ΣτΕ 195/2013,Ολομ. ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ, ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΧΩΡΙΣ ΑΣΕΠ ΑΠΟ ΔΙΚΑΣΤΕΣ ΤΟΥ ΕΣ ΕΦΟΣΟΝ ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ ΑΠΟ ΕΙΔΙΚΟ ΝΟΜΟ – Η ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΣΥΝΔΕΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΟΧΙ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΣΤΟ 89ΠΑΡ2 -ΠΑΡΑΤΗΡΗ

ΣΤΕ ΟΛΟΜ.

Απαγόρευση από τον συντακτικό νομοθέτη με την επιφύλαξη των προβλεπόμενων στις επίμαχες διατάξεις εξαιρέσεων, της ανάθεσης διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς προκειμένου να ενισχυθεί η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία τους. Ισχύς σχετικής απαγόρευσης, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 118 παρ. 4 Συντ., το αργότερο από 1.1.2002. Μετά την ημερομηνία αυτή μη νόμιμη συγκρότηση συμβουλίων και επιτροπών που προβλέπονται από διάταξη νόμου και ασκούν αρμοδιότητες διοικητικού χαρακτήρα με συμμετοχή δικαστικών λειτουργών. Καλύπτονται από την διάταξη του άρθρου 92 Συντ., όλοι οι υπηρετούντες στα δικαστήρια υπάλληλοι. Καλύπτονται και οι Επιμελητές Δικαστηρίων. Ειδικής φύσης επιτελούμενο έργο από τους δικαστικούς υπαλλήλους, οι οποίοι είναι βοηθητικά όργανα της Δικαιοσύνης που συμβάλλουν στο δικαιοδοτικό έργο των δικαστηρίων. Περιβάλλονται από τις εγγυήσεις του άρθρου 92 Συντ., ως προς την υπηρεσιακή τους κατάσταση. Η Τριμελής Επιτροπή του επίμαχου ειδικού διαγωνισμού ασκεί αρμοδιότητα, η οποία είναι μεν κατά περιεχόμενο διοικητικής φύσης, συνδέεται όμως στενά με την εν γένει διοίκηση και οργάνωση του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Συγκρότηση Επιτροπής από δικαστικούς λειτουργούς του ΕλΣυν. Μη παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 89 παρ. 2 και 3 Συντ. Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στα άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου τομέα γίνεται με διαγωνισμό ή επιλογή βάσει προκαθορισμένων και αντικειμενικών κριτηρίων και υπάγεται στον έλεγχο του ΑΣΕΠ. Αν θεσπιστεί από τον κοινό νομοθέτη ειδική διαδικασία επιλογής προσωπικού για θέσεις το αντικείμενο των οποίων περιβάλλεται από ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις όπως είναι το σύνολο των δικαστικών υπαλλήλων, δεν επιτρέπεται η υπαγωγή της διαδικασίας είτε εν όλω είτε εν μέρει στον έλεγχο της κατά το Σύνταγμα ανεξάρτητης αρχής, του ΑΣΕΠ. (μειοψ.)

Αριθμός 195/2013
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Ιουνίου 2012, με την εξής σύνθεση: Κ. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, που είχε κώλυμα, Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Χ. Ράμμος, Δ. Μαρινάκης, Μ. Βηλαράς, Αικ. Χριστοφορίδου, Π. Ευστρατίου, Μ. Γκορτζολίδου, Γ. Τσιμέκας, Π. Καρλή, Σ. Χρυσικοπούλου, Ηρ. Τσακόπουλος, Μ. Σταματελάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινός, Δ. Κυριλλόπουλος, Α. Καλογεροπούλου, Ε. Κουσιουρής, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Α. Χλαμπέα, Δ. Μακρής, Μ. Πικραμένος, Β. Αναγνωστοπούλου – Σαρρή, Σύμβουλοι, Η. Μάζος, Μ. Τσακάλη, Ι. Μιχαλακόπουλος, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Μ. Παπαδοπούλου και Δ. Μακρής καθώς και η Πάρεδρος Μ. Τσακάλη, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.
Για να δικάσει την από 10 Νοεμβρίου 2010 αίτηση:
των: 1) Γεωργίου Κωνσταντίνου Κωνσταντάκη, 2) Μαριάννας Θωμά Παπαδοπούλου και 3) Μαρίας – Ελένης Δημητρίου Παπαγεωργίου, κατοίκων Αθηνών, οι οποίοι παρέστησαν με το δικηγόρο Χ. Χρυσανθάκη (Α.Μ. 11855), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο,
κατά των: α) Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Β. Πανταζή, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και β) Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού, το οποίο παρέστη με τη Μ. Ανδροβιτσανέα, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.
Η υπόθεση εισήχθη εκ νέου στην Ολομέλεια μετά την 1823/2012 αναβλητική απόφασή της.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν: α) η παράλειψη του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Υπουργού Δικαιοσύνης να προβούν, αντίστοιχα, στη δημοσίευση των από 13.1.2009 πινάκων «κατάταξης υποψηφίων με σειρά προτεραιότητας διορισμού» και «διοριστέων» και β) η υπ’ αριθμ. 1271/21.5.2009 απόφαση του Α.Σ.Ε.Π. και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Μ. Βηλαρά.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τις αντιπροσώπους του Α.Σ.Ε.Π και του Υπουργού, οι οποίες ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, η οποία εισάγεται προς συζήτηση κατόπιν της 1823/2012 αναβλητικής αποφάσεως της Ολομέλειας του Δικαστηρίου και για την οποία έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1048697/2009 ειδικό έντυπο παραβόλου), ζητείται η ακύρωση: α) της παραλείψεως του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Υπουργού Δικαιοσύνης (ήδη Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) να προβούν, αντίστοιχα, στη δημοσίευση των από 13.1.2009 πινάκων «κατάταξης υποψηφίων με σειρά προτεραιότητας διορισμού» και «διοριστέων» που καταρτίστηκαν από την οικεία επιτροπή, καθώς και στην έκδοση των πράξεων διορισμού των διοριστέων του διαγωνισμού που προκηρύχθηκε με την 2/2008 Προκήρυξη του Υπουργού Δικαιοσύνης (ΦΕΚ 318/3.7.2008, τ. Προκηρύξεων Α.Σ.Ε.Π.) για την πλήρωση δέκα πέντε (15) κενών οργανικών θέσεων υπαλλήλων του κλάδου ΥΕ 2α Επιμελητών Δικαστηρίων, της Κατηγορίας ΥΕ, της Κεντρικής Υπηρεσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και β) της 1271/21.5.2009 αποφάσεως του Β΄ Τμήματος του Α.Σ.Ε.Π., περί μη κυρώσεως των ως άνω πινάκων του επίμαχου διαγωνισμού και επαναλήψεως της διαγωνιστικής διαδικασίας με την έκδοση νέας προκηρύξεως.
2. Επειδή, στο άρθρο 24 του Ν. 3202/2003 (Α΄ 284) ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι: «1. Ο κατασταλτικός έλεγχος των δαπανών των Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού είναι δειγματοληπτικός και διενεργείται επιτοπίως, από την Υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία ορίζεται με απόφαση της Ολομέλειας αυτού. 2… 8. Για την αντιμετώπιση του έργου αυτού συνιστώνται στο Ελεγκτικό Συνέδριο εκατόν είκοσι (120) νέες θέσεις ΠΕ κατηγορίας (Πτυχιούχοι Ανώτατων Σχολών) οικονομικής κυρίως κατεύθυνσης, είκοσι τέσσερις (24) ΔΕ κατηγορίας χειριστών Η/Υ και αυξάνονται οι θέσεις των Επιτρόπων αυτού κατά δώδεκα (12) και των Προϊσταμένων Τμήματος κατά είκοσι επτά (27). Η κατανομή των θέσεων θα γίνει με απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 9. Κατ’ εξαίρεση των ισχυουσών περί προσλήψεως διατάξεων, η πλήρωση των παραπάνω συνιστάμενων θέσεων και των υφιστάμενων κατά την ισχύ της διάταξης αυτής κενών οργανικών θέσεων θα γίνει με ειδικό διαγωνισμό που θα διενεργηθεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατόπιν κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Δικαιοσύνης. Τα αποτελέσματα του διαγωνισμού υπόκεινται στον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π.». Κατ’ επίκληση της προαναφερόμενης εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 24 παρ. 9 του Ν. 3202/2003, εκδόθηκε η 13486/6.3.2008 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης με τον τίτλο «Προκήρυξη Ειδικού Διαγωνισμού για την πλήρωση δεκαπέντε (15) κενών οργανικών θέσεων δικαστικών υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κλάδου ΥΕ2α Επιμελητών Δικαστηρίων» (ΦΕΚ 404/6.5.2008, τ. Γ΄). Η απόφαση αυτή, στο προοίμιο της οποίας γίνεται, μεταξύ άλλων, επίκληση και της άμεσης ανάγκης «πλήρωσης των ως άνω υφισταμένων κενών οργανικών θέσεων κατά την ισχύ της παρ. 9 του άρθρου 24 του ν. 3202/2003», όρισε, στα άρθρα 1, 5 και 6, ειδικότερα, τα εξής: Άρθρο 1: « Ι … ΙΙ. Ο Ειδικός αυτός διαγωνισμός προκηρύσσεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης η οποία εκδίδεται ύστερα από πρόταση του οικείου φορέα. ΙΙΙ. …». Άρθρο 5: «Ι. Οι διαδικασίες πλήρωσης των δεκαπέντε (15) κενών θέσεων δικαστικών υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου Κατηγορίας ΥΕ Κλάδου 2α Επιμελητών Δικαστηρίων διεξάγονται από Τριμελή Επιτροπή Διαγωνισμού η οποία συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και αποτελείται από δύο (2) Συμβούλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου και έναν (1) Πάρεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου μαζί με τους αναπληρωτές τους που ορίζονται ύστερα από πρόταση του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Καθήκοντα Προέδρου της Επιτροπής ασκεί ο αρχαιότερος δικαστικός λειτουργός από τα τακτικά μέλη της Επιτροπής. …». Άρθρο 6: «Η Επιτροπή Διαγωνισμού κατατάσσει τους υποψηφίους… σε πίνακα με σειρά προτεραιότητας διορισμού. Στον πίνακα αυτό κατατάσσεται διπλάσιος αριθμός υποψηφίων δηλαδή μέχρι 30 υποψήφιοι… Διοριστέοι κρίνονται οι έχοντες στον πίνακα αυτό σειρά προτεραιότητας από 1 έως 15. Αν κάποιος υποψήφιος του πίνακα αρνηθεί το διορισμό, διοριστέος κρίνεται κατά σειρά ο επόμενος στον πίνακα προτεραιότητας… μέχρι συμπλήρωσης του αριθμού 15. O πίνακας κατάταξης με σειρά προτεραιότητας της Επιτροπής Διαγωνισμού από τριάντα (30) υποψηφίους και ο πίνακας των εξ αυτών δεκαπέντε (15) πρώτων διοριστέων υποψηφίων αναρτώνται στο Κεντρικό Κατάστημα του Ελεγκτικού Συνεδρίου και συγχρόνως αποστέλλεται από την ίδια την Επιτροπή για δημοσίευση σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών ανακοίνωση, με την οποία γνωστοποιείται η ανωτέρω ανάρτηση. Τέλος, αποστέλλονται οι πιο πάνω δύο πίνακες κατάταξης και διοριστέων στο Α.Σ.Ε.Π. για έλεγχο». Ακολούθως, με την 2/2008 Προκήρυξη του Υπουργού Δικαιοσύνης (ΦΕΚ 318/3.7.2008, τ. Προκηρύξεων Α.Σ.Ε.Π.) προκηρύχθηκε η πλήρωση, με σειρά προτεραιότητας, των επίμαχων δεκαπέντε (15) θέσεων δικαστικών υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και προσδιορίσθηκαν τα προσόντα των υποψηφίων, οι προϋποθέσεις και τα δικαιολογητικά συμμετοχής στον διαγωνισμό, τα κριτήρια κατάταξης των υποψηφίων, τα προσκομιστέα κατά τον διορισμό δικαιολογητικά και ορίσθηκε, ειδικότερα, στο Κεφάλαιο Ε΄, ότι: «Οι υποψήφιοι που περιλαμβάνονται στον πίνακα διοριστέων διορίζονται υποχρεωτικά μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των δικαιολογητικών και το αργότερο εντός τεσσάρων (4) μηνών από την έκδοση των πινάκων διοριστέων». Περαιτέρω, με την 210/25.6.2008 απόφαση του ιδίου Υπουργού (ΦΕΚ 293/8.7.2008, τ. Υ.Ο.Δ.Δ.) συγκροτήθηκε η Επιτροπή του διαγωνισμού από τον Γεώργιο Κωνσταντά, Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως πρόεδρο, και τους Ευάγγελο Νταή, Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και Αντώνιο Κατσαρόλη, Πάρεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως μέλη, με τους αναπληρωτές τους. Η Επιτροπή, μετά από ατομική συνέντευξη των υποψηφίων (βλ. το πρακτικό 12/12-13.1.2009) και με βάση τα προβλεπόμενα στην προκήρυξη (Κεφ. Α΄, παρ. 6) και την ως άνω κοινή υπουργική απόφαση (άρθρο 6) κριτήρια, κατάρτισε, στις 13.1.2009, αφενός μεν πίνακα κατάταξης, με σειρά προτεραιότητας, τριάντα (30) υποψηφίων και, αφετέρου, πίνακα δεκαπέντε (15) διοριστέων υποψηφίων από τους περιλαμβανόμενους στον πίνακα κατάταξης, με σειρά από 1 έως 15. Όμως, το Β΄ Τμήμα του Α.Σ.Ε.Π., με την 1271/21.5.2009 απόφασή του, αφού εντόπισε πλημμέλειες στην διαδικασία του διαγωνισμού, αρνήθηκε να προβεί στην κύρωση των ως άνω πινάκων κατάταξης και διοριστέων, τους οποίους εθεώρησε ως μη ισχύοντες και, ακολούθως, συνέστησε την επανάληψη της διαδικασίας του επίμαχου διαγωνισμού, με την έκδοση νέας προκηρύξεως, η οποία, κατά τα εκτιθέμενα στην ίδια απόφαση, «σκόπιμο είναι για την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας του διαγωνισμού, να υποβληθεί προηγουμένως στο Α.Σ.Ε.Π. για έλεγχο». Κατά της παραλείψεως του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Υπουργού Δικαιοσύνης να προβούν, αντίστοιχα, στη δημοσίευση των ως άνω πινάκων κατάταξης και διοριστέων και στην έκδοση των πράξεων διορισμού των διοριστέων του ειδικού διαγωνισμού, καθώς και κατά της προαναφερόμενης 1271/21.5.2009 αποφάσεως του Β΄ Τμήματος του Α.Σ.Ε.Π., τέσσερις επιτυχόντες του διαγωνισμού, μεταξύ των οποίων και οι ήδη αιτούντες, άσκησαν αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, ισχυριζόμενοι ότι δεν είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα η παρεμβολή του Α.Σ.Ε.Π. στη διαδικασία του διαγωνισμού. Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, με την 1444/2010 απόφασή του, έκρινε νόμιμη την μη ολοκλήρωση της διαγωνιστικής διαδικασίας και απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως, με την αιτιολογία ότι οι πράξεις της τριμελούς επιτροπής του διαγωνισμού δεν είναι νόμιμες, αφού στην εν λόγω επιτροπή συμμετείχαν, κατά παράβαση του άρθρου 89 του Συντάγματος, δικαστικοί λειτουργοί. Ακολούθως, κατά της αποφάσεως αυτής, οι ήδη αιτούντες άσκησαν έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας το οποίο, με την προαναφερόμενη 1823/2012 απόφαση της Ολομέλειας, έκαμε δεκτή την έφεση και εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση για το λόγο ότι το δικάσαν διοικητικό εφετείο εχώρησε στην εκδίκαση της αιτήσεως ακυρώσεως χωρίς να έχει προηγουμένως κοινοποιηθεί στο Α.Σ.Ε.Π., του οποίου πράξη είχε προσβληθεί με την αίτηση ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, ήταν και αυτό διάδικος, αντίγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως και της πράξεως του Προέδρου περί ορισμού δικασίμου και εισηγητή. Περαιτέρω, και σύμφωνα με όσα ειδικότερα εκτίθενται στην ως άνω απόφαση της Ολομέλειας, το Δικαστήριο έκρινε ότι πρέπει, ενόψει των περιστάσεων και για λόγους οικονομίας της δίκης, να κρατήσει και εκδικάσει το ίδιο την αίτηση ακυρώσεως των εκκαλούντων – αιτούντων, αφού προηγουμένως αναβληθεί η εκδίκασή της, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στο Α.Σ.Ε.Π. να παραστεί στη νέα συζήτηση της υποθέσεως με την τήρηση της νόμιμης προδικασίας. Ήδη, η επίμαχη αίτηση ακυρώσεως φέρεται προς συζήτηση μετά την τήρηση της εν λόγω προδικασίας.
3. Επειδή, μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη με την υπό κρίση αίτηση είναι η 1271/21.5.2009 απόφαση του Β΄ Τμήματος του Α.Σ.Ε.Π., η οποία είναι και η τελευταία πράξη της σύνθετης διοικητικής ενέργειας του επίδικου διαγωνισμού και με την οποία το εν λόγω Τμήμα αρνήθηκε να κυρώσει τους ως άνω πίνακες κατάταξης και διοριστέων υποψηφίων Επιμελητών Δικαστηρίων του Κλάδου ΥΕ2α της Κεντρικής Υπηρεσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με συνέπεια την ματαίωση της ολοκληρώσεως της διαγωνιστικής διαδικασίας με τη δημοσίευση των οικείων πινάκων και την έκδοση των υπουργικών πράξεων διορισμού των διοριστέων υποψηφίων (πρβλ. ΣτΕ 1772/2006, 2004/1994).
4. Επειδή, οι αιτούντες, περιλαμβανόμενοι στον πίνακα επιτυχόντων του επίμαχου διαγωνισμού, με έννομο συμφέρον ασκούν την υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως του Β΄ Τμήματος του Α.Σ.Ε.Π. με την οποία ματαιώθηκε η ολοκλήρωση της διαγωνιστικής διαδικασίας, ενόψει και των οριζόμενων στο άρθρο 6 της προαναφερόμενης κοινής υπουργικής αποφάσεως, κατά το οποίο διοριστέοι κρίνονται οι έχοντες στον πίνακα επιτυχόντων σειρά προτεραιότητας από 1 έως 15 και, αν κάποιος υποψήφιος αρνηθεί τον διορισμό, διοριστέος κρίνεται κατά σειρά ο επόμενος στον εν λόγω πίνακα. Παραδεκτώς δε οι αιτούντες ενώνονται στο ίδιο δικόγραφο, εφόσον προβάλλουν κοινούς λόγους ακυρώσεως στηριζόμενους στην ίδια ιστορική και νομική αιτία (βλ. ΣτΕ 1722/2006, 2004/1994).
5. Επειδή, η υπό κρίση αίτηση ασκείται κατά χωρισμό δικογράφου αρχικής αιτήσεως, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών στις 24.7.2009 (ΑΚ 1744/24.7.2009). Η αρχική αυτή αίτηση, με βάση τον χρόνο καταθέσεως της οποίας κρίνεται το εμπρόθεσμο της κατά χωρισμό δικογράφου ασκούμενης αιτήσεως (βλ. ΣτΕ 1259/2006, 7μ.), ασκήθηκε, εν πάση περιπτώσει, εμπροθέσμως, ενόψει της εφαρμογής της προβλεπόμενης για το Δημόσιο αναστολής των προθεσμιών ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών (1/7 έως 15/9) και στους ιδιώτες διαδίκους (ΣτΕ 2807-8/2002, Ολομ.). Συνεπώς, και η κατά χωρισμό του αρχικού δικογράφου ασκηθείσα υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως κατά της ως άνω 1271/21.5.2009 αποφάσεως του Β΄ Τμήματος του Α.Σ.Ε.Π. (ΑΚ 2737/12.11.2009) είναι εμπρόθεσμη (ΣτΕ 1259/2006, 7μ.).
6. Επειδή, με την παράγραφο 1 του άρθρου 89 του Συντάγματος θεσπίζεται για τους δικαστικούς λειτουργούς απαγόρευση «να παρέχουν κάθε άλλη μισθωτή εργασία καθώς και να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα». Περαιτέρω, οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του ίδιου άρθρου 89, όπως αυτές διαμορφώθηκαν με το από 6.4.2001 ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής (Α΄ 84), ορίζουν τα εξής: «2. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται στους δικαστικούς λειτουργούς να εκλέγονται μέλη της Ακαδημίας Αθηνών ή του διδακτικού προσωπικού ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, καθώς και να μετέχουν σε συμβούλια ή επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, εφόσον η συμμετοχή τους αυτή προβλέπεται ειδικά από το νόμο. Νόμος προβλέπει την αντικατάσταση δικαστικών λειτουργών από άλλα πρόσωπα σε συμβούλια ή επιτροπές που συγκροτούνται ή σε έργα που ανατίθενται με δήλωση βούλησης ιδιώτη, εν ζωή ή αιτία θανάτου, εκτός από τις περιπτώσεις του προηγουμένου εδαφίου. 3. Η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται. Καθήκοντα σχετικά με την εκπαίδευση δικαστικών λειτουργών θεωρούνται δικαστικά. Επιτρέπεται η ανάθεση σε δικαστικούς λειτουργούς των καθηκόντων εκπροσώπησης της Χώρας σε διεθνείς οργανισμούς. Η διενέργεια διαιτησιών από δικαστικούς λειτουργούς επιτρέπεται μόνο στο πλαίσιο των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, όπως νόμος ορίζει». Εξάλλου, στο άρθρο 118 παρ. 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Η ισχύς των αναθεωρημένων διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 89 αρχίζει με τη θέση σε ισχύ του σχετικού εκτελεστικού νόμου και πάντως από 1.1.2002». Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι ο αναθεωρητικός συνταγματικός νομοθέτης απαγορεύει πλέον, με την επιφύλαξη των προβλεπόμενων στις επίμαχες διατάξεις εξαιρέσεων, την ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς, προκειμένου να ενισχύσει την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία τους. Η σχετική απαγόρευση, όπως προκύπτει από τη διατύπωση της προαναφερόμενης διατάξεως του άρθρου 118 παρ. 4 του Συντάγματος, ισχύει το αργότερο από 1.1.2002, συνέπεια δε τούτου είναι ότι, μετά την ημερομηνία αυτή, συμβούλια ή επιτροπές που προβλέπονται από διάταξη νόμου και ασκούν αρμοδιότητες διοικητικού χαρακτήρα δεν συγκροτούνται νομίμως με συμμετοχή δικαστικών λειτουργών (ΣτΕ 3758/2010, 3503/2009 Ολομ., 490/2008, 2890, 1881/2007 κ.ά.).
7. Επειδή, το άρθρο 92 του Συντάγματος ορίζει, στην παράγραφο 1, ότι «Οι υπάλληλοι της γραμματείας όλων των δικαστηρίων και των εισαγγελιών είναι μόνιμοι. Μπορούν να παυθούν μόνο με δικαστική απόφαση εξαιτίας ποινικής καταδίκης, ή με απόφαση δικαστικού συμβουλίου για βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα, ασθένεια ή αναπηρία ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια που βεβαιώνονται, όπως νόμος ορίζει», στην παράγραφο 2, ότι «Νόμος ορίζει τα προσόντα των υπαλλήλων της γραμματείας όλων των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, καθώς και τα σχετικά με την κατάστασή τους γενικά» και στην παράγραφο 3, όπως αυτή διαμορφώθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, ότι «Οι προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις των δικαστικών υπαλλήλων ενεργούνται ύστερα από σύμφωνη γνώμη υπηρεσιακών συμβουλίων που συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς και δικαστικούς υπαλλήλους, όπως νόμος ορίζει. Η πειθαρχική εξουσία στους δικαστικούς υπαλλήλους ασκείται από τους ιεραρχικά προϊσταμένους τους δικαστές ή εισαγγελείς ή επιτρόπους ή υπαλλήλους, καθώς και από υπηρεσιακό συμβούλιο, όπως νόμος ορίζει. Κατά των αποφάσεων που αφορούν μεταβολές της υπηρεσιακής κατάστασης των δικαστικών υπαλλήλων, καθώς και κατά των πειθαρχικών αποφάσεων των υπηρεσιακών συμβουλίων επιτρέπεται προσφυγή, όπως νόμος ορίζει».
8. Επειδή, οι προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 92 του Συντάγματος καλύπτουν όλους τους υπηρετούντες στα δικαστήρια υπαλλήλους. Συνεπώς, οι διατάξεις αυτές καλύπτουν και τους Επιμελητές Δικαστηρίων οι οποίοι, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 1 και 16 έως 18 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 2812/2000 (Α΄ 67), είναι και αυτοί δικαστικοί υπάλληλοι. Εξάλλου, λόγω της ειδικής φύσεως του επιτελούμενου από αυτούς έργου, όλοι οι δικαστικοί υπάλληλοι, ως βοηθητικά όργανα της Δικαιοσύνης που συμβάλλουν στο δικαιοδοτικό έργο των δικαστηρίων, περιβάλλονται από τις προβλεπόμενες στο ως άνω άρθρο 92 του Συντάγματος εγγυήσεις ως προς την εν γένει υπηρεσιακή τους κατάσταση (βλ. ΣτΕ 3773/2011 Ολομ., 322/2011 7μ., 3035/2008 Ολομ., 1751/1997 7μ., 2909/1986 Ολομ.). Περαιτέρω, όπως έχει ήδη κριθεί (ΣτΕ 3773/2011 Ολομ., 322/2011 7μ., 2909/1986 Ολομ.), το Ελεγκτικό Συνέδριο ως δικαστήριο εντάσσεται στο Τμήμα Ε΄ του Συντάγματος του 1975 (άρθρο 98) περί Δικαστικής Εξουσίας, καλυπτόμενο από όλες τις προβλεπόμενες για την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων συνταγματικές εγγυήσεις. Στο Δικαστήριο αυτό έχει ειδικότερα ανατεθεί από το Σύνταγμα έργο διφυές, ήτοι το μεν δικαιοδοτικό (άρθρο 98, παρ. 1, περιπτ. στ΄ και ζ΄), το δε διοικητικό (άρθρο 98, παρ. 1, περιπτ. α΄ έως ε΄). Το τελευταίο δε τούτο έργο, το διοικητικό, έχει ανατεθεί στο Ελεγκτικό Συνέδριο από το Σύνταγμα και τους νόμους λόγω ακριβώς του χαρακτήρα του ως δικαστηρίου και των συνδεόμενων με αυτόν συνταγματικών εγγυήσεων. Πλην δε του δικαστικού του προσωπικού, για το οποίο ισχύουν όλες οι για τους δικαστικούς λειτουργούς προβλεπόμενες από το Σύνταγμα λειτουργικές και προσωπικές εγγυήσεις, στο Δικαστήριο αυτό υπηρετεί και μη δικαστικό προσωπικό, οι ανήκοντες δε στο μη δικαστικό τούτο προσωπικό έχουν στο σύνολό τους χαρακτήρα δικαστικών υπαλλήλων και καλύπτονται από προβλεπόμενες στο άρθρο 92 του Συντάγματος εγγυήσεις. Ενόψει των ανωτέρω, η Τριμελής Επιτροπή του επίμαχου ειδικού διαγωνισμού για την πλήρωση κενών θέσεων δικαστικών υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατ’ εξαίρεση των ισχυουσών περί προσλήψεως διατάξεων και σύμφωνα με τις μνημονευόμενες στην δεύτερη σκέψη της παρούσης αποφάσεως διατάξεις και την καθιερούμενη από αυτές ειδική διαδικασία, ασκεί αρμοδιότητα η οποία είναι μεν, κατά περιεχόμενο, διοικητικής φύσεως, συνδέεται όμως στενά με την εν γένει διοίκηση και οργάνωση του Ελεγκτικού Συνεδρίου και το επιτελούμενο από το δικαστήριο αυτό δικαιοδοτικό έργο στο οποίο, όπως έχει ήδη εκτεθεί, συμβάλλουν ενεργά και οι δικαστικοί υπάλληλοι (πρβλ. ΣτΕ 3773/2011 Ολομ., 322/2011 7μ., 611/2009 7μ., 3034-5/2008 Ολομ., 2011/2003 Ολομ., 1751/1997 7μ.,). Συνεπώς, η συγκρότηση της Επιτροπής αυτής από δικαστικούς λειτουργούς του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 89 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, ο δε προβαλλόμενος με το από 15.6.2012 υπόμνημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ισχυρισμός ότι η συμμετοχή δικαστικών λειτουργών στην εν λόγω Επιτροπή δεν είναι σύμφωνη με το άρθρο 89 παρ. 2 του Συντάγματος, ως εκ του ότι, κατά τον ίδιο ισχυρισμό, η συμμετοχή αυτή προβλέφθηκε από την προαναφερόμενη 13486/6.3.2008 κοινή υπουργική απόφαση και όχι ειδικά από το νόμο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, ενόψει της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 24 παρ. 9 του Ν. 3202/2003, η οποία ρητώς αναθέτει τη διενέργεια του επίμαχου ειδικού διαγωνισμού στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
9. Επειδή, με τα άρθρα 1 και 2 του Ν. 2190/1994 (Α΄ 28), συστήθηκε ως ανεξάρτητη αρχή, το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), στο οποίο ανατέθηκε η αρμοδιότητα του ελέγχου της ορθής εφαρμογής των διατάξεων που διέπουν τους διορισμούς και τις προσλήψεις στον δημόσιο τομέα. Σκοπός του νόμου αυτού ήταν, σύμφωνα με την εισηγητική του έκθεση, «η απεξάρτηση των προσλήψεων και διορισμών στο δημόσιο τομέα από οποιαδήποτε κυβερνητική ή άλλη παρέμβαση, η αποκατάσταση της αξιοπιστίας της κοινής γνώμης στον ευαίσθητο αυτό τομέα» και η καθιέρωση συστήματος προσλήψεων «με κύρια χαρακτηριστικά τη διαφάνεια, την αντικειμενικότητα και την αξιοκρατία, υπό την εγγύηση του Α.Σ.Ε.Π.», όπως αναφέρεται δε, περαιτέρω, στην εισηγητική έκθεση, «βασικές μέθοδοι (ή διαδικασίες) του συστήματος προσλήψεων είναι, αφενός, ο διαγωνισμός για τις θέσεις των διοικητικών, υπό στενή έννοια, καθηκόντων… και, αφετέρου, η σειρά (πίνακες) προτεραιότητας βάσει σαφώς καθορισμένων αξιοκρατικών κριτηρίων για τις λοιπές θέσεις …» (άρθρα 15-19 του νόμου). Εξάλλου, με το άρθρο 14 παρ. 2 του εν λόγω Ν. 2190/1994, ορίσθηκαν κατηγορίες δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων που εξαιρέθηκαν από το εισαγόμενο με το νόμο αυτόν σύστημα προσλήψεων, είτε διότι διέπονται από ειδικό συνταγματικό ή νομοθετικό καθεστώς με ειδικές διαδικασίες προσλήψεως, είτε διότι η φύση των καθηκόντων τους δεν συμβιβάζεται με το σύστημα του νόμου.
10. Επειδή, στο άρθρο 103 παρ. 1 έως 6 του Συντάγματος ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του Κράτους και υπηρετούν το Λαό …Τα προσόντα και ο τρόπος διορισμού τους ορίζονται από το νόμο. 2. Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου. 3. Οργανικές θέσεις ειδικού Επιστημονικού καθώς και τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται. 4. Οι δημόσιοι υπάλληλοι που κατέχουν οργανικές θέσεις είναι μόνιμοι εφόσον αυτές οι θέσεις υπάρχουν… 5. Με νόμο μπορεί να εξαιρούνται από τη μονιμότητα ανώτατοι διοικητικοί υπάλληλοι που κατέχουν θέσεις εκτός της υπαλληλικής ιεραρχίας, οι διοριζόμενοι απευθείας με πρεσβευτικό βαθμό, οι υπάλληλοι της Προεδρίας της Δημοκρατίας και των γραφείων του Πρωθυπουργού, των Υπουργών και Υφυπουργών. 6. Οι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων έχουν εφαρμογή και στους υπαλλήλους της Βουλής, οι οποίοι κατά τα λοιπά διέπονται εξ ολοκλήρου από τον Κανονισμό της, καθώς και στους υπαλλήλους των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου». Περαιτέρω, με την παρ. 7 του ιδίου άρθρου 103 του Συντάγματος, η οποία προστέθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίσθηκαν τα εξής: «Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, πλην των περιπτώσεων της παραγράφου 5, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει. Νόμος μπορεί να προβλέπει ειδικές διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας ή ειδικές διαδικασίες επιλογής προσωπικού για θέσεις το αντικείμενο των οποίων περιβάλλεται από ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις ή προσιδιάζει σε σχέση εντολής». Τέλος, στην παρ. 6 του άρθρου 118 του Συντάγματος, η οποία, επίσης, προστέθηκε με το προαναφερόμενο Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι: «Προβλεπόμενες ή διατηρούμενες στο νόμο 2190/1994, όπως αυτός ισχύει, εξαιρέσεις από την αρμοδιότητα του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού εξακολουθούν να ισχύουν».
11. Επειδή, με την αναθεώρηση του άρθρου 103 Συντάγματος, η Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη Διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και των άλλων νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα, με σκοπό την μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της διαφάνειας, της ισότητας ενώπιον του νόμου και της αξιοκρατίας. Ο υφιστάμενος κανόνας των παραγράφων 2 και 3 αυτού του άρθρου, ο οποίος επιβάλλει τη νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των παγίων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ., ενισχύθηκε, μεταξύ άλλων, με τους νέους κανόνες της παραγράφου 7, σύμφωνα με τους οποίους η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στα άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα γίνεται με διαγωνισμό ή επιλογή βάσει προκαθορισμένων και αντικειμενικών κριτηρίων και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής (Α.Σ.Ε.Π.), οι κανόνες δε αυτοί, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις διατάξεις του Ν. 2190/1994 κατέστησαν ήδη συνταγματικού επιπέδου (ΣτΕ 3595/2008 Ολομ., 2718/2010 7μ., 1259/2006 7μ.). Ωστόσο, η εφαρμογή των κανόνων αυτών τελεί υπό την επιφύλαξη των συνταγματικής επίσης περιωπής ειδικών ρυθμίσεων, τις οποίες ο αναθεωρητικός συνταγματικός νομοθέτης περιέλαβε στις διατάξεις, αφενός, του δεύτερου εδαφίου, της παρ. 7, του άρθρου 103 και, αφετέρου, της παρ. 6 του άρθρου 118 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 3595/2008 Ολομ., 2718/2010 7μ.) και από τις οποίες πολλές είχαν ήδη συμπεριληφθεί στην προαναφερόμενη εξαιρετική διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 του Ν. 2190/1994. Ειδικότερα, με τη δεύτερη μεταβατικού χαρακτήρα εξαιρετική διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 118 του Συντάγματος, ο αναθεωρητικός νομοθέτης θέλησε να εξαιρέσει από τον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής (του Α.Σ.Ε.Π. ή άλλης αρχής με όμοιο αντικείμενο που ενδέχεται να συσταθεί) τις περιπτώσεις εκείνες προσλήψεως προσωπικού του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα το οποίο ο Ν. 2190/1994, όπως είχε τροποποιηθεί και ίσχυε κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος της επίμαχης συνταγματικής διατάξεως, ρητώς εξαιρεί από την ελεγκτική αρμοδιότητα του Α.Σ.Ε.Π. (βλ. ΣτΕ 3595/2008 Ολομ.). Τούτο προκύπτει τόσο από το γράμμα της διατάξεως αυτής όσο και από τις σχετικές με την ψήφισή της συζητήσεις στη Βουλή (βλ. Πρακτικά Ολομέλειας Βουλής, Συνεδρίαση ΡΜΔ΄ της 21.3.2001, σελ. 731 και 744, όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι, με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 118 παρ. 6 του Συντάγματος, «το σύστημα εξαιρέσεων που προβλέπει ή διατηρεί σε ισχύ ο ν. 2190/94, διατηρείται σε ισχύ και μετά την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος, γιατί είναι λελογισμένο και πάρα πολύ προσεκτικά καταρτισμένο»). Περαιτέρω, με την πρώτη, πάγια και ειδική ρύθμιση του δεύτερου εδαφίου, της παρ. 7, του άρθρου 103 του Συντάγματος, ο αναθεωρητικός νομοθέτης προέβλεψε τη δυνατότητα καθιερώσεως με νόμο γενικής εξαιρέσεως από τον κανόνα της υπαγωγής στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής των περιπτώσεων προσλήψεως προσωπικού στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα με ειδικές διαδικασίες επιλογής, οι οποίες, είτε παρέχουν αυξημένες εγγυήσεις για τη διασφάλιση της διαφάνειας και αξιοκρατίας, είτε αφορούν, ιδίως, προσωπικό για θέσεις το αντικείμενο των οποίων περιβάλλεται από ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις. Τις εξαιρέσεις αυτές δικαιολογεί όχι μόνο ο ειδικός χαρακτήρας αλλά και η μεγαλύτερη αυστηρότητα των σχετικών διαδικασιών επιλογής καθώς και οι μείζονες εγγυήσεις που παρέχουν για την μέγιστη δυνατή διασφάλιση των προαναφερόμενων συνταγματικών αρχών της διαφάνειας, της ισότητας ενώπιον του νόμου και της αξιοκρατίας, στις οποίες απέβλεψε η Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή με τη θέσπιση των νέων κανόνων του πρώτου εδαφίου, της παρ. 7, του άρθρου 103 του Συντάγματος. Η ερμηνεία αυτή της διατάξεως του δεύτερου εδαφίου, της παρ. 7, του άρθρου 103 του Συντάγματος βρίσκει έρεισμα και στις σχετικές με την ψήφισή της συζητήσεις στη Βουλή, από τις οποίες προκύπτει ότι η διάταξη αυτή δεν είχε περιληφθεί στο Σχέδιο αναθεώρησης του Συντάγματος το οποίο υπέβαλε η Επιτροπή Αναθεώρησης στην Ολομέλεια της Βουλής, αλλά ψηφίσθηκε κατόπιν αποδοχής τροπολογίας που κατέθεσε στην Ολομέλεια ο Εισηγητής της Πλειοψηφίας Ε. Βενιζέλος, ο οποίος, στη σχετική εισήγησή του, ανέφερε χαρακτηριστικά, μεταξύ άλλων, ότι: «… Βέβαια, πρέπει να προβλέψουμε εδώ ότι υπάρχουν ορισμένες διαδικασίες, οι οποίες είναι ακόμη αυστηρότερες, αλλά πάντως ειδικές, που δεν υπάγονται στην εποπτεία της αρχής αυτής…» (βλ. Πρακτικά Ολομέλειας Βουλής, Συνεδρίαση ΡΜΔ΄ της 21.3.2001, σελ. 731). Με τα δεδομένα αυτά, αν, κατ’ εφαρμογή της παρεχόμενης από την προαναφερόμενη εξαιρετική διάταξη του δεύτερου εδαφίου, της παρ. 7, του άρθρου 103 του Συντάγματος δυνατότητας, θεσπιστεί από τον κοινό νομοθέτη ειδική διαδικασία επιλογής, για την οποία συντρέχουν οι κατά περίπτωση απαιτούμενες από την εν λόγω διάταξη αυστηρές προϋποθέσεις και, ειδικότερα, ειδική διαδικασία επιλογής προσωπικού για θέσεις το αντικείμενο των οποίων περιβάλλεται από ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις, όπως είναι, κατά τα ήδη εκτεθέντα, το σύνολο των δικαστικών υπαλλήλων, δεν επιτρέπεται η υπαγωγή της διαδικασίας αυτής, είτε εν όλω είτε εν μέρει, στον έλεγχο της κατά το Σύνταγμα ανεξάρτητης αρχής (Α.Σ.Ε.Π.). Ο Αντιπρόεδρος Αθ. Ράντος, οι Σύμβουλοι Αικ. Χριστοφορίδου και Δ. Κυριλλόπουλος και ο Πάρεδρος Ι. Μιχαλακόπουλος, διατύπωσαν τη γνώμη ότι, κατά την έννοια του δεύτερου εδαφίου, της παρ. 7, του άρθρου 103 του Συντάγματος, η δυνατότητα νομοθετικής προβλέψεως ειδικών διαδικασιών επιλογής προσωπικού του Δημοσίου, ακόμη και αν αφορά προσωπικό για θέσεις το αντικείμενο των οποίων περιβάλλεται από ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις, όπως είναι οι δικαστικοί υπάλληλοι, δεν αφορά μόνο διαδικασίες διενεργούμενες αποκλειστικά από όργανα άλλα, εκτός από την κατά το Σύνταγμα ειδική ανεξάρτητη αρχή (Α.Σ.Ε.Π.). Ο νομοθέτης, χρησιμοποιώντας την σχετική συνταγματική ευχέρεια, μπορεί να προβλέπει, για τις θέσεις αυτές, διαδικασία επιλογής, η οποία διεξάγεται μεν, κατ’ αρχήν, εξ ολοκλήρου και καθ’ όλα αυτής τα στάδια από άλλο όργανο, το αποτέλεσμά της όμως και μόνο, δηλαδή η κατάρτιση του πίνακα επιλογής, υπόκειται στον έλεγχο νομιμότητας του Α.Σ.Ε.Π. Η έκταση του περιορισμένου αυτού ελέγχου του Α.Σ.Ε.Π. είναι ζήτημα καθοριζόμενο εκάστοτε από το νομοθέτη. Η ερμηνευτική αυτή εκδοχή όχι μόνο δεν αποκλείεται από την επίμαχη συνταγματική διάταξη, αλλ’ αντιθέτως είναι εγγύτερη προς τον συνταγματικό κανόνα της υπαγωγής όλων, κατ’ αρχήν, των διαδικασιών προσλήψεων προσωπικού στο Δημόσιο στον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π. Κατά την ειδικότερη δε γνώμη του Συμβούλου Δ. Κυριλλόπουλου, ο έλεγχος του Α.Σ.Ε.Π. επί του προκειμένου περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στην επικύρωση του αποτελέσματος της σχετικής ειδικής διαδικασίας, δηλαδή του καταρτισθέντος από το οικείο όργανο τελικού πίνακα επιλογής.
12. Επειδή, στην υπό κρίση περίπτωση, σύμφωνα με την εκτιθέμενη στην προηγούμενη σκέψη άποψη που επικράτησε ως προς την έννοια του δεύτερου εδαφίου, της παρ. 7, του άρθρου 103 του Συντάγματος, εφόσον ο κοινός νομοθέτης καθιέρωσε, με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 9 του Ν. 3202/2003 και την κατ’ εξουσιοδότηση αυτής εκδοθείσα 13486/6.3.2008 κοινή υπουργική απόφαση, ειδικό διαγωνισμό για την πρόσληψη προσωπικού σε θέσεις δικαστικών υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το αντικείμενο των οποίων περιβάλλεται, όπως ήδη εκτέθηκε, από τις ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις του άρθρου 92 του Συντάγματος και παράλληλα ανέθεσε την διεξαγωγή του ειδικού αυτού διαγωνισμού στο Ελεγκτικό Συνέδριο και, συγκεκριμένα, σε Τριμελή Επιτροπή συγκροτούμενη, όπως επίσης έχει ήδη εκτεθεί, θεμιτώς κατά το Σύνταγμα, από δικαστικούς λειτουργούς του εν λόγω Δικαστηρίου, ανεπιτρέπτως όρισε, περαιτέρω, με την ίδια διάταξη του ως άνω νόμου, ότι τα αποτελέσματα του επίμαχου ειδικού διαγωνισμού υπόκεινται στον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη 1271/21.5.2009 απόφαση του Β΄ Τμήματος του Α.Σ.Ε.Π., με την οποία το Τμήμα αυτό, αφενός, αρνήθηκε να κυρώσει τους οριστικούς πίνακες «κατάταξης υποψηφίων με σειρά προτεραιότητας διορισμού» και «διοριστέων» υποψηφίων που κατάρτισε η οικεία Τριμελής Επιτροπή Διαγωνισμού και, αφετέρου, συνέστησε την επανάληψη της διαγωνιστικής διαδικασίας με την έκδοση νέας προκηρύξεως, η οποία θα πρέπει να υποβληθεί προηγουμένως στο Α.Σ.Ε.Π. για έλεγχο, πρέπει να ακυρωθεί, κατ’ αποδοχή του βασίμως προβαλλόμενου σχετικού λόγου ακυρώσεως με την υπό κρίση αίτηση. Ακολούθως δε, πρέπει η υπόθεση να αναπεμφθεί στη Διοίκηση προκειμένου να ολοκληρωθεί η εκκρεμής διαδικασία του επίμαχου ειδικού διαγωνισμού, χωρίς την παρέμβαση του Α.Σ.Ε.Π., με τη δημοσίευση των οικείων πινάκων και την έκδοση των πράξεων διορισμού των διοριστέων υποψηφίων, κατά τα οριζόμενα, ειδικότερα, στην προαναφερόμενη κοινή υπουργική απόφαση και την προκήρυξη του εν λόγω διαγωνισμού. Κατά τη γνώμη, όμως, του Αντιπροέδρου Αθ. Ράντου, των Συμβούλων Αικ. Χριστοφορίδου και Δ. Κυριλλόπουλου και του Παρέδρου Ι. Μιχαλακόπουλου, εν προκειμένω, θεμιτώς ο νομοθέτης προέβλεψε τόσο ότι η συγκεκριμένη κατηγορία δικαστικών υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου θα επιλέγεται από όργανο αποτελούμενο, κυρίως ή αποκλειστικώς, από δικαστικούς λειτουργούς του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όσο και ότι, περαιτέρω, το αποτέλεσμα της διαδικασίας επιλογής, δηλαδή η κατάρτιση του πίνακα διοριστέων, θα υπόκειται στον έλεγχο νομιμότητας του Α.Σ.Ε.Π. Επομένως, κατά τη γνώμη αυτή, η προσβαλλόμενη απόφαση του Β΄ Τμήματος του Α.Σ.Ε.Π., η οποία εκδόθηκε με την εσφαλμένη αντίληψη ότι ήταν επιβεβλημένος από το Σύνταγμα ο πλήρης έλεγχος του Α.Σ.Ε.Π. επί της όλης διαδικασίας επιλογής, από την προκήρυξη ως τον τελικό πίνακα, θα έπρεπε να ακυρωθεί για το λόγο αυτό. Στη συνέχεια δε, θα έπρεπε η υπόθεση να αναπεμφθεί στο Α.Σ.Ε.Π., προκειμένου αυτό να ενεργήσει τον κατά νόμο περιορισμένο έλεγχο νομιμότητας επί μόνου του τελικού πίνακα και των αμέσως συναπτομένων με την κατάρτισή του σταδίων της διαδικασίας επιλογής, ενώ, κατά την ειδικότερη γνώμη του Συμβούλου Δ. Κυριλλόπουλου, ο εν λόγω έλεγχος του Α.Σ.Ε.Π. θα έπρεπε να περιορισθεί αποκλειστικά και μόνο στην απλή κύρωση του τελικού πίνακα επιλογής της οικείας Επιτροπής.
13. Επειδή, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στις προηγούμενες σκέψεις, πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να ακυρωθεί και η υπόθεση να αναπεμφθεί στη Διοίκηση προκειμένου να προβεί στις ανωτέρω αναφερόμενες ενέργειες, παρέλκει δε κατόπιν αυτού, η εξέταση των λοιπών προβαλλόμενων, με την υπό κρίση αίτηση, λόγων ακυρώσεως.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Δέχεται την υπό κρίση αίτηση.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου της αιτήσεως.  
Ακυρώνει την 1271/21.5.2009 απόφαση του Β΄ Τμήματος του Α.Σ.Ε.Π. και αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση, σύμφωνα με το αιτιολογικό.
Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη των ήδη αιτούντων για τη δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η 1823/2012 αναβλητική απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των εννιακοσίων είκοσι (920) ευρώ.
Επιβάλλει στο Δημόσιο και το Α.Σ.Ε.Π., συμμέτρως, τη δικαστική δαπάνη των αιτούντων στην παρούσα διαδικασία, η οποία ανέρχεται στο ποσό των εννιακοσίων είκοσι (920) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 29 Ιουνίου 2012
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος       Η Γραμματέας
 
———————–
Παρατηρήσεις
Η δικαιοδοτική αρμοδιότητα κατά το άρθρο 89 παρ. 2 Συντ. στην διαδικασία πρόσληψης δικαστικών υπαλλήλων
1. Το διαχρονικό ζήτημα της διάκρισης μεταξύ διοικητικών αρχών και δικαστηρίων [85] και κατ’ επέκταση το πρόβλημα της νομικής φύσης των πράξεων ή αποφάσεών τους [86] δεν συνιστά απλώς μία δογματική άσκηση. Αντιθέτως η επιλογή της μιας ή της άλλης κατεύθυνσης σε κάθε σχετικό δίλημμα συνοδεύεται πάντοτε από σοβαρές έννομες συνέπειες, με κυριότερη την περαιτέρω παροχή δικαστικής προστασίας κατά των εν λόγω πράξεων, δηλαδή την δυνατότητα συνέχισης του δικαστικού τους ελέγχου [87] .
Στο ευρύτερο πλαίσιο του ως άνω ζητήματος ιδιαίτερες δυσκολίες παρουσιάζει η νομική φύση συλλογικών οργάνων, επιφορτισμένων με καθήκοντα που δεν ανήκουν στην στενή έννοια της δικαστικής λειτουργίας, αλλά που εντούτοις συγκροτούνται αμιγώς ή κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς. Ο χαρακτήρας των πράξεων των οργάνων αυτών έχει απασχολήσει επανειλημμένως και με πλείστες αφορμές την νομολογία με συχνές μάλιστα μεταβολές στις κρίσεις της και αναθεωρήσεις επί των εφαρμοζόμενων κριτηρίων [88] . Το ζήτημα συνήθως ανακύπτει ως προς το εάν οι αποφάσεις των ως άνω οργάνων αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις δεκτικές δικαστικού και ιδίως ακυρωτικού ελέγχου κατ’ άρθρο 95 παρ. 1 Συντ. [89] ή εάν συνιστούν αποφάσεις προερχόμενες από δικαστικές αρχές και ως εκ τούτου εκφεύγουν της περαιτέρω δικαστικής τους αμφισβητήσεως.
Στο ζήτημα προστέθηκε νέα ύλη με την συνταγματική αναθεώρηση του 2001, όταν προβλέφθηκε για πρώτη φορά διάταξη (στο άρθρο 89 παρ. 3 του Συντ.), η οποία απαγορεύει στο εξής την ανάθεση και άσκηση οιωνδήποτε διοικητικής φύσεως καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς. Η συγκεκριμένη απαγόρευση θεωρητικώς θα οδηγούσε το οργανικό και το λειτουργικό κριτήριο διάκρισης των οργάνων σε απόλυτη ταύτιση, υπό την έννοια ότι ο δικαστικός λειτουργός δεν θα μπορούσε να συμμετέχει σε όργανο που ασκεί διοίκηση. Συνεπώς, όργανο που συγκροτείται από δικαστικούς λειτουργούς μόνον δικαστική λειτουργία θα μπορούσε να επιτελεί. Ωστόσο, με την διάταξη της παρ. 2 του ίδιου άρθρου 89 Συντ. προβλέφθηκαν εξαιρέσεις, οι οποίες είναι υπεύθυνες για την εκ νέου δημιουργία παρόμοιων ερμηνευτικών προβλημάτων.
2. Στο επίκεντρο του νέου αυτού κύκλου ζητημάτων βρέθηκε η περίπτωση της διαδικασίας διενέργειας διαγωνισμού για την πρόσληψη επιμελητών από το Ελεγκτικό Συνέδριο, η νομιμότητα της οποίας απασχόλησε την σχολιαζόμενη απόφαση. Η ιδιαιτερότητα και το πρόσθετο νομικό ενδιαφέρον της απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας εστιάζεται στο γεγονός ότι αντικείμενο κρίσεως εν προκειμένω δεν απετέλεσε η δυνατότητα δικαστικής προσβολής των πράξεων ενός οργάνου διφυούς χαρακτήρα, και μόνον παρεμπιπτόντως ο χαρακτήρας του οργάνου αυτού, αλλά αντιθέτως το Δικαστήριο ασχολήθηκε ευθέως με την νομική φύση του ίδιου του συλλογικού οργάνου που δημιούργησε την διαφορά, διερευνώντας βέβαια και τα χαρακτηριστικά της αρμοδιότητας που του ανατέθηκε.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση η υπόθεση έφθασε στο Συμβούλιο της Επικρατείας μετά από κρίση του ΑΣΕΠ ότι η αναφερθείσα διαδικασία πρόσληψης επιμελητών, που διενεργήθηκε από Επιτροπή συγκροτηθείσα από δικαστικούς λειτουργούς του Ελεγκτικού Συνεδρίου, είναι παράνομη, καθόσον οι δικαστικοί λειτουργοί δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε όργανα που ασκούν διοικητικά καθήκοντα. Ομοίως το Διοικητικό Εφετείο, στο οποίο ήχθη αρχικώς το ζήτημα μετά από αίτηση ακυρώσεως (κατά της ως άνω απόφασης του ΑΣΕΠ να μη κυρώσει τους πίνακες επιτυχόντων), αποφάνθηκε ότι οι διατάξεις κατ’ εφαρμογήν των οποίων συγκροτήθηκε η Επιτροπή επιλογής επιμελητών του Ελεγκτικού Συνεδρίου από δικαστές [90] παραβιάζει την απαγόρευση του άρθρου 89 παρ. 3 Συντ. Η κρίση αυτή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι σχετικές διατάξεις του νόμου και της προκήρυξης των θέσεων ήταν αντισυνταγματικές και επομένως και η διαδικασία επιλογής που διενεργήθηκε βάσει αυτών ελαττωματική.
Στο Συμβούλιο της Επικρατείας μεταβιβάσθηκε μετά από άσκηση εφέσεως ευθέως το πρόβλημα περί της νομικής φύσης της αρμοδιότητας που κατατείνει στην επιλογή δικαστικών υπαλλήλων, ως διοικητικής ή δικαστικής, και βέβαια το ζήτημα του χαρακτήρα της αρμόδιας Επιτροπής, ως διοικητικού ή δικαιοδοτικού οργάνου. Πέρα όμως από το ζήτημα, εάν πράγματι η επίμαχη Επιτροπή επιλογής είναι διοικητικό όργανο επιφορτισμένο με διοικητικά καθήκοντα και άρα ανεπιτρέπτως συγκροτήθηκε από δικαστικούς λειτουργούς, το Δικαστήριο απασχόλησε και το ζήτημα, εάν οι ειδικές διαδικασίες επιλογής προσωπικού κατά το εδ. β’ της παρ. 7 του άρθρου 103 Συντ. υπόκεινται ή εκφεύγουν του συνταγματικά κατοχυρωμένου ελέγχου του ΑΣΕΠ.
3. Σε σχέση με το πρώτο ερώτημα, εάν με την συμμετοχή δικαστικών λειτουργών στην Επιτροπή Διαγωνισμού για την πρόσληψη επιμελητών στο Ελεγκτικό Συνέδριο παραβιάσθηκε το άρθρο 89 Συντ., το Διοικητικό Εφετείο είχε κρίνει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων συνιστά προδήλως διοικητικής φύσεως αρμοδιότητα [91] . Συνεπώς και η Επιτροπή διενέργειας της σχετικής διαδικασίας επιλογής συνιστά διοικητικό όργανο και άρα κατά παράβαση της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 89 Συντ. ο νόμος προέβλεψε την συμμετοχή δικαστικών λειτουργών στο όργανο αυτό [92] .
Η Ολομέλεια όμως του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν προσχώρησε στην ίδια ερμηνεία και εξαφάνισε την ως άνω απόφαση του Διοικητικού Εφετείου. Αποφάνθηκε δε ότι η ελεγχόμενη διαδικασία δεν παραβιάζει το άρθρο 89 Συντ. και στήριξε την οικεία κρίση σε μία αλληλουχία λογικών συλλογισμών, ως εξής: α) Το Ελεγκτικό Συνέδριο αποτελεί πρωταρχικώς Δικαστήριο [93] . Το Σύνταγμα ανέθεσε σε αυτό και διοικητικές αρμοδιότητες, ακριβώς επειδή συνιστά Δικαστήριο και τα σχετικά κρίσιμα διοικητικά καθήκοντα θα εκτελούνται υπό αυξημένες συνταγματικές εγγυήσεις. β) Οι υπάλληλοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι δικαστικοί υπάλληλοι [94] . Οι επιμελητές των δικαστηρίων αποτελούν δικαστικούς υπαλλήλους, οι οποίοι για την υπηρεσιακή τους κατάσταση υπάγονται στις ειδικές ρυθμίσεις του άρθρου 92 Συντ. [95] . Επομένως, οι Επιμελητές του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι προφανώς δικαστικοί υπάλληλοι. γ) Η διαδικασία πρόσληψης δικαστικών υπαλλήλων δεν εμπίπτει στις απαγορεύσεις της παρ. 3 του άρθρου 89 Συντ., αλλά υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής των εξαιρέσεων της παρ. 2 του ίδιου άρθρου και του άρθρου 92 Συντ. δ) Κατά συνέπεια τούτων η επιλογή δικαστικών υπαλλήλων που διενεργείται από Επιτροπή συγκροτούμενη από δικαστικούς λειτουργούς δεν αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 89 παρ. 2 και 3 Συντ.
Πράγματι, η διαπίστωση ότι οι επιμελητές των δικαστηρίων και κατ’ επέκταση και του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι δικαστικοί υπάλληλοι δεν μπορεί βασίμως να αμφισβητηθεί. Ωστόσο, δεν είναι τόσο αυτονόητη η απάντηση στο ερώτημα, για ποιο λόγο η διαδικασία πρόσληψής τους δεν αντιβαίνει στις παρ. 2 και 3 του άρθρου 89 Συντ., κατά τις οποίες η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστές απαγορεύεται με εξαίρεση την συμμετοχή τους σε συλλογικά όργανα που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα.
Κατ’ αρχάς η επίκληση των διατάξεων του άρθρου 92 Συντ. (και ιδίως της παρ. 3 η οποία προβλέπει ειδικώς την συμμετοχή δικαστικών λειτουργών στις Επιτροπές που αποφασίζουν για τις υπηρεσιακές μεταβολές των δικαστικών υπαλλήλων) δεν προσφέρει καμία συνδρομή στην επίλυση του ζητήματος. Οι συγκεκριμένες διατάξεις, αφενός δεν χαρακτηρίζουν την νομική φύση της σχετικής αρμοδιότητας και αφετέρου από το γράμμα των ρυθμίσεων δεν μπορεί να συναχθεί ότι στο πεδίο εφαρμογής τους, εκτός από τις υπηρεσιακές μεταβολές των δικαστικών υπαλλήλων, υπάγεται και η πρόσληψη των υπαλλήλων αυτών. Συνεπώς, μοναδική επιλογή στήριξης της σχετικής κρίσεως απομένει η υπαγωγή της διαδικασίας πρόσληψης δικαστικών υπαλλήλων στις εξαιρέσεις της παρ. 2 του άρθρου 89 Συντ.
Ως προς το βασικό αυτό ζήτημα η ΣτΕ Ολ 195/2013 αποφάνθηκε ότι η Επιτροπή του επίμαχου διαγωνισμού για την πρόσληψη δικαστικών υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου «ασκεί αρμοδιότητα η οποία είναι μεν, κατά περιεχόμενο, διοικητικής φύσεως, συνδέεται όμως στενά με την εν γένει διοίκηση και οργάνωση του Ελεγκτικού Συνεδρίου και το επιτελούμενο από το δικαστήριο αυτό δικαιοδοτικό έργο στο οποίο συμβάλλουν ενεργά και οι δικαστικοί υπάλληλοι» [96] . Η απόφαση λοιπόν έκρινε ότι η συγκεκριμένη αρμοδιότητα είναι μεν διοικητικής φύσεως, αλλά συνδέεται με το δικαιοδοτικό έργο του Ελεγκτικού Συνεδρίου [97] . Τίθεται λοιπόν το ερώτημα, εάν η ως άνω διαπίστωση αρκεί για την υπαγωγή της κριθείσας περίπτωσης στις εξαιρέσεις της παρ. 2 του άρθρου 89 Συντ.
4. Δύο σκέψεις συνηγορούν προς την κατεύθυνση μιας θετικής απάντησης: Κατά πρώτον, ο συνταγματικός νομοθέτης, αναθέτοντας την κρίση περί των υπηρεσιακών μεταβολών των δικαστικών υπαλλήλων σε συλλογικά όργανα συγκροτούμενα από δικαστές, διατύπωσε ρητώς την βούλησή του να κατοχυρώσει την υπηρεσιακή εξέλιξη του συγκεκριμένου προσωπικού με ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις, με σημαντικότερη την συμμετοχή δικαστών στα αρμόδια για τις κρίσεις τους όργανα. Προβλέποντας εγγυήσεις ως προς το έλασσον (ως προς τις υπηρεσιακές τους μεταβολές), το Σύνταγμα δεν απαγορεύει την εφαρμογή των αυτών εγγυήσεων και ως προς το μείζον (ως προς την πρόσληψή τους). Ακόμη δηλαδή και αν δεν επιτρέπεται τούτο ρητώς, τουλάχιστον μπορεί να συναχθεί ότι δεν απαγορεύεται. Άρα το άρθρο 92 Συντ. δεν απαγορεύει, κατ’ αρχήν, στον νομοθέτη να υπαγάγει και την διαδικασία επιλογής των δικαστικών υπαλλήλων στο ίδιο ειδικό καθεστώς αυξημένων εγγυήσεων της εν λόγω συνταγματικής διάταξης, υπό την έννοια ότι η αναφορά στην ελάσσονα περίπτωση των υπηρεσιακών μεταβολών δεν είναι περιοριστική, και μπορεί σε αυτήν να υπαχθεί και η μείζονα περίπτωση της επιλογής του προσωπικού.
Κατά δεύτερον, το άρθρο 89 παρ. 2 Συντ. επιτρέπει κατ’ εξαίρεση στους δικαστικούς λειτουργούς να μετέχουν σε όργανα που ασκούν εκτός των άλλων αρμοδιότητες δικαιοδοτικού χαρακτήρα. Η νομολογία αποδίδει στα συλλογικά όργανα του άρθρου 92 Συντ. έναν ιδιότυπο δικαιοδοτικό χαρακτήρα, ο οποίος υποστηρίζεται κυρίως με βάση το οργανικό κριτήριο [98] , και χωρίς τα διοικητικά λειτουργικά χαρακτηριστικά της αρμοδιότητας να αλλοιώνουν το τελικό συμπέρασμα. Έτσι, ως προς την νομική φύση των οργάνων γίνεται δεκτό ότι τα υπηρεσιακά συμβούλια των δικαστικών υπαλλήλων του άρθρου 92 Συντ. (το οποίο είναι εντεταγμένο στο τμήμα Ε’ περί δικαστικής εξουσίας), λειτουργούν στους κόλπους των ανωτάτων δικαστηρίων και των εφετείων, εντάσσονται οργανωτικά στο δικαστικό μηχανισμό του Κράτους και αποτελούν δικαστικές αρχές [99] . Εντούτοις, ως προς την νομική φύση της αρμοδιότητας δεν αποφεύγεται η παραδοχή ότι ως προς το λειτουργικό της περιεχόμενό αναφέρεται βέβαια σε θέματα διοικητικής φύσεως [100] . Παρά ταύτα, οι πράξεις των υπηρεσιακών αυτών συμβουλίων δεν παύουν να αποτελούν πράξεις δικαστικών αρχών, εν όψει και του δεδομένου ότι οι επίμαχες αποφάσεις αφορούν στις υπηρεσιακές μεταβολές των δικαστικών υπαλλήλων που συμβάλλουν ενεργώς στο δικαιοδοτικό έργο των δικαστηρίων [101] .
Εν πάση όμως περιπτώσει ο χαρακτηρισμός μιας απόφασης επιλογής προσωπικού, έστω και δικαστικών υπαλλήλων, ως αμιγώς δικαστικού χαρακτήρα με το λειτουργικό κριτήριο είναι εξαιρετικά δυσχερής. Από την άλλη πλευρά ο όρος αρμοδιότητα «δικαιοδοτικού χαρακτήρα», που προϋποθέτει η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 89 Συντ. (για να επιτρέψει την κατ’ εξαίρεση συμμετοχή δικαστικών λειτουργών σε συλλογικά όργανα εκτός δικαστικών καθηκόντων), αναζητεί και αυτή ένα σαφές ρυθμιστικό νόημα. Ο δικαιοδοτικός χαρακτήρας της εξαιρετικής αυτής αρμοδιότητας οφείλει πάντως να λάβει ένα ευρύτερο της αυστηρής γραμματικής ερμηνείας περιεχόμενο. Και τούτο, διότι σε αντίθετη περίπτωση, εάν δηλαδή ερμηνευθεί στενά, η εν λόγω εξαίρεση θα πρέπει είτε να θεωρηθεί πλεονασμός είτε να απομείνει χωρίς κανονιστικό αντικείμενο.
Πιο συγκεκριμένα, εάν από τις ως άνω αποκαλούμενες «δικαιοδοτικές αρμοδιότητες» αφαιρεθεί αφ’ ενός η αμιγώς δικαστική λειτουργία [102] (η οποία αποτελεί την κατεξοχήν αποστολή των δικαστών και δεν θα περιγραφόταν ως εξαίρεση από την συμμετοχή τους σε άλλης φύσεως όργανα) και αφ’ ετέρου η άσκηση πειθαρχικού ελέγχου [103] (η οποία αποτελεί μεν εν ευρεία εννοία λειτουργία δικαιοδοτικού χαρακτήρα, όμως μνημονεύεται ρητώς και διακριτώς στην ίδια διάταξη), τότε η έννοια των αρμοδιοτήτων δικαιοδοτικού χαρακτήρα καταλείπεται άνευ συγκεκριμένου εννοιολογικού περιεχομένου.
Υπό την έννοια αυτή διοικητικής μεν φύσεως θέματα, που αφορούν όμως σε λειτουργίες των δικαστηρίων στενά συνδεδεμένες με την δικαστική τους αποστολή, μπορούν να θεωρηθούν ως αρμοδιότητες «δικαιοδοτικού χαρακτήρα», στις οποίες απέβλεψε η εξαίρεση της παρ. 2 του άρθρου 89 Συντ. Κατά συνέπεια και οι αποφάσεις για τις υπηρεσιακές μεταβολές των δικαστικών υπαλλήλων, αλλά και οι ειδικά από τον νόμο θεσπισμένες διαδικασίες πρόσληψης δικαστικών υπαλλήλων, θα μπορούσαν να αποτελέσουν τέτοιες δικαιοδοτικές εν ευρεία εννοία λειτουργίες. Τις λειτουργίες αυτές επεφύλαξε ο συντακτικός νομοθέτης για όργανα, στα οποία συμμετέχουν δικαστικοί λειτουργοί, όταν (εκτός των πειθαρχικών ή ελεγκτικών αρμοδιοτήτων) τους εμπιστεύεται να ασκούν και αρμοδιότητες εν ευρεία εννοία δικαιοδοτικού χαρακτήρα.
5. Το δεύτερο ζήτημα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η σχολιαζόμενη απόφαση σχετίζεται με τον συνταγματικά κατοχυρωμένο ρόλο του ΑΣΕΠ σε μία διαδικασία πρόσληψης δικαστικών υπαλλήλων, όταν αυτή επιφυλάσσεται σε όργανα που συγκροτούνται από δικαστές. Ερωτάται δηλαδή, εάν επιτρέπεται ή επιβάλλεται η υπαγωγή της διαδικασίας πρόσληψης στον έλεγχο του ΑΣΕΠ, εφόσον έχει θεσπιστεί από τον κοινό νομοθέτη ειδική διαδικασία επιλογής προσωπικού για θέσεις, το αντικείμενο των οποίων περιβάλλεται από ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις. Στο θέμα αυτό αναπτύχθηκαν δύο θέσεις:
Η κρατήσασα άποψη στην Ολομέλεια δέχθηκε πως, όταν ο νόμος θεσπίζει ειδική διαδικασία επιλογής προσωπικού, η οποία κατοχυρώνεται από αυξημένες συνταγματικές εγγυήσεις σύμφωνα με το εδ. β’ της παρ. 7 του άρθρου 103 Συντ., όπως συμβαίνει στην περίπτωση πρόσληψης δικαστικών υπαλλήλων, τότε δεν επιτρέπεται η υπαγωγή της διαδικασίας στον έλεγχο του ΑΣΕΠ. Συνεπώς, ανεπιτρέπτως η διάταξη του εφαρμοσθέντος άρθρου 24 του Ν 3202/2003 όρισε ότι τα αποτελέσματα τέτοιου διαγωνισμού υπόκεινται στον έλεγχο του ΑΣΕΠ. Αντίθετα, η μειοψηφία διατύπωσε την θέση ότι ο νομοθέτης μπορεί να προβλέπει, για τις θέσεις που περιβάλλονται από ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις, ειδική διαδικασία επιλογής, διεξαγόμενη εξολοκλήρου από άλλο εκτός ΑΣΕΠ όργανο, αρκεί έστω το αποτέλεσμά της, έστω δηλαδή η κατάρτιση του πίνακα επιλογής, να υπόκειται στον έλεγχο νομιμότητας του ΑΣΕΠ. Με άλλα λόγια και ανεξαρτήτως διαδικασίας η μειοψηφία θεώρησε ότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί εντελώς η κατά το Σύνταγμα προβλεπόμενη αποστολή της ως άνω ειδικής ανεξάρτητης αρχής. Βέβαια, από την στιγμή που η κρίση του ΑΣΕΠ κρίθηκε ως ουσιαστικά εσφαλμένη με την προηγούμενη σκέψη, εν προκειμένω η αρμοδιότητα ή μη ελέγχου των αποτελεσμάτων δεν ήταν κρίσιμη για την περαιτέρω έκβαση της υπόθεσης.
6. Ωστόσο, η συγκεκριμένη και εν πολλοίς περιττή ως προς την επίδικη υπόθεση κρίση εγείρει ένα άλλο σημαντικό νομικό ζήτημα. Η γενικότητα της ως άνω θέσης κατατείνει στην αναγνώριση της δυνατότητας του νομοθέτη, όχι μόνον να θεσπίζει ειδικές διαδικασίες επιλογής προσωπικού (υπό την αυτονόητη βέβαια προϋπόθεση της πρόβλεψης αυξημένων εγγυήσεων) εκτός ΑΣΕΠ, αλλά και να προβλέπει την εξαίρεση της διαδικασίας αυτής από κάθε τελικό έλεγχό του. Μια τέτοια ερμηνεία προσανατολίζεται σε μία αυτόνομη θεώρηση του εδ. β΄ από το εδ. α΄ της παρ. 7 του άρθρου 103 Συντ. με αποτέλεσμα τον ερμηνευτικό αποκλεισμό του ΑΣΕΠ από τις διαδικασίες που περιγράφονται στο εδ. β΄.
Βέβαια στην κριθείσα υπόθεση, όπου η διαδικασία διενεργήθηκε από όργανο συγκροτούμενο από δικαστικούς λειτουργούς, υφίσταται πράγματι πρόβλημα ως προς οποιονδήποτε (έστω και κατασταλτικό) έλεγχο νομιμότητας επί των πράξεων ενός τέτοιου οργάνου από την διοίκηση, ακόμη κι αν η διοίκηση στην συγκεκριμένη περίπτωση λειτουργεί υπό την νομική μορφή μιας ανεξάρτητης αρχής. Είναι δηλαδή όντως δογματικά ανορθόδοξο, και δεν ευρίσκει συνταγματικό έρεισμα, πράξεις δικαστικών οργάνων, οι οποίες θεωρούνται δικαιοδοτικού χαρακτήρα και εξαιρούνται από τον περαιτέρω δικαστικό έλεγχο (καθόσον δεν επιτρέπεται η προσβολή της με αίτηση ακυρώσεως [104] ), να ελέγχονται από την διοίκηση.
Παρά ταύτα, δημιουργείται πρόβλημα από την γενικότητα της κρίσης, η οποία θα μπορούσε να τύχει νομοθετικής αξιοποίησης και σε άλλες ανόμοιες περιπτώσεις. Εν προκειμένω η απόφαση δυστυχώς δεν συνδύασε τις δύο κρίσεις που η ίδια εξέφερε. Πιο συγκεκριμένα, με την πρώτη κρίση της αποφάνθηκε ότι στη διαδικασία επιλογής δικαστικών υπαλλήλων από επιτροπές που συγκροτούνται αμιγώς από δικαστικούς λειτουργούς κυριαρχούν στοιχεία δικαιοδοτικής (έστω εν ευρεία εννοία) αρμοδιότητας.
Ως εκ τούτου, θα μπορούσε πράγματι να κριθεί ότι εκφεύγουν παντός ελέγχου του ΑΣΕΠ, είτε πλήρως είτε ως προς την άσκηση ουσιαστικού ελέγχου, όχι όλες οι ειδικές διαδικασίες που μπορεί ο νομοθέτης να προβλέψει κατά το εδ. β΄ της παρ. 7 του άρθρου 103 Συντ., αλλά τουλάχιστον εκείνες οι ειδικές διαδικασίες επιλογής, που διενεργούνται από δικαστικούς λειτουργούς και στις σχετικές πράξεις τους αποδίδεται ο χαρακτήρας της άσκησης αρμοδιότητας δικαιοδοτικού χαρακτήρα κατ’ άρθρο 89 παρ. 2 Συντ. Έτσι, θα αποφευγόταν ο νομοθετικός πειρασμός της θεσπίσεως και άλλων (εκτός δικαιοδοτικής λειτουργίας) ειδικών διαδικασιών επιλογής προσωπικού, οι οποίες θα μπορούν να εκφεύγουν του ελέγχου του ΑΣΕΠ, χωρίς να αντίκεινται στη συνταγματική κατοχύρωση της αρμοδιότητάς του.
Αθανάσιος Β. Τσιρωνάς, ΔΝ, Δικηγόρος, Λέκτορας Νομικής ΔΠΘ
________________________________________
[ 85 ]. Βλ. Κ. Ρέμελη, Η έννοια της διοικητικής αρχής και οι δικονομικές παραμορφώσεις της, ΔιΔικ 1989, σελ. 767 επ., Α. Παπαλάμπρου, Διοικητικαί αρχαί και διοικητικά δικαστήρια, Νέον Δίκαιον 1962, σελ. 541 επ.
[ 86 ]. Βλ. Μ. Στασινόπουλου, Δίκαιον διοικητικών πράξεων, 1951, σελ. 67 επ., Δ. Παπανικολαΐδη, Σύστημα διοικητικού δικαίου, 1992, σελ. 144 επ., A. Tsoutsos, Les notion d’ administration et de jurisdiction, 1968, σελ. 51 επ.
[ 87 ]. Βλ. ΣτΕ Ολ 2011/2003, 3034, 3035/2008.
[ 88 ]. Βλ. ενδελεχή ανάλυση με πλούσια νομολογιακή τεκμηρίωση σε: Ε. Πρεβεδούρου, Η έννοια του δικαστικού οργάνου στην πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ΕΔΔΔΔ 2009, σελ. 287 επ.
[ 89 ]. Βλ. Α. Κούνδουρου, Παρατηρήσεις στην ΣτΕ 611/2009, ΘΠΔΔ 2009, σελ. 1263 επ.
[ 90 ]. Βλ. τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 9 του Ν 3202/2003 και του άρθρου 5 της ΚΥΑ με αριθ. 13486/6.3.2008 για την «Προκήρυξη Ειδικού Διαγωνισμού προς πλήρωση δεκαπέντε κενών οργανικών θέσεων δικαστικών υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου».
[ 91 ]. Με την ΔΕφΑθ 1444/2010.
[ 92 ]. Πρβλ. ΣτΕ 490/2008, Ολ 3503/2009, 3758/2010.
[ 93 ]. Βλ. ΣτΕ Ολ 2909/1986, Ολ 3773/2011.
[ 94 ]. Βλ. ΣτΕ Ολ 3773/2011.
[ 95 ]. Βλ. και ΣτΕ 1751/1997.
[ 96 ]. Βλ. ΣτΕ 3034, Ολ 3035/2008, Ολ 3773/2011, 4001/2011.
[ 97 ]. Πρβλ. Ν. Μπουροπούλου, Η έννοια της δικαιοδοτικής λειτουργίας, 1951, σελ. 55 επ.
[ 98 ]. Βλ. ΣτΕ 611/2009 σύμφωνα με την οποία «τα συμβούλια αυτά δεν αποτελούν διοικητικές αρχές προεχόντως λόγω της συνθέσεώς τους».
[ 99 ]. Βλ. ΣτΕ Ολ 2001/2003, Ολ 189/2007, Ολ 3034/2008. Τούτο μάλιστα ισχύει, όχι μόνον πριν αλλά και μετά την αναθεώρηση, καθόσον κρίθηκε ότι «η φύση των υπηρεσιακών αυτών συμβουλίων ως δικαστικών αρχών δεν μεταβλήθηκε μετά την αντικατάσταση της παραγράφου 3 του άρθρου 92 του Συντάγματος κατά την αναθεώρηση του 2001 και την πρόβλεψη ότι στα υπηρεσιακά αυτά συμβούλια μετέχουν ως μέλη και δικαστικοί υπάλληλοι, ενώ μέχρι τότε συνεκροτούντο αποκλειστικά από δικαστικούς λειτουργούς, διότι με τη νέα αυτή συνταγματική διάταξη, η οποία θεσπίσθηκε προκειμένου να καταστεί αντιπροσωπευτικότερη η σύνθεση των υπηρεσιακών αυτών συμβουλίων, ορίζεται ρητώς ότι τα εν λόγω υπηρεσιακά συμβούλια συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς (βλ. υπ’ αριθ. 6/2000 γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας)».
[ 100 ]. Βλ. ΣτΕ 2172/1990, Ολ 282/1995, Ολ 3034/2008, 1919/2009, 320, 4001/2011.
[ 101 ]. Οι δικαστικοί υπάλληλοι περιβάλλονται με ειδικές εγγυήσεις ως προς την υπηρεσιακή τους κατάσταση, επειδή ακριβώς συνιστούν βοηθητικά όργανα της Δικαιοσύνης, βλ. ΣτΕ Ολ 2909/1986, 2295/1990, 4560/1995, 2368/1996.
[ 102 ]. Τα συμβούλια ή επιτροπές, στις οποίες συμμετέχουν δικαστικοί λειτουργοί, ακόμη και αν αναλαμβάνουν καθήκοντα δικαιοδοτικής αρμοδιότητας, κατά την ευρεία έννοια του άρθρου 89 παρ. 2 Συντ., δεν είναι δικαστήρια κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 20 παρ. 1, 87 παρ. 1 και 93 Συντ., πρβλ. τις σκέψεις της μειοψηφίας στην ΣτΕ 320/2011.
[ 103 ]. Έχει ωστόσο πλέον κρατήσει στην νομολογία ότι τα Πειθαρχικά Συμβούλια, που ασκούν πειθαρχική αρμοδιότητα, εφόσον είναι ενταγμένα οργανωτικά στο διοικητικό μηχανισμό, ο οποίος επιτελεί το συμφυές με τη διοίκηση και όχι την απονομή της δικαιοσύνης έργο, αποτελούν διοικητικά όργανα. Ακόμη δε και η συγκρότησή τους αποκλειστικά από δικαστικούς λειτουργούς δεν μεταβάλλει τον χαρακτήρα τους ως συλλογικών οργάνων της διοίκησης, καθόσον δεν εκδικάζουν πειθαρχικά αδικήματα δικαστικών υπαλλήλων, βλ. ΣτΕ Ολ 2011/2003, Ολ 189/2007 και Ε. Πρεβεδούρου, Η έννοια του δικαστικού οργάνου, ό.π., σελ. 301 επ.
[ 104 ]. Βλ. ΣτΕ Ολ 3034/2008, ΣτΕ 611/2009, 320, 1795/2011.