί του συνολικού αριθμού του προσλαμβανομένου κάθε φορά, ειδικού ένστολου προσωπικού, κατά τη διάκριση της παραγράφου 1α του άρθρου 1 του Π.Δ. 23/2002 (ΦΕΚ 19 Α´). Κατά την έννοια της τελευταίας διατάξεως, το καθοριζόμενο με αυτή ποσοστό 15%, κατά το οποίο οι γυναίκες υποψήφιες δύνανται να προσλαμβάνονται στο ειδικό ένστολο προσωπικό της Δημοτικής Αστυνομίας, είναι το μέγιστο επιτρεπόμενο δυνατό, ήτοι θεσπίζεται ποσόστωση για τις γυναίκες που δεν δύναται να εξιχθεί πέραν του ως άνω αριθμού. Τέλος, στο άρθρο 2 του προμνησθέντος Π.Δ/τος 23/2002 ορίζονται οι αρμοδιότητες του ειδικού ενστόλου προσωπικού της Δημοτικής Αστυνομίας, που έχουν ως αντικείμενο κυρίως τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων που αφορούν την καθαριότητα, την κυκλοφορία και στάθμευση των οχημάτων, την οικοδόμηση, την ύδρευση, την άρδευση, την αποχέτευση, την ηχορύπανση, τη ρύπανση των θαλασσών από πηγές ξηράς, την προστασία των επίγειων και υπόγειων υδάτινων αποθεμάτων, την προστασία του περιβάλλοντος, τη λειτουργία των εμποροπανηγύρων, των επιτηδευμάτων και επαγγελμάτων, των δημοτικών ή κοινοτικών εργαστηρίων, των καταστημάτων και επιχειρήσεων υγειονομικού ενδιαφέροντος, θεάτρων, κινηματογράφων και παρεμφερών επιχειρήσεων, τη δραστηριότητα των μικροπωλητών και τη λειτουργία κυλικείων σε κοινόχρηστους χώρους, τις υποχρεώσεις αυτών που εκτελούν έργα και εναποθέτουν υλικά και εργαλεία στις οδούς στο δημοτικό ή κοινοτικό δίκτυο, τον Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό (Γ.Ο.Κ.), την επίβλεψη εφαρμογής διακοπής εργασιών λόγω έλλειψης μέτρων ασφαλείας και υγιεινής, την αφαίρεση αδείας οικοδομής για ασφαλιστικές εισφορές, την επιθεώρηση αμαξωμάτων καντινών, τον έλεγχο επιχειρήσεων τουριστικού ενδιαφέροντος, την προστασία των σπηλαίων, την αλιεία στα εσωτερικά ύδατα, τους χώρους εγκαταστάσεως πλανοδίων νομάδων, την προστασία του αστικού και περιαστικού πρασίνου, τις αρμοδιότητες της Αγροφυλακής, την κατάληψη κοινοχρήστων χώρων, το υπαίθριο εμπόριο και τις λαϊκές αγορές, τη βεβαίωση μόνιμης κατοικίας για μεταδημότευση, τη θεώρηση τιμοκαταλόγων των δωματίων των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων και καταλυμάτων, τη φύλαξη των δημοτικών ή κοινοτικών εγκαταστάσεων και της δημοτικής ή κοινοτικής περιουσίας, κ.λπ.
9. Επειδή, η ως άνω διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 27 του Ν. 3013/2002, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, κατά τον οποίο εκδηλώθηκε η επίδικη παράλειψη της Διοικήσεως, πριν από την κατάργησή της, με την παρ. 1 του άρθρου 30 του Ν. 3448/2006 (Α´ 57), θεσπίζει, κατά παρέκκλιση από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα και την εκπαίδευση που είναι αναγκαία για την άσκησή τους, περιορισμό, υπό τη μορφή ποσοστώσεως εις βάρος των γυναικών, κατά την πρόσληψη ειδικού ενστόλου προσωπικού στη Δημοτική Αστυνομία. Σύμφωνα, όμως, με όσα έγιναν δεκτά στη έβδομη (7η) σκέψη, η ανωτέρω ρύθμιση που θεσπίζει ποσόστωση, αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 2 και 116 παρ. 2 του Συντάγματος, αφού εισάγει απόκλιση από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων, χωρίς να στηρίζεται σε συνεκτίμηση συγκεκριμένων και πρόσφορων κριτηρίων που θα δικαιολογούσαν την απόκλιση αυτή, δεδομένου, άλλωστε, ότι ούτε οι ποικίλες αρμοδιότητες του ειδικού ένστολου προσωπικού της Δημοτικής Αστυνομίας, ή οι συνθήκες ασκήσεώς τους, οι οποίες, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν απαιτούν ιδιαίτερα φυσικά και σωματικά προσόντα, μπορούν να δικαιολογήσουν τη θεσπιζόμενη ευθέως από την ως άνω διάταξη του νόμου, ποσόστωση εις βάρος των γυναικών. Και τούτο, ανεξαρτήτως των προϋποθέσεων και της διαδικασίας που ορίζονται για την πρόσληψη του ανωτέρω προσωπικού με το π.δ/γμα 23/2002, με το οποίο, πλην άλλων, προβλέπονται, στο άρθρο 5 παρ. 2 για του άνδρες υποψήφιους δυσκολότεροι όροι (διαφορετικά όρια) έναντι των γυναικών στις αθλητικές δοκιμασίες.
10. Επειδή, μετά την επίλυση του ζητήματος της συνταγματικότητας της διατάξεως της παρ. 7 του άρθρου 27 του Ν. 3013/2002, που έχει παραπεμφθεί με την προμνησθείσα απόφαση του Γ´ Τμήματος, η Ολομέλεια κρίνει ότι πρέπει να εκδικάσει περαιτέρω εξ ολοκλήρου την υπόθεση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14 παρ. 3 του Π.Δ/τος 18/1989.
11. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από την εκκαλούμενη απόφαση και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Ο εκκαλών ήταν υποψήφιος για την πλήρωση με αντικειμενικά κριτήρια μιας (1) εκ των δέκα (10) θέσεων ειδικού ένστολου προσωπικού, κλάδου ΔΕ 23, της Δημοτικής Αστυνομίας του Δήμου Νέας Ζίχνης Ν. Σερρών, που προκηρύχθηκε με την 1/17.246/2004 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Η αρμόδια Επιτροπή, προέβη στην κατάρτιση του προσβληθέντος, από 23.2.2005 πίνακα κατατάξεως επιτυχόντων υποψηφίων, χωρίς να εφαρμόσει την ανωτέρω ποσόστωση του 15% για τις γυναίκες. Βάσει δε του πίνακα αυτού ο Δήμαρχος Νέας Ζίχνης προέβη με τις μνημονευόμενες στα δικόγραφα της αιτήσεως ακυρώσεως και της εφέσεως πράξεις του στο διορισμό όσων επέτυχαν κατά φθίνουσα σειρά επιτυχίας κατά παράλειψη του εκκαλούντος. Ο τελευταίος συγκέντρωσε 2.267 μόρια και κατετάγη στην 21η θέση, ήτοι 9ος μεταξύ των επιτυχόντων 15 ανδρών, οι οποίοι, έχοντας συμπληρώσει από 2.342 έως 2173 μόρια, κατετάγησαν όλοι μετά τις επιτυχούσες 12 γυναίκες, από τις οποίες η πρώτη συγκέντρωσε 2780 μόρια και η δωδέκατη 2400, καταχωρίσθηκαν δε με χωριστή αρίθμηση σε άλλη σελίδα του πίνακα επιτυχόντων. Κατά του τελικού πίνακα επιτυχόντων και των συναφών πράξεων διορισμού του Δημάρχου Ν. Ζίχνης ο εκκαλών άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του αρμοδίου Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι η ενέργεια της Διοικήσεως, να μην εφαρμόσει την ισχύουσα ποσόστωση 15% για τις γυναίκες υποψήφιες, καθώς και τις σχετικές διατάξεις της προκηρύξεως, η οποία επίσης προέβλεπε ως όρο την ανωτέρω ποσόστωση, είναι μη νόμιμη. Το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι η εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 27 του Ν. 3013/2002, που προέβλεπε ποσοστό 15% για τις γυναίκες, είναι ανίσχυρη, ως αντισυνταγματική, και ειδικότερα, ως αντικειμένη στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 2 και 116 παρ. 2 του Συντάγματος, που θεσπίζουν την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα και ότι, συνεπώς, τόσο ο τελικός πίνακας που καταρτίσθηκε κατά φθίνουσα σειρά επιτυχίας, όσο και οι σχετικές πράξεις διορισμού, κατά το μέρος που παρέλειψαν τον εκκαλούντα (αιτούντα), είναι κατ’ αποτέλεσμα, νόμιμες, αφού δεν εφήρμοσαν την ως άνω, ανίσχυρη κριθείσα, νομική διάταξη. Με τις σκέψεις αυτές απέρριψε, ως αβάσιμη, την αίτηση ακυρώσεως. Ήδη, με την ένδικη έφεση αμφισβητείται η ορθότητα και νομιμότητα κρίσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως.
12. Επειδή, το άρθρο 94 παρ. 3 του Συντάγματος ρητώς επιβάλλει στα δικαστήρια να μην εφαρμόζουν νόμο, το περιεχόμενο του οποίου είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα. Από τη διάταξη αυτή απορρέει η υποχρέωση των δικαστηρίων να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως, κατά την εκδίκαση κάθε υποθέσεως, τη συνταγματικότητα της διατάξεως νόμου, που θεωρούν ότι είναι εφαρμοστέα στη συγκεκριμένη περίπτωση, και να αρνούνται την εφαρμογή της, αν κρίνουν ότι αυτή αντίκειται στο Σύνταγμα. Η συνταγματική αυτή διάταξη, δηλαδή, επιβάλλει τον παρεμπίπτοντα δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας διατάξεως νόμου, η οποία είναι κρίσιμη για την επίλυση της εκδικαζόμενης εκάστοτε διαφοράς. Εν προκειμένω, το Διοικητικό Εφετείο, όπως προκύπτει από την εκκαλούμενη απόφασή του, εξήτασε αυτεπαγγέλτως τη συνταγματικότητα της διατάξεως της παρ. 7 του άρθρου 27 του Ν. 3013/2002 που θεσπίζει την ποσόστωση 15% για τις γυναίκες. Η εξέταση δε του ζητήματος αυτού, που αφορά την ισχύ του εφαρμοστέου νομικού κανόνα και ως εκ τούτου συνιστά πρόκριμα για οποιαδήποτε άλλη κρίση, ήταν υποχρεωτική για το δικαστήριο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Συνεπώς, ορθώς από την άποψη αυτή ενήργησε το δικάσαν Εφετείο, αβασίμως δε υποστηρίζεται το αντίθετο με την ένδικη έφεση.
13. Επειδή, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, ορθώς η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ότι η ανωτέρω διάταξη παραβιάζει την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στο επάγγελμα του ειδικού ένστολου προσωπικού της Δημοτικής Αστυνομίας, την οποία (αρχή) θεσπίζουν οι προεκτεθείσες διατάξεις του Συντάγματος, και, έκρινε νόμιμες, κατ’ αποτέλεσμα, τις προσβληθείσες πράξεις της Διοικήσεως, με τις οποίες δεν εφαρμόσθηκε η προβλεπόμενη από την αντισυνταγματική κριθείσα διάταξη επίμαχη ποσόστωση κατά την πρόσληψη του ρηθέντος προσωπικού. Συνεπώς, αποβαίνει απορριπτέος, ως αβάσιμος, ο περί του αντιθέτου αντίστοιχος λόγος εφέσεως. Εξάλλου, ενόψει των ανωτέρω, και δεδομένου ότι η εξέταση της συνταγματικότητας της εφαρμοστέας διατάξεως, ως συνταγματικής περιωπής υποχρέωση του Δικαστηρίου, προείχε έναντι πάσης άλλης κρίσεως περί παραβιάσεως αρχών ήσσονος νομικού επιπέδου, ορθώς και συννόμως το δικάσαν Εφετείο απέρριψε σιγή τους ισχυρισμούς του αιτούντος (εκκαλούντος) ότι η Διοίκηση παραβίασε τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, ήτοι τις αρχές της νομιμότητας, της διαφάνειας, της χρηστής διοικήσεως και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου διότι δεν εφήρμοσε, ως όφειλε, τη νομοθετημένη και στο κανονιστικό πλαίσιο του διαγωνισμού (προκήρυξη) διαλαμβανόμενη ποσόστωση για τις γυναίκες υποψήφιες.
14. Επειδή, κατόπιν όλων των ανωτέρω, ορθώς και με νόμιμη και επαρκή αιτιολογία το Διοικητικό Εφετείο απέρριψε ως αβάσιμη, την αίτηση ακυρώσεως του εκκαλούντος, οπότε απορριπτέα ως αβάσιμη, αποβαίνει και η ένδικη έφεση.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Επιλύει το παραπεμφθέν ζήτημα.
Απορρίπτει την υπό κρίση έφεση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου, και
Επιβάλλει στον εκκαλούντα τη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου Υπουργού Εσωτερικών (Δημοσίου), που ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 30 Νοεμβρίου 2012 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 18ης Ιανουαρίου 2013.
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας