ΣτΕ 1613/2009, Α τμ. 7μ.,ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟ, ΙΚΑ, ΣΥΝΤΑΞΗ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ, ΤΑΕ, ΥΓΙΕΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ , ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΠΙ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΖΗΤΗΜΑΤΩΝ, ΚΑΤΑΣΤΗΜΕΝΟ ΟΡΓΑΝΟ, Οι υγειονομικές επιτροπές δεσμεύουν τα διοιηκτικά διακστήρια και τα αρμόδια διοικητικά όργανα μονο ε

ΣΤΕ

Αριθμός 1613/2009
 
 ΠΕΡΙΛΗΨΗ :  Με την 3608/2008 απόφαση του Α’  Τμήματος κρίθηκε ότι για την απονομή σύνταξης αναπηρίας σε ασφαλισμένο του Τ.Α.Ε. αρμόδια όργανα για τη διαπίστωση τόσο της υγειονομικής όσο και της ασφαλιστικής αναπηρίας είναι αποκλειστικά οι οικείες υγειονομικές επιτροπές, οι γνωματεύσεις των οποίων, όταν είναι νομίμως αιτιολογημένες, δεσμεύουν τα αρμόδια για την απονομή παροχών όργανα του Ταμείου και, κατά συνεκδοχή, τα διοικητικά δικαστήρια, τα οποία δεν μπορούν κατά νόμο να εκφέρουν δική τους κρίση περί της ασφαλιστικής αναπηρίας του ασφαλισμένου (πρβ. ΣτΕ 663/1991, 3374/2004 επταμ., 2562/2007 επταμ.). Το ζήτημα παραπέμφθηκε στην 7μελή σύνθεση και εξεδόθη 1613/2009 που έκρινε ότι μπορούν να εκφέρουν κρίση και ότι δεσμεύονται μόνο  για τα ιατρικά θέμα τα από την υγειονομική επιτροπή και  εφόσον είναι αιτολογημένη.

 
 

Αριθμός 1613/2009
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Απριλίου 2009, με την εξής σύνθεση: Γ. Ανεμογιάννης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος, Δ. Μπριόλας, Δ. Σκαλτσούνης, Ευθ. Αντωνόπουλος, Σπ. Χρυσικοπούλου, Σύμβουλοι, Α. Καλογεροπούλου, Κ. Κονιδιτσιώτου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη, Γραμματέας του Α΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 22 Φεβρουαρίου 2005 αίτηση:
του Ταμείου Ασφαλίσεως Εμπόρων (Τ.Α.Ε.). Εμφανίσθηκε η δικηγόρος Αικ. Πάνου-Κοκιασμένου (Α.Μ. 6310), που δήλωσε ότι παρίσταται για τον Οργανισμό Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.), καθολικό διάδοχο του αναιρεσείοντος Ταμείου, την οποία νομιμοποίησε με βεβαίωσή του ο Διοικητής του Ο.Α.Ε.Ε.,
κατά της Σοφίας Μπότσα, κατοίκου Βύρωνα Αττικής (Ζακύνθου 2), η οποία δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Οργανισμός επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 1733/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθήνας.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Κ. Κονιδιτσιώτου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξουσία του αναιρεσείοντος Οργανισμού, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκείται κατά το νόμο χωρίς καταβολή παραβόλου (άρθρο 28 παρ. 4 ν. 2579/1998, Α΄ 31), ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της 1733/2004 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος Ταμείου κατά της 623/2003 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την πρωτόδικη απόφαση έγινε δεκτή προσφυγή της αναιρεσίβλητης και ακυρώθηκε η 195/2/212/30.4.2001 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του αναιρεσείοντος Ταμείου. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε απορριφθεί ένσταση της ασφαλισμένης κατά της 529/7.2.2001 αποφάσεως της Διευθύντριας Συντάξεων του ίδιου Ταμείου, απορριπτικής αιτήματος της ανωτέρω ασφαλισμένης για παράταση της συνταξιοδοτήσεώς της λόγω αναπηρίας.
2. Επειδή, με την 3608/2008 απόφασή του το Τμήμα παρέπεμψε την υπόθεση στην επταμελή του σύνθεση (άρθρο 14 παρ. 5 π.δ. 18/1989, Α΄ 8).
3. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 3, 4 παρ. 1 και 3, 12 παρ. 1 και 2 (όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 47 του ν. 2972/2001, Α΄ 291) του ν. 2676/1999 με τίτλο «Οργανωτική και λειτουργική αναδιάρθρωση των φορέων κοινωνικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις» (Α΄ 1), και του π.δ. 154/2006 με τίτλο «Οργανισμός του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία ˝Οργανισμός Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.)˝» (Α΄ 167), η ισχύς του οποίου άρχισε από την 1.1.2007 (βλ. άρθρο 39 του διατάγματος), προκύπτει ότι νομίμως κατά τη συζήτηση της επίδικης υποθέσεως παρίσταται ως αναιρεσείων και συνεχίζει τη δίκη ο Ο.Α.Ε.Ε., καθολικός διάδοχος του αναιρεσείοντος Ταμείου Ασφαλίσεως Εμπόρων.
4. Επειδή, στο άρθρο 93 του π.δ.668/1981 «Περί εγκρίσεως του Καταστατικού του Ταμείου Ασφαλίσεως Εμπόρων» (Α`167) ορίζεται ότι: «1.(όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του π.δ.629/1985, Α`232) Ο ασφαλισμένος του Ταμείου δικαιούται σύνταξη λόγω αναπηρίας αν κατέστη ανάπηρος κατά την έννοια της επομένης παραγράφου, διέκοψε την άσκηση του επαγγέλματος λόγω της αναπηρίας του και έχει είκοσι (20) έτη συντάξιμου χρόνου ή δέκα (10) έτη τουλάχιστον πραγματικό συντάξιμο χρόνο, από τον οποίο, τα τρία (3) τουλάχιστον έτη συνέχεια πριν από τη διακοπή του επαγγέλματος … 2. Ο ασφαλισμένος λογίζεται ανάπηρος εάν συνεπεία παθήσεως, βλάβης ή εξασθενήσεως σωματικής ή πνευματικής, εξαμήνου τουλάχιστον διαρκείας κατ’ απόφασιν της αρμοδίας υγειονομικής επιτροπής, καθίσταται ανάπηρος δια την άσκησιν του εμπορικού επαγγέλματος με ποσοστόν ανατομοφυσιολογικής βλάβης ίσον προς 67% και άνω. 3…». Στην παρ. 1 του άρθρου 94 του ως άνω π.δ.668/1981 ορίζεται ότι: «Η διαπίστωσις της αναπηρίας και γενικώς της ανικανότητος προς άσκησιν του εμπορικού επαγγέλματος δια την απόκτησιν δικαιώματος εις σύνταξιν λόγω αναπηρίας ενεργείται υπό των κατά το άρθρον 89 του παρόντος προβλεπόμενων Πρωτοβάθμιων υγειονομικών επιτροπών. Αι υγειονομικαί επιτροπαί δια της διαπιστώσεως αυτών βεβαιούν την ύπαρξιν της αναπηρίας, τον χρόνον της επελεύσεώς αυτής, τας γενεσιουργούς αιτίας και την σχέσιν προς τυχόν βίαιον συμβάν». Ειδικότερα, στο άρθρο 89 (παρ.1-5) προβλέπεται η σύσταση τριών πρωτοβάθμιων υγειονομικών επιτροπών, Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, για τους ασφαλισμένους των περιοχών που ειδικότερα ορίζονται στη διάταξη αυτή. Για τους ασφαλισμένους των λοιπών περιοχών ορίζεται στη παρ. 7 του ίδιου άρθρου 89 ότι υπάγονται στις κατά τόπους υγειονομικές επιτροπές του Ι.Κ.Α. Εξάλλου, στην παρ. 5 του άρθρου 89 του διατάγματος αυτού ορίζεται ότι: «Αι Πρωτοβάθμιοι υγειονομικαί επιτροπαί ασκούν απάσας τας υπό του παρόντος Καταστατικού προβλεπομένας αρμοδιότητας, εξακριβώνουν και βεβαιούν περί της αναπηρίας και γενικώς περί της ανικανότητος προς άσκησιν του εμπορικού επαγγέλματος υπό των ασφαλισμένων…». Στην παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου 94 ορίζεται ότι: «Κατά των αποφάσεων των Πρωτοβαθμίων υγειονομικών επιτροπών του Ταμείου επιτρέπεται άσκησις προσφυγής ενώπιον της κατά το άρθρον 90 Δευτεροβαθμίου υγειονομικής επιτροπής του Ταμείου, κατά δε των αποφάσεων των Πρωτοβαθμίων υγειονομικών επιτροπών του Ι.Κ.Α. επιτρέπεται άσκησις προσφυγής ενώπιον της εδρευούσης εις την περιφέρειαν της κατοικίας του ησφαλισμένου Δευτεροβαθμίου υγειονομικής επιτροπής του Ι.Κ.Α. ή της Δευτεροβαθμίου Υγειονομικής Επιτροπής του Ταμείου». Εξάλλου, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 90 του π.δ.668/1981: «Η Δευτεροβάθμιος Υγειονομική επιτροπή…αποφαίνεται μόνον επί προσφυγών ησφαλισμένων ή του Ταμείου κατά αποφάσεων των Πρωτοβαθμίων Υγειονομικών επιτροπών του Οργανισμού, αναφερομένων εις την εξακρίβωσιν ή βεβαίωσιν περί της υπάρξεως αναπηρίας και γενικώς περί της ανικανότητος προς άσκησιν του εμπορικού επαγγέλματος». Τέλος, κατά την παρ. 4 του άρθρου 94 του ανωτέρω π.δ.668/1991: «Αι συντάξεις λόγω αναπηρίας απονέμονται δια τον εκάστοτε καθοριζόμενον υπό των υγειονομικών επιτροπών ως πιθανόν κατώτατον χρόνον διαρκείας της αναπηρίας, παρατεινόμεναι κατά την αυτήν διαδικασίαν και δια τον εκάστοτε οριζόμενον υπό των υγειονομικών επιτροπών χρόνον ανικανότητος».
5. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι για την απονομή συντάξεως αναπηρίας σε ασφαλισμένο του Ταμείου Ασφαλίσεως Εμπόρων αρχικά επιλαμβάνονται τα οικεία υγειονομικά όργανα, τα οποία αποφαίνονται για τα ιατρικής φύσεως ζητήματα, όπως είναι το είδος των παθήσεων και το ποσοστό ανατομοφυσιολογικής βλάβης που οφείλεται στις παθήσεις αυτές. Η οριστική δε κρίση των υγειονομικών οργάνων για τα ζητήματα αυτά δεσμεύει, εφόσον είναι δεόντως αιτιολογημένη, τα ασφαλιστικά όργανα του Ταμείου, τα οποία επιλαμβάνονται στη συνέχεια της ασφαλιστικής υποθέσεως. Περαιτέρω, τα ανωτέρω υγειονομικά όργανα, εκφέρουν γνώμη και επί της από ασφαλιστικής απόψεως επιδράσεως των διαπιστωθεισών παθήσεων στην ικανότητα του ασφαλισμένου για την άσκηση του εμπορικού επαγγέλματος, ζήτημα για το οποίο αποφαίνονται τελικώς τα οικεία ασφαλιστικά όργανα, στα οποία, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, καταλείπεται έδαφος ασφαλιστικής κρίσεως. Κατά συνέπεια, καταλείπεται έδαφος ασφαλιστικής κρίσεως και στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, τα οποία επιλαμβάνονται προσφυγών κατά σχετικών πράξεων των ασφαλιστικών οργάνων του Ταμείου Ασφαλίσεως Εμπόρων (πρβ. Σ.τ.Ε. 2927/2006, 2758/2007, 3366/2003 κ.ά.). Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Ε.Αντωνόπουλος, στη γνώμη του οποίου προσχώρησε και η Πάρεδρος Κ.Κονιδιτσιώτου. Κατά τη γνώμη αυτή, από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι για την απονομή συντάξεως αναπηρίας σε ασφαλισμένο του Ταμείου Ασφαλίσεως Εμπόρων αρμόδια όργανα για τη διαπίστωση τόσο της υγειονομικής όσο και της ασφαλιστικής αναπηρίας είναι αποκλειστικά οι οικείες υγειονομικές επιτροπές, οι γνωματεύσεις των οποίων, εφόσον είναι νομίμως αιτιολογημένες, δεσμεύουν τα αρμόδια για την απονομή παροχών όργανα του Ταμείου και, ακολούθως, τα διοικητικά δικαστήρια, τα οποία δεν μπορούν κατά νόμο να εκφέρουν δική τους κρίση περί της ασφαλιστικής αναπηρίας του ασφαλισμένου (πρβ. Σ.τ.Ε. 663/1991, 3374/2004 επταμ., 2562/2007 επταμ.).
6. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσίβλητη ασκούσε το εμπορικό επάγγελμα και ασφαλίστηκε στο αναιρεσείον Ταμείο από 1.1.1984 έως 30.9.1996, οπότε διέκοψε την εμπορική της δραστηριότητα, κατά τον κρίσιμο δε χρόνο ήταν 63 ετών. Με την 69372/1996 αίτησή της ζήτησε από το Ταμείο σύνταξη αναπηρίας. Η αίτησή της έγινε δεκτή με την 6222/1997 απόφαση της Διευθύντριας, με την οποία της χορηγήθηκε σύνταξη από 1.11.1996 έως 30.9.1998 με ποσοστό αναπηρίας 67%. Με την 12240/1998 απόφαση της ίδιας Διευθύντριας παρατάθηκε η συνταξιοδότησή της μέχρι τις 30.9.2000. Στη συνέχεια, η Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή του Ταμείου, στην οποία παραπέμφθηκε η αναιρεσίβλητη προκειμένου να κριθεί το αίτημα νέας παρατάσεως της συνταξιοδοτήσεώς της, με την 448/21.9.2000 γνωμάτευσή της διαπίστωσε, ότι αυτή παρουσιάζει «ρευματική βαλβιδοπάθεια, με πρόσφατα ευρήματα του Doppeer, κλάσμα εξωθήσεως 55%, μικρού βαθμού Ο ανεπάρκεια της αορτικής και μιτροειδούς βαλβίδος με μικρού βαθμού στένωση αυτής, φυσιολογική αορτική ρίζα με μικρού βαθμού διάταση (αρ.) κοιλίας με φυσιολογικό πάχος τοιχωμάτων», και έκρινε ότι το ποσοστό της ανατομοφυσιολογικής της βλάβης ανέρχεται σε 50%. Ακολούθως, η οικεία Δευτεροβάθμια Υγειονομική Επιτροπή, η οποία επιλήφθηκε στη συνέχεια, αποφάνθηκε με την 1979/20.11.2000 γνωμάτευσή της, ότι η αναιρεσίβλητη παρουσιάζει «μικρού βαθμού μικτή βαλβιδοπάθεια μιτροειδούς και μικρού βαθμού ανεπάρκεια αορτικής βαλβίδος πιθανώς ρευματικής αιτιολογίας με ικανοποιητική λειτουργικότητα (αρ.) κοιλίας, χρόνια κολπική μαρμαρυγή υπό αντιπηκτική αγωγή, παλαιό κάταγμα (αρ.) αστραγάλου με κλινικό οίδημα και δυσκαμψία» και έκρινε ότι το ποσοστό ανατομοφυσιολογικής βλάβης της για το χρονικό διάστημα από 30.9.2000 έως 30.9.2001 ανέρχεται σε 60%. Με βάση την τελευταία αυτή γνωμάτευση η Διευθύντρια Συντάξεων του Ταμείου με την 529/7.2.2001 πράξη της αποφάνθηκε ότι δεν μπορεί να συνεχισθεί η συνταξιοδότηση της αναιρεσίβλητης, γιατί το ποσοστό της αναπηρίας της (60%) είναι μικρότερο του προβλεπόμενου από το νόμο για τη χορήγηση της παροχής αυτής (67%). Κατά της ως άνω απόφασης η αναιρεσίβλητη άσκησε ένσταση ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, η οποία απορρίφθηκε με την 195/2/212/30.4. 2001 απόφασή του. Προσφυγή της αναιρεσίβλητης έγινε δεκτή με την πρωτόδικη απόφαση, έφεση δε του Ταμείου κατά της αποφάσεως του διοικητικού πρωτοδικείου απορρίφθηκε με την ήδη προσβαλλόμενη απόφαση. Το δικάσαν διοικητικό εφετείο δέχθηκε, κατ’ αρχάς, ότι κατά την έννοια των παρατεθεισών διατάξεων οι υγειονομικές επιτροπές του Ταμείου αποφαίνονται από ιατρικής απόψεως για τη φύση, τα αίτια, την έκταση και τη διάρκεια της σωματικής ή πνευματικής πάθησης ή βλάβης εκείνου που ζητά να λάβει σύνταξη αναπηρίας, περαιτέρω δε γνωμοδοτούν σχετικά με την ικανότητα άσκησης από αυτόν του εμπορικού επαγγέλματος. Η τελική όμως κρίση για το ποσοστό της ασφαλιστικής αναπηρίας του ασφαλισμένου ανήκει, κατά την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, στα ασφαλιστικά όργανα του Ταμείου και, περαιτέρω, στα διοικητικά δικαστήρια. Ακολούθως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αφού έλαβε υπ’ όψιν: α) ότι κατά την προαναφερθείσα γνωμάτευση της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής το ποσοστό ανατομοφυσιολογικής βλάβης της αναιρεσίβλητης ανερχόταν κατά το χρονικό διάστημα από 30.9.2000 έως 30.9.2001 σε ποσοστό 60%, β) ότι η γνωμάτευση αυτή είναι μεν δεσμευτική, εφόσον, όπως εν προκειμένω, είναι επαρκώς αιτιολογημένη, μόνο όμως ως προς το διαπιστούμενο ποσοστό της ιατρικής αναπηρίας και όχι ως προς το ποσοστό της ασφαλιστικής αναπηρίας του ασφαλισμένου, για τον προσδιορισμό του οποίου το δικαστήριο μπορεί να συνεκτιμήσει και άλλα εκτός από τις παθήσεις κριτήρια (όπως είναι η ηλικία του ασφαλισμένου, οι συνθήκες εργασίας του κ.λπ.), γ) ότι η ηλικία της αναιρεσίβλητης κατά τον κρίσιμο χρόνο ήταν σχετικά προχωρημένη (63 ετών) και δ) ότι το επάγγελμά της απαιτεί από τη φύση του πολύωρη απασχόληση και η άσκησή του επηρεάζεται δυσμενώς τόσο από τις ανωτέρω παθήσεις της, όσο και από την ηλικία της, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ασφαλιστική αναπηρία της αναιρεσίβλητης ανερχόταν κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα σε ποσοστό 67% και ότι, επομένως, δικαιούτο σύνταξη αναπηρίας. Με τις σκέψεις αυτές η αναιρεσιβαλλόμενη επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση.
7. Επειδή, προβάλλεται ότι μη νομίμως το δικάσαν εφετείο εξέφερε κρίση για το ζήτημα της ασφαλιστικής αναπηρίας της αναιρεσίβλητης, διότι αρμόδια όργανα να κρίνουν και για το ζήτημα αυτό είναι αποκλειστικά οι υγειονομικές επιτροπές. Σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην τέταρτη σκέψη ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι οι υγειονομικές επιτροπές είναι αρμόδιες να αποφαίνονται δεσμευτικά, εφ’ όσον η σχετική τους κρίση είναι αιτιολογημένη, επί των ιατρικής φύσεως ζητημάτων· στα ασφαλιστικά όμως όργανα και σε περίπτωση αμφισβητήσεως στα διοικητικά δικαστήρια καταλείπεται έδαφος να εκφέρουν ασφαλιστική κρίση, όπως έγινε εν προκειμένω με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Αντιθέτως, κατά τη γνώμη που μειοψήφησε, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων το δικάσαν διοικητικό εφετείο προέβη στον καθορισμό του ποσοστού της ασφαλιστικής αναπηρίας της αναιρεσίβλητης, δεδομένου ότι για το ζήτημα αυτό αποκλειστικά αρμόδιες να αποφανθούν ήσαν οι κατά τα ανωτέρω υγειονομικές επιτροπές.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος Οργανισμού τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 6 Απριλίου 2009 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 11ης Μαΐου 2009.
Ο Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος  Η Γραμματέας του Α΄ Τμήματος
 
 
Γ. Ανεμογιάννης Μ. Παπασαράντη