Αριθμός 1481/2008
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ ΣΤ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Ιανουαρίου 2008, με την εξής σύνθεση: Θ. Χατζηπαύλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του ΣΤ΄ Τμήματος, Μ. Καραμανώφ, Σπ. Παραμυθιώτης, Σύμβουλοι, Α. Σταθάκης, Κ. Φιλοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Β. Ραφαηλάκη, Γραμματέας του ΣΤ΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 10 Μαΐου 2003 αίτηση :
του Δημητρίου Φράγκου του Αναστασίου, κατοίκου Αθηνών, οδός Πλουτάρχου αρ. 5, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Φ. Χατζηφώτη (Α.Μ. 12571), που τον διόρισε στο ακροατήριο,
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Φωτεινή Δεδούση, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 5258/2002 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Σπ. Παραμυθιώτη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (σχετ. τα υπ’ αριθμ. 602019-21/2003 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 5258/2002 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών η οποία εκδόθηκε μετά την αναίρεση, με την υπ’ αριθμ. 2692/2001 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, της υπ’ αριθμ. 4213/1999 αποφάσεως του ιδίου δικαστηρίου. Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έγινε δεκτή έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ’ αριθμ. 14092/1996 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και, τελικώς εν μέρει δεκτή αγωγή που ο αναιρεσείων είχε ασκήσει κατά του Ελληνικού Δημοσίου και είχε ζητήσει να του καταβληθεί ως αποζημίωση κατά το άρθρο 105 του Εις.Ν.Α.Κ. το συνολικό ποσό των 256.632.000 δραχμών για την αποκατάσταση της ζημίας καθώς και της ηθικής βλάβης που, κατά τους προβληθέντες ισχυρισμούς του υπέστη λόγω της μη επανεκλογής του ως βουλευτή κατά τις Γενικές Βουλευτικές Εκλογές της 10ης Οκτωβρίου 1993 που οφειλόταν στην κατανομή των βουλευτικών εδρών της εκλογικής του περιφερείας.
3. Επειδή, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 και 6 του π.δ. 361/2001 (Α΄ 244) προκύπτει ότι οι διαφορές που αναφύονται από την εφαρμογή της νομοθεσίας που ρυθμίζει την ευθύνη του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση, για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας (άρθρα 105 και 106 Εισ. Ν.Α.Κ.), υπάγονται στο Α΄ Τμήμα του Δικαστηρίου. Εκδικάζονται, όμως, από το Στ΄ Τμήμα του Δικαστηρίου οι αγωγές αποζημιώσεως που αφορούν διαφορές, οι οποίες αναφύονται από την εφαρμογή της νομοθεσίας για τις κάθε είδους αποδοχές (δεδουλευμένες ή μη) και χρηματικές αξιώσεις που συνδέονται με την πρόσληψη, υπηρεσιακή κατάσταση και λύση της σχέσης του προσωπικού γενικά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Σ.τ.Ε. 3318/2006 Ολομ.). Εξάλλου, η αξίωση ικανοποιήσεως για ηθική βλάβη που υπέστη υπάλληλος του Δημοσίου, ο.τ.α. ή ν.π.δ.δ. από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις οργάνων του που αφορούν στην υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου, εφόσον η ηθική βλάβη προκαλείται από αδικοπραξία που συνάπτεται με θέμα υπηρεσιακής καταστάσεως εκδικάζεται, επίσης, από το Στ΄ Τμήμα του Δικαστηρίου (Σ.τ.Ε. 3472/2007 Ολομ.).
4. Επειδή, ο αναιρεσείων με την ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών ασκηθείσα αγωγή του είχε επιδιώξει: i. Την αποκατάσταση θετικής ζημίας, ανερχομένης σε 10.000.000 δρχ. για έξοδα μισθώσεως, οργανώσεως και λειτουργίας εκλογικών γραφείων. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση διότι δεν είχε προβληθεί με το δικόγραφο της αγωγής αλλά με δικόγραφο προσθέτων λόγων. ii. Την ανόρθωση αποθετικής ζημίας που συνίσταται στη στέρηση της λήψεως α) της μηνιαίας βουλευτικής αποζημιώσεως, ανερχομένης σε 9.800.000 ετησίως β) του επιδόματος οργανώσεως γραφείου, ανερχομένου σε 2.460.000 ετησίως γ) του ποσού των 720.000 δρχ. ετησίως που αντιστοιχεί σε ταχυδρομικά τέλη δ) του ποσού των 1.200.000 δρχ. ετησίως που αντιστοιχεί σε έξοδα κινήσεως ε) της αποζημιώσεως για συμμετοχή σε Κοινοβουλευτικές Επιτροπές που αντιστοιχεί σε 1.200.000 ετησίως στ) των υπηρεσιών συνεργάτου και αστυνομικού, των οποίων οι αποδοχές ανέρχονται σε 12.000.000 δρχ. ετησίως και ζ) των ατελειών του Ζ΄/1975 ψηφίσματος ποσού 600.000 δρχ. ετησίως. και iii. την χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ανερχομένης σε 200.000.000 δρχ.). Εν όψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε στις 16.5.2003, δηλαδή μετά την έναρξη της ισχύος του π.δ/τος 361/2001 (7.1.2002), και αναφέρεται σε διαφορά από αποδοχές δημοσίου λειτουργού (βουλευτή) ανήκει στην αρμοδιότητα του Στ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου.
5. Επειδή, από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτουν τα εξής: Κατ’ αρχάς, το δικάσαν δικαστήριο, ερμηνεύοντας το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., έκρινε ότι, η υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω παρανόμων πράξεων ή παραλείψεων των οργάνων του αίρεται μόνο στην περίπτωση που η γενεσιουργός της ζημίας πράξη ή παράλειψη έλαβε χώρα κατά παράβαση διατάξεως, η οποία έχει θεσπισθεί αποκλειστικώς χάριν του γενικού συμφέροντος, όχι δε και στην περίπτωση που η παραβιασθείσα διάταξη αποβλέπει, παράλληλα με την προστασία του γενικού συμφέροντος, και στην προστασία δικαιώματος ή συμφέροντος των κατ’ ιδίαν προσώπων. Για τη θεμελίωση ευθύνης του Δημοσίου προς αποζημίωση, όταν η παραβιασθείσα διάταξη δεν έχει τεθεί αποκλειστικώς χάριν του γενικού συμφέροντος, απαιτείται περαιτέρω να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της κατά τα ανωτέρω παράνομης πράξεως ή παραλείψεως των οργάνων του και της επελθούσης ζημίας. Περαιτέρω, ερμηνεύοντας το άρθρο 54 παρ. 2 του Συντάγματος 1975(1986) κατά το οποίο «Ο αριθμός των βουλευτών κάθε εκλογικής περιφέρειας ορίζεται με προεδρικό διάταγμα, με βάση το νόμιμο πληθυσμό της περιφέρειας, όπως αυτός προκύπτει από την τελευταία απογραφή» έκρινε ότι η συνταγματική αυτή διάταξη, με την οποία εξειδικεύεται, μεταξύ άλλων, η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, παράλληλα με την προστασία του γενικού συμφέροντος, δηλαδή τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του αντιπροσωπευτικού συστήματος, έχει θεσπιστεί και για την προστασία του δικαιώματος των καθ’ έκαστον πολιτών να συμμετέχουν στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας, έκφραση του οποίου αποτελεί και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι. Ως εκ τούτου, η παραβίαση της ανωτέρω διατάξεως από κρατικά όργανα, με πράξεις ή παραλείψεις τους, κατά την ενάσκηση της ανατεθείσης σ’ αυτά δημόσιας εξουσίας, δύναται να στοιχειοθετήσει υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 του Εισ. Ν.Α.Κ.
6. Επειδή, με την ίδια απόφαση έγιναν περαιτέρω δεκτά τα εξής: Με το π.δ/μα 488/1989 (Α΄ 209) ορίσθηκε η διενέργεια γενικής απογραφής του πληθυσμού και της οικοτεχνίας εντός του έτους 1991 και με την 18894/Γ.3582/28.9.1989 κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Αμύνης, Εξωτερικών, Εσωτερικών, Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Β΄ 721) ορίσθηκε η διενέργεια απογραφής πληθυσμού, κατοικιών και οικοτεχνίας την 17η Μαρτίου 1991. Πριν όμως κυρωθούν και δημοσιευθούν τα αποτελέσματα της εν λόγω απογραφής εξεδόθη το π.δ/μα 352/10-11.9.1993 (Α΄ 151), με το οποίο διαλύθηκε η Βουλή της Ζ΄ Βουλευτικής Περιόδου και προκηρύχθηκαν βουλευτικές εκλογές για την 10η Οκτωβρίου 1993. Ακολούθησε η δημοσίευση του π.δ/τος 381/17.9.1993 (Α΄ 162), με το οποίο έγινε η κατανομή των βουλευτικών εδρών βάσει της προηγουμένης απογραφής του έτους 1981, για τον λόγο, που ρητά αναφέρεται στο προοίμιο του, ότι τα αποτελέσματα της απογραφής του έτους 1991 δεν είχαν ακόμη κυρωθεί και δημοσιευθεί λόγω μη ολοκληρώσεως του ελέγχου που είχε ζητήσει ο αρμόδιος Υπουργός. Μετά τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών κατά την ορισθείσα κατά τα ανωτέρω ημερομηνία ο εκκαλών (ήδη αναιρεσείων), ο οποίος είχε ανακηρυχθεί πρώτος αναπληρωματικός βουλευτής του συνδυασμού του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας στο Νομό Αττικής, άσκησε, μαζί με άλλους, ένσταση κατά του κύρους των εκλογών, επί της οποίας εκδόθηκε η 21/1994 απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι το προαναφερόμενο π.δ/μα 381/1993 περί κατανομής των βουλευτικών εδρών, το οποίο βασίσθηκε στην προηγούμενη απογραφή του έτους 1981 και όχι στη νεώτερη του έτους 1991, αντίκειται στο άρθρο 54 παρ. 2 του Συντάγματος και είναι ανίσχυρο κατά το μέρος που καθορίσθηκαν για ορισμένες περιφέρειες, όπως εκείνες του Νομού Αττικής, στην οποία έθεσε υποψηφιότητα ο εκκαλών, λιγότερες έδρες από εκείνες που αναλογούσαν με βάση τον προκύπτοντα από την απογραφή του έτους 1991 πληθυσμό τους. Κατόπιν τούτου ο εκκαλών με την ως άνω αγωγή του ζήτησε, κατ’ επίκληση του άρθρου 105 Εισ. Ν. ΑΚ., να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να του καταβάλει το ποσό των 256.632.000 δρχ. ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας, καθώς και της ηθικής βλάβης που υπέστη λόγω της μη επανεκλογής του ως βουλευτή, οφειλομένης, κατ’ αυτόν, στο γεγονός ότι, επειδή για τον καθορισμό των βουλευτικών εδρών κάθε εκλογικής περιφέρειας το π.δ/μα 381/1993 στηρίχθηκε στα αποτελέσματα της απογραφής του έτους 1981, και όχι, όπως έπρεπε, σύμφωνα με το άρθρο 54 παρ. 2 του Συντάγματος, σ’ εκείνα της νεώτερης απογραφής του έτους 1991, καθορίσθηκαν για την περιφέρεια του Νομού Αττικής δύο έδρες λιγότερες από εκείνες που αναλογούσαν σ’ αυτήν με βάση τον προκύπτοντα από την τελευταία απογραφή πληθυσμό της, με συνέπεια το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας να λάβει, με βάση τις ψήφους που συγκέντρωσε στις εκλογές, δύο έδρες αντί για τέσσερις. Η αγωγή αυτή απορρίφθηκε με την πρωτόδικη απόφαση ως αβάσιμη. Και τούτο διότι έγινε, καταρχήν, δεκτό ότι η διάταξη του άρθρου 54 παρ. 2 του Συντάγματος έχει τεθεί αποκλειστικώς χάριν του δημοσίου συμφέροντος και ως εκ τούτου η παραβίαση αυτής με το προαναφερόμενο π.δ/μα 381/1993 περί κατανομής των βουλευτικών εδρών δεν γεννά ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση. Εξάλλου, με την ίδια απόφαση, κρίθηκε περαιτέρω ότι, ακόμη και με την εκδοχή ότι η παραβίαση της ανωτέρω συνταγματικής διατάξεως δημιουργεί καταρχήν ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν θεμελιώνεται αξίωση του εκκαλούντος προς αποζημίωση, αφού η αντίθεση του π.δ/τος 381/1993 προς το Σύνταγμα δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια προς το βλαπτικό για αυτόν αποτέλεσμα (μη εκλογή του ως βουλευτή). Και αυτό διότι αν η κατανομή των βουλευτικών εδρών είχε γίνει νομίμως βάσει της τελευταίας απογραφής (έτους 1991) θα είχε διαφοροποιηθεί (αυξηθεί) ο αριθμός των βουλευτικών εδρών της συγκεκριμένης περιφέρειας, αλλά και τα πρόσωπα των υποψηφίων βουλευτών, και ως εκ τούτου θα ήταν άγνωστα τα αποτελέσματα τόσον μεταξύ των κομμάτων όσον και εντός αυτών και συνεπώς ενδεχόμενη και όχι βέβαιη η εκλογή του εκκαλούντος. Η πρωτόδικη κρίση επικυρώθηκε με την 4213/1999 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, πλην, όμως, με την Σ.τ.Ε. 2692/2001 αναιρέθηκε η 4213/1999 απόφαση για δύο λόγους: α) διότι η διάταξη του άρθρου 54 παρ. 2 του Συντάγματος έχει θεσπισθεί όχι μόνον χάριν του γενικού συμφέροντος αλλά και για την προστασία του δικαιώματος των καθ’ έκαστον πολιτών να συμμετέχουν στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας β) διότι η ενδεχόμενη και υποθετική εξέλιξη των γεγονότων δεν αναιρεί την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ παράνομης πράξεως ή παραλείψεως και επελθούσης ζημίας..
7. Επειδή, το δικάσαν δικαστήριο, εναρμονιζόμενο προς όσα κρίθηκαν με την ως άνω απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ότι η διάταξη του άρθρου 54 παρ. 2 του Συντάγματος έχει θεσπισθεί όχι μόνον χάριν του γενικού συμφέροντος, αλλά και προς προστασία των καθ’ έκαστον πολιτών να συμμετέχουν στην άσκηση της δημοσίας εξουσίας, έκφραση του οποίου αποτελεί και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, με την προσβαλλομένη απόφασή του έκρινε ότι η παραβίαση της εν λόγω συνταγματικής διατάξεως με το π.δ/μα 381/1993 περί κατανομής των βουλευτικών εδρών θεμελιώνει στην προκειμένη περίπτωση ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση του εκκαλούντος, καθ’ όσον η εκλογή αυτού, εάν δεν είχε εμφιλοχωρήσει η ανωτέρω παραβίαση, ήταν βέβαιη ενόψει των προεκτεθέντων συγκεκριμένων πραγματικών δεδομένων (κατάληψη υπ’ αυτού της τρίτης θέσεως μεταξύ των υποψηφίων του κόμματος του στις εκλογές της 10.10.1993 και ανακήρυξή του ως πρώτου αναπληρωματικού βουλευτή) και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ενδεχόμενη και υποθετική εξέλιξη των γεγονότων. Ενόψει τούτου, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και προέβη στην κατ’ ουσίαν εξέταση της αγωγής.
8. Επειδή, το δικάσαν την ως άνω αγωγή διοικητικό εφετείο, δέχθηκε τα εξής: Κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 105 του Εισ. Ν. Α.Κ., σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 298 του Αστικού Κώδικα, η αποζημίωση την οποία οφείλει το Δημόσιο, λόγω παρανόμων πράξεων ή παραλείψεων των οργάνων του, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της παρούσας περιουσιακής καταστάσεως του ζημιωθέντος και εκείνης η οποία θα υπήρχε εάν δεν συνέβαινε το ζημιογόνο γεγονός. Οσάκις από το γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας. Εξάλλου, τα δικαστήρια της ουσίας δύνανται, εκτός της αποζημιώσεως προς αποκατάσταση κάθε θετικής και αποθετικής ζημίας, να επιδικάσουν σε βάρος του δημοσίου εύλογη χρηματική ικανοποίηση σε εκείνον που υπέστη προσβολή της προσωπικότητας του, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 59 του Αστικού Κώδικα. Στη συνέχεια δέχθηκε ότι, το ποσό αποζημιώσεως των 246.632.000 δρχ., το οποίο ζητά με την αγωγή του ο εκκαλών, αντιπροσωπεύει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ύψους 200.000.000 δρχ. και αποθετική ζημία (διαφυγόν κέρδος), χρονικού διαστήματος 10.10.1993 έως 5.10.1995, ύψους 46.632.000 δρχ., η οποία συνίσταται, ειδικότερα, στη στέρηση της λήψεως α) της μηνιαίας βουλευτικής αποζημιώσεως, ανερχομένης ετησίως σε 9.800.000 δρχ. (700.000 δρχ. Χ 14 μήνες), β) του επιδόματος οργανώσεως γραφείου, ανερχομένου ετησίως σε 2.460.000 δρχ. (βουλευτική αποζημίωση 9.800.000 δρχ. Χ 25%), γ) του ποσού των 720.000 δρχ. ετησίως (60.000 δρχ. Χ 12 μήνες για ταχυδρομικά τέλη, δ) του ποσού του 1.200.000 δρχ. ετησίως (1.000.000 δρχ. Χ 12 μήνες) για έξοδα κινήσεως, ε) της αποζημιώσεως για συμμετοχή σε Κοινοβουλευτικές Επιτροπές (διαρκείς και θέρους) που για τους μη Υπουργούς βουλευτές αντιστοιχεί σε 1.200.000 δρχ. ετησίως (100.000 δρχ. Χ 12 μήνες), στ) των υπηρεσιών συνεργάτου και αστυνομικού, των οποίων οι αποδοχές ανέρχονται σε 12.000.000 δρχ. ετησίως (1.000.000 Χ 12 μήνες) και ζ) των ατελειών του Ζ΄/1975 ψηφίσματος ποσού 600.000 δρχ. ετησίως (50.000 δρχ. Χ 12 μήνες), εκ παραδρομής στην προσβαλλόμενη απόφαση αναγράφεται 60.000, ακόμα ότι προς απόδειξη των ανωτέρω ο εκκαλών επικαλείται και προσκομίζει τις υπ’ αριθμ. πρωτ. 4119/10.8.94, 930/1.3.96 και 1953/23.4.96 βεβαιώσεις του Διευθυντή των Οικονομικών Υπηρεσιών της Βουλής, σύμφωνα με τις οποίες οι καταβαλλόμενες στους βουλευτές απολαβές περιλαμβάνουν μηνιαία αποζημίωση (από 1.10.93 ύψους 644.022 δρχ., από 1.1.94 ύψους 676.223 δρχ., από 1.7.94 ύψους 710.034 δρχ, από 1.1.95 ύψους 717.893 δρχ. και από 1.7.95 ύψους 735.590 δρχ.), δώρα εορτών και επίδομα αδείας, επίδομα οργανώσεως γραφείου (ίσο με το 25% της μηνιαίας αποζημιώσεως), έξοδα κινήσεως (ύψους αναλόγου της αποστάσεως της εκλογικής τους περιφέρειας) και ταχυδρομικά τέλη (ύψους ίσου με την αξία ταχυδρομήσεως 1.000 επιστολών, ήτοι 60.000 δρχ. μηνιαίως). Επίσης, για κάθε συμμετοχή τους στις διαρκείς Κοινοβουλευτικές Επιτροπές, καταβάλλεται αποζημίωση ίση με το 1/20 της μηνιαίας αποζημιώσεως, ενώ για την υποβοήθηση του έργου τους διατίθεται αριθμός συνεργατών και τους αναγνωρίζονται ορισμένες ατέλειες προβλεπόμενες από το Ζ΄/1975 ψήφισμα. Περαιτέρω, ότι ο εκκαλών, με το δικόγραφο των προσθέτων επί της αγωγής του λόγων, ζητά και την αποκατάσταση της θετικής ζημίας, ύψους 10.000.000 δρχ., την οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, υπέστη και η οποία συνίσταται στα έξοδα μισθώσεως, οργανώσεως και λειτουργίας εκλογικών γραφείων. Το αίτημα όμως αυτό, απορίφθηκε από το δικάσαν δικαστήριο ως απαράδεκτο διότι η επέκταση του αρχικού αιτήματος της αγωγής, με δικόγραφο προσθέτων λόγων, είναι ανεπίτρεπτη (άρθρο 30 παρ. 2 π.δ/τος 341/1978).
9. Επειδή, ως προς την έκταση της ζημίας, η οποία προκλήθηκε στον εκκαλούντα εξαιτίας της μη νόμιμης, κατά τα ανωτέρω, κατανομής των βουλευτικών εδρών και της μη επανεκλογής του κατά συνέπεια ως βουλευτή, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο δέχθηκε ότι: α) οι υπό στοιχ. β΄ έως ε΄ και ζ΄ παροχές (επίδομα οργανώσεως γραφείου, έξοδα κινήσεως κλπ.) αντικρίζουν πραγματικές δαπάνες στις οποίες υποβάλλονται οι βουλευτές κατά την άσκηση του λειτουργήματος τους και, επομένως, η μη απόληψη τούτων από τον εκκαλούντα, ο οποίος δεν υποβλήθηκε στις αντίστοιχες δαπάνες, λόγω μη ασκήσεως εν τοις πράγμασι βουλευτικού έργου δεν θεμελιώνει αξίωση αυτού προς αποζημίωση. Και αυτό ανεξαρτήτως από την αοριστία ή το αναπόδεικτο, κατά περίπτωση, των υπό στοιχ. δ΄, ε΄ και ζ΄ κονδυλίων (μη προσδιορισμός, στις προαναφερόμενες βεβαιώσεις, του ύψους των εξόδων κινήσεως, του αριθμού των κατ’ έτος συμμετοχών στις επιτροπές και του είδους των ατελειών), β) η στέρηση των υπηρεσιών συνεργάτου και αστυνομικού (υπό στοιχ. στ΄ κονδύλιο) δεν συνιστά περιουσιακή ζημία του ιδίου του εκκαλούντος και ως εκ τούτου το σχετικό με την αποκατάσταση αυτής αίτημά του δεν έχει νόμιμο έρεισμα, και γ) η μη απόληψη της καταβαλλομένης στους εν ενεργεία βουλευτές μηνιαίας αποζημιώσεως (υπό στοιχ. α΄ κονδύλιο) προξένησε στον εκκαλούντα ισόποση με το ύψος της εν λόγω αποζημιώσεως ζημία, η οποία ανέρχεται, για το ένδικο χρονικό διάστημα (10.10.1993 έως 5.10.1995) στο συνολικό ποσό των 19.600.000 δρχ. (700.000 δρχ. Χ 14 μήνες Χ 2 έτη). Εν όψει όμως του ότι ο εκκαλών, κατά τις νομαρχιακές εκλογές της 16.10.1994, εξελέγη Νομάρχης Ανατ. Αττικής και ότι το γεγονός της μη εκλογής του ως βουλευτή επέτρεψε σ’ αυτόν την άσκηση των σχετικών με το ως άνω αξίωμα καθηκόντων (δεδομένου του ασυμβιβάστου των καθηκόντων βουλευτή και νομάρχη – Α.Ε.Δ. 42/1995), οι αποδοχές του (ωφέλεια), χρονικού διαστήματος 1.1.1995 έως 5.10.1995, συνολικού ύψους 5.740.000 δρχ., στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνονται, ως αντιπροσωπεύοντα πραγματικές δαπάνες, τα εκ δραχμών 80.000 μηνιαίως έξοδα παραστάσεως και κινήσεως (βλ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. 561/6952/18.4.1996 έγγραφο της Δ/νσεως Οικονομικού του Υπουργείου Εσωτερικών), πρέπει να συμψηφισθούν με το προαναφερόμενο ποσό αποζημιώσεως και να προσδιορισθεί κατόπιν αυτού η αποζημίωση την οποία δικαιούται ο εκκαλών σε 13.860.000 δρχ. (19.600.000 – 5.740.000), του ισχυρισμού του εφεσίβλητου ότι συμψηφιστέο στο ανωτέρω ποσό αποζημιώσεως είναι και το εισόδημα που απέκτησε ο εκκαλών από την άσκηση του ελευθερίου επαγγέλματος του δικηγόρου απορριπτόμενου ως αβασίμου, προεχόντως διότι κατά το ένδικο διάστημα ο εκκαλών διέκοψε λόγω συνταξιοδοτήσεως την άσκηση του ως άνω επαγγέλματος (βλ. την από 27.7.1994 βεβαίωση της Δ.Ο.Υ. Β΄ Ελευθερίων Επαγγελμάτων). Περαιτέρω, λόγω της μη επανεκλογής του, ο εκκαλών, ο οποίος επί σειρά ετών (από 17.11.1974 έως 11.9.1993) διετέλεσε μέλος του Ελληνικού Κοινοβουλίου (βλ. την υπ’ αριθμ. πρωτ. 1418/19.3.1996 βεβαίωση του Δ/ντή Διοικητικού της Βουλής), υπέστη βαρεία προσβολή της προσωπικότητας του, διότι το ανωτέρω γεγονός είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της φήμης και της υπολήψεώς του και τον κλονισμό της εμπιστοσύνης που απολάμβανε εκ μέρους των πολιτών της εκλογικής του περιφέρειας και συνεπώς συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως, η οποία πρέπει να ορισθεί στο εύλογο και ανάλογο προς την προσωπικότητα και το είδος της προσγενομένης προσβολής ποσό των 15.000.000 δρχ. Κατ’ ακολουθίαν τούτων το δικάσαν δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στον εκκαλούντα το συνολικό ποσό των 28.860.000 δρχ. (13.860.000 + 15.000.000) ή 84.670 ευρώ, από το οποίο ποσό 15.000 δρχ. ή 45 ευρώ πρέπει να καταβάλει νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.
10. Επειδή, στο άρθρο 17 του ν. 2218/1994 (Α΄ 90) ορίζονται τα εξής: «1. Το αξίωμα του νομάρχη και των προέδρων των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων και των Ν.Ε. και του Ν.Σ. είναι τιμητικό και άμισθο. Στο νομάρχη καταβάλλονται μηνιαίως, για όσο χρόνο έχει την ιδιότητα αυτή, έξοδα παράστασης το ύψος των οποίων καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομικών … [η παρ. 1 τροποποιήθηκε, αρχικώς, με το άρθρο 13 παρ. 14 του ν. 2307/1995 (Α΄ 113) και, ακολούθως, αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 20 παρ. 2 του ν. 2344/1995 (Α΄ 212) από τότε που ίσχυσε]. 2. Στο νομάρχη, στον πρόεδρο και τα μέλη του νομαρχιακού συμβουλίου και των νομαρχιακών επιτροπών καταβάλλονται, για τις εκτός έδρας μετακινήσεις τους για εκτέλεση υπηρεσίας, ημερήσια αποζημίωση και τα έξοδα μετακίνησης … 3. … 4. Στον πρόεδρο και στα μέλη του νομαρχιακού συμβουλίου και των νομαρχιακών επιτροπών καταβάλλεται αποζημίωση για τη συμμετοχή τους στις συνεδριάσεις των οργάνων αυτών …». Ο αναιρεσείων προβάλλει ότι το άρθρο 17 του ν. 2218/1994 δεν προβλέπει την καταβολή «αποδοχών» στα αιρετά όργανα των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων αλλά μόνον έξοδα παραστάσεως, ημερήσια αποζημίωση, έξοδα μετακινήσεως και αποζημίωση για τη συμμετοχή τους σε συνεδριάσεις. Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένως δέχεται ότι στο Νομάρχη καταβάλλονται αποδοχές. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι όλα τα ανωτέρω καταβαλλόμενα στο Νομάρχη ποσά, συνιστούν εν πάση περιπτώσει, αποδοχές του από την άσκηση του εν λόγω λειτουργήματος και τούτο ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού αυτών ως αποζημιώσεως, ή της καταβολής αυτών υπό άλλη ονομασία ( έξοδα παραστάσεως, μετακινήσεως κ.λ.π.).
11. Επειδή, ο αναιρεσείων προβάλλει περαιτέρω ότι το δικάσαν δικαστήριο μη νομίμως προέβη σε συμψηφισμό της αποζημιώσεως που θα ελάμβανε ως εν ενεργεία Βουλευτής με τις «αποδοχές» που έλαβε ως Νομάρχης Ανατολικής Αττικής, διότι η ωφέλεια που αποκόμισε από την κατάληψη της θέσεως του Νομάρχη δεν τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το ζημιογόνο γεγονός της μη εκλογής του ως Βουλευτή. Ενόψει όμως του ότι, ο αναιρεσείων κατά τις Νομαρχιακές εκλογές της 16-10-1994 εξελέγη Νομάρχης Ανατολικής Αττικής, αξίωμα το οποίο δεν θα ηδύνατο να καταλάβει λόγω του ασυμβιβάστου των καθηκόντων Βουλευτή και Νομάρχη ( Α.Ε.Δ. 42/1995 συντρέχει εν προκειμένω ο ως άνω αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του κριθέντος ως ζημιογόνου γεγονότος δηλαδή της μη εκλογής του ως Βουλευτή και της ωφέλειας που ο αναιρεσείων αποκόμισε από το αξίωμα του Νομάρχη. Συνεπώς οι αποδοχές του αναιρεσείοντος ως Νομάρχη για το χρονικό διάστημα από 1-1 έως 5-10-1995 είναι, νομίμως, συμψηφιστέες με το κατά τα ανωτέρω ποσό αποζημιώσεως και ο αντιθέτως, προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά τα λοιπά, ο αναιρεσείων δεν αμφισβητεί την ορθότητα των ποσών που επιδίκασε το δικάσαν δικαστήριο.
12. Επειδή, στο άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 1406/1983 (Α΄ 182) ορίζεται ότι: «Στις περιπτώσεις των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα και όπου αλλού το Δημόσιο και τα πρόσωπα που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο ενέχονται σε αποζημίωση, εγείρεται από το δικαιούμενο αγωγή». Περαιτέρω, στο άρθρο 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974 «Περί Λογιστικού και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» (Α΄ 204) ορίζεται ότι: «ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του νομικού προσώπου οφειλής … άρχεται … από της επιδόσεως της αγωγής …». Τέλος, η εκδιδόμενη επί της αγωγής απόφαση εξοπλίζεται με δύναμη δεδικασμένου (άρθρο 57 του π.δ/τος 341/1978, Α΄ 71, και ήδη άρθρο 197 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999, Α΄ 97), μόνο όμως η απόφαση επί καταψηφιστικής αγωγής συνιστά εκτελεστό τίτλο (άρθρο 59 παρ. 1 του π.δ/τος 341/1978, 199 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ.). Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι ως προς την έναρξη της τοκογονίας αρκεί η γένεση της επιδικίας, από την οποία αρχίζει η αμφισβήτηση ως προς την ύπαρξη απαιτήσεως για χρηματική παροχή με την άσκηση αγωγής, και η επίδοση της αγωγής προς το καθ’ ου ν.π.δ.δ., από την οποία λαμβάνει αυτό γνώση της αμφισβητήσεως. Εφόσον δε ο νόμος (άρθρο 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974) δεν διακρίνει, δεν συνδέει δηλαδή την έννομη συνέπεια της τοκογονίας λόγω επιδικίας προς το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής, αλλά μόνο προς τη δίκη καθ΄εαυτήν, δηλαδή τη γένεση της επιδικίας, δεν συντρέχει λόγος διαφοροποιήσεως ως προς το ζήτημα αυτό της καταψηφιστικής από την αναγνωριστική αγωγή, δεδομένου ότι η τελευταία δεν έχει επικουρικό χαρακτήρα έναντι της πρώτης, τέμνει δε και αυτή τη διαφορά ως προς την ύπαρξη της απαιτήσεως με δύναμη δεδικασμένου. Εξάλλου, αναγνωριστική καθίσταται και η αγωγή, της οποίας το αρχικό καταψηφιστικό αίτημα περιορίζεται σε αναγνωριστικό (Σ.τ.Ε. 2349/2007, 3141/2006 Ολομ.3202/2006).
13. Επειδή, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, ο αναιρεσείων μετέτρεψε το αρχικό καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής του σε αναγνωριστικό για το πέραν των 45 ευρώ (15.000 δρχ.) ποσό και το δικάσαν δικαστήριο αφενός αναγνώρισε την υποχρέωση του Δημοσίου να καταβάλλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 84.670 ευρώ και αφετέρου υποχρέωσε το Δημόσιο να του καταβάλλει από το εν λόγω ποσό, ποσό 45 ευρώ νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, παραλείποντας την έρευνα αν οφείλεται νομίμως τόκος και επί του υπολοίπου αναγνωρισθέντος ποσού. Σύμφωνα, όμως, με όσα έγιναν δεκτά στην αμέσως προηγούμενη σκέψη, η παράλειψη αυτή του δικάσαντος δικαστηρίου συνιστά πλημμέλεια της προσβαλλομένης αποφάσεως η οποία είναι κατ’ αυτό αναιρετέα. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει, για τους βασίμως προτεινομένους λόγους η προσβαλλομένη απόφαση να αναιρεθεί εν μέρει και η υπόθεση ως χρήζουσα διευκρινήσεως κατά το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο εκδόν την εν λόγω απόφαση διοικητικό εφετείο για νέα κρίση.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Δέχεται την κρινόμενη αίτηση εν μέρει.
Αναιρεί εν μέρει την υπ’ αριθμ. 5258/2002 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση κατά τα ειδικότερον εκτιθέμενα στο αιτιολογικό.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Φεβρουαρίου 2008 και η
απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 12ης Μαΐου 2008.
Ο Πρόεδρος του ΣΤ΄ Τμήματος Η Γραμματέας του ΣΤ΄ Τμήματος
Θ. Χατζηπαύλου Β. Ραφαηλάκη