ΣτΕ 1680/07, Γ τμ., ΔΙΚΑΙΩΜΑ στην ιδιωτική ζωή, ελευθερία ερωτικών σχέσεων στις ένοπλες δυνάμεις περιορίζεται εάν έχει επιπτωσεις στην άσκηση της υπηρεσίας (μειοψ.)

ΣΤΕ

ΣτΕ 1680/2007 Τμ. Γ΄
(παρατ. Μ. Νάνου)
Πρόεδρος: Γ. Σταυρόπουλος, Αντιπρόεδρος ΣτΕ

Εισηγητής: Δ. Μακρής, Πάρεδρος ΣτΕ

Δικηγόρος: Α. Καπετανάκη, Πάρεδρος ΝΣΚ

Η κατά το Σύνταγμα απαραβίαστη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής, στην οποία περιλαμβάνεται και η ερωτική, δεν μπορεί να ελέγχεται πειθαρχικά από τις διοικητικές αρχές – ειδικότερα η σύναψη, διατήρηση ή διάλυση ερωτικών σχέσεων δεν μπορεί αυτοτελώς να χαρακτηρισθεί ως ανάρμοστη ενέργεια ή συμπεριφορά ή ασυμβίβαστη διαγωγή προς την ιδιότητα του αξιωματικού των Ενόπλων Δυνάμεων, εκτός αν συνάπτεται αμέσως με την άσκηση των καθηκόντων του ή συνοδεύεται από παραβάσεις του υπηρεσιακού καθήκοντος ή εκμετάλλευση της υπηρεσιακής ιδιότητας ή επίμεμπτες εν γένει πράξεις ενόψει των ειδικών συνθηκών (αντίθ.μειοψ.).

Διατάξεις: άρθρα 2 [παρ.1], 5 [παρ.1], 9 [παρ.1] Συντ., 4, 32 [παρ.1 εδ. α] ΝΔ 1400/1973 , 9 [παρ.1] ΠΔ 269/1993 

[…] 2. Επειδή ζητείται η εξαφάνιση της 1484/1999 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την εκκαλουμένη απόφαση έγινε δεκτή αίτηση ακυρώσεως του εφεσίβλητου και ακυρώθηκε α. η Φ. …/19.6.1998 απόφαση του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού, με την οποία ο εφεσίβλητος τιμωρήθηκε πειθαρχικά με την ποινή της αργίας με προσωρινή απόλυση τεσσάρων (4) μηνών για διαγωγή ασυμβίβαστη προς την ιδιότητα του αξιωματικού και β. το από 12.5.1998 πρακτικό γνωμοδοτήσεως του Δευτεροβαθμίου Ανακριτικού Συμβουλίου, εν όψει του οποίου εκδόθηκε η αναφερθείσα απόφαση του Αρχηγού.

3. Επειδή όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο εφεσίβλητος, αντισυνταγματάρχης, έγγαμος με ανήλικο παιδί, τιμωρήθηκε με την προαναφερθείσα ποινή, διότι η Διοίκηση του καταλόγισε διαγωγή ασυμβίβαστη προς την ιδιότητα του αξιωματικού κατά την διάταξη του εδαφίου α΄ της παρ. 1 του άρθρου 32 του ΝΔ 1400/1973 , με την ακόλουθη αιτιολογία: α. αυτός συνήψε εξωσυζυγικό δεσμό με την (ιδιώτιδα) Μ. Π., κάτοικο Θεσσαλονίκης, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 1993-1995 κατά το οποίο υπηρετούσε στο … και στην Δ΄ ΜΚ ως Διοικητής (στην περιοχή Ρ.), από τον οποίο γεννήθηκε ένα παιδί. Ο εφεσίβλητος αναγνώρισε το τελευταίο παιδί νομίμως. Η άποψη της αναφερθείσας γυναίκας ότι η γέννηση του εν λόγω παιδιού ήταν δική της επιλογή, δεν απαλλάσσει ούτε περιποιεί τιμή στον έγγαμο με παιδί ανώτερο αξιωματικό. β. Ο ίδιος συνήψε ερωτικές σχέσεις με την επιλοχία Β. Σ., άγαμη, κατά χρόνο (το έτος 1996) κατά τον οποίο αυτός μεν υπηρετούσε στην Δ΄ ΜΚ, η δε επιλοχίας στον … του 1ου … (μονάδες που συστρατωνίζονται και διοικητικά υπάγονται στον ίδιο διοικητή, του 1ου ΣΚΔ). Μετά την μετάθεσή του στην Αθήνα, τον Σεπτέμβριο του έτους 1996 (λόγω της φοιτήσεώς του στην ΣΕΘΑ), ο εφεσίβλητος διέμενε με την οικογένειά του, οι δε συναντήσεις του με την επιλοχία αυτήν υπήρξαν ευκαιριακές. Συνέπεια της σχέσεως αυτής ήταν η εν λόγω επιλοχίας να ερωτευθεί παράφορα τον εφεσίβλητο, όταν δε αυτή διαπίστωσε ότι ο δεσμός τους δεν είχε μέλλον και οδηγείτο σε αδιέξοδο, καθ’ όσον αυτός δεν είχε πρόθεση να διαζευχθεί την σύζυγό του και να επισημοποιήσει με οποιοδήποτε τρόπο τις σχέσεις τους, διαταράχθηκε ο συναισθηματικός της κόσμος και τα αισθήματα αγάπης της προς αυτόν μεταβλήθηκαν σε απογοήτευση και μίσος, καταλήφθηκε από μανία αυτοκαταστροφής και θελήσεως αφαιρέσεως της ζωής του εφεσίβλητου και τελικώς αυτή στις 14.8.1997 αυτοκτόνησε. γ. Ο εφεσίβλητος δεν συνειδητοποίησε πλήρως το μέγεθος των αισθημάτων και την ψυχική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η επιλοχίας και δεν προσπάθησε να την βοηθήσει στον απεγκλωβισμό της από την ολέθρια σχέση, όπως αυτή τελικά εξελίχθηκε. δ. Η σύναψη των σχέσεων με το συγκεκριμένο πρόσωπο, στον ιδιαίτερα ευαίσθητο επαγγελματικό χώρο του Στρατού αλλά και η μοιραία κατάληξη της σχέσεως αυτής, έτρωσαν το κύρος και την αξιοπρέπεια του αξιωματικού.

4. Επειδή το Σύνταγμα ορίζει στην μεν παρ. 1 του άρθρου 2 ότι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας, στην δε παρ. 1 του άρθρου 5 ότι καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφ’ όσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη, ενώ στην παρ. 1 του άρθρου 9 ότι η κατοικία του καθενός είναι άσυλο και ότι η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη.

5. Επειδή το ΝΔ 1400/1973  (ΦΕΚ 114) ορίζει στο μεν άρθρο 4 ότι: «1. Αι πειθαρχικαί ποιναί διακρίνονται εις συνήθεις και εις καταστατικάς. 2. Αι συνήθεις πειθαρχικαί ποιναί αι επιβαλλόμεναι εις τους αξιωματικούς είναι η επίπληξις, ο περιορισμός, η κράτησις και η φυλάκισις. Αύται συνιστούν ηθικήν κύρωσιν ή περιορισμόν της ελευθερίας του παραβάτου αξιωματικού και επιβάλλονται συμφώνως προς τας διατάξεις των σχετικών Κανονισμών. 3. Καταστατικαί πειθαρχικαί ποιναί είναι αι επιβαλλόμεναι διά πειθαρχικά παραπτώματα προβλεπόμενα υπό του παρόντος. Αύται μεταβάλλουν την κατάστασιν του αξιωματικού ή επιφέρουν στέρησιν του βαθμού και της ιδιότητος του αξιωματικού. 4. Αι καταστατικαί πειθαρχικαί ποιναί είναι η πρόσκαιρος παύσις, η προσωρινή απόλυσις, η απόταξις και η αποβολή. 5. Η ποινική δίωξις δεν κωλύει την κατά τας διατάξεις του παρόντος πειθαρχικήν δίωξιν. Η ποινική καταδίκη δεν συνεπάγεται απαραιτήτως την επιβολήν πειθαρχικής ποινής. Εξ άλλου η διά βουλεύματος ή δικαστικής αποφάσεως αθώωσις εκ τινος εγκλήματος ως και η οριστική παύσις της ποινικής διώξεως ή η κήρυξις ταύτης ως απαραδέκτου, δεν κωλύει την επιβολήν πειθαρχικής ποινής. 6. Τα πειθαρχικά παραπτώματα διά την τιμωρίαν των οποίων προνοεί το παρόν παραγράφονται μετά παρέλευσιν πενταετίας από της τελέσεως των, εξαιρέσει των παραπτωμάτων των υποπαραγράφων 1γ, 1δ και 1η του άρθρου 39, τα οποία δεν παραγράφονται», στο δε άρθρο 32 ότι: «Γενικά: 1. Η ποινή της προσωρινής απολύσεως επιβάλλεται εις τους μονίμους εν ενεργεία αξιωματικούς ένεκα των εξής αιτιών: α) Δι’ ασυμβίβαστον ή αναξιοπρεπή προς την ιδιότητα του αξιωματικού διαγωγήν, ως και διά πάσαν πράξιν αντιβαίνουσαν προς τας εκ της ιδιότητος ταύτης απορρεούσας υποχρεώσεις αυτού. β) … 6. Επιφυλασσομένης και της ισχύος των εν παρ. 2α και 6 του άρθρ. 40 του παρόντος οριζομένων η ποινή της προσωρινής απολύσεως, ως και η έκπτωσις εκ του βαθμού εφέδρου εν ενεργεία αξιωματικού επιβάλλεται δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εθνικής Αμύνης στηριζομένης επί γνωμοδοτήσεως Ανακριτικού Συμβουλίου. 7. Η διάρκεια της προσωρινής απολύσεως δεν δύναται να είναι μικροτέρα των τεσσάρων (4) ουδέ μεγαλύτερα των δώδεκα (12) μηνών» (η παρ. 6 όπως ισχύει μετά το άρθρο 2 εδάφιο β του ΝΔ 463/1974 , ΦΕΚ 172). Επίσης το ΠΔ 269/1993  (ΦΕΚ 115) προβλέπει στα άρθρα 5 και επόμενα την διαδικασία παραπομπής του αξιωματικού ενώπιον ανακριτικού συμβουλίου, ορίζει δε ειδικότερα στο άρθρο 9 ότι: «8. Ο Πρόεδρος θέτει στο Συμβούλιο το ερώτημα ή τα ερωτήματα χωριστά με την σειρά που είναι διατυπωμένα στην παραπεμπτική διαταγή, ως εξής: α. Υπάρχει λόγος να αποταχθεί ή να αποβληθεί ή να τεθεί σε οριστική απόλυση ή να εκπέσει, ανάλογα με την προβλεπόμενη ποινή, ο Α.Β. … (παρατίθεται ο βαθμός και το ονοματεπώνυμο του εγκαλουμένου) για … (παρατίθεται η νόμιμη αιτία για την οποία παραπέμθηκε ο εγκαλούμενος στο Συμβούλιο μαζί με σύντομη αναφορά των περιστατικών που αποτελούν τα στοιχεία του παραπτώματος). β. Υπάρχει λόγος να τεθεί σε αργία δια προσωρινής απολύσεως ο Α.Β. … (παρατίθεται ο βαθμός και το ονοματεπώνυμο του εγκαλουμένου) για (παρατίθεται η νόμιμη αιτία για την οποία παραπέμθηκε μαζί με σύντομη αναφορά των περιστατικών που αποτελούν τα στοιχεία του παραπτώματος). 9. Κανένα άλλο ερώτημα δεν μπορεί να τεθεί στο Συμβούλιο. Αν στην παραπεμπτική διαταγή διατυπώνονται δύο ερωτήματα και το Συμβούλιο γνωμοδοτήσει αρνητικά για το πρώτο, τότε ο Πρόεδρος θέτει αμέσως και το επόμενο ερώτημα. 10. … 11. … 12. Η κατά τα ανωτέρω γνωμοδότηση του Συμβουλίου πρέπει να αιτιολογείται επαρκώς στο Πρακτικό. 13. Αν το Συμβούλιο αποφάσισε καταφατικά σε ερώτημα αργίας, ορίζει και την χρονική της διάρκεια. Η απόφαση αυτή λαμβάνεται κατά πλειοψηφία με φανερή ψηφοφορία».

6. Επειδή κατά την έννοια των προαναφερθεισών συνταγματικών διατάξεων, η ερωτική ζωή περιλαμβάνεται στον πυρήνα της απαραβίαστης σφαίρας της ιδιωτικής ζωής που προστατεύεται από το Σύνταγμα. Τον πυρήνα αυτόν δεν μπορεί να προσβάλλει κανείς (δημόσια αρχή ή ιδιώτης) με οποιοδήποτε τρόπο (ΣτΕ 3545/2002  7μ., 554/2003 7μ.) και ειδικότερα με την άσκηση αυτοτελούς πειθαρχικού ελέγχου της ερωτικής ζωής οποιουδήποτε προσώπου. Περαιτέρω τα συνταγματικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα της ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητας, κατοχυρώνονται και υπέρ των προσώπων που τελούν σε καθεστώς ειδικής σχέσεως εξουσιάσεως προς το Κράτος, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι αξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων, οι οποίοι έχουν υποχρεώσεις για την άμυνα της Χώρας και συνδέονται με οικειοθελή ειδική σχέση με το Κράτος. Κατά την άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων τους οι υπηρετούντες στις Ένοπλες Δυνάμεις υπόκεινται τόσον στους γενικούς περιορισμούς τους οποίους επιβάλλει ο νόμος για κάθε πρόσωπο όσον και σε ειδικότερους περιορισμούς που δικαιολογούνται από την φύση της σχέσεώς τους με το Κράτος και των συναφών υποχρεώσεών τους που απορρέουν από αυτή την σχέση, οι οποίοι, πάντως, είναι ελέγξιμοι με βάση την αρχή της αναλογικότητας και δεν επιτρέπεται να αναιρούν, στην ουσία τους, τα μνησθέντα δικαιώματα και την αναγνωριζόμενη γενική έκταση εφαρμογής τους (βλ. ΣτΕ 1560, 573/2005, 3356/2004 7μ., 251/2001, 1802/1986).

7. Επειδή η αναφερθείσα διάταξη του εδαφίου α΄ της παρ. 1 άρθρου 32 του ΝΔ 1400/1973 , με την οποία προβλέπεται το πειθαρχικό παράπτωμα της ασυμβίβαστης διαγωγής προς την ιδιότητα του αξιωματικού, κατά το μέρος που αυτή ειδικότερα αναφέρεται στην εκτός υπηρεσίας ζωή των αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων, αποτελεί κατ’ αρχήν θεμιτή επέμβαση στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους, ως εκ του αντικειμένου της ρυθμίσεως (πρβλ. ΣτΕ 106-107/2006). Τούτο, διότι το οικείο πειθαρχικό αδίκημα, συνδεόμενο αφ’ ενός μεν με το υπαλληλικό καθήκον, δηλαδή με την εν γένει διαγωγή που πρέπει να τηρεί ο στρατιωτικός υπάλληλος (εντός ή) εκτός της υπηρεσίας, αφ’ ετέρου δε με το κύρος και την λειτουργία της στρατιωτικής δημόσιας υπηρεσίας, δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς και εξαντλητικά εκ των προτέρων, αφού συμπεριφορά του υπαλλήλου αυτού αντίθετη με το καθήκον του και βλαπτική για την υπηρεσία είναι δυνατόν να εκδηλωθεί με πολλές και ποικίλες μορφές, τις οποίες δεν είναι δυνατόν να προβλέψει εκ των προτέρων ο νομοθέτης, ενώ οι αξιωματικοί αυτοί τελούν σε καθεστώς ειδικής οικειοθελούς σχέσεως εξουσιάσεως προς το Κράτος, που, κατά τα εκτεθέντα, επιτρέπει την επέμβαση αυτή (πρβλ. ΣτΕ 116/2004 ). Εξ άλλου στις πειθαρχικές υποθέσεις, όπως η παρούσα, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 7 του Συντάγματος  (ΣτΕ 116/2004 , 3327/1999, 2322/1983), όπως και τα άρθρα 5 παρ. 1 και 7 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, εφ’ όσον ο πειθαρχικώς διωκόμενος κατηγορείται για πράξη που στοιχειοθετεί μόνον παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος και δεν συνιστά κατ’ ουσίαν εγκληματική πράξη, ενώ η πειθαρχική κύρωση που επιβάλλεται αποσκοπεί στον υπηρεσιακό σωφρονισμό του και στην διασφάλιση μέσω αυτού της εσωτερικής πειθαρχίας στο στράτευμα και όχι στην γενικότερη νομική, ηθική και κοινωνική αποδοκιμασία της συμπεριφοράς του, δεν συνιστά δε στέρηση ή περιορισμό της προσωπικής ελευθερίας που ισοδυναμεί με στερητική της ελευθερίας ποινή του ποινικού δικαίου εν όψει της σφοδρότητας της στερήσεως ή του περιορισμού της προσωπικής ελευθερίας και της χρονικής διάρκειάς της (βλ. ΣτΕ 1405/2007  7μ., απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 8ης Ιουνίου 1976, υπόθεση Engel κατά Ολλανδίας). Επιπρόσθετα εν όψει της συνταγματικής θέσεως των Ενόπλων Δυνάμεων (βλ. άρθρο 45 του Συντάγματος ), οι στρατιωτικοί τελούν σε ιδιαίτερο καθεστώς που προσιδιάζει προς τον χαρακτήρα και την αποστολή της στρατιωτικής υπηρεσίας που αποβλέπει στην υπεράσπιση της Χώρας από εξωτερικούς κινδύνους (βλ. ΣτΕ 3622, 1784, 617/1989, 2735, 118-120/1988, 2649/1987 Ολομ.). Στο πλαίσιο αυτό ο νομοθέτης έχει υποχρέωση να κατοχυρώνει αξιόμαχες Ένοπλες Δυνάμεις σε υψηλό βαθμό στο επίπεδο της στελεχώσεως, οργανώσεως και λειτουργίας τους, θεσπίζοντας, μεταξύ άλλων, το κατάλληλο προς τούτο καθεστώς στρατιωτικής πειθαρχίας, η μη τήρηση του οποίου αποτελεί αιτία επιβολής πειθαρχικών ποινών από την Διοίκηση. Τέτοια κατάλληλη πειθαρχική διάταξη αποτελεί η εκτεθείσα διάταξη του εδαφίου α΄ της παρ. 1 άρθρου 32 του ΝΔ 1400/1973 . Ωστόσο ο Πάρεδρος Δημήτρης Μακρής, υποστήριξε την ακόλουθη γνώμη: Η συνταγματική αρχή του κράτους δικαίου, με την έννοια του περιορισμού όλων των κρατικών εξουσιών από το Σύνταγμα και τους νόμους, που ορίζουν τις περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτές δρουν, καθώς και ειδικότερα τις προϋποθέσεις, τον τρόπο, το περιεχόμενο και τα μέσα δράσεώς τους (ΣτΕ 2576-2577/1980), και μάλιστα όταν η δράση τους αφορά την σφαίρα της αναπτύξεως της προσωπικότητας, αναμφίβολα περιλαμβάνει και την εγγύηση ότι οι κανόνες αυτοί πρέπει να είναι σαφώς γνωστοί και κατανοητοί στους πολίτες. Ειδικότερα οι πειθαρχικές διατάξεις, με τις οποίες εκδηλώνεται η οργανωμένη αντίδραση της Πολιτείας σε ορισμένες περιπτώσεις συμπεριφοράς υπαλλήλων της που έχουν κατά την εκτίμηση του νομοθέτη ορισμένη απαξία που δεν συμβιβάζεται προς την θέση και την αποστολή της υπηρεσίας τους ή την σχετική ιδιότητά τους και τα καθήκοντά τους, με την επιβολή κυρώσεων σε αυτούς, είναι σαφώς κατανοητές, αλλά και επιτελούν τον σκοπό τους, όταν από αυτές προκύπτει εκ των προτέρων με ευκρίνεια ποιες είναι οι πράξεις που τιμωρούνται. Διαφορετικά η αντίδραση της Πολιτείας δεν εναρμονίζεται προς την αρχή του κράτους δικαίου και προς την εγγύηση του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου (κατά το άρθρο 2 του Συντάγματος ) και παύει να είναι οργανωμένη, αφού εκδηλώνεται με τρόπο ρευστό και μη αναμενόμενο με βεβαιότητα εκ των προτέρων (πρβλ. ΣτΕ Ολ 1990/1990 , 2829/1990 κ.α.). Οι πειθαρχικές διατάξεις δεν είναι σαφώς γνωστές και κατανοητές όταν αυτές περιλαμβάνουν στην συγκρότηση του πειθαρχικού παραπτώματος αόριστες έννοιες, όπως τούτο συμβαίνει στην περίπτωση της διατάξεως του εδαφίου α΄ της παρ. 1 άρθρου 32 του ΝΔ 1400/1973 . Η θέσπιση τέτοιων πειθαρχικών διατάξεων δεν συμβιβάζεται με την αρχή του κράτους δικαίου και με την εγγύηση του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, αφού τελικά ο υπάλληλος πληροφορείται με ακρίβεια τα στοιχεία της επίμεμπτης πράξεως, αφού πρώτα τελέσει την πράξη, με την επιβολή σχετικώς ποινής από την Διοίκηση και περαιτέρω, εφ’ όσον ζητήσει έννομη προστασία, από τον Δικαστή, ο οποίος ελέγχει την ορθότητα της εξειδικεύσεως της αόριστης έννοιας. Το πρόβλημα εντείνεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η ελεγχόμενη συμπεριφορά ανάγεται στην εκτός υπηρεσίας ζωή. Η θέσπιση τέτοιων πειθαρχικών διατάξεων για τους στρατιωτικούς που δεν είναι σύμφωνες με την δικαιοκρατική αρχή και με την εγγύηση του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, προδήλως δεν είναι αναγκαίως κατάλληλη επειδή, εν όψει της συνταγματικής θέσεως των Ενόπλων Δυνάμεων (βλ. άρθρο 45 του Συντάγματος ), οι στρατιωτικοί τελούν σε ιδιαίτερο καθεστώς που προσιδιάζει προς τον χαρακτήρα και την αποστολή της στρατιωτικής υπηρεσίας που αναφέρεται στην υπεράσπιση της Χώρας από εξωτερικούς κινδύνους ούτε επειδή υπάρχει δυσκολία ακριβούς προσδιορισμού εκ των προτέρων των περιπτώσεων των επίμεμπτων πράξεων. Περαιτέρω η πειθαρχική δράση των διοικητικών αρχών που εκτείνεται στην σφαίρα της αναπτύξεως της προσωπικότητας και μάλιστα εκτός υπηρεσίας, προκειμένου να ασκηθεί έλεγχος «για την ασυμβίβαστη προς την ιδιότητα του αξιωματικού των Ενόπλων Δυνάμεων διαγωγή», δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί αντικειμενικά με βάση ορισμένο ενδεδειγμένο τρόπο συμπεριφοράς στο πεδίο αυτό, στο οποίο ισχύει κατ’ αρχήν η ελευθερία, ενόσω δεν υπάρχει ρύθμιση σύμφωνα με το Σύνταγμα. Και ναι μεν το Σύνταγμα και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επιτρέπουν σχετικούς περιορισμούς για την προστασία των χρηστών ηθών ή της ηθικής, αποτελεί όμως έργο του πειθαρχικού νομοθέτη να προβλέψει με σαφήνεια, κατά τα προεκτεθέντα, τις περιπτώσεις αυτές. Για τους λόγους αυτούς, σύμφωνα με την αναφερθείσα γνώμη, η διάταξη με βάση την οποία η Διοίκηση επέβαλε την επίδικη πειθαρχική ποινή είναι ανίσχυρη, διότι δεν είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα και θα έπρεπε να μην εφαρμοσθεί, με την τήρηση περαιτέρω της διαδικασίας, την οποία προβλέπει η διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 100 του Συντάγματος  όπως αναθεωρήθηκε με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων.

8. Επειδή κατά τα προαναφερθέντα, η κατά το Σύνταγμα απαραβίαστη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής, στην οποία περιλαμβάνεται η ερωτική ζωή, από μόνη της, δεν μπορεί να ελέγχεται πειθαρχικά από τις διοικητικές αρχές. Ειδικότερα, κατά την έννοια του Συντάγματος, η σύναψη, η διατήρηση και η διάλυση ερωτικών σχέσεων δεν μπορεί, αυτοτελώς, να χαρακτηρισθεί ως ανάρμοστη ενέργεια ή συμπεριφορά ή ως ασυμβίβαστη διαγωγή προς την ιδιότητα του αξιωματικού των Ενόπλων Δυνάμεων, εκτός αν συνάπτεται αμέσως με την άσκηση των καθηκόντων του και την εν γένει ομαλή λειτουργία της υπηρεσίας ή συνοδεύεται από παραβάσεις του υπηρεσιακού καθήκοντος ή εκμετάλλευση της υπηρεσιακής ιδιότητας ή από επίμεμπτες εν γένει πράξεις εν όψει των ειδικών συνθηκών που εκάστοτε συντρέχουν (βλ. ΣτΕ 3528/1974 , 2606/1973).

9. Επειδή στην παρούσα υπόθεση, σύμφωνα με τα ιστορηθέντα, η αιτιολογική βάση την οποία η Διοίκηση επικαλείται για την τιμωρία του εφεσίβλητου με την αναφερθείσα πειθαρχική ποινή, που αφορά την σύναψη από αυτόν των δύο εξωσυζυγικών σχέσεων και την γέννηση παιδιού από την πρώτη από αυτές, δεν είναι νόμιμη, διότι τα στοιχεία αυτά ανάγονται αποκλειστικά στην απαραβίαστη κατά το Σύνταγμα σφαίρα της ιδιωτικής-ερωτικής ζωής του, κατά τα προεκτεθέντα. Εξ άλλου η Διοίκηση δεν καταλογίζει στον εφεσίβλητο ότι δεν τήρησε την επιβεβλημένη από τις συνθήκες διακριτικότητα ως προς τις σχέσεις αυτές ή ότι οι πράξεις που του αποδόθηκαν συντέλεσαν στην μη εκτέλεση του υπηρεσιακού καθήκοντός του ή επέδρασαν στην μη ομαλή λειτουργία της υπηρεσίας του. Οι εξωσυζυγικές σχέσεις του εφεσίβλητου, οι οποίες από μόνες τους δεν είναι ποινικά κολάσιμες, δεν εξήλθαν της σφαίρας του ιδιωτικού βίου του, ενώ ο ίδιος, άλλωστε, προέβη, κατά τα προβλεπόμενα από τον νόμο, στην αναγνώριση του παιδιού που απέκτησε από την σχέση του με την Μ. Π. Περαιτέρω, στην αιτιολογική βάση, της οποίας γίνεται επίκληση για την επίδικη τιμωρία, που αφορά την αυτοκτονία της επιλοχία Β. Σ., η Διοίκηση ναι μεν συνδέει την αυτοκτονία της τελευταίας με την σχέση της με τον εφεσίβλητο, δεν αιτιολογεί όμως τον αιτιώδη σύνδεσμο της αποδιδόμενης από το πειθαρχικό όργανο συμπεριφοράς του προς την ενέργειά της αυτή. Η συνδρομή όμως του συνδέσμου αυτού είναι αναγκαία προκειμένου να αποδοθεί πειθαρχική ευθύνη σε αυτόν κατά την διάταξη του εδαφίου α΄ της παρ. 1 άρθρου 32 του ΝΔ 1400/1973 . Συνεπώς, ως προς το σημείο αυτό, η επιβολή της ποινής δεν αιτιολογείται επαρκώς, είναι όμως αυτονόητο ότι η Διοίκηση θα μπορούσε να επανέλθει στην υπόθεση μετά την ακύρωση της πειθαρχικής αυτής ποινής εάν θα υφίσταντο επαρκή προς τούτο στοιχεία. Για τους προεκτεθέντες λόγους η αιτιολογία της επίδικης ποινής είναι πλημμελής και ορθώς, αν και με διαφορετική αιτιολογία, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο δέχθηκε την αίτηση ακυρώσεως του εφεσίβλητου. Επομένως όλα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Ειδικότερα είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται με την έφεση με την επίκληση διατάξεων (:του Γενικού Κανονισμού Υπηρεσίας στον Στρατό [ΣΚ 20-1] που κυρώθηκε με το ΠΔ 130/1984 , ΦΕΚ 42) διαφορετικών από εκείνες που εφάρμοσε η Διοίκηση κατά την επιβολή της πειθαρχικής ποινής στον εφεσίβλητο. Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Γεώργιος Ποταμιάς, ο οποίος υποστήριξε την ακόλουθη γνώμη: κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, όλες οι πράξεις που αποδόθηκαν από την Διοίκηση στον εφεσίβλητο συνθέτουν την συγκρότηση του πειθαρχικού παραπτώματος της ασυμβίβαστης διαγωγής προς την ιδιότητα του αξιωματικού. Ως εκ τούτου η επιβολή της επίδικης ποινής είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη με την συνδρομή όλων των επί μέρους βάσεων (α΄-δ΄) της αιτιολογίας που, κατά τα προεκτεθέντα, επικαλείται η Διοίκηση και άρα, κατά την μειοψηφήσασα αυτή γνώμη, η έφεση πρέπει να γίνει δεκτή και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση.

[Απορρίπτει την έφεση.]

Παρατηρήσεις

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΕΡΩΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΥ

I. Εισαγωγή – Περιορισμοί ατομικών δικαιωμάτων στα πλαίσια ειδικών κυριαρχικών σχέσεων

Το ζήτημα των περιορισμών στην απόλαυση των ατομικών δικαιωμάτων των τελούντων σε ειδική κυριαρχική σχέση με το κράτος, όπως είναι οι δημόσιοι λειτουργοί και υπάλληλοι, προκαλεί συχνά προστριβές ενώπιον δικαστηρίων ανάμεσα στους τελευταίους και την υπηρεσία τους. Και είναι ως ένα βαθμό αναμενόμενο να γεννώνται αμφισβητήσεις ως προς την έκταση και την ένταση που η Πολιτεία μπορεί να επεμβαίνει στην άσκηση των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων ειδικά αυτής της κατηγορίας πολιτών, καθώς αυτοί υπόκεινται όχι μόνο στους γενικούς περιορισμούς που οι ίδιες οι διατάξεις που προστατεύουν τα ατομικά δικαιώματα προδιαγράφουν αλλά και σε ειδικούς περιορισμούς, επιβαλλόμενους ακριβώς από την ειδική σχέση εξουσίασης στην οποία τελούν αυτοί με το Κράτος και στις πρόσθετες υποχρεώσεις που γεννώνται από αυτή.

Οι ειδικοί αυτοί περιορισμοί παρουσιάζονται με τη μορφή εξαιρέσεων από τις αντίστοιχες γενικές διατάξεις και βρίσκουν έρεισμα είτε στο ισχύον Σύνταγμα, το οποίο εισάγει τις αντίστοιχες εξαιρέσεις, είτε στις διατάξεις της ΕΣΔΑ, που προβλέπουν περιοριστικά τις εξαιρετικές περιπτώσεις επεμβάσεων των δημοσίων αρχών στην άσκηση των προστατευόμενων από την Σύμβαση ατομικών δικαιωμάτων 1 . Ειδικοί νόμοι (π.χ. Υπαλληλικός Κώδικας, Στρατιωτικοί Κανονισμοί κ.λπ.) ρυθμίζουν όχι μόνο τις αρμοδιότητές των δημοσίων υπαλλήλων ως οργάνων της δημόσιας εξουσίας, αλλά και την προσωπική νομική τους κατάσταση, το status τους. Σε μια τέτοια ειδική σχέση βρίσκονται και άλλες κατηγορίες προσώπων, π.χ. αυτοί που εκτίουν ποινή στερητική της ελευθερίας τους ή και ακόμα οι μαθητές. Για όλες αυτές τις κατηγορίες των προσώπων γίνεται δεκτό πως η πλήρης χρήση ορισμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα ή και να είναι ασυμβίβαστη είτε με το λειτούργημά τους είτε με την ιδιαίτερη νομική κατάσταση που τους διέπει. Έτσι, εύλογο είναι, ο αξιωματικός π.χ να μην μπορεί κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του να εκφωνεί λόγους υπέρ ενός κόμματος, ή έστω να διαπληκτίζεται πάνω σε κομματικά θέματα. Συνακόλουθα, ως προς τα πρόσωπα που τελούν υπό το καθεστώς μιας τέτοιας ειδικής λειτουργικής σχέσης, διαμορφώνεται μια δυνατότητα περιορισμών που αφορά συγκεκριμένες μόνο κατηγορίες φορέων των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Η ανάγκη θέσπισης περιορισμών στην εκπλήρωση των ατομικών δικαιωμάτων των δημοσίων υπαλλήλων καθίσταται επιτακτικότερη στην περίπτωση των στρατιωτικών υπαλλήλων, εν όψει της ευαίσθητης θέσης που κατέχουν αυτοί στην κρατική μηχανή, σχετιζόμενης με την ασφάλεια και την άμυνα της χώρας, η οποία απαιτεί την κατάστρωση ακόμη πιο ιδιαίτερου καθεστώτος για αυτούς και επιβάλλει τη διαμόρφωση καταλλήλου για το σκοπό αυτό πλαισίου διαβίωσης και εργασίας και τη θέσπιση περιβάλλοντος (στρατιωτικής) πειθαρχίας. Για τον εξαναγκασμό δε στη συμμόρφωση των στρατιωτικών υπαλλήλων στο καθεστώς αυτό πειθαρχίας ή την τιμώρηση των υπαλλήλων εκείνων που υποπίπτουν σε παραβάσεις των υποχρεώσεων που συνδέονται με το ιδιαίτερο καθεστώς, υπό το οποίο τελούν, ο νομοθέτης έχει προβλέψει την επιβολή πειθαρχικών ποινών.

Σε κάθε περίπτωση, από τη θεωρία αλλά και τη νομολογία γίνεται δεκτό ότι οι θεμιτοί κατά τα άλλα περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων των στρατιωτικών υπαλλήλων, όπως συμβαίνει και με τους περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων όλων των υπολοίπων πολιτών, δεν μπορούν να φθάνουν σε σημείο να προσβάλουν τον πυρήνα του εκάστοτε δικαιώματος, αναιρώντας το στην ουσία του ούτε να ξεπερνούν το εύλογο, επαρκές και κατάλληλο μέτρο, το οποίο επιβάλλει η αρχή της αναλογικότητας 2 .

Η διάκριση, πάντως, μεταξύ περιορισμών των ατομικών δικαιωμάτων των στρατιωτικών υπαλλήλων οι οποίοι είναι επιτρεπτοί από το Σύνταγμα και αυτών που υπεισέρχονται στην απαραβίαστη σφαίρα των δικαιωμάτων ή είναι προφανώς δυσανάλογοι με το σκοπό τον οποίο εξυπηρετούν δεν είναι πάντα ευχερής. Από τη μελέτη της σχετικής νομολογίας των τελευταίων ετών διαπιστώνει κανείς ότι για την κρίση περί του επιτρεπτού ή μη του πειθαρχικού ελέγχου εκ μέρους της δημόσιας υπηρεσίας στις βιοτικές σχέσεις του στρατιωτικού υπαλλήλου κρίσιμο ρόλο διαδραματίζει αν κατά τη γνώμη του δικαστηρίου το ενδεχόμενο πειθαρχικό παράπτωμα διαπράχθηκε εντός ή εκτός της υπηρεσίας 3 του φερόμενου ως δράστη, αν συναρτάται άμεσα με την άσκηση των καθηκόντων του στρατιωτικού υπαλλήλου και την εν γένει ομαλή λειτουργία της υπηρεσίας ή αν συνοδεύεται από παραβάσεις του υπηρεσιακού καθήκοντος ή εκμετάλλευση της υπηρεσιακής του ιδιότητας. Το έργο του δικαστή δυσχεραίνει, περαιτέρω, η «ανοικτότητα» των πειθαρχικών διατάξεων, αφού αυτές τις περισσότερες φορές εμπεριέχουν αόριστες έννοιες, το περιεχόμενο των οποίων πρέπει να προσδιορίζει ο εφαρμοστής του δικαίου, προκειμένου κατόπιν να διαπιστώσει αν τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά εμπίπτουν στον συγκεκριμένο κανόνα δικαίου. Δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς, εξάλλου, ότι για το χαρακτηρισμό κατ’ αρχήν μίας πράξης ως πειθαρχικού παραπτώματος σαφώς βαρύνουν και οι απόψεις του δικαστηρίου περί του τι συνιστά κάθε φορά «κρατούσα» ηθική τάξη και «κρατούντα» χρηστά ήθη, πράξεις εκτός των ορίων των οποίων, εφόσον πληρούν και τις λοιπές προϋποθέσεις των οικείων διατάξεων, συνιστούν πειθαρχικά παραπτώματα.

II. Τα όρια του πειθαρχικού ελέγχου της ερωτικής ζωής των στρατιωτικών υπαλλήλων

Η δημοσιευόμενη ΣτΕ 1680/2007  αφορά στην επιβολή πειθαρχικής ποινής σε βάρος αξιωματικού του στρατού, ο οποίος σύνηψε εξωσυζυγικές σχέσεις με γυναίκα-ιδιώτη, με την οποία μάλιστα απέκτησε και παιδί, το οποίο, πάντως, αναγνώρισε και κατόπιν με κατώτερη αξιωματικό που υπηρετούσε στην ίδια μονάδα με αυτόν κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα και η οποία λόγω του αδιεξόδου της σχέσης οδηγήθηκε στην αυτοκτονία.

Το ΣτΕ κλήθηκε να θέσει πρώτα τα όρια, εντός των οποίων είναι επιτρεπτός εκ μέρους της δημόσιας υπηρεσίας ο πειθαρχικός έλεγχος της ιδιωτικής ζωής στην περίπτωση των στρατιωτικών υπαλλήλων ειδικά και στη συνέχεια να κρίνει, αν η συγκεκριμένη συμπεριφορά του ελεγχόμενου τοποθετούνταν εντός του πυρήνα του προστατευτέου συνταγματικού δικαιώματος, οπότε και ήταν απολύτως ανέλεγκτη ή εκτός αυτού, οπότε εν όψει και της ιδιαιτερότητας της εξουσιαστικής σχέσης του στρατιωτικού υπαλλήλου με την Πολιτεία, η τελευταία είχε δικαίωμα να επέμβει πειθαρχικά και να τον τιμωρήσει.

Το Δικαστήριο διατυπώνει στο σκεπτικό του σαφή διακήρυξη, ότι το δικαίωμα ανάπτυξης της προσωπικότητας κατοχυρώνεται και υπέρ των προσώπων που τελούν σε καθεστώς ειδικής σχέσεως εξουσίασης προς το Κράτος, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι αξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων. Για τους τελευταίους, όμως, λόγω του ευαίσθητου έργου που επιτελούν για χάρη της ασφάλειας και της άμυνας της χώρας, το οποίο επιβάλλει τη διαμόρφωση υψηλού βαθμού επιπέδου στελέχωσης, οργάνωσης και λειτουργίας τους, και τη θέσπιση καθεστώτος πειθαρχίας, είναι θεμιτή η εισαγωγή περιορισμών στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους και η επιβολή πειθαρχικού ελέγχου ακόμη και στην εκτός υπηρεσίας ζωή των αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων. Επομένως, κείται εντός των επιτρεπτών συνταγματικών πλαισίων η επίμαχη πειθαρχική διάταξη, που απειλεί με την ποινή της προσωρινής απόλυσης για ασυμβίβαστη ή αναξιοπρεπή προς την ιδιότητα του αξιωματικού διαγωγή, όπως και για κάθε πράξη αντιβαίνουσα στην ιδιότητα του αυτή 4 .

Εξάλλου, από το Σύνταγμα κατοχυρώνεται η προστασία του δικαιώματος στην ιδιωτική σφαίρα, στον πυρήνα του οποίου βρίσκεται η ερωτική ζωή του ανθρώπου, η οποία είναι απρόσβλητη από ιδιώτες και δημόσιες Αρχές με κάθε τρόπο και ειδικά με την άσκηση πειθαρχικού ελέγχου 5 . Ειδικότερα η σύναψη, η διατήρηση και η διάλυση ερωτικών σχέσεων δεν μπορεί, αυτοτελώς, να χαρακτηρισθεί ως ανάρμοστη ενέργεια ή συμπεριφορά ή ως ασυμβίβαστη διαγωγή προς την ιδιότητα του αξιωματικού των Ενόπλων Δυνάμεων. Τέτοιος χαρακτηρισμός θα ήταν επιτρεπτός κατά το ΣτΕ, αν οι παραπάνω πράξεις συνάπτονταν άμεσα με την άσκηση των καθηκόντων του και την εν γένει ομαλή λειτουργία της υπηρεσίας ή συνοδεύονταν από παραβάσεις του υπηρεσιακού καθήκοντος ή εκμετάλλευση της υπηρεσιακής ιδιότητας.

Έτσι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου στην προκειμένη περίπτωση η καταλογιζόμενη στον τιμωρηθέντα αξιωματικό συμπεριφορά της σύναψης από αυτόν δύο εξωσυζυγικών σχέσεων και του αποτελέσματος της γέννησης παιδιού από την πρώτη από αυτές δεν αρκούν από μόνες τους για την πειθαρχική του τιμωρία, καθόσον ανάγονται αποκλειστικά στην απαραβίαστη κατά το Σύνταγμα σφαίρα της ιδιωτικής-ερωτικής ζωής του. Περαιτέρω, από τη Διοίκηση δεν καταλογίστηκε ότι αυτός δεν τήρησε την επιβεβλημένη από τις συνθήκες διακριτικότητα ως προς τις σχέσεις αυτές ή ότι οι πράξεις που του αποδόθηκαν συντέλεσαν στην μη εκτέλεση του υπηρεσιακού καθήκοντός του ή επέδρασαν στην μη ομαλή λειτουργία της υπηρεσίας του ούτε και αιτιολογήθηκε με επάρκεια, ότι ήταν η συμπεριφορά του αξιωματικού που οδήγησε αιτιωδώς στην αυτοκτονία μίας εκ των γυναικών, συνθήκες οι οποίες θα μπορούσαν ενδεχόμενα να καταστήσουν τις πράξεις του αξιωματικού πειθαρχικά ελεγκτέες 6 .

Από τα παραπάνω προκύπτει λοιπόν, ότι το ΣτΕ αναγνωρίζει στους στρατιωτικούς υπαλλήλους έναν πυρήνα ιδιωτικής σφαίρας απαραβίαστο από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς και πρόσωπα, όπως και για τους λοιπούς πολίτες. Εκτός του πυρήνα αυτού είναι, όμως, δυνατό, πράξεις και παραλείψεις των υπαλλήλων αυτών να ελέγχονται πειθαρχικά εντονότερα από ό,τι στις συνήθεις περιπτώσεις, λόγω της ιδιαίτερης θέσης που καταλαμβάνουν στον κρατικό μηχανισμό, του ελέγχου εξαρτωμένου από τη στενή σύνδεση της συμπεριφοράς του στρατιωτικού με την άσκηση του υπηρεσιακού καθήκοντος, την ομαλή λειτουργία της υπηρεσίας, την εκμετάλλευση της υπηρεσιακής ιδιότητάς του ή τις εν γένει συνθήκες, υπό τις οποίες τελέστηκαν οι ελεγκτέες πράξεις 7-8 .

Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, σε άλλη απόφαση του ιδίου έτους 9 το ΣτΕ έκρινε ότι η σύναψη ερωτικών σχέσεων αξιωματικού με έγγαμη γυναίκα δεν αποτελεί καθ’ εαυτή «απρεπή διαγωγή» του αξιωματικού, καθώς η ενέργεια αυτή αφορά στον στενό πυρήνα της ιδιωτικής του σφαίρας, η σύναψη όμως ερωτικών σχέσεων με γυναίκα έγγαμη με συνάδελφο του αξιωματικού κατ’ εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης και της στενής φιλίας με αυτόν, αλλά και της απουσίας του από την Ελλάδα για υπηρεσιακούς λόγους, με αποτέλεσμα μάλιστα να τεθούν σε κίνδυνο τα θεμέλια της οικογένειας του συναδέλφου του, αποτέλεσε πράγματι «απρεπή διαγωγή κατ’ επανάληψη επιδειχθείσα» έναντι του συναδέλφου αυτού κατά παράβαση των οικείων πειθαρχικών διατάξεων, που επιτάσσουν στους αξιωματικούς να συμπεριφέρονται μεταξύ τους, ακόμη και εκτός υπηρεσίας, με ειλικρίνεια, ευθύτητα και πνεύμα συναδελφικότητας 10 . Λόγω της διχογνωμίας και του μείζονος ενδιαφέροντος για τις πειθαρχικές ποινές και τη συνταγματικότητα των στρατιωτικών κανονισμών που ρυθμίζουν τη συμπεριφορά και εκτός υπηρεσίας στην προσωπική ζωή του αξιωματικού, αξιώνοντας αξιοπρεπή διαγωγή, η παραπάνω υπόθεση παραπέμφθηκε στην επταμελή σύνθεση του ΣτΕ, η οποία με την πολύ πρόσφατη ΣτΕ 888/2008  τελικά απέρριψε την έφεση του Δημοσίου, κρίνοντας ότι η σύναψη, η διατήρηση και η διάλυση ερωτικών σχέσεων δεν μπορεί, αυτοτελώς να χαρακτηρισθούν ως απρεπής διαγωγή ασυμβίβαστη προς την ιδιότητα του αξιωματικού των ενόπλων δυνάμεων, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν συνεπάγονται άμεση και σαφή παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος ή συνιστούν εκμετάλλευση της υπηρεσιακής ιδιότητας του αξιωματικού, οι σχετικές δε διατάξεις, όπως είναι και αυτές του ΝΔ 1400/1973  καθώς και αυτές του Γενικού Κανονισμού Υπηρεσίας στο Στρατό, που επιτρέπουν τέτοιες αποκλίσεις, πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται πάντοτε στενά, υπό το φως των επιταγών των άρθρων 2 παρ.1, 5 παρ. 1 και 9 παρ. 1 του Συντάγματος . Τέλος, δύο μέλη του Δικαστηρίου υποστήριξαν ειδικότερα ότι η απόλυτη προστασία που παρέχεται από το άρθρο 9 παρ. 1 του Συντάγματος  σε αυτόν που συνάπτει ερωτική σχέση και δεν τη δημοσιοποιεί οικειοθελώς, ουδέποτε κάμπτεται για λόγους που αφορούν στα χρηστά ήθη ή για λόγους δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι η εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία της στρατιωτικής υπηρεσίας με τη διασφάλιση καλών σχέσεων μεταξύ των στρατιωτικών υπαλλήλων και μάλιστα με την υποβολή της ερωτικής σχέσης στον πειθαρχικό έλεγχο των στρατιωτικών αρχών.

III. Συναφείς περιπτώσεις περιορισμού ατομικών δικαιωμάτων στρατιωτικών από τη νομολογία του ΣτΕ

Οι περιορισμοί που επιβάλλονται στα δικαιώματα των στρατιωτικών καθορίζονται και είναι σε άμεση συνάρτηση με τα καθήκοντα που τους ανατίθενται κάθε φορά καθώς και από τις ανάγκες της συγκεκριμένης στρατιωτικής υπηρεσίας, ενώ συνήθως προβλέπονται χωρίς να υπάρχει ειδική συνταγματική πρόβλεψη από τους στρατιωτικούς κανονισμούς, οι οποίοι θέτουν είτε κανόνες θετικής συμπεριφοράς είτε απαγορεύσεις 11 .

Από τους περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων που έχουν προκαλέσει εντονότερες προστριβές ανάμεσα στους στρατιωτικούς υπαλλήλους και τη Διοίκηση και ως εκ τούτου παρουσιάζουν και μεγαλύτερο νομολογιακό ενδιαφέρον, ενδεικτικά αναφέρουμε τους ακόλουθους:

α. Ελευθερία σύναψης γάμου

Το Συμβούλιο της Επικρατείας αρχικά τήρησε επιφυλακτική στάση ως προς την ουσιαστική εφαρμογή των άρθρων 5, 9 και 21 του Συντάγματος  αναφορικά με την ελευθερία σύναψης γάμου και εκλογής συζύγου των στρατιωτικών με τη σκέψη ότι τα όργανα των Σωμάτων Ασφαλείας υπόκεινται οικειοθελώς σε αυτή τη σχέση εξαρτήσεως από την κρατική εξουσία, σε μεγαλύτερο βαθμό μάλιστα απ’ ότι οι υπόλοιποι υπάλληλοι κι έτσι έκρινε θεμιτή τη θέσπιση περιορισμών στα δικαιώματα αυτά.

Ειδικότερα με την ΣτΕ 395/1978  κρίθηκε σε Ολομέλεια ότι από τη διάταξη του άρθρου 12 της ΕΣΔΑ, με την οποία προστατεύεται το δικαίωμα σύναψης γάμου και δημιουργίας οικογένειας, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 103 του Συντάγματος , επιτρέπεται η θέσπιση περιορισμών στο δικαίωμα αυτό για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Έτσι, η λήψη άδειας τελέσεως γάμου από στρατιωτικό κρίθηκε ανεκτή δεδομένου ότι με τον τρόπο αυτό διασφαλιζόταν ότι η μελλοντική σύζυγος του εν λόγω στρατιωτικού συγκέντρωνε ατομικά ορισμένες προϋποθέσεις που ανάγονταν στο ήθος και τις κοινωνικές της αντιλήψεις.

Η νομολογία αυτή του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου άλλαξε μία δεκαετία μετά, όταν το Συμβούλιο της Επικρατείας και πάλι σε Ολομέλεια 12 έκρινε κατά πλειοψηφία ότι η εξάρτηση της σύναψης γάμου από προηγούμενη ειδική άδεια της προϊσταμένης διοικητικής αρχής συνιστά επέμβαση στην ιδιωτική ζωή των μελλονύμφων και αποτελεί ηθική μείωση αυτών και ως εκ τούτου δεν συμβιβάζεται προς τις διατάξεις 5, 9 και 21 παρ.1 του Συντάγματος , ενώ είναι αντίθετη και στο άρθρο 12 της ΕΣΔΑ. Η πλειοψηφούσα γνώμη στην απόφαση αυτή αναγνώρισε μεν την ιδιαιτερότητα της σχέσης που συνδέει τον στρατιωτικό με την Προϊστάμενη Αρχή του, αποφάνθηκε όμως ότι η επέμβαση της θα έπρεπε να περιοριστεί στη διαπίστωση της συνδρομής των γενικών τυπικών όρων τελέσεως γάμου. Σύμφωνα με τη γνώμη αυτή δεν ήταν επιτρεπτή η νομοθετική θέσπιση πρόσθετων ουσιαστικών και τυπικών προϋποθέσεων και κριτηρίων συνδεόμενων προς το πρόσωπο ενός των μελλονύμφων και δη αναγόμενων σε διαφορετικό όριο ηλικίας, στην ιθαγένεια ή το γένος του, στο θρήσκευμα, την ηθική ή πνευματική του υπόσταση, την κοινωνική του θέση ή την οικονομική του κατάσταση. Η μειοψηφούσα άποψη της παραπάνω απόφασης επέμεινε στην αρχική νομολογιακή λύση, τονίζοντας την ιδιαίτερη σχέση εξουσίασης του στρατιωτικού προς το Κράτος, η οποία καθιστούσε θεμιτή την απαίτηση από τον κοινό νομοθέτη ως αναγκαίου όρου για την τέλεση γάμου από στρατιωτικό της ιδιότητας της μέλλουσας συζύγου του ως Ελληνίδας.

Εν τέλει ο νομοθέτης κατήργησε την εν λόγω διάταξη -άρθρο 65 ΝΔ 1400/1973 – με την οποία καθιερωνόταν η υποχρέωση λήψης της ως άνω προηγούμενης άδειας για τη σύναψη γάμου από τους στρατιωτικούς, ένα έτος αργότερα, με την παρ. 1 του άρθρου 18 του Ν 1848/1989 .

β. Ελευθερία έκφρασης και διάδοσης γνώμης

Η άσκηση του δικαιώματος έκφρασης των στρατιωτικών υπάγεται τόσο στους γενικούς περιορισμούς, όσο και σε ειδικούς περιορισμούς, εφόσον οι τελευταίοι δικαιολογούνται από το ειδικό καθεστώς πειθαρχίας στο οποίο τελούν οι στρατιωτικοί. Ωστόσο το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι οι ειδικοί αυτοί περιορισμοί δεν είναι δυνατόν να φτάνουν μέχρι του σημείου να αναιρείται στην ουσία του, το δικαίωμα της εκφράσεως.

Ειδικότερα με την ΣτΕ 573/2005  κρίθηκε ότι οι διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 1 στοιχ. β΄ και 9 παρ. 2 εδ. γ΄ περ. 4 του Κανονισμού Πειθαρχίας της Ελληνικής Αεροπορίας, με τις οποίες απαγορεύεται στους στρατιωτικούς να προβαίνουν σε δηλώσεις στον τύπο ή να δημοσιεύουν οτιδήποτε σε αυτόν χωρίς άδεια του Υπουργού Εθνικής Άμυνας και συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα η χωρίς έγκριση της Υπηρεσίας δημοσίευση γνώμης, είναι ανίσχυρες ως αντικείμενες στο άρθρο14 παρ. 1 του Συντάγματος  και στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ 13 .

Τη νομολογία αυτή του Γ΄ Τμήματος ακολούθησε και η σχετικά πρόσφατη κρίση του Ε΄ Τμήματος, το οποίο γνωμοδότησε με το ΠΕ 193/2006 14 ότι η διάταξη σχεδίου προεδρικού διατάγματος, που αφορούσε τον Οργανισμό της Σχολής Μονίμων Υπαξιωματικών του Στρατού Ξηράς, η οποία απαγόρευε στους σπουδαστές της Σχολής οποιαδήποτε δημοσίευση, δίχως την άδεια της Σχολής, αντίκειται στο Σύνταγμα και τη ΕΣΔΑ 15 .

γ. Θρησκευτική ελευθερία

Ζήτημα σύγκρουσης μπορεί να τεθεί και κατά τη στάθμιση της ανάγκης προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας με την εκπλήρωση της στρατιωτικής υποχρεώσεως. Το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ δεν κατοχυρώνει ρητά δικαίωμα άρνησης εκπλήρωσης στρατιωτικής θητείας για θρησκευτικούς λόγους 16 . Έτσι ο αποκλεισμός υποψηφίων μόνιμων στρατιωτικών οι οποίοι ανήκουν «εις θρησκευτικές αιρέσεις» έχει κριθεί αντισυνταγματικός και αντίθετος προς το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ 17 , με το σκεπτικό ότι τα καθήκοντα του στρατιωτικού υπαλλήλου δεν περιλαμβάνονται σε εκείνα που κατ’ εξαίρεση, σύμφωνα με την πάγια εν προκειμένω νομολογία, επιτρέπουν να θεσπιστεί ως προσόν ή κώλυμα η πίστη ή η αποχή από την πίστη σε ορισμένη θρησκεία, όπως για παράδειγμα αυτά του καθηγητή θρησκευτικών. Η αντίστροφη περίπτωση δηλ. ο εξαναγκασμός στρατιωτικού να συμμετάσχει σε θρησκευτική τελετή ή προσευχή και, γενικότερα, να προβεί σε ενέργειες που προϋποθέτουν πίστη σε ορισμένη θρησκεία –κυρίως την επικρατούσα (άρθρο 3 παρ. 1 Συντ .)- θα ήταν αντίθετος προς το Σύνταγμα, δεδομένου ότι τούτο δεν συνδέεται ούτε άμεσα ούτε έμμεσα με την εκτέλεση των καθηκόντων του 18 .

Ωστόσο το Πενταμελές Ναυτοδικείο Πειραιά έκρινε με την υπ’ αριθ. 213/1999 απόφασή του στην περίπτωση ανυπακοής ανθυποπλοίαρχου Πολεμικού Ναυτικού σε διαταγή προς αναχώρηση αποστολής πλοίου στη ναυτική δύναμη της Μεσογείου, ο οποίος εικάζοντας ότι θα συμμετείχε άμεσα ή έμμεσα σε επιχειρήσεις κατά των Σέρβων αρνήθηκε να υπακούσει επικαλούμενος σύγκρουση ηθικού-κοινωνικού (θρησκευτικού) καθήκοντος, ότι το καθήκον του στρατιωτικού προηγείται και επιβάλλεται ακόμη και όταν η εκπλήρωσή του αντιτίθεται στις ιδεολογικές πεποιθήσεις του και όταν προκαλεί ενδεχομένως αντιρρήσεις συνειδήσεως 19 .

ΙV. Κριτική επί της ΣτΕ 1680/2007 

Η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 Συντ . με την οποία επιτρέπεται και προστατεύεται η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας όλων των Ελλήνων πολιτών, ως προς τη συμμετοχή τους, εκτός των άλλων, και στην κοινωνική ζωή της χώρας υπό τον περιορισμό ότι η ανάπτυξη αυτού του δικαιώματος δεν θα προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων πολιτών ή τα χρηστά ήθη, εφαρμόζεται αυτονόητα και επί των στρατιωτικών υπαλλήλων. Οι τελευταίοι δικαιούνται μεν να αναπτύσσουν την προσωπικότητά τους για την ορθότερη άλλωστε άσκηση των αρμοδιοτήτων τους ως υπερασπιστές της χώρας από εξωτερικούς κινδύνους, υπόκεινται, ωστόσο ταυτόχρονα όχι μόνο στους γενικούς για κάθε πολίτη περιορισμούς αλλά και σε ειδικότερους, λόγω της εθελοντικής ειδικής υπαλληλικής σχέσεως και εξαρτήσεως προς το κράτος.

Περαιτέρω, ακριβώς επειδή το Σύνταγμα της χώρας, με πολλές διατάξεις του αναγνωρίζει ως υπέρτερη αξία τον άνθρωπο, θεσπίζει τα επιμέρους ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα προκειμένου να διασφαλισθεί η επί ίσοις όροις ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του καθενός αλλά και η απ’ όλους απόλαυση των εννόμων αγαθών που αντιστοιχούν στο περιεχόμενο των δικαιωμάτων αυτών, μεταξύ των οποίων είναι και το κατ’ εξοχήν ατομικό και κοινωνικό δικαίωμα της προστασίας του γάμου και της οικογένειας, που τελεί επίσης υπό την προστασία του κράτους. Συνεπώς, δεν είναι επιτρεπτή η άσκηση του ενός δικαιώματος (ανάπτυξη της προσωπικότητας) να οδηγεί σε κατάλυση άλλου (προστασία γάμου και οικογένειας), πολύ περισσότερο δε όταν πρόκειται για Έλληνες πολίτες, όπως είναι οι στρατιωτικοί για τους οποίους υφίστανται, όπως προεκτέθηκε, θεμιτοί περιορισμοί ως προς την άσκηση του δικαιώματος της ανάπτυξης της προσωπικότητάς τους.

Στην προκείμενη περίπτωση, ο εν γένει κοινωνικός και ερωτικός τρόπος ζωής του εν λόγω αξιωματικού, ο οποίος ήταν έγγαμος με ανήλικο παιδί και παράλληλα σύναψε δυο διαδοχικές εξωσυζυγικές σχέσεις εκ των οποίων από την πρώτη απέκτησε παιδί, ενώ η δεύτερη κατέληξε στην αυτοκτονία της ερωμένης του λόγω ερωτικής απογοήτευσης, γεγονός άλλωστε που έγινε γνωστό στον υπηρεσιακό και κοινωνικό περίγυρό του, καθόσον και οι δύο ανήκαν στην ίδια υπηρεσία, μπορεί να υποστηριχθεί ότι αντίκειται στην παραπάνω διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 5 Συντ , καθόσον η ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας του αξιωματικού ασκήθηκε καθ’ υπέρβαση των ως άνω συνταγματικών περιορισμών, διότι προσέβαλε κατ’ ανεπίτρεπτο τρόπο τα από την διάταξη αυτή απορρέοντα δικαιώματα της συζύγου και του τέκνου του και παράλληλα έπληξε το κύρος και την αξιοπρέπεια του εν λόγω αξιωματικού, που αντανακλά, εξάλλου, και στο κύρος των ενόπλων δυνάμεων 20 .

Μαριλένα Νάνου,
Δικηγόρος, LLM

——————————————————————————–
Υποσημειώσεις
1. Βλ. Στ. Κτιστάκη, Δημοσιοϋπαλληλικό Δίκαιο και ΕΣΔΑ, 2004 σελ. 75 επ. καθώς και Π. Ζωντανού, Δημοσιοϋπαλληλικό δίκαιο και άσκηση δημόσιας εξουσίας υπό το φως των διατάξεων της ΕΣΔΑ, ΕΔΚΑ 2005,241.

2. Βλ. σχετικά Γ. Ναυπλιώτη, Ατομικές ελευθερίες με ειδική συνταγματική επιφύλαξη και υπαλληλική σχέση, ΔιΔικ 1994, 257 και του ιδίου, Η ανάπτυξη της προσωπικότητας στο χώρο του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου, ΔιΔικ 1991,1031.

3. Βλ. ΣτΕ 2209/1977 .

4. Πρβλ. και τη γνώμη ενός παρέδρου, ότι η επίμαχη πειθαρχική διάταξη είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική, διότι δεν είναι σαφώς κατανοητή ούτε προκύπτει εκ των προτέρων με ευκρίνεια ποια είναι η πράξη που τιμωρείται αλλά περιλαμβάνει στη συγκρότηση του πειθαρχικού παραπτώματος αόριστες έννοιες, αντίθετα με την αρχή του κράτους δικαίου και με την εγγύηση του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, ώστε τελικά ο υπάλληλος πληροφορείται με ακρίβεια τα στοιχεία της επίμεμπτης πράξης, αφού πρώτα την τελέσει.

5. Βλ. και Ε. Μάλλιου, σημείωμα υπό τη ΣτΕ 3490/2006 , ΤοΣ 1/2007,108,121 επ. και Σ. Μήτα, Σεξουαλικότητα και συνταγματικές ελευθερίες: η ελευθερία της σεξουαλικής αυτοδιάθεσης, ΤοΣ 3/2007,849.

6. Βλ. και ΔΕφΘεσσαλονίκης 180/1996.

7. Σχετικά με την επιβολή της ποινής της οριστικής παύσης σε εκπαιδευτικό επειδή παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα σε μαθήτριά του στην κατοικία της και είχε συνάψει με αυτή ερωτικές σχέσεις βλ. ΣτΕ 3923/1998 .

8. Η σχολιαζόμενη απόφαση διέλαβε, επίσης, κρίση σχετικά με τη μη εφαρμογή του άρθρου 7 του Συντάγματος  καθώς και των άρθρων 5 παρ. 1 και 7 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, στην περίπτωση που ο πειθαρχικώς διωκόμενος κατηγορείται για πράξη που στοιχειοθετεί μόνο παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος και δε συνιστά κατ’ ουσία εγκληματική πράξη, κάνοντας αναφορά στην υπόθεση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Engel κατά Ολλανδίας (Απόφαση της 8.6.1976). Η υπόθεση Engel αποτέλεσε την πρώτη προσέγγιση του ΕΔΔΑ να εφαρμόσει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ περί δικαιώματος σε δίκαιη δίκη σε ορισμένες περιπτώσεις διοικητικών κυρώσεων, οι οποίες θεώρησε ότι πληρούσαν τα κριτήρια που έθεσε το Δικαστήριο και ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου αυτού, χωρίς να δεσμεύεται από το χαρακτηρισμό του εθνικού νομοθέτη ως προς την ποινική ή διοικητική φύση της κύρωσης. Η απόφαση αυτή αφορούσε ποινές που είχαν επιβληθεί σε βάρος πέντε ολλανδών στρατιωτικών, με το βαθμό του υπαξιωματικού, λόγω παράβασης κανόνων στρατιωτικής πειθαρχίας. Το ΕΔΔΑ αναγνώρισε στα συμβαλλόμενα κράτη τη δυνατότητα να διαμορφώνουν μία διάκριση ανάμεσα στο ποινικό και στο πειθαρχικό δίκαιο, η οποία, όμως, υπόκειται σε συγκεκριμένους όρους και στον έλεγχο της Σύμβασης. Και αυτό γιατί διαφορετικά τα κράτη θα μπορούσαν κατά βούληση να χαρακτηρίσουν ένα αδίκημα ως πειθαρχικό αντί για ποινικό ή να ασκήσουν δίωξη σε βάρος του παραβάτη ενός αδικήματος με στοιχεία τόσο πειθαρχικά όσο και ποινικά με βάση την πειθαρχική διαδικασία και να εξουδετερώσουν τη ρυθμιστική λειτουργία των θεμελιωδών διατάξεων των άρθρων 6 και 7 της Σύμβασης, με άλλα λόγια η εφαρμογή των διατάξεων αυτών θα εξαρτιόταν από την κυριαρχική τους θέληση. Έτσι, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι έχει δικαιοδοσία να εξετάσει και να αποφασίσει ποια παράβαση τιμωρείται ως ποινική και ποια όχι, δίχως να δεσμεύεται από την κυριαρχική εξουσία του κάθε κράτους να κάνει τη δική του κατάταξη των παραβάσεων σε ποινικές και μη. Αφετηρία θα αποτελέσει βέβαια το αν η διάταξη που ορίζει το αδίκημα, ανήκει στο πειθαρχικό ή στο ποινικό δίκαιο της χώρας. Αποφασιστικά κριτήρια, όμως, θα είναι η φύση και ακόμη περισσότερο ο βαθμός σοβαρότητας της κύρωσης που απειλείται σε βάρος του αδικήσαντος. Εάν η απειλούμενη κύρωση επιβάλλει σοβαρό περιορισμό της ελευθερίας του υπόχρεου, πέρα από κάποιο όριο, τότε εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6, ακόμη και αν η εφαρμοζόμενη διάταξη ανήκει κατά τη διάκριση του κράτους στο πειθαρχικό δίκαιο.

9. ΣτΕ 435/2007 .

10. Βλ. όμως, και ΔΕφΑθ 643/1999 .

11. Βλ. Ν. Αλιβιζάτου, Η συνταγματική θέση των ενόπλων δυνάμεων, τ.Β Δικαιώματα και υποχρεώσεις των στρατιωτικών, 1992, σελ.148

12. ΣτΕ Ολ 867/1988  μετά από παραπομπή στην Ολομέλεια με την υπ’ αριθ. 1647/1987 απόφαση του Γ΄ Τμήματος ΣτΕ.

13. Βλ. και ΣτΕ 2217/1986 , ΣτΕ 1802/1986  καθώς και τις ΣτΕ 780/1981  και 251/2001 οι οποίες καταλήγουν στην ίδια κρίση για τις διατάξεις των άρθρων 99 παρ. 3 εδ. λη του Κανονισμού Αστυνομικού Σώματος (ΒΔ της 25.10-4.11/1958) και 6 του ΠΔ 538/1989  αντίστοιχα, που απαγορεύουν στους αστυνομικούς τη δημοσίευση δήλωσης ή γνώμης στον τύπο ή άλλο μέσο χωρίς άδεια των προϊσταμένων τους.

14. Βλ. σχετικό σχόλιο του Ν. Παπασπύρου σε ΤοΣ 4/2006,1289.

15. Συναφώς κρίνει και το ΠΕ 252/2006 σχετικά με διάταξη σχεδίου ΠΔ περί του Οργανισμού της Σχολής Αξιωματικών Νοσηλευτικής.

16. ΣτΕ 4509/2001 , 2274/2003, Στ. Κτιστάκη, ό.π. σελ. 93, 154 επ.

17. ΠΕ ΣτΕ 409/1977 .

18. Ν. Αλιβιζάτου, όπ.π., σελ.158.

19. Βλ. παρατηρήσεις του Χ. Παπαχαραλάμπους για την απόφαση αυτή σε ΠοινΔικ 2000,36.

20. Βλ. και τη μειοψηφία της ΔΕφΘεσσαλονίκης 180/1996.