ΣτΕ 1805/09, Γ’ τμ., ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗ , ΣΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚ.ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΔΕΝ ΑΣΚΕΙΤΑΙ ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΣΤΟ ΣΤΕ.

ΣΤΕ

1805/2009 ΣΤΕ 
 
Υπαλληλική προσφυγή και συνταγματική προστασία της μονιμότητας των πολιτικών
δημοσίων υπαλλήλων. Ο νομοθέτης δεν δύναται να καταργήσει την προσφυγή ούτε
να αφαιρέσει από το ΣτΕ την αρμοδιότητα για την εκδίκασή της. Στην προσφυγή
αυτή υπόκεινται οι αποφάσεις των υπηρεσιακών συμβουλίων, με τις οποίες
επιβάλλονται στους υπαλλήλους ποινή οριστικής παύσεως ή υποβιβασμού. Κάθε
άλλη «καταδικαστική» απόφαση που εκδίδεται κατ` εφαρμογήν του πειθαρχικού
δικαίου των δημοσίων υπαλλήλων υπόκειται, κατ` αρχήν, σε αίτηση ακυρώσεως που
ασκείται στο ΣτΕ ή στα διοικητικά δικαστήρια. Ο νομοθέτης έχει προβλέψει ότι
ορισμένες από τις πειθαρχικές αποφάσεις που αφορούν πολιτικούς δημοσίους
υπαλλήλους δεν υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως, αλλά σε προσφυγή που
εξασφαλίζει τον πλήρη δικαστικό έλεγχο της πειθαρχικής υποθέσεως και παρέχει
στον πειθαρχικώς καταδικασθέντα υπάλληλο αποτελεσματική δικαστική προστασία,
όμοια με εκείνη που παρέχει η προσφυγή του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος.
Η διατήρησή της στο δικονομικό σύστημα των πειθαρχικών διαφορών των δημοσίων
πολιτικών υπαλλήλων επαφίεται στην κρίση του νομοθέτη, ο οποίος είναι
περαιτέρω ελεύθερος να αναθέτει την αρμοδιότητα για την εκδίκασή της στο ΣτΕ
ή στα διοικητικά δικαστήρια. Με τις διατάξεις του Ν. 2944/2001 περιορίστηκε η
αρμοδιότητα του ΣτΕ στην εκδίκαση : α) της κατά το άρθρο 103 παρ. 4 του
Συντάγματος προσφυγής των πολιτικών δημοσίων υπαλλήλων κατά των αποφάσεων των
υπηρεσιακών συμβουλίων που επιβάλλουν ποινή οριστικής παύσεως ή υποβιβασμού, 
β) της αιτήσεως ακυρώσεως των ανωτάτων πολιτικών και στρατιωτικών υπαλλήλων
κατά των εις βάρος τους εκδιδομένων καταδικαστικών πειθαρχικών αποφάσεων που
δεν υπόκεινται σε προσφυγή και γ) της εφέσεως κατά των αποφάσεων του
τριμελούς διοικητικού εφετείου, ως ακυρωτικού, που εκδίδονται επί των
πειθαρχικών υποθέσεων των μη ανωτάτων στρατιωτικών υπαλλήλων, στις οποίες η
επιβληθείσα ποινή συνεπάγεται την λύση της υπαλληλικής σχέσεως. Οι λοιπές
αποφάσεις του τριμελούς διοικητικού εφετείου, οι οποίες εκδίδονται επί των
ακυρωτικής φύσεως πειθαρχικών υποθέσεων των πολιτικών και στρατιωτικών
δημοσίων υπαλλήλων, κατέστησαν ανέκκλητες, όπως και οι αποφάσεις, οι οποίες
εκδίδονται εφεξής επί των υπαλληλικών προσφυγών που δεν προβλέπονται από το
άρθρο 103 του Συντάγματος αλλά από διάταξη νόμου. Οι αποφάσεις του τριμελούς
διοικητικού εφετείου που εκδίδονται επί των δύο αυτών κατηγοριών πειθαρχικών
διαφορών, ακυρωτικών και ουσίας, κατέστησαν αμετάκλητες. Η ρύθμιση αυτή είναι
σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 95 παρ. 1 α`, β` και 3 του Συντάγματος.
Το Διοικητικό Εφετείο εκδίκασε επί προσφυγής κατ` αποφάσεως πειθαρχικού
συμβουλίου που επέβαλε στον αναιρεσείοντα, μόνιμο πολιτικό υπάλληλο του
Δημοσίου, ποινή προσωρινής παύσεως έξι (6) μηνών και όχι ποινή οριστικής
παύσεως ή υποβιβασμού. Η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση είναι αμετάκλητη και η
κρινόμενη αίτηση αναίρεσης είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.

 
Αριθμός 1805/2009

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Γ΄

 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Νοεμβρίου 2008, με την εξής
σύνθεση: Σωτ. Ρίζος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του
Τμήματος που είχε κώλυμα, Ν. Μαρκουλάκης, Α. Καραμιχαλέλης, Γ. Ποταμιάς, Φ.
Ντζίμας, Σύμβουλοι, Μ. Παπαδοπούλου, Κ. Πισπιρίγκος, Πάρεδροι. Γραμματέας η
Α. Τριάδη, Γραμματέας του Γ’ Τμήματος.

 Για να δικάσει την από 28 Αυγούστου 2007 αίτηση:

 του …….. …………, κατοίκου …… Αττικής, ο οποίος παρέστη με τη
δικηγόρο Θεοδώρα Αντωνίου (Α.Μ. 10123) που τη διόρισε στο ακροατήριο,

 κατά των Υπουργών: 1) Εσωτερικών και 2) Οικονομίας και Οικονομικών, οι
οποίοι παρέστησαν με τον Ν. Δασκαλαντωνάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου
του Κράτους.

 Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ.
587/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

 Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Κ.
Πισπιρίγκου.

 Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξουσία του αναιρεσείοντος, η οποία
ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να
γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο των Υπουργών, ο οποίος ζήτησε την
απόρριψή της.

 Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του
δικαστηρίου και

 Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 Σκέφθηκε κατά το Νόμο

 1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως κατεβλήθη το
νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. Α. 1854252/2007 ειδικό γραμμάτιο παραβόλου).

 2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ο αναιρεσείων, υπάλληλος του Κλάδου ΤΕ
Τελωνειακών του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, στον οποίο επεβλήθη η
πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσεως έξι (6) μηνών με την υπ’ αριθμ.
65/2002 απόφαση του κατά το άρθρο 163 α’ του Υπαλληλικού Κώδικα (Ν.
2683/1999, Α’ 19) Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου, ζητεί την αναίρεση
της υπ’ αριθμ. 587/2007 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την
οποία απορρίφθηκε η από 10.4.2003 προσφυγή που ασκήθηκε από τον ίδιο κατά της
ως άνω πειθαρχικής αποφάσεως.

 3. Επειδή, στο άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος ορίζονται τα εξής : «Οι
δημόσιοι υπάλληλοι που κατέχουν οργανικές θέσεις είναι μόνιμοι εφ’ όσον αυτές
οι θέσεις υπάρχουν. Αυτοί εξελίσσονται μισθολογικά σύμφωνα για τους όρους του
νόμου και εκτός από τις περιπτώσεις που αποχωρούν λόγω ορίου ηλικίας ή
παύονται με δικαστική απόφαση, δεν μπορούν να μετατεθούν χωρίς γνωμοδότηση
ούτε να υποβιβασθούν ή να παυθούν χωρίς απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου, που
αποτελείται τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα από μόνιμους δημόσιους υπαλλήλους.
Κατά των αποφάσεων των συμβουλίων αυτών επιτρέπεται προσφυγή στο Συμβούλιο
της Επικρατείας, όπως νόμος ορίζει». Όπως γίνεται παγίως δεκτό, η
προβλεπόμενη από τις ως άνω διατάξεις προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας
αποτελεί συνταγματική εγγύηση της μονιμότητας των πολιτικών δημοσίων
υπαλλήλων. Συνεπώς, ο νομοθέτης δεν δύναται να καταργήσει την εν λόγω
προσφυγή ούτε να αφαιρέσει από το Συμβούλιο της Επικρατείας την αρμοδιότητα
για την εκδίκασή της.

 4. Επειδή, στην προσφυγή του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος υπόκεινται οι
αποφάσεις των υπηρεσιακών συμβουλίων των πολιτικών δημοσίων υπαλλήλων, με τις
οποίες τα εν λόγω συλλογικά όργανα, ως πειθαρχικά συμβούλια, επιβάλλουν στους
υπαλλήλους αυτούς ποινή οριστικής παύσεως ή υποβιβασμού. Κάθε άλλη
«καταδικαστική» απόφαση που εκδίδεται κατ’ εφαρμογήν του πειθαρχικού δικαίου
των δημοσίων υπαλλήλων (πολιτικών ή στρατιωτικών, στους οποίους
περιλαμβάνονται και οι υπάλληλοι των στρατιωτικώς οργανωμένων σωμάτων
ασφαλείας) υπόκειται, κατ’ αρχήν, σε αίτηση ακυρώσεως που ασκείται στο
Συμβούλιο της Επικρατείας ή στα διοικητικά δικαστήρια, όπως ο νόμος ορίζει,
σύμφωνα με το άρθρο 95 παρ. 1 α’ και 3 του Συντάγματος. Παρά ταύτα, ο
νομοθέτης έχει προβλέψει ότι ορισμένες από τις ως άνω πειθαρχικές αποφάσεις
που αφορούν πολιτικούς δημοσίους υπαλλήλους δεν υπόκεινται σε αίτηση
ακυρώσεως, αλλά σε προσφυγή που εξασφαλίζει τον πλήρη δικαστικό έλεγχο της
πειθαρχικής υποθέσεως, ήτοι τον έλεγχό της κατά τον νόμο και την ουσία. Η
προσφυγή αυτή παρέχει στον πειθαρχικώς καταδικασθέντα υπάλληλο αποτελεσματική
δικαστική προστασία, όμοια με εκείνη που παρέχει η προσφυγή του άρθρου 103
παρ. 4 του Συντάγματος, αλλά δεν έχει την κατοχύρωση του άρθρου αυτού ή άλλης
συνταγματικής διατάξεως ούτε την συνταγματική κατοχύρωση της αιτήσεως
ακυρώσεως. Συνεπώς, η διατήρησή της στο δικονομικό σύστημα των πειθαρχικών
διαφορών των δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων επαφίεται στην κρίση του νομοθέτη,
ο οποίος είναι περαιτέρω ελεύθερος να αναθέτει την αρμοδιότητα για την
εκδίκασή της στο Συμβούλιο της Επικρατείας ή στα διοικητικά δικαστήρια
σύμφωνα με τα άρθρα 94 παρ. 1 και 95 παρ. 1γ’ του Συντάγματος.

 5. Επειδή, μέχρι την θέσπιση των διατάξεων του Ν. 702/1977 (Α’ 268) το
Συμβούλιο της Επικρατείας ήταν αρμόδιο για την εκδίκαση σε πρώτο και
τελευταίο βαθμό όλων των πειθαρχικών υποθέσεων των δημοσίων πολιτικών και
στρατιωτικών υπαλλήλων, ανεξαρτήτως της φύσεως του σχετικού ενδίκου
βοηθήματος ως προσφυγής ουσίας ή αιτήσεως ακυρώσεως. Με τις διατάξεις του
νόμου αυτού ο νομοθέτης αφαίρεσε ένα μέρος της πρωτοβάθμιας ακυρωτικής
αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας καθιστώντας το τριμελές
διοικητικό εφετείο αρμόδιο για την εκδίκαση των αιτήσεων ακυρώσεως κατά των
ατομικών πράξεων των διοικητικών αρχών που αφορούν, μεταξύ άλλων, την
υπηρεσιακή κατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων που δεν χαρακτηρίζονται ανώτατοι
από διάταξη νόμου και το Συμβούλιο της Επικρατείας αρμόδιο για την εκδίκαση
των εφέσεων κατά των σχετικών αποφάσεων του διοικητικού εφετείου (βλ. τις
παραγράφους 1 α’ και 2 του άρθρου 1 και το άρθρο 5 του Ν. 702/1977). Ατομικές
διοικητικές πράξεις που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση των δημοσίων
πολιτικών και στρατιωτικών υπαλλήλων είναι, κατά την έννοια του νόμου, μεταξύ
άλλων και οι επιβάλλουσες πειθαρχική ποινή αποφάσεις των οργάνων της
Διοικήσεως που εκδίδονται κατ’ εφαρμογήν του πειθαρχικού δικαίου των
υπαλλήλων αυτών και υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως σύμφωνα με τα εκτιθέμενα
στην προηγούμενη σκέψη. Συνεπώς, επί των πειθαρχικών αυτών υποθέσεων το
Συμβούλιο της Επικρατείας κατέστη δευτεροβάθμιο ακυρωτικό δικαστήριο. Στη
συνέχεια, με τις διατάξεις του Ν. 2944/2001 (Α’ 222/8.10.2001), οι οποίες
θεσπίσθηκαν μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος με το από 6.4.2001 ψήφισμα
της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής (Α’ 85/18.4.2001), διατηρήθηκε η αρμοδιότητα του
τριμελούς διοικητικού εφετείου επί των ακυρωτικής φύσεως υποθέσεων που
αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων, χωρίς να επεκταθεί
στους υπαλλήλους που χαρακτηρίζονται ανώτατοι από διάταξη νόμου (βλ. άρθρο 1
παρ. 1 του Ν. 2944/2001, που αντικατέστησε το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του Ν.
702/1977). Περαιτέρω, οι αποφάσεις του τριμελούς διοικητικού εφετείου επί των
ακυρωτικής φύσεως υπαλληλικών υποθέσεων κατέστησαν κατ’ αρχήν ανέκκλητες. Από
τον κανόνα αυτό, του ανεκκλήτου, εξαιρέθηκαν οι αποφάσεις του τριμελούς
διοικητικού εφετείου που εκδίδονται επί ορισμένων ακυρωτικής φύσεως
υπαλληλικών υποθέσεων, στις οποίες όμως κατ’ αρχήν δεν περιλαμβάνονται οι
πειθαρχικές υποθέσεις (βλ. τα άρθρα 2 και 3 του Ν. 2944/2001, με τα οποία,
αντιστοίχως, αντικαταστάθηκε το άρθρο 5 παρ. 1 του Ν. 702/1977 και προστέθηκε
στον ίδιο νόμο το άρθρο 5 Α). Υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της
Επικρατείας μόνον οι αποφάσεις του τριμελούς διοικητικού εφετείου που
εκδίδονται επί των πειθαρχικών υποθέσεων των (μη ανωτάτων) στρατιωτικών
υπαλλήλων, στις οποίες η επιβληθείσα ποινή συνεπάγεται κατά νόμο την λύση της
υπαλληλικής σχέσεως. Τούτο, διότι οι στρατιωτικοί υπάλληλοι δεν έχουν την
κατά το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος προσφυγή και οι εν λόγω πειθαρχικές
υποθέσεις τους έχουν την σημασία που επιβάλλει τον ακυρωτικό έλεγχο του
Συμβουλίου της Επικρατείας (πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο, κατά την κρίση του
νομοθέτη, αναλόγως του βαθμού του υπαλλήλου στην στρατιωτική ιεραρχία).
Τέλος, στο άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Ν. 2944/2001 ορίσθηκαν τα εξής : «1. Στην
αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου υπάγεται η εκδίκαση σε πρώτο
και τελευταίο βαθμό των υπαλληλικών προσφυγών, εκτός από εκείνες που
προβλέπονται στο άρθρο 103 του Συντάγματος, οι οποίες υπάγονται στην
αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας. 2. Για την εκδίκαση των πιο πάνω
προσφυγών εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 41 – 44 του π.δ.
18/1989 (ΦΕΚ 8 Α’), όπως ισχύουν κάθε φορά».

 6. Επειδή, όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση του Ν. 2944/2001, με τις
διατάξεις του νόμου αυτού που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη ο νομοθέτης
επεδίωξε, κατόπιν σταθμίσεως του γενικότερου συμφέροντος της Δικαιοσύνης, να
απαλλάξει το Συμβούλιο της Επικρατείας από τον φόρτο των ήσσονος σημασίας
υπαλληλικών υποθέσεων. Ειδικότερα, σε σχέση με τις πειθαρχικές υποθέσεις των
πολιτικών και στρατιωτικών δημοσίων υπαλλήλων, ο νομοθέτης επεδίωξε να
περιορισθεί η αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας στην εκδίκαση : α)
της κατά το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος προσφυγής των πολιτικών δημοσίων
υπαλλήλων κατά των αποφάσεων των υπηρεσιακών συμβουλίων που, ως πειθαρχικά
συμβούλια, επιβάλλουν στους εν λόγω υπαλλήλους ποινή οριστικής παύσεως ή
υποβιβασμού (αρμοδιότητα υποχρεωτική κατά το Σύνταγμα), β) της αιτήσεως
ακυρώσεως των ανωτάτων πολιτικών και στρατιωτικών υπαλλήλων κατά των εις
βάρος τους εκδιδομένων καταδικαστικών πειθαρχικών αποφάσεων που, κατά την
κειμένη νομοθεσία, δεν υπόκεινται σε προσφυγή και γ) της εφέσεως κατά των
αποφάσεων του τριμελούς διοικητικού εφετείου, ως ακυρωτικού, που εκδίδονται
επί των πειθαρχικών υποθέσεων των (μη ανωτάτων) στρατιωτικών υπαλλήλων, στις
οποίες η επιβληθείσα ποινή συνεπάγεται την λύση της υπαλληλικής σχέσεως. Οι
λοιπές αποφάσεις του τριμελούς διοικητικού εφετείου, οι οποίες εκδίδονται επί
των ακυρωτικής φύσεως πειθαρχικών υποθέσεων των πολιτικών και στρατιωτικών
δημοσίων υπαλλήλων, κατέστησαν κατά το γράμμα του νόμου ανέκκλητες, ως μη
υποκείμενες σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ομοίως
ανέκκλητες κατέστησαν, κατά το γράμμα του νόμου, οι αποφάσεις του τριμελούς
διοικητικού εφετείου, οι οποίες εκδίδονται εφεξής επί των υπαλληλικών
προσφυγών που δεν προβλέπονται από το άρθρο 103 του Συντάγματος αλλά από
διάταξη νόμου, διότι η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 2944/2001, όπως
διετυπώθη, απέκλεισε τον δευτεροβάθμιο ουσιαστικό έλεγχο του Συμβουλίου της
Επικρατείας επί των σχετικών πειθαρχικών υποθέσεων. Εν όψει όμως του σκοπού
της απαλλαγής του Συμβουλίου της Επικρατείας, χάριν του γενικότερου
συμφέροντος της Δικαιοσύνης, από τον φόρτο των ήσσονος σημασίας υπαλληλικών
υποθέσεων, οι αποφάσεις του τριμελούς διοικητικού εφετείου που εκδίδονται επί
των δύο αυτών κατηγοριών πειθαρχικών διαφορών (ακυρωτικών και ουσίας)
κατέστησαν, κατά την αληθή βούληση του νομοθέτη, αμετάκλητες, μη υποκείμενες
σε τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσον ενώπιον του Ανωτάτου Διοικητικού
Δικαστηρίου. Η ρύθμιση αυτή είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 95 παρ.
1 α’, β’ και 3 του Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκαν με το από 6.4.2001 ψήφισμα
της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, οι οποίες επιτρέπουν να εξαιρεθούν : α) από τον
δευτεροβάθμιο έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας οι ήσσονος σημασίας
ακυρωτικές διαφορές (βλ. πρακτικά Ολομελείας ΣτΕ 7/2001, 6/2000 και ΣτΕ
1405/2007 επτ.) και β) από τον αναιρετικό έλεγχο του Ανωτάτου Διοικητικού
Δικαστηρίου κατηγορίες αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων, οι οποίες
εκδίδονται είτε σε πρώτο και τελευταίο βαθμό είτε τελεσιδίκως κατ’ έφεση (βλ.
Πρακτικό Ολομελείας ΣτΕ 6/2000 και ΣτΕ 120/2004).

 7. Επειδή, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, στην προκειμένη
περίπτωση το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών εδίκασε κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων
του άρθρου 4 παρ. 1 και 2 του Ν. 2944/2001 επί προσφυγής προβλεπομένης από
τον κυρωθέντα με τον Ν. 2683/1999 Υπαλληλικό Κώδικα (βλ. τα άρθρα 121, 144
και 163 α’ του εν λόγω Κώδικα) αλλά μη εμπίπτουσας στο άρθρο 103 παρ. 4 του
Συντάγματος, ήτοι επί προσφυγής κατ’ αποφάσεως πειθαρχικού συμβουλίου που
επέβαλε στον αναιρεσείοντα, μόνιμο πολιτικό υπάλληλο του Δημοσίου, ποινή
προσωρινής παύσεως έξι (6) μηνών και όχι ποινή οριστικής παύσεως ή
υποβιβασμού. Συνεπώς, σύμφωνα με τα εκτεθέντα, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση
είναι αμετάκλητη, μη υποκειμένη σε τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσον ενώπιον του
Συμβουλίου της Επικρατείας και η κρινόμενη αίτηση, με την οποία ζητείται η
αναίρεση της αποφάσεως αυτής, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.

 Διά ταύτα

 Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

 Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

 Και

 Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία
ανέρχεται στο ποσόν των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.

 Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 7 Ιανουαρίου 2009 και η απόφαση
δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 28ης Μαΐου 2009.

       Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος          Η Γραμματέας του Γ` Τμήματος
 
            Σωτ. Ρίζος                             Α. Τριάδη
 
Π.Β.