ΣτΕ 1679/2012, Δ τμ. παρ.σε 7μ., Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, το πρόστιμο γεννά διαφορά ουσίας, αντίθετα με τις άλλες κυρώσεις που είναι ακυρωτικές, Αρμόδιο το ΔΕΦ, το γύρισμα μετοχών αμφ. εάν αποτελεί συμπεριφορά για την οποία μπορεί να επιβληθεί πρόστιμο

ΣΤΕ

Αριθμός 1679/2012
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Ιανουαρίου 2012, με την εξής σύνθεση: Ε. Σαρπ, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Δ. Κυριλλόπουλος, Κ. Κουσούλης, Σύμβουλοι, Ι. Μιχαλακόπουλος, Ο. Νικολαράκου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ν. Αθανασίου.
Για να δικάσει την από 8 Απριλίου 2009 αίτηση:
του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ», που εδρεύει στην Αθήνα (Κολοκοτρώνη 1 και Σταδίου), το οποίο παρέστη με το δικηγόρο Ευάγγελο Νισυραίο (Α.Μ. 7546), που τον διόρισε με απόφαση της Εκτελεστικής του Επιτροπής,
κατά του Ηλία Γεωργουλέα, κατοίκου Αθηνών (Κυνίσκας 30), ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Γεώργιο Ζαβολέα (Α.Μ. 18597), που τον διόρισε στο ακροατήριο.
Με την αίτηση αυτή το αιτούν νομικό πρόσωπο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 3289/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Ουρ. Νικολαράκου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος νομικού προσώπου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως δεν απαιτείται κατά νόμο η καταβολή παραβόλου.
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 3289/2008 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή προσφυγή του αναιρεσιβλήτου και ακυρώθηκε η υπ’αριθμ. 7/447/2.10.2007 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Με την τελευταία αυτή πράξη είχε επιβληθεί εις βάρος του αναιρεσιβλήτου πρόστιμο ύψους 100.000 ευρώ, λόγω παραβάσεως του άρθρου 72 παρ.2 του ν. 1969/1991.
3. Επειδή, παραδεκτώς ασκείται, κατ’ άρθρο 53 παρ.1 του π.δ. 18/1989 (A΄ 8), η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως κατά αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, το οποίο δίκασε, σύμφωνα με το άρθρο 25 περ.α του ν. 3371/2005 (Α΄ 178), σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, επί προσφυγής ουσίας κατά πράξεως της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς περί επιβολής προστίμου. Τούτο δε διότι ούτε με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 3371/2005 ούτε από άλλη ειδική διάταξη αποκλείεται ρητώς για την εν λόγω κατηγορία ουσιαστικών διαφορών, γεννωμένων από πράξεις επιβολής προστίμου, η άσκηση του ενδίκου μέσου της αιτήσεως αναιρέσεως (ΣτΕ 3736-3741/2011 επτ.).
4. Επειδή, στο άρθρο 72 παρ.2 του ν. 1969/1991 (Α΄ 167), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ.1 του άρθρου 96 του ν. 2533/1997 (Α΄ 228), ορίζονται τα εξής : «Πρόστιμο μέχρι πεντακοσίων εκατομμυρίων (500.000.000) δρχ. επιβάλλεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δημοσιεύουν ή διαδίδουν με οποιονδήποτε τρόπο ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες ως προς κινητές αξίες εισαγόμενες ή εισηγμένες σε οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά, οι οποίες ως εκ της φύσης τους μπορούν να επηρεάσουν την τιμή ή τις συναλλαγές των αξιών αυτών. Η απλή κατάρτιση συναλλαγών επί των αξιών αυτών από πρόσωπα που λειτουργούν κατ’ επάγγελμα ως διαμεσολαβητές δεν συνιστά λόγο επιβολής διοικητικών κυρώσεων σε εφαρμογή του αμέσως προηγούμενου εδαφίου, εκτός εάν ο διαμεσολαβητής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι επιχειρείτο μέσω των καταρτιζόμενων συναλλαγών η διάδοση ψευδών ή ανακριβών πληροφοριών ή συνέβαλε με οποιονδήποτε πρόσθετο τρόπο στη διευκόλυνση των συναλλαγών αυτών. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και κατά των μελών του Δ.Σ. εταιριών που αιτούνται την εισαγωγή των μετοχών τους σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο, όταν οι ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες περιέχονται στο ενημερωτικό δελτίο που απαιτείται για την ανωτέρω εισαγωγή ή δημοσιεύονται ή διασπείρονται καθ’οιονδήποτε τρόπο». H ανωτέρω διάταξη του άρθρου 72 παρ.2 του ν. 1969/1991 καταργήθηκε μεν με το άρθρο 32 του ν. 3340/2005 (Α΄ 112), στο άρθρο 32α, όμως, του ιδίου νόμου [το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 31 παρ. 7 του ν. 3461/2006 (Α΄ 106)] ρητώς ορίσθηκε ότι η εν λόγω διάταξη εξακολουθεί να εφαρμόζεται, προκειμένου περί παραβάσεων, οι οποίες είχαν λάβει χώρα έως την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (δηλαδή, του ν. 3340/2005). Συνεπώς, η ανωτέρω διάταξη ήταν εφαρμοστέα στην ένδικη υπόθεση, ως εκ του χρόνου τελέσεως της αποδιδομένης στον αναιρεσίβλητο παραβάσεως, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα. Στην εισηγητική έκθεση δε του ν. 2533/1997, με το άρθρο 96 του οποίου εισήχθη, κατά τα προεκτεθέντα, η επίμαχη ρύθμιση, αναφέρεται ότι με την ανωτέρω διάταξη σκοπείται η επιβολή κυρώσεων σε πρόσωπα «τα οποία ευθύνονται για τη δημοσίευση ή τη με οποιοδήποτε τρόπο διάχυση ανακριβούς ή παραπλανητικής πληροφόρησης ως προς κινητές αξίες» και δευκρινίζεται, περαιτέρω, ότι «… η απλή κατάρτιση εντολής από μέλη της χρηματιστηριακής αγοράς δεν συνιστά λόγο επιβολής των παραπάνω κυρώσεων εκτός από την περίπτωση που το μέλος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι με τη συναλλαγή επιχειρείται η διάχυση ψευδών ή ανακριβών πληροφοριών … και την περίπτωση που το μέλος συμβάλλει με οποιονδήποτε πρόσθετο τρόπο … στην κατάρτιση της συναλλαγής. Με τον τρόπο αυτόν τα μέλη του χρηματιστηρίου δεν θα ευθύνονται για παράνομες συναλλαγές ως προς τις οποίες δεν διαθέτουν πληροφόρηση, οφείλουν όμως τόσο να αρνούνται την κατάρτιση συναλλαγών οι οποίες βάσει των διαθέσιμων σε αυτά στοιχείων δημιουργούν παραπληροφόρηση της αγοράς ως προς εισηγμένες ή εισαγόμενες κινητές αξίες όσο και να μην διευκολύνουν με οποιονδήποτε πρόσθετο τρόπο την κατάρτιση συναλλαγών επί των αξιών αυτών σε περίπτωση που ενδέχεται μέσω των συναλλαγών αυτών να επιχειρείται η παραπληροφόρηση της αγοράς».
5. Επειδή, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 72 παρ.2 του ν. 1969/1991 αποβλέπει στην διαφύλαξη της εύρυθμης λειτουργίας της κεφαλαιαγοράς και στην προστασία του επενδυτικού κοινού. Ειδικότερα, η θεσπιζόμενη με αυτήν διοικητική κύρωση αποσκοπεί στην αποτροπή της δημοσιεύσεως ή διαδόσεως, με οποιονδήποτε τρόπο, ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών, οι οποίες είναι ικανές, ως εκ της φύσεώς τους, να επηρεάσουν την τιμή ή τις συναλλαγές επί κινητών αξιών, που εισάγονται ή έχουν εισαχθεί σε οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά, υπό την έννοια ότι είναι ικανές να ασκήσουν επιρροή στο επενδυτικό κοινό και στη διαμόρφωση των αποφάσεών του ως προς τις συναλλαγές του επ’ αυτών (βλ. ΣτΕ 3918/2011,1126/2009, 2635-6/2005). Κατά την έννοια δε της ανωτέρω διατάξεως, ουσιώδες στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως της σχετικής παραβάσεως αποτελεί η διαπίστωση υπάρξεως κινδύνου παραπλανήσεως του κοινού ως προς κρίσιμα για την διαμόρφωση των επενδυτικών αποφάσεών του μεγέθη, ενώ, κατά τα λοιπά, ο νομοθέτης δεν διακρίνει ως προς τον τρόπο διαδόσεως των ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών που επιφέρουν το ως άνω αποδοκιμαζόμενο από την έννομη τάξη αποτέλεσμα. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η διάδοση ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών μπορεί να επέρχεται και ως αποτέλεσμα της διενέργειας συναλλαγών, σε περίπτωση κατά την οποία με τις συναλλαγές αυτές σκοπείται, με την χρήση διαφόρων μεθοδεύσεων (όπως, κατάρτιση προσυνεννοημένων ή εικονικών συναλλαγών, τεχνητή διαμόρφωση της τιμής κλεισίματος των μετοχών), η στρέβλωση των δεδομένων που αφορούν την τιμή και την εμπορευσιμότητα των κινητών αξιών και η τεχνητή διαμόρφωσή τους σε ένα επίπεδο που δεν ανταποκρίνεται στα πραγματικά τους μεγέθη, με αποτέλεσμα την παραπλάνηση του επενδυτικού κοινού ως προς στοιχεία που μπορούν να επηρεάσουν την διαμόρφωση των αποφάσεών του σχετικά με την διενέργεια συναλλαγών επί των κινητών αυτών αξιών. Η κατάρτιση δε συναλλαγών τέτοιου είδους συνιστά περίπτωση διαδόσεως ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών, κατά την έννοια του άρθρου 72 παρ.2 του ν.1969/1991, δεδομένου ότι τα κατά τα ως άνω πλασματικώς διαμορφωθέντα και δυνάμενα να παραπλανήσουν το επενδυτικό κοινό στοιχεία ως προς την τιμή και την εμπορευσιμότητα των κινητών αξιών υποβάλλονται κατά νόμο σε δημοσιότητα και, συγκεκριμένα, απεικονίζονται στο Ηλεκτρονικό Σύστημα Συναλλαγών και δημοσιεύονται στο Ημερήσιο Δελτίο Τιμών του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών [βλ. την υπ’αριθμ. 192841/Β.1628/26.8.2002 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (Β΄ 1139), η οποία ίσχυε κατά τον κρίσιμο, εν προκειμένω, χρόνο και με την οποία καθορίζεται το περιεχόμενο του Ημερησίου Δελτίου Τιμών του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών ∙ βλ. επίσης τις υπ’αριθμ. 18/1999 (Β΄ 40) και 98/2003 (Β΄ 849) αποφάσεις του Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς σχετικά με το ηλεκτρονικό σύστημα συναλλαγών]. Συνεπώς, η διάδοση παραπλανητικών πληροφοριών είναι δυνατόν, κατά την έννοια της επίμαχης διατάξεως, να συντελείται και με την διενέργεια συναλλαγών του ανωτέρω είδους. Άλλωστε, το ότι ο νομοθέτης εκκινεί από την αντίληψη ότι η διάδοση ψευδών ή ανακριβών πληροφοριών μπορεί να επιχειρείται και μέσω της διενέργειας συναλλαγών, προκύπτει και από την διατύπωση του εδαφίου β της παρ.2 του άρθρου 72 του ν. 1969/1991, με το οποίο διευκρινίζεται απλώς ότι δεν επιβάλλεται κύρωση για την κατάρτιση συναλλαγών, με τα χαρακτηριστικά που έχουν εκτεθεί ανωτέρω, εις βάρος των κατ’επάγγελμα διαμεσολαβητών, των προσώπων, δηλαδή που προβαίνουν καθημερινώς στην κατάρτιση μεγάλου αριθμού συναλλαγών για λογαριασμό τρίτων, παρά μόνον εάν τα πρόσωπα αυτά γνώριζαν ή ώφειλαν να γνωρίζουν ότι μέσω της διενέργειας των συναλλαγών αυτών επιχειρείται η διάδοση ψευδών ή παραπλανητικών, υπό την προεκτεθείσα έννοια, πληροφοριών ή εάν διευκόλυναν με οποιονδήποτε τρόπο τις εν λόγω συναλλαγές. Περαιτέρω, εφ’όσον η διενέργεια συναλλαγών με τα χαρακτηριστικά που έχουν εκτεθεί ανωτέρω αποτελεί, κατά την έννοια του άρθρου 72 παρ.2 του ν. 1969/1991, περίπτωση διαδόσεως ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών καταλαμβανόμενη από το πεδίο εφαρμογής της ως άνω διατάξεως, δεν ασκεί καμία επιρροή το γεγονός ότι με τις μεταγενέστερες διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 3340/2005 εισάγεται η έννοια της «χειραγώγησης της αγοράς» και εξειδικεύονται οι μορφές τελέσεως της σχετικής παραβάσεως, ορίζεται, δηλαδή, ότι η χειραγώγηση της αγοράς μπορεί να επιχειρείται τόσο διά της διενέργειας συναλλαγών όσο και διά της διαδόσεως πληροφοριών, όταν με τις συναλλαγές ή τις πληροφορίες αυτές είναι δυνατόν να δοθούν ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις ως προς την προσφορά, την ζήτηση ή την τιμή χρηματοπιστωτικού μέσου. Τέλος, η διάταξη του άρθρου 72 παρ.2 του ν. 1969/1991 είναι σαφής και ορισμένη, δεδομένου ότι με αυτήν καθορίζεται η απαγορευόμενη συμπεριφορά και οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την στοιχειοθέτηση της σχετικής παραβάσεως (βλ. ΣτΕ 3494/1996). Η δε ανωτέρω δοθείσα ερμηνεία της επίμαχης διατάξεως προκύπτει με σαφήνεια από την διατύπωσή της, εν όψει και του σκοπού θεσπίσεώς της. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι στο νόμο δεν περιγράφονται όλοι οι δυνατοί τρόποι τέλεσεως της σχετικής παραβάσεως, δεδομένου ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι επιδεικνύοντες τη συνήθη επιμέλεια συναλλασσόμενοι και δραστηριοποιούμενοι στον τομέα της χρηματιστηριακής αγοράς δεν είναι σε θέση να προβλέψουν ότι η διενέργεια συναλλαγών με τα χαρακτηριστικά που έχουν εκτεθεί καταλαμβάνεται από την ρύθμιση του άρθρου 72 παρ.2 του ν. 1969/1991, ως περίπτωση προκλήσεως κινδύνου παραπλανήσεως του επενδυτικού κοινού και, συνεπώς, είναι δυνατόν να επισύρει την επιβολή προστίμου κατ’εφαρμογήν της ως άνω διατάξεως (πρβλ. ΣτΕ 4203/2011). Δεν γεννάται, συνεπώς, ζήτημα αντιθέσεως του άρθρου 72 παρ.2 του ν. 1969/1991, ερμηνευομένου κατά τον τρόπο που έχει εκτεθεί ανωτέρω, με το άρθρο 7 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (κυρωθείσης με το ν.δ. 53/1974, Α΄ 256), διάταξη η οποία δεν εφαρμόζεται μόνον επί ποινικών κυρώσεων, αλλά και σε κάθε μέτρο που εξομοιώνεται με «ποινή» βάσει ορισμένων κριτηρίων, όπως, μεταξύ άλλων, η φύση της κολαζομένης παραβάσεως καθώς και η φύση, ο σκοπός και η αυστηρότητα της επιβαλλομένης κυρώσεως (βλ Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση της 9.2.1995, υπόθεση 17440/90, Welch κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 8.6.1995, υπόθεση 15917/89, Jamil κατά Γαλλίας κ.α.).
6. Επειδή, εν προκειμένω, από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση προκύπτουν τα εξής : Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της για την εποπτεία της τήρησης της χρηματιστηριακής νομοθεσίας, πραγματοποίησε έλεγχο των συναλλαγών επί της μετοχής της εισηγμένης στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (Χ.Α.Α.) εταιρείας «ΔΟΜΙΚΗ ΚΡΗΤΗΣ Α.Ε.», για την χρονική περίοδο από 2.1.2003 έως 17.7.2003, οπότε καταγράφηκε έντονα ανοδική πορεία της τιμής κατά 101,96% και αύξηση του ημερησίου όγκου συναλλαγών επί της μετοχής κατά 55,96%, για την περίοδο από 18.7.2003 έως 16.9.2003, οπότε καταγράφηκε καθοδική πορεία της τιμής κατά 6,49%, για την χρονική περίοδο από 29.9.2003 έως 9.10.2003, οπότε καταγράφηκε έντονα καθοδική πορεία της τιμής κατά 31,83%, για την χρονική περίοδο από 10.10.2003 έως 28.1.2004, οπότε καταγράφηκε έντονα ανοδική πορεία της τιμής κατά 50,76%, για την χρονική περίοδο από 29.1.2004 έως 19.3.2004, οπότε καταγράφηκε έντονα καθοδική πορεία της τιμής κατά 56,03%, για την χρονική περίοδο από 20.3.2004 έως 6.9.2004, οπότε καταγράφηκε σταθεροποιητική πορεία της τιμής, χωρίς διακυμάνσεις, και για την χρονική περίοδο από 7.9.2004 έως 22.10.2004, οπότε καταγράφηκε έντονα καθοδική πορεία της τιμής κατά 60,53%, ενώ ο γενικός δείκτης την πρώτη περίοδο παρουσίασε αύξηση κατά 16,13% και ο κλαδικός πτώση κατά 4,25%, τη δεύτερη περίοδο και οι δύο δείκτες μεταβλήθηκαν αρνητικά κατά 4,03% και 12,42% αντιστοίχως, την τρίτη περίοδο και οι δύο δείκτες μεταβλήθηκαν θετικά κατά 5,90% και 8,73% αντιστοίχως, την τέταρτη περίοδο ο γενικός δείκτης παρουσίασε ανοδική πορεία κατά 14,52% και ο κλαδικός δείκτης παρουσίασε πτώση κατά 2,82%, την πέμπτη περίοδο και οι δύο δείκτες παρουσίασαν πτώση κατά 1,1% και 19,96% και την έβδομη περίοδο ο γενικός δείκτης παρουσίασε ανοδική πορεία κατά 5,63% και ο κλαδικός δείκτης παρουσίασε πτώση κατά 4,75%. Η μετοχή της ελεγχόμενης εταιρείας, η οποία ανήκει στον κλάδο των κατασκευών, εισήχθη στο Χρηματιστήριο Αθηνών στις 15.2.2000, ενώ κατά το χρονικό διάστημα του ελέγχου οι μετοχές της ήταν εισηγμένες στην Παράλληλη Αγορά (Α), με πεντάωρη διαπραγμάτευση. Από τα στοιχεία του ελέγχου, όπως αναφέρονται στην ένδικη απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, προέκυψε ότι κατά τις ως άνω περιόδους, κατά τις οποίες καταγράφηκε ανοδική πορεία της τιμής της μετοχής, ο αναιρεσίβλητος, βασικός μέτοχος, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας λήψης και διαβίβασης εντολών «Global Money Center, Γεωργουλέας και Συνεργάτες ΑΕΛΔΕ», διενήργησε πλήθος συναλλαγών (αγορών και πωλήσεων) επί της εν λόγω μετοχής, κυρίως μέσω των χρηματιστηριακών εταιρειών Δυναμική, Artion, Eurosec και Megatrust ∙ η συμμετοχή του αναιρεσιβλήτου, ως κορυφαίου επενδυτή, στις συναλλαγές αυτές έλαβε χώρα με την τοποθέτηση συχνών αντίθετων εντολών αγοράς και πώλησης (γυρίσματα μετοχών) και τη συστηματική κατάρτιση σημαντικών συναλλαγών κατά το κλείσιμο των συνεδριάσεων, όπως αυτές αναλυτικά αναφέρονται στην απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Εν όψει των ανωτέρω διαπιστώσεων του ελέγχου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θεώρησε ότι οι συναλλαγές αυτές, στις οποίες συμμετείχε και ο αναιρεσίβλητος και οι οποίες έγιναν σε συνεργασία και με άλλους επενδυτές (οι οποίοι κατονομάζονται στην ένδικη απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς), παρουσίαζαν στοιχεία μεθοδεύσεων και είχαν συμβάλει στην τεχνητή διαμόρφωση της τιμής της μετοχής της εταιρείας «ΔΟΜΙΚΗ ΚΡΗΤΗΣ Α.Ε.». Για τον λόγο αυτό η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάλεσε τον αναιρεσίβλητο σε ακρόαση. Εν συνεχεία δε και αφού ο αναιρεσίβλητος διετύπωσε τις απόψεις του με την υπ’αριθμ. 24585/27.9.2005 επιστολή του, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επέβαλε εις βάρος του το ένδικο πρόστιμο ύψους 100.000 ευρώ, με την αιτιολογία ότι συμμετείχε, σε συνεργασία με τα υπόλοιπα εμπλεκόμενα πρόσωπα, στην κατάρτιση μεθοδευμένων συναλλαγών για την τεχνητή διαμόρφωση της τιμής και εμπορευσιμότητας της μετοχής της εταιρείας «ΔΟΜΙΚΗ ΚΡΗΤΗΣ Α.Ε.», με συνέπεια τη διασπορά ανακριβών και παραπλανητικών πληροφοριών στο επενδυτικό κοινό ως προς τη μετοχή της εν λόγω εταιρείας, κατά παράβαση του άρθρου 72 παρ.2 του ν. 1969/1991. Προσφυγή του αναιρεσιβλήτου κατά της ανωτέρω αποφάσεως έγινε δεκτή με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση.
7. Επειδή, ειδικότερα, με την προσβαλλομένη απόφαση έγινε δεκτό ότι, κατά την έννοια του άρθρου 72 παρ.2 του ν. 1969/1991, το προβλεπόμενο στην εν λόγω διάταξη χρηματικό πρόστιμο επιβάλλεται όταν ο επηρεασμός της τιμής των κινητών αξιών ή των συναλλαγών επί των αξιών αυτών γίνεται με την δημοσίευση ή διάδοση ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών, όπως ρητώς προβλέπεται στα εδάφια α΄ και γ΄ της διατάξεως και όχι με τη διενέργεια συναλλαγών ή την διαβίβαση εντολών για τη διενέργεια συναλλαγών, περίπτωση που προβλέπεται από το εδάφιο β΄ της διατάξεως και αφορά μόνο τους κατ’επάγγελμα διαμεσολαβητές. Οι ως άνω δε συναλλαγές ή εντολές για τη διενέργεια συναλλαγών δεν καταλαμβάνονται, σύμφωνα με τα κριθέντα από το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, από την, κατά τον κρίσιμο χρόνο, διατύπωση της διατάξεως αυτής και δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως δημοσίευση ή διάδοση ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών, έστω και αν αυτές αποβλέπουν στη χειραγώγηση της τιμής των μετοχών και έχουν ως αποτέλεσμα τον τεχνητό επηρεασμό του ύψους της. Εν όψει δε των ανωτέρω γενομένων δεκτών, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι στην προκειμένη περίπτωση οι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα συναλλαγές με αντικείμενο τη μετοχή της εταιρείας «ΔΟΜΙΚΗ ΚΡΗΤΗΣ», στις οποίες συμμετείχε και ο αναιρεσίβλητος, ανεξαρτήτως εάν συνιστούσαν μεθόδευση, υπό την έννοια της προσυνεννοήσεως με άλλους επενδυτές και εναρμονισμένης επενδυτικής πρακτικής, καθώς και ανεξαρτήτως αν είχαν ως σκοπό τον τεχνητό επηρεασμό της τιμής και της εμπορευσιμότητας της εν λόγω μετοχής, δεν μπορούσαν, πάντως, να χαρακτηρισθούν ως δημοσίευση ή διάδοση ψευδών, ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών, κατά την έννοια του άρθρου 72 παρ.2 του ν. 1969/1991. Κατόπιν αυτών, το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι δεν ήταν νόμιμη η επιβολή του ενδίκου προστίμου εις βάρος του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος ως φυσικό πρόσωπο δεν είχε την ιδιότητα του κατ’επάγγελμα διαμεσολαβητή. Η κρίση αυτή, όμως, του δικάσαντος δικαστηρίου στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της επίμαχης διατάξεως, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά ανωτέρω, η διάδοση ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών είναι δυνατόν να συντελείται και με την διενέργεια συναλλαγών, όταν με τις συναλλαγές αυτές σκοπείται ο τεχνητός επηρεασμός της τιμής και της εμπορευσιμότητας των κινητών αξιών που απετέλεσαν το αντικείμενο των συναλλαγών. Για τον λόγο αυτό, βασίμως, προβαλλόμενο, η υπό κρίση αίτηση θα έπρεπε να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση. Λόγω όμως της σπουδαιότητος του ανακύψαντος ζητήματος και εν όψει αντίθετης νομολογίας του Δικαστηρίου (ΣτΕ 1898/2006), το Τμήμα υπό την παρούσα σύνθεσή του κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ.5 του π.δ. 18/1989, στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος, ενώπιον της οποίας ορίζεται δικάσιμος η 12η Ιουνίου 2012 και εισηγητής η Πάρεδρος Ουρ. Νικολαράκου – Μαυρομιχάλη.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απέχει να αποφανθεί οριστικώς.
Παραπέμπει την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος.
Ορίζει εισηγητή ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως την Πάρεδρο Ουρανία Νικολαράκου – Μαυρομιχάλη και δικάσιμο την 12η.6.2012
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα την 1η Φεβρουαρίου 2012 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 8ης Μαΐου 2012.
 Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος  Ο Γραμματέας
 
 
 Ειρ. Σαρπ  Νικ. Αθανασίου