ΣτΕ 148/2014, Ολομ,ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ , Πρόσθετοι Λόγοι εως την πρώτη ΚΑΤ΄ΟΥΣΙΑΝ συζήτηση, Ανάκληση συντελεσμένης απαλλοτρίωσης, το νομικό καθεστώς με βάση το χρόνο απόρριψης του αιτήματος, έννομο συμφέρον κληρονόμων (μειοψ), εφόσον το έργο περατώθηκε δε

ΣΤΕ ΟΛΟΜ.

Αριθμός 148/2014
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Φεβρουαρίου 2012, με την εξής σύνθεση: Σωτ. Ρίζος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας και του αρχαιοτέρου του Αντιπροέδρου, που είχαν κώλυμα, Ν. Σακελλαρίου, Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ν. Μαρκουλάκης, Γ. Παπαγεωργίου, Ιω. Μαντζουράνης, Αικ. Χριστοφορίδου, Π. Ευστρατίου, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Αντωνόπουλος, Σπ. Μαρκάτης, Αντ. Ντέμσιας, Φ. Ντζίμας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Β. Καλαντζή, Μ. Σταματελάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινός, Δ. Κυριλλόπουλος, Α. Καλογεροπούλου, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Α. Χλαμπέα, Δ. Μακρής, Μ. Πικραμένος, Σύμβουλοι, Π. Μπραΐμη, Κ. Λαζαράκη, Ο. – Μ. Βασιλάκη, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Κ. Φιλοπούλου και Κ. Πισπιρίγκος καθώς και η Πάρεδρος Π. Μπραΐμη, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.
Για να δικάσει την από 7 Νοεμβρίου 2005 αίτηση:
των: 1) Αικατερίνης Χαριτοπούλου, κατοίκου Κηφισιάς Αττικής, 2) Μαρίας Σακάρογλου, κατοίκου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης και 3) Ελένης χήρας Βασιλείου Σακάρογλου το γένος Λεμονίδου, κατοίκου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης, οι οποίες παρέστησαν με τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Κατερινόπουλος (Α.Μ. 17896), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Νικόλαο Μουδάτσο, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους,
και κατά των παρεμβαινουσών: 1) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Α.Ε.», (όπως μετονομάσθηκε η εταιρεία με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.» πρώην με την επωνυμία «ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΕΟΤ»), η οποία μετονομάσθηκε σε «ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (Βουλής 7), η οποία παρέστη με τη δικηγόρο Μαρία Φλώρου (Α.Μ. 13427), που την διόρισε με πληρεξούσιο ο νόμιμος εκπρόσωπός της και 2) νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ» (Ε.Ο.Τ.), που εδρεύει στην Αθήνα (Τσόχα 7), η οποία παρέστη με τη δικηγόρο Μαρίνα Φουντουλάκη (Α.Μ. 14709), που την διόρισε με πληρεξούσιο ο νόμιμος εκπρόσωπός της.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ’ αριθμ. 1581/2009 αποφάσεως του Στ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούσες επιδιώκουν να ακυρωθεί η παράνομη παράλειψη – σιωπηρή άρνηση της Διοίκησης να προβεί στην αιτηθείσα νόμιμη ενέργεια και να άρει συντελεσμένη αναγκαστική απαλλοτρίωση και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από τον εισηγητή Σύμβουλο Π. Ευστρατίου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο των αιτουσών, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τις πληρεξούσιες της παρεμβαίνουσας εταιρείας και του παρεμβαίνοντος νομικού προσώπου και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθ. 1908011, 2526610/2005 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή οι αιτούσες ζητούν την ακύρωση της τεκμαιρομένης, λόγω παρόδου τριμήνου, απορρίψεως από την Διοίκηση αιτήσεών τους για την ανάκληση συντετελεσμένης αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ακινήτου, επιφανείας 845 τ.μ., στην περιοχή «Μικρό Έμβολο» («Αρετσού») Θεσσαλονίκης. Το ακίνητο αυτό αποτελεί τμήμα (υπ’ αριθ. 22) μείζονος εκτάσεως, συνολικού εμβαδού 2.967,50 τ.μ., η οποία είχε απαλλοτριωθεί με την υπ’ αριθ. Α.9422/3534/21.4.1970 κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Αναπληρωτή Υπουργού Συντονισμού (ΦΕΚ Δ΄ 95/14.5.1970), υπέρ και με δαπάνη του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού», «δια την εκτέλεσιν των προγραμματισθέντων έργων της υπό μελέτην Μαρίνας και την αρτίαν εμφάνισιν του όλου χώρου».
3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας κατόπιν της υπ’ αριθ. 1581/2009 αποφάσεως του ΣΤ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, με την οποία α) παραπέμφθηκε προς επίλυση λόγω σπουδαιότητος το ζήτημα αν στην προκειμένη περίπτωση η πρόβλεψη στα άρθρα 30 παρ. 5 και 41 παρ. 2 του ν. 2160/1993 του τουριστικού λιμένος (μαρίνας) Αρετσούς (Μικρού Εμβόλου) Θεσσαλονίκης, εντός της χερσαίας ζώνης του οποίου φέρεται, κατά τα συνημμένα στον εν λόγω νόμο διαγράμματα, ότι ευρίσκεται το επίμαχο ακίνητο, συνιστά χωροθέτηση της περιοχής ως ζώνης τουριστικού λιμένος και, περαιτέρω, αν η χωροθέτηση αυτή συνιστά ουσιαστικά υλοποίηση της συντετελεσμένης αναγκαστικής απαλλοτριώσεως του ακινήτου τούτου, η οποία αποκλείει την ανάκληση της απαλλοτριώσεως, και β) σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ως άνω πρώτο ζήτημα, παραπέμφθηκε προς επίλυση το ζήτημα της συμφωνίας ή μη προς το Σύνταγμα της δια τυπικού νόμου, και ειδικότερα δια των ανωτέρω άρθρων του ν. 2160/1993, και όχι με την προβλεπόμενη από τον ίδιο νόμο διοικητική διαδικασία, χωροθετήσεως της συγκεκριμένης εκτάσεως ως ζώνης τουριστικού λιμένος.
4. Επειδή, στη δίκη παρεμβαίνει, παραδεκτώς, με δικόγραφο που είχε καταθέσει πριν από τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του ΣΤ΄ Τμήματος, η εταιρεία με την επωνυμία «Εταιρεία Τουριστικής Ανάπτυξης Α.Ε.», η οποία μετονομάσθηκε, με την παρ. 5 του άρθρου 21 του ν. 3878/2010 (ΦΕΚ Α΄ 161), που προστέθηκε με το άρθρο 47 παρ. 2 του ν. 3943/2011 (ΦΕΚ Α΄ 66), σε «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Α.Ε.» και, στη συνέχεια, με το άρθρο 1 της υπ’ αριθ. Δ6Α 1162069ΕΞ2011/28.11.2011 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών – Παιδείας, Δια βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων – Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων – Πολιτισμού και Τουρισμού (ΦΕΚ Β΄ 2779) σε «Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου Α.Ε.» και η οποία έχει ως σκοπό, μεταξύ άλλων, κατά το άρθρο 13 παρ. 1 του ν. 2636/1998 (ΦΕΚ Α΄ 198), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 παρ. 6 του ν. 2837/2000 (ΦΕΚ Α΄ 178), και το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 3270/2004 (ΦΕΚ Α΄ 187), την διοίκηση, διαχείριση και εκμετάλλευση της περιουσίας του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (Ε.Ο.Τ.), στην οποία περιλαμβάνεται και το επίμαχο ακίνητο. Εξ άλλου, παραδεκτώς παρεμβαίνει στην δίκη, με δικόγραφο που κατέθεσε το πρώτον ενώπιον της Ολομελείας του Δικαστηρίου, ο Ε.Ο.Τ., διότι διατηρεί την κυριότητά του επί της περιουσίας του, στην οποία περιλαμβάνεται το προαναφερθέν ακίνητο, εφ’ όσον, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, μόνον η διοίκηση, διαχείριση και εκμετάλλευση αυτής έχει περιέλθει στην ανωτέρω εταιρεία. Συνεπώς, ο προβαλλόμενος, με το κατατεθέν εντός της ταχθείσης από το Δικαστήριο προθεσμίας, από 14.2.2012 υπόμνημα των αιτουσών ισχυρισμός, ότι με βάση τις διατάξεις των άρθρων 13 παρ. 5 περ. ιβ΄ και 23 παρ. 2 του ν. 2636/1998 είναι απαράδεκτη η παρέμβαση του Ε.Ο.Τ., αφού μόνον η «Εταιρεία Τουριστικής Ανάπτυξης Α.Ε.» νομιμοποιείται να διεξάγει δίκες σχετικά με την περιουσία του Ε.Ο.Τ., της οποίας έχει την διαχείριση, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι η δυνατότητα της τελευταίας αυτής εταιρείας να διεξάγει δίκες σχετικές με τα περιουσιακά στοιχεία, των οποίων έχει την διοίκηση και την διαχείριση, δεν αναιρεί το έννομο συμφέρον του Ε.Ο.Τ., ως κυρίου των στοιχείων αυτών, να παρεμβαίνει στις σχετικές με αυτά δίκες (βλ. Σ.τ.Ε. 1980/2005 Ολομ., 951, 1483, 2742/2008, 1203, 1204, 1205, 2197, 2200, 2216/2009, 4023/2010).
5. Επειδή, το άρθρο 25 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989 (ΦΕΚ Α΄ 8) ορίζει ότι «Επιτρέπεται η υποβολή πρόσθετων λόγων με δικόγραφο που κατατίθεται … και κοινοποιείται, επί ποινή απαραδέκτου, δεκαπέντε τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, με επιμέλεια εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. …». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η υποβολή προσθέτων λόγων είναι επιτρεπτή έως την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του αρμοδίου σχηματισμού του Συμβουλίου της Επικρατείας. Μετά την συζήτηση αυτή δεν επιτρέπεται η υποβολή προσθέτων λόγων είτε ενώπιον του αυτού σχηματισμού είτε ενώπιον ανωτέρου σχηματισμού, προς τον οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση εν όλω ή εν μέρει, λόγω σπουδαιότητος ή, προκειμένου περί της Ολομελείας του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος. Τούτο δε, διότι λόγοι οικονομίας της δίκης και σταθερότητας των διοικητικών σχέσεων, με την ταχύτερη επίλυση των αμφισβητήσεων περί την νομιμότητα της προσβληθείσης διοικητικής πράξεως ή παραλείψεως, επιβάλλουν όπως η διοικητική διαφορά οριοθετείται οριστικώς έως την πρώτη, κατ’ ουσίαν, συζήτηση ενώπιον του αρμοδίου σχηματισμού του Δικαστηρίου (βλ. Σ.τ.Ε. 2325/1984 Ολομ., 4820/1984, 291/1995, 286/2011). Εν όψει των ανωτέρω, το από 17.11.2010 δικόγραφο των αιτουσών, το οποίο κατατέθηκε ως δικόγραφο προσθέτων λόγων στην Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 17.11.2010, δηλαδή μετά την πρώτη (κατ’ ουσίαν) συζήτηση της υποθέσεως, η οποία έλαβε χώρα ενώπιον του ΣΤ΄ Τμήματος, και μετά και την δημοσίευση της προαναφερθείσης υπ’ αριθ. 1581/2009 παραπεμπτικής αποφάσεως του εν λόγω Τμήματος, είναι απαράδεκτο κατά το μέρος που με αυτό προβάλλονται νέοι λόγοι ακυρώσεως, μη περιλαμβανόμενοι στο κύριο δικόγραφο, κατά τα λοιπά δε λογίζεται και είναι ληπτέο υπ’ όψη ως υπόμνημα. Ο προβαλλόμενος δε, με το προαναφερθέν από 14.2.2012 υπόμνημα, ισχυρισμός των αιτουσών ότι το ανωτέρω δικόγραφο παραδεκτώς κατατέθηκε ως δικόγραφο προσθέτων λόγων, εφ’ όσον η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, όχι μόνον λόγω σπουδαιότητος τιθεμένου σε αυτήν ζητήματος, αλλά και σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος, δηλαδή, κατά τις αιτούσες, λόγω αρμοδιότητος της Ολομελείας για την επίλυση του ζητήματος της συμφωνίας προς το Σύνταγμα των προαναφερθεισών διατάξεων του ν. 2160/1993, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, διότι και στην περίπτωση της παραπομπής στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου για τον ανωτέρω λόγο η πρώτη κατ’ ουσίαν συζήτηση της υποθέσεως έχει χωρήσει ενώπιον του παραπέμψαντος σχηματισμού, ο οποίος έθεσε και το ζήτημα της αντισυνταγματικότητος με την παραπεμπτική του απόφαση. Εξ άλλου, ερμηνευόμενη υπό την ανωτέρω έννοια η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989, δεν αντίκειται στο άρθρο 20 του Συντάγματος, διότι ο περιορισμός της προβολής προσθέτων λόγων έως την πρώτη κατ’ ουσίαν συζήτηση της υποθέσεως δεν συνιστά περιορισμό του δικαιώματος παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, εφ’ όσον, άλλωστε, οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να προβάλουν επιχειρήματα και ισχυρισμούς ως προς τα τεθέντα με την παραπεμπτική απόφαση ζητήματα με εμπροθέσμως κατατιθέμενο υπόμνημα ενώπιον του προς ον η παραπομπή σχηματισμού. Συνεπώς, ο προβαλλόμενος με το ίδιο ως άνω από 14.2.2012 υπόμνημα των αιτουσών ισχυρισμός ότι το απαράδεκτο της προβολής προσθέτων λόγων μετά την πρώτη συζήτηση συνιστά περιορισμό της δικαστικής προστασίας είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
6. Επειδή, η ανάκληση συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως δεν αποτελεί στάδιο της απαλλοτριωτικής διαδικασίας, ώστε να διέπεται από το ισχύον κατά τον χρόνο της κηρύξεως αυτής νομοθετικό καθεστώς για λόγους ενότητος της διαδικασίας, ούτε και αποτελεί την συνήθη κατάληξη αυτής. Αντιθέτως, η ανάκληση συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως είναι νέα, ενδεχόμενη και εξαιρετική διοικητική διαδικασία, η οποία λαμβάνει χώρα μετά πάροδο μακρού χρόνου και της οποίας η πρόοδος εξαρτάται εκ της μεσολαβήσεως νομικών και πραγματικών γεγονότων (ενεργειών της Διοικήσεως κ.λπ.), τα οποία δεν εντάσσονται στην νομική διαδικασία της απαλλοτριώσεως, αλλά στο στάδιο υλοποιήσεως αυτής. Κατά συνέπεια, η κρίση περί της συνδρομής των προϋποθέσεων ανακλήσεως της συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως πρέπει να διέπεται, κατά τις γενικές αρχές περί διοικητικών πράξεων, από το ισχύον κατά τον χρόνον της εκφοράς της νομοθετικό καθεστώς, ο οποίος είναι ο χρόνος αποδοχής ή απορρίψεως, ρητής ή τεκμαιρομένης, του περί ανακλήσεως αιτήματος του ενδιαφερομένου. Εν προκειμένω, η μεν αναγκαστική απαλλοτρίωση του επιδίκου ακινήτου κηρύχθηκε με την προαναφερθείσα υπ’ αριθ. Α.9422/3534/21.4.1970 κοινή υπουργική απόφαση υπό το προ του ν.δ/τος 797/1971 (ΦΕΚ Α΄ 1) νομικό καθεστώς, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί με τον α.ν. 1731/1939 (όπως αυτός, με τις τροποποιήσεις και συμπληρώσεις του, κωδικοποιήθηκε με το άρθρο μόνον του β.δ/τος της 29/30.4.1953, ΦΕΚ Α΄ 109), η δε τεκμαιρομένη απόρριψη των σχετικών αιτημάτων των αιτουσών για την ανάκληση αυτής έλαβε χώρα στις 13.7.2005 και 15.5.2005, υπό το κράτος δηλαδή ισχύος του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (Κ.Α.Α.Α.), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2882/2001 (ΦΕΚ Α΄ 17). Συνεπώς, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το νομικό καθεστώς, από το οποίο διέπεται η σιωπηρή απόρριψη του αιτήματος των αιτουσών και επί τη βάσει του οποίου είναι εξεταστέα η νομιμότητά της, είναι ο εν λόγω Κώδικας.
7. Επειδή, ο ανωτέρω Κώδικας ορίζει στο άρθρο 12 τα εξής : «1. Συντελεσμένη αναγκαστική απαλλοτρίωση που κηρύχθηκε υπέρ : α) του Δημοσίου, β) νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, γ) Ο.Τ.Α. Α΄ και Β΄ βαθμού, δ) επιχειρήσεων που ανήκουν στο Δημόσιο και σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και ε) οργανισμών κοινής ωφέλειας δύναται να ανακληθεί ολικώς ή μερικώς εφόσον η αρμόδια υπηρεσία κρίνει ότι δεν είναι αναγκαία για την εκπλήρωση του αρχικού ή άλλου σκοπού που χαρακτηρίζεται από το νόμο ως δημόσιας ωφέλειας και αποδέχεται την ανάκληση ο καθ’ ου η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτης. … Εάν το απαλλοτριωμένο ακίνητο χρησιμοποιήθηκε πραγματικά για το σκοπό που απαλλοτριώθηκε και μεταγενεστέρως μόνον έπαψε για οποιονδήποτε λόγο να χρησιμοποιείται, τότε θεωρείται ότι εκπληρώθηκε ο σκοπός της απαλλοτρίωσης και δεν είναι δυνατή η ανάκληση αυτής. Στην περίπτωση αυτή το ακίνητο δύναται να διατεθεί ελεύθερα. 2. Συντελεσμένη απαλλοτρίωση που κηρύχθηκε υπέρ ιδιωτών ή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, με εξαίρεση όσων υπάγονται στην προηγούμενη παράγραφο, ανακαλείται υποχρεωτικώς, ύστερα από αίτηση του καθ’ ου η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτη, η οποία υποβάλλεται μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από την παρέλευση πενταετίας από τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, εφόσον μέσα στην πενταετή αυτή προθεσμία το απαλλοτριωμένο δεν χρησιμοποιήθηκε για την εκπλήρωση του σκοπού της απαλλοτρίωσης ή δεν έχει εκτελεσθεί προς τούτο μέρος των απαιτούμενων εργασιών το οποίο υπερβαίνει, κατ’ αξίαν, το ένα τρίτο. Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται με βάση τις μελέτες που έχουν υποβληθεί και έχουν εγκριθεί. … Η απαλλοτρίωση δύναται να ανακληθεί και πριν παρέλθει πενταετία, εάν η αρμόδια υπηρεσία διαπιστώσει ότι η πραγματοποίηση του σκοπού κατέστη ανέφικτη και ο καθ’ ου η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτης δηλώσει ότι επιθυμεί την ανάκληση. … 3. …».
8. Επειδή, οι αιτούσες φέρονται ως καθολικοί διάδοχοι, αμέσως ή εμμέσως, των αδελφών Βασιλείου και Ολυμπίας Σακάρογλου, οι οποίοι από τα υπάρχοντα στοιχεία (βλ. τον συνοδεύοντα την υπ’ αριθ. Α.9422/3534/21.4.1970 απόφαση περί απαλλοτριώσεως του ακινήτου κτηματολογικό πίνακα, την υπ’ αριθ. 682/1971 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία προσδιορίσθηκε προσωρινή τιμή μονάδος για την αποζημίωση του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, και την υπ’ αριθ. 588/1978 απόφαση του ίδιου Πρωτοδικείου, με την οποία οι ανωτέρω αναγνωρίσθηκαν ως δικαιούχοι της αποζημιώσεως για την απαλλοτρίωση του ακινήτου) φέρεται ότι ήταν συνιδιοκτήτες εξ αδιαιρέτου του επιμάχου ακινήτου (κατά τα 3/8 ο πρώτος και κατά τα 5/8 η δεύτερη) κατά τον χρόνο συντελέσεως της απαλλοτριώσεως αυτού και απεβίωσαν, αντιστοίχως, στις 26.11.1981 και 28.9.2002, δηλαδή μετά την επελθούσα, κατά τα εκτιθέμενα κατωτέρω στη σκέψη δέκα, το 1971 συντέλεση της απαλλοτριώσεως. Με την ιδιότητα αυτή του καθολικού διαδόχου των πρώην ιδιοκτητών του επιδίκου ακινήτου οι αιτούσες ενομιμοποιούντο να ζητήσουν την ανάκληση της απαλλοτριώσεως, υπό την έννοια ότι, ως εκ της εν λόγω ιδιότητός τους, έχουν δικαίωμα προσδοκίας ανακτήσεως της κυριότητος του ανωτέρω ακινήτου σε περίπτωση ανακλήσεως της απαλλοτριώσεως, εφ’ όσον, εάν δεν είχε απαλλοτριωθεί το ακίνητο, θα ήταν, με βάση τα προσκομιζόμενα στοιχεία, εξ αδιαιρέτου ιδιοκτήτες του κατά το ποσοστό που πιθανολογείται ότι, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, θα ήταν καθολικοί διάδοχοι (αμέσως ή εμμέσως) των πρώην ιδιοκτητών (κατά ποσοστό η πρώτη 40/128, η δεύτερη 67/128 και η τρίτη 21/128). Ως εκ τούτου, οι αιτούσες με έννομο συμφέρον ασκούν την κρινόμενη αίτηση, με την οποία ζητούν την ακύρωση της σιωπηρής απορρίψεως του αιτήματός των περί ανακλήσεως της απαλλοτριώσεως του ανωτέρω ακινήτου. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο προβαλλόμενος, με το υποβληθέν εντός της ταχθείσης από το Δικαστήριο προθεσμίας από 9.2.2012 υπόμνημα, ισχυρισμός του Δημοσίου ότι οι αιτούσες δεν νομιμοποιούνται να ασκήσουν την κρινόμενη αίτηση, εφ’ όσον οι φερόμενοι ως συνιδιοκτήτες του επιδίκου ακινήτου κατά τον χρόνο συντελέσεως της απαλλοτριώσεως δεν είχαν έως τον θάνατό τους οχλήσει την Διοίκηση ζητώντας την ανάκληση της απαλλοτριώσεως, ώστε οι αιτούσες, αν είχαν την ιδιότητα των εξ αδιαθέτου κληρονόμων κατά τον χρόνο του θανάτου των συνιδιοκτητών του ακινήτου, να έχουν δικαίωμα προσδοκίας για την απόκτηση του ακινήτου ως κληρονομουμένου. Περαιτέρω, και ο προβαλλόμενος με το ίδιο ως άνω υπόμνημα ισχυρισμός του Δημοσίου ότι εν πάση περιπτώσει δεν υπάρχει ενεργό δικαίωμα προσδοκίας, το οποίο κληρονόμησαν οι αιτούσες, εφ’ όσον έχει παρέλθει άπρακτο χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 20 ετών από την συντέλεση της επίμαχης απαλλοτριώσεως, με συνέπεια να έχει παραγραφεί κάθε σχετικό δικαίωμα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο δε, διότι, ανεξαρτήτως αν μπορεί να θεωρηθεί ότι η αξίωση ανακλήσεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως υπόκειται σε παραγραφή, εν πάση περιπτώσει, ο χρόνος της παραγραφής αυτής δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να αρχίσει από την συντέλεση της απαλλοτριώσεως, εφ’ όσον μια από τις προϋποθέσεις για να κριθεί αν συντρέχει περίπτωση ανακλήσεως συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως αποτελεί η πάροδος μακρού χρονικού διαστήματος από την συντέλεση της απαλλοτριώσεως. Οι Σύμβουλοι, όμως, Ι. Μαντζουράνης, Αικ. Χριστοφορίδου, Π.-Κ. Ευστρατίου, Μ. Γκορτζολίδου, Β. Καλαντζή, Μ. Παπαδοπούλου, Θ. Αραβάνης και Μ. Πικραμένος διετύπωσαν την εξής γνώμη : Η παρατεθείσα στην προηγούμενη σκέψη παρ. 1 του άρθρου 12 του Κ.Α.Α.Α., όπως, άλλωστε, και η παράγραφος 2 αυτού, η οποία αφορά την ανάκληση συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως που κηρύχθηκε υπέρ ιδιωτών ή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου (βλ. και όμοια ρύθμιση στο άρθρο 12 παρ. 2 και 3 του προϊσχύσαντος ν.δ. 797/1971) αναφέρεται μόνον στον καθ’ ου η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτη και όχι σε καθολικό ή ειδικό διάδοχο αυτού, εν αντιθέσει με το άρθρο 2α΄ παρ. 1 και 3 του, προϊσχύσαντος του ν.δ/τος 797/1971, α.ν. 1731/1939, το οποίο προέβλεπε ότι, εάν διαπιστωθεί ότι δεν συντρέχει το στοιχείο της δημοσίας ωφελείας, χάριν της οποίας κηρύχθηκε η αναγκαστική απαλλοτρίωση, είναι δυνατή η ανάκληση της απαλλοτριώσεως και η επιστροφή του απαλλοτριωθέντος «εις τον καθ’ ου η απαλλοτρίωσις ή τον καθολικόν ή ειδικόν αυτού διάδοχον», κατόπιν αιτήσεως «του καθ’ ου η απαλλοτρίωσις ιδιοκτήτου ή του καθολικού ή ειδικού αυτού διαδόχου». Εν όψει τούτου, κατά την έννοια της ανωτέρω παρ. 1 του άρθρου 12 του Κ.Α.Α.Α., νομιμοποιούνται να ζητήσουν την ανάκληση συντετελεσμένης αναγκαστικής απαλλοτριώσεως μόνον τα πρόσωπα που ήταν ιδιοκτήτες του απαλλοτριωθέντος ακινήτου κατά τον χρόνο συντελέσεως της απαλλοτριώσεώς του και όχι άλλα πρόσωπα, τα οποία δεν είχαν κανένα νομικό δεσμό με το ακίνητο κατά τον χρόνον αυτόν, όπως είναι τα πρόσωπα, τα οποία, κατά το αστικό δίκαιο, θα είχαν απλώς δικαίωμα να κληρονομήσουν τους ιδιοκτήτες ή τους κληρονόμους των ιδιοκτητών και στηρίζουν την αξίωσή τους στο υποθετικό γεγονός ότι, εάν δεν είχε απαλλοτριωθεί το ακίνητο, τούτο θα είχε παραμείνει στην κυριότητα των πρώην ιδιοκτητών έως τον θάνατό τους και θα είχε περιέλθει κατά κληρονομική διαδοχή, με τον θάνατο των πρώην ιδιοκτητών ή των κληρονόμων τους, οπωσδήποτε στα ανωτέρω πρόσωπα. Μόνον δε στην περίπτωση, που οι πρώην ιδιοκτήτες υποβάλουν στην Διοίκηση αίτηση περί ανακλήσεως της απαλλοτριώσεως και αποβιώσουν στη συνέχεια, οι κατά τον χρόνο του θανάτου καθολικοί τους διάδοχοι νομιμοποιούνται να ασκήσουν αίτηση ακυρώσεως κατά της αρνήσεως (ρητής ή σιωπηράς) της Διοικήσεως να ανακαλέσει την απαλλοτρίωση ή να συνεχίσουν την σχετική δίκη, αν αυτή είχε αρχίσει πριν από τον θάνατο των πρώην ιδιοκτητών. Συνεπώς, οι αιτούσες δεν ενομιμοποιούντο να ζητήσουν την ανάκληση της επίμαχης απαλλοτριώσεως, εφ’ όσον είναι απλώς συγγενείς των πρώην ιδιοκτητών, οι οποίοι έως τον θάνατό τους δεν είχαν υποβάλει αίτηση περί ανακλήσεως της επίμαχης απαλλοτριώσεως. Ως εκ τούτου, νομίμως η Διοίκηση απέρριψε σιωπηρώς το αίτημα των αιτουσών περί άρσεως της απαλλοτριώσεως και η κρινόμενη αίτηση θα έπρεπε, για το λόγο αυτό, να απορριφθεί.
9. Επειδή, κατά την έννοια των παρατεθεισών στην έβδομη σκέψη διατάξεων του Κ.Α.Α.Α., η ανάκληση αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, κηρυχθείσης, μεταξύ άλλων, υπέρ του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, αφίεται στην διακριτική εξουσία της Διοικήσεως. Και τούτο εν όψει του ότι, με την καταβολή της αποζημιώσεως και την χρησιμοποίηση του ακινήτου για τον σκοπό της απαλλοτριώσεως, η ιδιοκτησία έχει μεταστεί στον υπέρ ου η απαλλοτρίωση και ο αρχικός κύριος έχει αποξενωθεί από αυτήν (πρβλ. την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 14.3.2002, Λήδα Παπαδοπούλου και λοιποί κατά Ελλάδος, αριθ. προσφυγής 53901/00, σε σχέση με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών). Συνεπώς, η Διοίκηση δεν υποχρεούται να κινήσει, επί υποβολής περί τούτου αιτήσεως του ενδιαφερομένου, την διαδικασία περί ανακλήσεως της συντετελεσμένης αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, ασχέτως, κατ’ αρχήν, του χρονικού διαστήματος, το οποίο παρήλθε από της συντελέσεως της απαλλοτριώσεως, δεδομένου ότι ο νόμος δεν τάσσει, σχετικώς, χρονικό περιορισμό. Κατά την έννοια, όμως, των ανωτέρω διατάξεων, δεν αποκλείεται να γεννηθεί υποχρέωση της Διοικήσεως να άρει συντετελεσμένη απαλλοτρίωση, όταν εκδηλώθηκε σαφώς και ανενδοιάστως βούληση να μη χρησιμοποιηθεί το απαλλοτριωθέν για τον σκοπό, για τον οποίο απαλλοτριώθηκε, ή για άλλο σκοπό δημοσίας ωφελείας, καθώς και όταν, εν όψει του επιδιωχθένος με την απαλλοτρίωση σκοπού, παρήλθε μακρό, πέραν του ευλόγου, χρονικό διάστημα και η Διοίκηση ή, εν γένει, εκείνος υπέρ του οποίου κηρύχθηκε η απαλλοτρίωση, αδράνησε αδικαιολόγητα για την πραγματοποίηση του αρχικού σκοπού της απαλλοτριώσεως ή άλλου σκοπού δημοσίας ωφελείας. Εάν, όμως, το απαλλοτριωθέν ακίνητο χρησιμοποιήθηκε για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε ή για άλλο σκοπό δημοσίας ωφελείας, τότε δεν είναι δυνατή η ανάκληση της απαλλοτριώσεως, ακόμη και αν στη συνέχεια έπαυσε, για οποιοδήποτε λόγο, να χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό ή γι’ άλλο σκοπό δημοσίας ωφελείας. Στην περίπτωση αυτή το ακίνητο δύναται να διατεθεί ελευθέρως από το υπέρ ου η απαλλοτρίωση πρόσωπο [βλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 1980, 1981, 3289, 3290, 3291/2005, 1211/2007]. Εξ άλλου, σε περίπτωση που απαλλοτριώθηκε για τον ίδιο σκοπό μείζων έκταση, στην οποία περιλαμβάνονται περισσότερα ακίνητα, προκειμένου να κριθεί αν συγκεκριμένο από τα ακίνητα αυτά χρησιμοποιήθηκε πραγματικά για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε, με συνέπεια να αποκλείεται η ανάκληση της απαλλοτριώσεως αυτού, λαμβάνεται υπ’ όψιν η φύση του έργου, στην κατασκευή του οποίου απέβλεπε η απαλλοτρίωση, και οι εκτελεσθείσες στην μείζονα έκταση εργασίες για την κατασκευή του και δεν απαιτείται αναγκαίως η αξιοποίηση του συγκεκριμένου ακινήτου με την εκτέλεση σε αυτό συγκεκριμένων εργασιών. Η ανάκληση δε συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως αποκλείεται στην περίπτωση, κατά την οποία έχουν αρχίσει οι εργασίες, αλλά δεν έχει ολοκληρωθεί το έργο, στην κατασκευή του οποίου απέβλεπε η απαλλοτρίωση, εφ’ όσον από τις ήδη εκτελεσθείσες εργασίες, ανεξαρτήτως της αξίας τους εν σχέσει με τις συνολικώς απαιτούμενες για την ολοκλήρωση του έργου, συνάγεται σαφής βούληση του υπέρ ου η απαλλοτρίωση να το ολοκληρώσει, καθώς και στην περίπτωση, κατά την οποία, από τη φύση του ήδη κατασκευασθέντος έργου, δεν αποκλείεται η στο μέλλον χρησιμοποίηση του τμήματος της απαλλοτριωθείσης εκτάσεως, η οποία δεν έχει ακόμη αξιοποιηθεί, για την επέκταση ή τον εκσυγχρονισμό του έργου. Επιχείρημα υπέρ της απόψεως αυτής συνάγεται και από το γράμμα της διατάξεως της παραγράφου 2 του άρθρου 12 του Κ.Α.Α.Α., η οποία, προκειμένου περί απαλλοτριώσεως, που κηρύχθηκε υπέρ ιδιώτη ή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, ως προϋπόθεση για την ανάκληση συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως προβλέπει και την μη εκτέλεση μέρους (υπερβαίνοντος το ένα τρίτο της συνολικής αξίας του έργου) των εργασιών που απαιτούνται για την ολοκλήρωση του έργου [πρβλ. το άρθρο 2α΄ παρ. 2 περ. α΄ του α.ν. 1731/1939, το οποίο περιελάμβανε παρόμοια ρύθμιση ισχύουσα, όμως, για όλες τις απαλλοτριώσεις, είτε είχαν κηρυχθεί υπέρ του Δημοσίου είτε υπέρ άλλου νομικού ή και φυσικού προσώπου], ενώ, αντιθέτως, τέτοια προϋπόθεση δεν θεσπίζεται προκειμένου περί συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως κηρυχθείσης υπέρ του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου.
10. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής : Η κηρυχθείσα με την προαναφερθείσα υπ’ αριθ. Α.9422/3534/21.4.1970 κοινή υπουργική απόφαση απαλλοτρίωση του επιμάχου ακινήτου συντελέσθηκε το έτος 1971 με την παρακατάθεση της αποζημιώσεως, που είχε καθορισθεί με την υπ’ αριθ. 682/1971 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (σχετική ανακοίνωση στο ΦΕΚ Δ΄ 146/1.7.1971). Στη συνέχεια, με την υπ’ αριθ. Α.32734/10068/5.1.1973 κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Αναπληρωτή Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Δ΄ 10) κηρύχθηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση επί πλέον, παρακειμένης στην προηγούμενη, εκτάσεως 2.950 τ.μ. στην ίδια περιοχή, υπέρ και με δαπάνη του Ε.Ο.Τ. «προς τον σκοπόν επεκτάσεως των εγκαταστάσεων της παρά το Μικρόν Έμβολον Θεσσαλονίκης “Μαρίνας”». Οι απαλλοτριωθείσες με τις ανωτέρω αποφάσεις εκτάσεις, μεγάλο τμήμα του εδάφους των οποίων είναι επικλινές, προστέθηκαν σε μείζονα έκταση, που είχε περιέλθει επίσης στην κυριότητα του Ε.Ο.Τ., προκειμένου να πραγματοποιήσει σχέδιο για την κατασκευή και λειτουργία τουριστικού λιμένος (μαρίνας) στην περιοχή. Στην προοριζόμενη για την δημιουργία της μαρίνας έκταση περιλαμβάνεται και έκταση, η οποία προήλθε από επιχωμάτωση του παλαιού αιγιαλού και θαλασσίου χώρου και εκτείνεται και έμπροσθεν του επιμάχου ακινήτου. Στην προελθούσα από την επιχωμάτωση αυτή έκταση κατασκευάσθηκαν σταδιακώς οι χερσαίες εγκαταστάσεις της μαρίνας, η οποία άρχισε να λειτουργεί από την δεκαετία του 1980, όπως δέχονται και οι αιτούσες (βλ. σελ. 3 του δικογράφου της κρινομένης αιτήσεως : «η κατασκευή της Μαρίνας έχει περατωθεί ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 και λειτουργεί από τότε»). Η προελθούσα από τις επιχωματώσεις έκταση περιεκλείσθη με περίφραξη και κατασκευάσθηκε οδός, η οποία χωρίζει την έκταση αυτή από το πρανές, επί του οποίου ευρίσκεται, μεταξύ άλλων, το επίμαχο ακίνητο, το οποίο έχει πρόσωπο επί της προβλεπομένης από το ρυμοτομικό σχέδιο της περιοχής οδού Νικολάου Πλαστήρα. Με την υπ’ αριθ. 509169/35/21.3.1986 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας και του Υφυπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β΄ 200) εγκρίθηκε παράρτημα υπ’ αύξοντα αριθμό 14 του Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Μαρινών (εγκριθέντος με την υπ’ αριθ. 515316/22.4.1981 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως και Εμπορικής Ναυτιλίας και του Υφυπουργού Οικονομικών, ΦΕΚ Β΄ 265). Στο δεύτερο κεφάλαιο, υπό στοιχείο Ε΄, του εν λόγω παραρτήματος ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με την επίμαχη μαρίνα και ειδικότερα στην παρ. 1 περ. α΄ του άρθρου 1 (υπό το ως άνω στοιχείο Ε΄) προβλέπεται ότι η μαρίνα αυτή περιλαμβάνει «χερσαίο χώρο ο οποίος ευρίσκεται μεταξύ της παραλιακής οδού [εννοείται η οδός Νικ. Πλαστήρα] μέχρι των κρηπιδωμάτων της Μαρίνας μετά της πευκοφύτου περιοχής και των πάσης φύσεως κατασκευών και εγκαταστάσεων», προς προσδιορισμό δε των ορίων του χερσαίου χώρου της μαρίνας η παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου 1 παραπέμπει στο υπ’ αριθ. «657/4/21887/11.6.1969 τοπογραφικό διάγραμμα των Τεχνικών Υπηρεσιών του Ε.Ο.Τ.» (παρ. 2), δηλαδή στο ίδιο διάγραμμα (από προφανή απλώς παραδρομή μνημονευόμενο με ημερομηνία 11.6.1969 αντί 11.2.1969) το οποίο αναφέρεται και στην απόφαση περί απαλλοτριώσεως του επιδίκου ακινήτου, καθώς και στην προαναφερθείσα μεταγενέστερη υπ’ αριθ. Α.32734/10068/5.1.1973 υπουργική απόφαση, με την οποία κηρύχθηκε απαλλοτρίωση και άλλης εκτάσεως προς τον σκοπό της επεκτάσεως των εγκαταστάσεων της ανωτέρω μαρίνας.
11. Επειδή, στη συνέχεια δημοσιεύθηκε ο ν. 2160/1993 (ΦΕΚ Α΄ 118), στο κεφάλαιο Γ΄ (άρθρα 29-37) του οποίου ρυθμίσθηκαν για πρώτη φορά τα σχετικά με την δημιουργία και λειτουργία τουριστικών λιμένων (μαρινών) ζητήματα. Ειδικότερα, ο νόμος αυτός ορίζει στο άρθρο 30 παρ. 5 ότι «Εγκρίνονται από της ισχύος του παρόντος νόμου στις ακόλουθες θέσεις και περιοχές η χωροθέτηση, τα όρια της χερσαίας ζώνης, οι προσχώσεις, καθώς και οι χρήσεις γης και οι όροι και περιορισμοί δόμησης όπως εμφαίνονται στο συνημμένο παράρτημα ΙΙ του άρθρου 41 του παρόντος νόμου, για τη δημιουργία των κάτωθι τουριστικών λιμένων. Οι ρυθμίσεις αυτές, για καθεμία περίπτωση που χωροθετείται, εμφαίνονται σε πρωτότυπα διαγράμματα με κλίμακα 1:1000, που δημοσιεύονται στο άρθρο 41 του παρόντος νόμου. Οι θέσεις και περιοχές που εγκρίνονται με την παρούσα παράγραφο είναι : α. ΑΡΕΤΣΟΥ ΚΑΛΑΜΑΡΙΑΣ β. …». Στο παράρτημα δε ΙΙ του άρθρου 41 του ίδιου ως άνω νόμου, υπό στοιχείο α, θεσπίζονται οι επιτρεπόμενες χρήσεις γης και οι όροι και περιορισμοί δομήσεως στον τουριστικό λιμένα «ΑΡΕΤΣΟΥ ΚΑΛΑΜΑΡΙΑΣ», ενώ στο διάγραμμα που προσαρτάται στο εν λόγω παράρτημα ΙΙ εμφαίνεται η χερσαία ζώνη της ανωτέρω μαρίνας, εντός της οποίας περιλαμβάνεται το επίδικο ακίνητο (βλ. ιδίως την σελ. 3780 του φύλλου της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, στο οποίο έχει δημοσιευθεί ο ανωτέρω ν. 2160/1993).
12. Επειδή, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η μαρίνα, για την εξυπηρέτηση των αναγκών της οποίας απαλλοτριώθηκε, μεταξύ άλλων, και το επίμαχο ακίνητο, έχει ήδη κατασκευασθεί και λειτουργεί από πολλών ετών. Εν όψει τούτου, εκπληρώθηκε ο σκοπός, για τον οποίο είχε κηρυχθεί η απαλλοτρίωση του ανωτέρω ακινήτου και, ως εκ τούτου, δεν συντρέχει περίπτωση ανακλήσεως αυτής. Το γεγονός δε ότι δεν έχει γίνει καμία συγκεκριμένη εργασία στο εν λόγω ακίνητο και ότι τούτο παραμένει στην ίδια πραγματική κατάσταση όπως κατά τον χρόνο κηρύξεως και συντελέσεως της απαλλοτριώσεως δεν ασκεί καμία επιρροή από της εξεταζομένης απόψεως. Τούτο αφ’ ενός μεν διότι, ως εκ της φύσεως της μαρίνας, έργου αποβλέποντος στην αναψυχή του κοινού, στην έννοιά της περιλαμβάνονται κατ’ ανάγκην κάποιες ακάλυπτες εκτάσεις όχι μόνον για την τοποθέτηση σκαφών ή την στάθμευση των αυτοκινήτων των χρησιμοποιούντων τις εγκαταστάσεις της μαρίνας, αλλά και για την εξασφάλιση ελευθέρου από κτίσματα περιβάλλοντος χώρου προς βελτίωση της αισθητικής της μαρίνας και διαμόρφωση χώρων πρασίνου, περιπάτου και αναψυχής, η απόφαση δε για την έκταση που θα έχει ο περιβάλλων αυτός χώρος και τον τρόπο διαμορφώσεώς του, αναγομένη σε ουσιαστική κρίση του έχοντος την διαχείριση της μαρίνας προσώπου, δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Αφ’ ετέρου στην προκειμένη περίπτωση από την διατύπωση της αποφάσεως περί απαλλοτριώσεως του επιμάχου ακινήτου – η οποία έχει διαφύγει από μακρού τον ευθύ δικαστικό έλεγχο και το κύρος της οποίας, ως ατομικής διοικητικής πράξεως, δεν μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο της παρούσης δίκης – προκύπτει ότι η απαλλοτριωθείσα έκταση δεν προοριζόταν να χρησιμοποιηθεί κατ’ ανάγκην μόνον για την εκτέλεση των προγραμματισθέντων έργων της υπό μελέτη, τότε, μαρίνας (χερσαίων εγκαταστάσεων αυτής και απολύτως αναγκαίου για την λειτουργικότητα των εν λόγω εγκαταστάσεων περιβάλλοντος χώρου), αλλά, λαμβανομένου υπ’ όψη και του γεγονότος ότι το έδαφος μεγάλου τμήματος της εκτάσεως αυτής, όπως δέχονται και οι αιτούσες, είναι επικλινές, προοριζόταν να εξυπηρετήσει και «την αρτίαν εμφάνισιν του όλου χώρου», με την εξασφάλιση, προφανώς, κατά το δυνατόν μεγαλυτέρου περιβάλλοντος για τις εγκαταστάσεις της μαρίνας χώρου. Εν όψει των ανωτέρω, από την άποψη της εκπληρώσεως του σκοπού της επίμαχης απαλλοτριώσεως δεν ασκεί επιρροή ούτε το γεγονός ότι έχει κατασκευασθεί περίφραξη, εντός της οποίας περιλαμβάνεται μόνον η έκταση της μαρίνας που έχει προέλθει από τις επιχωματώσεις και η οποία χωρίζει την έκταση αυτή από το πρανές, επί του οποίου ευρίσκεται το επίμαχο ακίνητο, ούτε το γεγονός ότι έχει κατασκευασθεί οδός μεταξύ της περιφράξεως αυτής και του πρανούς, η οποία, όπως συνάγεται από τα στοιχεία του φακέλου, είναι εσωτερική οδός προς εξυπηρέτηση των αναγκών κυκλοφορίας εντός της μείζονος εκτάσεως, που προορίζεται για την αναψυχή του κοινού. Εξ άλλου, το γεγονός ότι ενδεχομένως υπάρχουν εντός της φερομένης ως χερσαίας ζώνης της μαρίνας ακίνητα, τα οποία εξακολουθούν να ανήκουν σε ιδιώτες, δεν συνεπάγεται υποχρέωση της Διοικήσεως να επιστρέψει στις αιτούσες το επίμαχο ακίνητο. Συνεπώς, όλα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση προς στήριξη του ισχυρισμού των αιτουσών ότι δεν έχει πραγματοποιηθεί ο σκοπός για τον οποίο κηρύχθηκε η απαλλοτρίωση του επιμάχου ακινήτου, παρά το γεγονός ότι έχει παρέλθει πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα από την συντέλεση της απαλλοτριώσεως, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Τέλος, εφ’ όσον η μαρίνα, για την εξυπηρέτηση των εν ευρεία εννοία αναγκών της οποίας απαλλοτριώθηκε το επίδικο ακίνητο, έχει κατασκευασθεί, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η διοίκηση και διαχείριση αυτής έχει ήδη περιέλθει σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, διότι, σύμφωνα με τα εδάφια γ΄ και δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 12 του Κ.Α.Α.Α., εάν ο σκοπός της απαλλοτριώσεως έχει εκπληρωθεί, ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση μπορεί πλέον να διαθέσει ελευθέρως το ακίνητο, επομένως και να παραχωρήσει την διοίκηση και διαχείριση αυτού σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως ότι η περιέλευση της διοικήσεως και διαχειρίσεως της μαρίνας στην ήδη παρεμβαίνουσα εταιρεία «Ε.Τ.Α. Α.Ε.», η οποία είναι ιδιωτικός οργανισμός και όχι επιχείρηση ανήκουσα στο Δημόσιο, αφού το Δημόσιο συμμετέχει σε αυτήν μόνον κατά ποσοστό 34%, περιάγει την επίδικη απαλλοτρίωση σε ιδιότυπη απαλλοτρίωση υπέρ ιδιώτη και συνιστά καταστρατήγηση του νόμου, αφού το θεσμικό πλαίσιο άρσεως συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως είναι διαφορετικό για τις δύο περιπτώσεις, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι με την ανάθεση της διοικήσεως και διαχειρίσεως της μαρίνας στην ανωτέρω εταιρεία ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση Ε.Ο.Τ. δεν αποξενώνεται από την κυριότητά του επί του επιδίκου ακινήτου. Εξ άλλου, εν όψει του πραγματικού της συγκεκριμένης υποθέσεως, από το οποίο, όπως έχει ήδη εκτεθεί, προκύπτει ότι έχει εκπληρωθεί ο σκοπός της επίμαχης συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως, είναι νομικώς αδιάφορο, από της απόψεως της δυνατότητος ανακλήσεως αυτής, αν το απαλλοτριωθέν ακίνητο περιλαμβάνεται ή όχι εντός της χερσαίας ζώνης της μαρίνας σε μεταγενέστερα της κατασκευής της χωροταξικά ή πολεοδομικά σχέδια ή ποια χρήση προβλέπεται γι’ αυτό στα εν λόγω σχέδια ή αν θα μπορούσε να περιληφθεί στη χερσαία ζώνη μαρίνας σύμφωνα με τις αφορώσες τις μαρίνες πάγιες διατάξεις του ν. 2160/1993.
13. Επειδή, κατά τα προεκτεθέντα, εφ’ όσον η μαρίνα έχει ήδη κατασκευασθεί και η απαλλοτρίωση του επιδίκου ακινήτου είχε κηρυχθεί προς εξυπηρέτηση των εν ευρεία εννοία αναγκών της, δεν συντρέχει περίπτωση ανακλήσεως της εν λόγω απαλλοτριώσεως. Εν όψει τούτου, στο πλαίσιο της προκειμένης δίκης είναι νομικώς αδιάφορο αν η πρόβλεψη της επίμαχης μαρίνας στον ν. 2160/1993 συνιστά ή όχι χωροθέτηση αυτής. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι με τις διατάξεις του ν. 2160/1993, που αφορούν την εν λόγω μαρίνα, δεν εχώρησε το πρώτον χωροθέτηση αυτής, δηλαδή καθορισμός για πρώτη φορά της ευρύτερης περιοχής ως χώρου για την δημιουργία τουριστικού λιμένος (μαρίνας), αλλά, εν όψει του ότι είχε ήδη κατασκευασθεί και λειτουργούσε στην περιοχή αυτή μαρίνα, εχώρησε απλώς καταγραφή της εν λόγω μαρίνας και των ορίων της, όπως αυτά προέκυπταν από τις διάφορες αποφάσεις, με τις οποίες είχε διατεθεί στον Ε.Ο.Τ. η ευρύτερη περιοχή για την κατασκευή της – μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η απόφαση περί κηρύξεως της απαλλοτριώσεως του επιδίκου ακινήτου – και τα συνοδεύοντα τις εν λόγω αποφάσεις διαγράμματα, καθώς και από το διάγραμμα που συνόδευε το προαναφερθέν παράρτημα 14 του Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Μαρινών. Η καταγραφή δε αυτή θεωρήθηκε, προφανώς, αναγκαία από τον νομοθέτη, προκειμένου η συγκεκριμένη μαρίνα να υπαχθεί στις ρυθμίσεις του ανωτέρω νόμου, που αφορούν την διοίκηση και διαχείριση των τουριστικών λιμένων, τις επιτρεπόμενες σ’ αυτούς χρήσεις γης και τους ισχύοντες για την εντός αυτών δόμηση όρους και περιορισμούς. Τέλος, εφ’ όσον με τον προαναφερθέντα ν. 2160/1993 δεν έγινε χωροθέτηση της επίμαχης μαρίνας, δεν τίθεται ζήτημα αντιθέσεως των αφορωσών την εν λόγω μαρίνα διατάξεών του προς συνταγματικές διατάξεις από την άποψη της θεσπίσεως της χωροθετήσεως κατά τρόπο αντιβαίνοντα σε αυτές, δηλαδή απ’ ευθείας με τον νόμο και όχι με την συνήθη διοικητική διαδικασία χωροθετήσεως, που προβλέφθηκε με τον ίδιο ως άνω νόμο.
14. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να γίνουν δεκτές οι ασκηθείσες παρεμβάσεις.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
Δέχεται τις ασκηθείσες παρεμβάσεις.
Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου.
Επιβάλλει στις αιτούσες την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ, της παρεμβαινούσης εταιρείας με την επωνυμία «Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου Α.Ε.», η οποία ανέρχεται σε χίλια εκατό (1.100) ευρώ, και του παρεμβαίνοντος νομικού προσώπου «Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού», η οποία ανέρχεται σε εξακόσια σαράντα (640) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 22 Ιουνίου 2012
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδος   Η Γραμματέας
 
Σωτ. Αλ. Ρίζος Μ. Παπασαράντη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 17ης Ιανουαρίου 2014.
  Ο Πρόεδρος   Η Γραμματέας
 
Σωτ. Αλ. Ρίζος Μ. Παπασαράντη