ΣτΕ 1843/13, Ολομ., ΠΙΛΟΤΙΚΗ ΔΙΚΗ, ΕΝΝΟΙΑ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ, ΠΡΕΠΕΙ ΡΗΤΑ ΝΑ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ ΑΠΛΩΣ ΝΑ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ , ΑΠΕΧΕΙ ΤΟ ΣΤΕ ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙ.

ΣΤΕ ΟΛΟΜ.

Αριθμός 1843/2013
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 26 Οκτωβρίου 2012, με την εξής σύνθεση: Κ. Μενουδάκος, Πρόεδρος, Ε. Γαλανού, Χρ. Ράμμος, Μ. Βηλαράς, Ιω. Μαντζουράνης, Αικ. Σακελλαροπούλου, Δ. Αλεξανδρής, Γ. Ποταμιάς, Ιω. Γράβαρης, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Σπ. Μαρκάτης, Αντ. Ντέμσιας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Β. Καλαντζή, Μ. Σταματελάτου, Ά. Καλογεροπούλου, Εμμ. Κουσιουρής, Ό. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Αντ. Χλαμπέα, Δ. Μακρής, Τ. Κόμβου, Β. Αναγνωστοπούλου – Σαρρή, Σύμβουλοι, Σ. Βιτάλη, Ιω. Δημητρακόπουλος, Στ. Λαμπροπούλου, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Β. Ραφτοπούλου και Αντ. Χλαμπέα καθώς και η Πάρεδρος Στ. Λαμπροπούλου μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.
Για να αποφανθεί επί του προδικαστικού ερωτήματος, κατ΄άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010, που του υποβλήθηκε με την 337/2012 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, σχετικά με την από 25 Μαΐου 2011 προσφυγή:
της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΚΟΦΟΡΑ ΕΛΛΑΔΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΚΙΝΗΤΩΝ» και τον διακριτικό τίτλο «ΚΟΦΟΡΑ ΕΛΛΑΔΑ Α.Ε.», που εδρεύει στη Μεταμόρφωση Αττικής (Λεωφ. Τατοΐου 93), η οποία παρέστη με το δικηγόρο Στυλιανό Παπαδημητρίου (Α.Μ. 2527 Δ.Σ. Πειραιά), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τους: 1. Ελένη Σβολοπούλου, Νομική Σύμβουλο του Κράτους και 2. Πολυχρόνη Καραστεργίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Η πιο πάνω προσφυγή εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου με την από 13 Ιουλίου 2012 πράξη του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδαφ. α, 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989.
Με την προσφυγή αυτή η προσφεύγουσα εταιρεία επιδιώκει να ακυρωθεί η σιωπηρή άρνηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Αθηνών επί της υπ’ αριθμ. πρωτ. 44663/29.12.2010 επιφύλαξης στη δήλωση ειδικού φόρου ακινήτων έτους 2010.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Ιω. Γράβαρη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της προσφεύγουσας εταιρείας, ο οποίος, τοποθετούμενος επί του προδικαστικού ερωτήματος, ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους της προσφυγής και ζήτησε να γίνει δεκτή, και τους αντιπροσώπους του Υπουργού, οι οποίοι διατύπωσαν την άποψή τους επί του ερωτήματος και των λόγων της προσφυγής και ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, με την 337/2012 απόφασή του, υπέβαλε στο Συμβούλιο της Επικρατείας προδικαστικό ερώτημα κατά το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010, σχετικά με την εκκρεμή ενώπιόν του, από 25.5.2011, προσφυγή της εταιρείας «ΚΟΦΟΡΑ ΕΛΛΑΔΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΚΙΝΗΤΩΝ» κατά του Ελληνικού Δημοσίου.
2. Επειδή, με την από 13.7.2012 πράξη του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, η συζήτηση του ερωτήματος αυτού προσδιορίστηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου λόγω σπουδαιότητας.
3. Επειδή, έχουν διενεργηθεί νομίμως οι κατά την ως άνω διάταξη δημοσιεύσεις. (Εφημερίδες «ΕΣΤΙΑ» της 30.7.2012 και «ΤΑ ΝΕΑ» της 31.7.2012.).
4. Επειδή, στο άρθρο 1 του ν. 3900/2010 («Εξορθολογισμός διαδικασιών και επιτάχυνση της διοικητικής δίκης […]», Α΄ 213), όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51, ισχύς, κατά το άρθρο 113, από 2.4.2012), ορίζονται τα εξής: «1. Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα. Μετά την επίλυσή του, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης […]. 2. Όταν διοικητικό δικαστήριο επιλαμβάνεται υπόθεσης στην οποία ανακύπτει τέτοιο ζήτημα, μπορεί με απόφασή του, που δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, να υποβάλει σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Το δεύτερο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται αναλόγως. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο που υπέβαλε το ερώτημα και δεσμεύει τους παρεμβάντες ενώπιόν του.». Όπως συνάγεται από τις ανωτέρω διατάξεις, ερμηνευόμενες στο πλαίσιο του ισχύοντος δικονομικού συστήματος, η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος από τακτικό διοικητικό δικαστήριο στο Συμβούλιο της Επικρατείας για «ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος […]» προϋποθέτει ότι το διοικητικό δικαστήριο, ως αρμόδιο κατ’ αρχήν επί της συγκεκριμένης διαφοράς, έχει ασκήσει πράγματι την αρμοδιότητά του αυτή και έχει διαγνώσει ότι η επίλυση του εν λόγω ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση οριστικής αποφάσεως. Εξ άλλου, ο χαρακτήρας του ζητήματος ως «γενικότερου ενδιαφέροντος […]», που αποτελεί προϋπόθεση για να επιληφθεί του ερωτήματος το Συμβούλιο της Επικρατείας, πρέπει σε κάθε περίπτωση να προβάλλει με την απαραίτητη σαφήνεια, έτσι ώστε το ανώτατο δικαστήριο να μπορεί να ασκήσει αποτελεσματικά, σύμφωνα με το σκοπό της, την αντίστοιχη δική του αρμοδιότητα, ελέγχοντας ευχερώς ποιά από τα ζητήματα που παραπέμπονται παρουσιάζουν πραγματικά γενικότερο ενδιαφέρον και συμβάλλοντας, με την επίκαιρη επίλυσή τους, στην ενότητα της νομολογίας και την ασφάλεια δικαίου (βλ. και αιτιολ. έκθεση ανωτ. νόμου). Συνεπώς, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, για την παραδεκτή υποβολή προδικαστικού ερωτήματος από τακτικό διοικητικό δικαστήριο στο Συμβούλιο της Επικρατείας πρέπει στην απόφαση του ερωτώντος δικαστηρίου αφ’ ενός μεν να παρατίθενται και να τεκμηριώνονται οι λόγοι για τους οποίους το ζήτημα που αποτελεί το αντικείμενο του ερωτήματος είναι, όπως ορίζει ο νόμος, «γενικότερου ενδιαφέροντος με συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων», αφ’ ετέρου δε να αναδεικνύεται επαρκώς ότι το ζήτημα τούτο «ανακύπτει» πράγματι στη συγκεκριμένη διαφορά, ότι είναι δηλαδή κρίσιμο και λυσιτελές για την επίλυσή της. Διαφορετικά, το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν υποκαθίσταται το ίδιο στην κρίση τού κατ’ αρχήν αρμόδιου δικαστηρίου, και δεν αποφαίνεται πρωτογενώς για τη φύση του ζητήματος ως «γενικοτέρου ενδιαφέροντος» (εκτός αν αυτό είναι πρόδηλο) ούτε για τη λυσιτέλεια του ερωτήματος, αλλά απέχει της απαντήσεώς του. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Ε. Γαλανού, κατά τη γνώμη της οποίας η απόφαση του ερωτώντος δικαστηρίου πρέπει να αιτιολογείται μόνον ως προς τη λυσιτέλεια του ζητήματος, και οι Σύμβουλοι Μ. Βηλαράς, Γ. Τσιμέκας, Ο. Ζύγουρα και Θ. Αραβάνης, οι οποίοι υποστήριξαν την ακόλουθη γνώμη : Από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι εναπόκειται, κατ’ αρχήν, στο διοικητικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υποθέσεως, αφενός, την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως και, αφετέρου, τη λυσιτέλεια του ερωτήματος που υποβάλλει στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Ενόψει αυτών, για το παραδεκτό του υποβαλλόμενου προδικαστικού ερωτήματος αρκεί από την παραπεμπτική απόφαση να προκύπτει το γενικότερο ενδιαφέρον του τιθέμενου ζητήματος και οι λόγοι για τους οποίους κρίνεται αναγκαία η υποβολή του. Κατά τα λοιπά, η λυσιτέλεια του ερωτήματος τεκμαίρεται, κατ’ αρχήν, και δεν είναι, κατά το νόμο, αναγκαίο να περιέχονται στην απόφαση περί παραπομπής ρητές σκέψεις επί όλων των ζητημάτων παραδεκτού και βασίμου των λοιπών ουσιαστικών ζητημάτων του εκκρεμούς ενώπιον του οικείου διοικητικού δικαστηρίου ενδίκου βοηθήματος ή μέσου. Και τούτο, διότι η ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας διαδικασία του προδικαστικού ερωτήματος δεν έχει ως αντικείμενο τα ζητήματα αυτά, τα οποία, εν τέλει, θα κριθούν, ενδεχομένως, στα πλαίσια των προβλεπόμενων, κατά περίπτωση, ενδίκων μέσων κατά της αποφάσεως του διοικητικού δικαστηρίου επί της εκκρεμούς ενώπιόν του διαφοράς. Πάντως, το προδικαστικό ερώτημα δεν υποβάλλεται παραδεκτώς, όταν προκύπτει προδήλως από το περιεχόμενο της παραπεμπτικής αποφάσεως ότι το τιθέμενο ζήτημα δεν πληροί τους όρους του νόμου, δεν είναι δηλαδή «ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων», όταν το τιθέμενο ερώτημα δεν έχει καμία σχέση με το αντικείμενο της εκκρεμούς ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου διαφοράς ή είναι εντελώς υποθετικό, και, τέλος, όταν με την παραπεμπτική απόφαση δεν τίθενται στη διάθεση του Συμβουλίου της Επικρατείας, τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά δεδομένα που είναι αναγκαία για να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα. Περαιτέρω, κατά την ειδικώτερη γνώμη της συμβούλου Ο. Ζύγουρα, το ζήτημα αν το τιθέμενο με την παραπεμπτική απόφαση προς επίλυση ζήτημα παρουσιάζει γενικώτερο ενδιαφέρον, δύναται να εκτιμάται από το Συμβούλιο της Επικρατείας και εν όψει των διδαγμάτων της κοινής πείρας.
5. Επειδή, εν προκειμένω, με την ένδικη ως άνω προσφυγή της ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η εταιρεία «ΚΟΦΟΡΑ ΕΛΛΑΔΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΚΙΝΗΤΩΝ» ζήτησε να ακυρωθεί η σιωπηρή απόρριψη από τη φορολογική αρχή (Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε.Ε. Αθηνών) επιφυλάξεώς της στη δήλωση ειδικού φόρου ακινήτων που είχε υποβάλει κατά τα άρθρα 15 κ.επ. ν. 3091/2002 για το έτος 2010, και να της επιστραφεί, κατόπιν αυτού, ως αχρεώστητος, ο φόρος (619.849,82 ευρώ) που είχε καταβάλει βάσει της δηλώσεως αυτής. Ως λόγοι προσφυγής προεβλήθησαν λόγοι περί αντισυνταγματικότητας των ανωτέρω φορολογικών διατάξεων, περί μη υπαγωγής της προσφεύγουσας στο πεδίο εφαρμογής τους, καθώς και περί απαλλαγής της κατ’ εφαρμογή τους. Το διοικητικό εφετείο, με την ανωτέρω προδικαστική απόφασή του, αφού έκρινε ότι η προσφυγή, «για την οποία καταβλήθηκε παράβολο 3.000 ευρώ», «νομίμως φερόταν προς συζήτηση» ενώπιόν του λόγω ποσού, και αφού παρέθεσε, αφ’ ενός μεν τις διατάξεις του ν. 3900/2010 περί προδικαστικού ερωτήματος, αφ’ ετέρου δε τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1 του ν. 3091/2002 (Α΄ 330), με την οποία, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 57 παρ. 1 του ν. 3842/2010 (Α΄ 58), ορίζεται ότι «Νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες της παρ. 3 του άρθρου 51Α του Κ.Φ.Ε. που έχουν εμπράγματα δικαιώματα πλήρους ή ψιλής κυριότητας ή επικαρπίας σε ακίνητα τα οποία βρίσκονται στην Ελλάδα, καταβάλλουν ειδικό ετήσιο φόρο δεκαπέντε τοις εκατό (15%) επί της αξίας αυτών, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 17 του νόμου αυτού», δέχθηκε τα ακόλουθα: «Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η προσφεύγουσα εταιρεία η οποία εδρεύει στη Μεταμόρφωση Αττικής και έχει ως καταστατικό σκοπό, μεταξύ άλλων, την αγορά και εκμετάλλευση ακινήτων εν γένει, έχει στην κυριότητά της ένα οικόπεδο εκτάσεως 4.400,00 τ.μ. με το επί αυτού υφιστάμενο επαγγελματικό κτήριο […] το οποίο βρίσκεται στο Δήμο Μεταμόρφωσης Αττικής. Η προσφεύγουσα υπέβαλε στη Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Αθηνών την από 29-12-2010 δήλωση με την οποία δήλωσε τη φορολογητέα αξία του ακινήτου της στο ποσό των 4.132.332,08 ευρώ και τον αναλογούντα στην αξία αυτή φόρο στο ποσό των 619.849,82 ευρώ, τον οποίο και κατέβαλε, όπως αυτό προκύπτει από το αντίγραφο του σχετικού διπλοτύπου […]. Στη δήλωση αυτή η ήδη προσφεύγουσα επισύναψε δήλωση επιφυλάξεως με την οποία αμφισβήτησε τη συνταγματικότητα της επιβολής του αμφισβητούμενου φόρου. Η επιφύλαξη αυτή απορρίφθηκε σιωπηρώς από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. […] με την πάροδο απράκτου τριμήνου από την υποβολή της. Ήδη, με την κρινόμενη προσφυγή αμφισβητείται εκ νέου η συνταγματικότητα της επιβολής του εν λόγω φόρου και ζητείται η αποδοχή της προαναφερόμενης επιφυλάξεως και η επιστροφή στην προσφεύγουσα του ποσού του φόρου το οποίο, όπως ισχυρίζεται, κατέβαλε αχρεωστήτως. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα, με την κρινόμενη προσφυγή της, ισχυρίζεται ότι η επιβολή του φόρου αυτού α) είναι αντίθετη στις διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος καθώς και τις όμοιες του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Συμβάσεως της Ρώμης και παραβιάζει έτσι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, β) είναι αντίθετη προς τις διατάξεις του άρθρου 5 του Συντάγματος διότι παραβιάζει το δικαίωμα της οικονομικής ελευθερίας, γ) αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 25 του Συντάγματος, αφού η επιβάρυνση από το φόρο αυτό είναι υπέρμετρη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και έτσι η επιβολή του παραβιάζει τη θεσπιζόμενη με τις διατάξεις αυτές αρχή της αναλογικότητας, δ) προσβάλλει την αρχή της ασφαλείας του δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, λόγω της αιφνίδιας μεταβολής, με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 57 του ν. 3842/2010, του προβλεπόμενου συντελεστή φορολογίας από 3% σε 15%, ε) είναι αντίθετη προς τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος με την οποία καθιερώνεται η αρχή της φορολογικής ισότητας, αφού με την παρ. 2 του άρθρου 15 του ν. 3091/2002 απαλλάσσονται από τον επίμαχο φόρο εταιρείες οι οποίες ασκούν εμπορική, μεταποιητική, βιομηχανική, βιοτεχνική ή παροχής υπηρεσιών δραστηριότητα και τα ακαθάριστα έσοδά τους από τη δραστηριότητα αυτή είναι μεγαλύτερα των ακαθάριστων εσόδων από ακίνητα και στ) είναι παράνομη η επιβάρυνση των μη εξωχώριων εταιρειών, αφού σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του νόμου 3091/2002 η επιβολή του φόρου αυτού εστιάζεται μόνο στις εξωχώριες εταιρείες». «Ενόψει αυτών», συνεχίζει το Δικαστήριο, «και δεδομένου ότι τα τιθέμενα με την προσφυγή ζητήματα είναι γενικότερου ενδιαφέροντος, αφού έχουν συνέπειες σε ένα ευρύτατο κύκλο εταιρειών οι οποίες έχουν εμπράγματα δικαιώματα πλήρους ή ψιλής κυριότητας ή επικαρπίας σε ακίνητα τα οποία βρίσκονται εντός της Ελληνικής Επικράτειας και κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 1 (παρ. 1 εδ. γ΄) του Ν. 3900/2010 και του σκοπού της θέσπισής τους […], αναβάλλει την έκδοση αποφάσεως για την προκειμένη διαφορά και υποβάλλει σχετικό ερώτημα στο Συμβούλιο της Επικρατείας, περί του εάν οι διατάξεις του άρθρου 15 του ν. 3091/2002, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 57 (παρ. 1) του ν. 3842/2010, αντιβαίνουν στις διατάξεις των άρθρων 4 (παρ. 5), 5 (παρ. 1) 17, 25 (παρ. 1) του Συντάγματος καθώς και στην αρχή της ασφαλείας του δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου και τέλος αν οι επίμαχες διατάξεις πρέπει να εφαρμοστούν σε μη εξωχώριες εταιρείες.». Με τις σκέψεις αυτές, το διοικητικό εφετείο ανέβαλε την έκδοση οριστικής αποφάσεως και διατύπωσε προς το Συμβούλιο της Επικρατείας το πιο πάνω ερώτημα.
6. Επειδή, με τα ανωτέρω δεδομένα, και σύμφωνα με τα εκτεθέντα σε προηγούμενη σκέψη (4), το εν λόγω ερώτημα δεν έχει υποβληθεί παραδεκτώς. Πρώτον μεν, διότι στην απόφαση δεν εξηγείται τεκμηριωμένα, αλλ’ ούτε και παρίσταται πρόδηλο, ότι από τις ως άνω φορολογικές διατάξεις και τους προβαλλόμενους λόγους της προσφυγής περί την έννοια και τη συνταγματικότητά τους δημιουργείται, όπως απαιτεί ο νόμος, «ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος» με «συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων». Ειδικότερα, δεν αρκεί προς τούτο μόνη η αναφορά των σχετικών ισχυρισμών της διαδίκου εταιρείας, στην οποία και περιορίζεται το δικαστήριο, ούτε η, κατά τ’ ανωτέρω, γενικώς διατυπούμενη κρίση του ότι «τα τιθέμενα με την προσφυγή ζητήματα έχουν συνέπειες σε ένα ευρύτατο κύκλο εταιρειών […]», εφ’ όσον δεν συνοδεύεται από συγκεκριμένη τεκμηρίωση ως προς την ύπαρξη ή το ενδεχόμενο δημιουργίας αντίστοιχων διαφορών. Εξ άλλου, ούτε ως προς τη λυσιτέλεια του ερωτήματος συντρέχουν εν προκειμένω οι νόμιμες, σύμφωνα με τη σκέψη 4, προϋποθέσεις. Διότι, το διοικητικό εφετείο, περιοριζόμενο σε στοιχειώδη περιγραφή τής διαφοράς, και παραθέτοντας απλώς τους λόγους της προσφυγής, χωρίς μάλιστα να διαλαμβάνει καν σκέψη για το παραδεκτό της, δεν αναδεικνύει, όπως θα έπρεπε, κατά πόσον είναι, κατά την κρίση του, λυσιτελής για την εκδίκαση της διαφοράς η απάντηση στα ανωτέρω «ζητήματα» συνταγματικότητας του νόμου, αφού μάλιστα η προσφεύγουσα εταιρεία προβάλλει, κατά τα προεκτεθέντα, και ισχυρισμό περί ελλείψεως της επίδικης φορολογικής της υποχρέωσης, μεταξύ των άλλων, και λόγω της υπαγωγής της σε απαλλακτική διάταξη του ίδιου νόμου. Κατά τη συγκλίνουσα γνώμη των Συμβούλων Ε. Γαλανού, Α. Ντέμσια, Ε. Κουσιουρή, Κ. Πισπιρίγκου, Δ. Μακρή και Β. Αναγνωστοπούλου – Σαρρή, το ένδικο προδικαστικό ερώτημα υποβάλλεται απαραδέκτως διότι, ανεξάρτητα εάν αφορά ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, δεν προκύπτει ότι συντρέχουν, πάντως, κατά τ’ ανωτέρω, οι νόμιμες προϋποθέσεις ως προς τη λυσιτέλειά του. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Μ. Βηλαράς, Γ. Τσιμέκας, Ο. Ζύγουρα και Θ. Αραβάνης, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη : Από την παραπεμπτική απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών προκύπτουν όλα τα στοιχεία που καθιστούν παραδεκτή την υποβολή του επίμαχου προδικαστικού ερωτήματος. Ειδικότερα, η απόφαση αυτή εκθέτει, συνοπτικά μεν αλλά με σαφήνεια, τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο, τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως καθώς και τα στοιχεία που δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό του ζητήματος που θέτει το προδικαστικό ερώτημα ως «γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων», κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 3900/2010. Ειδικότερα, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών αναφέρει ότι η επίδικη διαφορά οφείλεται στην αύξηση του συντελεστή (από 3% σε 15%) του ετήσιου ειδικού φόρου ορισμένων νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων, την οποία προέβλεψε το άρθρο 15 παρ. 1 του ν. 3091/2002, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 57 παρ. 1 του ν. 3842/2010, ότι η φορολόγηση αυτή αφορά «ευρύτατο κύκλο εταιρειών οι οποίες έχουν εμπράγματα δικαιώματα πλήρους ή ψιλής κυριότητας ή επικαρπίας σε ακίνητα τα οποία βρίσκονται εντός της Ελληνικής Επικράτειας» καθώς και ότι η διαφορά αυτή θέτει σειρά ζητημάτων συνταγματικότητας τα οποία και απαριθμούνται λεπτομερώς. Περαιτέρω, από την παραπεμπτική απόφαση προκύπτει ο σύνδεσμος των εφαρμοστέων διατάξεων και του τιθέμενου ερωτήματος με την εκκρεμή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών διαφορά της κύριας δίκης, η δε αμφισβήτηση της υπαγωγής της προσφεύγουσας εταιρείας στην επίμαχη νομοθετική ρύθμιση δεν αναιρεί αυτή την εκτίμηση, καθόσον συνδέεται, κατά τους ισχυρισμούς της, αφενός, με την προβαλλόμενη από αυτήν αντισυνταγματικότητα των επίμαχων νομοθετικών ρυθμίσεων, η οποία αποτελεί αντικείμενο του προδικαστικού ερωτήματος και, αφετέρου, με την οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής των εν λόγω ρυθμίσεων, ως προς την οποία δεν είναι αναγκαίο να περιληφθεί ρητή σκέψη στην απόφαση περί παραπομπής. Εξ άλλου, κατά την ειδικώτερη γνώμη της Συμβούλου Ο. Ζύγουρα, τα πιο πάνω ζητήματα συνταγματικότητας συνιστούν, πάντως, κατά κοινή πείρα και υπό τα δεδομένα της παρούσας συγκυρίας, ζητήματα «γενικοτέρου ενδιαφέροντος» κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων.
7. Επειδή, κατόπιν αυτών, το Συμβούλιο της Επικρατείας πρέπει να απόσχει της απαντήσεως στο ένδικο ερώτημα.
Διά ταύτα
Απέχει της απαντήσεως στο ερώτημα.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 10 Δεκεμβρίου 2012 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 13ης Μαΐου 2013.
Ο Πρόεδρος           Η Γραμματέας
 
 
Κ. Μενουδάκος            Μ. Παπασαράντη