ΣτΕ 1538/12, Γ τμ. 7μ., ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΕΝΑΡΞΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΠΟΤΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΗΡΗ ΓΝΩΣΗ (μειοψ.) ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΠΑΡΑΠ.555/11.ΗΔΗ ΑΛΛΩΣ ΜΕ ΤΟ Α.15 ΤΟΥ Ν4446/16

ΣΤΕ

Αριθμός 1538/2012
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Γ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Ιουνίου 2011, με την εξής σύνθεση: Α. Συγγούνα, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Ν. Μαρκουλάκης, Μ. Βηλαράς, Γ. Ποταμιάς, Μ. Σταματελάτου, Σύμβουλοι, Μ. Πικραμένος, Π. Τσούκας, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Δ. Λαγός.
  Α. Για να δικάσει την από 11 Νοεμβρίου 2006 έφεση:
του Δήμου Ζωγράφου Αττικής, ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Μ. Σκιαδιώτη (Α.Μ. 16131), που τον διόρισε με απόφασή του ο Δήμαρχος,
κατά του Νικολάου Ιωάννη Ποντίκα, κατοίκου Αθηνών, (Υδάσπου 4-Άνω Ιλίσια), ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Κ. Δεμερτζή (Α.Μ. 23347), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
και κατά της υπ΄ αριθμ. 1510/2006 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
    Β. Για να δικάσει την από 22 Φεβρουαρίου 2007 έφεση:
του Νικολάου Ιωάννη Ποντίκα, κατοίκου Αθηνών, (Υδάσπου 4-Άνω Ιλίσια), ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Κ. Δεμερτζή (Α.Μ. 23347), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά των: 1) Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης, και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης ο οποίος παρέστη με τον Στέργιο Κίκα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και 2) Δήμου Ζωγράφου Αττικής, ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Μ. Σκιαδιώτη (Α.Μ. 16131), που τον διόρισε με απόφασή του ο Δήμαρχος,
και κατά της υπ΄ αριθμ 1510/2006 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Π. Τσούκα.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε:
Α. τον πληρεξούσιο του εκκαλούντος Δήμου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους εφέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση και τον πληρεξούσιο του εφεσίβλητου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Β. τον πληρεξούσιο του εκκαλούντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους εφέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση, τον πληρεξούσιο του εφεσίβλητου Δήμου και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, με την από 27.2.2007 (Ε 2092/2007) έφεση του Νικολάου Πόντικα, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το κατά νόμον παράβολο (βλ. υπ΄ αριθμ. 2702188 και 3515965/2007 ειδικά έντυπα παραβόλου), ζητείται η εξαφάνιση της υπ΄ αριθμ. 1510/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή, α) απορρίφθηκε η από 12.7.2005 «αίτηση ακυρώσεως» του ήδη εκκαλούντος, καθ΄ ό μέρος εστρέφετο κατά της υπ΄ αριθμ. 2/4.4.1996 αποφάσεως του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Νομαρχίας Αθηνών, με την οποία είχε αποφασισθεί η μη μονιμοποίησή του σε θέση κατηγορίας /κλάδου ΔΕ 12 – Δασοφυλάκων με βαθμό Δ΄ του Δήμου Ζωγράφου, όπου ο εκκαλών υπηρετούσε ως δόκιμος υπάλληλος, και β) έγινε εν μέρει μόνο δεκτή, καθ΄ ο μέρος εστρέφετο κατά της υπ΄ αριθμ. 1998/31.5.2005 πράξεως του Δημάρχου Ζωγράφου, με την οποία ο εκκαλών είχε απολυθεί από την Υπηρεσία, από τις 8-5-1998, λόγω μη μονιμοποιήσεώς του.
2. Επειδή, με την από 11.11.2006 (Ε 7168/2006) έφεση του Δήμου Ζωγράφου, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται, κατά το νόμο, η καταβολή παραβόλου, ζητείται η εξαφάνιση της προμνησθείσας, υπ΄ αριθμ. 1510/2006, αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, καθ΄ ο μέρος κρίθηκε με αυτή ότι η λόγω μη μονιμοποιήσεως απόλυση του ήδη (εκκαλούντος-) εφεσιβλήτου από την Υπηρεσία πρέπει να ανατρέξει στις 8.5.1998.
 3. Επειδή, οι ανωτέρω εφέσεις φέρονται προς συζήτηση μετά την υπ΄ αριθμ. 555/2011 απόφαση του Τμήματος, με την οποία παρεπέμφθησαν στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος, λόγω μείζονος σπουδαιότητας, πρέπει δε να συνεκδικασθούν λόγω συναφείας.
4. Επειδή, από την εκκαλουμένη απόφαση και τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως προκύπτουν τα εξής: Με την υπ΄ αριθμ. 66/4.4.1992 πράξη του Νομάρχη Αθηνών (Φ.Ε.Κ. Γ΄ 77/28.2.1992) ο εκκαλών – εφεσίβλητος διορίσθηκε ως δόκιμος υπάλληλος σε θέση κατηγορίας /κλάδου ΔΕ 12 Δασοφυλάκων, του Δήμου Ζωγράφου. Με την υπ΄ αριθμ. 2/4.4.1996 απόφασή του το Υπηρεσιακό Συμβούλιο της Νομαρχίας Αθηνών (Ν.Α.) αποφάσισε τη μη μονιμοποίηση του εκκαλούντος – εφεσιβλήτου, ο οποίος, ακολούθως, συνεπεία της δυσμενούς αυτής κρίσεως, απολύθηκε από την Υπηρεσία με την υπ΄ αριθμ. 7495/1996 πράξη του Δημάρχου Ζωγράφου. Η πράξη αυτή ακυρώθηκε με την υπ΄ αριθμ. 2304/1997 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, διότι εκδόθηκε χωρίς προηγουμένως να κοινοποιηθεί στον εκκαλούντα – εφεσίβλητο η προμνησθείσα απόφαση περί μη μονιμοποιήσεώς του. Σε συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση, η εν λόγω απόφαση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου του επιδόθηκε εκ νέου από τον δικαστικό επιμελητή Ευ. Νίκα, ο οποίος επί της υπ΄ αριθ. 847/5.5.1998 εκθέσεως επιδόσεως ανέγραψε ότι επέδωσε «πιστό αντίγραφο του από 4.6.1996, Νο 2 πρακτικού του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Νομαρχίας Αθηνών». Ακολούθως, εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 9998/31.5.2005 πράξη του Δημάρχου Ζωγράφου περί απολύσεως του εκκαλούντος – εφεσιβλήτου από την Υπηρεσία λόγω μη μονιμοποιήσεώς του. Κατά της τελευταίας αυτής πράξεως του Δημάρχου Ζωγράφου, όπως και κατά της προμνησθείσας υπ΄ αριθμ. 2/4.4.1996 αποφάσεως του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Νομαρχίας Αθηνών, ο ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος άσκησε, ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, την από 12.7.2005 αίτηση ακυρώσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Με αυτή, το δικάσαν Δικαστήριο το μεν έκανε δεκτή την αίτηση ακυρώσεως και ακύρωσε την προμνησθείσα, υπ΄ αριθμ. 9998/21.5.2005, πράξη του Δημάρχου Ζωγράφου, καθ΄ ο μέρος με αυτή η απόλυση του εκκαλούντος-εφεσιβλήτου ανέτρεξε στις 8.5.1998, και όχι, όπως δέχθηκε το δικάσαν Δικαστήριο, στις 6.6.2005, οπότε η υπαλληλική σχέση αυτού με τον Δήμο Ζωγράφου λύθηκε δια της προς αυτόν (τον εκκαλούντα – εφεσίβλητο) επιδόσεως της περί απολύσεώς του πράξεως του Δημάρχου Ζωγράφου, το δε απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως «κατά τα λοιπά», με την αιτιολογία ότι ο ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος δεν είχε ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά της ως άνω αποφάσεως του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Νομαρχίας Αθηνών.
5. Επειδή, στο άρθρο 103 παρ. 1, 2, 4 και 6 του Ν. 1188/1981 (Α΄ 204) ορίζεται ότι: «1. Ο εις οργανικήν θέσιν διοριζόμενος υπάλληλος διανύει διετή δοκιμαστικήν υπηρεσίαν κατά την διάρκειαν της οποίας δύναται να απολυθή παρά του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου, μετ΄ απόφασιν του υπηρεσιακού συμβουλίου, δια λόγους αναγομένους, εις την υπηρεσίαν του. 2. Άμα τη συμπληρώσει της διετούς δοκιμαστικής υπηρεσίας του υπαλλήλου, το αρμόδιον προς διορισμόν όργανον υποχρεούται αμελλητί όπως απευθύνη ερώτημα, περί μονιμοποιήσεως ή μη τούτου, εις το οικείον υπηρεσιακόν συμβούλιον, το οποίον υποχρεούται να αποφανθή σχετικώς, εντός τριών μηνών από της περιελεύσεως εις αυτό του ερωτήματος. 3….4. Κατά της περί μονιμοποιήσεως αποφάσεως του υπηρεσιακού συμβουλίου, ως και κατά της περί απολύσεως αποφάσεως, κατά την παράγραφον 1, επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. 5…. 6. Ο κριθείς ως μη μονιμοποιητέος απολύεται υποχρεωτικώς, δια πράξεως του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι περί της μονιμοποιήσεως ή μη δοκίμου δημοτικού υπαλλήλου αποφαίνεται το κατά νόμον αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο, του οποίου η τυχόν αρνητική, περί μη μονιμοποιήσεως, απόφαση είναι προσβλητή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας με το ένδικο βοήθημα της προσφυγής του άρθρου 103 του Συντάγματος [βλ. και άρθρα 41 και 42 του Π.Δ. 18/1989 (ΣτΕ 2143/1993 Ολ. κ.α.)].
6. Επειδή, εν προκειμένω, η υπ΄ αριθμ. 2/4.4.1996 απόφαση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Νομαρχίας Αθηνών, με την οποία αποφασίσθηκε η μη μονιμοποίηση του εκκαλούντος – εφεσιβλήτου, ήταν προσβλητή με προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και όχι με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Συνεπώς, το εκδόσαν την εκκαλουμένη απόφαση Δικαστήριο ώφειλε να χαρακτηρίσει ως προσφυγή το ενώπιόν του ασκηθέν ως «αίτηση ακυρώσεως» ένδικο βοήθημα, καθ΄ ο μέρος αυτό εστρέφετο κατά της ανωτέρω πράξεως, και ακολούθως να παραπέμψει την υπόθεση, κατ΄ εφαρμογήν της διατάξεως του άρθρου 12 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999), ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, και όχι να την εκδικάσει, δοθέντος ότι εστερείτο δικαιοδοσίας προς τούτο. Για τον λόγο αυτόν, βασίμως προβαλλόμενο με την υπό κρίση έφεση του Δ. Ποντίκα, η εκκαλουμένη απόφαση πρέπει να εξαφανισθεί, καθ΄ ο μέρος με αυτή απορρίφθηκε η από 12.7.2005 «αίτηση ακυρώσεως» αυτού κατά της ανωτέρω, υπ΄ αριθμ. 2/4.4.1996, αποφάσεως του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Νομαρχίας Αθηνών. Εξ άλλου, καθ΄ ο μέρος το εν λόγω ένδικο βοήθημα εστρέφετο κατά της υπ΄ αριθ. 1998/31.5.2005 πράξεως του Δημάρχου Ζωγράφου, το δικάσαν Δικαστήριο είχε αρμοδιότητα για την εκδίκασή του, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την έφεση του Δήμου Ζωγράφου είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
7. Επειδή, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως κατά το ανωτέρω προσδιορισθέν μέρος της, το Δικαστήριο προβαίνει στην εκδίκαση της ως άνω από 12.7.2005 «αιτήσεως ακυρώσεως» του ήδη εκκαλούντος – εφεσιβλήτου κατά της υπ΄ αριθμ. 2/4.4.1996 αποφάσεως του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Νομαρχίας Αθηνών, η οποία, όπως εξετέθη ανωτέρω, συνιστά, κατά τον αληθή χαρακτήρα της, προσφυγή.
8. Επειδή, στην παρ. 1 του άρθρου 41 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8) ορίζεται ότι : «Οι κατά το άρθρο 103 του Συντάγματος προσφυγές υπαλλήλων ασκούνται μέσα σε εξήντα ημέρες από την κοινοποίηση σε αυτούς της προσβαλλόμενης απόφασης». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, στον υπάλληλο που τιμωρήθηκε πειθαρχικώς ή κρίθηκε μη μονιμοποιητέος, απαιτείται η κοινοποίηση αντιγράφου της πειθαρχικής ή της περί μη μονιμοποιήσεως αποφάσεως, προκειμένου να αρχίσει η εξηκονθήμερη προθεσμία προς άσκηση της προσφυγής κατά της αποφάσεως αυτής. Λόγω δε της ανάγκης, ο πειθαρχικώς τιμωρηθείς ή μη μονιμοποιηθείς υπάλληλος να γνωρίζει με ασφάλεια το ακριβές περιεχόμενο της οικείας αποφάσεως, προκειμένου να στραφεί επιτυχώς κατ΄ αυτής με προσφυγή, η διάταξη αυτή επιβάλλει την κοινοποίηση πλήρους αντιγράφου και όχι μόνον μέρους (δηλ. του διατακτικού ή τμήματος του σκεπτικού) της αποφάσεως [βλ. ΣτΕ 1026/1998 καθώς και 4847/1997, 4024/1998 (Ολ.), 3668/1995 (7μ.), 1624/2000, 1340/2002].

[ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΕΧΘΕΙ ΟΤΙ ΜΕ ΤΟ Ν. 4446/22.12.16 ΑΡΘΡΟ 15 ΡΗΤΑ ΑΛΛΑΞΕ Η ΔΙΑΤΑΞΗ ΚΑΙ ΟΡΙΖΕΙ ΩΣ ΕΝΑΡΞΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΛΗΡΗ ΓΝΩΣΗ. ]

 

Περαιτέρω, κατά τη γνώμη της Προέδρου Α. Συγγούνα και του Παρέδρου Π. Τσούκα, η εν λόγω διάταξη δεν αποκλείει να θεωρηθεί ότι η προθεσμία προς άσκηση της προσφυγής αρχίζει όχι μόνο από την κοινοποίηση αλλά και από την εκ μέρους του υπαλλήλου πλήρη γνώση της αποφάσεως, όταν η γνώση αυτή συνάγεται με βεβαιότητα από τις κατά περίπτωση περιστάσεις, όπως, μεταξύ άλλων, από τυχόν ενέργειες του υπαλλήλου που μαρτυρούν πλήρη γνώση του περιεχομένου της αποφάσεως, από την κατόπιν αιτήσεώς τούτου παραλαβή αυτής καθώς επίσης από την παραδοχή του είτε ότι έλαβε γνώση της είτε ότι αυτή του επιδόθηκε. Η ερμηνεία αυτή της διατάξεως του άρθρου 41 παρ. 1 του Π.Δ. 18/1989 συνάδει προς τον προεκτεθέντα σκοπό της θεσπίσεώς της, αφού δεν επιτρέπει την έναρξη της προθεσμίας ασκήσεως της κατ΄ άρθρον 41 παρ. 1 Π.Δ. 18/1989 προσφυγής πριν ο υπάλληλος λάβει πλήρη γνώση της αποφάσεως, ώστε να στραφεί επιτυχώς κατ΄ αυτής με προσφυγή.
9. Επειδή, εν προκειμένω, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, στην προμνησθείσα, υπ΄ αριθ. 847/5.5.1998, έκθεση του δικαστικού επιμελητή Ευ. Νίκα, αναγράφηκε μεν ότι στον προσφεύγοντα επιδόθηκε η υπ΄ αριθ. 2 του 1996 απόφαση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Νομαρχίας Αθηνών, πλην όμως ως ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως αυτής αναγράφηκε η 4η Ιουνίου και όχι η πραγματική, ήτοι η 4η Απριλίου του 1996. Η πλημμέλεια όμως αυτή, οφειλόμενη σε προφανή παραδρομή του δικαστικού επιμελητή, ουδόλως επηρεάζει το κύρος της γενομένης κοινοποιήσεως, δοθέντος ότι η απόφαση που επιδόθηκε στον προσφεύγοντα ήταν η υπ΄ αριθ. 2/4.4.1996 του προμνησθέντος Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Εξ άλλου, ότι η απόφαση αυτή πράγματι του επιδόθηκε, συνομολόγησε ο ίδιος ο προσφεύγων στην, περιλαμβανόμενη μεταξύ των στοιχείων του φακέλου της υποθέσεως, από 28.2.2000 (αριθ. καταθ. 423/29.2.2000) αγωγή που άσκησε κατά του Δήμου Ζωγράφου, ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, και στην οποία ανέφερε τα εξής: «…η αντίδικος πλευρά [ο Δήμος Ζωγράφου]… έσπευσε ασθμαίνουσα μόλις την 5.5.1998 να μου επιδώσει το υπ΄ αριθμ. 2 της 4.4.1996 πρακτικό του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, όπερ είχε παραλείψει να πραγματοποιήσει εμπροθέσμως και συννόμως… (ίδετε πρακτικό Νο 2/4.4.1996 μετά της παρά πόδας πράξεως επιδόσεως της 5.5.1998 του δικ. επιμελητή Ευ. Νίκα)». Κατά την ειδικότερη γνώμη του Συμβούλου Μιχαήλ Βηλαρά, ο προσφεύγων, αν είχε οιανδήποτε αμφιβολία περί του κύρους της γενομένης προς αυτόν επιδόσεως, ώφειλε, λαμβανομένου υπ΄ όψιν του εντόνου ενδιαφέροντός του να πληροφορηθεί την περί μονιμοποιήσεώς του ή μη κρίση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, να μεριμνήσει να λάβει, αρμοδίως, την αναγκαία προς άρσιν της αμφιβολίας του πληροφόρηση. Περαιτέρω, κατά τη γνώμη της Προέδρου Α. Συγγούνα και του Παρέδρου Π. Τσούκα, με την προμνησθείσα παραδοχή ότι η υπ΄ αριθμ. 2/4.4.1996 απόφαση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου του επιδόθηκε στις 5.5.1998, ο προσφεύγων συνομολόγησε ότι είχε πλήρη γνώση της αποφάσεως αυτής ήδη από την ημερομηνία αυτή. Συνεπώς, εφ΄ όσον η επίδοση της υπ΄ αριθμ. 2/4.4.1996 αποφάσεως Υπηρεσιακού Συμβουλίου εχώρησε στις 5.5.1998, η υπό κρίση προσφυγή, το δικόγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών στις 12.7.2005 (αριθ. καταθ. 1551/12.7.2005), ασκήθηκε καθ΄ υπέρβαση της κατ΄ άρθρον 41 παρ. 1 του Π.Δ. 18/1989 εξηκονθημέρου προθεσμίας και, άρα, απαραδέκτως.
10. Επειδή, το από 12.7.2005 ένδικο βοήθημα του (προσφεύγοντος-) εκκαλούντος Ν. Πόντικα, καθ΄ ο μέρος εστρέφετο κατά της υπ΄ αριθ. 9998/31.5.2005 πράξεως του Δημάρχου Ζωγράφου, εκδικάσθηκε από το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο ως αίτηση ακυρώσεως, η δε επί της αιτήσεως αυτής εκδοθείσα απόφαση παραδεκτώς προσβάλλεται με την υπό κρίση έφεση.
11. Επειδή, με την υπό κρίση έφεση προβάλλεται ότι η περί απολύσεως του εκκαλούντος υπ΄ αριθ. 9998/31.5.2005 πράξη του Δημάρχου Ζωγράφου εκδόθηκε πρόωρα, ήτοι χωρίς να έχει προηγηθεί έγκυρη επίδοση της υπ΄ αριθ. 2/4.4.1996 αποφάσεως του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Νομαρχίας Αθηνών, το δε δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, κρίνοντας αντιθέτως, έσφαλε και κατέστησε την εκκαλουμένη απόφασή του εξαφανιστέα. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού, σύμφωνα με τα ανωτέρω κριθέντα, η προμνησθείσα απόφαση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Νομαρχίας Αθηνών επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 5.5.1998.
12. Επειδή, περαιτέρω, το Δικαστήριο προβαίνει στην εκδίκαση της εφέσεως του Δήμου Ζωγράφου, με την οποία προβάλλεται ότι ορθώς, κατά νόμον, με την υπ΄ αριθ. 9998/31.5.2005 πράξη του Δημάρχου Ζωγράφου ορίσθηκε ως χρόνος απολύσεως του εφεσιβλήτου η 8.5.1998, και όχι η 6.6.2005, όπως δέχθηκε το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, αφού ως περαιτέρω προβάλλεται, με την υπ΄ αριθ. 1667/2002 αμετάκλητη απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε επί αγωγής του εφεσιβλήτου, έγινε δεκτό ότι η υπ΄ αριθ. 2/4.4.1996 απόφαση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Νομαρχίας Αθηνών, με την οποία αποφασίσθηκε η οριστική απόλυση του εφεσιβλήτου, επιδόθηκε σε αυτόν στις 7.5.1998.
13. Επειδή, στο μεν άρθρο 206 του Ν. 1188/1981 «περί κυρώσεως του Κώδικος «περί καταστάσεως προσωπικού οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης» (Α΄ 204) ορίζεται ότι: «Η υπαλληλική σχέσις λύεται δια του θανάτου, της εκπτώσεως, της αποδοχής της παραιτήσεως και της απολύσεως του υπαλλήλου», στο δε άρθρο 220 παρ. 1 έως 3 του αυτού Νόμου ότι: «1. Η περί …. απολύσεως πράξις δημοσιεύεται…εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως…. 2. Η λύσις της υπαλληλικής σχέσεως, όπου δεν ορίζεται άλλως, επέρχεται από της κοινοποιήσεως εις τον απολυόμενον της κατά την προηγουμένην παράγραφον πράξεως. 3. Η κατά τα ανωτέρω πράξις λογίζεται κατ΄ αμάχητον τεκμήριον κοινοποιηθείσα την εικοστήν ημέραν από της δημοσιεύσεώς της, εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εφ΄ όσον μέχρι της ημέρας ταύτης δεν ήθελε κοινοποιηθεί». Εξ άλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 41 παρ. 1 του Π.Δ. 18/1989 (Α΄ 8), κατά τη διάρκεια της προθεσμίας προς άσκηση της κατ΄ άρθρον 103 του Συντάγματος προσφυγής και μέχρι εκδικάσεως αυτής, αναστέλλεται η εκτέλεση της προσβληθείσης αποφάσεως, υπό την επιφύλαξη τυχόν ειδικών διατάξεων που ρυθμίζουν την κατάσταση του υπαλλήλου κατά τον ανωτέρω χρόνο.
14. Επειδή, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, οι οποίες είναι αναλογικώς εφαρμοστέες και προκειμένου περί μη μονιμοποιήσεως δοκίμου υπαλλήλου, προκύπτει ότι για την απόλυση υπαλλήλου απαιτείται να εκδοθεί πράξη απολύσεως από το κατά νόμον αρμόδιο όργανο, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η πράξη αυτή, στις περιπτώσεις που εκδίδεται σε εκτέλεση αποφάσεως υπηρεσιακού συμβουλίου περί απολύσεως υπαλλήλου, δεν επιτρέπεται να εκδοθεί πριν από την πάροδο της προθεσμίας που τάσσεται για την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά της αποφάσεως του υπηρεσιακού συμβουλίου, ή, αν τυχόν έχει ασκηθεί προσφυγή, πριν από την έκδοση της αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας. Περαιτέρω, από τις αυτές διατάξεις προκύπτει ότι η λύση της υπαλληλικής σχέσεως επέρχεται, αν δεν ορίζεται διαφορετικά, από την ημερομηνία που κοινοποιείται στον απολυόμενο η πράξη της απολύσεως μετά τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2340/1988, 2058/1974). Αν όμως η πράξη αυτή δεν κοινοποιηθεί μέσα σε είκοσι ημέρες από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τότε λογίζεται κατ΄ αμάχητο τεκμήριο ότι έχει κοινοποιηθεί την εικοστή ημέρα από της δημοσιεύσεώς της, οπότε και επέρχεται η λύση της υπαλληλικής σχέσεως. Συνεπώς, η λύση της υπαλληλικής σχέσεως δεν μπορεί να ανατρέξει σε χρόνο προγενέστερο των ανωτέρω χρονικών σημείων. Τούτο ισχύει και στην περίπτωση που η περί απολύσεως πράξη εκδίδεται μετά από, κατ΄ αποδοχήν αιτήσεως ακυρώσεως, ακύρωση προηγουμένης ομοίας, έστω και αν η ακύρωση έγινε για τυπικό λόγο (πρβλ. ΣτΕ 2340/1988, Σ.τ.Ε. 2058/1974).
15. Επειδή, εν προκειμένω, ως εξετέθη ανωτέρω, μετά την υπ΄ αριθ. 2/4.4.1996 απόφαση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Νομαρχίας Αθηνών, με την οποία αποφασίσθηκε η μη μονιμοποίηση του εφεσιβλήτου, αυτός απολύθηκε από την Υπηρεσία αρχικώς με την υπ΄ αριθ. 7495/1996 πράξη του Δημάρχου Ζωγράφου, η οποία ακυρώθηκε με την υπ΄ αριθ. 2304/1997 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, ακολούθως δε με την εκδοθείσα σε συμμόρφωση προς αυτήν, υπ΄ αριθ. 9998/31.5.2005 ομοία πράξη, με την, οποία ορίσθηκε ως χρόνος απολύσεως η 8.5.1998. Με την εκκαλουμένη απόφαση κρίθηκε ότι η απόλυση του εφεσιβλήτου έπρεπε να ανατρέξει στις 6.6.2005, οπότε του είχε επιδοθεί η περί απολύσεώς του νεότερη (9998/31.5.2005) πράξη του Δημάρχου Ζωγράφου. Κατά της κρίσεως αυτής του δικάσαντος Δικαστηρίου ο εκκαλών Δήμος Ζωγράφου προβάλλει ότι ο χρόνος απολύσεως του εφεσιβλήτου ορθώς ορίσθηκε, με την υπ΄ αριθμ. 9998/31.5.2005 πράξη του Δημάρχου, η 8.5.1998, δοθέντος αφ΄ ενός ότι με την υπ΄ αριθ. 1667/2002 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών είχε γίνει δεκτή αγωγή του ήδη εφεσιβλήτου και του επιδικάσθηκε ως αποζημίωση, χρηματικό ποσό, το οποίο αντιστοιχούσε στις αποδοχές που θα ελάμβανε από την 1.12.1996 (οπότε διεκόπη η μισθοδοσία του) μέχρι και τις 7.5.1998 (οπότε του κοινοποιήθηκε, σε εκτέλεση της υπ΄ αριθ. 1304/1997 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η υπ΄ αριθ. 2/4.4.1996 απόφαση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου), και ότι η κρίση αυτή του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών δέσμευε τον Δήμο Ζωγράφου διότι είχε ισχύ δεδικασμένου «ως προς την κριθείσα με αυτήν έννομη σχέση και όλες τις παρεμπίπτουσες κρίσεις της (αριθ. 197 ΚΔιοικΔικ)». Ο λόγος αυτός, όπως προβάλλεται, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, σύμφωνα με όσα κρίθηκαν ανωτέρω (σκέψη 14) περί του χρόνου στον οποίο ανατρέχει, κατά νόμον, η λύση σχέσεως υπαλλήλου με την υπηρεσία σε περίπτωση που έχει κριθεί απολυτέος ή, ως εν προκειμένω, μη μονιμοποιητέος. Εξ άλλου, από την υπ΄ αριθμ. 1667/2002 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών δεν απέρρευσε δεδικασμένο που εδέσμευε τον Δήμαρχο Ζωγράφου κατά την έκδοση της πράξεως περί απολύσεως του εφεσιβλήτου και τούτο διότι με την εν λόγω απόφαση το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών δεν έκρινε επί του χρόνου, από τον οποίο και εφ΄ εξής έπρεπε να θεωρηθεί ο ήδη εφεσίβλητος ως απολυθείς, αλλά επί της θέσεως αυτού σε αυτοδίκαιη αργία και επί της, εξ αιτίας αυτής, μη λήψεως αποδοχών.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Δέχεται την από 27.2.2007 έφεση του Νικολάου Πόντικα και εξαφανίζει την υπ΄ αριθ. 1510/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, καθ΄ ο μέρος με αυτή απορρίφθηκε η από 12.7.2005 προσφυγή του εκκαλούντος κατά της υπ΄ αριθ. 2/4.4.1996 αποφάσεως του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Νομαρχίας Αθηνών.
Εκδικάζει την προσφυγή και την απορρίπτει, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου της προσφυγής.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την έφεση του Νικολάου Ποντίκα, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Διατάσσει την κατάπτωση του καταβληθέντος παραβόλου της εφέσεως.
Εκδικάζει την από 11.11.2006 έφεση του Δήμου Ζωγράφου και την απορρίπτει.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 15 και στις 22 Νοεμβρίου 2011
Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος       Ο Γραμματέας
 
 
Α. Συγγούνα           Δ. Λαγός
  και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 26ης Απριλίου 2012.
Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος       Ο Γραμματέας