ΣτΕ 1644/11, Ολομ., ΦΟΡΤΗΓΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ το αρθ.4παρ.3 ν.383/76 που προβλέπει χορήγηση άδεια κυκλοφορίας οχήματος μεταφοράς ΔΧείναι αντίθετο στην επαγγελματική ελευθερία 5παρ.1 Σ.- οχι παρεμβαση στην αναιρεση-η παρέμβαση λόγω αντισυνταγματικό

ΣΤΕ ΟΛΟΜ.

Αριθμός 1664/2011

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ : τΕ 1644/11, Ολομ., το αρθ.4παρ.3 ν.383/76 που προβλέπει χορήγηση άδεια  κυκλοφορίας οχήματος μεταφοράς ΔΧείναι αντίθετο στην επαγγελματική ελευθερία  5παρ.1 Σ.- οχι παρεμβαση στην αναιρεση-η παρέμβαση λόγω αντισυνταγματικότητας θέλει ρητή επίκληση ιδότητας δια΄δικου σε άλλη δίκη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Σεπτεμβρίου 2010, με την εξής σύνθεση: Π.
Πικραμμένος, Πρόεδρος, Ε. Σαρπ, Δ. Μαρινάκης, Μ. Καραμανώφ, Αικ. Σακελλαροπούλου, Δ.
Αλεξανδρής, Α.-Γ. Βώρος, Μ. Γκορτζολίδου, Ι. Γράβαρης, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Ι.
Ζόμπολας, Σ. Μαρκάτης, Α. Ντέμσιας, Φ. Ντζίμας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Η. Τσακόπουλος, Μ.
Σταματελάτου-Μπεριάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Εμμ. Κουσιουρής, Α. Σταθάκης, Ο. Ζύγουρα, Β.
Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Σύμβουλοι, Χρ.
Ντουχάνης, Αικ. Ρωξάνα, Ι. Μιχαλακόπουλος, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Α.
Ντέμσιας και Α. Σταθάκης, καθώς και η Πάρεδρος Αικ. Ρωξάνα μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη,
σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ε. Κουμεντέρη.

Για να δικάσει την από 30 Σεπτεμβρίου 2007 αίτηση:

της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…………………………….”, που εδρεύει στην Πάτρα (οδός
Αυλώνος αρ. 97), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Δημ. Μέλισσα (Α.Μ. 17368), που τον διόρισε με
ειδικό πληρεξούσιο,

κατά των : 1) Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών, ο οποίος παρέστη με τον Παναγιώτη
Παναγιωτουνάκο, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, 2) Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο
οποίος δεν παρέστη και 3) Ομοσπονδίας Φορτηγών Αυτοκινητιστών Ελλάδος Διεθνών Μεταφορών,
που εδρεύει στην Αθήνα (Πατησίων 351), η οποία δεν παρέστη,

και κατά της παρεμβαίνουσας επαγγελματικής ένωσης με την επωνυμία «Πανελλαδική Ομοσπονδία
Ιδιοκτητών Βυτιοφόρων Αυτοκινήτων Δημόσιας Χρήσεως Μεταφοράς Υγρών Καυσίμων και Θερμής
Ασφάλτου», που εδρεύει στον Σκαραμαγκά Αττικής (Ηφαίστου 12 και Φωτοπούλου 6), η οποία
παρέστη με τον δικηγόρο Γ. Γεραπετρίτη (Α.Μ. 2136 Δ.Σ. Πειραιώς), που τον διόρισε με
πληρεξούσιο.

Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ΄ αριθμ.
3537/2009 αποφάσεως του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να
επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.

Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 917/2007 απόφαση
του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση
εισηγήσεως, από την Εισηγήτρια, Σύμβουλο Ειρ. Σαρπ.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας εταιρείας, ο οποίος ανέπτυξε
και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως, τον εκπρόσωπο του Υπουργού
Μεταφορών και Επικοινωνιών και τον δικηγόρο της παρεμβαίνουσας επαγγελματικής ένωσης, οι
οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α
ι
Α φ ο ύ    μ ε λ έ τ η σ ε     τ α      σ χ ε τ ι κ ά     έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε    κ α τ ά    τ ο    Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθ.
1854206/2007 ειδικό γραμμάτιο παραβόλου A΄ σειράς).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθ. 917/2007 αποφάσεως του
Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή συνεκδικάσθηκαν (λόγω συναφείας) και
έγιναν δεκτές (αυτοτελείς) εφέσεις του Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό
Οικονομίας και Οικονομικών, και της Ομοσπονδίας Φορτηγών Αυτοκινητιστών Ελλάδος Διεθνών
Μεταφορών κατά της υπ’ αριθ. 6929/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και
εξαφανίσθηκε η εν λόγω απόφαση. Στην συνέχεια απερρίφθη προσφυγή της αναιρεσείουσας
εταιρείας κατά της αρνήσεως του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών να χορηγήσει σ’ αυτήν,
κατόπιν της από 29.10.2001 αιτήσεώς της, δεκατρείς νέες άδειες κυκλοφορίας φορτηγών δημοσίας
χρήσεως αυτοκινήτων και έγινε δεκτή η παρέμβαση της προαναφερθείσης Ομοσπονδίας.

3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κατόπιν
της υπ’ αριθ. 3537/2009 αποφάσεως του Δ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, με την οποία
παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 5 του άρθρου 100
του Συντάγματος, το ζήτημα της συμφωνίας ή μη προς το άρθρο 5 του Συντάγματος της
διατάξεως της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του ν. 383/1976.

4. Επειδή, νομίμως συζητείται η υπόθεση παρά το γεγονός ότι δεν παρέστησαν στο ακροατήριο ο
Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, και ήδη Οικονομικών, ο οποίος είχε εκπροσωπήσει το
αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, ούτε η αναιρεσίβλητη
Ομοσπονδία Φορτηγών Αυτοκινητιστών Ελλάδος Διεθνών Μεταφορών, εφόσον επιδόθηκαν σε
αυτούς νομίμως και εμπροθέσμως αντίγραφα της προαναφερθείσης παραπεμπτικής αποφάσεως,
καθώς και της από 18.2.2010 πράξεως του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας περί
ορισμού δικασίμου για την συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον της Ολομελείας του Δικαστηρίου (βλ.
ως προς τον Υπουργό Οικονομικών τα από 26.2.2010 αποδεικτικά επιδόσεως της επιμελήτριας του
Δικαστηρίου Ειρήνης Γιαννούτσου και ως προς την αναιρεσίβλητη Ομοσπονδία τα από 7.4.2010
αποδεικτικά επιδόσεως της επιμελήτριας του Δικαστηρίου Ελεονώρας Ζαγκάτση).

5. Επειδή, στο άρθρο 55 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8) ορίζεται ότι «Στη δίκη της αναίρεσης δεν
συγχωρείται παρέμβαση». Η διάταξη αυτή απαγορεύει την παρέμβαση σε δίκη, ανοιγείσα με αίτηση
αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 1545/2008). Επομένως, η
από 29.4.2010 ασκηθείσα το πρώτον ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας (σε
δίκη ανοιγείσα με αίτηση αναιρέσεως) παρέμβαση της ενώσεως επαγγελματικών σωματείων με την
επωνυμία «Πανελλαδική Ομοσπονδία Ιδιοκτητών Βυτιοφόρων Αυτοκινήτων Δημοσίας Χρήσεως
Μεταφοράς Υγρών Καυσίμων και Θερμής Ασφάλτου», η οποία, άλλωστε, δεν είχε διατελέσει
διάδικος στη δίκη ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.

Εξάλλου, η παρέμβαση αυτή δεν ευρίσκει έρεισμα ούτε στην διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1 του
ν. 2479/1997 (Α΄ 67). Και τούτο διότι, ναι μεν, κατά την διάταξη αυτή, σε δίκη ενώπιον του
Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, της Ολομελείας
του Αρείου Πάγου ή της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στην οποία τίθεται ζήτημα αν
διάταξη νόμου είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα ή όχι, έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν
παρέμβαση φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, τα οποία δικαιολογούν έννομο
συμφέρον, σε σχέση με την κρίση του ζητήματος αυτού, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι το αυτό
ζήτημα εκκρεμεί σε δίκη ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή δικαστικού σχηματισμού του αυτού
κλάδου δικαιοσύνης, στην οποία είναι διάδικοι (βλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 1545/2008, 3177/2007,
3670/2006). Στην προκειμένη περίπτωση η παρεμβαίνουσα Ομοσπονδία δεν ισχυρίζεται ότι είναι
διάδικος σε άλλη εκκρεμή δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή διοικητικού
δικαστηρίου, στην οποία τίθεται ομοίως το ζήτημα της συμφωνίας ή μη προς το Σύνταγμα της
διατάξεως της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 383/1976. Συνεπώς, η ανωτέρω παρέμβαση δεν είναι
παραδεκτή ούτε υπό την εκδοχή ότι ασκείται με βάση το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2479/1997 και, ως
εκ τούτου, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.

6. Επειδή, με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η προσωπική και οικονομική
ελευθερία ως ατομικό δικαίωμα. Ειδικότερη εκδήλωση αυτής της ελευθερίας αποτελεί η
επαγγελματική ελευθερία, δηλαδή η ελευθερία επιλογής και ασκήσεως ορισμένου επαγγέλματος.
Στην επαγγελματική ελευθερία μπορεί ο νόμος να επιβάλει περιορισμούς μόνον για λόγους
δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση πρέπει να τελούν σε συνάφεια
προς το αντικείμενο και τον χαρακτήρα της ρυθμιζομένης επαγγελματικής δραστηριότητος (βλ.
Σ.τ.Ε. Ολομ. 3665/2005, 2204-2224/2010). Τέτοιο λόγο δεν συνιστά, πάντως, η προστασία του
οικονομικού συμφέροντος των ήδη δραστηριοποιουμένων σε συγκεκριμένο επαγγελματικό κλάδο
(πρβλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 474, 475/1989, 3665/2005) με την αποτροπή της εισόδου στον κλάδο αυτό
νέων επαγγελματιών και της εκ του λόγου τούτου μειώσεως των προσόδων από την άσκηση της
επαγγελματικής αυτής δραστηριότητας. Ενόψει των ανωτέρω, δεν μπορεί να εξαρτηθεί η
χορήγηση διοικητικής αδείας για την άσκηση επαγγέλματος από την προηγούμενη εκτίμηση της
Διοικήσεως ότι συντρέχει πραγματική ανάγκη για την άσκησή του, ως εκ του ότι οι ήδη ασκούντες
το επάγγελμα αυτό δεν επαρκούν για να καλύψουν τις σχετικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου.
Εξάλλου, προκειμένου ο δικαστής να είναι σε θέση να ελέγξει αν οι επιβαλλόμενοι στην οικονομική
ελευθερία περιορισμοί αποβλέπουν στην ικανοποίηση συνταγματικώς θεμιτού σκοπού, πρέπει να
προκύπτει ή να συνάγεται από την ίδια την ρύθμιση, ερμηνευομένη σύμφωνα με τους κανόνες της
λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας και σε συνδυασμό με την διέπουσα την άσκηση του
συγκεκριμένου επαγγέλματος λοιπή νομοθεσία, ή από τις προπαρασκευαστικές εργασίες για την
ψήφιση του σχετικού νόμου ή από στοιχεία, στα οποία οι εργασίες αυτές αναφέρονται, ο σκοπός
που επιδιώκεται με τους περιορισμούς αυτούς (πρβλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 2204-2224/2010).

7. Επειδή, ο ν. 383/1976 «περί διενεργείας εμπορευματικών μεταφορών δια φορτηγών
αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως …» (Α΄ 182) ορίζει στο άρθρο 4 τα εξής : «1. Τα εκτελούντα
οδικάς εμπορευματικάς μεταφοράς αυτοκίνητα δημοσίας χρήσεως δέον όπως είναι εφωδιασμένα
δι` αδειών κυκλοφορίας, … 2. Η χορήγησις αδειών κυκλοφορίας νέων φορτηγών αυτοκινήτων
δημοσίας χρήσεως επιτρέπεται, συμφώνως προς τας διατάξεις της παρ. 3 του παρόντος άρθρου εις
: α) τας συνιστωμένας κατά τους όρους του παρόντος μεταφορικάς επιχειρήσεις, ως και τας
συνεστημένας και λειτουργούσας τοιαύτας, συμφώνως προς τας προϊσχυσάσας διατάξεις. … β) τους
επαγγελματίας αυτοκινητιστάς, γ) τους επαγγελματίας οδηγούς. 3. Δι` αποφάσεων του Υπουργού
Μεταφορών και Επικοινωνιών, εκδιδομένων καθ` έκαστον έτος, αρχής γενομένης μετά παρέλευσιν
εξ (6) μηνών από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος και μετά γνώμην της κατά το άρθρον 8
Επιτροπής ορίζονται: α) το ανώτατον, κατά κατηγορίαν οδικών εμπορευματικών μεταφορών και
είδος αυτοκινήτων, συνολικόν μικτόν βάρος φορτηγών οχημάτων δημοσίας χρήσεως, όπερ
αναγκαιοί δια την εκτέλεσιν των οδικών εμπορευματικών μεταφορών, μετ` εκτίμησιν των
εκάστοτε μεταφορικών αναγκών της χώρας, β) η, δια της χορηγήσεως νέων αδειών, κάλυψις της
τυχόν διαφοράς, μεταξύ του υφισταμένου και του κατά την προηγουμένην περίπτωσιν
καθοριζομένου ανωτάτου ορίου, συνολικού μικτού βάρους φορτηγών οχημάτων, γ) τα της
χορηγήσεως των νέων αδειών εις τας μεταφορικάς επιχειρήσεις, περί ων η παρ. 2 του παρόντος
άρθρου, εις επαγγελματίας αυτοκινητιστάς, και εις επαγγλεματίας οδηγούς, βάσει κριτηρίων και
προϋποθέσεων καθοριζομένων εν τη ιδία αποφάσει και δη κατά ποσοστόν ογδοήκοντα επί τοις
εκατόν (80%) εις τας μεταφορικάς επιχειρήσεις και είκοσιν επί τοις εκατόν (20%) εις τους λοιπούς.
Ως κριτήρια δια την χορήγησιν των ως άνω νέων αδειών λαμβάνονται υπ` όψιν, κατά περίπτωσιν,
και ο αριθμός των εντεταγμένων εις τας επιχειρήσεις φορτηγών αυτοκινήτων, εν συνδυασμώ προς
την δραστηριότητα αυτών, το ποσοστόν επί του κατεχομένου αυτοκινήτου δημοσίας χρήσεως
υπό των επαγγελματιών αυτοκινητιστών και ο συνολικός χρόνος πραγματικής υπηρεσίας των
επαγγελματιών οδηγών. 4. Κατ` εξαίρεσιν των παρ. 2 και 3 του παρόντος άρθρου επιτρέπεται η
χορήγησις αδειών κυκλοφορίας νέων φορτηγών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως : α) κατά τας
διατάξεις: αα) των ν.δ. 4377/1964 “περί ειδικών μέτρων προστασίας των εξ Αιγύπτου Ελλήνων
υπηκόων και ομογενών”, 4378/1964 “περί ειδικών μέτρων προστασίας των εκ Τουρκίας Ελλήνων
υπηκόων” και 4581/1966 “περί ειδικών μέτρων προστασίας των εκ Ρουμανίας Ελλήνων υπηκόων
και ομογενών”, ββ) του ν.δ. 4577/1966 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της νομοθεσίας
“περί Κοινωνικής Ασφαλίσεως και περί ετέρων τινών διατάξεων” (άρθρον 2 παρ. 1) και γγ) του
β.δ/τος 164/1973 “περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον των ισχυουσών διατάξεων του ν.δ.
531/1970 “περί αντικαταστάσεως ζωηλάτων οχημάτων πόλεων δια φορτηγών αυτοκινήτων
δημοσίας χρήσεως κ.λ.π.”, β) [Η περ. β΄ καταργήθηκε με το άρθρο 7 του ν. 803/1978 (Α΄ 123),
όπως επίσης καταργήθηκαν και οι σε εκτέλεση αυτής εκδοθείσες κανονιστικές αποφάσεις του
Υπουργού Συγκοινωνιών.] γ) βυτιοφόρων εκκενώσεως βόθρων και τοιούτων μεταφοράς ύδατος,
υπό όρους και προϋποθέσεις καθοριζομένας δι’ αποφάσεως του Υπουργού Μεταφορών και
Επικοινωνιών, εκδιδομένης μετά γνώμην της κατά το άρθρον 8 Επιτροπής και δημοσιευομένης δια
της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. δ) [όπως αυτή προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 13 του ν.
2801/2000, Α΄ 200] Με απόφαση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών καθορίζονται οι
όροι, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία χορήγησης αδειών κυκλοφορίας Φ.Δ.Χ. αυτοκινήτων σε
νησιά με πληθυσμό μικρότερο των τριών χιλιάδων εκατό (3.100) κατοίκων για την εξυπηρέτηση
των τοπικών αναγκών. Η δυνατότητα κυκλοφορίας των πιο πάνω φορτηγών αυτοκινήτων
περιορίζεται εντός του νησιού, με δυνατότητα μεταφοράς εμπορευμάτων προς και από τα λιμάνια
που συνδέονται ακτοπλοϊκώς. 5. …». Η προβλεπομένη στο άρθρο 8 του ανωτέρω ν. 383/1976
επιτροπή καταργήθηκε με το άρθρο 10 παρ. 3 της υπ’ αριθ. 15140/26.4.1982 κοινής αποφάσεως
των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως και Συγκοινωνιών (Β΄ 219), που εκδόθηκε σε εκτέλεση
της διατάξεως του άρθρου 4 παρ. 2 του ν. 1232/1982 (Α΄ 22), με συνέπεια η έκδοση της
προβλεπομένης στην παρ. 3 του προπαρατεθέντος άρθρου 4 του ανωτέρω ν. 383/1976
υπουργικής αποφάσεως να γίνεται, από την κατάργηση της εν λόγω επιτροπής και εφεξής, χωρίς
προηγούμενη γνωμοδότηση (βλ. Σ.τ.Ε. 2171/1984). Κατ’ εξουσιοδότηση της εν λόγω διατάξεως
της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 383/1976 εκδόθηκε για πρώτη φορά το 2005 – δηλαδή μετά την
εκδηλωθείσα με το υπ’ αριθ. Β1/76391/5930/6.12.2001 έγγραφο της Διευθύνσεως
Εμπορευματικών Μεταφορών του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών άρνηση της
Διοικήσεως επί της από 29.10.2001 αιτήσεως της αναιρεσείουσας εταιρείας, που προσεβλήθη με
την προσφυγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η πρωτόδικη απόφαση – η υπ’ αριθ.
Β1/65209/5116/8.11.2005 απόφαση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών (Β΄ 1607), με
τίτλο «Καθορισμός αναγκαίου συνολικού μικτού βάρους φορτηγών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσης
για κάλυψη των μεταφορικών αναγκών της χώρας έτους 2005», και στη συνέχεια εκδόθηκαν η
υπ’ αριθ. Β8/6349/493/2.2.2006 απόφαση του ως άνω Υπουργού (Β΄ 195), με τίτλο «Καθορισμός
αναγκαίου συνολικού μικτού βάρους φορτηγών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσης Υγρών Καυσίμων –
Θερμής Ασφάλτου για κάλυψη των μεταφορικών αναγκών της χώρας για το έτος 2006», η υπ’
αριθ. Β8/οικ.13182/1015/28.2.2007 απόφαση του ίδιου Υπουργού (Β΄ 322), με τίτλο «Καθορισμός
αναγκαίου συνολικού μικτού βάρους φορτηγών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσης Υγρών Καυσίμων –
Θερμής Ασφάλτου για κάλυψη των μεταφορικών αναγκών της χώρας για το έτος 2007», και η υπ’
αριθ. Β1/οικ17860/1343/20.3.2007 απόφαση του αυτού Υπουργού (Β΄ 593), με τίτλο
«Καθορισμός αναγκαίου συνολικού μικτού βάρους φορτηγών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσης για
κάλυψη των μεταφορικών αναγκών της χώρας για το έτος 2007». Και με τις τέσσερις αυτές
αποφάσεις, αφού ελήφθησαν υπόψη τα αποτελέσματα έρευνας αναπληρωτή καθηγητή του Τομέα
Μεταφορών και Συγκοινωνιακής Υποδομής της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών του Εθνικού
Μετσόβιου Πολυτεχνείου ως προς την ετήσια ζήτηση για οδική μεταφορά υγρών καυσίμων και
εμπορευμάτων και την μεταφορική ικανότητα των ήδη κυκλοφορούντων φορτηγών αυτοκινήτων
δημοσίας και ιδιωτικής χρήσεως, διαπιστώθηκε ότι δεν απαιτείται η χορήγηση νέων αδειών
φορτηγών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως για τα ανωτέρω έτη.

8. Επειδή, όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες (εισηγητική έκθεση και πρακτικά
συζητήσεως στη Βουλή) για την ψήφιση του ν. 383/1976, η θέσπιση με τον νόμο αυτόν
περιορισμών στην χορήγηση νέων αδειών κυκλοφορίας φορτηγών δημοσίας χρήσεως
αυτοκινήτων υπαγορεύθηκε από την ανάγκη αντιμετωπίσεως της επικρατούσης κατά τον χρόνο
εκείνο «δυσπραγίας» στην επαγγελματική τάξη των αυτοκινητιστών, η οποία προκαλούσε συνεχείς
διαμαρτυρίες των επαγγελματικών οργανώσεών τους. Η «δυσπραγία» αυτή οφειλόταν, κατά την
εισηγητική έκθεση του ανωτέρω νόμου, στο γεγονός ότι κατά τον χρόνο εκείνο (1976) υπήρχε
«πληθώρα» φορτηγών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως («περί τα 22.000») με μεταφορική
ικανότητα μεγαλύτερη από τις ανάγκες της χώρας, ιδίως ως προς τις μεταφορές στο εσωτερικό,
λόγω του ότι, χωρίς καμία πρόβλεψη ή μελέτη αναφορικώς προς τον απαιτούμενο αριθμό των
αυτοκινήτων εν σχέσει προς τις ανάγκες αυτές, είχαν χορηγηθεί αθρόως άδειες κυκλοφορίας νέων
φορτηγών δημοσίας χρήσεως αυτοκινήτων κατά το χρονικό διάστημα 1967-1971. Το γεγονός,
όμως, της κυκλοφορίας μεγάλου αριθμού φορτηγών δημοσίας χρήσεως αυτοκινήτων κατά τον
χρόνο ψηφίσεως του ν. 383/1976, έστω και αν συνεπαγόταν την μείωση των κερδών των
εκμεταλλευομένων τα αυτοκίνητα αυτά επαγγελματιών, δεν δικαιολογεί, από συνταγματικής
απόψεως, την κατ’ ουσίαν απαγόρευση της χορηγήσεως νέων αδειών κυκλοφορίας τέτοιων
αυτοκινήτων και την χορήγηση αυτών μόνον κατ’ εξαίρεση, κατ’ εκτίμηση του κριτηρίου της μη
επαρκούς καλύψεως των μεταφορικών αναγκών της χώρας με τα ήδη κυκλοφορούντα φορτηγά
αυτοκίνητα δημοσίας χρήσεως. Και τούτο διότι η προστασία του στενού επαγγελματικού και
μάλιστα οικονομικού συμφέροντος των ήδη ασκούντων ορισμένη επιχειρηματική δραστηριότητα ή
μέρους αυτών, με την εξασφάλιση του προσπορισμού κέρδους από την εκ μέρους τους άσκηση
της συγκεκριμένης δραστηριότητας, δεν συνιστά λόγο δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογεί την
επιβολή περιορισμών, οι οποίοι έχουν ως συνέπεια την αδυναμία προσβάσεως στον επιχειρηματικό
αυτό κλάδο άλλων ενδιαφερομένων ή την αδυναμία αυτών που ήδη δραστηριοποιούνται στον εν
λόγω κλάδο να αναπτύξουν περαιτέρω την επιχειρηματική τους δραστηριότητα. Συνεπώς, οι
διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 383/1976 αντίκεινται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος
και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες, διότι ο σκοπός που επιδιώκεται με τον θεσπιζόμενο με αυτές
περιορισμό δεν είναι θεμιτός από συνταγματικής απόψεως. Κατά την ειδικότερη γνώμη της
Συμβούλου Όλγας Ζύγουρα, ανεξαρτήτως αν η θέσπιση της επίμαχης ρυθμίσεως κατά τον χρόνο
ψηφίσεως του ν. 383/1976 ήταν ή όχι σύμφωνη με το άρθρο 5 του Συντάγματος, ενόψει των τότε
κρατουσών στις οδικές μεταφορές πραγματικών συνθηκών, δεν ήταν πάντως σύμφωνη με αυτό
κατά τον χρόνο που η αναιρεσείουσα εταιρεία υπέβαλε αίτηση για χορήγηση νέων αδειών
κυκλοφορίας φορτηγών δημοσίας χρήσεως αυτοκινήτων (29.10.2001), δηλαδή μετά την πάροδο
χρονικού διαστήματος υπερβαίνοντος τα είκοσι πέντε έτη από την δημοσίευση (20.7.1976) του
ανωτέρω ν. 383/1976, εφόσον οι μεταφορικές ανάγκες της χώρας, αναφορικά με την διενέργεια
οδικών εμπορικών μεταφορών, που επικαλέσθηκε ο νομοθέτης για την θέσπιση της επίμαχης
ρυθμίσεως, μετεβλήθησαν, κατά κοινή αντίληψη, ουσιωδώς κατά το μεσολαβήσαν χρονικό
διάστημα. Συνεπώς, οι διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 383/1976 αντίκεινται σε κάθε
περίπτωση στο άρθρο 5 του Συντάγματος κατά τον σκοπούμενο εν προκειμένω χρόνο της
εκδηλώσεως της αρνήσεως της Διοικήσεως, που προσεβλήθη με την προσφυγή της αναιρεσείουσας
εταιρείας ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Τέλος, κατά την γνώμη του Παρέδρου Ι.
Μιχαλακόπουλου, ανεξαρτήτως της συμφωνίας ή μη προς το Σύνταγμα των ανωτέρω διατάξεων
της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 383/1976, εν πάση περιπτώσει, κατά την έννοια των εν λόγω
διατάξεων, είναι υποχρεωτική η καθ’ έκαστον έτος έκδοση της προβλεπομένης υπ’ αυτής
υπουργικής αποφάσεως, με την οποία να διαπιστώνονται, κατ’ επίκληση συγκεκριμένων και
επικαίρων, ενόψει των συνεχώς μεταβαλλομένων οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών,
αριθμητικών δεδομένων, οι εκάστοτε μεταφορικές ανάγκες της χώρας και ο απαιτούμενος για την
κάλυψη των συγκεκριμένων αυτών αναγκών αριθμός φορτηγών δημοσίας χρήσεως αυτοκινήτων.

Ενόψει τούτου, η παράλειψη εκδόσεως υπουργικής αποφάσεως, με την οποία να διαπιστώνονται οι
μεταφορικές ανάγκες της χώρας για συγκεκριμένο έτος και ο απαιτούμενος για την κάλυψή τους
αριθμός φορτηγών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως, δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμο έρεισμα για
την απόρριψη αιτήσεως περί χορηγήσεως αδείας κυκλοφορίας φορτηγού αυτοκινήτου δημοσίας
χρήσεως.

9. Επειδή, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρεσείουσα εταιρεία, η οποία
έχει ως αντικείμενο την διενέργεια εθνικών και διεθνών μεταφορών, με την από 29.10.2001 αίτησή
της, ζήτησε από το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών την χορήγηση δεκατριών (και όχι
δεκατεσσάρων, όπως αναφέρεται στην προσφυγή και στο δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως)
νέων αδειών κυκλοφορίας φορτηγών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως, προς επαύξηση του
αριθμού των ήδη κυκλοφορούντων φορτηγών δημοσίας χρήσεως αυτοκινήτων ιδιοκτησίας της.

Σε απάντηση της αιτήσεως αυτής γνωστοποιήθηκε στην αναιρεσείουσα εταιρεία, με το υπ’ αριθ.
Β1/76391/5930/6.12.2001 έγγραφο της Διευθύνσεως Εμπορευματικών Μεταφορών του ανωτέρω
Υπουργείου, ότι «1. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρ. 4 του Ν. 383/1976 για τη χορήγηση νέων
αδειών κυκλοφορίας φορτηγών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης πρέπει προηγουμένως να
διαπιστωθεί κατά την οριζόμενη στις διατάξεις αυτές διαδικασία ότι τα κυκλοφορούντα οχήματα
της κατηγορίας αυτής (φορτηγά δημοσίας χρήσεως) δεν επαρκούν για την εξυπηρέτηση των
μεταφορικών αναγκών της χώρας. Τέτοια διαπίστωση δεν έχει γίνει. Εάν στο μέλλον διαπιστωθεί
ανάγκη αύξησης του αριθμού των φορτηγών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης, σύμφωνα με τον
παραπάνω νόμο, θα καθορισθούν οι όροι, οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια, με βάση τα οποία θα
χορηγηθούν οι σχετικές άδειες κυκλοφορίας». Κατά του εγγράφου αυτού και της εκδηλωθείσης με
αυτό αρνήσεως του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών να της χορηγήσει τις ζητηθείσες
άδειες η αναιρεσείουσα εταιρεία άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών προσφυγή.

Το εν λόγω δικαστήριο, με την υπ’ αριθ. 6929/2005 απόφασή του, απέρριψε κατ’ αρχάς ως
απαράδεκτη την ασκηθείσα ενώπιόν του παρέμβαση της Ομοσπονδίας Φορτηγών Αυτοκινητιστών
Ελλάδος Διεθνών Μεταφορών, με την αιτιολογία ότι η τυχόν απόρριψη της προσφυγής θα βλάψει
μια κατηγορία μελών της, δηλαδή τους ιδιοκτήτες φορτηγών αυτοκινήτων διεθνών μεταφορών, οι
οποίοι επιθυμούν να λάβουν νέες άδειες φορτηγών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως. Στην συνέχεια
το διοικητικό πρωτοδικείο δέχθηκε την προσφυγή της αναιρεσείουσας εταιρείας και ακύρωσε την
παράλειψη του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών να εκδώσει απόφαση περί χορηγήσεως σ’
αυτήν δεκατριών νέων αδειών κυκλοφορίας φορτηγών δημοσίας χρήσεως αυτοκινήτων, με την
αιτιολογία ότι η Διοίκηση έπρεπε να έχει εκδώσει την προβλεπομένη από το άρθρο 4 παρ. 3 του ν.
383/1976 κανονιστική πράξη για την διαπίστωση της ικανοποιήσεως των αναγκών της χώρας σε
φορτηγά δημοσίας χρήσεως αυτοκίνητα και ότι η απόρριψη της αιτήσεως της αναιρεσείουσας να
της χορηγηθούν νέες άδειες κυκλοφορίας φορτηγών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως, για το λόγο
ότι δεν έχει διαπιστωθεί κατά την διαδικασία της ανωτέρω διατάξεως ότι τα κυκλοφορούντα
φορτηγά αυτοκίνητα δεν επαρκούν για την εξυπηρέτηση των μεταφορικών αναγκών της χώρας,
δεν είναι νόμιμη. Κατά της πρωτόδικης αποφάσεως άσκησε έφεση τόσο το Δημόσιο,
εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, όσο και η προαναφερθείσα
Ομοσπονδία. Το διοικητικό εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, συνεκδίκασε τις εν λόγω
εφέσεις και δέχθηκε κατ’ αρχάς ότι η Ομοσπονδία με έννομο συμφέρον παρενέβη στην ενώπιον του
πρωτοδικείου δίκη, προκειμένου να αποτρέψει την έκδοση νέων αδειών κυκλοφορίας φορτηγών
αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως, η οποία θα έθιγε τα συμφέροντα του συνόλου των
αυτοκινητιστών διεθνών μεταφορών, για το λόγο δε αυτό εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση,
κατά το μέρος που με αυτήν είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη η παρέμβαση. Στην συνέχεια το
διοικητικό εφετείο δέχθηκε ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 383/1976, η
διαδικασία χορηγήσεως νέων αδειών κυκλοφορίας φορτηγών δημοσίας χρήσεως αυτοκινήτων
προϋποθέτει την διαπίστωση της υφισταμένης καταστάσεως και των πραγματικών αναγκών της
αγοράς στο χώρο των οδικών εμπορευματικών μεταφορών που τυχόν επιβάλλουν την έκδοση
νέων αδειών, η διαπίστωση δε αυτή γίνεται από τον αρμόδιο Υπουργό Μεταφορών δια της
εκδόσεως σχετικής αποφάσεως, κατά την διακριτική ευχέρεια αυτού αναλόγως των υφισταμένων
αναγκών. Τούτο, κατά το διοικητικό εφετείο, προκύπτει από την διατύπωση της παρ. 3 του
άρθρου 4 του ως άνω ν. 383/1976, με την οποία καθιερώνεται η εν λόγω αρμοδιότητα του
Υπουργού και σύμφωνα με την οποία η άσκηση της αρμοδιότητας αυτής απαιτείται μόνο στην
περίπτωση που οι ανάγκες της αγοράς επιβάλλουν την έκδοση νέων αδειών και όχι στην αντίθετη
περίπτωση, δεν αναιρείται δε από την πρόβλεψη στην ανωτέρω διάταξη περί εκδόσεως της
υπουργικής αποφάσεως κατ’ έτος, καθόσον με την πρόβλεψη αυτή τίθεται χρονικός περιορισμός
μόνο για την αποφυγή συχνότερης εκδόσεως κανονιστικών αποφάσεων και δεν επιβάλλεται
υποχρέωση για την έκδοση κανονιστικής αποφάσεως κατ’ έτος, καθόσον, άλλωστε, σε περίπτωση
μη υπάρξεως ανάγκης για την έκδοση νέων αδειών, η ύπαρξη τέτοιας υποχρεώσεως δεν θα είχε
κανένα νόημα. Περαιτέρω, το διοικητικό εφετείο δέχθηκε ότι η κατ’ εξαίρεση της ως άνω
διαδικασίας χορήγηση νέων αδειών κυκλοφορίας φορτηγών δημοσίας χρήσεως αυτοκινήτων σε
συγκεκριμένες κατηγορίες επαγγελματιών και για συγκεκριμένη χρονική περίοδο δεν αντιβαίνει στις
περί ισότητας συνταγματικές διατάξεις, καθόσον το κριτήριο της εξαιρέσεως είναι αντικειμενικό και
όχι συμπτωματικό. Στη συνέχεια το διοικητικό εφετείο δέχθηκε ότι στην προκειμένη περίπτωση,
κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως της αναιρεσείουσας περί χορηγήσεως νέων αδειών
κυκλοφορίας φορτηγών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως, δεν είχε διαπιστωθεί αρμοδίως, δι’
εκδόσεως αποφάσεως από τον αρμόδιο Υπουργό, ανεπάρκεια των κυκλοφορούντων φορτηγών για
την εξυπηρέτηση των μεταφορικών αναγκών της χώρας και, συνακόλουθα, η ανάγκη εκδόσεως
νέων αδειών. Με τα δεδομένα αυτά το διοικητικό εφετείο δέχθηκε ότι δεν υφίσταται παράλειψη
του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών να χορηγήσει στην αναιρεσείουσα εταιρεία τις
ζητηθείσες άδειες κυκλοφορίας, για το λόγο δε αυτό εξαφάνισε, κατ’ αποδοχή των εφέσεων του
Δημοσίου και της παρεμβαίνουσας Ομοσπονδίας, την πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει
αντιθέτως, και στην συνέχεια, κρίνοντας επί της προσφυγής, απέρριψε αυτήν και δέχθηκε την
παρέμβαση της Ομοσπονδίας. Η κρίση, όμως, της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι, ενόψει των
διατάξεων του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 383/1976, νομίμως απερρίφθη το αίτημα της
αναιρεσείουσας εταιρείας να της χορηγηθούν άδειες κυκλοφορίας φορτηγών δημοσίας χρήσεως
αυτοκινήτων, δεν είναι νόμιμη, διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, οι
διατάξεις αυτές αντίκεινται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη
απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση. Κατά δε
την γνώμη του Παρέδρου Ι. Μιχαλακόπουλου, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί,
διότι η παράλειψη εκδόσεως της προβλεπομένης από την παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 383/1976
υπουργικής αποφάσεως, με την οποία να διαπιστώνονται οι μεταφορικές ανάγκες της χώρας για
συγκεκριμένο έτος και ο απαιτούμενος για την κάλυψή τους αριθμός φορτηγών αυτοκινήτων
δημοσίας χρήσεως, δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμο έρεισμα για την απόρριψη αιτήσεως περί
χορηγήσεως άδειας κυκλοφορίας φορτηγού αυτοκινήτου δημοσίας χρήσεως, όπως συνέβη εν
προκειμένω.

10. Επειδή, περαιτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι η υπόθεση δεν χρήζει διευκρινίσεως ως προς το
πραγματικό, για το λόγο δε αυτό κρατεί και δικάζει αυτήν κατ’ ουσίαν, απορρίπτει τις εφέσεις του
Ελληνικού Δημοσίου και της Ομοσπονδίας Φορτηγών Αυτοκινητιστών Ελλάδος Διεθνών
Μεταφορών και κρίνει ότι ορθώς με την πρωτόδικη απόφαση α) έγινε δεκτή η προσφυγή της
αναιρεσείουσας – προσφεύγουσας εταιρείας, έστω και με την αιτιολογία ότι δεν ήταν νόμιμη η
απόρριψη του αιτήματος περί χορηγήσεως αδειών κυκλοφορίας φορτηγών δημοσίας χρήσεως
αυτοκινήτων, εφόσον δεν είχε εκδοθεί η προβλεπομένη από την παρ. 3 του άρθρου 4 του ν.
383/1976 υπουργική απόφαση, και β) απερρίφθη η παρέμβαση της ανωτέρω Ομοσπονδίας, έστω
και με την αιτιολογία ότι ασκείται χωρίς έννομο συμφέρον. Κατά την γνώμη δε του Παρέδρου Ι.
Μιχαλακόπουλου η αιτιολογία της πρωτόδικης αποφάσεως, με την οποία έγινε δεκτή η προσφυγή
της αναιρεσείουσας – προσφεύγουσας εταιρείας, είναι νόμιμη και, για το λόγο αυτό, πρέπει να
απορριφθούν οι προαναφερθείσες εφέσεις.

11. Επειδή, το Δικαστήριο επιβάλλει, συμμέτρως, εις βάρος των αναιρεσιβλήτων Δημοσίου και
Ομοσπονδίας Φορτηγών Αυτοκινητιστών Ελλάδος Διεθνών Μεταφορών την δικαστική δαπάνη της
αναιρεσείουσας εταιρείας για την κατ’ αναίρεση δίκη, η οποία ανέρχεται σε χίλια τριακόσια ογδόντα
(1380) ευρώ [460 + 460 + 460 για την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως και την παράσταση με
πληρεξούσιο δικηγόρο τόσο ενώπιον του Δ΄ Τμήματος όσο και ενώπιον της Ολομελείας του
Δικαστηρίου], εκτιμώντας δε τις περιστάσεις (άρθρο 39 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989), απαλλάσσει
από την δαπάνη αυτή την παρεμβαίνουσα ένωση επαγγελματικών σωματείων «Πανελλαδική
Ομοσπονδία Ιδιοκτητών Βυτιοφόρων Αυτοκινήτων Δημοσίας Χρήσεως Μεταφοράς Υγρών
Καυσίμων και Θερμής Ασφάλτου». Περαιτέρω, το Δικαστήριο διατάσσει την κατάπτωση του
κατατεθέντος από την Ομοσπονδία Φορτηγών Αυτοκινητιστών Ελλάδος Διεθνών Μεταφορών για
την άσκηση της εφέσεώς της παραβόλου και, εκτιμώντας τις περιστάσεις, απαλλάσσει τόσο το
Δημόσιο όσο και την ανωτέρω Ομοσπονδία από τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας –
εκκαλούσας εταιρείας για την κατ’ έφεση δίκη (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. ε΄ του κυρωθέντος με το
άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999, Α΄ 97, Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας).

Δια ταύτα

Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.

Απορρίπτει την παρέμβαση της ενώσεως επαγγελματικών σωματείων με την επωνυμία
«Πανελλαδική Ομοσπονδία Ιδιοκτητών Βυτιοφόρων Αυτοκινήτων Δημοσίας Χρήσεως Μεταφοράς
Υγρών Καυσίμων και Θερμής Ασφάλτου».

Αναιρεί την υπ’ αριθ. 917/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατά τα εκτιθέμενα
στο αιτιολογικό.

Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα εταιρεία παραβόλου.

Απαλλάσσει από την δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας εταιρείας την ανωτέρω «Πανελλαδική
Ομοσπονδία Ιδιοκτητών Βυτιοφόρων Αυτοκινήτων Δημοσίας Χρήσεως Μεταφοράς Υγρών
Καυσίμων και Θερμής Ασφάλτου».

Επιβάλλει, συμμέτρως, στο Δημόσιο και την Ομοσπονδία Φορτηγών Αυτοκινητιστών Ελλάδος
Διεθνών Μεταφορών, την δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας εταιρείας, η οποία ανέρχεται σε
χίλια τριακόσια ογδόντα (1380) ευρώ, κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό.

Κρατεί την υπόθεση, δικάζει τις εφέσεις του Δημοσίου και της Ομοσπονδίας Φορτηγών
Αυτοκινητιστών Ελλάδος Διεθνών Μεταφορών κατά της υπ’ αριθ. 6929/2005 αποφάσεως του
Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και τις απορρίπτει, κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό.

Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος στην κατ’ έφεση δίκη από την Ομοσπονδία
Φορτηγών Αυτοκινητιστών Ελλάδος Διεθνών Μεταφορών παραβόλου.

Απαλλάσσει το Δημόσιο και την Ομοσπονδία Φορτηγών Αυτοκινητιστών Ελλάδος Διεθνών
Μεταφορών από τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας – εκκαλούσας εταιρείας για την κατ’
έφεση δίκη.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 22 Οκτωβρίου 2010