ΣτΕ 189/07, Ολομ., ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ, τα πειθαρχικά συμβούλια αν και δεν συνεδριάζουν δημόσια (μειοψ)θεωρούνται δικαστήρια κατ΄την έννοια του αρθ6 ΕΣΔΑ, Η αίτηση ακυρώσεως πληρεί τις προυποθέσεις της ΕΣΔΑ και ο ακυρωτικός έλεγχος

ΣΤΕ ΟΛΟΜ.

 

Αριθμός 189/2007
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Νοεμβρίου 2005, με την εξής σύνθεση: Γ. Παναγιωτόπουλος, Πρόεδρος, Σ. Καραλής, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Π. Πικραμμένος, Ν. Σκλίας, Α. Θεοφιλοπούλου, Ν. Σακελλαρίου, Δ. Πετρούλιας, Α. Γκότσης, Α. Ράντος, Δ. Μπριόλας, Ε. Δανδουλάκη, Σ. Χαραλάμπους, Γ. Παπαγεωργίου, Ι. Μαντζουράνης, Α. Σακελλαροπούλου, Α. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρής, Μ. Κωνσταντινίδου, Γ. Σγουρόγλου, Α. Καραμιχαλέλης, Α. Βώρος, K. Ευστρατίου, Ε. Αναγνωστοπούλου, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ε. Αντωνόπουλος, Ι. Ζόμπολας, Σ. Μαρκάτης, Δ. Γρατσίας, Σύμβουλοι, Η. Τσακόπουλος, Δ. Μακρής, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Μ. Καλαντζής.
 Για να δικάσει:
 α) την από 17 Φεβρουαρίου 2003 αίτηση:
 του Σταύρου Σωτ. Μπελτάου, κατοίκου Αθηνών (Ζωοδ. Πηγής 4), ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (Α.Μ. 2749) και διόρισε στο ακροατήριο τον δικηγόρο Γ. Τράντα (Α.Μ. 1963), μετά του οποίου συμπαρίσταται,
 κατά 1) του Υπουργού Δικαιοσύνης, ο οποίος δεν παρέστη,
 και 2) του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών», που εδρεύει στην Αθήνα (Ακαδημίας 60), το οποίο παρέστη με τους δικηγόρους: 1. Κ. Κουτσουλέλο (Α.Μ. 12191) και 2. Β. Παπαδημητρίου (Α.Μ. 19680), που τους διόρισε με απόφασή του το Διοικητικό του Συμβούλιο
και β) τις παρεμβάσεις των: 1) Βασίλειου Ταουξή, δικηγόρου Αθηνών (Κολοκοτρώνη 72, Πειραιάς), ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως (Α.Μ. 9917) και 2) Μιχαήλ Δημητρακόπουλου, κατοίκου Αθηνών (Νεοφύτου Δούκα 11), ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (Α.Μ. 12512) και οι οποίοι διόρισαν στο ακροατήριο τον δικηγόρο Γ. Τράντα (Α.Μ. 1963), μετά του οποίου συμπαρέστησαν.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ΄ αριθμ. 2978/2004 αποφάσεως του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση αυτή.
Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η 42/2000 απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (Δ.Σ.Α.) και η 85/2002 απόφαση του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως από τον Εισηγητή, Σύμβουλο Ν. Σακελλαρίου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αιτούντα ως δικηγόρο και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αιτούντος, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση, τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της και τους πρώτο και δεύτερο των παρεμβαινόντων, ως δικηγόρους και τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, οι οποίοι ζήτησαν την αποδοχή των παρεμβάσεών τους.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, δια την άσκησιν του υπό κρίσιν ενδίκου βοηθήματος, κατεβλήθησαν τα απαιτούμενα από το νόμο τέλη και το παράβολο (υπ΄ αριθμ. 991879, 659648/03 ειδικά έντυπα παραβόλου του Δημοσίου).
2. Επειδή, με το, υπό κρίσιν, ένδικον βοήθημα, το οποίον χαρακτηρίζεται εις το δικόγραφον ως αίτησις ακυρώσεως, ζητείται, από τον ήδη αιτούντα δικηγόρον Αθηνών, η ακύρωσις: 1) της υπ΄ αρ. 85/2002 αποφάσεως του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, δια της οποίας έγινε, εν μέρει δεκτή, έφεσις, ασκηθείσα από αυτόν, κατά της υπ΄ αρ. 42/2000 αποφάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (Δ.Σ.Α.) –με την οποία είχε επιβληθεί εις αυτόν η πειθαρχική ποινή του προστίμου των τετρακοσίων χιλιάδων (400.000) δραχμών, δια τα αναφερόμενα εις την απόφασιν αυτήν πειθαρχικά παραπτώματα, εις τα οποία, φέρεται ότι, υπέπεσεν αυτός –εξηφανίσθη, ως προς την περί της επιβλητέας πειθαρχικής ποινής διάταξίν της, η προαναφερθείσα απόφασις του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δ.Σ.Α. και επεβλήθη, τελικώς, εις τον ήδη αιτούντα, δικηγόρον, η πειθαρχική ποινή του προστίμου των τετρακοσίων σαράντα (440) ευρώ και 2) της προαναφερθείσης, υπ΄ αριθμ. 42/2000, αποφάσεως του Πειθαρχικoύ Συμβουλίου του Δ.Σ.Α.
3. Επειδή, με την υπ΄ αρ. 2978/2004 απόφασιν του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας παρεπέμφθη, κατ΄ εφαρμογήν της διατάξεως της παρ. 5 του άρθρου 100 του Συντάγματος, η οποία προσετέθη με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Bουλής των Ελλήνων υπό τον τίτλον: «Ψήφιση, δημοσίευση και θέση σε ισχύ των αναθεωρημένων διατάξεων του Συντάγματος», ΦΕΚ Α 87/17.4.2001, ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας προς επίλυσιν, το ζήτημα, κατά πόσον η διάταξις του άρθρου 78 παρ. 3 του Νομοθετικού Διατάγματος 3026/1954 «Περί του Κώδικος των Δικηγόρων», ΦΕΚ Α 235, κατά την οποίαν «Αίτησις ακυρώσεως κατά των αποφάσεων Πειθαρχικού Συμβουλίου δεν συγχωρείται», προσκρούει ή όχι εις τας διατάξεις των άρθρων 20 παράγραφος 1 και 95 παράγραφος 1 και 3 του Συντάγματος.
4. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας (βλ. τα από 21.12.2004 αποδεικτικά επιδόσεως της Επιμελήτριας του Δικαστηρίου Άννας Παπουτσή) επεδόθησαν, νομοτύπως και εμπροθέσμως, εις τον Υπουργόν Δικαιοσύνης, αντίγραφα τόσον της από 10.12.2004 πράξεως του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία ορίσθη η αρχική δικάσιμος (13.2.2005) δια την εκδίκασιν του υπό κρίσιν ενδίκου βοηθήματος όσον και της υπ΄ αρ. 2978/2004 αποφάσεως του Γ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου με την οποίαν, παρεπέμφθη, το προαναφερθέν, ζήτημα, ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΑΔΙΚΟΥ ΕΙΝΑΙ  ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ ΚΑΙ ΛΟΓΙΖΕΤΑΙ ΩΣ ΥΠΟΜΝΗΜΑ

5. Επειδή, ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, με δικόγραφον, το οποίον κατετέθη, εις την Γραμματείαν του Δικαστηρίου, μετά την δημοσίευσιν της προαναφερθείσης (2978/2004) παραπεμπτικής αποφάσεως του Γ΄ Τμήματος του Δικαστήριου, παρεμβαίνει, υπέρ του κύρους των προσβαλλομένων πράξεων. Όμως, εφ΄ όσον δια του κρινομένου ενδίκου βοηθήματος προσβάλλεται και απόφασις του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δ.Σ.Α., ο εν λόγω Δικηγορικός Σύλλογος θεωρείται διάδικος και, ως εκ τούτου, το δικόγραφον της ανωτέρω παρεμβάσεως λογίζεται ως υπόμνημα.

ΙΔΙΟΤΥΠΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ Α.1 Ν.2479/97

6. Επειδή, συμφώνως προς την διάταξιν του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2479/1997, ΦΕΚ Α 67, εις δίκην ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, της Ολομελείας του Αρείου Πάγου ή της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εις την οποίαν τίθεται, εν όψει των ισχυρισμών των διαδίκων ή της τυχόν παραπεμπτικής αποφάσεως, ζήτημα εάν διάταξις τυπικού νόμου είναι σύμφωνος ή όχι προς το Σύνταγμα, έχουν δικαίωμα να ασκήσουν παρέμβασιν, πλην άλλων, φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, τα οποία δικαιολογούν έννομον συμφέρον, εν σχέσει με την κρίσιν του ζητήματος αυτού, εφ΄ όσον, το αυτό ζήτημα, εκκρεμεί εις δίκην ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή δικαστικού σχηματισμού του αυτού κλάδου δικαιοσύνης, εις την οποίαν είναι διάδικοι.
 7. Επειδή, με την ιδιότυπον αυτήν παρέμβασιν, αναπτύσσονται ερμηνευτικαί απόψεις και επιχειρήματα, τα οποία αναφέρονται αποκλειστικώς και μόνον εις ζητήματα συνταγματικότητος, τα οποία έχουν τεθεί, η δε μέλλουσα να εκδοθεί απόφασις, δεν επάγεται εννόμους συνεπείας δια τον παρεμβαίνοντα (βλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 2396/2004, 3542/2003 κ.ά.).

8. Επειδή, εν προκειμένω, εις την παρούσα δίκην, ενώπιον της Ολομελείας του Συμβούλου της Επικρατείας, παρεμβαίνουν, με χωριστά δικόγραφα, οι δικηγόροι Αθηνών: Μ. Δημητρακόπουλος και Β. Ταουξής, οι οποίοι έχουν τιμωρηθεί με αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, τας οποίας έχουν ήδη προσβάλει, με προσφυγάς των ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και εις τας οποίας εκκρεμείς δίκας τίθεται, όπως και εις την παρούσαν δίκην, το ζήτημα της τυχόν αντιθέσεως προς το Σύνταγμα της προαναφερθείσης διατάξεως του άρθρου 78 παρ. 3 του ν.δ/τος 3026/1954. Με τας παρεμβάσεις των αυτάς, οι προαναφερθέντες δικηγόροι, υποστηρίζουν, ότι η ως άνω διάταξις προσκρούει εις το Σύνταγμα και, ως εκ τούτου, δεν δύναται να εφαρμοσθή. Συνεπώς, αι προαναφερθείσαι παρεμβάσεις ασκούνται, μετ΄ εννόμου συμφέροντος, συμφώνως προς την ως άνω διάταξιν του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2479/1997 και, κατά τα λοιπά, παραδεκτώς.
9. Επειδή, εις την διάταξιν του άρθρου 8 του Συντάγματος, ορίζεται, ότι: «Κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος. Δικαστικές επιτροπές και έκτακτα δικαστήρια, με οποιοδήποτε όνομα, δεν επιτρέπεται να συσταθούν».
10. Επειδή, περαιτέρω, εις μεν την διάταξιν του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, ορίζεται, ότι: «1. Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ΄ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει», εις δε την διάταξιν του άρθρου 26 παρ. 3 του αυτού Συντάγματος ορίζεται, ότι: «Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού». Εξ άλλου, εις μεν την διάταξιν του άρθρου 87 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, ορίζεται, ότι: «1. Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία. 2. Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος», εις δε την διάταξιν της παραγράφου 2 του άρθρου 88, η οποία προσετέθη με το από 6.4.2001, ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, υπό τον τίτλον «Ψήφιση, δημοσίευση και θέση σε ισχύ, των αναθεωρημένων διατάξεων του Συντάγματος», ΦΕΚ Α 87/17.4.2001, ορίζεται, ότι: «2. Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους. Τα σχετικά με τη βαθμολογική και μισθολογική τους εξέλιξη και με την κατάστασή τους γενικά καθορίζονται με ειδικούς νόμους. Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 94, 95 και 98, διαφορές σχετικά με τις κάθε είδους αποδοχές και τις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και εφόσον η επίλυση των σχετικών νομικών ζητημάτων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων, εκδικάζονται από το ειδικό δικαστήριο του άρθρου 99. Το δικαστήριο στις περιπτώσεις αυτές συγκροτείται με τη συμμετοχή ενός επιπλέον τακτικού καθηγητή και ενός επιπλέον δικηγόρου, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συνέχιση τυχόν εκκρεμών δικών». Περαιτέρω, εις μεν την διάταξιν του άρθρου 93 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά και οργανώνονται με ειδικούς νόμους. 2. Οι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου είναι δημόσιες, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει με απόφασή του ότι η δημοσιότητα πρόκειται να είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή ότι συντρέχουν ειδικοί λόγοι προστασίας της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής των διαδίκων. 3. Κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη και απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση. Νόμος ορίζει τις έννομες συνέπειες που επέρχονται και τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβίασης του προηγούμενου εδαφίου. Η γνώμη της μειοψηφίας δημοσιεύεται υποχρεωτικά. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την καταχώριση στα πρακτικά ενδεχόμενης μειοψηφίας, καθώς και τους όρους και τις προϋποθέσεις της δημοσιότητάς της. 4. Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα», εις δε τας διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1 και 95 παράγραφοι 1 και 3 του Συντάγματος, ορίζονται, αντιστοίχως, τα εξής: «1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου» (βλ. άρθρο 94 παρ. 1, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αναθεώρησίν της με το ως άνω ψήφισμα της Ζ΄ Αναθ. Βουλής των Ελλήνων) και ότι : «1. Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν ιδίως : α) Η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή για παράβαση νόμου . . .3. Κατηγορίες υποθέσεων της ακυρωτικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να υπάγονται με νόμο, ανάλογα με τη φύση ή τη σπουδαιότητά τους, στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Το Συμβούλιο της Επικρατείας δικάζει σε δεύτερο βαθμό, όπως νόμος ορίζει» [βλ. άρθρο 95 παρ. 1 και 3, όπως η τελευταία αυτή παράγραφος ισχύει μετά την αναθεώρησίν της, με το ως άνω ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων]. Τέλος, εις την διάταξιν της παραγράφου 1 του άρθρου 99 του Συντάγματος, ορίζεται ότι: «1. Αγωγές κακοδικίας κατά δικαστικών λειτουργών δικάζονται, όπως νόμος ορίζει, από ειδικό δικαστήριο που συγκροτείται από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως Πρόεδρό του, και από ένα σύμβουλο της Επικρατείας, έναν αρεοπαγίτη, ένα σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δύο τακτικούς καθηγητές νομικών μαθημάτων των νομικών σχολών των πανεπιστημίων της Χώρας και δύο δικηγόρους, μέλη του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου των δικηγόρων, που ορίζονται με κλήρωση».

 

11. Επειδή, από τας προαναφερθείσας διατάξεις του Συντάγματος, ιδία δέ αυτάς των άρθρων 8 και 87, ερμηνευομένας, εν συνδυασμώ, προς αυτάς του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, δια των οποίων καθιερούται το δικαίωμα του ατόμου προς παροχήν εννόμου προστασίας υπό των δικαστηρίων, προκύπτει, ότι η απονομή της Δικαιοσύνης ανατίθεται, αποκλειστικώς, εις τακτικά δικαστήρια, τα οποία συγκροτούνται, από τακτικούς δικαστάς, απολαύοντας λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας και τα οποία, λειτουργούν, υπό τας εγγυήσεις, αι οποίαι θεσπίζονται, κατά τα ειδικότερον οριζόμενα, εις τας διατάξεις του άρθρου 93 του Συντάγματος, δηλαδή, συνεδριάζουν δημοσίως, αι αποφάσεις των είναι ειδικώς και εμπεριστατωμένως αιτιολογημέναι και απαγγέλλονται εν δημοσία συνεδριάσει. Επομένως, δεν είναι ανεκτή, από την ελληνικήν έννομον τάξιν, η ύπαρξις οιουδήποτε άλλου δικαστηρίου και η υπαγωγή εις αυτό, λόγω της ασκήσεως συγκεκριμένου λειτουργήματος ή επαγγέλματος, ορισμένης κατηγορίας πολιτών (Βλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 825/1988).

12. Επειδή, εις τας διατάξεις του Νομοθετικού Διατάγματος 3026/1954 «Περί του Κώδικος των Δικηγόρων», ΦΕΚ Α 235, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Ο Δικηγόρος είναι άμισθος Δημόσιος υπάλληλος, διοριζόμενος δια. . . και υπαγόμενος εις πειθαρχικήν εξουσίαν ασκούμενην κατά τας διατάξεις του παρόντος. Προ πάσης ασκήσεως των καθηκόντων του ο Δικηγόρος υποχρεούται να δώση τον όρκον της υπηρεσίας του ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου και να εγγραφή εις το μητρώον του Δικηγορικού Συλλόγου, μεθ΄ ην εγγραφήν τελειούται ο διορισμός» (άρθρον 1), «1. Η παράβασις των καθηκόντων και των υπχορεώσεων των επιβαλλομένων τω Δικηγόρω εκ τε των διατάξεων του Κώδικος, του εσωτερικού κανονισμού του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου ως και εξ αποφάσεως τινος του Διοικητικού Συμβουλίου αυτού, αποτελεί, πειθαρχικόν παράπτωμα κρινόμενον και κολαζόμενον υπό του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Συλλόγου κατά τας σχετικάς διάταξεις δια πειθαρχικής ποινής, ανεξαρτήτως πάσης ποινικής ευθύνης ή άλλης συνεπείας, κατά τους κειμένους Νόμους» (άρθρο 64 παρ. 1), «1. Αρμόδιον προς εκδίκασιν των πειθαρχικών παραπτωμάτων είναι το Πειθαρχικόν Συμβούλιον του Δικηγορικού Συλλόγου, εις όν ανήκεν ο εγκαλούμενος Δικηγόρος καθ΄ ον χρόνον υπέπεσεν εις το δι΄ ο εγκαλείται παράπτωμα, ή το Δικηγορικού Συλλόγου του τόπου της τελέσεως, προτιμωμένου του καταρξαμένου της διώξεως. 2. Παρ’ οις Συλλόγοις το Διοικητικόν Συμβούλιον σύγκειται εκ τριών μελών, αρμόδιον είναι το Πειθαρχικόν Συμβούλιον του Δικηγορικού Συλλόγου της έδρας του Εφετείου, εάν δε και τούτο ομοίως, ορίζει το Ανώτατον Πειθαρχικόν Συμβούλιον το Πειθαρχικόν Συμβούλιον άλλου Δικηγορικού Συλλόγου. 3. Προκειμένου περί μελών Διοικητικού Συμβουλίου Δικηγορικού Συλλόγου όπου δεν εδρεύει Εφετείον, αρμόδιον Πειθαρχικόν Συμβούλιον είναι το της έδρας του Εφετείου, προκειμένου δε περί μελών Διοικητικού Συμβουλίου Δικηγορικού Συλλόγου εν έδρα Εφετείου αρμόδιον είναι το Πειθαρχικόν Συμβούλιον του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και προκειμένου περί μελών του Διοικητικού Συμβουλίου των Δικηγορικών Συλλόγων Αθηνών και Πειραιώς, αρμόδιον είναι το Ανώτατον Πειθαρχικόν Συμβούλιον». (άρθρον 66 παρ. 1, 2 και 3), «1. Η πειθαρχική εξουσία ασκείται υπό του οικείου Συμβουλίου αυτεπαγγέλτως ή επί εγγράφω ή προφορική αναφορά ή ανακοινώσει Δημοσίας Αρχής ή και επί τη αιτήσει του φερομένου ως πειθαρχικώς διωκτέου. 2. Εντός εξ το βραδύτερον μηνών από της αυτεπαγγέλτου ενάρξεως της πειθαρχικής διώξεως ή της αναφοράς, το Πειθαρχικόν Συμβούλιον οφείλει να περατώση την ανάκρισιν και να εκδώση την οριστικήν αυτού απόφασιν, πλην εάν συντρέχωσι περιπτώσεις των άρθρων 65 παρ. 1 και 67 παρ. 3 οπότε το εξάμηνον τούτο άρχεται από της προς τον Πρόεδρον του Συλλόγου γνωστοποιήσεως της αποφάσεως του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου ή του Δικαστηρίου». (άρθρον 68 παρ. 1 και 2) «1. Άμα τη υποβολή προς τον Δικηγορικόν Σύλλογον αναφοράς κατά Δικηγόρου ή άμα τη ανακαλύψει οιουδήποτε παραπτώματος, ο Πρόεδρος ή ο νόμιμος αυτού αναπληρωτής, υποχρεούται δίδων τον προσήκοντα χαρακτηρισμόν του παραπτώματος να ορίση εν εκ των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου ως Εισηγητήν δια πράξεως καταχωριζομένης εις ειδικόν βιβλίον. 2. Το Διοικητικόν Συμβούλιον του Συλλόγου προβαίνει εις την συγκρότησιν του Πειθαρχικού Συμβουλίου κατά το άρθρ. 239» (άρθρον 72 παρ. 1 και 2), «1. Αι υπό του Πειθαρχικού Συμβουλίου επιβαλλόμεναι πειθαρχικαί ποιναί είναι: α) επίπληξις, β) πρόσιμον, γ) προσωρινή παύσις από του Δικηγορικού λειτουργήματος, 8 ημερών μέχρις 6 μηνών και δ) οριστική παύσις. 2. Το ανώτατον και κατώτατον όριον του ποσού του προστίμου καθορίζεται δι΄ αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου εκάστου Δικηγορικού Συλλόγου κατά Ιανουάριον εκάστου έτους. Εάν η απόφαση αυτή δεν εκδοθεί μέχρι το τέλος Ιανουαρίου εκάστου έτους, το ποσόν του προστίμου ορίζεται σε 10.000 δρχ. το κατώτατο και 200.000 δρχ. το ανώτατο. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης αναπροσαρμόζονται τα πιο πάνω ποσά. 3. Η ποινή της οριστικής παύσεως επιβάλλεται μόνον εάν συντρέχη περίπτωσις εκ των εν άρθρω 81 αναφερομένων. 4. Η επιβάλλουσα ποινήν απόφασις επιδίδεται εντός τριάκοντα ημερών από της εκδόσεώς της εις τον εγκαλούμενον» (άρθρον 76, όπως διεμορφώθη η παρ. 3 αυτού, με την διάταξιν της παρ. 5 του άρθρου 24 του ν. 1968/1991, ΦΕΚ Α 150), « 1. Ο τιμωρηθείς Δικηγόρος δικαιούται εντός 10 ημερών από της επιδόσεως της αποφάσεως να εκκαλέση ταύτην ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου. 2. Η έφεσις γίνεται ενώπιον του Γραμματέως του Πειθαρχικού Συμβουλίου, του εκδόντος την απόφασιν, δι’ εκθέσεως, υποχρεούται δε ούτος όπως εντός δεκαημέρου διαβιβάση ταύτην μεθ’ όλων των σχετικών εγγράφων εις τον Γραμματέα του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου. Η τε προθεσμία προς έφεσιν και η άσκησις της εφέσεως έχουσιν ανασταλτικήν δύναμιν» (άρθρον 77). «1. Δικηγόρος δύναται να παυθή οριστικώς: α) Εάν κηρυχθείς ένοχος πλημμελήματος εκ των εν τω άρθρω 26 παρ.1 του παρόντος, ετιμωρήθη δια ποινής μη συνεπαγομένης αδυναμίαν διορισμού αυτού ως Δικηγόρου, β) . . . , γ) εάν ετιμωρήθη εντός τριετίας δια δύο πειθαρχικών ποινών υπό του Πειθαρχικού Συμβουλίου, εξ ών η μία προστίμου τουλάχιστον, η δε δευτέρα προσωρινής παύσεως ελάσσονος των έξ μηνών, δ) εάν ετιμωρήθη ήδη δια πειθαρχικής ποινής προσωρινής παύσεως εξ μηνών και ε) εάν ετιμωρήθη πρότερον πειθαρχικώς επί τινι των ασυμβιβάστων του άρθρου 63. 2. . . . 3. . . . (άρθρον 81), «1. Η περί οριστικής παύσεως απόφασις του Πειθαρχικού Συμβουλίου διαβιβάζεται υπό του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου, εντός μηνός από της εκδόσεως αυτής, προς τον Πρόεδρον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου, όπως εισαχθή εις τούτο προς κρίσιν και αν δεν ήθελεν ενασκηθή παρά του Δικηγόρου έφεσις. 2. Από της ως εν παρ. 3 του άρθρου 78 κοινοποιήσεως της επικυρωτικής αποφάσεως του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου, ο τιμωρηθείς αποβάλλει αυτοδικαίως την ιδιότητα του Δικηγόρου εφαρμοζομένης της παρ. 3 του άρθρ. 80» (άρθρον 82), «1. Εις το Διοικητικόν Συμβούλιον ανήκει : α) Η εποπτεία διά την προσήκουσαν και αξιοπρεπή άσκησιν του λειτουργήματος εκ μέρους των Δικηγόρων, των δοκίμων Δικηγόρων, των δικολάβων και των ασκουμένων και η πειθαρχική τούτων δίωξις και τιμωρία κατά τα ειδικώς οριζόμενα» (άρθρον 201 παρ. 1), «Τα μέλη του Συλλόγου υποχρεούνται, προς εφαρμογήν των εν τω προηγουμένω άρθρω, να εμφανίζωνται προσκαλούμενα, ενώπιον του Προέδρου ή του νομίμου αναπληρωτού αυτού, να παρέχωσι τας αιτουμένας εξηγήσεις και να υπακούωσιν εις τας εκδιδομένας αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου. Εν περιπτώσει δυστροπίας προς εκπλήρωσιν τόσον των ανωτέρω όσον και των εν άρθροις 60, 199 και 200 αναγραφομένων υποχρεώσεων, το Συμβούλιον δύναται να προκαλέση την εφαρμογήν των πειθαρχικών διατάξεων» (άρθρον 202), «1. Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον αποτελείται υπό του Προέδρου ή Αντιπροέδρου του Συλλόγου και τεσσάρων μελών. 2. Παρ’ οίς Συλλόγοις το Διοικητικόν Συμβούλιον σύγκειται εκ τριών μόνον μελών, δεν δύναται ν’ αποφασίζη ει μη μόνον περί των εν άρθρ. 4, 5 και 9 υποθέσεων, αι δε λοιπαί πειθαρχικαί υποθέσεις παραπέμπονται εις το αρμόδιον κατά το άρθρ. 66 εδάφ. 3 Πειθαρχικόν Συμβούλιον του Δικηγορικού Συλλόγου της έδρας του οικείου Εφετείου. 3. Παρ’ οίς Συλλόγοις το Διοικητικόν Συμβούλιον αποτελείται εξ εξ και πλέον μελών, μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι τέσσαρες εκ των Συμβούλων, οριζόμενοι δι’ εκάστην υπόθεσιν υπό του Διοικητικού Συμβουλίου. 4. Προκειμένου περί δεκαπενταμελών Διοικητικών Συμβουλίων δύνανται δι’ αποφάσεων αυτών να ιδρύωνται πλείονα του ενός Πειθαρχικά Συμβούλια, οπότε του μεν εξ αυτού πρώτου προεδρεύει ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου, του δευτέρου ο Αντιπρόεδρος και του τυχόν τρίτου ο αρχαιότερος των μετεχόντων αυτού μελών. 5. Στη σύνθεση των πενταμελών πειθαρχικών Συμβουλίων του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, μετέχουν δύο μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, ανάμεσα στα οποία ο Πρόεδρος ή ένας από τους Αντιπροέδρους ή ο Γενικός Γραμματέας. Για τη συμπλήρωση των Πειθαρχικών Συμβουλίων το Διοικητικό Συμβούλιο εκλέγει κάθε Δεκέμβριο μέχρι 35 μέλη που πρέπει να είναι δικηγόροι γραμμένοι στα μητρώα του Συλλόγου με συνολική δικηγορική υπηρεσία το λιγότερο 10 χρόνων και που κατά την κρίση του Διοικητικού Συμβουλίου διακρίνονται για το ήθος τους και για την προσήλωσή τους στις παραδόσεις του Σώματος. Τα ονόματά τους ανακοινώνονται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η θητεία τους διαρκεί ολόκληρο τον επόμενο χρόνο και μπορεί ν’ ανανεώνεται. Έχουν όλα τα καθήκοντα και τις εξουσίες μελών των Πειθαρχικών Συμβουλίων και μπορούν να είναι Εισηγητές κατά τα άρθρα 72 και επόμενα» (άρθρον 239, όπως η παρ. 5 αυτού, διεμορφώθη με τις διατάξεις των άρθρων 13 του ν. 1273/1982, ΦΕΚ Α 97, και 25 παρ. 1 του ν. 1366/1983, ΦΕΚ Α 81) «1. Τον Πρόεδρον του Δικηγορικού Συλλόγου κωλυόμενον αναπληροί ο Αντιπρόεδρος και τούτον ο εν τη Δικηγορική υπηρεσία εκ των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου αρχαιότερος. 2. Εάν δεν υπάρχη επαρκής αριθμός Συμβούλων προς συγκρότησιν Πειθαρχικού Συμβουλίου, κατά τας προηγουμένας παραγράφους, παραπέμπεται η υπόθεσις, αιτήσει του Προέδρου του Συλλόγου ή του εγκαλουμένου, εις το Πειθαρχικόν Συμβούλιον ετέρου Συλλόγου υπό του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου εκτός εάν η Διοίκησις του Συλλόγου ήθελε κατ’ Ιανουάριον εκάστου έτους καταρτίση πίνακα εκ πέντε αναπληρωματικών μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου διά την συγκρότησιν τούτου εν περιπτώσει ανεπαρκείας του αριθμού λόγω κωλυμάτων ή εξαιρέσεων. Η συμπλήρωσις γίνεται κατά την εν τω πίνακι σειράν. Η άνευ ειδικού και αποχρώντος λόγου δήλωσις κωλύματος αποτελεί πειθαρχικόν παράπτωμα» (άρθρον 240, όπως η παρ. 2 αυτού διεμορφώθη με την διάταξιν του άρθρου 10 του ν.δ. 4189/1961, ΦΕΚ Α 149), «1. Η θητεία του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζεται ενιαύσιος από της 1ης Ιανουαρίου μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου. Εντός του μηνός Δεκεμβρίου εκλέγεται το νέον Ανώτατον Πειθαρχικόν Συμβούλιον, του οποίου η θητεία λήγει την 31ην Δεκεμβρίου του επόμενου έτους. 2. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο εδρεύει στην Αθήνα, στον Άρειο Πάγο. Το αποτελούν ο Πρόεδρος, του Αρείου Πάγου ως Πρόεδρος, ένας Αρεοπαγίτης ως μέλος και τρείς δικηγόροι με συνολική υπηρεσία το λιγότερο 15 χρόνων ως τακτικά μέλη. Αναπληρωματικά μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζονται ένας Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, δύο Αρεοπαγίτες και έξι δικηγόροι. Καθήκοντα Γραμματέα του Συμβουλίου ασκεί ο Γραμματέας του Αρείου Πάγου ή ο νόμιμος αναπληρωτής του. 3. Τα εκ των μελών του Αρείου Πάγου μέλη του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου, τακτικά και αναπληρωματικά, διορίζονται εντός του μηνός Δεκεμβρίου δια το επόμενον έτος δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Δικαιοσύνης. 4. Tα εκ δικηγόρων, τακτικά και αναπληρωματικά μέλη του Ανωτάτου πειθαρχικού Συμβουλίου διορίζονται δι’ αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης, δημοσιευομένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εντός του τελευταίου δεκαημέρου του μηνός Δεκεμβρίου, διά το επόμενον έτος εκ πίνακος συντασσομένου υπό του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών εις διπλάσιον αριθμόν, κατόπιν μυστικής ψηφοφορίας και δι’ απολύτου πλειοψηφίας της ολομελείας αυτού» (άρθρον 242, όπως οι παρ. 2 και 4 αυτού αντικατεστάθησαν με την διάταξιν του άρθρου 25 παρ. 3 του ν. 1366/1983 και 14 του ν. 3790/1957, ΦΕΚ Α 209, αντιστοίχως). «1. Τα Πειθαρχικά Συμβούλια υπόκεινται εν γένει, όσον αφορά την εμπρόθεσμον και προσήκουσαν διεξαγωγήν των της δικαιοδοσίας αυτών υποθέσεων, εις τον έλεγχον και την εποπτείαν του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου. 2. Ο παρά τω Αρείω Πάγω Εισαγγελεύς έχει το δικαίωμα να παρακολουθή τας υποθέσεις των Πειθαρχικών Συμβουλίων και ν’ αναφέρεται εις το Ανώτατον Πειθαρχικόν Συμβούλιον απ’ ευθείας. Προσέτι δικαιούται ούτος μη περιοριζόμενος υπό προθεσμίας τινός να φέρη ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου, πάσαν περί δικηγόρων απόφασιν του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ην φρονεί στηριχθείσαν επί παρερμηνείας ή πλημμελούς εφαρμογής του νόμου, κατά δε τας περιπτώσεις ταύτας, το Ανώτατον Πειθαρχικόν Συμβούλιον, αποδεχόμενον την γνώμην του Εισαγγελέως επί μεν των καταδικαστικών αποφάσεων απαλλάσσει τον τιμωρηθέντα Δικηγόρον και αν η απόφασις έχη καταστή τελεσίδικος δια μη εγκαίρου ασκήσεως εφέσεως, επί δε των απαλλακτικών αποφαίνεται αμετακλήτως περί του νομικού μόνον ζητήματος και εξαφανίζει υπέρ του νόμου την απόφασιν του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Συλλόγου. Δικαιούται επίσης να εκκαλή ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου οιανδήποτε απόφασιν των πρωτοβαθμίων Πειθαρχικών Συμβουλίων δια λόγους ουσιαστικής εκτιμήσεως εντός προθεσμίας δύο μηνών από της εκδόσεως της αποφάσεως. Οι Εισαγγελείς Πρωτοδικών και Εφετών οφείλουσι ν’ αναφέρωσιν εις τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την έκδοσιν πάσης αποφάσεως» (άρθρον 243, όπως η παράγραφος 2 αυτού διεμορφώθη με την διάταξιν του άρθρου 15 του ν. 3790/1957).

 

ΤΟ ΚΡΙΣΙΜΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΕΝΤΑΣΣΟΝΤΑΙ ΟΡΓΑΝΙΚΑ ΤΑ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ  ΣΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ Ή ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

13. Επειδή, από τας ως άνω διατάξεις του Κώδικος περί Δικηγόρων, ερμηνευομένας εν όψει της εννοίας των ανωτέρω διατάξεων του Συντάγματος, προκύπτει ότι τα πειθαρχικά Συμβούλια Δικηγόρων, δεν συνιστούν δικαστήρια και δεν αποτελούν όργανα, εντεταγμένα εις την δικαστικήν οργάνωσιν του Κράτους, ανεξαρτήτως της προβλεπομένης από τον νόμον συμμετοχής εις το πενταμελές Ανωτάτον Πειθαρχικόν Συμβούλιον Δικηγόρων και δύο τακτικών δικαστών πέραν των τριών μετεχόντων εις αυτό δικηγόρων, αλλά αποτελούν πειθαρχικά όργανα της Διοικήσεως, αι αποφάσεις των οποίων, υπόκεινται, εις δικαστικόν έλεγχον.

Κατά την ειδικοτέραν δέ γνώμην, την οποίαν διετύπωσαν οι Σύμβουλοι: Π. Πικραμμένος, Αθ. Ράντος, Ιωαν. Μαντζουράνης και Αρ. Βώρος, τα Πειθαρχικά Συμβούλια των Δικηγόρων, αποτελούν, όπως ευθέως προκύπτει εκ των ανατιθεμένων, εις αυτά, από τας προαναφερθείσας διατάξεις του Κώδικος περί Δικηγόρων, διοικητικής φύσεως, αρμοδιοτήτων, συνισταμένων εις την άσκησιν του πειθαρχικού ελέγχου των Δικηγόρων, συλλογικά όργανα της Διοικήσεως, εντεταγμένα εις τον διοικητικόν μηχανισμόν του Κράτους, τα οποία επιτελούν έργον συμφυές με την άσκησιν Διοικήσεως και όχι με την απονομήν της Δικαιοσύνης, μη αποτελούντα Δικαστήρια, κατά την έννοιαν του Συντάγματος και τας διεπούσας αυτά διατάξεις και, ως εκ τούτου, αι πράξεις αι οποίαι εκδίδονται από τα Πειθαρχικά Συμβούλια των Δικηγόρων υπόκεινται εις δικαστικόν ελέγχον. (παραβ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 2011/2003).

Τέλος, κατά την ειδικοτέραν γνώμην, του Συμβούλου Ν. Σακελλαρίου, αι αποφάσεις των Πειθαρχικών Συμβουλίων των οικείων Δικηγορικών Συλλόγων και του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων υπόκεινται εις τον ελέγχον του Δικαστηρίου, δοθέντος ότι, ο θεσπιζόμενος, με την διατάξιν του άρθρου 78 παρ. 3 του Κώδικος περί Δικηγόρων, αποκλεισμός του δικαστικού των ελέγχου, με το ένδικον βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως, προσκρούει, ευθέως, εις την διάταξιν άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως «δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» (ΕΣΔΑ), η οποία, ως εκ του υπερνομοθετικού χαρακτήρος της, κατισχύει της προαναφερθείσης διατάξεως του Κώδικος περί Δικηγόρων.
14. Επειδή, υπό τα δεδομένα αυτά και συμφώνως προς τα ήδη εκτεθέντα, η διάταξις, της παρ. 3 του άρθρου 78 του Κώδικος περί Δικηγόρων, δια της οποίας, αποκλείεται, κατά την αδιάστικτον διατύπωσίν της, η άσκησις του συνταγματικώς κατοχυρωμένου (βλ. άρθρα 20 παρ. 1 και 95 παράγραφος 1 (εδαφ. α΄) και 3 του Συντάγματος) ενδίκου βοηθήματος της αιτήσεως ακυρώσεως κατά όλων, αδιακρίτως, των αποφάσεων των Πειθαρχικών Συμβουλίων των Δικηγόρων, αντίκειται εις το Σύνταγμα και δεν είναι εφαρμοστέα.

 

Εμειοψήφισαν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου και οι Σύμβουλοι Αν. Γκότσης, Δημ. Μπριόλας, Αικ. Χριστοφορίδου, Δημ. Αλεξανδρής και Αθ. Καραμιχαλέλης, οι οποίοι διετύπωσαν την γνώμην ότι από τας προαναφερθείσας διατάξεις του Κώδικος περί Δικηγόρων, προκύπτει ότι τα Πειθαρχικά Συμβούλια των οικείων Δικηγορικών Συλλόγων και το Ανώτατον Πειθαρχικόν Συμβούλιον Δικηγόρων, ασκούν αρμοδιότητα, η οποία είναι μεν, κατά περιεχόμενον, διοικητικής φύσεως, συνδέεται, όμως, στενώς, ως εκ του κυρίου έργου του δικηγόρου –ο οποίος ασκεί μεν ελευθέριον επάγγελμα, το οποίον όμως έχει και χαρακτήρα δημοσίου λειτουργήματος, συναπτομένου, αμέσως, προς το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης (βλ. και άρθρα 88 παρ. 2 και 99 παρ. 1 του Συντάγματος, βλ. επίσης Σ.τ.Ε. Ολομ. 413/1993 και 1618/1988)– προς την εύρυθμον λειτουργίαν της δικαιοσύνης και, ως εκ τούτου, εντάσσεται εις το πλαίσιον της δικαστικής και όχι της διοικητικής Οργανώσεως της Πολιτείας. Συνεπώς, αι αποφάσεις αυτών, καίτοι δεν είναι δικαιοδοτικαί, δεν συνιστούν πράξεις διοικητικής αρχής, υπό την έννοιαν του άρθρου 95 του Συντάγματος και του άρθρου 45 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, ΦΕΚ Α 8, υποκειμένας εις αίτησιν ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το παραδεκτόν δέ της επί ακυρώσει προσβολής των αποφάσεων των ως άνω Πειθαρχικών Συμβουλίων δεν δύναται να εύρη έρεισμα εις το άρθρον 20 και εις το άρθρον 87 παράγρ. 1 του Συντάγματος το μεν, διότι η υπό των δικαστηρίων παροχή εννόμου προστασίας τελεί υπό τας υπό του Συντάγματος και των νόμων οριζομένας προϋποθέσεις, το ένδικον δε βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως, παρέχεται υπό του Συντάγματος, μόνον κατά των πράξεων των διοικητικών αρχών, εις ας δεν περιλαμβάνονται, κατά τα προεκτεθέντα, τα εντεταγμένα εις την δικαστικήν οργάνωσιν της Πολιτείας συλλογικά όργανα, όπως είναι τα προαναφερθέντα Πειθαρχικά Συμβούλια, το δε, διότι ο ανωτέρω χαρακτήρ των Συμβουλίων τούτων προκύπτει εκ του συνόλου των προαναφερθεισών διατάξεων του Κώδικος περί Δικηγόρων, των αφορωσών εις την αρμοδιότητα αυτών και τον τρόπον οργανώσεως και λειτουργίας των και δεν εξαρτάται εκ μόνης της ιδιότητος των συγκροτούντων αυτό μελών ιδία δε εκ της δυνατότητος συμμετοχής των εκ δικηγόρων μελών αυτού εις την σύνθεσιν των δικαστηρίων. (βλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 668/1977, 1772/1969).

15. Επειδή, εξ άλλου, η θέσις του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως Δικαστηρίου, το οποίον εκδικάζει, συμφώνως προς την διάταξιν του άρθρου 95 παρ. 1 εδάφ. α΄ του Συντάγματος, την αίτησιν ακυρώσεως, κατά των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών, είναι, καιρίας σημασίας, δια το Κράτος Δικαίου, το οποίον καθιερώνεται από το Σύνταγμα και η γενική ακυρωτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου τούτου, δέν αφίεται από το Σύνταγμα εις την απόλυτον διάθεσιν του κοινού νομοθέτου. Ειδικώτερον, η δυνατότης του κοινού νομοθέτου να υπαγάγει εις τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, συμφώνως προς την παράγραφον 3 του άρθρου 95 του Συντάγματος, κατηγορίας ακυρωτικών διαφορών, καθώς και να υπαγάγει εις τα ίδια δικαστήρια τας ουσιαστικάς διοικητικάς διαφοράς, εκτός βεβαίως εκείνων των διοικητικών διαφορών ουσίας, τας οποίας, το ίδιον το Σύνταγμα αναθέτει εις άλλα δικαστήρια, δεν δύναται, κατά την έννοιαν των συνταγματικών διατάξεων, να εκταθεί μέχρι σημείου που να καταλύεται ή να απορροφάται η γενική ακυρωτική δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η διατήρησις της οποίας τίθεται ως όριον εις την σχετικήν νομοθετικήν ευχέρειαν. (βλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 1095/1987). Περαιτέρω, λόγω της γενικής εκ του Συντάγματος ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας επί των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών, ο νόμος, δύναται να αναθέτει εις τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, όταν η διαφορά γεννάται από εκτελεστήν διοικητικήν πράξιν μόνον ειδικήν, δια συγκεκριμένας κατηγορίας υποθέσεων δικαιοδοσία, οργανώνοντας, καταλλήλως, την δικονομικήν προστασίαν των διαδίκων. Αι δε διοικητικαί πράξεις κατά των οποίων δεν έχει ή δεν θα έχει προβλεφθεί ειδικώς, δηλαδή με την μνείαν του ειδικού αντικειμένου αυτών, μέσον προσβολής ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, εξακολουθούν να εμπίπτουν εις την γενικήν ακυρωτικήν δικαιοδοσίαν του Συμβουλίου της Επικρατείας, υπό τους όρους κατά τους οποίους είναι παραδεκτή τυπικώς και εξετάζεται κατ΄ ουσίαν η αίτησις ακυρώσεως. Η επέκτασις δέ της ειδικής δικαιοδοσίας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, από τον κοινόν νομοθέτην, δεν δύναται, κατά τα ήδη εκτεθέντα, να επιφέρει ανατροπήν, ουσιαστικώς, της γενικής ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας και μετάθεσιν αυτής εις τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, είτε υπό την μορφήν ακυρωτικής διαφοράς, είτε υπό την μορφήν διοικητικής διαφοράς ουσίας (βλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 1095/1987).

ΤΑ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΕΙΝΑΙ ΑΚΥΡΩΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΟΤΙ ΔΕΝ ΥΠΗΧΘΗΣΑΝ ΕΙΔΙΚΩΣ ΣΤΑ ΤΔΔ ΕΝΩ ΟΙ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΙ ΣΥΛΛΟΓΟΙ ΕΧΟΥΝ ΙΔΑΖΟΥΣΑ ΦΥΣΗ ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΟΤΙ ΜΕΛΗ ΤΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΙ ΤΗΣ ΔΙΑΚΙΟΣΥΝΗΣ

16. Επειδή, εις την διάταξιν του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 1406/1983 (Α’ 182), η οποία προσετέθη με την διάταξιν του άρθρου 29 παρ. 4 του ν. 2721/1999 (Α’ 112), ορίζεται ότι : «Στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται, εκδικαζόμενες ως διαφορές ουσίας, οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά : α) . . . δ) επιβολή πειθαρχκών ποινών σε μέλη επαγγελματικών ενώσεων με χαρακτήρα νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, όπως είναι, ιδίως, οι ιατρικοί, οδοντιατρικοί και φαρμακευτικοί σύλλογοι, το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος, το Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος και η Ένωση Ελλήνων Χημικών». Περαιτέρω, εις την διάταξιν του άρθρου 2 παρ. 1 του ίδιου Ν. 1406/1983 ορίζεται ότι : «Οι εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις, που εκδίδονται στις περιπτώσεις του προηγούμενου άρθρου, καθώς και οι παραλείψεις κατά τους όρους του άρθρου 19 παρ. 2 του π.δ. 341/1978 (Α’ 71) των οργάνων του Δημοσίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου υπόκεινται σε προσφυγή και αν αυτό δεν προβλέπεται από τη σχετική νομοθεσία». Εξ άλλου, εις τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος εκυρώθη με το άρθρον πρώτον του ν. 2717/1999 (Α’ 97) ορίζονται, μεταξύ άλλων τα εξής: «Οι διατάξεις του Κώδικα αυτού διέπουν την εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια» (άρθρον 1), «1. Αρμόδιο στον πρώτο, ή πρώτο και τελευταίο βαθμό είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει η αρχή από πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια οργάνου της οποίας δημιουργήθηκε η διαφορά. Η αρμοδιότητα αυτή, διατηρείται και στις περιπτώσεις που, κατά των πράξεων ή παραλείψεων τούτου, ασκείται οποιαδήποτε διοικητική προσφυγή» (άρθρον 7), «Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται σε ειδικές διατάξεις του Κώδικα, οι εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις, από τις οποίες δημιουργούνται κατά νόμο διοικητικές διαφορές ουσίας, υπόκεινται σε προσφυγή» (άρθρον 63).

17. Επειδή, από τας ως άνω διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 1406/83, ερμηνευομένας, εν όψει της εννοίας των ανωτέρω Συνταγματικών διατάξεων, προκύπτει, ότι, αι διοικητικαί διαφοραί, αι οποίαι αναφύονται από τας αποφάσεις των Πειθαρχικών Συμβουλίων των οικείων Δικηγορικών Συλλόγων, και του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, με τας οποίας, επιβάλλονται, πειθαρχικαί ποιναί εις δικηγόρους, δεν υπήχθησαν, εις την δικαιοδοσίαν των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, εκδικαζόμεναι, πλέον, από αυτά, ως διοικητικαί διαφοραί ουσίας, αλλά, εξακολουθούν, να ανήκουν, εις την γενικήν ακυρωτικήν δικαιοδοσίαν του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποτελούσαι ακυρωτικάς διοικητικάς διαφοράς. Τούτο δε διότι, μεταξύ των αναφερομένων, εις την ως άνω διάταξιν του ν. 1406/1983, ως υπαγομένων εις την δικαιοδοσίαν των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, διοικητικών διαφορών, αι οποίαι αναφύονται από την επιβολήν πειθαρχικών ποινών, εις τα μέλη των επαγγελματικών ενώσεων με χαρακτήρα νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) και, αι οποίαι απαριθμούνται εις αυτήν, δεν γίνεται, ειδική μνεία, περί του ότι υπάγονται εις την δικαιοδοσίαν των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και αι συγκεκριμέναι διοικητικαί διαφοραί, δηλαδή, αι ακυρωτικαί διοικητικαί διαφοραί, αι οποίαι αναφύονται από την επιβολήν πειθαρχικών ποινών εις δικηγόρους από τα Πειθαρχικά Συμβούλια των οικείων Δικηγορικών Συλλόγων και το Ανώτατον Πειθαρχικόν Συμβούλιον Δικηγόρων. Η έλλειψις δε αυτή ειδικής αναφοράς περί του ότι υπάγονται εις την δικαιδοσίαν των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και αι διοικητικαί διαφοραί, αι οποίαι αναφύονται από τας προαναφερθείσας αποφάσεις των Πειθαρχικών Συμβουλίων των οικείων Δικηγορικών Συλλόγων και του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, με τας οποίας επιβάλλονται πειθαρχικαί ποιναί εις δικηγόρους, δεν αίρεται από την ενδεικτικήν απαρίθμησιν, εις την διάταξιν αυτήν, ορισμένων επαγγελματικών ενώσεων με χαρακτήρα νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.), αι διαφοραί από την επιβολήν πειθαρχικών ποινών εις τα μέλη των οποίων, υπήχθησαν εις τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Τούτο δε εν όψει της ιδιαζούσης φύσεως των Δικηγορικών Συλλόγων, οι οποίοι συνιστούν μεν και αυτοί ν.π.δ.δ., τα οποία είναι συγχρόνως φορείς των επαγγελματικών συμφερόντων των μελών των, πλην, αποτελούνται, από δικηγόρους, οι οποίοι έχουν την ιδιότητα δημοσίου λειτουργού, είναι διορισμένοι εις την περιφέρειαν του οικείου Πρωτοδικείου και είναι υποχρεωτικώς μέλη των οικείων Δικηγορικών Συλλόγων (βλ. και Σ.τ.Ε. Ολομ. 2512/1997).

Κατά την γνώμην όμως των Συμβούλων Σπ. Καραλή, Αν. Γκότση, Ελ. Δανδουλάκη, Γ. Σγουρόγλου, Αθ. Καραμιχαλέλη, Γ. Ποταμιά και Ι. Ζόμπολα, αι αναφυόμεναι από τας αποφάσεις των ως άνω Πειθαρχικών Συμβουλίων διαφοραί συνιστούν, εν όψει των προαναφερθεισών διατάξεων του ν. 1406/1983 και του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας διοικητικάς διαφοράς ουσίας, αι οποίαι έχουν υπαχθεί εις την δικαιοδοσίαν των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, υποκείμεναι εις προσφυγήν ενώπιον αυτών.
18. Επειδή, εξ άλλου, εις την διάταξιν της παραγράφου 1 του άρθρου 6 της από 4 Νοεμβρίου 1950 Ευρωπαϊκής Συμβάσεως «δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών», η οποία είχεν αρχικώς κυρωθεί με τον νόμον 2329/1953, ΦΕΚ Α 68 και εν συνεχεία εκυρώθη, εκ νέου, με το ν.δ. 53/1974, ΦΕΚ Α 256), ορίζεται, ότι: «1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. Η απόφασις δέον να εκδοθή δημοσία, η είσοδος όμως εις την αίθουσαν των συνεδριάσεων δύναται να απαγορευθή εις τον τύπον και το κοινόν καθ’ όλην ή μέρος της διαρκείας της δίκης προς το συμφέρον της ηθικής, της δημοσίας τάξεως ή της εθνικής ασφαλείας, εν δημοκρατική κοινωνία, όταν τούτο ενδείκνυται υπό των συμφερόντων των ανηλίκων ή της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων, ή, εν τω κρινομένω υπό του Δικαστηρίου ως απολύτως αναγκαίω μέτρω, όταν υπό ειδικάς συνθήκας η δημοσιότης θα ηδύνατο να παραβλάψη τα συμφέροντα της δικαιοσύνης».
19. Επειδή, δια των προαναφερθεισών διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, κατοχυρούται, το δικαίωμα του ατόμου, όπως τύχει «δικαίας δίκης», υπό την έννοιαν ότι, τούτο, δικαιούται, όπως η υπόθεσίς του εξετασθεί από «δικαστήριον», το οποίον, πρέπει να λειτουργεί, υπό τας εγγυήσεις της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας, όταν αυτό αποφαίνεται είτε επί των «αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως», εις τας οποίας εμπίπτουν και αι διαφοραί, αι οποίαι αναφύονται από πράξεις πειθαρχικών οργάνων [βλ. Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ευρ. Δ.Δ.Α.) Albert et Le Compte c. Belgique, 10.2.1983, Συλλογή Αποφάσεων Σειρά Α΄ no 58, σελ. 14. Diennet c. France, 26.9.1995, Συλλογή Αποφάσεων, Σειρά Α σελ. 325, Le Compte, Van Leuven et De Meyere c. Belgique, 23.6.1981, Συλλογή Σειρά Α΄ no 43 σελ. 24 κ.α.] είτε «επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως» και το οποίον πρέπει να εκδίδει την απόφασίν του «εντός ευλόγου προθεσμίας». Ως «δικαστήριον» δε, κατά τα ειδικώτερον οριζόμενα εις την προαναφερθείσα διάταξιν, νοείται το όργανο εκείνο, το οποίον αποφαίνεται επί των υπαγομένων εις την αρμοδιότητά του υποθέσεων, επί τη βάσει της κειμένης νομοθεσίας και μετά τήρησιν ορισμένης διαδικασίας, η οποία πρέπει να τελεί υπό ορισμένας εγγυήσεις. Αι εγγυήσεις αυταί, συνίστανται, αφ΄ ενός μεν εις την δημοσιότητα των συνεδριάσεών του, αφ΄ ετέρου δέ εις την δημοσίευσιν αποφάσεών του κατά τα ειδικώτερον οριζόμενα, εις την ως άνω διάταξιν της ΕΣΔΑ. Αι διαδικαστικαί, δέ αυταί, εγγυήσεις, αποτελούν, ως εκ του θεμελιώδους χαρακτήρος αυτών, ουσιώδη, στοιχεία της εννοίας της «δικαίας δίκης», την οποίαν, κατοχυρώνει, υπέρ του ατόμου, η διάταξις αυτή της ΕΣΔΑ (Βλ. Ευρ. Δ.Δ.Α. Η. contre Belgique 30.11.1987, Συλλογή Σειρά Α, no 127, σελ. 36 κ.ά.). Περαιτέρω, ακόμη και εις περίπτωσιν, κατά την οποίαν ήθελε διαπιστωθεί ότι, το όργανον, το οποίον είναι επιφορτισμένον με την επιτέλεσιν του ως άνω έργου, δεν ανταποκρίνεται εις τας τασσομένας από την προαναφερθείσα διάταξιν της ΕΣΔΑ απαιτήσεις, ώστε να είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι, τούτο, συνιστά, «δικαστήριον», κατά την έννοιαν αυτής, είναι, εν τούτοις, δυνατόν να θεωρηθεί, ότι δεν παραβιάζεται η προαναφερθείσα διάταξις της ΕΣΔΑ, εφ΄ όσον, προβλέπεται ότι, αι αποφάσεις του, υπόκεινται εις δικαστικόν έλεγχον, από δικαστικόν όργανον πλήρους δικαιοδοσίας, δηλαδή από Δικαστήριον, το οποίον, αποφαίνεται, όχι μόνον, επί του νομικού, αλλά και του πραγματικού μέρους των υποθέσεων και το οποίον λειτουργεί υπό τας διαγραφομένας από την προαναφερθείσα διάταξιν της ΕΣΔΑ εγγυήσεις. (Βλ. Ευρ. Δ.Δ.Α. Albert et Le Compte c. Belgique 10.2.1983 ενθ.αν. Βλ. επίσης Chevrol C. France 13.2.2003, Συλλογή 2003 ΙΙΙ, σελ. 159 κ.ά.)
20. Επειδή, εξ άλλου, εις τας διατάξεις του Κώδικος περί Δικηγόρων, ορίζονται, περαιτέρω και τα εξής: «1. Πειθαρχική ποινή δεν επιβάλλεται πριν ή απολογηθή ή κληθή εμπροθέσμως προς απολογίαν ο διωκόμενος Δικηγόρος. 2. Ο Εισηγητής υποχρεούται να συντάσση κατηγορητήριον και να καλή τον διωκόμενον Δικηγόρον δια κλήσεως επιδιδομένης προς αυτόν δια δικαστικού κλητήρος ίνα λάβη γνώσιν του κατηγορητηρίου και της δικογραφίας και απολογηθή εγγράφως. Η προς απολογίαν προθεσμία δεν δύναται να είναι βραχυτέρα των πέντε ημερών από της επιδόσεως της κλήσεως. 3. Μετά την υποβολήν της απολογίας ή την πάροδον της τεταγμένης προθεσμίας εφ’ όσον επερατώθη η ανάκρισις, ο Εισηγητής ανακοινοί τούτο εις τον Πρόεδρον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, όστις ορίζει ημέραν και ώραν συνεδριάσεως αυτού. Ο διωκόμενος καλείται δια πράξεως του Προέδρου κοινοποιουμένης αυτώ πέντε τουλάχιστον ημέρας προ της εκδικάσεως, δικαιούται δε να παραστή ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου και μετά πληρεξουσίου Δικηγόρου. 4. Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον κατά την προσδιορισθείσαν ημέραν δύναται να εξετάζη μάρτυρας κατά την κρίσιν του, μετά δε την απολογίαν του διωκομένου ή εν περιπτώσει μη εμφανίσεώς του, μετά την διαπίστωσιν της νομίμου κλητεύσεως αυτού, εκδίδει παραχρήμα την απόφασίν του, δύναται όμως αν κρίνη αναγκαίον, να διατάσση την συμπλήρωσιν του κατηγορητηρίου και της ανακρίσεως. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ο διωκόμενος δέον να καλείται και αύθις κατά τα εν § 3 οριζόμενα» (άρθρον 73), «Η απόφασις συντάσσεται εγγράφως εντός οκτώ ημερών από της εκδικάσεως και δέον να είναι ητιολογημένη. Επίσης εγγράφως συντάσσονται τα πρακτικά εντός της αυτής προθεσμίας. Η υπάρχουσα τυχόν μειοψηφία δέον να μνημονεύηται μόνον εν τοις πρακτικοίς. Η απόφασις και τα πρακτικά υπογράφονται υπό του Προέδρου και του Γραμματέως του Πειθαρχικού Συμβουλίου και καταχωρούνται εις ειδικόν βιβλίον υπ’ αύξοντα αριθμόν» (άρθρον 74), «1. Το Ανώτατον Πειθαρχικόν Συμβούλιον δικάζον κατά δεύτερον βαθμόν δικαιούται να διατάξη νέαν ανάκρισιν, ενεργουμένην κατά τα εν άρθρ. 67 επομ., να καλή τον τιμωρηθέντα Δικηγόρον, αν ζητηθή παρά τούτου, πάντοτε δε αν δεν έχη απολογηθή πρωτοβαθμίως, να μεταρρυθμίζη ή και να εξαφανίση την εκκαλουμένην απόφασιν. 2. Την ενέργειαν των ανακριτικών πράξεων δύναται ο Εισηγητής ν’ αναθέση εις Δικαστήν ή Εισαγγελέα. 3. Το Ανώτατον Πειθαρχικόν Συμβούλιον αποφασίζει αμετακλήτως εκδίδον την απόφασίν του εντός τριμήνου το βραδύτερον από της εις αυτό εισαγωγής της σχετικής δικογραφίας, η δε απόφασις αυτού διαβιβάζεται προς τον Πρόεδρον του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, οφείλοντα αμελλητί να κοινοποιήση ταύτην προς τον τιμωρηθέντα. Αίτησις ακυρώσεως κατά των αποφάσεων Πειθαρχικού Συμβουλίου δεν συγχωρείται» (άρθρον 78), «1. Αι τελεσίδικοι αποφάσεις εκτελούνται υπό του Προέδρου του Συλλόγου. 2. Η επίπληξις και το πρόστιμον ανακοινούνται δι’ εγγράφου προς τον τιμωρηθέντα παρά του Προέδρου του Συλλόγου. Το πρόστιμον εισπράττεται κατά τον νόμον περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων και εισάγεται εις το Ταμείον του Συλλόγου. Η μη καταβολή τούτου καθιστά απαράδεκτον την υποβολήν της κατά το άρθρ. 28 δηλώσεως του τιμωρηθέντος. 3. Αι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγορικών Συλλόγων αι καταγινώσκουσαι οριστικήν παύσιν ή προσωρινήν τουλάχιστον μηνός ή οριστικήν παύσιν, δημοσιεύονται υποχρεωτικώς εν περιλήψει, άμα καταστάσαι τελεσίδικοι, εις νομικόν περιοδικόν δαπάνη του τιμωρηθέντος εισπραττομένη κατά τον νόμον περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων, προσέτι δε διά τοιχοκολλήσεως εις τα γραφεία των Συλλόγων, τας αίθουσας των Δικαστηρίων και το γραφείον του γραμματέως της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών. 4. Αι λοιπαί αποφάσεις, πλην των επιβαλλουσών την ποινήν της επιπλήξεως, δημοσιεύονται μόνον δια τοιχοκολλήσεως εις τα γραφεία των Συλλόγων. Αι επιβάλλουσαι την προσωρινήν ή οριστικήν παύσιν αποφάσεις, διαβιβάζονται προς τους Εισαγγελείς των Δικαστηρίων και τους Γραμματείς των Διοικητικών Δικαστηρίων, παρ’ οις τελεί ο τιμωρηθείς, ίνα ανακοινωθώσι προς τα οικεία Δικαστήρια. Εντός πέντε ημερών από της εν άρθρω 78 § 3 κοινοποιήσεως της τελεσιδίκου αποφάσεως εις τον τιμωρηθέντα Δικηγόρον, δια προσωρινής ή οριστικής παύσεως, οφείλει ούτος να προσέλθη ενώπιον του Γενικού Γραμματέως του Δικηγ. Συλλόγου και καταθέση το δελτίον ταυτότητός του, συντασσομένης εκθέσεως. Από της συντάξεως της εκθέσεως θεωρείται εκτιομένη η ποινή, εν περιπτώσει δε προσωρινής παύσεως, άμα τη λήξει ταύτης, συντάσσεται έκθεσις περί αποδόσεως του δελτίου εις τον τιμωρηθέντα. Η μη εμπρόθεσμος κατάθεσις του δελτίου του τιμωρηθέντος τιμωρείται δια της ποινής του άρθρου 175 του Ποινικού Κώδικος. 5. Ως προς τους δι’ οριστικής παύσεως τιμωρηθέντας Δικηγόρους, τηρείται περαιτέρω η εν άρθρω 82 διαδικασία» (άρθρον 79), « Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον συγκαλείται υπό του Προέδρου, η συμπλήρωσις δε των μελών αυτού γίνεται επιμελεία αυτού. 2. Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον συνεδριάζει πάντοτε εν ολομελεία αποφασίζει δε δι’ απολύτου πλειοψηφίας. 3. Η παρουσία του Εισηγητού εκάστης υποθέσεως είναι απαραίτητος προς λήψιν αποφάσεων, μόνον δε εν κωλύματι του υπάρχοντος Εισηγητού δύναται δια πρακτικού να διορισθή έτερος τοιούτος, το Πειθαρχικόν όμως Συμβούλιον δεν δύναται να εκδώση οριστικήν απόφασιν κατά την ημέραν του διορισμού του νέου τούτου Εισηγητού. 4. Περί της συνεδριάσεως τηρούνται πρακτικά συντασσόμενα και υπογραφόμενα υπό του Προέδρου και του Γραμματέως Συμβούλου ή του υπαλλήλου Γραμματέως, εφ’ όσον υπάρχει τοιούτος, άτινα παραμένουσι μυστικά και διατυπούνται εν αυτοίς και αι τυχόν μειοψηφίαι κατ’ αίτησιν του μειοψηφούντος» (άρθρον 241) και ότι: «5. Το Ανώτατον Πειθαρχικόν Συμβούλιον συνεδριάζει πάντοτε εν ολομελεία των συγκροτούντων αυτό μελών, αι δε αποφάσεις αυτού λαμβάνονται δι’ απολύτου πλειοψηφίας. Τον Πρόεδρον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου, κωλυόμενον, αναπληροί ο ως αναπληρωματικόν μέλος διωρισμένος Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, και τούτον ο έτερος Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, τα δε λοιπά τακτικά μέλη του Συμβουλίου αναπληρούνται, εν τυχόν κωλύματι, υπό των αναπληρωματικών μελών κατά την σειράν της αρχαιότητος αυτών εν τη υπηρεσία. 6. Ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου δύναται να χρησιμοποιή και τα αναπληρωματικά μέλη εν περιπτώσει φόρτου υποθέσεων» (άρθρον 242 παρ. 5 και 6).
21. Επειδή, τέλος, εις τας διατάξεις του Κώδικος Διοικητικής Διαδικασίας (βλ. ν. 2690/1999, ΦΕΚ Α 45) ορίζονται, μεταξύ άλλων και τα εξής: «οι διατάξεις του Κώδικα αυτού εφαρμόζονται στο Δημόσιο, στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και στα άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου» (άρθρον 1) και ότι: «10. Οι συνεδριάσεις, αν στο νόμο δεν ορίζεται διαφορετικά, είναι μυστικές. Η κατά τη συζήτηση παρουσία άλλων προσώπων, πλην των μελών και του γραμματέα ή των τυχόν ειδικώς οριζόμενων στο νόμο προσώπων, δεν επιτρέπεται. Το συλλογικό όργανο, όμως, μπορεί να καλέσει, προς παροχή πληροφοριών ή προσαγωγή στοιχείων, υπηρεσιακά ή άλλα πρόσωπα, τα οποία και αποχωρούν πριν από την έναρξη της συζήτησης. 11. Όταν ο νόμος προβλέπει δημόσια συνεδρίαση του συλλογικού οργάνου, ανακοινώνονται εγκαίρως, και πάντως τουλάχιστον σαράντα οκτώ (48) ώρες πριν από τη συνεδρίαση, ο τόπος και ο χρόνος της συνεδρίασης, με πρόσφορο τρόπο, ώστε να καθίσταται δυνατή η προσέλευση και η παρουσία των ενδιαφερομένων. Η τήρηση της δημοσιότητας πρέπει να βεβαιώνεται στο οικείο πρακτικό» (άρθρον 14 παρ. 10 και 11).
22. Επειδή, όπως προκύπτει από τας ως άνω διατάξεις του Κώδικος περί Δικηγόρων και ιδία αυτάς των άρθρων 73, 74, 78, 79, 241 και 242 (παράγραφος 5), τα ζητήματα, τα σχετικά, με την διεξαγωγήν των συνεδριάσεων των πειθαρχικών Συμβουλίων των οικείων Δικηγορικών Συλλόγων και του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου και την δημοσίευσιν των πειθαρχικών αποφάσεων, αι οποίοι εκδίδονται από αυτά, διέπονται, αποκλειστικώς και μόνον από τας διατάξεις αυτάς του Κώδικος περί Δικηγόρων και, ως εκ τούτου, δεν έχουν εφαρμογήν επ΄ αυτών, αι διατάξεις του Κώδικος Διοικητικής Διαδικασίας, περιλαμβανομένων και των προαναφερθεισών διατάξεων των παραγράφων 10 και 11 του άρθρου 14. Περαιτέρω, από τας προαναφερθείσας διατάξεις του Κώδικος περί Δικηγόρων, προκύπτουν και τα ακόλουθα: α) αι συνεδριάσεις των Πειθαρχικών Συμβουλίων των οικείων Δικηγορικών Συλλόγων και του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου, εφ΄ όσον δεν ορίζεται, ρητώς, εις αυτάς, ότι είναι μυστικαί, δύναται, κατά την έννοιαν των διατάξεων αυτών, να διεξάγονται, δημοσίως, εκτός, εάν ήθελε κριθεί, από αυτά, ότι εις την συγκεκριμένην περίπτωσιν, η δημοσιότης των συνεδριάσεών του, πρέπει να αποκλεισθεί, λόγω συνδρομής ορισμένων, ειδικώς προβλεπομένων από τον νόμον [βλ. και άρθρον 6 παρ. 1 (εδάφ. β΄) της ΕΣΔΑ], εξαιρετικών λόγων (όπως είναι η προστασία των χρηστών ηθών, η προστασία της ιδιωτικής ή της οικογενειακής ζωής ή η διαφύλαξις της Δημοσίας Τάξεως) και β) αι πειθαρχικαί αποφάσεις, τας οποίας εκδίδουν τα Πειθαρχικά Συμβούλια των οικείων Δικηγορικών Συλλόγων και το Ανώτατον Πειθαρχικόν Συμβούλιον, δημοσιεύονται, κατά τα ειδικώτερον οριζόμενα εις τας διατάξεις του άρθρου 79 του Κώδικος περί Δικηγόρων, το οποίον εφαρμόζεται και δια το Ανώτατον Πειθαρχικόν Συμβούλιον και ο προβλεπόμενος από αυτάς τρόπος δημοσιεύσεώς των, στοιχεί προς τας διαγραφομένας από την προαναφερθείσα διάταξιν της ΕΣΔΑ, απαιτήσεις (βλ. Ευρ. ΔΔΑ Pretto et autres c. Italie, 8.12.1983 Συλλογή, Σειρά Α σελ. 71, Serre c. France, 29.9.1999 κ.ά.).

ΤΑ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΑ ΠΛΗΡΟΥΝ ΤΙΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΣΔΑ ΚΑΙ ΑΡΑ ΠΑΡΑΔΕΚΤΩΣ ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΜΕ ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΗΣ

23. Επειδή, υπό τα δεδομένα αυτά, η ως άνω διαγραφομένη, από τας προαναφερθείσας διατάξεις του Κώδικος περί Δικηγόρων, διαδικασία –την οποίαν δέον όπως εφαρμόζουν, τα Πειθαρχικά Συμβούλια των οικείων Δικηγορικών Συλλόγων και το Ανώτατον Πειθαρχικόν Συμβούλιον Δικηγόρων, κατά την εκδίκασιν των ενώπιόν των εισαγομένων πειθαρχικών υποθέσεων δικηγόρων και την έκδοσιν των σχετικών αποφάσεών των –ανταποκρίνεται εις τας ως άνω απαιτήσεις, αι οποίαι τάσσονται από την προαναφερθείσα διάταξιν της παρ. 1 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και, ως εκ τούτου, τα Πειθαρχικά Συμβούλια των οικείων Δικηγορικών Συλλόγων και το Ανώτατον Πειθαρχικόν Συμβούλιον Δικηγόρων, θεωρούνται ότι αποτελούν «δικαστήριον», κατά την έννοιαν της τελευταίας αυτής διατάξεως (βλ. Ευρ. ΔΔΑ Albert et le Compte c. Belgique, 10.2.1983 ενθ.αν. κ.ά.). Αι δε πειθαρχικαί αποφάσεις, τας οποίας, αυτά, εκδίδουν, υπόκεινται, κατά τα ήδη γενόμενα δεκτά, εις το συνταγματικώς κατοχυρωμένον ένδικον βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίον επιτρέπεται να ασκείται, μόνον, κατά των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, «για υπέρβαση εξουσίας» ή «για παράβαση νόμου» (βλ. άρθρον 95 παρ. 1 εδάφ. α΄ του Συντάγματος και άρθρον 45 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, ΦΕΚ Α 8). Το ένδικον δέ βοήθημα, αυτό, αποτελεί, εν όψει της παρεχομένης, από το Σύνταγμα και τον νόμον, εις το Δικαστήριον, ευρυτάτης εξουσίας ελέγχου της νομιμότητος των προσβαλλομένων ενώπιόν του πράξεων –η οποία εξικνείται, εις την συγκεκριμένην περίπτωσιν,- μέχρι του ελέγχου τόσον της αντικειμενικής ακριβείας των αιτιολογικών ερεισμάτων της προσβαλλομένης πράξεως (πλάνη περί τα πράγματα) όσον και του κατά πόσον, ο επιδιωκόμενος, από την Διοίκησιν, με την έκδοσιν της διοικητικής πράξεως, σκοπός, είναι ή όχι άλλος από εκείνον, δια τον οποίον προβλέπεται η έκδοσις της από τον νόμον (κατάχρησις εξουσίας, βλ. και άρθρον 48 παρ. 4 του π.δ. 18/1989) – σύστημα δικαστικού ελέγχου, πλήρως συμβατόν, προς τας απαιτήσεις της προαναφερθείσης διατάξεως της ΕΣΔΑ.

ΜΕΙΟΨ. ΤΑ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΣΥΝΕΔΡΙΑΖΟΥΝ ΜΥΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΡΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΠΩΣ ΜΟΝΟ ΜΕ ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΟΥΣΙΑΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣΔΑ.

 

Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Αν. Γκότσης, Ελ. Δανδουλάκη, Γ. Σγουρόγλου, Αθ. Καραμιχαλέλης, Γ. Ποταμιάς και Ι. Ζόμπολας, οι οποίοι υπεστήριξαν ότι, εφ΄ όσον, όπως προκύπτει από τας προαναφερθείσας διατάξεις του Κώδικος περί Δικηγόρων, αι πειθαρχικαί υποθέσεις δικηγόρων, αι οποίαι εισάγονται ενώπιον των ως άνω Πειθαρχικών Συμβουλίων, δεν συζητούνται δημοσίως και αι σχετικαί αποφάσεις των δεν δημοσιεύονται εις δημοσίαν συνεδρίασιν αυτών, δηλαδή δεν πληρούνται οι απαιτούμενες από την προαναφερθείσα διάταξιν του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ διαδικαστικαί εγγυήσεις της δημοσιότητος της διαδικασίας και της δημοσίας απαγγελίας των αποφάσεων, αι οποίαι αποτελούν ειδικοτέρας εκφάνσεις του κατοχυρωμένου από την διάταξιν αυτήν δικαιώματος του ατόμου δια «δικαίαν δίκην», τα ως άνω Πειθαρχικά Συμβούλια των δικηγόρων δεν αποτελούν «δικαστήρια», κατά την έννοιαν της διατάξεως αυτής, αι δε αποφάσεις των υπόκεινται εις δικαστικόν έλεγχον από δικαστήριον πλήρους δικαιοδοσίας. Επομένως, κατά την γνώμην αυτήν, αι ως άνω αποφάσεις των Πειθαρχικών Συμβουλίων των δικηγόρων υπόκεινται εις προσφυγήν ουσίας ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, κατ΄ άρθρον 1 παρ. 3 του ν. 1406/1983 και το υπό κρίσιν ένδικον βοήθημα δεν έχει χαρακτήρα αιτήσεως ακυρώσεως. Ειδικώτερα ο Σύμβουλος Σπ. Καραλής υπεστήριξε ότι από τις διέπουσες την πειθαρχική δικαιοδοσία διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων δεν προκύπτει ότι απαιτείται τήρηση των δικονομικών εγγυήσεων, όπως η δημοσιότης των συνεδριάσεων, η δημοσία απαγγελία της αποφάσεως, εφ΄ όσον οι διατάξεις αυτές δεν παραπέμπουν σε όμοιες άλλων νομοθετημάτων, δυναμένων να εφαρμοσθούν αναλόγως ως ρυθμιζουσών ειδικώς και πλήρως πειθαρχικά ζητήματα. Συνεπώς, το εν προκειμένω εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση πειθαρχικό συμβούλιο, δεν αποτελεί δικαστήριο, κατά την αυτόνομη έννοια του όρου του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, το οποίο εφαρμόζεται στην ελληνική έννομη τάξη με υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος. Υπό τα δεδομένα αυτά, το ένδικο βοήθημα, δια του οποίου ελέγχονται πειθαρχικαί αποφάσεις αφορώσες σε δικηγόρους, πρέπει να είναι προσφυγή ουσίας, η οποία, σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία του άρθρου 1 του ν. 1406/1983, ανήκει στην δικαιοδοσία του κατά τόπον αρμοδίου Διοικητικού Πρωτοδικείου.
24. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, διάδικος, εις την παρούσα δίκη, είναι και ο Υπουργός της Δικαιοσύνης, η δε υπό κρίσιν αίτησις, νομίμως, εισάγεται προς σύζητησιν και μη παρισταμένου αυτού, δοθέντος ότι έγιναν προς αυτόν, κατά τα ήδη εκτεθέντα (βλ. την υπ΄ αρ. 4 σκέψιν της παρούσης αποφάσεως), αι απαιτούμεναι από τον νόμον κοινοποιήσεις.
25. Επειδή, μετά την επίλυσιν του ζητήματος της αντιθέσεως προς το Σύνταγμα της ως άνω διατάξεως της παραγράφου 3 του άρθρου 78 του Κώδικος πέρι Δικηγόρων, υπέρ της απόψεως των παρεμβαινόντων Μ. Δημητρακόπουλου και Β. Ταουξή, αι ασκηθείσαι, ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας παρεμβάσεις των, πρέπει, να γίνουν δεκταί, δεδομένου ότι συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2479/1997, το έννομον συμφέρον των παρεμβαινόντων, εξαντλείται, εις την, κατά τα ως άνω, επίλυσιν του προαναφερθέντος ζητήματος.
26. Επειδή, το Δικαστήριον, εκτιμών τας περιστάσεις, κρίνει, ότι οι καθ΄ ών, η υπό κρίσιν αίτησις, διάδικοι, πρέπει να απαλλαγούν εν όλω της δικαστικής δαπάνης των παρεμβαινόντων συμφώνως προς την διάταξιν του άρθρου 39 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, ΦΕΚ Α 8, η οποία είναι εν προκειμένω εφαρμοστέα [Βλ. άρθρον 1 παρ. 1 (εδάφ. δ΄) των ν. 2479/1997 και Σ.τ.Ε. Ολομ. 2396/2004 κ.ά.].
27. Επειδή, μετά την επίλυσιν, του ως άνω παραπεμφθέντος εις την Ολομέλειαν του Δικαστηρίου ζητήματος, η υπόθεσις, πρέπει, να αναπεμφθεί, εις το Γ΄ Τμήμα του Δικαστηρίου, προς περαιτέρω εκδίκασιν, συμφώνως προς την διάταξιν του άρθρου 14 παρ. 3 του π.δ. 18/1989.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Επιλύει το παραπεμφθέν ζήτημα.
Δέχεται τας ασκηθείσας παρεμβάσεις των Μιχ. Δημητρακοπούλου και Βασ. Ταουξή, κατά τα εις το αιτιολογικόν.
Απαλλάσσει εν όλω το Δημόσιον και τον Δικηγορικόν Σύλλογον Αθηνών από την δικαστική δαπάνην των παρεμβαινόντων, κατά τα εις το αιτιολογικόν και
Αναπέμπει την υπόθεσιν εις το Γ΄ Τμήμα του Δικαστηρίου κατά τα εις το αιτιολογικόν.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 2005 και 24 Φεβρουαρίου 2006
Ο Πρόεδρος  Ο Γραμματέας
 
Γ. Παναγιωτόπουλος  Μ. Καλαντζής
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 19ης Ιανουαρίου 2007.
Ο Πρόεδρος  Ο Γραμματέας
 
Γ. Παναγιωτόπουλος  Β. Μανωλόπουλος