Αριθμός 1684/2012
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Μαρτίου 2012 με την εξής σύνθεση: Ε. Γαλανού, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του αρχαιοτέρου της Συμβούλου, που είχαν κώλυμα, Α.-Γ. Βώρος, Γ. Τσιμέκας, Σύμβουλοι, Σ. Βιτάλη, Ι. Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 25 Μαΐου 2006 αίτηση:
της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.” (Ο.Τ.Ε. Α.Ε.), που εδρεύει στο Μαρούσι (Λεωφ. Κηφισίας άρ. 99), η οποία παρέστη με το δικηγόρο Δημ. Σκρέττα (Α.Μ. 6752), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Πέτρο Κωνσταντινόπουλο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 4313/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου A.-Γ. Βώρου.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθ. 2196086, 1513589/2006 γραμμάτια παραβόλου, σειράς Α΄).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεση της 4313/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση, αυτή, η οποία εκδόθηκε μετ’ αναίρεση της 6092/1999 αποφάσεως του ιδίου δικαστηρίου με την 3582/2004 απόφαση του ΣτΕ, απορρίφθηκε η έφεση της αναιρεσείουσας κατά της 5699/1997 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε εν μέρει μόνον ακυρωθεί η 1/22.6.1994 πράξη καταλογισμού τελών χαρτοσήμου, ήτοι μόνο κατά το κεφάλαιό της περί επιβολής προσαυξήσεων επί του καταλογισθέντος δι’ αυτής κυρίου τέλους.
3. Επειδή, στο άρθρο 13 παρ. 1 περ. δ΄ του Κώδικα των νόμων περί τελών χαρτοσήμου (π.δ/μα της 28.7.1931, Α’ 239), όπως, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 2246/1952, ορίζεται ότι: «Επί ενοικιάσεων δημοσίων, δημοτικών ή κοινοτικών προσόδων ή δικαιωμάτων ή πραγμάτων εν γένει και επί των διά διαγωνισμού ή καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπον ενεργουμένων παντός είδους παραχωρήσεων υπό του Δημοσίων, των Δήμων ή Κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ως και επί πάσης άλλης συμβάσεως οιουδήποτε αντικειμένου μεταξύ τινός των αυτών προσώπων εξ ενός και οιουδήποτε τρίτου εξ ετέρου εις το αναλογικόν τέλος του άρθρου 12 υπόκειται η μετά την κατακύρωσιν καταρτιζομένη σύμβασις». Εξάλλου, στο άρθρο 15ε παρ. 6 του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 47 παρ. 3 του Ν. 1249/1982, ορίζεται ότι: «Εις τέλος 3% υπόκειται η υπό των προσώπων των αναφερομένων εις την παρ. 1 του άρθρ. 15δ του παρόντος (επιτηδευματιών κλπ.) εξόφλησις κατά τινα των εν τη πρώτη περιόδω του εδαφίου α της παρ. 4 του άρθρου 32 του παρόντος αναφερομένων τρόπων ή και άλλως προμηθειών, μεσιτειών, αμοιβών ή άλλων παροχών … προς τράπεζας, εμπορικούς αντιπροσώπους, παραγγελιοδόχους, ανταποκριτάς, μεσίτας, πράκτορας οιουσδήποτε, ως και προς οιουσδήποτε άλλους επιτηδευματίας ή και προς ιδιώτας … Τ’ ανωτέρω εφαρμόζονται αναλόγως και προκειμένου περί τόκων, το επ’ αυτών όμως τέλος υπολογίζεται επί τη βάσει των περί του τέλους της συμβάσεως ή της συναλλαγής, εξ ής οι τόκοι απέρρευσαν, διατάξεων …». Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 32 του ίδιου ως άνω Κώδικα “επί μισθών, ποσοστών, αποζημιώσεων, αμοιβών, προμηθειών και μεσιτειών ή άλλων απολαυών ιδιωτών εξοφλουμένων ουχί αμέσως δι’ εκδόσεως εξοφλητικής αποδείξεως του δικαιούχου αλλ’ εμμέσως είτε διά μεταφοράς των χρηματικών ποσών εις λογαριασμόν καταθέσεων οιασδήποτε φύσεως παρά Τραπέζη ή ανωνύμω εταιρεία ή κατ’ άλλον οιονδήποτε τρόπον, το αναλογικόν τέλος υπολογιζόμενον εφ’ ολοκλήρου του ποσού οφείλεται άμα τη μεταφορά ή τη άλλη τυχόν πράξει ή τη γενομένη πληρωμή. Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 37 του παραπάνω Κώδικα, «Επί συμβολαίων εν οις συμβάλλεται το δημόσιον … το τέλος καταβάλλει το έτερον συμβαλλόμενον μέρος, ωσαύτως δε και επί των προς το δημόσιον … εξοφλητικών αποδείξεων και επί λογαριασμών υποκειμένων εις τέλος, τούτο καταβάλλεται υπό του ετέρου μέρους». Τέλος, κατά το άρθρο 12 του Ν.Δ. 3717/1957 “η αληθής έννοια των διατάξεων της περί τελών χαρτοσήμου νομοθεσίας, καθ’ όσον αφορά την υπαγωγήν των εν αυτή αναφερομένων συμβάσεων, πράξεων κ.λ.π. εις τέλη χαρτοσήμου, είναι ότι ως έγγραφον αποδεικνύον τη σύμβασιν, την πράξιν κ.λ.π. λογίζεται και πάσα σχετική εγγραφή εις τα βιβλία των επιτηδευματιών, ήτις και υποβάλλεται εις το οικείον διά την ούτως αποδεικνυομένην δικαιοπραξίαν τέλος χαρτοσήμου . . .”.
4. Επειδή, κατά γενική αρχή, συναγομένη εκ του Κ.Ν.Τ.Χ., εις τέλη χαρτοσήμου υπόκεινται τα έγγραφα ως ταύτα εξωτερικώς εμφανίζονται και ανεξαρτήτως της πραγματικής αιτίας εκδόσεώς των (ΣτΕ 3581-3/2004, 2853-4/1978).
5. Επειδή, εξ άλλου, το ν.δ. 165/1973 «Περί Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών της Ελλάδος» (Α’ 228), όπως είχε πριν από την κατάργησή του με το άρθρο δεύτερο παρ. 18 του ν. 2167/1993 (Α’ 141), όριζε στο άρθρο 1 ότι : «Ο διά του Ν.Δ. 1049/1949 “περί οργανώσεως των Τηλεπικοινωνιών της Ελλάδος”, ως ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, ιδρυθείς Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών της Ελλάδος (ΟΤΕ) είναι Ανώνυμος Εταιρία ασκούσα επιχείρησιν κοινής ωφελείας και διέπεται εφεξής υπό των διατάξεων του παρόντος, ουδεμιάς μεταβολής επερχομένης εις την νομικήν προσωπικότητα αυτού». Το ίδιο ν.δ. 165/1973 όριζε στο άρθρο 44 αυτού τα εξής : «1. Το Κράτος δεν ασκεί άμεσον έλεγχον ούτε επεμβαίνει εις την εσωτερικήν διοίκησιν και διαχείρισιν της Εταιρίας. 2. Το Κράτος ασκεί ρυθμιστικήν εξουσίαν επί των επενδύσεων και της εκμεταλλεύσεως εν όψει του δημοσίου συμφέροντος, καθ’ ά εν τω παρόντι ορίζεται», στο άρθρο 48 τα εξής : «1. Ο Υπουργός Ναυτιλίας, Μεταφορών και Επικοινωνιών παρέχει εκάστοτε προς την Εταιρίαν γενικάς κατευθύνσεις διά την εντός των ορίων της Κυβερνητικής Πολιτικής πραγματοποίησιν επενδύσεων και εκμεταλλεύσεων εις αγόνους γραμμάς και υποαναπτύκτους περιοχάς ως και οδηγίας διά την πραγματοποίησιν έργων εθνικής ασφαλείας και έργων επιβαλλομένων εκ λόγων γενικωτέρας σκοπιμότητος. 2. Αι σχετικαί προς τας εν τη προηγουμένη παραγράφω δραστηριότητας της Εταιρίας δαπάναι και πάσα δαπάνη, ήτις δεν θα επραγματοποιείτο υπό της Εταιρίας άνευ της παρεμβάσεως του Κράτους, βαρύνουν τον κρατικόν προϋπολογισμόν. Αι δαπάναι αύται εξοφλούνται διά συμψηφισμού προς το αναλογούν εις το Ελληνικόν Δημόσιον μέρισμα, εν μη επαρκεία δε του μερίσματος εμφανίζονται εις ειδικόν έντοκον προς το εκάστοτε ισχύον επιτόκιον αναπροεξοφλητικού τόκου της Τραπέζης της Ελλάδος, μειωμένον κατά δύο μονάδας, ετησίως λογαριασμόν των βιβλίων της Εταιρίας και συμψηφίζονται προς μελλοντικά μερίσματα του Ελληνικού Δημοσίου. 3. Ο υπολογισμός των εν τη προηγουμένη παραγράφω δαπανών γίνεται ετησίως εκ των στοιχείων και βιβλίων της Εταιρίας υπό τριμελούς επιτροπής, αποτελουμένης εξ εκπροσώπων των Υπουργείων Οικονομικών και Ναυτιλίας, Μεταφορών και Επικοινωνιών οριζομένων υπό των Υπουργών των Υπουργείων τούτων και της Εταιρίας, οριζομένου υπό του Διοικητού αυτής. Η απόφασις της επιτροπής λαμβάνεται κατά πλειοψηφίαν και είναι υποχρεωτική διά το Ελληνικόν Δημόσιον και την Εταιρίαν. 4. Μέχρι της εκδόσεως της κατά την προηγουμένην παράγραφον αποφάσεως της Επιτροπής, η Εταιρία δύναται να υπολογίζει τας δαπάνας της παρ. 2 του παρόντος άρθρου διά πολλαπλασιασμού των ετησίων δαπανών εκμεταλλεύσεως και επενδύσεων επί τους ακολούθως κατ’ έτος συντελεστάς : 1974 4,0%, 1975 3,5%, 1976 3,0%, 1977 2,5% και 1978 και εφεξής 2% κατ’ έτος. Αι ούτω υπολογιζόμεναι δαπάναι εμφανίζονται προσωρινώς εις ειδικόν λογαριασμόν των βιβλίων της Εταιρίας και συμψηφίζονται προς το αναλογούν εις το Ελληνικόν Δημόσιον μέρισμα. 5. Αι δαπάναι της παρ. 2 του παρόντος άρθρου αποτελούν ακαθάριστον έσοδον διά την Εταιρίαν και άγονται εις τον λογαριασμόν αποτελεσμάτων χρήσεως αυτής κατά το έτος οριστικοποιήσεώς των υπό της εν παρ. 3 του παρόντος άρθρου επιτροπής», στο άρθρο 49 τα εξής : «1. Το προς διανομήν αναλογούν εις το Ελληνικόν Δημόσιον μέρισμα άγεται εις πίστωσιν ειδικού εντόκου προς το εκάστοτε ισχύον επιτόκιον αναπροεξοφλητικού τόκου της Τραπέζης της Ελλάδος, μειωμένον κατά δύο μονάδας, ετησίως λογαριασμού, των τόκων καταβαλλομένων εις το Δημόσιον εντός τριών μηνών από της λήξεως εκάστου έτους. 2. Εκ του εν τη προηγουμένη παραγράφω λογαριασμού και εφ’ όσον μετά τον συμψηφισμόν των ειδικών δαπανών της παρ. 2 του άρθρου 48 του παρόντος, υφίσταται υπόλοιπον υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, καταβάλλονται κατ’ έτος εις τούτο εντός τριών μηνών από της υπό της Γενικής Συνελεύσεως των μετόχων εγκρίσεως του ετησίου ισολογισμού της Εταιρίας, τα ακόλουθα ποσά : …», στο άρθρο 50 τα εξής : «Παν τυχόν έλλειμμα εκμεταλλεύσεως των ΕΛΤΑ, καλυπτόμενον κατά νόμον υπό της Εταιρίας, συμψηφίζεται προς το αναλογούν εις το Ελληνικόν Δημόσιον μέρισμα. Εν ανεπαρκεία του μερίσματος τα ελλείμματα εμφανίζονται εις ειδικόν έντοκον προς το εκάστοτε ισχύον επιτόκιον αναπροεξοφλητικού τόκου της Τραπέζης της Ελλάδος, μειωμένον κατά δύο μονάδας, ετησίως λογαριασμόν εις τα βιβλία της Εταιρίας και συμψηφίζονται προς μελλοντικά μερίσματα του Ελληνικού Δημοσίου» και στο άρθρο 53 τα εξής : «1. … 2. … 3. Το υπέρ του Κράτους υφιστάμενον ειδικόν τιμολόγιον, οπωσδήποτε παραχωρηθέν αυτώ, καταργείται. Η προκύπτουσα διαφορά τελών Κρατικών συνθέσεων από της ισχύος του παρόντος μέχρι τέλους του έτους 1973 άγεται εις ειδικόν έντοκον προς το εκάστοτε ισχύον επιτόκιον αναπροεξοφλητικού τόκου της Τραπέζης της Ελλάδος, μειωμένον κατά δύο μονάδας, ετησίως λογαριασμόν των βιβλίων της Εταιρίας και συμψηφίζεται προς μελλοντικά μερίσματα του Ελληνικού Δημοσίου. 4. Διαφοραί εις βάρος της Εταιρίας εξ υφισταμένων ή χορηγηθησομένων απαλλαγών υπέρ τρίτων εν σχέσει προς τα τιμολόγια των παρεχομένων αυτοίς τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών βαρύνουν τον Κρατικόν προϋπολογισμόν. Τα εκ των διαφορών τούτων ποσά εξοφλούνται διά συμψηφισμού προς το αναλογούν εις το Ελληνικόν Δημόσιον μέρισμα, εν μη επαρκεία δε του μερίσματος, εμφανίζονται εις ειδικόν έντοκον προς το εκάστοτε ισχύον επιτόκιον αναπροεξοφλητικού τόκου της Τραπέζης της Ελλάδος μειωμένον κατά δύο μονάδας, ετησίως λογαριασμόν των βιβλίων της Εταιρίας και συμψηφίζονται προς μελλοντικά μερίσματα του Ελληνικού Δημοσίου. 5. … ».
6. Επειδή, το δικάσαν εφετείο έκανε δεκτό ότι στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας μεταξύ των οποίων και η με ημερομηνία 18-5-1994 έκθεση ελέγχου των αρμοδίων υπαλλήλων της ΔΟΥ ΦΑΕΕ Αθηνών, προκύπτουν τα ακόλουθα: Η αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρία, η οποία έχει ως αντικείμενο εργασιών την εκμετάλλευση των τηλεπικοινωνιών στην Ελλάδα, συνήψε με το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο συμβάσεις, προβλεπόμενες από το ν.δ 165/1973 και απαλλασσόμενες από τέλη χαρτοσήμου. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 48, 50 και 53 του ανωτέρω ν.δ/τος , η αναιρεσείουσα είχε υποχρέωση να προβεί σε δαπάνες για την πραγματοποίηση έργων κρατικού ενδιαφέροντος, για την κάλυψη των ελλειμμάτων του ΕΛΤΑ και για την κάλυψη των διαφορών από απαλλαγές από τηλεπικοινωνιακά τέλη του Δημοσίου και τρίτων. Οι δαπάνες αυτές θα εβάρυναν τον κρατικό προϋπολογισμό και θα συμψηφίζονταν με τα οφειλόμενα στο Δημόσιο, ως μέτοχο της αναιρεσείουσας, μερίσματα, το τυχόν δε απομένον υπόλοιπο θα εμφανίζετο σε τοκοφόρο κατ’ έτος λογαριασμό των βιβλίων αυτής. Κατά τα διαχειριστικά έτη 1982 έως και 1986, η αναιρεσείουσα υπολόγιζε τόκους επί όλων των επί μέρους λογαριασμών δαπανών και μερισμάτων και στη συνέχεια συμψήφιζε τους τόκους, οι οποίοι απέρρεαν από τους λογαριασμούς δαπανών (πιστωτικούς τόκους) με τους τόκους, οι οποίοι απέρρεαν από το λογαριασμό μερισμάτων του Δημοσίου (χρεωστικούς τόκους) και τέλος εμφάνιζε τη διαφορά, θετική ή αρνητική, στα αποτελέσματα χρήσεως κάθε έτους, επί της οποίας υπολόγιζε και απέδιδε τα αναλογούντα τέλη χαρτοσήμου. Ενόψει του προαναφερόμενου τρόπου εκτοκισμού, ο οποίος διαπιστώθηκε ύστερα από έλεγχο που διενεργήθηκε από τα αρμόδια όργανα της Φορολογικής Αρχής και περιγράφεται στην προεκτεθείσα έκθεση ελέγχου, ο Προϊστάμενος της ΔΟΥ ΦΑΕΕ Αθηνών, με την 1/22.6.1994 πράξη του, καταλόγισε σε βάρος της αναιρεσείουσας διαφορά τελών χαρτοσήμου τόσο επί των χρεωστικών (τέλος 2% κατ’ άρθρο 15ε παρ. 6 του Κ.Ν.Τ.Χ.), όσο και επί των πιστωτικών τόκων (τέλος 3% κατ’ άρθρο 13 παρ. 1 εδαφ. δ΄του Κ.Ν.Τ.Χ.), πρόστιμο λόγω ανακρίβειας των δηλώσεων που είχαν υποβληθεί, καθώς και εισφορά υπέρ ΟΓΑ, συνολικού ποσού 1.351.527.111 δραχμών. Ειδικότερα, με την πράξη αυτή καταλογίσθηκαν σε βάρος της αναιρεσείουσας τα ακόλουθα ποσά: 1) για το διαχειριστικό έτος 1982 συνολικό ποσό 182.327.407 δραχμές (δηλ. 67.520.290 δραχ. Τ.Χ., 101.280.435 δραχ. πρόστιμο του ΚΝΤΧ και 13.526.682 δραχ. εισφορά υπέρ ΟΓΑ), 2) για το διαχειριστικό έτος 1983 το συνολικό ποσό των 215.001.012 δραχ. (δηλ. 79.630.004 δραχ. Τ.Χ., 119.445.006 δραχ. για πρόστιμο και 15.926.002 δραχ. εισφορά υπέρ ΟΓΑ), 3) για το διαχειριστικό έτος 1984 το συνολικό ποσό των 255.949.388 δραχ. (δηλ. 94.796.103 δραχ. για Τ.Χ., 142.194.154 δραχ. για πρόστιμο και 18.959.131 δραχ. εισφορά υπέρ ΟΓΑ), 4) για το διαχειριστικό έτος 1986 το συνολικό ποσό του 316.579.060 δραχμές (δηλ. 117.251.505 δραχ. για Τ.Χ., 175.877.257 δραχ. για πρόστιμο και 23.450.298 δραχ. εισφορά υπέρ ΟΓΑ) και 5) για το διαχειριστικό έτος 1986 το συνολικό ποσό των 381.670.244 δραχμές (δηλ. 141.359.350 δραχ. για Τ.Χ., 212.039.025 δραχ. για πρόστιμο και 28.271.869 δραχ. εισφορά υπέρ ΟΓΑ). Με την πρωτόδικη απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή η προσφυγή και ακυρώθηκε η ως άνω πράξη καταλογισμού τελών χαρτοσήμου μόνο κατά το κεφάλαιό της που αφορά την επιβολή προστίμου λόγω ανακρίβειας των δηλώσεων που είχαν υποβληθεί. Το Διοικητικό Εφετείο, κρίναν μετ’ αναίρεση προηγούμενης αποφάσεώς του, με την 3582/2004 απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας, εξέδωσε την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη 4313/2005 απόφασή του, με την οποία απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας.
7. Επειδή, προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη και πρέπει να αναιρεθεί, διότι κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 48, 49, 50 και 53 του ν.δ. 165/1973, θα έπρεπε να δεχθεί ότι ο Ο.Τ.Ε όφειλε τέλη χαρτοσήμου όχι επί των ως άνω πιστωτικών και χρεωστικών τόκων, αλλά μόνο επί του υπολοίπου, μετά τον συμψηφισμό τους, επί του οποίου (υπολοίπου) ήδη είχαν υπολογιστεί και αποδοθεί τα οφειλόμενα τέλη. Ενόψει όμως της αρχής της τυπικότητας της φορολογίας του χαρτοσήμου, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 3, το εφετείο νομίμως έκρινε ότι υπέκειντο στα ένδικα τέλη οι γενόμενες εγγραφές εκτοκισμού στα βιβλία της αναιρεσείουσας τόσο για τις εκάστοτε δαπάνες αυτής όσο και για τα προκύψαντα μερίσματα του Δημοσίου, ανεξάρτητα εάν αυτές έγιναν λόγω λανθασμένης, όπως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, λογιστικής ενέργειας. Περαιτέρω, δε, νομίμως απορρίφθηκε ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος έφεσης ότι ο υπολογισμός των τελών αυτών έπρεπε να γίνει μόνο επί του υπολοίπου των τόκων που προέκυπτε μετά τον συμψηφισμό των εκατέρωθεν απαιτήσεων της ήδη αναιρεσείουσας και του Δημοσίου και όχι επί των τόκων των καθ’ έκαστον δαπανών καλύψεως.
8. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, ο ως άνω μοναδικός λόγος αναίρεσης, πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος, καθώς και η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της.
Δια ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, που ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 2 και 25 Απριλίου 2012
Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος Η Γραμματέας
Ε. Γαλανού Α. Ζυγουρίτσα
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 9ης Μαΐου 2012.
Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος Η Γραμματέας
Ε. Γαλανού Α. Βεληβάση