ΣτΕ 1756/2005,ΑΓΩΓΗ, ΔΑΝΕΙΟ , ΤΟΚΟΣ ΤΟΚΟΙ ΔΑΝΕΙΟΥ, ΘΕΤΙΚΗ ΖΗΜΙΑ, αποτελεί θετική ζημία η καταβολή των τόκων δανείου που συνάφθηκε λόγω της αδικοπραξίας σε αντίθεση με το ίδιο το ΄δανειο που δεν αποτελεί εφόσον γίνεται αναζήτηση διαφυγόντων εισοδημάτων

ΣΤΕ

1576/2005 ΣΤΕ
 
 
Επιβολή εισφορών από το ταμείο ασφαλίσεως τυπογράφων και μισθωτών γραφικών τεχνών εις βάρος εταιρείας, αντιστοιχουσών σε κοινωνικό πόρο 2% επί της τιμής πωλήσεως των προϊόντων της. Ακύρωση, εν συνεχεία, και κατόπιν προσφυγής της εταιρείας, της πράξεως επιβολής των ως άνω εισφορών. Ασκηση, συνεπεία της ως άνω εξελίξεως και του αχρεωστήτου χαρακτήρα της εν τω μεταξύ γενομένης καταβολής των ως άνω εισφορών, αγωγής εκ μέρους της εταιρείας, με αίτημα, αφ` ενός μεν την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβοηθεισών ως άνω εισφορών για την αιτία αυτή (αχρεώστητη καταβολή τους) και αφ` ετέρου την επιδίκαση αυτοτελούς αποζημιώσεως προς αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη εκ του λόγου ότι, για να καταβάλει την ως άνω αχρεώστητη παροχή, αναγκάσθηκε να προσφύγει σε δανεισμό από τράπεζα, ίσης (της αποκαταστατέας ως άνω ζημίας της) με το ποσό των τόκων και λοιπών τραπεζικών εξόδων στα οποία υπεβλήθη για την λήψη του αναγκαίου για την εξόφληση των αχρεωστήτως καταβληθεισών ως άνω εισφορών. Απόρριψη του ανωτέρω αποζημιωτικού αιτήματος, διότι δεν προέκυψε ότι η ενάγουσα συνήψε το ανωτέρω δάνειο για την προαναφερθείσα αιτία. Περιστατικά.
  

Αριθμός 1576/2005

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Α΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Νοεμβρίου 2003, με την εξής σύνθεση: Γ. Ανεμογιάννης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α` Τμήματος, Δ. Μπριόλας, Ι. Μαντζουράνης, Σύμβουλοι, Π. Μπραΐμη, Χρ. Σιταρά, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Κολιοπούλου.

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της αποφάσεως 825/2000 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, το οποίο, μετά την 1861/1999 αναιρετική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, δίκασε εκ νέου έφεση της αναιρεσίβλητης εταιρίας κατά της αποφάσεως 10211/1991 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτή η έφεση αυτή, «μεταρρυθμίστηκε» η πρωτόδικη απόφαση και υποχρεώθηκε το αναιρεσείον Ίδρυμα, ως καθολικός διάδοχος του εναγόμενου …………………………………… … , να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη ως αποζημίωση ποσό 7.556.759 δρχ., νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε απορριφθεί η σωρευθείσα στο ίδιο δικόγραφο με την προσφυγή αγωγή της αναιρεσίβλητης, με την οποία ζητούσε να της καταβληθεί ως αποζημίωση το πιο πάνω ποσό.

3. Επειδή, από την αναιρετική απόφαση 1861/1999, την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα της υποθέσεως, προκύπτουν τα εξής :

Κατόπιν ελέγχου, που διενεργήθηκε στις 18.11.1988 στα γραφεία της αναιρεσίβλητης εταιρίας, εκδόθηκε η αριθ. 4399/ 21.12.1988 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) του τέως Ταμείου …………………. ……………. , με την οποία καταλογίσθηκαν σε βάρος της εισφορές ύψους 72.569.473 δρχ., που αντιστοιχούσαν σε κοινωνικό πόρο 2% επί της τιμής πωλήσεως των προϊόντων της. Η ανωτέρω απόφαση ακυρώθηκε, κατόπιν προσφυγής της αναιρεσίβλητης, με την απόφαση 1910/1990 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία επικυρώθηκε στη συνέχεια με την 1716/1992 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Συγχρόνως με την προσφυγή της, η αναιρεσίβλητη άσκησε, την 1.2.1989, αίτηση αναστολής της πιο πάνω αποφάσεως 4399/21.12.1988 του Δ.Σ. του εν λόγω Ταμείου, η οποία απορρίφθηκε με την 27/1989 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών σε Συμβούλιο, που δημοσιεύθηκε στις 31.3.1989. Μετά την απόρριψη αυτή, η αναιρεσίβλητη υπέβαλε στο πιο πάνω Ταμείο αίτημα καταβολής των εισφορών σε δόσεις, το οποίο έγινε δεκτό με την 4426/31.5.1989 απόφαση του Δ.Σ. του Ταμείου. Κατόπιν αυτού, η εταιρία κατέβαλε στις 5.6.1989 την πρώτη δόση και ακολούθως άλλες μηνιαίες δόσεις, που αναλύονται στην προσφυγή – αγωγή της, με τελευταία στις 27.2.1990, συνολικού ύψους 45.247.198 δρχ. Στη συνέχεια, μετά την έκδοση της προαναφερθείσας ακυρωτικής αποφάσεως 1910/1990 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, – με την οποία κρίθηκε ότι η αναιρεσίβλητη δεν οφείλει τον επίδικο κοινωνικό πόρο ως εταιρία ……. , – η αναιρεσίβλητη υπέβαλε στο πιο πάνω Ταμείο την αριθ. πρωτ. 3298/22.3.1990 αίτηση, με την οποία ζήτησε να της επιστραφεί ως καταβληθέν αχρεωστήτως ποσό 45.247.198 δρχ. (28.447.223 δρχ. για εισφορές και 16.799.965 δρχ. για πρόσθετα τέλη) – το οποίο αναγκάσθηκε να καταβάλει στο Ταμείο από 5.6.1989 έως 27.2.1990, – άλλως να συμψηφισθεί το ποσό αυτό με τρέχουσες ή μελλοντικές οφειλές της προς το Ταμείο. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η αριθ. 4482/16.5.1990 απόφαση του Δ.Σ. του Ταμείου, με την οποία αυτό αρνήθηκε τον αιτηθέντα συμψηφισμό, χωρίς να απαντήσει στο αίτημα επιστροφής των καταβληθεισών εισφορών. Κατόπιν αυτού, η αναιρεσίβλητη κατέθεσε στις 25.6.1990, ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 19.6.1990 προσφυγή – αγωγή, με την οποία ζήτησε ρητώς : α) να ακυρωθεί η ανωτέρω 4482/16.5.1990 αρνητική απάντηση του Ταμείου, β) να ακυρωθεί η παράλειψη του Ταμείου να συμμορφωθεί προς την 1910/1990 απόφαση του ίδιου Πρωτοδικείου και να της επιστρέψει το Ταμείο τις αχρεωστήτως καταβληθείσες εισφορές νομιμοτόκως, και γ) να της καταβληθεί αποζημίωση ύψους 7.556.759 δρχ., που αντιστοιχεί σε τόκους και λοιπά τραπεζικά έξοδα που κατέβαλε, κατά το χρονικό διάστημα από 5.6.1989 μέχρι 15.6.1990, στην …………… λόγω σύμβασης δανείου ύψους 50.000.000 δρχ., το οποίο αναγκάσθηκε κατά τους ισχυρισμούς της να συνάψει, προκειμένου να καταβάλει τις προαναφερθείσες δόσεις εισφορών. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, με την 10211/ 1991 απόφασή του, δέχθηκε την προσφυγή, ακύρωσε την 4482/16.5.1990 ρητή αρνητική απάντηση του Ταμείου και την τεκμαιρόμενη σιωπηρή απόρριψη του αιτήματος επιστροφής των καταβληθεισών εισφορών και διέταξε να επιστραφεί το καταβληθέν ποσό αυτών (ύψους 45.247.198 δρχ.) νομιμοτόκως από την επίδοση της προσφυγής. Περαιτέρω, απέρριψε την σωρευθείσα στο ίδιο δικόγραφο αγωγή της αναιρεσίβλητης, με την αιτιολογία ότι η τελευταία δεν απέδειξε ότι οι τόκοι των 7.556.759 δρχ. που κατέβαλε στην πιο πάνω Τράπεζα προέρχονταν από κεφάλαιο το οποίο είχε πράγματι διατεθεί για την εξόφληση των προαναφερόμενων εισφορών. Κατά της πρωτόδικης αποφάσεως άσκησαν αντίθετες εφέσεις, το μεν Ταμείο κατά του μέρους που δέχθηκε την προσφυγή, η δε αναιρεσίβλητη κατά του μέρους που απέρριψε την αγωγή της. Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, συνεκδικάζοντας τις εφέσεις, απέρριψε και τις δύο με την 942/1995 απόφασή του. Ειδικότερα, απέρριψε την από 14.2.1992 έφεση της αναιρεσίβλητης, με την αιτιολογία ότι η θετική ζημία, την αποκατάσταση της οποίας είχε ζητήσει η αναιρεσίβλητη, δηλαδή οι τόκοι και λοιπά έξοδα που είχε καταβάλει, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, στην Τράπεζα …………. κατά το χρονικό διάστημα από 5.6.1989 μέχρι 27.2.1990, δεν τελούσε σε αιτιώδη σύνδεσμο προς την επικαλούμενη με την προσφυγή – αγωγή της ζημιογόνο άρνηση του Ταμείου να της επιστρέψει τις παρανόμως επιβληθείσες εισφορές, αφού η άρνηση αυτή εκδηλώθηκε μεταγενέστερα, μετά την ανωτέρω αριθ. πρωτ. 3298/22.3.1990 αίτηση – όχλησή της προς το εν λόγω Ταμείο. Η απόφαση αυτή του Διοικητικού Εφετείου, κατά το μέρος που είχε απορρίψει την έφεση της αναιρεσίβλητης, αναιρέθηκε, ύστερα από αίτησή της, με την 1861/1999 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ειδικότερα, με την αναιρετική απόφαση έγινε δεκτό ότι το Εφετείο δεν εξέτασε τον ισχυρισμό της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με τον οποίο η ζημία που επικαλείται προήλθε από την απόφαση 4399/ 21.12.1988 του Δ.Σ. του αναφερθέντος Ταμείου – που στο μεταξύ καταργήθηκε με το Ν. 2079/1992 (φ. Α΄ 142) και τη δίκη συνέχιζε το ….. – απόφαση η οποία είναι προγενέστερη του χρονικού διαστήματος (5.6.1989 – 7.2.1990), κατά το οποίο είχε καταβάλει στην πιο πάνω Τράπεζα το ζητούμενο με την αγωγή ποσό των 7.556.759 δρχ. Για το λόγο αυτό, η υπόθεση παραπέμφθηκε στο ίδιο Εφετείο, προκειμένου να κρίνει εκ νέου την από 14.2.1992 έφεση της αναιρεσίβλητης κατά της 10211/1991 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το μέρος που είχε απορρίψει την αγωγή της.

4. Επειδή, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, δικάζοντας εκ νέου την έφεση της αναιρεσίβλητης, με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, ειδικότερα, τα εξής : (α) Ότι μετά την ακύρωση της αποφάσεως 4399/21.12.1988 του Δ.Σ. του Ταμείου …………………………………….. , με την 1910/1990 απόφαση του Διοικ. Πρωτοδικείου Αθηνών (που κατέστη τελεσίδικη), η αναιρεσίβλητη υπέβαλε την μνημονευθείσα από 22.3.1990 αίτηση – όχληση προς το Ταμείο, η οποία απορρίφθηκε με την 4482/16.5.1990 απόφαση του Δ.Σ. αυτού. (β) Ότι με την από 19.6.1990 προσφυγή – αγωγή της ζήτησε να ακυρωθεί η εν λόγω απόφαση, να της επιστραφεί ως αχρεωστήτως καταβληθέν το ποσό των 45.247.998 δρχ. (που αντιστοιχούσε σε 28.447.223 δρχ. για εισφορές και σε 16.799.965 δρχ. για πρόσθετα τέλη) και να της καταβληθεί ως αποζημίωση ποσό 7.556.759 δρχ. Το ποσό αυτό ισχυρίσθηκε η αναιρεσίβλητη ότι είχε καταβάλει για τόκους στην Τράπεζα ……… λόγω του ανοίγματος δανειακής συμβάσεως, ύψους 50.000.000 δρχ., που συμφωνήθηκε στις 12.12.1988. (γ) Ότι το Διοικητικό Πρωτοδικείο «με την εκκαλούμενη 10211/1991 απόφασή του δέχθηκε το δικόγραφο καθ’ ο μέρος αυτό αποτελούσε προσφυγή, ακύρωσε την 4399/21.12.1988 απόφαση του Δ.Σ. του Ταμείου και διέταξε την επιστροφή των 45.247.198 δρχ., απέρριψε όμως τα δικόγραφο καθ’ ο μέρος αυτό αποτελούσε καταψηφιστική αγωγή για το ποσό των 7.556.759 δρχ. . . .». (δ) Ότι με την 1861/1999 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας αναιρέθηκε η απόφαση 942/1995 του ιδίου Εφετείου «. . . με την αιτιολογία ότι η ζημία προήλθε από την παράνομη επιβολή εισφορών με την από 21.12.1988 απόφαση του Δ.Σ. του Ταμείου». (ε) Ότι «η απόφαση αυτή είναι προγενέστερη του χρονικού διαστήματος από 5.6.1989 έως 27.2.1990 κατά το οποίο φέρεται ότι επήλθε η ζημία στην εκκαλούσα (αναιρεσίβλητη), λόγω του δανεισμού της». Όπως αναφέρεται περαιτέρω στην προσβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσίβλητη «προσκόμισε πρωτοδίκως, προς απόδειξη του ισχυρισμού της, την 502/ 1986 δανειακή σύμβαση ανοίγματος πιστώσεως αλληλόχρεου λογαριασμού με την αναφερθείσα Τράπεζα (ύψους 100.000.000 δρχ.), η οποία τροποποιήθηκε στις 12.12.1988 με αύξηση της πιστώσεως σε 150.000.000 δρχ., το από 8.12.1989 έγγραφο της Τράπεζας, σύμφωνα με το οποίο το επιτόκιο της δανειακής συμβάσεως αυξάνεται σε 23,5%, πλέον των εξόδων Τραπέζης, από 15.12.1989, και τα τραπεζικά παραστατικά στα οποία αναγράφονται οι καταβληθείσες δόσεις εξοφλήσεως της κυρίας οφειλής και των καταβληθέντων τόκων (βλ. ένα έκαστο εξ αυτών στη δικογραφία και τον ανακεφαλαιωτικό πίνακα του υπομνήματος)». Με τα δεδομένα αυτά, το δικάσαν εφετείο έκρινε ότι το άνοιγμα της προϋπάρχουσας δανειακής συμβάσεως στις 12.12.1988 – δηλαδή 24 ημέρες μετά τη διενέργεια ελέγχου από τα όργανα του πιο πάνω Ταμείου στην αναιρεσίβλητη και 10 ημέρες πριν από την έκδοση της αποφάσεως επιβολής των εισφορών (4399/21.12.1988) – έγινε ακριβώς για να καλύψει η αναιρεσίβλητη τις ταμειακές ανάγκες της να εξοφλήσει τις επιβληθείσες εισφορές και ότι, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, δεν θα προέβαινε στο άνοιγμα αυτό. Επομένως, σύμφωνα με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το αιτούμενο με την αγωγή της αναιρεσίβλητης «. . . ποσό τόκων και τραπεζικών εξόδων ύψους 7.556.759 δρχ., που αντιστοιχούν στη σταδιακή εξόφληση δανείου 45.247.198 δρχ., βρίσκεται σε άμεσο αιτιώδη σύνδεσμο με το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό και συνεπώς αποτελεί πραγματική ζημία της εκκαλούσας (αναιρεσίβλητης), την οποία δεν θα υφίστατο εάν δεν είχε εκδοθεί η ακυρωθείσα πράξη επιβολής των προαναφερόμενων εισφορών και προσθέτων τελών». Με τις σκέψεις αυτές το Εφετείο δέχθηκε την έφεση της αναιρεσίβλητης, και, όπως αναφέρεται στο διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης, «μεταρρύθμισε» την 10211/1991 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και υποχρέωσε το εφεσίβλητο – εναγόμενο Ταμείο να καταβάλει ως αποζημίωση στην εκκαλούσα – ενάγουσα το ποσό των 7.556.759 δρχ., νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής.

5. Επειδή, η παρατεθείσα αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έχει ως αφετηρία την εσφαλμένη παραδοχή ότι με την 1861/1999 αναιρετική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι η επίδικη ζημία της αναιρεσίβλητης (τόκοι και τραπεζικά έξοδα ύψους 7.556.759 δρχ.) προήλθε από την παράνομη επιβολή εισφορών με την 4399/ 21.12.1988 απόφαση του Δ.Σ. του Ταμείου. Με την απόφαση όμως του Συμβουλίου της Επικρατείας αναιρέθηκε η προηγούμενη απόφαση (942/1995) του ιδίου Εφετείου μόνο για το λόγο ότι δεν εξέτασε τον προβληθέντα ισχυρισμό της αναιρεσίβλητης, κατά τον οποίο είχε προβάλει με την ένδικη αγωγή της, μεταξύ άλλων, ότι η εν λόγω ζημία που προήλθε από την 4399/21.12.1988 παράνομη απόφαση του Δ.Σ. του Ταμείου, η οποία είναι προγενέστερη του χρονικού διαστήματος (5.6.89 – 7.2.90) κατά το οποίο επήλθε, κατά τους ισχυρισμούς της, η ζημία της. Δεν κρίθηκε όμως με την αναιρετική απόφαση, όπως εσφαλμένως υπέλαβε το Εφετείο, ότι άμεση αιτία της ζημίας ήταν η 4399/21.12.1988 απόφαση επιβολής εισφορών και όχι κάποια άλλη πράξη ή παράλειψη του Ταμείου. Όφειλε, επομένως, το δικάσαν Εφετείο να μην περιορισθεί μόνο στην έρευνα του πρόσφορου αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ανωτέρω πράξης επιβολής εισφορών και της επικαλούμενης ζημίας, αλλά να εξετάσει αν πράγματι η ζημία αυτή προήλθε από την απόφαση 4399/21.12.1988 του Δ.Σ. του Ταμείου – την οποία θεώρησε, προφανώς από παραδρομή, ότι ακυρώθηκε με την απόφαση 10211/1991 του Διοικητικού Πρωτοδικείου που εκδόθηκε επί της ένδικης προσφυγής – αγωγής της αναιρεσείουσας, ενώ αυτή είχε ακυρωθεί, στα πλαίσια άλλης δίκης, με την απόφαση 1910/ 1990 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία κατέστη τελεσίδικη, όπως η ίδια η αναιρεσιβαλλομένη βεβαιώνει, με την απόφαση 1716/1992 του ιδίου Εφετείου – ή από κάποια άλλη πράξη ή παράλειψη από εκείνες που επικαλέσθηκε η αναιρεσίβλητη στην προσφυγή – αγωγή της, ενόψει και των λόγων εφέσεως που προέβαλε. Εξάλλου, η κρίση του Εφετείου ότι η αναιρεσίβλητη δεν θα προέβαινε στο άνοιγμα της δανειακής πιστώσεως, ύψους 50.000.000 δρχ., αν δεν είχε να αντιμετωπίσει την καταβολή των εισφορών και των προσθέτων τελών προς το αναιρεσείον, δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Τούτο, διότι δεν διευκρινίζεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ενόψει του προβληθέντος και κατ’ έφεση ισχυρισμού του αναιρεσείοντος, κατά τον οποίο το άνοιγμα της δανειακής πιστώσεως έγινε για να καλύψει άλλες ταμειακές ανάγκες της αναιρεσίβλητης, αν το ποσό του δανείου αυτού, που συνήφθη στις 12.12.1988, παρέμεινε αδιάθετο μέχρι τις 5.6.1989, οπότε άρχισε η καταβολή των δόσεων προς το Ταμείο, και περαιτέρω αν η εξόφληση κάθε δόσεως προερχόταν από ισόποση ανάληψη από τον αλληλόχρεο λογαριασμό που είχε συνάψει η αναιρεσίβλητη με την τράπεζα ….. . Κατά συνέπεια, ο λόγος αναιρέσεως περί μη νομίμου και επαρκούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της αποφάσεως 4399/ 21.12.1988 του Δ.Σ. του πιο πάνω Ταμείου και της ζημίας, ύψους 7.556.759 δρχ., που ισχυρίζεται ότι υπέστη η αναιρεσίβλητη λόγω του ανοίγματος της δανειακής πιστώσεως, είναι βάσιμος.

6. Επειδή, κατ’ ακολουθία των όσων εκτέθηκαν, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο ίδιο Εφετείο προκειμένου να κρίνει εκ νέου την έφεση της αναιρεσίβλητης εταιρίας κατά της αποφάσεως 10211/1991 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το μέρος που είχε απορρίψει την αγωγή της αναιρεσίβλητης.

Διά ταύτα

Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.

Αναιρεί την απόφαση 825/2000 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, σύμφωνα με το σκεπτικό. Και

Επιβάλλει στην αναιρεσίβλητη τη δικαστική δαπάνη του ….. που ανέρχεται στο ποσό των επτακοσίων εξήντα (760) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 25 Φεβρουαρίου 2004, 12 Οκτωβρίου 2004 και 26 Απριλίου 2005

Ο Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος Η Γραμματέας

Γ. Ανεμογιάννης Α. Κολιοπούλου

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 23ης Μαΐου 2005.